(2002) 3 ΑΑΔ 345
[*345]5 Ιουνίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΡAΦΤΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
1. ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ, ΜEΣΩ
TOY ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ ΕΓΓΡΑΦHΣ
ΕΠΙΣΤΗΜOΝΩΝ ΤΡΟΦIΜΩΝ,
2. ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ ΕΓΓΡΑΦHΣ
ΕΠΙΣΤΗΜOΝΩΝ ΤΡΟΦIΜΩΝ
ΤΕΧΝΟΛOΓΩΝ ΤΡΟΦIΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΟΛOΓΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 3017)
Ο περί Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων και Διαιτολόγων Νόμος του 1996 (Ν. 31(Ι)/96) ― Συμβούλιο Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων, Τεχνολόγων Τροφίμων και Διαιτολόγων ― Σύνθεση του Συμβουλίου ― Άρθρο 3(2) ― Τρεις διαιτολόγοι, εκ των οποίων ο ένας κλινικός διαιτολόγος ― Το ζητούμενο είναι αν το μέλος/διαιτολόγος έχει τα προσόντα για εγγραφή στο μητρώο διαιτολόγων.
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Τήρηση πρακτικών ― Στην απουσία ρητής νομοθετικής διάταξης που να το επιβάλλει, η μη τήρηση πρακτικών δεν αποτελεί αφ’ εαυτής λόγο ακυρώσεως ― Καθίσταται όμως άκυρη η απόφαση αν στερείται λόγω τέτοιας παράλειψης της δέουσας αιτιολογίας ― Το βάρος απόδειξης ότι τα πρακτικά δεν είναι πλήρη, το φέρει ο αιτητής.
Διοικητική πράξη ― Δέουσα έρευνα ― Η κρίση της διοίκησης επί τεχνικών θεμάτων δεν ελέγχεται ― Παρά μόνο αν διαπιστωθεί πλάνη περί τα πράγματα, έλλειψη αιτιολογίας, κακή χρήση διακριτικής ευχέρειας.
Ο περί Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων και Διαιτολόγων Νόμος του 1996 (Ν. 31(Ι)/96) ― Εγγραφή διαιτολόγου ― Συνέντευξη υποψηφίου ― Ισχυρισμός περί επίδρασης εξωγενών παραγόντων, υπό τις περιστάσεις απορρίφθηκε.
[*346]Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Παράβαση τύπου ― Ο τύπος που παραβιάζεται πρέπει να είναι ουσιώδης ― Παράλειψη υποβολής πέντε από τις 19 ερωτήσεις που αποφασίστηκε να υποβληθούν δεν αποδείχθηκε ουσιώδη παράβαση.
Διοικητική πράξη ― Αιτιολογία ― Χαρακτηριστικά νόμιμης αιτιολογίας.
Διοικητική πράξη ― Δέουσα έρευνα ― Χαρακτηριστικά έρευνας που την καθιστούν δέουσα.
Ο εφεσείων προσέβαλε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την απόφαση των εφεσιβλήτων να απορρίψουν αίτημά του για εγγραφή του στο Μητρώο Διαιτολόγων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης προβλήθηκε το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με τη σύσταση ή σύνθεση του Συμβουλίου. Υποστηρίχθηκε ότι ήταν παράνομη αφού σ’ αυτό συμμετείχε ένας επιπρόσθετος κλινικός διαιτολόγος κατά παράβαση του Άρθρου 3(2) του Νόμου.
Ο σκοπός για τον οποίο έχει θεσπιστεί ο σχετικός Νόμος αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα για σκοπούς ορθής ερμηνείας του.
Από την εξέταση του Νόμου προκύπτει ότι σκοπός του ήταν η ρύθμιση του επαγγέλματος των Επιστημόνων Τροφίμων, των Τεχνολόγων Τροφίμων και των Διαιτολόγων. Ανάγνωση του Άρθρου 3(2) του Νόμου, το οποίο διέπει τα της σύνθεσης του Συμβουλίου, αποκαλύπτει ότι ο Νομοθέτης έχει επιδιώξει όπως αντιπροσωπεύονται και τα τρία επαγγέλματα στο Συμβούλιο. Σε σχέση με τους διαιτολόγους αυτοί αντιπροσωπεύονται από τρεις διαιτολόγους από τους οποίους ο ένας είναι κλινικός διαιτολόγος (βλ. Άρθρο 3(2) (α) και (γ) του Νόμου). Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο στο Συμβούλιο μετέχουν δύο διαιτολόγοι και ένας κλινικός διαιτολόγος. Αυτό που κατά την κρίση του Δικαστηρίου έχει σημασία, είναι κατά πόσο οι δύο διαιτολόγοι κατέχουν τα προσόντα για να εγγραφούν στο Μητρώο Διαιτολόγων, σύμφωνα με το Άρθρο 9(1) του Νόμου και όχι η περιγραφή τους στην απόφαση διορισμού τους. Αυτό που έχει σημασία είναι το γεγονός ότι η κα. Μαρκίδου κατέχει τα προσόντα της διαιτολόγου. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Τέλος πρέπει να προστεθεί ότι ο Νόμος δεν κάμνει διάκριση μεταξύ διαιτολόγου και κλινικού διαιτο[*347]λόγου (βλ. Άρθρο 2 του Νόμου: «διαιτολόγος σημαίνει διαιτολόγο ή κλινικό διαιτολόγο εγγεγραμμένο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου»).
2. Ο επόμενος λόγος της έφεσης σχετίζεται με τα πρακτικά τα οποία κρατήθηκαν από το Συμβούλιο στη διάρκεια της προφορικής εξέτασης του εφεσείοντα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι βάσιμη η θέση του εφεσείοντα ότι το Συμβούλιο θα έπρεπε να κρατήσει πλήρη πρακτικά της εξέτασης ή ακόμα και να μαγνητοφωνήσει τη διαδικασία. Σημείωσε ότι τα πρακτικά που τηρήθηκαν ήταν πέραν του δέοντος κατατοπιστικά. Τέλος υπέδειξε ότι σκοπός της ακυρωτικής διαδικασίας είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και όχι η εξέταση της ουσίας της απόφασης του οργάνου.
Το Άρθρο 15(β) του Νόμου, δίδει δικαίωμα σε κάθε πρόσωπο να εγγραφεί στο Συμβούλιο αν ικανοποιήσει το Συμβούλιο ότι «έχει επαρκείς γνώσεις στον κλάδο της Επιστήμης Τροφίμων ή Διαιτολογίας και αν το Συμβούλιο ικανοποιηθεί γι’ αυτό κατά τη μελέτη της αίτησης και/ή συνάντησης με τον ενδιαφερόμενο».
Έχει νομολογηθεί ότι τα συλλογικά όργανα πρέπει να λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και να τηρούν πρακτικά των συνεδριάσεων τους. Ωστόσο αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου, ότι στην απουσία νομοθετικής διάταξης που να ρυθμίζει το θέμα, η μη τήρηση πρακτικών από το συλλογικό όργανο δεν καθιστά, αφ’ εαυτής, άκυρη την συγκεκριμένη διοικητική πράξη, εκτός αν η απουσία πρακτικών ή η ασάφεια τους τείνει να στερήσει την πράξη της δέουσας αιτιολογίας.
Στην παρούσα υπόθεση έχουν τηρηθεί πρακτικά. Περιέχουν όχι μόνο τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις του εφεσείοντα αλλά και τις θέσεις που είχε προβάλει όταν στο τέλος του είχε υποβληθεί ερώτηση γενικής φύσεως. Πρόσθετα τα τηρηθέντα πρακτικά δεν φαίνεται να πάσχουν από έλλειψη σαφήνειας ή καθαρότητας. Κρίνεται, επομένως, ότι το Συμβούλιο έχει συμμορφωθεί προς τις αρχές του διοικητικού δικαίου, οι οποίες διέπουν την τήρηση πρακτικών από συλλογικά όργανα.
Το βάρος απόδειξης ότι τα πρακτικά που έχουν τηρηθεί δεν είναι πλήρη ή επαρκή, το φέρει ο εφεσείων. Ο τελευταίος δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει. Τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου επί του προκειμένου αποτελούν επιχειρήματα του συνήγορου του και δεν είναι ικανά να τεκμηριώσουν την εισήγηση του περί ανεπάρκειας των πρακτικών. Ούτε και υπάρχει υποχρέωση τήρησης [*348]στενογραφημένων ή μαγνητοφωνημένων πρακτικών. Η υποχρέωση των συλλογικών οργάνων εξαντλείται με την τήρηση πρακτικών τα οποία δίνουν μια πλήρη και καθαρή εικόνα των όσων έχουν λάβει χώραν ενώπιον του συλλογικού οργάνου.
3. Ούτε ο Νόμος ούτε οι αρχές του διοικητικού δικαίου επιβάλλουν στο Συμβούλιο την καταγραφή βαθμολογίας ή την καταγραφή εντυπώσεων.
Στην απουσία νομοθετικής διάταξης ή αρχής διοικητικού δικαίου που να υπαγορεύουν την βαθμολόγηση ή την καταγραφή εντυπώσεων δεν έχει εντοπιστεί οποιαδήποτε πλημμέλεια, η οποία να οδηγεί στην ακύρωση της πράξης. Η κρίση του Συμβουλίου επί της επάρκειας των γνώσεων του εφεσείοντα αποτελεί ζήτημα τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων. Το Συμβούλιο έχει διατυπώσει την κρίση του με περιγραφικό τρόπο. Έχει δε νομολογηθεί ότι η κρίση της διοίκησης επί θεμάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων - όπως είναι εδώ η περίπτωση – «χαρακτηρίζεται ως ανέλεγκτος», εφόσον δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας.
4. Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είχε υποστηριχθεί ότι στην απόφαση δύο τουλάχιστον μελών του Συμβουλίου – της κας Ανδρέου και της κας Παπαλαμπριανού – υπεισήλθαν εξωγενείς παράγοντες. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς. Έκρινε ότι δεν «βασίζονται σε κανένα πραγματικό στοιχείο». Η ορθότητα του σχετικού συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητήθηκε με τον τρίτο λόγο της έφεσης.
Συγκεκριμένα η κα. Ανδρέου ανέφερε ότι «στην προφορική εξέταση/συνέντευξη φάνηκε καθαρά ότι ο κύριος Ράφτης δεν κατέχει τις βασικές και στοιχειώδεις γνώσεις στο θέμα της Διαιτολογίας». Έδωσε γραπτώς τους λόγους του πιο πάνω συμπεράσματος της σε επιστολή την οποία παρουσίασε, ανέγνωσε και παρέδωσε στο Συμβούλιο.
Η κα. Παπαλαμπριανού ανέφερε ότι «μετά την προφορική εξέταση φάνηκε καθαρά ότι ο αιτητής δεν έχει επαρκείς γνώσεις ή τις στοιχειώδεις γνώσεις στην Διαιτολογία για να μπορεί να εξασκεί το επάγγελμα του διαιτολόγου». Παρέθεσε και η κα. Παπαλαμπριανού τις απόψεις της σε έγγραφο το οποίο παρέδωσε στο Συμβούλιο.
Με τις απόψεις των πιο πάνω δύο μελών του Συμβουλίου συμφώνησε και το μέλος Ελίζα Μαρκίδου. Το τέταρτο μέλος – η κα. Χατζη[*349]πιερή – συμφώνησε με τις απόψεις της κας Ανδρέου. Πρόσθεσε ότι «εκπλάγηκε από την άγνοια/έλλειψη γνώσεων του κου Ράφτη στο θέμα της Διαιτολογίας».
Το Δικαστήριο θεωρεί πως οι πιο πάνω αναφορές σχετίζονται άμεσα με το κύριο θέμα το οποίο είχε να εξετάσει το Συμβούλιο ήτοι την επάρκεια των γνώσεων του εφεσείοντα. Περαιτέρω αποτελούν σχολιασμό των θέσεων του εφεσείοντα όπως τις είχε προβάλει κατά την εξέταση του. Δεν αποτελούν επομένως εξωγενείς παράγοντες. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τις αναφορές για επίδειξη αυστηρότητας και για την φύση του επαγγέλματος του Διαιτολόγου. Τέλος η αναφορά της κας Παπαλαμπριανού στα εισοδήματα του εφεσείοντα συνιστά απάντηση στις τοποθετήσεις των μελών της μειοψηφίας σύμφωνα με τις οποίες ο εφεσείων εξασκεί το επάγγελμα του Διαιτολόγου για 12-14 χρόνια.
5. Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστήριου ο κ. Κληρίδης είχε προβάλει τη θέση ότι το Συμβούλιο μετέβαλε τις ερωτήσεις που είχε αποφασίσει να υποβάλει στον εφεσείοντα.
Το απορριπτικό συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβλήθηκε με τον επόμενο λόγο της έφεσης. Ο κ. Κληρίδης υποστήριξε ότι από τη στιγμή που το Συμβούλιο αποφάσισε να υποβάλει συγκεκριμένες ερωτήσεις στον εφεσείοντα και τις οποίες και κατέγραψε, και οι ερωτήσεις αυτές αποτελούσαν μέρος της διαδικασίας ουσιαστικά που το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα δεν μπορούσε το όργανο από μόνο του να ξεφύγει πλήρως από τη διαδικασία αυτή. Τούτο – συνέχισε ο κ. Κληρίδης – δεν συνάδει με τις αρχές της χρηστής διοίκησης δηλαδή να αποφασίζεται συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο το οποίο προφανώς κρίθηκε ότι θα καθόριζε και το αντικείμενο της εξέτασης δηλαδή η επάρκεια γνώσεων του αιτητή «αλλά στην συνέχεια τα μέλη του Συμβουλίου να ερωτούν άλλα των άλλων και θέματα εκτός εκείνων που ήδη αποφάσισαν ότι έπρεπε να απαντηθούν για σκοπούς της διαδικασίας και εφαρμογής των νομοθετικών προνοιών».
Η απόφαση με την οποία καθορίσθηκαν οι ερωτήσεις αποτελούσε προπαρασκευαστική πράξη. Αποτελούσε, επίσης, ένα από τους τύπους της πράξης.
Έχει νομολογηθεί ότι μόνο παράβαση ουσιώδους τύπου καθιστά την πράξη παράνομη. Το ερώτημα κατά πόσο παράβαση τύπου είναι ουσιώδης ή όχι εξαρτάται από την επίδραση που έχει η παράλειψη του τύπου στη συγκεκριμένη πράξη.
[*350] Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να τείνει να δείξει ότι η παράλειψη υποβολής 5 ερωτήσεων – από τις 19 – έχει ασκήσει οποιαδήποτε επιρροή επί του περιεχομένου της προσβαλλόμενης πράξης. Έπεται πως δεν έχει σημειωθεί παράβαση ουσιώδους τύπου. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
6. Με άλλο λόγο της έφεσης αμφισβητήθηκε η ορθότητα του συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το οποίο κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αιτιολογημένη και το αποτέλεσμα πλήρους έρευνας.
Έχει νομολογηθεί ότι η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και δεν πρέπει να είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο.
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη, όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό.
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι, εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της.
Η προσβαλλόμενη πράξη περιέχει όλα τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο επίδικο συμπέρασμα. Είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
7. Σε σχέση με την εισήγηση περί απουσίας δέουσας έρευνας οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Η έρευ[*351]να είναι επαρκής, εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται.
Στην παρούσα υπόθεση το Συμβούλιο αφού εξέτασε τα στοιχεία που υπέβαλε ο εφεσείων έκρινε ότι δεν ήταν ικανοποιητικά. Έδωσε μάλιστα λεπτομερείς λόγους για τη σχετική κατάληξη του. Στη συνέχεια το Συμβούλιο έδωσε την ευκαιρία στον εφεσείοντα να υποβάλει συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία και πάλιν δεν κρίθηκαν ικανοποιητικά. Ακολούθως το Συμβούλιο συνάντησε τον εφεσείοντα για να διαπιστώσει την επάρκεια των γνώσεων του. Οι ερωτήσεις που του υπέβαλε αναφέρονται αποκλειστικά σε θέματα Διαιτολογίας. Θεωρείται, επομένως, ότι με την έρευνα που είχε προηγηθεί της προσβαλλόμενης απόφασης είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Το Συμβούλιο είχε προβεί στη διεξαγωγή της υπό τις περιστάσεις επιβαλλόμενης δέουσας έρευνας και η περί του αντιθέτου εισήγηση του κ. Κληρίδη δεν ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Vita Ora v. Republic (1973) 3 C.L.R. 273,
HjiLouca v. Republic (1969) 3 C.L.R. 570,
Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 34,
Medcon Construction a.ο. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535,
Michael v. Republic (1972) 3 C.L.R. 206,
Kyprianou a.ο. v. Republic (No.2) (1975) 3 C.L.R. 187,
Ellinas v. Republic (1975) 3 C.L.R. 248,
Ioannou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 61,
Eleftheriou a.ο. v. Central Bank (1980) 3 C.L.R. 85,
Eraclidou a.ο. v. Compensation Officer (1968) 3 C.L.R. 44,
Georghiou a.ο. v. Municipality of Nicosia (1973) 3 C.L.R. 53,
Koυτσού v. K.O.T. (2001) 3 Α.Α.Δ. 311,
[*352]E. Koutsou Estates Ltd κ.ά. v. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 316,
Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23,
Παπαλουκά κ.ά. v. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656,
A. Lumiere Television Ltd v. Αντέννα κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 242,
Κυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298,
Δημοκρατία v. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,
Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,
Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476,
Δημοκρατία v. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503,
Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270,
Nicolaou v. Minister of Interior a.ο. (1974) 3 C.L.R. 189,
Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 114/98), ημερομηνίας 24/2/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόρριψης στις 11/12/97 της αίτησής του για εγγραφή του στον Eιδικό Kατάλογο Διαιτολόγων εξ Eπαγγέλματος, βάσει του Άρθρου 8 του N. 31(Ι)/96.
Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Τ. Παπαδόπουλος, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων και Διαιτολόγων Νόμου του 1996 (Ν.31(Ι)/96) (ο Νόμος) έχει ιδρυθεί Συμβούλιο με την επωνυμία [*353]Συμβούλιο Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων, Τεχνολόγων Τροφίμων και Διαιτολόγων (το Συμβούλιο). Αποτελείται από:
«(α) Έναν επιστήμονα τροφίμων, έναν τεχνολόγο τροφίμων και έναν διαιτολόγο, από τους οποίους τουλάχιστον ο ένας κατέχει μόνιμη θέση στη δημόσια υπηρεσία και υποδεικνύεται από τον Υπουργό Υγείας.
(β) δύο εγγεγραμμένους επιστήμονες τροφίμων ή τεχνολόγους τροφίμων που υποδεικνύονται από το Σύνδεσμο.
(γ) δύο εγγεγραμμένους διαιτολόγους από τους οποίους ο ένας είναι κλινικός διαιτολόγος, που ασκούν ιδιωτικά το επάγγελμα και που υποδεικνύονται από το Σύνδεσμο.»
Τα μέλη του Συμβουλίου διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το Συμβούλιο καταρτίζει και στη συνέχεια τηρεί Μητρώο Επιστημόνων Τροφίμων και Τεχνολόγων Τροφίμων (βλ. άρθρο 5 του Νόμου) και Μητρώο Διαιτολόγων (βλ. άρθρο 6 του Νόμου).
Το άρθρο 8 του Νόμου προδιαγράφει τα προσόντα για εγγραφή στο Μητρώο Επιστημόνων Τροφίμων και Τεχνολόγων Τροφίμων και το άρθρο 9 προδιαγράφει τα προσόντα για εγγραφή στο Μητρώο Διαιτολόγων. Περιλαμβάνουν, το μεν άρθρο 8 την κατοχή πτυχίου ή διπλώματος πανεπιστημίου ή άλλου ισότιμου προσόντος στον κλάδο του επιστήμονα τροφίμων ή του τεχνολόγου τροφίμων, το δε άρθρο 9 την κατοχή πτυχίου ή διπλώματος ή άλλου ισότιμου προσόντος στη Διαιτολογία ή Κλινική Διαιτολογία.
Το άρθρο 13(1) του Νόμου καθιστά δυνατή την εγγραφή στον ειδικό κατάλογο Επιστημόνων Τροφίμων ή Τεχνολόγων Τροφίμων ή Διαιτολόγων εξ επαγγέλματος. Τα απαιτούμενα προσόντα για εγγραφή στον ειδικό κατάλογο προδιαγράφονται από το άρθρο 15 του Νόμου. Παραθέτω το σχετικό μέρος του:
«15. Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 13 και 14, κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στον Ειδικό Κατάλογο, αν ικανοποιήσει το Συμβούλιο ότι –
(α) ...................................................................................................
(β) έχει επαρκείς γνώσεις στον κλάδο της Επιστήμης Τροφίμων ή της Διαιτολογίας, ανάλογα με την περίπτωση, και αν το Συμβούλιο ικανοποιηθεί γι’ αυτό κατά τη μελέτη της αί[*354]τησης και/ή συνάντησης με τον ενδιαφερόμενο:
...................................................................................................
(γ) κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ασκούσε με καλή πίστη και για ίδιον αυτού λογαριασμό ως αυτοεργοδοτούμενος το επάγγελμα του επιστήμονα τροφίμων ή του διαιτολόγου, ανάλογα με την περίπτωση.
(δ) ασκούσε αυτό το ειδικό επάγγελμα για δύο συνεχή τουλάχιστο χρόνια αμέσως πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.»
Στις 21.3.97 ο αιτητής υπέβαλε προς το Συμβούλιο αίτηση για εγγραφή του στον Ειδικό Κατάλογο Διαιτολόγων εξ Επαγγέλματος. Το Συμβούλιο εξέτασε την αίτηση του στη συνεδρία του ημερ. 2.5.97. Κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:
«1. Η αίτηση έγινε μετά την πάροδο της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Νόμου (άρθρο 14) και πρέπει να θεωρείται εκπρόθεσμη.
2. Εν πάση περιπτώσει στην αίτηση δεν περιλαμβάνονται ικανοποιητικά τέτοια στοιχεία που να αποδεικνύεται ή να δικαιολογείται η εγγραφή του στον Ειδικό Κατάλογο στην Ειδικότητα του Διαιτολόγου, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που τίθενται στα εδάφια (β), (γ) και (δ) του άρθρου 15 του Νόμου. Επισημαίνουμε ειδικότερα ότι το Συμβούλιο δεν έχει ικανοποιηθεί ότι έχετε επαρκείς γνώσεις στον κλάδο της διαιτολογίας.
3. Η αίτηση αναφέρεται σε συμμετοχή του Κ. Ράφτη σε ‘Workshop on Food + Nutrition Course 102’ χωρίς να δίνεται η χρονική του διάρκεια ή αποδεικτικά στοιχεία για την συμπλήρωση του.
4. Η αίτηση αναφέρεται σε συμπλήρωση με αλληλογραφία σε θέμα σχετικό στην επιστήμη της διατροφής (‘course on Nutritional science’) στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, όμως δεν εσωκλείεται στην αίτηση αναλυτική κατάσταση (transcript), πιστοποιημένο δίπλωμα συμπλήρωσης και χρονική διάρκεια αυτού.»
Περαιτέρω το Συμβούλιο αποφάσισε ότι «είναι διαθετημένο να επανεξετάσει την αίτηση του αν ο κ. Ράφτης πληροφορήσει το συμβούλιο με τα εξής» συμπληρωματικά στοιχεία:
[*355]«1. Αναλυτική (ες) Κατάσταση (εις) (transcript) και διπλώματα πιστοποιημένα από τα πανεπιστήμια που φοίτησε, στα θέματα σε σχέση με την διαιτολογία (Ν.31(Ι)/96, παράγραφο 15β).
2. Αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τον πιο πάνω Νόμο ειδικότερα σε σχέση με τα εδάφια (β), (γ) και (δ).
3. Γραπτή διευκρίνηση από σχετικά πανεπιστήμια/ιδρύματα για δύο από τα πιστοποιητικά που παρουσιάσετε:
‘American College of Nutrition’
‘The International Academy of Nutrition and Preventive Medicine’
Το Συμβούλιο Εγγραφής αποφάσισε να επικοινωνήσει με τον κ. Πελεκάνο (διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων) για διευκρίνηση του πως είναι επαγγελματικά καταχωρημένος ο κ. Ράφτης τα τελευταία δύο χρόνια.»
Με επιστολή του ημερ. 30.7.97 το Συμβούλιο ζήτησε από τον αιτητή να υποβάλει συμπληρωματικά στοιχεία. Ο αιτητής ανταποκρίθηκε. Με επιστολή του ημερ. 18.9.97 υπέβαλε συμπληρωματικά στοιχεία. Επειδή το Συμβούλιο – και πάλιν – δεν ικανοποιήθηκε αναφορικά με την επάρκεια των γνώσεων του αιτητή αποφάσισε να τον καλέσει «σε εξέταση που θα γίνει από τα μέλη του Συμβουλίου – στις 15.11.97 – όπως προνοεί ο Νόμος».
Στη συνεδρία του ημερ. 13.11.97 «το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα για τις ερωτήσεις που θα υποβληθούν στον αιτητή».
Η προφορική εξέταση του αιτητή έλαβε χώραν στις 15.11.97 στην παρουσία όλων των μελών του Συμβουλίου. Οι ερωτήσεις του Συμβουλίου και οι απαντήσεις που έδωσε ο αιτητής είναι καταγραμμένες στα πρακτικά. Η περαιτέρω εξέταση της αίτησης του αιτητή έλαβε χώραν στη συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 11.12.97. Στη διάρκεια εκείνης της συνεδρίας τα μέλη του Συμβουλίου διατύπωσαν τις απόψεις τους αναφορικά με την απόδοση του αιτητή κατά την προφορική εξέταση. Στο τέλος το Συμβούλιο αποφάσισε κατά πλειοψηφία την απόρριψη της αίτησης του αιτητή.
Ο αιτητής άσκησε προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Συμβουλίου ημερ. 11.12.97. Επεδίωξε την ακύρωση της με την επίκληση 7 λόγων ακύρωσης. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν και απέρριψε την [*356]προσφυγή. Εξού και η παρούσα έφεση.
Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τους λόγους της έφεσης σε συνδυασμό με τα αποφασισθέντα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης προβλήθηκε το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με τη σύσταση ή σύνθεση του Συμβουλίου. Υποστηρίχθηκε ότι ήταν παράνομη αφού σ’ αυτό συμμετείχε ένας επιπρόσθετος κλινικός διαιτολόγος κατά παράβαση του άρθρου 3(2) του Νόμου.
Ας δούμε πρώτα ποιά ήταν τα μέλη του Συμβουλίου και ποιές οι ιδιότητες τους. Διορίζονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και είναι τα εξής:
Δρ. Φρόσω Χ''Λούκα, Τεχνολόγος Τροφίμων
κα. Ελίζα Μαρκίδου, Κλινικός Διαιτολόγος
κα. Μάρω Χριστοδουλίδου, Επιστήμονας Τροφίμων
κ. Αντώνης Ιωάννου, Επιστήμονας Τροφίμων
κα. Ροδάνθη Χ''Πιερή, Τεχνολόγος Τροφίμων
κα. Ελένη Ανδρέου, Κλινικός Διαιτολόγος
κα. Ροδούλα Παπαλαμπριανού, Διαιτολόγος.
Παρόμοια εισήγηση έγινε και ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις πρόνοιες του Νόμου που διέπουν τη σύνθεση του Συμβουλίου (έχουν παρατεθεί στη σελ. 353, πιο πάνω) απέρριψε την εισήγηση του κ. Κληρίδη. Έθεσε το θέμα ως εξής:
«Το επιχείρημα του αιτητή δεν ευσταθεί. Η κα. Ελένη Ανδρέου διορίστηκε ως μέλος του Συμβουλίου υπό την ιδιότητά της ως κλινική διαιτολόγος που ασκεί ιδιωτικά το επάγγελμα και είναι το πρόσωπο που υποδείχθηκε από το Σύνδεσμο Επιστημόνων Τροφίμων και Διαιτολόγων Κύπρου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(2) (γ). Η κα. Ροδούλα Παπαλαμπριανού που διορίστηκε ως μέλος του Συμβουλίου υπό την ιδιότητά της ως διαιτολόγου που ασκεί ιδιωτικά το επάγγελμα, επίσης υποδείχθηκε από το Σύνδεσμο. Η κα. Ελίζα Μαρκίδου, που είναι κλινική διαιτολόγος, έχει διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την ιδιότητά της ως διαιτολόγου που κατέχει μόνιμη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία. Το γεγονός ότι η κα. Μαρκίδου είναι κλινική διαιτολόγος δεν έχει οποιαδήποτε σημασία. Όπως επισημαίνεται, βάσει των οικείων σχεδίων υπηρεσίας, όλοι οι διαιτολόγοι που εργάζονται στη Δημόσια Υπη[*357]ρεσία είναι απαραίτητα κλινικοί διαιτολόγοι.»
Αναπτύσσοντας τον πιο πάνω λόγο της έφεσης ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι τα σχέδια υπηρεσίας δεν έχουν καμιά σχέση με το όλο θέμα. Σχέση έχει η ιδιότητα του προσώπου με την οποία διορίστηκε με βάση τη σχετική απόφαση διορισμού και όχι τα προσόντα στα οποία μπορεί να ανατρέξει ένας και/ή στις σχετικές πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας. Η σχετική απόφαση διορισμού – συνέχισε ο κ. Κληρίδης – διευκρινίζει και καθορίζει την ιδιότητα των διορισθέντων η οποία και καθιστά τη σύσταση του Συμβουλίου «εξ υπαρχής παράνομη με αποτέλεσμα και η επίδικη απόφαση να πρέπει να παραμεριστεί σαν προϊόν αναρμόδιου οργάνου και/ή παρανόμως συσταθέντος κατά παράβαση προνοιών του Νόμου». Σύμφωνα με το άρθρο 3(2) (α) (β) (γ) του Νόμου – κατέληξε ο κ. Κληρίδης – το Συμβούλιο «αποτελείται, μεταξύ άλλων, από τρεις διαιτολόγους ο ένας από τους οποίους είναι κλινικός διαιτολόγος». Όπως, όμως, «παραδέχονται οι εφεσίβλητοι στο Συμβούλιο μετέχουν δύο κλινικοί διαιτολόγοι, δηλαδή η Ελίζα Μαρκίδου και Ελένη Ανδρέου και ένας διαιτολόγος, με λίγα λόγια μετέχει ένας επιπρόσθετος κλινικός διαιτολόγος».
Ο σκοπός για τον οποίο έχει θεσπιστεί ο σχετικός Νόμος αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα για σκοπούς ορθής ερμηνείας του (Vita Ora v. Republic(1973) 3 C.L.R. 273 και Maxwell on Interpretation of Statutes, 12th ed., σελ. 86-96, 113).
Από την εξέταση του Νόμου προκύπτει ότι σκοπός του ήταν η ρύθμιση του επαγγέλματος των Επιστημόνων Τροφίμων, των Τεχνολόγων Τροφίμων και των Διαιτολόγων. Ανάγνωση του άρθρου 3(2) του Νόμου, το οποίο διέπει τα της σύνθεσης του Συμβουλίου, αποκαλύπτει ότι ο Νομοθέτης έχει επιδιώξει όπως αντιπροσωπεύονται και τα τρία επαγγέλματα στο Συμβούλιο. Σε σχέση με τους διαιτολόγους αυτοί αντιπροσωπεύονται από τρεις διαιτολόγους από τους οποίους ο ένας είναι κλινικός διαιτολόγος (βλ. άρθρο 3(2) (α) και (γ) του Νόμου). Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο στο Συμβούλιο μετέχουν δύο διαιτολόγοι και ένας κλινικός διαιτολόγος. Αυτό που κατά την κρίση μας έχει σημασία είναι κατά πόσο οι δύο διαιτολόγοι κατέχουν τα προσόντα για να εγγραφούν στο Μητρώο Διαιτολόγων σύμφωνα με το άρθρο 9(1) του Νόμου και όχι η περιγραφή τους στην απόφαση διορισμού τους. Από το ενώπιον μας υλικό προκύπτει ότι η δεύτερη κλινική διαιτολόγος – η κα. Ελίζα Μαρκίδου – είναι διαιτολόγος. Το γεγονός ότι η κα. Ελίζα Μαρκίδου είναι κλινικός διαιτολόγος στη Δημόσια Υπηρεσία και έχει περιγραφεί ως «κλινικός διαιτολόγος» στη σχετική απόφαση του Υπουργι[*358]κού Συμβουλίου δεν διαδραματίζει οποιοδήποτε ρόλο. Όπως έχουμε ήδη υποδείξει αυτό που έχει σημασία είναι το γεγονός ότι η κα. Μαρκίδου κατέχει τα προσόντα της διαιτολόγου. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Τέλος πρέπει να προσθέσουμε ότι ο Νόμος δεν κάμνει διάκριση μεταξύ διαιτολόγου και κλινικού διαιτολόγου (βλ. άρθρο 2 του Νόμου: «διαιτολόγος σημαίνει διαιτολόγο ή κλινικό διαιτολόγο εγγεγραμμένο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου»).
Ο επόμενος λόγος της έφεσης σχετίζεται με τα πρακτικά τα οποία κρατήθηκαν από το Συμβούλιο στη διάρκεια της προφορικής εξέτασης του εφεσείοντα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι βάσιμη η θέση του εφεσείοντα ότι το Συμβούλιο θα έπρεπε να κρατήσει πλήρη πρακτικά της εξέτασης ή ακόμα και να μαγνητοφωνήσει τη διαδικασία. Σημείωσε ότι τα πρακτικά που τηρήθηκαν ήταν πέραν του δέοντος κατατοπιστικά. Τέλος υπέδειξε ότι σκοπός της ακυρωτικής διαδικασίας είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και όχι η εξέταση της ουσίας της απόφασης του οργάνου.
Η ορθότητα των πιο πάνω καταλήξεων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητήθηκε με το δεύτερο λόγο της έφεσης.
Ο κ. Κληρίδης υποστήριξε ότι έπρεπε να είχε τηρηθεί λεπτομερές και ακριβές πρακτικό της όλης διαδικασίας των ερωτήσεων και απαντήσεων και ότι τα πρακτικά που τηρήθηκαν δεν είναι πλήρη. Τα πρακτικά έγιναν εκ των υστέρων και δεν αποδίδουν την πραγματική εικόνα του τί έλαβε χώραν και/ή την πληρότητα της. Υπέβαλε επίσης ότι τα πρακτικά έπρεπε να ήταν στενογραφημένα ή μαγνητοφωνημένα.
Τέλος ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι έπρεπε στα πρακτικά να είχε καταγραφεί η βαθμολογία ενός εκάστου των μελών του Συμβουλίου καθώς και οι εντυπώσεις των μελών του Συμβουλίου «έτσι που να αιτιολογείται η κατάληξη στη βαθμολόγηση».
Θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στο περιεχόμενο των πρακτικών. Αποτελούνται από 6 δακτυλογραφημένες σελίδες. Περιέχουν 13 ερωτήσεις μαζί με τις απαντήσεις του εφεσείοντα καθώς και τις απαντήσεις του εφεσείοντα σε 3 διευκρινιστικές ερωτήσεις. Πρόσθετα περιέχουν μια ερώτηση σχετικά με το πτυχίο του εφεσείοντα και το επάγγελμα που εξασκούσε τα τελευταία χρόνια. Στο τέλος της εξέτασης τα πρακτικά φέρουν τον Πρόεδρο του Συμβουλίου να είχε υποδείξει στον εφεσείοντα «να πει κάτι στο Συμβούλιο αν επιθυμεί». Ο εφεσείων πρόβαλε αριθ[*359]μό ισχυρισμών οι οποίοι έχουν καταγραφεί.
Πριν εξετάσουμε το συγκεκριμένο λόγο της έφεσης θα πρέπει να αναφερθούμε στο νομικό βάθρο δυνάμει του οποίου έχει διεξαχθεί η εξέταση. Παρέχεται από το άρθρο 15(β) του Νόμου. Το άρθρο αυτό δίδει δικαίωμα σε κάθε πρόσωπο να εγγραφεί στο Συμβούλιο αν ικανοποιήσει το Συμβούλιο ότι «έχει επαρκείς γνώσεις στον κλάδο της Επιστήμης Τροφίμων ή Διαιτολογίας και αν το Συμβούλιο ικανοποιηθεί γι’ αυτό κατά τη μελέτη της αίτησης και/ή συνάντησης με τον ενδιαφερόμενο».
Το πρώτο σκέλος των εισηγήσεων του κ. Κληρίδη (βλ. σελ. 355, πιο πάνω) αναφέρεται στην πληρότητα ή την επάρκεια των πρακτικών. Έχει νομολογηθεί ότι τα συλλογικά όργανα πρέπει να λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και να τηρούν πρακτικά των συνεδριάσεων τους (HjiLouca v. Republic (1969) 3 C.L.R. 570, Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 34, Medcon Construction and Others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535, Michael v. Republic (1972) 3 C.L.R. 206, Kyprianou and Others v. Republic (No. 2) (1975) 3 C.L.R. 187, Ellinas v. Republic (1975) 3 C.L.R. 248, Ioannou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 61, Eleftheriou and Others v. Central Bank (1980) 3 C.L.R. 85). Ωστόσο αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι στην απουσία νομοθετικής διάταξης που να ρυθμίζει το θέμα, η μη τήρηση πρακτικών από το συλλογικό όργανο δεν καθιστά, αφ’ εαυτής, άκυρη την συγκεκριμένη διοικητική πράξη, εκτός αν η απουσία πρακτικών ή η ασάφεια τους τείνει να στερήσει την πράξη της δέουσας αιτιολογίας (Κυριακόπουλος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Τόμος 2, σελ. 26, Στασινόπουλος, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων (1951) σελ. 223, HjiLouca (πιο πάνω) στη σελ. 574, Kyprianou (πιο πάνω) στις σελ. 193 και 194, και Ellinas v. Republic (1975) 3 C.L.R. 248, 253, 254).
O σχετικός κανόνας διατυπώνεται ως εξής στον Στασινόπουλο (πιο πάνω) σελ. 223:
«5) Η τήρησις πρακτικών – Η τήρησις πρακτικών κατά τας συνεδριάσεις των συλλογικών διοικητικών οργάνων είναι ενδεδειγμένη και αν ο νόμος δεν απαιτή ταύτην ρητώς, ίνα διαπιστούνται κατά τρόπον επίσημον τα κατά την παραγωγήν της διοικητικής πράξεως λαβόντα χώραν, άτινα δύνανται να χρησιμεύσωσιν εις την ανεύρεσιν της αιτιολογίας και της νομικής αυτής βάσεως. Αλλ’ η μη τήρησις πρακτικού δεν επάγεται ακυρότητα της πράξεως, η οποία συνετάχθη αυτοτελώς, ούτε [*360]δε ελαττώματα υπάρχοντα εις το τυχόν συνταχθέν πρακτικόν είναι δυνατόν να θίξωσι το κύρος της πράξεως, η οποία, καθ’ εαυτήν κρινόμενη, είναι νόμιμος. Οσάκις όμως η πράξις, καίτοι είναι ως εκ της φύσεως της αιτιολογητέα, εκδίδεται εν τούτοις άνευ αιτιολογίας, η έλλειψις αύτη αιτιολογίας εντός του σώματος της πράξεως, θα ήτο δυνατόν ν’ αναπληρωθή εκ του πρακτικού. Διά τούτο, η έλλειψις πρακτικού εις τοιαύτας περιπτώσεις, είναι δυνατόν να οδηγήση εις κρίσιν περί αναιτιολογήτου της πράξεως και ακυρότητα αυτής δια τον λόγον τούτον.»
Στην παρούσα υπόθεση έχουν τηρηθεί πρακτικά. Περιέχουν όχι μόνο τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις του εφεσείοντα αλλά και τις θέσεις που είχε προβάλει όταν στο τέλος του είχε υποβληθεί ερώτηση γενικής φύσεως. Πρόσθετα τα τηρηθέντα παρακτικά δεν φαίνεται να πάσχουν από έλλειψη σαφήνειας ή καθαρότητας. Κρίνουμε, επομένως, ότι το Συμβούλιο έχει συμμορφωθεί προς τις αρχές του διοικητικού δικαίου οι οποίες διέπουν την τήρηση πρακτικών από συλλογικά όργανα.
Το βάρος απόδειξης ότι τα πρακτικά που έχουν τηρηθεί δεν είναι πλήρη ή επαρκή το φέρει ο εφεσείων. Ο τελευταίος δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει. Τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας επί του προκειμένου αποτελούν επιχειρήματα του συνήγορου του και δεν είναι ικανά να τεκμηριώσουν την εισήγηση του περί ανεπάρκειας των πρακτικών. Ούτε και υπάρχει υποχρέωση τήρησης στενογραφημένων ή μαγνητοφωνημένων πρακτικών. Η υποχρέωση των συλλογικών οργάνων εξαντλείται με την τήρηση πρακτικών τα οποία δίνουν μια πλήρη και καθαρή εικόνα των όσων έχουν λάβει χώραν ενώπιον του συλλογικού οργάνου. Ακολουθεί πως οι σχετικές εισηγήσεις δεν ευσταθούν.
Το δεύτερο σκέλος της εισήγησης του κ. Κληρίδη θίγει τα θέματα της καταγραφής της βαθμολογίας και των εντυπώσεων. Σημειώνουμε ότι η εξέταση έγινε με σκοπό τη διαπίστωση της κατοχής – από τον εφεσείοντα – επαρκών γνώσεων στον κλάδο της Διαιτολογίας. Ούτε ο Νόμος ούτε οι αρχές του διοικητικού δικαίου επιβάλλουν στο Συμβούλιο την καταγραφή βαθμολογίας ή την καταγραφή εντυπώσεων.
Στην απουσία νομοθετικής διάταξης ή αρχής διοικητικού δικαίου που να υπαγορεύουν την βαθμολόγηση ή την καταγραφή εντυπώσεων δεν έχουμε εντοπίσει οποιαδήποτε πλημμέλεια η οποία να οδηγεί στην ακύρωση της πράξης. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η [*361]κρίση του Συμβουλίου επί της επάρκειας των γνώσεων του εφεσείοντα αποτελεί ζήτημα τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων. Το Συμβούλιο έχει διατυπώσει την κρίση του με περιγραφικό τρόπο. Έχει δε νομολογηθεί ότι η κρίση της διοίκησης επί θεμάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων - όπως είναι εδώ η περίπτωση – «χαρακτηρίζεται ως ανέλεγκτος», εφόσον δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 227, Eraclidou and Another v. Compensation Officer (1968) 3 C.L.R. 44, 53, 54, Georghiou and Another v. Municipality of Nicosia (1973) 3 C.L.R. 53, Koυτσού v. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 311 και E. Koutsou Estates Ltd κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 316).
Το κύρος της εξέτασης είναι άμεσα συνδεδεμένο με την αιτιολογία της κρίσης του Συμβουλίου. Στην παρούσα υπόθεση για τους λόγους που παραθέτουμε στη συνέχεια (βλ. σελ. 362-363, πιο κάτω) δεν προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είχε υποστηριχθεί ότι στην απόφαση δύο τουλάχιστον μελών του Συμβουλίου – της κας Ανδρέου και της κας Παπαλαμπριανού – υπεισήλθαν εξωγενείς παράγοντες. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς. Έκρινε ότι δεν «βασίζονται σε κανένα πραγματικό στοιχείο». Η ορθότητα του σχετικού συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητήθηκε με τον τρίτο λόγο της έφεσης.
Θεωρούμε αναγκαία την παράθεση του υλικού που σχετίζεται με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης.
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 11.12.97 στην παρουσία και των επτά μελών του Συμβουλίου. Τρία από τα μέλη του Συμβουλίου τάχθηκαν υπέρ της έγκρισης του αιτήματος του εφεσείοντα. Τα άλλα τέσσερα μέλη τάχθηκαν εναντίον της έγκρισης του.
Συγκεκριμένα η κα. Ανδρέου ανέφερε ότι «στην προφορική εξέταση/συνέντευξη φάνηκε καθαρά ότι ο κύριος Ράφτης δεν κατέχει τις βασικές και στοιχειώδεις γνώσεις στο θέμα της Διαιτολογίας». Έδωσε γραπτώς τους λόγους του πιο πάνω συμπεράσματος της σε επιστολή την οποία παρουσίασε, ανέγνωσε και παρέδωσε στο Συμβούλιο.
[*362]Η κα. Παπαλαμπριανού ανέφερε ότι «μετά την προφορική εξέταση φάνηκε καθαρά ότι ο αιτητής δεν έχει επαρκείς γνώσεις ή τις στοιχειώδεις γνώσεις στην Διαιτολογία για να μπορεί να εξασκεί το επάγγελμα του διαιτολόγου». Παρέθεσε και η κα. Παπαλαμπριανού τις απόψεις της σε έγγραφο το οποίο παρέδωσε στο Συμβούλιο.
Με τις απόψεις των πιο πάνω δύο μελών του Συμβουλίου συμφώνησε και το μέλος Ελίζα Μαρκίδου. Το τέταρτο μέλος – η κα. Χατζηπιερή – συμφώνησε με τις απόψεις της κας Ανδρέου. Πρόσθεσε ότι «εκπλάγηκε από την άγνοια/έλλειψη γνώσεων του κου Ράφτη στο θέμα της Διαιτολογίας». Τις πιο πάνω τοποθετήσεις των μελών του Συμβουλίου ακολούθησε η πιο κάτω απόφαση του Συμβουλίου:
«Το Συμβούλιο Εγγραφής στις 11.12.97 αποφάσισε να μην εγγράψει τον κο Αντώνη Ράφτη στον Ειδικό Κατάλογο των Διαιτολόγων αφού δεν κατέχει τις επαρκείς γνώσεις στο θέμα της Διαιτολογίας. Σχετική επίσημη επιστολή θα του σταλεί με την απάντηση του συμβουλίου.»
Οι επίμαχες αναφορές της κας Ανδρέου έχουν ως εξής:
Η κα. Ανδρέου έκαμε αναφορά στον σκοπό της εξέτασης. Υπέδειξε ότι σκοπός της ήταν να διαπιστωθεί κατά πόσο ο εφεσείων έχει τις επαρκείς γνώσεις για να εξασκεί το επάγγελμα του Διαιτολόγου. Στη συνέχεια υπέδειξε ότι η Διαιτολογία είναι παραϊατρικό επάγγελμα και είναι άμεσα συνδεδεμένο με τα προβλήματα υγείας ή την σωστή υγεία του ατόμου. Ως εκ τούτου πρωταρχικός σκοπός του Συμβουλίου είναι να αποτρέπει άτομα ανειδίκευτα και χωρίς τις βασικές γνώσεις να εξασκούν τέτοια επαγγέλματα. Τόνισε ότι μετά την συνέντευξη του εφεσείοντα το Συμβούλιο πρέπει να γίνει πιο αυστηρό «σε αυτούς που παράνομα εξασκούν τα επαγγέλματα μας χωρίς τις στοιχειώδεις γνώσεις». Ακολούθως η κα. Ανδρέου έδωσε 2 παραδείγματα των απαντήσεων του εφεσείοντα τα οποία, κατά τη γνώμη της, κατέδειχναν ότι δεν είχε τις βασικές/επαρκείς/στοιχειώδεις γνώσεις στη Διαιτολογία. Τέλος η κα. Ανδρέου ανέφερε ότι «δεν τον διέκρινε ο επαγγελματισμός» και έδωσε και τους λόγους αυτής της τοποθέτησης της.
Η κα. Παπαλαμπριανού στην αρχή της τοποθέτησης της ανέφερε τα εξής:
«Ο εξεταζόμενος ρωτήθηκε 13 ερωτήσεις από τις οποίες οι 3 [*363]ήταν κρίσεως. Από τις 10 υπόλοιπες δεν απάντησε καμμιά πλήρως, ούτε σχεδόν πλήρως, ενώ εξέφρασε έντονα λανθασμένες απόψεις που φαίνεται καθαρά ότι όχι μόνο δεν κατέχει το θέμα του, αλλά δεν κατέχει ούτε τις βασικές αρχές που χρειάζονται για να εξασκήσει το επάγγελμα του Διαιτολόγου, χωρίς να υπάρχει περίπτωση να κάνει κακό σε άτομα που παρακολουθεί.
Οι ερωτήσεις ήταν για βασικές αρχές διατροφής, για στοιχεία που χρειάζονται καθημερινά στην εξάσκηση του επαγγέλματος της διαιτολογίας.»
Στη συνέχεια σχολίασε τη θέση του εφεσείοντα ότι «θα χρειαζόταν να έχει τα βιβλία του για να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις». Παρατήρησε ότι από την όλη διαδικασία «συμπεραίνει κανείς ότι τα τελευταία 12 χρόνια ο εφεσείων δεν φρόντισε να παρακολουθεί τουλάχιστον πολύ βασικά πράγματα που έχουν σχέση με τη διατροφή». Υπέδειξε ότι η διαιτολογία «έχει να κάνει με την υγεία» και στη συνέχεια αναφέρθηκε στις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου 15 του Νόμου. Τόνισε ότι «χωρίς καμιά αμφιβολία ο εφεσείων δεν έχει επαρκείς γνώσεις στη διαιτολογία». Ανέφερε, επίσης, ότι το γεγονός ότι ο εφεσείων έχει πτυχίο στη ψυχολογία ή/και κοινωνιολογία δεν έχει σχέση με αυτό που καλείται να αποφασίσει το Συμβούλιο. Υπέδειξε ότι με το να μην του δοθεί άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος διαιτολόγου «δεν φαίνεται να τον στερεί από τα εισοδήματα του (αφού έχει άλλα δύο επαγγέλματα που μπορεί να εξασκεί)». Τέλος υπέδειξε ότι η απειλή και η πιθανότητα αγωγής «δεν πρέπει να απασχολεί το Συμβούλιο όταν είναι σίγουρο ότι ερμηνεύει το νόμο σωστά και δεν πρέπει να εκφοβίζεται από τις απειλές οποιουδήποτε για κάτι τέτοιο».
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τις αναφορές των πιο πάνω δύο μελών του Συμβουλίου. Θεωρούμε ότι σχετίζονται άμεσα με το κύριο θέμα το οποίο είχε να εξετάσει το Συμβούλιο ήτοι την επάρκεια των γνώσεων του εφεσείοντα. Περαιτέρω θεωρούμε ότι αποτελούν σχολιασμό των θέσεων του εφεσείοντα όπως τις είχε προβάλει κατά την εξέταση του. Δεν αποτελούν επομένως εξωγενείς παράγοντες. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τις αναφορές για επίδειξη αυστηρότητας και για την φύση του επαγγέλματος του Διαιτολόγου. Τέλος θεωρούμε ότι η αναφορά της κας Παπαλαμπριανού στα εισοδήματα του εφεσείοντα συνιστά απάντηση στις τοποθετήσεις των μελών της μειοψηφίας σύμφωνα με τις οποίες ο εφεσείων εξασκεί το επάγγελμα του Διαιτολόγου για 12-14 χρόνια.
Όπως έχει ήδη υποδειχθεί (βλ. σελ. 352-353, πιο πάνω) το Συμ[*364]βούλιο «αποφάσισε για τις ερωτήσεις που θα υποβληθούν στον αιτητή». Στη σχετική απόφαση είναι καταγραμμένες 19 ερωτήσεις. Στον εφεσείοντα υποβλήθηκαν 14 από εκείνες τις ερωτήσεις και 3 διευκρινιστικές ερωτήσεις και στο τέλος ζητήθηκε από τον εφεσείοντα «να πεί κάτι στο Συμβούλιο αν επιθυμεί».
Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστήριου ο κ. Κληρίδης είχε προβάλει τη θέση ότι το Συμβούλιο μετέβαλε τις ερωτήσεις που είχε αποφασίσει να υποβάλει στον εφεσείοντα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει στοιχειοθετηθεί. Έθεσε το θέμα ως εξής:
«Στον αιτητή υποβλήθηκαν διάφορες ερωτήσεις που είχαν ετοιμάσει τα μέλη του Συμβουλίου και μερικές, στη συνέχεια, από ότι φαίνεται διευκρινιστικές. Εξ άλλου, ακόμα κι αν πράγματι υποβάλλονταν άλλες ερωτήσεις από αυτές που είχαν επιλεγεί, δεν βλέπω πως αυτό θα καθιστούσε τη διαδικασία τρωτή.»
Το πιο πάνω συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβλήθηκε με τον επόμενο λόγο της έφεσης. Ο κ. Κληρίδης υποστήριξε ότι από τη στιγμή που το Συμβούλιο αποφάσισε να υποβάλει συγκεκριμένες ερωτήσεις στον εφεσείοντα και τις οποίες και κατέγραψε, και οι ερωτήσεις αυτές αποτελούσαν μέρος της διαδικασίας ουσιαστικά που το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα δεν μπορούσε το όργανο από μόνο του να ξεφύγει πλήρως από τη διαδικασία αυτή. Τούτο – συνέχισε ο κ. Κληρίδης – δεν συνάδει με τις αρχές της χρηστής διοίκησης δηλαδή να αποφασίζεται συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο το οποίο προφανώς κρίθηκε ότι θα καθόριζε και το αντικείμενο της εξέτασης δηλαδή η επάρκεια γνώσεων του αιτητή «αλλά στην συνέχεια τα μέλη του Συμβουλίου να ερωτούν άλλα των άλλων και θέματα εκτός εκείνων που ήδη αποφάσισαν ότι έπρεπε να απαντηθούν για σκοπούς της διαδικασίας και εφαρμογής των νομοθετικών προνοιών».
Η απόφαση με την οποία καθορίσθηκαν οι ερωτήσεις αποτελούσε προπαρασκευαστική πράξη. Αποτελούσε, επίσης, ένα από τους τύπους της πράξης.
Έχει νομολογηθεί ότι μόνο παράβαση ουσιώδους τύπου καθιστά την πράξη παράνομη (Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23, Παπαλουκά κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656, A. Lumiere Television Ltd v. Αντέννα κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 242).
[*365]Το ερώτημα κατά πόσο παράβαση τύπου είναι ουσιώδης ή όχι εξαρτάται από την επίδραση που έχει η παράλειψη του τύπου στη συγκεκριμένη πράξη (Παπαλουκά και Lumiere Television (πιο πάνω) – Βλ. και Η. Κυριακόπουλου, «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον», Τόμος Β, σελ. 380: «Ουσιώδης είναι ο τύπος εφ’ όσον η τήρησις αυτού, ενδεχομένως, ασκή επιρροήν επί του περιεχομένου της πράξεως, ή η μη τήρησις αυτού καθιστά την πράξιν ανεφάρμοστον ή αμφιβόλου περιεχομένου.» - Βλ., επίσης, και Θ. Τσάτσου, «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», σελ. 232: «Επουσιώδης είναι ο τύπος οσάκις η μη τήρησις αυτού δεν ενδέχεται να επηρεάση το περιεχόμενον της πράξεως, ουδέ να καταστήση τούτο αμφίβολον ή ανεφάρμοστον»).
Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να τείνει να δείξει ότι η παράλειψη υποβολής 5 ερωτήσεων – από τις 19 – έχει ασκήσει οποιαδήποτε επιρροή επί του περιεχομένου της προσβαλλόμενης πράξης. Έπεται πως δεν έχει σημειωθεί παράβαση ουσιώδους τύπου. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με άλλο λόγο της έφεσης αμφισβητήθηκε η ορθότητα του συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αιτιολογημένη και το αποτέλεσμα πλήρους έρευνας.
Έχει νομολογηθεί ότι η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και δεν πρέπει να είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. [*366]Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476).
Έχουμε παραθέσει το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σελ. 358, πιο πάνω). Το κείμενο αυτό συμπληρώνεται από τις αναφορές που έκαμε η πλειοψηφία του Συμβουλίου (βλ. σελ. 357-360, πιο πάνω). Η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου στόχευε στο να διαπιστώσει κατά πόσο ο εφεσείων κατέχει επαρκείς γνώσεις στον κλάδο της Διαιτολογίας. Επί του προκειμένου η πλειοψηφία του Συμβουλίου και 2 μέλη της μειοψηφίας έδωσαν αρνητική απάντηση. Περαιτέρω τα μέλη της πλειοψηφίας έδωσαν και τους λόγους για τους οποίους θεωρούσαν ότι ο εφεσείων δεν είχε επαρκείς γνώσεις. Μάλιστα το μέλος του Συμβουλίου κα. Ανδρέου έδωσε και παραδείγματα των απαντήσεων του εφεσείοντα τα οποία θεμελιώνουν τη θέση της περί ανεπάρκειας των γνώσεων του εφεσείοντα.
Έχουμε, επομένως, την άποψη ότι η προσβαλλόμενη πράξη περιέχει όλα τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο επίδικο συμπέρασμα. Είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
Σε σχέση με την εισήγηση περί απουσίας δέουσας έρευνας οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Στην παρούσα υπόθεση το Συμβούλιο αφού εξέτασε τα στοιχεία που υπέβαλε ο εφεσείων έκρινε ότι δεν ήταν ικανοποιητικά. Έδωσε [*367]μάλιστα λεπτομερείς λόγους για τη σχετική κατάληξη του (βλ. σελ. 350-352, πιο πάνω). Στη συνέχεια το Συμβούλιο έδωσε την ευκαιρία στον εφεσείοντα να υποβάλει συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία και πάλιν δεν κρίθηκαν ικανοποιητικά. Ακολούθως το Συμβούλιο συνάντησε τον εφεσείοντα για να διαπιστώσει την επάρκεια των γνώσεων του. Οι ερωτήσεις που του υπέβαλε αναφέρονται αποκλειστικά σε θέματα Διαιτολογίας. Θεωρούμε, επομένως, ότι με την έρευνα που είχε προηγηθεί της προσβαλλόμενης απόφασης είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Το Συμβούλιο είχε προβεί στη διεξαγωγή της υπό τις περιστάσεις επιβαλλόμενης δέουσας έρευνας και η περί του αντιθέτου εισήγηση του κ. Κληρίδη δεν ευσταθεί.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο