Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλος ν. Mάριου Παπαχριστοδούλουκαι Άλλης (2002) 3 ΑΑΔ 329

(2002) 3 ΑΑΔ 329

[*329]5 Ιουνίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 2993)

ΚΥΠΡΙΑΚH ΔΗΜΟΚΡΑΤIA, ΜEΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠHΣ ΔΗΜOΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣIAΣ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

ΜAΡΙΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟYΛΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 2995)

ΜAΡΙΟΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟYΛΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ, ΜEΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητικές Eφέσεις Αρ. 2993, 2995)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― «Έκδηλη Υπεροχή» ― Έννοια και βάρος απόδειξης ― Βαθμός απόδειξης ― Όρια δικαστικού ελέγχου.

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Εν προκειμένω εσφαλμένη κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι ο αιτητής έθεσε μόνο ένα λόγο ακυρώσεως ― Ανατράπηκε.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Πρόσθετο προσόν ― Βαρύτητα ― Συναρτάται με τη σχετικότητά του με τα καθήκοντα της θέσης ― Εξωγενείς παράγοντες κρίθηκαν τόσο το πρόσθετο προσόν όσο και η πείρα του επιλεγέντος ― Υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.

[*330]Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Πείρα ― Πείρα στη δικηγορία σχετική, εφόσον απαιτείτο ως προσόν πανεπιστημιακός τίτλος στα νομικά ― Ούτε η πείρα σε έκτακτη απασχόληση στο ίδιο γραφείο στο οποίο υπάγεται η κενή θέση εξωγενές στοιχείο, αλλά συναφές ― Εύλογη απόφαση να ληφθούν υπόψη.

Ο περί Δικηγόρων Νόμος (Κεφ. 2) ― Άρθρα 6 και 11 ― Η άσκηση της δικηγορίας αρχίζει από την ημερομηνία εγγραφής στο Μητρώο Δικηγόρων.

Πρωτόδικα η προσφυγή πέτυχε, λόγω έκδηλης υπεροχής του αιτητή. Καταχωρίστηκαν εφέσεις και αντέφεση αντίστοιχα.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση 2993 και απορρίπτοντας την έφεση 2995, αποφάσισε ότι:

1.  Η φράση «έκδηλη υπεροχή» έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία. Λέχθηκε ότι σημαίνει την υπεροχή ενός μέρους. Λέχθηκε, επίσης, ότι για να ευσταθήσει ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή η υπεροχή πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή.  Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό, που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά.

     Για να δικαιολογήσει την επιλογή του το διορίζον όργανο δεν πρέπει να καταλήξει ότι ο διορισθείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψηφίων. Από την άλλη, επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή, μόνο όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψήφιου που έχει επιλεγεί. Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάμει κακή χρήση της. Οσάκις ένα Ε.Μ. κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, το δικαστήριο, αναφορικά με το θέμα της καταλληλότητας, δεν υποκαθιστά τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη του διορίζοντος οργάνου, νοουμένου ότι το τελευταίο έχει ασκήσει σωστά τη διακριτική του ευχέρεια.  Με άλλα λόγια το απλό γεγονός, ότι αν το Δικαστήριο βρισκόταν στη θέση του διορίζοντος οργάνου δυνατόν να μην επέλεγε για διορισμό ή προαγωγή τον υποψήφιο που έχει επιλεγεί από το αρμόδιο όργανο, δεν αποτελεί από μόνο του επαρκή λόγο για ακύρωση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου.

[*331]         Η διαφορά 9 εκατοστιαίων μονάδων στη γραπτή εξέταση και η αξιολόγηση του Ε.Μ. με χαρακτηρισμό ο οποίος έπεται αμέσως εκείνου που δόθηκε στον αιτητή, δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν έκδηλη υπεροχή.

2.  Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «επικέντρωσε την υπόθεση του σε ένα, ουσιαστικά, λόγο ακύρωσης, δηλαδή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας για το λόγο ότι αυτός υπερείχε έκδηλα, δεν είναι ορθό».

     Θεωρείται σύμφωνα με τις αναφορές του αιτητή ότι δεν έχει περιορίσει την υπόθεση του στον ισχυρισμό του για έκδηλη υπεροχή. Έχει προβάλει και την υπέρβαση και/ή  κατάχρηση εξουσίας σαν δεύτερο λόγο ακύρωσης και τη λήψη υπόψη εξωγενών παραγόντων. Έπεται, πως η επί του προκειμένου αντίθετη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι εσφαλμένη.

3.  Με το δεύτερο λόγο της αντέφεσης προσβλήθηκε το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος του Ε.Μ. Τσιάρτα στο Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο όπως και οι εμπειρίες του από την υπηρεσία του στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρόσθεταν στην αξία του.

     Το επίμαχο μεταπτυχιακό δίπλωμα του Ε.Μ. δεν αποτελεί προσόν πλεονέκτημα. Αποτελεί πρόσθετο προσόν. Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Δ.Υ. δεν έχει προσδιορίσει κατά πόσο το πρόσθετο προσόν είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης. Επομένως δεν μπορούσε να του δώσει οποιαδήποτε βαρύτητα.

     Αναφορικά με την πείρα θεωρείται ότι αυτή προσμετρά ως στοιχείο αξίας, μόνο όπου είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.  Στην απουσία των στοιχείων που σχετίζονται με την πείρα του Ε.Μ. Τσιάρτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι δυνατό να λεχθεί ότι μια τέτοια πείρα ήταν σχετική με την εκτέλεση των καθηκόντων της επίδικης θέσης. Έπεται πως το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το οποίο έχει επικυρωθεί η κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι η επίδικη πείρα του Ε.Μ. προσθέτει στη αξία του είναι εσφαλμένο. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με το μεταπτυχιακό δίπλωμα του Ε.Μ.. Δεν έχει καταδειχθεί η σχετικότητα του με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Λόγω της απουσίας σχετικότητας με τα καθήκοντα της θέσης, η πείρα του Ε.Μ. στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το μεταπτυχιακό δίπλωμα του, αποτελούσαν εξωγενείς παράγοντες. Η λήψη υπόψη εξωγενών, άσχετων ή μη [*332]ουσιωδών παραγόντων συνιστά πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης και καθιστά την απόφαση της αντίθετη προς το Νόμο, με αποτέλεσμα να οδηγεί στην ακύρωση της γιατί λήφθηκε καθ’ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.

4.  Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι η έκταση της «δικηγορίας» και η «έκτακτη υπηρεσία» στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως «δεν αποτελούσαν λόγο υπεροχής κατά το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά εξωγενές στοιχείο κρίσης.

     Το Δικαστήριο έχει την άποψη, ότι η πείρα στο δικηγορικό επάγγελμα δεν αποτελεί εξωγενές στοιχείο κρίσης. Τα απαιτούμενα από τα σχέδια υπηρεσίας της επίδικης θέσης προσόντα περιλαμβάνουν Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλο «σε ένα τουλάχιστο από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών: Νομικά (περιλαμβανομένου και του Barrister-at-Law), Δημόσια Διοίκηση, Κοινωνικές Επιστήμες ...». Είναι αυτονόητο ότι πείρα στο δικηγορικό επάγγελμα επαυξάνει τις γνώσεις ενός υποψηφίου στα νομικά. Είναι, επίσης, αυτονόητο ότι υποψήφιος του  οποίου οι νομικές γνώσεις είναι επαυξημένες είναι σε καλύτερη θέση να εκτελέσει τα καθήκοντα της θέσης από ένα υποψήφιο ο οποίος κατέχει απλώς δίπλωμα στα νομικά. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με την πείρα στο Γραφείο του Επιτρόπου Διοικήσεως. Ο κάτοχος τέτοιας πείρας βρίσκεται σε καλύτερη θέση από τον υποψήφιο ο οποίος δεν κατέχει οποιαδήποτε πείρα. Ακολουθεί πως τα δύο στοιχεία δεν  ήταν εξωγενή. Το επίδικο συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται από το ενώπιον του υλικό. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

5.  Η άσκηση της δικηγορίας αρχίζει από την ημερομηνία εγγραφής του συγκεκριμένου δικηγόρου στο Μητρώο Δικηγόρων (βλ. Άρθρο 6 και 11 του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, όπως έχει τροποποιηθεί). Το κατ’ ισχυρισμό σφάλμα του Αρχιπρωτοκολλητή δεν μπορεί να υποβληθεί σε οποιοδήποτε έλεγχο στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Εν όψει της δήλωσης του εφεσείοντα στην αίτηση για διορισμό του και της ημερομηνίας εγγραφής του στο Μητρώο Δικηγόρων, κρίνεται ότι το επίδικο συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστήριου βρίσκει έρεισμα στο ενώπιόν του υλικό. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

6.  Με τον τρίτο – και τελευταίο – λόγο της έφεσης, προσβλήθηκε το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν κατόρθωσε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ. 2 και 4.

     Το Δικαστήριο εξέτασε τον σχετικό λόγο της έφεσης, σε συνάρτη[*333]ση με τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο των προαγωγών και τα κριτήρια που διέπουν το θέμα της έκδηλης υπεροχής.  Αφού συνεκτιμήθηκαν όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τις διεκδικήσεις και την καταλληλότητα των 3 υποψηφίων, κρίνεται ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Δικαστηρίου. Η επίδικη κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επικυρώνεται.

Η έφεση 2993 επιτυγχάνει. Η έφεση 2995 απορρίπτεται. Ουδεμία διαταγή για τα έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76,

Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1253,

Ρ.Ι.Κ. v. Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338,

Γρηγορίου v. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728,

Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74,

Christou a.ο. v. Republic, 4 R.S.C.C. 1,

Χ”Βασιλείου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755,

Alexandrou v. C.O.T. (1980) 3 C.L.R. 360,

Πούρος v. Δημοκρατίας κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 172,

Soteriou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 83,

Konnaris a.ο. v. Republic (1974) 3 C.L.R. 377,

Nicolaou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 308,

Tzavelas v. Republic (1975) 3 C.L.R. 490,

Kleanthous v. Republic (1978) 3 C.L.R. 303.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση (Έφεση 2993) εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. [*334]187/98), ημερομηνίας 5/1/2000, με την οποία ακυρώθηκε ο αναδρομικός διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους Tσιάρτα στη θέση Λειτουργού Γραφείου Eπιτρόπου Διοικήσεως και έφεση από τον αιτητή (Έφεση 2995) εναντίον της απόρριψης της προσφυγής του και επικύρωσης της απόφασης διορισμού των άλλων τριών ενδιαφερομένων μερών στην ίδια θέση.

Μ. Φλωρέντζος με Ε. Λεωνίδου, για τους Εφεσείοντες στην Α.Ε. 2993.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο στην Α.Ε. 2993.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα στην Α.Ε. 2995.

Μ. Φλωρέντζος με Ε. Λεωνίδου, για τους Εφεσίβλητους στην Α.Ε. 2995.

Καμία εμφάνιση, για το Ε/Μ Αρ. Τσιάρτα.

Τ. Παπαδόπουλος με Ε. Φλουρέντζο, για το Ε/Μ Ε. Χ''Ττοφή.

Ε. Φλουρέντζος, για το Ε/Μ Μ. Χριστοφόρου.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με απόφαση της που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 19.12.97 (η προσβαλλόμενη απόφαση) η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) διόρισε αναδρομικά από τις 3.1.1994 τους Τσιάρτα Άριστο, Χατζηττοφή-Λάμπρου Ελένη, Δήμητρα Κούσιου-Χρυσανδρέα και Χριστοφόρου Μαρία (τα Ε.Μ.) στη μόνιμη θέση Λειτουργού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως (η επίδικη θέση).

Ο εφεσείων στην έφεση 2995 (εφεσίβλητος στην έφεση 2993) ο οποίος ήταν αποτυχών υποψήφιος για την επίδικη θέση άσκησε προσφυγή κατά του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης. Η προσφυγή πέτυχε μερικώς. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το διορισμό του Ε.Μ. Τσιάρτα και επικύρωσε εκείνο των άλλων τριών Ε.Μ..

Η Ε.Δ.Υ. άσκησε την έφεση 2993 εναντίον της απόφασης του [*335]Πρωτόδικου Δικαστηρίου και ο αιτητής άσκησε αντέφεση καθώς και την έφεση 2995.

Η παράθεση των λόγων οι οποίοι οδήγησαν την Ε.Δ.Υ. στην επιλογή των Ε.Μ. θα καταστήσει ευχερέστερη την κατανόηση των λόγων της έφεσης των δύο εφεσειόντων και της αντέφεσης.   Στο σχετικό πρακτικό της Ε.Δ.Υ. αναφέρονται τα εξής:

«2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ Μαρία, η οποία έχει ψηλή βαθμολογία στις γραπτές εξετάσεις (71%), χαρακτηρίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως Πάρα πολύ καλή στην ενώπιον της προφορική εξέταση και έχει μακρά πείρα στο δικηγορικό επάγγελμα (6 χρόνια και 8½ μήνες). Σημειώθηκε, επίσης, ότι η επιλεγείσα υπηρετούσε ως έκτακτη στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως και είχε κάποια σχετική πείρα. Όσον αφορά δε την έκτακτη υπηρεσία της, ο Επίτροπος Διοικήσεως στη συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 29.11.93 ανέφερε ότι ‘Η υπηρεσία της στο Γραφείο μου από το Μάρτη του 1993 αξιολογείται γενικά ως πολύ ικανοποιητική. Προσαρμόστηκε εύκολα στις ιδιαιτερότητες της υπηρεσίας. Διαθέτει καλή νομική κατάρτιση. Είναι εργατική και παραγωγική’.

3. ΧΑΤΖΗΤΟΦΗ-ΛΑΜΠΡΟΥ Ελένη, η οποία είχε ψηλή βαθμολογία στις γραπτές εξετάσεις (76%), χαρακτηρίστηκε ως Πάρα πολύ καλή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην ενώπιον της προφορική εξέταση, έχει πτυχίο Νομικής και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου από το 1988.

4. ΤΣΙΑΡΤΑ Άριστος, ο οποίος εξασφάλισε ψηλή βαθμολογία στις γραπτές εξετάσεις (74%), χαρακτηρίστηκε ως Πολύ καλός από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην ενώπιον της προφορική εξέταση, η οποία στην αναλυτική έκθεσή της αναφέρει: ‘... Έδωσε την εντύπωση σοβαρού και ευφυούς ανθρώπου με συναισθηματική σταθερότητα και συγκροτημένη προσωπικότητα. Στις ερωτήσεις που του τέθηκαν απαντούσε με ψυχραιμία και αυτοπεποίθηση και παρά το ότι δεν ήταν ιδιαίτερα ενημερωμένος για τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, έδειξε ότι έχει πολλές δυνατότητες’. Επιπλέον, ο επιλεγείς διαθέτει Master of Philosophy in Transnational Commercial Law, του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης, το οποίο, αν και δεν είναι απαιτούμενο προσόν ή πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, εμπλουτίζει το μορφωτικό του υπόβαθρο και, σε συνδυασμό με τις εμπειρίες που έχει από την υπηρεσία του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προσθέτει στην αξία του.

[*336]

Η Επιτροπή, επιλέγοντας τους πιο πάνω, έλαβε υπόψη ότι μερικοί υποψήφιοι έλαβαν στη γραπτή εξέταση ψηλότερη βαθμολογία από τους επιλεγέντες. Επίσης, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι μια υποψήφια αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως εξαίρετη και μερικοί άλλοι ως πάρα πολύ καλοί στην ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική εξέταση. Ωστόσο, η Επιτροπή θεώρησε ότι ούτε η γραπτή εξέταση ούτε η προφορική εξέταση, από μόνες τους, δίνουν υπεροχή σε κάποιο υποψήφιο ώστε να αποτελέσουν το αποφασιστικό στοιχείο κρίσης. Η Επιτροπή, αφού συνεκτίμησε τα πιο πάνω στοιχεία μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία αξιολόγησης, όπως η ψηλή ακαδημαϊκή κατάρτιση, η παρεμφερής πείρα των υποψηφίων, όπως είναι η άσκηση της δικηγορίας, καθώς επίσης και η υπηρεσιακή επίδοση και οι εμπειρίες των υποψηφίων που υπηρέτησαν πάνω σε έκτακτη βάση στο Γραφείο του Επιτρόπου Διοικήσεως, έκρινε ότι οι επιλεγέντες είναι οι πιο κατάλληλοι για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης.»

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο εφεσείων στην έφεση 2995 (ο αιτητής) επικέντρωσε την υπόθεση του σ’ ένα ουσιαστικά λόγο ακύρωσης. Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας για το λόγο ότι αυτός υπερείχε έκδηλα όλων των Ε.Μ.. Έκρινε ότι ο αιτητής έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ. Άριστου Τσιάρτα, όχι όμως έναντι των άλλων Ε.Μ.. Έθεσε το θέμα ως εξής:

«(α)  Ο αιτητής βαθμολογήθηκε με 83% στη γραπτή εξέταση έναντι 74% του ενδιαφερόμενου μέρους Τσιάρτα. Η γραπτή αυτή εξέταση απέβλεπε όχι μόνο στη διακρίβωση του επιπέδου γνώσης των υποψηφίων στην Ελληνική, αλλά και στην ικανότητά τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της θέσης. (Βλέπε Τεκμ. 2 – Παράρτημα Α1 στη γραπτή αγόρευση της καθ’ ης η αίτηση). Παράλληλα, στην προφορική εξέταση, η απόδοση του αιτητή αξιολογήθηκε ως ‘πάρα πολύ καλή’, ενώ του ενδιαφερόμενου μέρους Τσιάρτα ως ‘πολύ καλή’.

Είναι φανερό από το πρακτικό της καθ’ ης η αίτηση, που παρέθεσα πιο πάνω, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, παρά το γεγονός ότι υστέρησε έκδηλα του αιτητή τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εν τούτοις, προτιμήθηκε και επιλέγηκε από την καθ’ ης η αίτηση πάνω στη βάση ότι διέθετε μεταπτυχιακό τίτλο, προσόν το οποίο, αν και δεν ήταν απαιτούμενο, ούτε συνιστούσε πλεονέκτημα, εν [*337]τούτοις, εμπλούτιζε το μορφωτικό του υπόβαθρο και, σε συνδυασμό με τις εμπειρίες του από την υπηρεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρόσθετε στην αξία του.

Κατά την κρίση μου, παρόλο που η καθ’ ης η αίτηση μπορούσε εύλογα να θεωρήσει ότι ο εν λόγω μεταπτυχιακός τίτλος, όπως και οι εμπειρίες του ενδιαφερόμενου μέρους, πρόσθεταν στην αξία του, εν τούτοις, δεν μπορούσε εύλογα να θεωρήσει ότι τα στοιχεία αυτά ήταν αρκετά για να αντισταθμίσουν την έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία, όπως αυτή προέκυπτε από τα αποτελέσματα τόσο της γραπτής όσο και της προφορικής εξέτασης.»

Η Έφεση 2993.

Η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έκδηλης υπεροχής του αιτητή έναντι του Ε.Μ. Τσιάρτα προσβλήθηκε με την έφεση της Ε.Δ.Υ.. Ο κ. Φλωρέντζος, εκ μέρους της Ε.Δ.Υ., υποστήριξε ότι με βάση το σύνολο της εικόνας των υποψηφίων η βαθμολογία του αιτητή στην γραπτή εξέταση και η αξιολόγηση του από τη Συμβουλευτική Επιτροπή «δεν αποτελεί έκδηλη υπεροχή στα πλαίσια της έννοιας που προσδίδεται σ’ αυτή από τη νομολογία μας».

Η φράση «έκδηλη υπεροχή» έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία μας. Λέχθηκε ότι σημαίνει την υπεροχή ενός μέρους. Λέχθηκε, επίσης, ότι για να ευσταθήσει ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή η υπεροχή πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (βλ. Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76, 79 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε).

Όπως έχει λεχθεί στην Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1253, 1261 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε):

«Το κριτήριο που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Hadjisavvas v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76, έχει καθιερωθεί από μεταγενέστερη νομολογία ως το κριτήριο για τον καθορισμό της ύπαρξης καταφανούς υπεροχής (βλέπε, Hadjioannou v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1041, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826). Η υπεροχή τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν μετά [*338]από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου, η υπεροχή του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη (self evident).»

(Βλ. και Ρ.Ι.Κ. ν. Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338: «Η υπεροχή για να είναι έκδηλη πρέπει να προσλαμβάνει αντικειμενική υπόσταση». Βλ. επίσης Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728).

Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι για να δικαιολογήσει την επιλογή του το διορίζον όργανο δεν πρέπει να καταλήξει ότι ο διορισθείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψηφίων. Από την άλλη, επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή μόνο όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψήφιου που έχει επιλεγεί. Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάμει κακή χρήση της (Βλ. Georghiou ν. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 85 - απόφαση Ολομέλειας και Γ.Μ. Παπαχατζή “Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου”, σελ. 729). Οσάκις ένα Ε.Μ. κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα το δικαστήριο, αναφορικά με το θέμα της καταλληλότητας, δεν υποκαθιστά τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη του διορίζοντος οργάνου νοουμένου ότι το τελευταίο έχει ασκήσει σωστά τη διακριτική του ευχέρεια. Με άλλα λόγια το απλό γεγονός ότι αν το Δικαστήριο βρισκόταν στη θέση του διορίζοντος οργάνου δυνατόν να μην επέλεγε για διορισμό ή προαγωγή τον υποψήφιο που έχει επιλεγεί από το αρμόδιο όργανο δεν αποτελεί από μόνο του επαρκή λόγο για ακύρωση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου (Βλ. Christou and others v. Republic, 4 R.S.C.C. 1 και Χ''Βασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755).

Το βάρος της απόδειξης έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή (βλ. Alexandrou ν. C.Ο.Τ. (1980) 3 C.L.R. 360).

Συνεκτιμώντας όλα τα σχετικά στοιχεία και συγκρίνοντας μεταξύ του αιτητή και του Ε.Μ. Τσιάρτα δεν μπορεί να λεχθεί ότι η υπεροχή του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη.

Η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έκδηλης υπεροχής του αιτητή έχει σαν έρεισμα την ψηλότερη βαθμολογία του αιτητή στην γραπτή εξέταση – βαθμολογήθηκε με 83 ενώ το Ε.Μ. με 74 – και τον χαρακτηρισμό του ως «πάρα πολύ καλός» στην προφορική εξέ[*339]ταση ενώ το Ε.Μ. αξιολογήθηκε ως «πολύ καλός». Υπενθυμίζουμε ότι το «πολύ καλός» αποτελεί τον επόμενο βαθμό αξιολόγησης.

Έχουμε την άποψη πως η διαφορά 9 εκατοστιαίων μονάδων στη γραπτή εξέταση και η αξιολόγηση του Ε.Μ. με χαρακτηρισμό ο οποίος έπεται αμέσως εκείνου που δόθηκε στον αιτητή δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν έκδηλη υπεροχή. Ακολουθεί πως η Έφεση 2993 επιτυγχάνει και το σχετικό συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμερίζεται.

Η Έφεση 2993 επιτρέπεται.

Η αντέφεση του αιτητή.

Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «επικέντρωσε την υπόθεση του σε ένα, ουσιαστικά, λόγο ακύρωσης, δηλαδή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας για το λόγο ότι αυτός υπερείχε έκδηλα, δεν είναι ορθό». Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι ο αιτητής «επικαλέστηκε παράλληλα και/ή πρόσθετα και άλλους λόγους ακύρωσης, όπως το ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας αφού παράνομα ανήγαγαν κάποια εξωγενή στοιχεία σε αποφασιστικά κριτήρια επιλογής, όπως η επαγγελματική πείρα και οι μεταπτυχιακές σπουδές του Ε.Μ. Τσιάρτα». Ο κ. Αγγελίδης παρέπεμψε στα νομικά σημεία 3 και 7 της προσφυγής, στη γραπτή αγόρευση του αιτητή και στις διευκρινίσεις.

Με το νομικό σημείο 3 της προσφυγής ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η Ε.Δ.Υ. στηρίχθηκε πάνω σε πεπλανημένη βάση και/ή κριτήρια και με το νομικό σημείο 7 της προσφυγής ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι «η Ε.Δ.Υ. παράνομα ανήγαγε εξωγενείς παράγοντες σε αποφασιστικά κριτήρια διορισμού».

Στη γραπτή του αγόρευση (βλ. σελ. 178 των πρακτικών) ο αιτητής διερωτήθηκε γιατί η Ε.Δ.Υ. «κάνει αναφορά σε κάποια αγνώστου είδους ολιγόμηνη πείρα του Ε.Μ. Τσιάρτα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση προς δικαιολόγηση της επιλογής της» και ταυτόχρονα αγνόησε την δική του πείρα.

Τέλος στο στάδιο των διευκρινίσεων (βλ. σελ. 181 των πρακτικών) ο αιτητής δήλωσε: «Οι ισχυρισμοί μου στην παρούσα υπόθεση είναι (α) ότι υπερέχω έκδηλα έναντι όλων των Ε.Μ. και (β) ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε καθ’ υπέρβαση ή/και κατάχρηση εξουσίας».

[*340]

Θεωρούμε ότι οι πιο πάνω αναφορές του αιτητή καταδεικνύουν ότι δεν έχει περιορίσει την υπόθεση του στον ισχυρισμό του για έκδηλη υπεροχή. Έχει προβάλει και την υπέρβαση και/ή  κατάχρηση εξουσίας σαν δεύτερο λόγο ακύρωσης (βλ. και νομικό σημείο 8 της προσφυγής) και τη λήψη υπόψη εξωγενών παραγόντων. Έπεται πως η επί του προκειμένου αντίθετη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη.

Με το δεύτερο λόγο της αντέφεσης προσβλήθηκε το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος του Ε.Μ. Τσιάρτα στο Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο όπως και οι εμπειρίες του από την υπηρεσία του στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρόσθεταν στην αξία του. Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι ήταν εσφαλμένο. Τόνισε ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος του Ε.Μ. Τσιάρτα ήταν παντελώς άσχετος με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Όσον αφορά την πείρα του Ε.Μ. στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε «ότι κανένα στοιχείο δεν υπάρχει που να υποδεικνύει ότι είχε τέτοια πείρα».

Ο κ. Φλωρέντζος, στην αγόρευση του ενώπιον μας δέχθηκε ότι δεν υπήρχαν τα στοιχεία της πείρας του Ε.Μ. Τσιάρτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε και τα σχέδια υπηρεσίας απαιτούν τέτοια πείρα.  Ανέφερε ωστόσο ότι μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως γενική πείρα. Τέλος υπέδειξε ότι δεν υπήρχε λόγος ακύρωσης σε σχέση με αυτή την κρίση της Επιτροπής.

Θεωρούμε ότι η θέση που έχει προβάλει ο αιτητής περί λήψης υπόψη εξωγενών παραγόντων και η ρητή αναφορά του στο θέμα της πείρας του Ε.Μ. στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και ο ισχυρισμός του περί υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας καλύπτουν πλήρως το σχετικό λόγο αντέφεσης. Έπεται πως θα τον εξετάσουμε.

Το επίμαχο μεταπτυχιακό δίπλωμα του Ε.Μ. δεν αποτελεί προσόν πλεονέκτημα. Αποτελεί πρόσθετο προσόν.

Η βαρύτητα που πρέπει να δίδεται στα πρόσθετα προσόντα έχει οριοθετηθεί ως εξής στην Πούρος ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 172 (απόφαση Νικολάου, Δ.):

«Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα:  αφενός να [*341]μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής· και, αφετέρου, να μην ειναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.  Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»

Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Δ.Υ. δεν έχει προσδιορίσει κατά πόσο το πρόσθετο προσόν είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης. Επομένως δεν μπορούσε να του δώσει οποιαδήποτε βαρύτητα.

Αναφορικά με την πείρα θεωρούμε ότι αυτή προσμετρά ως στοιχείο αξίας μόνο όπου είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Στην απουσία των στοιχείων που σχετίζονται με την πείρα του Ε.Μ. Τσιάρτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι δυνατό να λεχθεί ότι μια τέτοια πείρα ήταν σχετική με την εκτέλεση των καθηκόντων της επίδικης θέσης. Έπεται πως το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο έχει επικυρωθεί η κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι η επίδικη πείρα του Ε.Μ. προσθέτει στη αξία του είναι εσφαλμένο. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με το μεταπτυχιακό δίπλωμα του Ε.Μ.. Δεν έχει καταδειχθεί η σχετικότητα του με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Λόγω της απουσίας σχετικότητας με τα καθήκοντα της θέσης η πείρα του Ε.Μ. στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το μεταπτυχιακό δίπλωμα του αποτελούσαν εξωγενείς παράγοντες. Η λήψη υπόψη εξωγενών, άσχετων ή μη ουσιωδών παραγόντων συνιστά πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης και καθιστά την απόφαση της αντίθετη προς το Νόμο, με αποτέλεσμα να οδηγεί στην ακύρωση της γιατί λήφθηκε καθ’ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Soteriou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 83, Konnaris and Another v. Republic (1974) 3 C.L.R. 377, Nicolaou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 308, Tzavelas v. Republic (1975) 3 C.L.R. 490 και Kleanthous v. Republic (1978) 3 C.L.R. 303).

Έπεται πως η αντέφεση επιτυγχάνει.  Η προσβαλλόμενη απόφαση στο βαθμό που αφορά το διορισμό του Ε.Μ. Τσιάρτα ακυρώνεται.

Η Έφεση 2995.

Όπως έχουμε ήδη υποδείξει η πιο πάνω έφεση ασκήθηκε από τον αιτητή. Αφορά την επιλογή μόνο των Ε.Μ. Χ''Ττοφή και Χριστοφόρου.

Έχουμε ήδη παραθέσει τους λόγους (βλ. σελ. 3) οι οποίοι οδήγη[*342]σαν την Ε.Δ.Υ. στην επιλογή των Ε.Μ. Χ''Ττοφή και Χριστοφόρου (τα Ε.Μ. 2 και 4). Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο αιτητής δεν κατόρθωσε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ. 2 και 4 αλλά κατόρθωσε να αποδείξει απλώς υπεροχή στη γραπτή εξέταση, αφού εκείνος εξασφάλισε 83% ενώ εκείνα 71% και 76% αντίστοιχα. Υπέδειξε ότι η απόδοση και των δύο Ε.Μ. στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως «πάρα πολύ καλή», όπως και του αιτητή. Υπέδειξε επίσης ότι το Ε.Μ. Χριστοφόρου είχε επτάχρονη σχεδόν πείρα στο δικηγορικό επάγγελμα, που ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, όπως διαγράφονται στο σχέδιο υπηρεσίας, και επίσης είχε πείρα ως έκτακτη υπάλληλος στο Γραφείο του Επιτρόπου Διοικήσεως. Το δε Ε.Μ. Χατζηττοφή είχε πεντάχρονη πείρα στο δικηγορικό επάγγελμα. Ο αιτητής, από την άλλη, είχε πείρα στο δικηγορικό επάγγελμα μικρότερη του ενός έτους και καθόλου πείρα στο Γραφείο του Επίτροπου Διοικήσεως. Είχε πείρα στο Τελωνείο.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Η ίση με τον αιτητή απόδοση των ενδιαφερομένων μερών στην προφορική εξέταση σε συνδυασμό με την πολύ μεγαλύτερη πείρα τους στο δικηγορικό επάγγελμα και την πείρα, των δύο από αυτά, στο Γραφείο του Επιτρόπου Διοικήσεως ήταν, κατά την άποψη μου, στοιχεία που μπορούσαν εύλογα να αντισταθμίσουν την υπεροχή του αιτητή στη γραπτή εξέταση.»

Το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πολύ μεγαλύτερη πείρα στο δικηγορικό επάγγελμα των Ε.Μ. 2 και 4 και «του τελευταίου εξ αυτών στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως ήταν στοιχεία που μπορούσαν εύλογα να αντισταθμίσουν την υπεροχή του εφεσείοντα  στη γραπτή εξέταση κατά 7 και 12 μονάδες αντίστοιχα» προσβλήθηκε με τον πρώτο λόγο της έφεσης.   Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι ήταν εσφαλμένο γιατί η έκταση της «δικηγορίας» και η «έκτακτη υπηρεσία» στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως «δεν αποτελούσαν λόγο υπεροχής κατά το σχέδιο υπηρεσίας αλλά εξωγενές στοιχείο κρίσης - προτίμηση από πλευράς Ε.Δ.Υ.».

Έχουμε την άποψη ότι η πείρα στο δικηγορικό επάγγελμα δεν αποτελεί εξωγενές στοιχείο κρίσης. Τα απαιτούμενα από τα σχέδια υπηρεσίας της επίδικης θέσης προσόντα περιλαμβάνουν Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλο «σε ένα τουλάχιστο από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών: Νομικά (περιλαμβανομένου και του Barrister-at-Law), Δημόσια Διοίκηση, Κοινωνικές Επι[*343]στήμες ...». Είναι κατά την κρίση μας αυτονόητο ότι πείρα στο δικηγορικό επάγγελμα επαυξάνει τις γνώσεις ενός υποψηφίου στα νομικά. Είναι, επίσης, αυτονόητο ότι υποψήφιος του οποίου οι νομικές γνώσεις είναι επαυξημένες είναι σε καλύτερη θέση να εκτελέσει τα καθήκοντα της θέσης από ένα υποψήφιο ο οποίος κατέχει απλώς δίπλωμα στα νομικά. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με την πείρα στο Γραφείο του Επιτρόπου Διοικήσεως. Ο κάτοχος τέτοιας πείρας βρίσκεται σε καλύτερη θέση από τον υποψήφιο ο οποίος δεν κατέχει οποιαδήποτε πείρα. Ακολουθεί πως τα δύο στοιχεία δεν  ήταν εξωγενή. Το επίδικο συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται από το ενώπιον του υλικό. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων είχε πείρα στο δικηγορικό επάγγελμα μικρότερη του έτους ήταν εσφαλμένο.

Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι με βάση τα σχετικά στοιχεία ο εφεσείων είχε ως  κύριο επάγγελμα του το δικηγορικό επάγγελμα από τις 14.9.91 μέχρι τις 17.1.93.

Στην αίτηση του για διορισμό και κάτω από τη στήλη «Απασχόληση/θέση» ο εφεσείων ανέφερε:

                                                              «Διάρκεια

                                                       από                 μέχρι

Ασκούμενος Δικηγόρος

Γραφείο Κιτρομηλίδη  & Σία                   14.9.90                       13.9.91

Δικηγόρος

Γραφεία Άντη Τριανταφυλλίδη & Υιοί,

Αντρέα Σίμου Αγγελίδη και

Αυτοεργοδοτούμενος                  14.9.91                       14.10.92

Παραγωγός και παρουσιαστής στο

Ραδ. «Ο ΛΟΓΟΣ» (part time)                 1.2.92             15.9.92

Τελωνειακός Λειτουργός στον

Κλάδο Ερευνών Αρχιτελωνείου            18.1.93                       σήμερα ...»

Στη γραπτή του αγόρευση ο δικηγόρος του ανέφερε ότι ο Αρχιπρωτοκολλητής λανθασμένα ενέγραψε τον εφεσείοντα στο [*344]Μητρώο Δικηγόρων στις 15.10.91 «ενώ η εγγραφή του θα έπρεπε να γίνει από τις 14.9.91 που ήταν η ημερομηνία της αίτησης του ή τουλάχιστον από την ημερομηνία έγκρισης της αίτησης του από το Νομικό Συμβούλιο, δηλαδή από τις 7.10.91».

Έχουμε την άποψη πως η άσκηση της δικηγορίας αρχίζει από την ημερομηνία εγγραφής του συγκεκριμένου δικηγόρου στο Μητρώο Δικηγόρων (βλ. αρ. 6 και 11 του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, όπως έχει τροποποιηθεί). Το κατ’ ισχυρισμό σφάλμα του Αρχιπρωτοκολλητή δεν μπορεί να υποβληθεί σε οποιοδήποτε έλεγχο στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Εν όψει της δήλωσης του εφεσείοντα στην αίτηση για διορισμό του και της ημερομηνίας εγγραφής του στο Μητρώο Δικηγόρων κρίνουμε ότι το επίδικο συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστήριου βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον του υλικό. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με τον τρίτο – και τελευταίο – λόγο της έφεσης προσβλήθηκε το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν κατόρθωσε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ. 2 και 4. Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι ο εφεσείων υπερτερούσε έκδηλα έναντι των Ε.Μ. 2 και 4 αφού είχε εξασφαλίσει 83% στη γραπτή εξέταση ενώ τα Ε.Μ. 2 και 4 71% και 76% αντίστοιχα. Υπέβαλε, επίσης, ότι ο εφεσείων διέθετε πείρα διάρκειας 9½  μηνών στον Κλάδο Ερευνών του Τελωνείου και κατείχε περισσότερα προσόντα.

Έχουμε εξετάσει το σχετικό λόγο της έφεσης σε συνάρτηση με τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο των προαγωγών (βλ. σελ. 334-336, πιο πάνω) και τα κριτήρια που διέπουν το θέμα της έκδηλης υπεροχής. Αφού εξετάσαμε και συνεκτιμήσαμε όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τις διεκδικήσεις και την καταλληλότητα των 3 υποψηφίων κρίνουμε ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασής μας. Η επίδικη κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επικυρώνεται.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση 2995 απορρίπτεται. Η προαγωγή των Ε.Μ. 2 και 4 επικυρώνεται. 

Αναφορικά με τα έξοδα των δύο εφέσεων και της αντέφεσης όπως και το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εκδίδουμε διαταγή για τα έξοδα.

H έφεση 2993 επιτυγχάνει. H έφεση 2995 απορρίπτεται. Ουδεμία διαταγή για τα έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο