Μαραθεύτη Άννα Κύρου ν. Δήμου Λεμεσού (2002) 3 ΑΑΔ 418

(2002) 3 ΑΑΔ 418

[*418]5 Ioυνίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΝΑ ΚΥΡΟΥ ΜΑΡΑΘΕΥΤΗ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΔHMOY ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2962)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Έναρξη της προθεσμίας για τους τρίτους.

Έννομο Συμφέρον ― Περιοίκου ιδιοκτήτη ακινήτου να προσβάλει άδεια οικοδομής ― Η παράλειψη να τεθεί ως όρος της άδειας ή παραχώρησης λωρίδας για το οδικό δίκτυο, πλήττει τα συμφέροντά του, εφόσον ο ίδιος παραχώρησε τέτοια λωρίδα.

Πρωτόδικα η προσφυγή απορρίφθηκε για δύο λόγους, του εκπρόθεσμου αλλά και της έλλειψης εννόμου συμφέροντος της εφεσείουσας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Κρίνεται πως δεν προκύπτει με την αναγκαία βεβαιότητα ότι η εφεσείουσα-αιτήτρια είχε πλήρη γνώση της τελικής εκτελεστής  πράξης πριν την ημερομηνία αποστολής της επιστολής του δικηγόρου της. Αντίθετα, απ’ όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και ιδιαίτερα την επιστολή της εφεσείουσας-αιτήτριας, προκύπτει ότι το μόνο που γνώριζε και αυτό προφανώς χωρίς βεβαιότητα, ήταν απόφαση της Πολεοδομικής Επιτροπής και όχι τελική εκτελεστή απόφαση. Αφού, η εφεσείουσα-αιτήτρια δέχεται ότι γνώση της εκτελεστής πράξης απέκτησε κατά την ημερομηνία που έφερε η επιστολή του δικηγόρου της και αφού έχει απορριφθεί το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι πρέπει η γνώση αυτή να είχε προηγηθεί κάπως και της ημερομηνίας αυτής, ως αυθαίρετο, κρίνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστή[*419]ριο θεώρησε ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη.

2.  Αναφορικά με το θέμα του έννομου συμφέροντος, όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, φαίνεται να είχε προηγηθεί μελέτη χωροταξική και πολεοδομική για τη μορφή που θα έπαιρναν οι δρόμοι της περιοχής και στην εφεσείουσα-αιτήτρια είχε ήδη επιβληθεί όρος για υποχρεωτική παραχώρηση της πορείας του οδικού δικτύου που είχε προβλεφθεί, αλλά τούτο δεν έγινε για το γειτονικό κτήμα του ενδιαφερομένου προσώπου, παρόλον ότι υπήρχε γραπτή εισήγηση των Τεχνικών Υπηρεσιών προς αυτό το σκοπό. Η κατασκευή και η διάνοιξη του οδικού δικτύου προφανώς θα ωφελούσε όλα τα κτήματα και η μη επιβολή ανάλογου όρου στην άδεια του ενδιαφερομένου προσώπου δυνατόν να καθιστούσε την κατασκευή του οδικού δικτύου ανέφικτη, με αποτέλεσμα να επηρεάσει βλαπτικά και την εφεσείουσα-αιτήτρια.

     Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίστατο το αναγκαίο έννομο συμφέρον για να προσβληθεί η πράξη.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αριστοδήμου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 3 C.L.R. 1,

Γεωργίου v. Δήμου Λάρνακας (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 580/98), ημερομηνίας 17/11/99, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της έκδοσης στο ενδιαφερόμενο μέρος πολεοδομικής άδειας για προσθήκες και μετατροπές σε τεμάχιό του που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στα τεμάχια της αιτήτριας.

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.

Χρ. Μελίδης και Π. Κούρτελλος για Α. Νεοκλέους, για τον Εφεσίβλητο-Καθ’ ου η αίτηση.

Χρ. Μελίδης για Κ. Μελά, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

[*420]ΠΙΚΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Από το διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στην υπόθεση αυτή προκύπτει ότι στις 9.4.98 η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή του Δήμου Λεμεσού ενέκρινε την έκδοση πολεοδομικής άδειας στο ενδιαφερόμενο μέρος και ακολούθως εκδόθηκε και άδεια οικοδομής για την εκτέλεση προσθηκών και μετατροπών στην οικοδομή του, σύμφωνα με αρχιτεκτονικά σχέδια που προέβλεπαν ισόγειο κατοικία με τρία υπνοδωμάτια.

Η εφεσείουσα-αιτήτρια ήταν και είναι ιδιοκτήτρια παρακείμενων τεμαχίων για τα οποία είχε εξασφαλίσει άδεια διαίρεσης. Με την προσφυγή της η εφεσείουσα-αιτήτρια προσέβαλε την εκδοθείσα υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους πολεοδομική άδεια ως άκυρη και ο εφεσίβλητος ήγειρε δύο προδικαστικές ενστάσεις.

Πρόβαλε ότι (α) η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη και (β) η εφεσείουσα-αιτήτρια εστερείτο εννόμου συμφέροντος. 

Ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού εξέτασε τις προδικαστικές αυτές ενστάσεις, αποδέχθηκε και τις δύο και απέρριψε την προσφυγή. Εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης καταχωρίστηκε η παρούσα έφεση.

Θα προχωρήσουμε πρώτα να εξετάσουμε το θέμα της προθεσμίας. Η προσφυγή καταχωρίστηκε στις 17.7.98. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να απορρίψει την προσφυγή ως εκπρόθεσμη, βασίστηκε σε επιστολή της εφεσείουσας-αιτήτριας προς το Δήμαρχο Λεμεσού, ημερομηνίας 21.4.98, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρονταν τα ακόλουθα:

«Φέρω εις γνώσιν σας ότι η Πολεοδομική Επιτροπή απεφάσισε να εκδώσει πολεοδομική άδεια στον ιδιοκτήτη του τεμαχίου που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στα δικά μου τεμάχια . . .».

Επίσης το Δικαστήριο αναφέρθηκε και σε επιστολή του δικηγόρου της εφεσείουσας-αιτήτριας προς το Δήμο Λεμεσού ημερομηνίας 4.5.98, δηλαδή 74 ημέρες πριν την καταχώρηση της προσφυγής, στην οποία αναφέρεται ότι ο Δήμος και/ή Πολεοδομική Επιτροπή του Δήμου είχε αποφασίσει την έκδοση πολεοδομικής άδειας στους ιδιοκτήτες γειτονικού κτήματος.  Θεωρήθηκε πρωτοδίκως πως το περιεχόμενο της επιστολής της 21.4.98 και ιδιαίτερα το απόσπασμα που παραθέσαμε, αποκάλυπτε σαφώς πως η [*421]εφεσείουσα-αιτήτρια είχε γνώση της απόφασης, την οποία αργότερα προσέβαλε, από τις 21.4.98 και τούτο, παρόλον ότι, όπως το Δικαστήριο παρατηρεί, πιο κάτω στην ίδια επιστολή αναφέρεται ότι η Επιτροπή είναι έτοιμη να εκδώσει άδεια και όχι ότι εξέδωσε. Επιπρόσθετα, βασιζόμενο στην επιστολή του δικηγόρου της εφεσείουσας-αιτήτριας, ημερομηνίας 4.5.98, που αναφέραμε πιο πάνω, έκρινε πως και πάλιν απ’ αυτή προκύπτει η αναγκαία γνώση της απόφασης, αφού, όπως λέγει, «λογικά μπορεί να υποθέσει κάποιος πως η γνώση των γεγονότων από την αιτήτρια και οι οδηγίες που έδωσε στους δικηγόρους της προηγήθηκαν σε χρόνο της επιστολής αυτής», υπονοώντας σαφώς ότι αυτά έγιναν τουλάχιστον δύο ημέρες πριν την ημερομηνία που φέρει η επιστολή, καθιστώντας έτσι την καταχώρηση της προσφυγής 74 μέρες μετά την ημερομηνία της επιστολής, αν προστεθούν και οι πιο πάνω μέρες, εκπρόθεσμη.

Εξετάζοντας το θέμα του έννομου συμφέροντος, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η εφεσείουσα-αιτήτρια παραπονέθηκε για την παραχώρηση της άδειας στο ενδιαφερόμενο μέρος γιατί δεν της επέβαλε όρο για να παραχωρήσει λωρίδα γης για σκοπούς διάνοιξης του οδικού δικτύου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν μπορούσε να προσδώσει έννομο συμφέρον στην εφεσείουσα – αιτήτρια, επειδή θα επωφελείτο προφανώς, όπως ανέφερε το δικαστήριο, στη διαίρεση του δικού της κτήματος που δεν είχε πρόσβαση στο δρόμο. Για το λόγο αυτό θεώρησε ότι δεν υπήρχε το αναγκαίο έννομο συμφέρον, όπως απαιτείται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος και απέρριψε την προσφυγή και γι’ αυτό το λόγο.

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την κατάληξή του πάνω στις προδικαστικές ενστάσεις και κρίνουμε πως η απόφαση πρέπει να ανατραπεί και στα δύο πιο πάνω θέματα.

Αναφορικά με το θέμα του εκπρόθεσμου, δεν θεωρούμε ότι προκύπτει από την επιστολή της εφεσείουσας-αιτήτριας ότι γνώριζε την επίδικη απόφαση από την ημερομηνία αποστολής της. Είναι προφανές από την επιστολή ότι η εφεσείουσα-αιτήτρια αναφέρεται σε απόφαση της Πολεοδομικής Επιτροπής και όχι σε απόφαση του Δήμου. Είναι σαφές ότι απόφαση μιας τέτοιας Επιτροπής για να καταστεί εκτελεστή διοικητική πράξη πρέπει να υποβληθεί στο Δημοτικό Συμβούλιο και να εγκριθεί απ’ αυτό (βλ. άρθρο 45 των Περί Δήμων Νόμων, 1985-1997).  Επιπρόσθετα, όπως και το ίδιο το Δικαστήριο παρατήρησε, πιο κάτω στην ίδια επιστολή η εφεσείουσα-αιτήτρια φαίνεται να μην ήταν βέβαιη [*422]καν αν είχε εκδοθεί άδεια από την Επιτροπή ή όχι μέχρι τη στιγμή εκείνη. Όσον αφορά την επιστολή του δικηγόρου της εφεσείουσας-αιτήτριας και πάλιν απ’ αυτή δεν προκύπτει με βεβαιότητα αν υπήρχε γνώση για έκδοση απόφασης από το Δήμο ή μόνο από την Πολεοδομική Επιτροπή. Εν πάση όμως περιπτώσει, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πρέπει να παρήλθαν ορισμένες ημέρες πριν την αποστολή της επιστολής, κατά την οποία δόθηκαν οδηγίες για την αποστολή της από την εφεσείουσα-αιτήτρια στο δικηγόρο, είναι κάτω από τις συνθήκες αυθαίρετη, αφού δεν υποστηρίζεται από μαρτυρία ή άλλα στοιχεία επί του προκειμένου. Παρόλες τις παρατηρήσεις μας αναφορικά με την επιστολή του δικηγόρου της, η εφεσείουσα-αιτήτρια στη γραπτή αγόρευση του συνήγορου της, δέχεται ότι απέκτησε πλήρη γνώση για την ύπαρξη της απόφασης στις 4.5.98 που απεστάλη η επιστολή του δικηγόρου της, παρόλον ότι θεωρεί το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι θα έπρεπε να το γνώριζε πριν από την ημερομηνία αυτή, ως αυθαίρετο.

Όσον αφορά γνώση της πράξης από τον αιτητή, στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του Σπηλιωτόπουλου, 5η Έκδοση, παράγραφος 467, σελ. 443-444, αναφέρεται ότι στις ατομικές διοικητικές πράξεις, ασχέτως του αν επιβάλλεται κοινοποίηση τους ή όχι, η προθεσμία για εκείνον που αφορά η πράξη αρχίζει να μετρά όταν αυτή περιέλθει σε «πλήρη» γνώση του, το ίδιο δε ισχύει και όταν ο αιτητής είναι τρίτος και η πράξη δεν είναι δημοσιευτέα. Το ότι η γνώση της πράξης πρέπει να είναι πλήρης για να αρχίζει να μετρά η προθεσμία, υποστηρίζεται από σωρεία νομολογίας, τόσο Κυπριακής όσο και Ελληνικής και η πλήρης αυτή γνώση πρέπει να προκύπτει από συγκεκριμένα στοιχεία του φακέλου και σύμφωνα με τις συνθήκες κάθε υπόθεσης. (Δέστε, μεταξύ άλλων, Τροοδία Ιωνά Αριστοδήμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 3 C.L.R. 1). Παραθέτουμε πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197, στη σελ. 202, που αφορά το ίδιο θέμα:

«Οι αρχές που διέπουν το θέμα έχουν διατυπωθεί από πολλού χρόνου και δεν αμφισβητούνται. Η προθεσμία που τίθεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος είναι ανατρεπτική και αναμφίβολα αρχίζει με την πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης από το διοικούμενο. Το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα τόσο την ελληνική θεωρεία και νομολογία, όσο και την κυπριακή.

Στο σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώ[*423]πιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Τρίτη Έκδοση, παραγρ. 30, αναφέρεται ότι πλήρης είναι η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από τη δημοσιευόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη. Για να είναι πλήρης η γνώση δεν απαιτείται η δημοσίευση ή κοινοποίηση του συνόλου των στοιχείων από τα οποία προκύπτει η τήρηση των προδιαγεγραμμένων τύπων και όλων των στοιχείων που η διοίκηση έλαβε υπ΄όψη για να αιτιολογήσει την πράξη της.

Αν η πράξη είναι εύκολα προσιτή στον ενδιαφερόμενο, ή ουχί εντός εύλογου χρόνου ενέργεια των απαιτουμένων προς λήψη πλήρους γνώσης της πράξης, αποτελεί παράλειψη της οποίας οι συνέπειες εξομοιώνονται προς τη μη εμπρόθεσμο άσκηση της αίτησης ακύρωσης.

Η επάρκεια της γνώσης που κτάται κρίνεται κατά περίπτωση στο πλαίσιο των περιστατικών της κάθε υπόθεσης (Ευθυμία Σωφρονίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κακοπετριάς (1993) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1951 και Τροοδία Ιωνά Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2498).

Η γνώση τεκμαίρεται ότι υπάρχει όταν ο διοικούμενος έχει γνώση όλων των στοιχείων που επηρεάζουν τη θέση του (Papaioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R., 103, 108 και Κωνσταντίνου και άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 487). Σε περίπτωση αμφιβολίας κατά πόσο ο αιτητής έλαβε γνώση ή ως προς την επάρκεια της ειδοποίησης, η αμφιβολία ενεργεί υπέρ του διοικούμενου (βλέπε μεταξύ άλλων Costas Neophytou v. Republic 1964 C.L.R. 280).

Mε βάση τις πιο πάνω αρχές και τα προηγηθέντα σχόλιά μας, κρίνουμε πως δεν προκύπτει με την αναγκαία βεβαιότητα ότι η εφεσείουσα-αιτήτρια είχε πλήρη γνώση της τελικής εκτελεστής  πράξης πριν την ημερομηνία αποστολής της επιστολής του δικηγόρου της.  Αντίθετα, απ’ όλα τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον μας και ιδιαίτερα την επιστολή της εφεσείουσας-αιτήτριας, προκύπτει ότι το μόνο που γνώριζε και αυτό προφανώς χωρίς βεβαιότητα, ήταν απόφαση της Πολεοδομικής Επιτροπής και όχι τελική εκτελεστή απόφαση. Αφού, η εφεσείουσα-αιτήτρια δέχεται ότι γνώση της εκτελεστής πράξης απέκτησε κατά την ημερομηνία που έφερε η επιστολή του δικηγόρου της και αφού έχουμε απορρίψει το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι πρέπει η γνώση αυτή να είχε προηγηθεί κάπως και της ημερομηνίας αυτής ως αυθαίρετο, κρί[*424]νουμε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη.

Αναφορικά με το θέμα του έννομου συμφέροντος, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μας στοιχεία, φαίνεται να είχε προηγηθεί μελέτη χωροταξική και πολεοδομική για τη μορφή που θα έπαιρναν οι δρόμοι της περιοχής και στην εφεσείουσα-αιτήτρια είχε ήδη επιβληθεί όρος για υποχρεωτική παραχώρηση της πορείας του οδικού δικτύου που είχε προβλεφθεί, αλλά τούτο δεν έγινε για το γειτονικό κτήμα του ενδιαφερομένου προσώπου, παρόλον ότι υπήρχε γραπτή εισήγηση των Τεχνικών Υπηρεσιών προς αυτό το σκοπό. Η κατασκευή και η διάνοιξη του οδικού δικτύου προφανώς θα ωφελούσε όλα τα κτήματα και η μη επιβολή ανάλογου όρου στην άδεια του ενδιαφερομένου προσώπου δυνατόν να καθιστούσε την κατασκευή του οδικού δικτύου ανέφικτη, με αποτέλεσμα να επηρεάσει βλαπτικά και την εφεσείουσα-αιτήτρια.

Είναι κατά συνέπεια η άποψη μας ότι στην περίπτωση αυτή υφίστατο το αναγκαίο έννομο συμφέρον για να προσβληθεί η πράξη. Ως εκ τούτου θα πρέπει να ανατραπεί και σε αυτό το σημείο η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Εν όψει της τελικής μας κατάληξης δεν θα εξετάσουμε στο στάδιο αυτό το λόγο έφεσης 3, ούτε και το λόγο έφεσης 4, που αφορά τα έξοδα.

Κάτω από το φως των πιο πάνω η έφεση γίνεται αποδεκτή και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. 

Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας-αιτήτριας. Το πρωτόδικο διάταγμα για έξοδα ακυρώνεται και θα αντικατασταθεί με νέο διάταγμα ανάλογα με την έκβαση της υπόθεσης που αφορά την ουσία της προσφυγής.

Θα ορίσουμε ημερομηνία για να επιληφθούμε της ουσίας της προσφυγής.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο