Κωνσταντινίδου Ανδρούλλα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 450

(2002) 3 ΑΑΔ 450

[*450]27 Ιουνίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3028)

 

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Συμβουλευτική Επιτροπή ― Συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού ― Ισχυρισμός περί έλλειψης τέτοιας απόφασης απορρίφθηκε ως αβάσιμος.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ενώπιον της Ε.Ε.Υ. ― Δυνατότητα να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου ή του οικείου Τμήματος ή εκπρόσωπός τους ― Τεκμήριο κανονικότητας ότι ο Πρώτος Λειτουργός Εκπαίδευσης παρευρισκόταν ως εκπρόσωπός τους ― Δεν ανατράπηκε.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Αποτίμηση της αξίας ― Οι διατάξεις του Ν.7(Ι)/97 κρίθηκαν συνταγματικές ― Αντίστοιχοι ισχυρισμοί αντισυνταγματικότητας, απορρίφθηκαν στη Δημητριάδης v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 91.

Η εφεσείουσα επεδίωξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση της απόφασης προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Σύμφωνα με το Άρθρο 4(2) του Ν.7(Ι)/97 σε συνδυασμό με το Άρθρο 2 του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν.10/69 όπως τροποποιήθηκε), οι Συμβουλευτικές Επιτροπές [*451]καταρτίζονται από τον Υπουργό Παιδείας, ως την αρμόδια αρχή. Κατά την εισήγηση της εφεσείουσας παραβιάστηκε ο Νόμος, επειδή δεν προκύπτει τέτοια απόφαση του Υπουργού. 

     Είναι προφανές ότι τα πιο κάτω από την πρωτόδικη απόφαση διέλαθαν της προσοχής της εφεσείουσας:

     «Κάτω από το πιο πάνω σημείωμα υπάρχει η λέξη "Εγκρίνονται" και η υπογραφή του τότε Υπουργού.

     Έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του πιο πάνω αρ. 4(2) του Νόμου 7(Ι)/97 σε συνάρτηση με τα σχετικά πραγματικά περιστατικά, θεωρώ ότι ο καταρτισμός των Συμβουλευτικών Επιτροπών έλαβε χώραν με τρόπο που συνιστά πλήρη συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Νόμου. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.»

     Ο λόγος έφεσης όπως διατυπώθηκε και αναπτύχθηκε στο περίγραμμα είναι εντελώς ασύνδετος προς την αιτιολογική στήριξη της πρωτόδικης απόφασης και δεν έχει θεμελιωθεί λόγος που να επιτρέπει  παρέμβαση του Δικαστηρίου.

2.  Είναι η εισήγηση της εφεσείουσας πως ήταν εικασία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η θεώρηση του Α. Λοϊζίδη ως εκπρόσωπου των ενδιαφερομένων. Όπως προτείνει, θα έπρεπε να υπάρχει και να φαίνεται στα πρακτικά πράξη εξουσιοδότησής του. Λειτουργεί εδώ και δεν ανετράπη το τεκμήριο της κανονικότητας και σημειώνουμε πως στα πρακτικά καταγράφεται ότι, μετά τη συνέντευξη, ο Α. Λοϊζίδης προέβη στις κρίσεις του σύμφωνα με το Άρθρο 5(10) του πιο πάνω Νόμου. Επομένως, με κατ’ ευθείαν παραπομπή στην ιδιότητά του ως εκπροσώπου, όπως ο Νόμος ορίζει. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Πρωτοπαπά v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 414/97, ημερ. 31.8.1999,

Ιωάννου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 900/99, ημερ. 16.3.2001,

Δημητριάδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 91,

Κυπριακή Δημοκρατία v. Χαραλάμπους (2001) 3 Α.Α.Δ. 358.

[*452]Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 465/98), ημερομηνίας 8/3/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της προαγωγής τεσσάρων ενδιαφερομένων μερών στη θέση Bοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) που δημοσιεύτηκε στις 8.5.98, 42 εκπαιδευτικοί προάχθηκαν στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Η εφεσείουσα, ως υποψήφια και η ίδια, προσέβαλε τις προαγωγές των Μ. Μιχαήλ, Δ. Σολωμού-Αττούνα, Μ. Μαρνέρου-Κασινίδου και Στ. Κουνούνη. Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του συναδέλφου μας με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή.

Η επιλογή των προαχθέντων στηρίχθηκε στο αποτέλεσμα της αριθμητικής αποτίμησης των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας και οι επιμέρους ισχυρισμοί της εφεσείουσας σε σχέση με τη διαμόρφωσή της, δεν θα μας απασχολήσουν. Οι λόγοι έφεσης ως προς αυτούς αποσύρθηκαν. Έχουν παραμείνει τρία θέματα, ως εξής:

1.  Η νομιμότητα της συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

2.  Η νομιμότητα της συμμετοχής κατά το στάδιο των προφορικών συνεντεύξεων που διενήργησε η ΕΕΥ του Α. Λοϊζίδη, Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης.

3.  Η συνταγματικότητα του Περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1997 (Ν.7(Ι)/97), σε σχέση με την αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων.

[*453]Η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής

Σύμφωνα με το άρθρο 4(2) του Ν.7(Ι)/97 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του Περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν.10/69 όπως τροποποιήθηκε), οι Συμβουλευτικές Επιτροπές καταρτίζονται από τον Υπουργό Παιδείας, ως την αρμόδια αρχή. Κατά την εισήγηση της εφεσείουσας παραβιάστηκε ο Νόμος επειδή δεν προκύπτει τέτοια απόφαση του Υπουργού. Υπόβαθρο της απετέλεσε έγγραφο ημ. 2.10.97 που απεστάλη εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας προς τον Πρόεδρο της ΕΕΥ. Εκεί αναφέρεται πώς ο Υπουργός "έχει εγκρίνει την έναρξη της διαδικασίας" για την πλήρωση των θέσεων και αυτό, κατά την εφεσείουσα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτει και το ζήτημα του καταρτισμού της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Όσο και αν στο ίδιο έγγραφο περιλαμβάνονται και τα μέλη που θα την απάρτιζαν.

Είναι προφανές ότι τα πιο κάτω από την πρωτόδικη απόφαση διέλαθαν της προσοχής της εφεσείουσας:

"Σύμφωνα με το ενώπιον μου υλικό (βλ. έγγραφο Τεκ. 8) της πιο πάνω επιστολής ημερ. 2.10.97 είχαν προηγηθεί τα πιο κάτω:

Ο Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης ζήτησε από την Υπηρεσία Προσωπικού του Υπουργείου Παιδείας να πληροφορηθεί "για τις κενές θέσεις για τις οποίες δε βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία πλήρωσης και κενές που αναμένεται να κενωθούν μέχρι την 31.12.97 σε όλες τις βαθμίδες της Δημοτικής Εκπαίδευσης". Ο Διοικητικός Λειτουργός Α΄ Χρ. Χ" Βασιλείου τον πληροφόρησε, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι υπάρχουν 42 κενές θέσεις Βοηθού Διευθυντή (βλ. Σημ. 7 στο έγγραφο Τεκ. 8). Στη συνέχεια ο Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης υπέβαλε το πιο κάτω σημείωμα στον Υπουργό ημερ. 30.9.97:

"Για την πλήρωση των κενών θέσεων στη Δημοτική Εκπαίδευση που περιέχονται στο σημ. 7, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία προτείνονται ως μέλη Συμβουλευτικών Επιτροπών οι πιο κάτω:

-Ακολουθούν τα ονόματα των λειτουργών τα οποία φαίνονται στην πιο πάνω επιστολή ημερ. 2.10.97 –

Για έγκριση παρακαλώ".

Κάτω από το πιο πάνω σημείωμα υπάρχει η λέξη "Εγκρίνο[*454]νται" και η υπογραφή του τότε Υπουργού.

Έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του πιο πάνω αρ. 4(2) του Νόμου 7(Ι)/97 σε συνάρτηση με τα σχετικά πραγματικά περιστατικά θεωρώ ότι ο καταρτισμός των Συμβουλευτικών Επιτροπών έλαβε χώραν με τρόπο που συνιστά πλήρη συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Νόμου. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί."

Οπότε, με τους λόγους έφεσης και την επιχειρηματολογία της, η εφεσείουσα επανήλθε στα του εγγράφου ημ. 2.10.97 χωρίς καμμία απολύτως αναφορά σε όσα οδήγησαν στην πρωτόδικη απόφαση. Υποδείξαμε την αναντιστοιχία κατά την ακρόαση της έφεσης και, υπό το φως του αναφερθέντος σημειώματος το οποίο περιλαμβανόταν στο φάκελο, η εφεσείουσα επιχείρησε την προώθηση άλλων θέσεων. Αυτές όμως εκφεύγουν του πλαισίου της έφεσης, όπως το οριοθετεί ο λόγος έφεσης. Ο λόγος έφεσης όπως διατυπώθηκε και αναπτύχθηκε στο περίγραμμα είναι εντελώς ασύνδετος προς την αιτιολογική στήριξη της πρωτόδικης απόφασης και δεν έχει θεμελιωθεί λόγος που να επιτρέπει  παρέμβασή μας.

Η συμμετοχή του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης.

Σύμφωνα με το άρθρο 5(10) του Ν.7(Ι)/97 "κατά τις συνεντεύξεις μπορεί να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου Τμήματος ή εκπρόσωπός τους και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σ’ αυτές". Kατά την εισήγηση, ο Α. Λοϊζίδης που διατύπωσε κρίση ως προς την απόδοση των υποψηφίων, δεν ήταν εξουσιοδοτημένος και αυτό συνιστούσε αιτία ακυρότητας όλης της διαδικασίας. Πρωτοδίκως επισημάνθηκε το τεκμήριο της κανονικότητας που λειτουργεί στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου και, στην απουσία στοιχείων που θα το ανέτρεπαν ή θα το έκαμπταν, το βάρος της προσκόμισης των οποίων έφερε η εφεσείουσα, με παραπομπή και στην απόφαση του Νικολάου, Δ., στη Μαρία Σταύρου Πρωτοπαπά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 414/97, ημ. 31.8.99, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αβάσιμος.  Σχετική είναι και η απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., στην Ιωάννα Ιωάννου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 900/99, ημ. 16.3.01, την οποία επικαλέστηκε ενώπιόν μας η εφεσίβλητη.

Είναι η εισήγηση της εφεσείουσας πως ήταν εικασία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η θεώρηση του Α. Λοϊζίδη ως εκπρόσωπου των ενδιαφερομένων. Όπως προτείνει, θα έπρεπε να υπάρχει και να φαίνεται στα πρακτικά πράξη εξουσιοδότησής του. Δεν έχουμε ικανο[*455]ποιηθεί ότι δικαιολογείται παρέμβασή μας. Πράγματι λειτουργεί εδώ και δεν ανετράπη το τεκμήριο της κανονικότητας και σημειώνουμε πως στα πρακτικά καταγράφεται ότι, μετά τη συνέντευξη, ο Α. Λοϊζίδης προέβη στις κρίσεις του σύμφωνα με το άρθρο 5(10) του πιο πάνω Νόμου. Επομένως, με κατ’ ευθείαν παραπομπή στην ιδιότητά του ως εκπροσώπου, όπως ο Νόμος ορίζει. 

Η Συνταγματικότητα του Ν. 7(Ι)/97

Τα επιχειρήματα του αιτητή διατυπώθηκαν χωρίς αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στη Δημήτριος Δ. Δημητριάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 91, σε σχέση με τις ανάλογες πρόνοιες του Ν.78(Ι)/95. Την επικαλέστηκε η εφεσίβλητη και, πράγματι, όπως τελικά αναγνώρισε και η εφεσείουσα, αυτή καλύπτει και την εισήγηση για αντισυνταγματικότητα που προωθήθηκε στην παρούσα υπόθεση. Ειδικά, τα περί την έκδοση του Νόμου κατά παράβαση των αρχών της διάκρισης των εξουσιών και της ισότητας. Επέμεινε, όμως, στο επιχείρημά της η εφεσείουσα με την επεξήγηση, όπως την ανέπτυξε προφορικά ενώπιόν μας, πως διαφοροποίησε την κατάσταση η μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χαραλάμπους (2001) 3 Α.Α.Δ. 358. Κατά την άποψή της, εν όψει των διαπιστώσεων της Ολομέλειας σε αυτή την υπόθεση, καταφαίνεται πως αντισυνταγματικά ο Νόμος "ανέτρεψε την πορεία της διοίκησης" και "επενέβη στην δικαστική ύλη".

Είναι πρόδηλο πως έχουμε παρανόηση.  Η υπόθεση στη Χαραλάμπους (ανωτέρω) αφορούσε σε διαδικασία προγενέστερη του Ν.7(Ι)/97 (αλλά και του 78(Ι)/95) και σε αυτήν επισημάνθηκαν οι υποχρεώσεις της διοίκησης, κατά την επανεξέταση, εν όψει της ακύρωσης προαγωγών που είχαν διενεργηθεί στη βάση παράνομης βαθμολόγησης των δασκάλων. Υπήρχε, λοιπόν, εκεί διοικητικό έργο προς επιτέλεση, κατά συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση. 

Η παρούσα διαδικασία είναι νέα, άρχισε μετά τη θέσπιση του Νόμου, και δεν έχουμε "πορεία της διοίκησης" ή "δικαστική ύλη" σε σχέση με τις οποίες θα ήταν νοητό να συζητηθεί το επιχείρημα, όπως το συνοψίσαμε. Επομένως, ούτε και επί του ζητήματος της συνταγματικότητας του Νόμου θεμελιώνεται λόγος για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο