Γεωργίου Αλίκη ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακαςκαι Άλλου (2002) 3 ΑΑΔ 475

(2002) 3 ΑΑΔ 475

[*475]11 Ιουλίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΛIΚΗ ΓΕΩΡΓIΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

1. ΣΥΜΒΟYΛΙΟY ΑΠΟΧΕΤΕYΣΕΩΝ ΛAΡΝΑΚΑΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3008)

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Δέουσα έρευνα ως προς την εύρεση της ολιγότερον επαχθούς λύσης ― Ισχυρισμός πως δεν διεξήχθη, υπό τις περιστάσεις απορρίφθηκε ― Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε ζητήματα τεχνικής φύσης για να υποκαταστήσει τη Διοίκηση.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Ισχυρισμοί για προκατάληψη λόγω συμμετοχής σε δύο όργανα των ιδίων περίπου μελών ― Οι δύο φορείς νομικά ανεξάρτητοι ― Η απόφαση του δεύτερου οργάνου θα πρέπει να κριθεί με τα δικά της δεδομένα ― Η μομφή της προκατάληψης δεν τεκμηριώθηκε.

Διοικητική Πράξη ― Σύμπραξη δύο οργάνων ― Έγκριση ― Δεν μετατίθεται η αποφασιστική αρμοδιότητα στο όργανο που εγκρίνει την πράξη ― Η συνένωση στο δικόγραφο του οργάνου που προβαίνει στην έγκριση μη ορθή.

Η εφεσείουσα επεδίωξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης της ακίνητης περιουσίας της από το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το Συμβούλιο είχε υπόψη το χώρο της αυλής του σχολείου και τον απέκλεισε για το συγκεκριμένο λόγο που σημειώθηκε.  Η έκταση του ήταν μικρή και το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με τη σημασία που απο[*476]δίδει η εφεσείουσα στο ότι το δικό της ακίνητο ήταν μικρότερο. Η ανεπάρκεια της αυλής του σχολείου ευλόγως συναρτάται προς τη χρήση του από εκατοντάδες μαθητών.  Δεν διαπιστώνεται λόγος για παρέμβαση σε οτιδήποτε αφορά στην αυλή του σχολείου.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως “σπάνια συναντά κανείς σε περιπτώσεις απαλλοτριώσεων να διενεργείται τόσο επισταμένη έρευνα” και σημειώνεται εξ αρχής πως όσα συζητήθηκαν ως “υπαλλακτικοί χώροι” ήταν γνωστά στη Διοίκηση και εξετάστηκαν.

     Δεν διαπιστώνεται ούτε σε σχέση με αυτό το θέμα λόγος για παρέμβαση. Η Διοίκηση είχε στρέψει την προσοχή της προς τις πιο πάνω εισηγήσεις ως υπαλλακτικές λύσεις και τις απέρριψε για συγκεκριμένους τεχνικής φύσης λόγους. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου, μέσα από την αξιολόγηση μαρτυρίας που το ίδιο ακούει, να υπεισέρχεται σε ζητήματα τεχνικής φύσης για να υποκαταστήσει τη Διοίκηση.

3.  Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η προώθηση από το Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας (ως Πολεοδομική Αρχή) των σχεδίων του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (που αποτελείται κατά 99,9% από τα ίδια μέλη όπως το Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας) συνιστά κατάχρηση εξουσίας.

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα σημείωσε ότι η απόρριψη της αίτησης για την έκδοση πολεοδομικής άδειας προς την εφεσείουσα για την ανάπτυξη της περιουσίας της δεν αφορούσε την παρούσα διαδικασία. Μπορεί τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου Αποχετεύσεων να είναι τα ίδια, όμως τα ίδια όργανα έχουν θεσμοθετηθεί από διαφορετικές νομοθετικές πρόνοιες και αποτελούν διαφορετικές νομικές οντότητες. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε ότι η μομφή για προκατάληψη παρέμεινε αναπόδεικτη, έχοντας υπόψη το υλικό που υπάρχει στο φάκελο της υπόθεσης.

     Υιοθετούνται πλήρως οι πιο πάνω απόψεις. Το ζήτημα της απόρριψης της αίτησης για πολεοδομική άδεια δεν αφορά την υπό εξέταση διαδικασία. Οι δύο φορείς είναι νομικά ανεξάρτητοι και η ύπαρξη των ίδιων προσώπων στα αντίστοιχα Συμβούλια δεν καθιστά τις αποφάσεις που λαμβάνονται ως προκατειλημμένες. Η ακύρωση της απόφασης του Δήμου Λάρνακας (με την ιδιότητα της Πολεοδομικής Αρχής) δεν επηρεάζει αφ’ εαυτής την προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας, η οποία θα πρέπει να κριθεί υπό το φως των δικών της δεδομένων. Πριν από τη λήψη της επίδι[*477]κης απόφασης, το Συμβούλιο προέβηκε (όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου) σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας, δεν διαπιστώνεται λόγος ακυρότητας σε σχέση με οτιδήποτε αφορά στην ίδια και, πράγματι, δεν τεκμηριώνεται η μομφή της προκατάληψης.

4.  Η ορθότητα της συνένωσης ενός Υπουργού ή του Υπουργικού Συμβουλίου ως διαδίκου σε περιπτώσεις όπου νομοθετικές πρόνοιες υπαγορεύουν την παροχή έγκρισης, εξετάστηκε σε διάφορες υποθέσεις, όπου τονίστηκε ότι η εγκριτική απόφαση δεν μεταθέτει την αποφασιστική αρμοδιότητα που προέρχεται από το όργανο που λαμβάνει τη σχετική απόφαση.

     Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στη σχετική διαδικασία ως διάδικος, κρίνεται ως ορθό.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γεωργίου v. Δήμου Λάρνακας (1998) 3 Α.Α.Δ. 821,

Θεοδουλίδης κ.ά. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 742,

Κονναρής v. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Πολυστύπου κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 563,

Χ''Βασιλείου v. ΚΟΑ (1993) 4 Α.Α.Δ. 981,

Κισσοπόδα v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 4 Α.Α.Δ. 2053,

Κυπριακή Δημοκρατία v. Χανιάν ανηλίκου διά της μητρός αυτού Φλώρας Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 919/93), ημερομηνίας 4/2/2000, με την οποία απέρριψε την προσφυγή της κατά του διατάγματος απαλλοτρίωσης μέρους ενός τεμαχίου ακίνητης ιδιοκτησίας της στην πόλη της Λάρνακας.

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

[*478]Α. Ανδρέου, για τον Εφεσίβλητο 1.

Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο 2.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια ενός τεμαχίου ακίνητης ιδιοκτησίας μέσα στην πόλη της Λάρνακας, πάνω στο οποίο είχε κτίσει καταστήματα και μια ανώγειο κατοικία, μέσα στην οποία ζούσε και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να ζει με την οικογένεια της. Μέρος της πιο πάνω περιουσίας απαλλοτριώθηκε από το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας (εφεσίβλητοι 1) για την κατασκευή ενός από τα 24 αντλιοστάσια που ήταν αναγκαία για τη δημιουργία του αποχετευτικού συστήματος της πόλης της Λάρνακας. Η εφεσείουσα προσέβαλε για διάφορους λόγους την εγκυρότητα του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι το σχετικό διάταγμα ήταν το αποτέλεσμα διεξαγωγής δέουσας έρευνας εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1 και ότι το Υπουργικό Συμβούλιο (εφεσίβλητοι 2) δεν μπορούσε να έχει θέση διαδίκου, απέρριψε την προσφυγή.

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, σε σχέση και με τις δύο πτυχές της. Σε σχέση με το ουσιαστικό ζήτημα θεωρεί ότι δεν είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα ιδιαιτέρως προς εκπλήρωση του καθήκοντος της Διοίκησης για επιλογή του ολιγότερον επαχθούς χώρου. Συζήτησε σε αυτό το πλαίσιο,

(α)   Την ύπαρξη της αυλής σχολείου που γειτνιάζει με την ακίνητη περιουσία της και, επί αυτού, την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο τεκμήριο της κανονικότητας,

(β)   Την ύπαρξη άλλων χώρων, κατ’ ισχυρισμό καταλληλότερων, και, επί αυτού, την παράλειψη όπως την θεωρεί, του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προβεί σε ευρήματα αξιοπιστίας αναφορικά με τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του,

(γ)   Το γεγονός ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής, με σύνθεση σχεδόν όμοια με εκείνη του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας, για απόρριψη αίτησης για πολεοδομική άδεια σε σχέση με το απαλλοτριωθέν στη συνέχεια ακίνητο, ακυρώθηκε [*479]με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (1998) 3 Α.Α.Δ. 821.

(α) Η ύπαρξη της αυλής του σχολείου

Η εφεσείουσα εισηγήθηκε την τοποθέτηση του αντλιοστασίου στην παρακείμενη αυλή του σχολείου που γειτνιάζει με την ακίνητη περιουσία της. Ο Μηχανικός Αποχετεύσεων των εφεσιβλήτων 1 είχε την άποψη ότι ο χώρος του Δημοτικού Σχολείου λόγω της μικρής του έκτασης δεν επέτρεπε την τοποθέτηση του αντλιοστασίου μέσα στην αυλή του σχολείου. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι άνκαι η εφεσείουσα αρχικά υπεστήριζε την ακαταλληλότητα του κτήματος της λόγω του ότι βρισκόταν δίπλα από το σχολείο γιατί αυτό θα προκαλούσε οχληρία και δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των παιδιών, εντούτοις επανήλθε αργότερα για να υποδείξει ως υπαλλακτική λύση την τοποθέτηση της αντλίας στην αυλή του σχολείου. Το Δικαστήριο στη σχετική απόφαση του σημείωσε ότι από αυτή την αντιφατική συμπεριφορά δεν μπορούσαν να δημιουργηθούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

Η εφεσείουσα υπέβαλε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε αντίφαση στη συμπεριφορά της και ότι είχε δικαίωμα να ισχυριστεί αρχικά ότι η γειτνίαση με την αυλή του σχολείου καθιστούσε και τη δική της αυλή ακατάλληλη και αργότερα να ισχυρισθεί ότι αν ήταν αναπόφευκτο να τοποθετηθεί το αντλιοστάσιο σε εκείνη την περιοχή, θα έπρεπε να τοποθετηθεί στην αυλή του σχολείου που ανήκε στο δημόσιο και όχι στην ακίνητη ιδιοκτησία της που αποτελούσε ιδιωτική περιουσία.

Η πιο πάνω παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσαν να δημιουργηθούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις ως αποτέλεσμα της αντιφατικής συμπεριφοράς της εφεσείουσας, δεν εξυπακούει ότι η εφεσείουσα δεσμευόταν από την προηγούμενη συμπεριφορά της σε βαθμό που δεν θα μπορούσε αργότερα να επανέλθει με μια νέα προσέγγιση. Αντίθετα, αφού χαρακτήρισε την αντίφαση ως μειονέκτημα, πρόσθεσε πως, όπως προκύπτει, είχαν ληφθεί υπόψη όλοι οι σχετικοί παράγοντες οπότε, όπως κατέληξε, “θα μπορούσε να λεχθεί ότι υπό τις συνθήκες αυτές λειτουργεί το τεκμήριο της κανονικότητας, το οποίο δεν έχει κλονισθεί με οτιδήποτε προήλθε από την αιτήτρια”.

Το Συμβούλιο είχε υπόψη το χώρο της αυλής του σχολείου και τον απέκλεισε για το συγκεκριμένο λόγο που σημειώσαμε. Η έκταση [*480]του ήταν μικρή και δεν συμφωνούμε με τη σημασία που αποδίδει η εφεσείουσα στο ότι το δικό της ακίνητο ήταν μικρότερο. Η ανεπάρκεια της αυλής του σχολείου ευλόγως συναρτάται προς τη χρήση του από εκατοντάδες μαθητών. Δεν διαπιστώνουμε λόγο για παρέμβαση μας σε οτιδήποτε αφορά στην αυλή του σχολείου.

(β)       Οι άλλοι υπαλλακτικοί χώροι και το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως “σπάνια συναντά κανείς σε περιπτώσεις απαλλοτριώσεων να διενεργείται τόσο επισταμένη έρευνα” και σημειώνουμε εξ αρχής πως όσα συζητήθηκαν ως “υπαλλακτικοί χώροι” ήταν γνωστά στη Διοίκηση και εξετάστηκαν. Όπως και κάθε ένας από τους χώρους, τους οποίους κατά καιρούς υπεδείκνυε η εφεσείουσα, ακόμα και μετά την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν και το ακίνητο “Καραμανή” σε συνδυασμό με το ακίνητο “Πετρακίδη”, όπως αυτά περιγράφηκαν.

Δεν διαπιστώνουμε ούτε σε σχέση με αυτό το θέμα λόγο για παρέμβαση. Η Διοίκηση είχε στρέψει την προσοχή της προς τις πιο πάνω εισηγήσεις ως υπαλλακτικές λύσεις και τις απέρριψε για συγκεκριμένους τεχνικής φύσης λόγους. Συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση πως δεν είναι έργο του Δικαστηρίου, μέσα από την αξιολόγηση μαρτυρίας που το ίδιο ακούει, να υπεισέρχεται σε ζητήματα τεχνικής φύσης για να υποκαταστήσει τη Διοίκηση. Τα πιο κάτω από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ανδρέας Θεοδουλίδης και άλλοι ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 742, στην οποία παρέπεμψε ο συνάδελφος μας, είναι σχετικά.

“Είναι θεμελιωμένο ότι η κρίση της αρμόδιας αρχής, αναφορικά με την αναγκαιότητα του έργου δεν ελέγχεται(  ούτε υπεισέρχεται το Δικαστήριο σε διαπιστώσεις που αποτελούν απόρροια τεχνικών γνώσεων - (βλ., μεταξύ άλλων, Lanitis E.C. Estates Ltd. κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3252 και Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 85).

(γ)        Ίδια μέλη του Δήμου Λάρνακας και του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η προώθηση από το Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας (ως Πολεοδομική Αρχή) των σχεδίων του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (που αποτελείται κατά 99,9% από [*481]τα ίδια μέλη όπως το Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας) συνιστά κατάχρηση εξουσίας. Προς ενίσχυση του ισχυρισμού της η εφεσείουσα επικαλέσθηκε την απόφαση στην υπόθεση Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (1998) 3 Α.Α.Δ. 821, όπου κρίθηκε ότι η απόφαση του Δήμου Λάρνακας να απορρίψει την αίτηση της εφεσείουσας για πολεοδομική άδεια για περαιτέρω ανάπτυξη της περιουσίας της ήταν άκυρη, αφού “διά μέσου της πολεοδομικής απόφασης σκοπήθηκε η προώθηση στόχων του Συμβουλίου Αποχετεύσεων”. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η πιο πάνω απόφαση αφαίρεσε το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο της διαδικασίας της απαλλοτρίωσης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα σημείωσε ότι η απόρριψη της αίτησης για την έκδοση πολεοδομικής άδειας προς την εφεσείουσα για την ανάπτυξη της περιουσίας της δεν αφορούσε την παρούσα διαδικασία. Μπορεί τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου Αποχετεύσεων να είναι τα ίδια, όμως τα ίδια όργανα έχουν θεσμοθετηθεί από διαφορετικές νομοθετικές πρόνοιες και αποτελούν διαφορετικές νομικές οντότητες. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε ότι η μομφή για προκατάληψη παρέμεινε αναπόδεικτη, έχοντας υπόψη το υλικό που υπάρχει στο φάκελο της υπόθεσης.

Υιοθετούμε πλήρως τις πιο πάνω απόψεις. Το ζήτημα της απόρριψης της αίτησης για πολεοδομική άδεια δεν αφορά την υπό εξέταση διαδικασία. Οι δύο φορείς είναι νομικά ανεξάρτητοι και η ύπαρξη των ίδιων προσώπων στα αντίστοιχα Συμβούλια δεν καθιστά τις αποφάσεις που λαμβάνονται ως προκατειλημμένες. Η ακύρωση της απόφασης του Δήμου Λάρνακας (με την ιδιότητα της Πολεοδομικής Αρχής) δεν επηρεάζει αφ’ εαυτής την προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας, η οποία θα πρέπει να κριθεί υπό το φως των δικών της δεδομένων. Πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, το Συμβούλιο προέβηκε (όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου) σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας, δεν διαπιστώνεται λόγος ακυρότητας σε σχέση με οτιδήποτε αφορά στην ίδια και, πράγματι, δεν τεκμηριώνεται η μομφή της προκατάληψης.

(δ) Το Υπουργικό Συμβούλιο ως διάδικος

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η συμμετοχή του Υπουργικού Συμβουλίου στη διαδικασία απαλλοτρίωσης και η έγκριση της σχετικής απόφασης δεν ήταν μόνο τυπικά αναγκαία αλλά και απαραίτητη αφού ήταν προαπαιτούμενη για την εγκυρότητα της απαλλοτρίωσης. Έτσι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου [*482]ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε θέση ως διάδικος είναι λανθασμένη. Αυτά, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στη νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο συνάδελφος μας.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6(3) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου αρ. 15/62 (όπως έχει τροποποιηθεί) προνοείται ότι,

“6.-(3) Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, το   διάταγμα απαλλοτριώσεως εκδίδεται -

(α)          οσάκις απαλλοτριούσα αρχή είναι η Δημοκρατία, υπό     του Υπουργικού Συμβουλίου·

(β)          οσάκις απαλλοτριούσα αρχή δεν είναι η Δημοκρατία,      υπό της απαλλοτριούσης αρχής:

Νοείται ότι οσάκις απαλλοτριούσα αρχή είναι νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμός κοινής ωφελείας, η έκδοσις Διατάγματος απαλλοτριώσεως υπό τοιαύτης απαλλοτριούσης αρχής δεν γίνεται, ειμή τη προηγουμένη εγκρίσει του Υπουργικού Συμβουλίου.”

Στην παρούσα περίπτωση η απαλλοτριούσα Αρχή, όπως αναφέρεται και στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, ήταν το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας και το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την έκδοση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων 2 υπέβαλε ότι η συνένωση του Υπουργικού Συμβουλίου στην προσφυγή ήταν αντίθετη με τα όσα έχουν νομολογηθεί αφού το Υπουργικό Συμβούλιο δεν εξέδωσε το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία επί του θέματος (ίδε μεταξύ άλλων, Κισσοπόδα ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 4 Α.Α.Δ. 2053, Χ''Βασιλείου ν. ΚΟΑ (1993) 4 Α.Α.Δ. 981 και Κονναρής ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Πολυστύπου και της Δημοκρατίας μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 563) αποδέχθηκε την προδικαστική ένσταση και έκρινε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε θέση ως διάδικος.

Η ορθότητα της συνένωσης ενός Υπουργού ή του Υπουργικού Συμβουλίου ως διαδίκου σε περιπτώσεις όπου νομοθετικές πρόνοιες υπαγορεύουν την παροχή έγκρισης, εξετάστηκε σε διάφορες υποθέσεις όπου τονίστηκε ότι η εγκριτική απόφαση δεν μεταθέτει [*483]την αποφασιστική αρμοδιότητα που προέρχεται από το όργανο που λαμβάνει τη σχετική απόφαση.

Στην υπόθεση Χ''Βασιλείου ν. ΚΟΑ (1993) 4(Β) Α.Α.Δ. 981, ο Δικαστής Πικής, όπως ήταν τότε, είχε τονίσει χαρακτηριστικά ότι,

“..... όπου η άσκηση διοικητικής αρμοδιότητας αποδίδεται στο Α όργανο αλλά τελεί υπό την έγκριση του Β οργάνου, η έγκριση (1) επενεργεί αναδρομικά, και (2) τελειώνει την ληφθείσα απόφαση και την καθιστά εκτελεστή· δεν μεταθέτει όμως, όπως έχουμε εξηγήσει, την αποφασιστική αρμοδιότητα στο Β όργανο. (Βλ. Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Κτηνοτροφική Εταιρεία Τίμιος Σταυρός Λυμπιών Λτδ. κ.ά. ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 852), ..............”

Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην απόφαση Κισσοπόδα ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 4 Α.Α.Δ. 2053) όπου τονίστηκαν από το Δικαστή Κωνσταντινίδη τα πιο κάτω:

“Το επόμενο θέμα αφορά τη συνένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως καθ’ων η αίτηση. Απαλλοτριούσα Αρχή είναι ο Κυπριακός Οργανισμός Αναπτύξεως Γης. (βλ. Αρθρο 30(1) του περί Κυπριακού Οργανισμού Αναπτύξεως Γης Νόμου του 1980 (Ν. 42/80 όπως τροποποιήθηκε). Το Υπουργικό Συμβούλιο άσκησε αρμοδιότητες σε δύο στάδια. Πρώτα ενέκρινε τη μέλλουσα να απαλλοτριωθεί ακίνητη ιδιοκτησία (βλ. Αρθρο 3182 (γ) του Ν. 42/80) και μετά ενέκρινε την ίδια την αναγκαστική απαλλοτρίωση (βλ. την επιφύλαξη στο Αρθρο 6(3) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62) όπως τροποποιήθηκε και Αρθρο 30(3) του Νόμου 42/80).  Η ενδιάμεση εγκριτική απόφαση δεν αποτελεί αυτοτελές αντικείμενο της προσφυγής εν πάση περιπτώσει η δε τελική έγκριση δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι η απόφαση της έκδοσης του διατάγματος προέρχεται από τον Οργανισμό ως τη μόνη απαλλοτριούσα αρχή. (βλ. HjiVassiliou v. Cyprus Athletic Organisation (1987) 3 C.L.R. 2142, Toulla Tryfonos and Others v. The Municipality of Nicosia and the Counsel of Ministers (1988) 3 CLR 901, Κτηνοτροφική Εταιρεία Τίμιος Σταυρός Λυμπιών Λτδ και άλλοι ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 852, Ανδρέα Χ''Βασιλείου ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 981). Οφείλω να σημειώσω ότι στην υπόθεση Νορβάν Χανιάν ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1873, η κα[*484]τάληξη ήταν διαφορετική. Η ένσταση των καθ’ων η αίτηση 1 είναι βάσιμη και πρέπει να διαγραφούν ως διάδικοι στην Προσφυγή.”

Το ίδιο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Κονναρής ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Πολυστύπου και της Δημοκρατίας μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 563, στην οποία έγινε ανάλυση της σχετικής νομολογίας, όπως επίσης και στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Νορβάν Χανιάν ανηλίκου διά της μητρός αυτού Φλώρας Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690, όπου ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Πικής τόνισε ότι,

“Σύμφωνα με την ισχύουσα αρχή, η οποία προκύπτει από τη νομολογία, η έγκριση του Υπουργού αποτελεί συμπληρωματική πράξη, χωρίς να μετατοπίζει την αποφασιστική αρμοδιότητα στον Υπουργό. Είναι γεγονός, και αυτό αποτελεί τη διαπίστωσή μας, ότι η έγκριση του Υπουργού δε θα μπορούσε να αποτελέσει, αφ’ εαυτής, αντικείμενο αναθεώρησης.”

Με βάση τα πιο πάνω, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στη σχετική διαδικασία ως διάδικος, κρίνεται ως ορθό.

Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο