(2002) 3 ΑΑΔ 377
[*377]5 Ιουνίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΦΕΙΔIΑΣ ΣΑΒΒIΔHΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ, ΜEΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟY ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤH ΤΜHΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕIΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2957)
Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Εισαγωγικός δασμός σε εισαχθέν μεταχειρισμένο όχημα ― Υποψίες, ως προς την δηλωθείσα τιμή στο τιμολόγιο, πως αυτή ήταν εικονική, οδήγησαν στην επίδικη απόφαση ― Χωρίς έρευνα και αιτιολογία.
Ο εφεσείων προσέβαλε ανεπιτυχώς πρωτόδικα την απόφαση των εφεσιβλήτων να του επιβάλουν δασμό και φόρους για την εισαγωγή μεταχειρισμένου οχήματος, υπολογισθέντες σε τελωνειακή αξία πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που αναγραφόταν στο τιμολόγιο. Επανέλαβε κατ’ έφεση πως η απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και ήταν αναιτιολόγητη.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Από το σχετικό απόσπασμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στην εκτίμηση ότι, λόγω της παράλειψης του εφεσείοντα να προσκομίσει στοιχεία για το ποσό των 7.000 στερλινών και την επιστροφή του στην Κύπρο, αποτελούσε στοιχείο “που οδήγησε τη διοίκηση στην υποψία πως ο αιτητής χρησιμοποίησε μεγαλύτερο ποσό για την πληρωμή του αυτοκινήτου που εισήγαγε .....”. Αλλά σε τέτοια εκτίμηση δεν φαίνεται να προέβησαν οι εφεσίβλητοι. Στο διοικητικό φάκελο δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη τέτοιο στοιχείο ούτε και από την αιτιολογία της επίδικης απόφασης μπορεί να εξαχθεί τέτοιο γε[*378]γονός. Πέραν όμως τούτου, δεν μπορεί να εξαχθεί εύλογα συμπέρασμα ότι η αξία του αυτοκινήτου είναι μεγαλύτερη απ’ αυτή που αναγράφεται στο τιμολόγιο από άλλες πράξεις άσχετες με την επίδικη και συγκεκριμένα την, κατόπιν αδείας της Κεντρικής Τράπεζας, εξαγωγής συναλλάγματος.
2. Οι εφεσίβλητοι είχαν την υποχρέωση πριν από τη λήψη οριστικής απόφασης να ανακοινώσουν στον εφεσείοντα τα στοιχεία και πληροφορίες που προέκυψαν από την έρευνα τους, ούτως ώστε αυτός να έχει εύλογη δυνατότητα απάντησης.
Είναι φανερό ότι η διαδικασία αυτή που προβλέπεται από το Άρθρο 1 της Απόφασης δεν ακολουθήθηκε στην παρούσα υπόθεση. Ουδέποτε ο εφεσείων, πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης της 10.3.1998, κατέστη κοινωνός των στοιχείων, πληροφοριών και επιχειρημάτων των εφεσιβλήτων ούτως ώστε να έχει εύλογη δυνατότητα απάντησης.
Οι εφεσίβλητοι, πέραν της αρχικής τοποθέτησης τους, πριν τον εκτελωνισμό του αυτοκινήτου, ότι από πληροφορίες που είχαν οι τιμές των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων του ίδιου τύπου στην Αγγλία ήσαν μεγαλύτερες από αυτή που δηλώθηκε στη διασάφηση και έφερε το σχετικό τιμολόγιο, δεν προέβησαν σε καμιά περαιτέρω έρευνα. Τούτο προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, αλλά και από την ίδια την επίδικη απόφαση, η οποία καμιά ουσιαστική ή επαρκή αιτιολογία δεν προβάλλει. Τούτο είναι επακόλουθο του γεγονότος της ανυπαρξίας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των εφεσιβλήτων.
Και οι δύο λόγοι έφεσης για την παράλειψη των εφεσιβλήτων να διενεργήσουν τη δέουσα έρευνα και να αιτιολογήσουν επαρκώς την επίδικη απόφαση ευσταθούν.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 359/98), ημερομηνίας 5/11/99, με την οποία απέρριψε την προσφυγή του κατά του οριστικού προσδιορισμού της τελωνειακής αξίας του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου το οποίο εισήξε και της επιβολής σ’ αυτόν της διαφοράς δασμού και φόρων ύψους £7.801,-
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
[*379]Στ. Θεοδούλου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων εισήγαγε στην Κύπρο μεταχειρισμένο αυτοκίνητο μάρκας Mercedez 300 SE το οποίο αγόρασε από την εταιρεία Champion Bookmaker στην Αγγλία.
Στις 12.6.96 ο εφεσείων κατέθεσε στο Τελωνείο Λεμεσού διασάφηση εισαγωγής για τον τελωνισμό του εν λόγω αυτοκινήτου παρουσιάζοντας και το τιμολόγιο αγοράς του προμηθευτή (Champion Bookmaker) ημερομηνίας 24.11.95.
Ο Διευθυντής Τελωνείων αμφισβήτησε την τιμή αγοράς που αναφέρετο στο τιμολόγιο, δέχθηκε όμως την εκτελώνιση του απαιτώντας από τον εφεσείοντα να δώσει τραπεζική εγγύηση ύψους £8.000 για να καλυφθούν τυχόν επιπλέον δασμοί και φόροι μετά από την τελική απόφαση του για τη συναλλακτική αξία του εν λόγω αυτοκινήτου.
Πριν από τον εκτελωνισμό του αυτοκινήτου ο εφεσείων έδωσε κατάθεση σε λειτουργό του Τμήματος Τελωνείων ως προς την εισαγωγή του συγκεκριμένου αυτοκινήτου. Στην κατάθεση του έδωσε πληροφορίες που αφορούσαν την εξεύρεση, την αγορά και την πληρωμή του. Ο εφεσείων είχε εξάξει, με άδεια της Κεντρικής Τράπεζας, ποσό £28.000 στερλινών. Στην κατάθεση του δήλωσε ότι ποσό £6.500 στερλινών το έφερε μαζί του πίσω στην Κύπρο. Ανέλαβε δε να προσκομίσει σχετική απόδειξη.
Δύο σχεδόν χρόνια μετά τον εκτελωνισμό του αυτοκινήτου και συγκεκριμένα με επιστολή των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα ημερ. 10.3.1998 τον πληροφόρησαν ότι ο Αν. Διευθυντής Τελωνείων προέβη σε οριστικό προσδιορισμό της τελωνειακής αξίας του αυτοκινήτου στη βάση των Λ.Κ.19.675,00 σύμφωνα με το άρθρο 7 της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου, γνωστής ως GATT (Κυρωτικός Νόμος 16(3)/95). Ζήτησε δε από τον εφεσείοντα να καταβάλει εντός 21 ημερών τη διαφορά δασμού και φόρων συνολικού ύψους £7.801.
Ο εφεσείων με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 2.4.98, ζήτησε από τους εφεσίβλητους να πληροφορηθεί τα “στοιχεία και [*380]πληροφορίες” που συνέλεξαν μετά από την έρευνα τους που λήφθηκαν υπόψη ως βάση προσδιορισμού της τελωνειακής αξίας του αυτοκινήτου. Οι εφεσίβλητοι απάντησαν στις 22.4.98. Το ουσιαστικό μέρος της επιστολής αυτής περιλαμβάνεται στις παραγράφους 3 και 4 και έχουν ως ακολούθως:-
“3. Ο πελάτης σας προσήλθε στο Αρχιτελωνείο και έδωσε κάποια στοιχεία και πληροφορίες αναφορικά με την εξεύρεση, αγορά και πληρωμή του εν λόγω αυτοκινήτου.
4. Επειδή από τη μελέτη και αξιολόγηση των διαθέσιμων στοιχείων και πληροφοριών κρίθηκε ότι η δηλωθείσα τιμή των Stg.21.000 είναι πολύ χαμηλότερη από τις τιμές που ίσχυαν στην αγγλική αγορά κατά την περίοδο πώλησης αυτού του αυτοκινήτου στον πελάτη σας και που κυμαίνονταν από Stg.28.240 και άνω, θεωρήθηκε ότι οι εύλογες υποψίες για το αληθές ή την ακρίβεια της τιμολογιακής τιμής δεν έχουν αρθεί.”
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα κατά την πρωτόδικη διαδικασία προέβαλε ως λόγους ακύρωσης της επίδικης απόφασης τη μη διενέργεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων της δέουσας έρευνας που είχε και ως συνέπεια την ανεπάρκεια της αιτιολογίας.
Ο συνάδελφος που εκδίκασε πρωτόδικα την προσφυγή απέρριψε τους προβληθέντες πιο πάνω λόγους ακύρωσης, αναφέροντας τα εξής:-
“Στην περίπτωση που εξετάζουμε η υποψία των τελωνειακών αρχών, ότι στο τιμολόγιο δεν αναγραφόταν η πραγματική συναλλακτική αξία του αυτοκινήτου, εδράζεται στο γεγονός πως για ομοειδή αυτοκίνητα, η τιμή ήταν πολύ μεγαλύτερη, γύρω στις 28.240 αγγλικές λίρες. Ο αιτητής έδωσε γραπτή κατάθεση, στην οποία ανέφερε λεπτομέρειες για τη χρήση του συναλλάγματος των 28.000 αγγλικών λιρών, που πήρε μαζί του, γιατί ένα εύλογο ερώτημα που έθεσαν σ’ αυτόν οι τελωνειακές αρχές ήταν τί απέγινε το υπόλοιπο των χρημάτων, δηλαδή 7.000 στερλίνες, από τις 28.000 που πήρε μαζί του στην Αγγλία. Στην κατάθεση του ο αιτητής λέει πως έφερε πίσω 6.500 στερλίνες, και πως είχε προς τούτο σχετικές αποδείξεις, που θα προσκόμιζε. Το ζήτημα όμως έμεινε εκεί. Ο αιτητής δεν παρουσίασε τίποτε. Είναι και τούτο ένα στοιχείο που οδήγησε τη διοίκηση στην υποψία πως ο αιτητής χρησιμοποίησε μεγαλύτερο ποσό για την πληρωμή του αυτοκινήτου που εισήγαγε, από πωλητή όχι γνωστό στο εμπόριο αυτοκινήτων.”
[*381]Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα προσφυγή προσβάλλοντας τα ευρήματα του συναδέλφου όσον αφορά τόσο τη δέουσα έρευνα όσο και την αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Στο περίγραμμα αγόρευσης του και στην προφορική αγόρευση κατά την ακροαματική διαδικασία επιχειρηματολόγησε για τα ίδια θέματα, προβάλλοντας ότι οι εφεσίβλητοι δεν διενήργησαν καμιάν έρευνα ούτε αιτιολόγησαν επαρκώς την επίδικη απόφαση. Προχωρεί δε, τονίζοντας, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη στοιχεία τα οποία οι εφεσίβλητοι ουδέποτε επικαλέσθηκαν είτε στο στάδιο της έρευνας είτε στην αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Τούτο, κατά το δικηγόρο του αιτητή, συνιστά πρωτογενή εκτίμηση από το Δικαστήριο γεγονότων για τα οποία το διοικητικό όργανο είχε υποχρέωση να εκτιμήσει, πράγμα που δεν έπραξε.
Η θέση αυτή του εφεσείοντα είναι ορθή. Από το απόσπασμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως το καταγράφουμε πιο πάνω, προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στην εκτίμηση ότι, λόγω της παράλειψης του εφεσείοντα να προσκομίσει στοιχεία για το ποσό των 7.000 στερλινών και την επιστροφή του στην Κύπρο, αποτελούσε στοιχείο “που οδήγησε τη διοίκηση στην υποψία πως ο αιτητής χρησιμοποίησε μεγαλύτερο ποσό για την πληρωμή του αυτοκινήτου που εισήγαγε.....”. Αλλά σε τέτοια εκτίμηση δεν φαίνεται να προέβησαν οι εφεσίβλητοι. Στο διοικητικό φάκελο δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη τέτοιο στοιχείο ούτε και από την αιτιολογία της επίδικης απόφασης μπορεί να εξαχθεί τέτοιο γεγονός. Πέραν όμως τούτου έχουμε πεισθεί ότι δεν μπορεί να εξαχθεί εύλογα συμπέρασμα ότι η αξία του αυτοκινήτου είναι μεγαλύτερη απ’ αυτή που αναγράφεται στο τιμολόγιο από άλλες πράξεις άσχετες με την επίδικη και συγκεκριμένα την, κατόπιν αδείας της Κεντρικής Τράπεζας, εξαγωγής συναλλάγματος.
Οι εφεσίβλητοι από την αρχή διατύπωσαν την υπόνοια ότι η συναλλακτική αξία του αυτοκινήτου ήταν μεγαλύτερη απ’ αυτή που δηλώθηκε και εφαίνετο στο σχετικό τιμολόγιο. Γι’ αυτό το λόγο επέτρεψαν τον εκτελωνισμό με την παράλληλη κατάθεση τραπεζικής εγγύησης από τον εφεσείοντα σύμφωνα με το άρθρο 13 της Συμφωνίας για εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου. Σύμφωνα δε με την Διεθνή Απόφαση (Απόφαση Σχετικά με Περιπτώσεις όπου οι Τελωνειακές Αρχές έχουν Λόγους να Αμφιβάλλουν για το Αληθές ή την Ακρίβεια της Δηλωθείσας Αξίας) oι εφεσίβλητοι είχαν την υποχρέωση πριν από τη λήψη οριστικής απόφασης να ανακοινώσουν στον εφεσείοντα τα στοιχεία και πληροφορίες που προέκυψαν από την έρευνα τους ούτως ώστε αυτός να έχει [*382]εύλογη δυνατότητα απάντησης. Το σχετικό άρθρο 1 της πιο πάνω Απόφασης έχει ως εξής:-
“1. Σε περίπτωση που προσκομίζεται διασάφηση και οι τελωνειακές αρχές έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για το αληθές ή την ακρίβεια των πληροφοριών ή των εγγράφων που προσκομίζονται ως συνοδευτικά της εν λόγω διασάφησης, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να ζητούν από τον εισαγωγέα να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις, περιλαμβανομένων των εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων, σχετικά με το ότι η δηλωθείσα αξία αντιπροσωπεύει τη συνολική πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για τα εισαγόμενα εμπορεύματα, προσαρμοσμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8. Εάν, αφού λάβουν περαιτέρω πληροφορίες ή ελλείψει απάντησης, οι τελωνειακές αρχές έχουν ακόμη εύλογες αμφιβολίες σχετικά με το αληθές ή την ακρίβεια της δηλωθείσας αξίας, είναι δυνατόν να θεωρηθεί, έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 11, ότι η δασμολογητέα αξία των εισαχθέντων εμπορευμάτων δεν μπορεί να προσδιοριστεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 1. Πριν από τη λήψη οριστικής απόφασης, οι τελωνειακές αρχές ανακοινώνουν στον εισαγωγέα, εγγράφως εάν ζητηθεί, τα επιχειρήματα στα οποία βασίζεται η αμφιβολία ως προς το αληθές ή την ακρίβεια των πληροφοριών ή των εγγράφων που προσκομίζονται και δίδει στον εισαγωγέα την εύλογη δυνατότητα να απαντήσει. Όταν ληφθεί η οριστική απόφαση, οι τελωνειακές αρχές ανακοινώνουν εγγράφως στον εισαγωγέα την απόφασή τους και τα επιχειρήματά τους.”
Είναι φανερό ότι η διαδικασία αυτή που προβλέπεται από το άρθρο 1 της Απόφασης δεν ακολουθήθηκε στην παρούσα υπόθεση. Ουδέποτε ο εφεσείων, πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης της 10.3.1998, κατέστη κοινωνός των στοιχείων, πληροφοριών και επιχειρημάτων των εφεσιβλήτων ούτως ώστε να έχει εύλογη δυνατότητα απάντησης.
Έχουμε πεισθεί ότι οι εφεσίβλητοι, πέραν της αρχικής τοποθέτησης τους, πριν τον εκτελωνισμό του αυτοκινήτου, ότι από πληροφορίες που είχαν οι τιμές των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων του ίδιου τύπου στην Αγγλία ήσαν μεγαλύτερες από αυτή που δηλώθηκε στη διασάφηση και έφερε το σχετικό τιμολόγιο, δεν προέβησαν σε καμιά περαιτέρω έρευνα. Τούτο προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο αλλά και από την ίδια την επίδικη απόφαση, η οποία καμιά ουσιαστική ή επαρκή αιτιολογία δεν προβάλλει. Τούτο είναι επακόλουθο του γεγονότος της ανυπαρξίας της δέουσας [*383]έρευνας εκ μέρους των εφεσιβλήτων.
Καταλήγουμε ότι και οι δύο λόγοι έφεσης για την παράλειψη των εφεσιβλήτων να διενεργήσουν τη δέουσα έρευνα και να αιτιολογήσουν επαρκώς την επίδικη απόφαση ευσταθούν.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσον και κατ’ έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο