Βασιλείου Αντρούλλα και Άλλη ν. Kυπριακής Δημοκρατίαςκαι Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 485

(2002) 3 ΑΑΔ 485

[*485]16 Iουλίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3035)

ΑΝΤΡΟΥΛΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

1. ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ, ΜEΣΩ

(Α)            ΥΠΟΥΡΓΙΚΟY ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ,

(Β)            ΕΠΑΡΧΙΑΚΟY ΛΕΙΤΟΥΡΓΟY ΤΜHΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜIAΣ ΚΑΙ ΟΙΚHΣΕΩΣ ΛΕΜΕΣΟY,

2. ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ ΒΕΛΤIΩΣΕΩΣ ΠΕΝΤΑΚΩΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3042)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

(Α)          ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

(Β)          ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

     ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

Εφεσείοντες-Καθ’ων η αίτηση,

v.

ΑΝΤΡΟΥΛΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Αναθεωρητικές Eφέσεις Αρ. 3035, 3042)

 

Πολεοδομία ― Πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής ― Πράξεις συναφείς ― Μπορούν να προσβληθούν λόγω συνάφειας με το ίδιο δικόγραφο.

Έννομο Συμφέρον ― Περιοίκου να προσβάλει με προσφυγή την εγκυρότητα ανάπτυξης γειτονικού του τεμαχίου ― Αναγνωρίζεται από [*486]τη νομολογία.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη αιτιολογίας ― Η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος ως αιτιολογία έκδοσης διοικητικής απόφασης, δεν μπορεί να γίνεται αόριστα ― Το δημόσιο συμφέρον πρέπει να εξειδικεύεται στην αιτιολογία της πράξης.

Η εφεσείουσα επεδίωξε πρωτόδικα την ακύρωση τόσο της πολεοδομικής άδειας όσο και της άδειας οικοδομής γειτονικού της ακινήτου. Η προσφυγή θεωρήθηκε απαράδεκτη για τη δεύτερη προσβληθείσα στο δικόγραφο πράξη της άδειας οικοδομής, επειδή δεν ήταν κατά την πρωτόδικη απόφαση συναφής με την πρώτη.  Καταχωρήθηκε έφεση από την ίδια αλλά και από τη Δημοκρατία που αμφισβήτησε το έννομο συμφέρον της.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση 3035 και απορρίπτοντας την έφεση 3042, αποφάσισε ότι:

1.  Το Δικαστήριο κατάληξε στο συμπέρασμα ότι οι δύο πράξεις Πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής, είναι συναφείς. Ανεξάρτητα από το ότι οι δύο άδειες εκδίδονται από διαφορετικά διοικητικά όργανα σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και ανεξάρτητα από το ότι η Δημοτική αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να εκδώσει άδεια οικοδομής επειδή έχει ήδη εκδοθεί πολεοδομική άδεια, υπάρχουν μεταξύ των δύο πράξεων τα συνθετικά εκείνα στοιχεία τα οποία τις καθιστούν ως συναφείς. Σύμφωνα με την Ελληνική νομολογία συναφείς μπορούν να θεωρηθούν όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις, όταν για παράδειγμα η μία πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης. (Σ.τ.Ε. 1821/53).

     Η έκδοση της άδειας οικοδομής προϋποθέτει την ύπαρξη πολεοδομικής άδειας. Η διακριτική ευχέρεια που έχει η Δημοτική Αρχή να εκδώσει άδεια οικοδομής παρά την αρνητική στάση της Πολεοδομικής Αρχής, δεν εξουδετερώνει τη συνάφεια που έχουν οι δύο πράξεις μεταξύ τους, αφού προτού η Δημοτική Αρχή εξετάσει αν θα εκδώσει άδεια οικοδομής, θα πρέπει να έχει τις θέσεις της Πολεοδομικής Αρχής.

     Στην υπόθεση Ζαντή ν. Επάρχου Λευκωσίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4841, ο αιτητής προσέβαλε την ορθότητα της άδειας οικοδομής ισχυριζόμενος ότι περιείχε απαράδεκτους πολεοδομικούς όρους και ότι η πολεοδομική άδεια ενείχε χαρακτήρα προπαρασκευαστικής πράξης, η επικύρωση της οποίας υπαγόταν στον έλεγχο της [*487]αρχής για την έκδοση άδειας οικοδομής. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η πιο πάνω εισήγηση εστερείτο παντελώς ερείσματος. Προκύπτει ότι η έκδοση της άδειας οικοδομής μπορεί να θεωρηθεί ως συναφής με την έκδοση της πολεοδομικής άδειας και να προσβληθεί με το ίδιο δικόγραφο.

2.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ερώτημα αν η εφεσίβλητη έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τις δύο επίδικες αποφάσεις δεν ηγέρθη πρωτόδικα. Όμως το Δικαστήριο έχει το δικαίωμα να εξετάσει το θέμα αυτεπάγγελτα.

     Στην παρούσα περίπτωση η ακίνητη περιουσία της εφεσίβλητης εφαπτόταν του υπό εκμετάλλευση κτήματος του ενδιαφερόμενου μέρους, σε βαθμό που η εφεσίβλητη να θεωρείται ως “περίοικος”. Η νομιμοποίηση του περιοίκου να αμφισβητήσει την εγκυρότητα μιας άδειας για ανάπτυξη γειτονικού του τεμαχίου αναγνωρίστηκε σε αριθμό υποθέσεων. Χαρακτηριστικά στην υπόθεση Thanos Club Hotels Ltd. v. ΕΤΕΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 323, τονίστηκε ότι,

“Νομιμοποίηση θα μπορούσε να υπάρξει μόνο όπου κάποιος έχει την ιδιότητα περιοίκου - που σημαίνει αμεσότητα λόγω εγγύτητας χώρου - οπότε, όπως και στη Σοφούλλα Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, το περιβάλλον εξετάζεται υπό την σκοπιά του συμφέροντος του προσφεύγοντος για την προστασία των όρων διαβίωσης του στη συγκεκριμένη περιοχή και των περιουσιακών του δικαιωμάτων στο βαθμό που επηρεάζονται από την επίδικη πράξη.”

     Στην παρούσα περίπτωση η εφεσίβλητη εμπίπτει μέσα στην έννοια του “περιοίκου” αφού η ακίνητη ιδιοκτησία της εφάπτεται του κτήματος του ενδιαφερόμενου μέρους.  Η δοθείσα άδεια για την ανάπτυξη της ακίνητης ιδιοκτησίας του ενδιαφερόμενου μέρους μέσα στα πλαίσια της ζώνης της παραλίας που έχει κηρυχθεί σαν προστατευόμενη περιοχή επηρεάζει το έννομο συμφέρον της εφεσίβλητης. Συνακόλουθα η εφεσίβλητη έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την ορθότητα των προσβαλλόμενων πράξεων.

3.  Η αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής βασίστηκε στις πρόνοιες του Άρθρου 26(3) του Νόμου 90/72 φαίνεται ότι αποτελεί μια λανθασμένη παραπομπή που δεν επηρεάζει την ουσία της απόφασης, αφού η εγκυρότητα της επίδικης απόφασης εξετάζεται μέσα στα πλαίσια των προνοιών του Άρθρου 5Α του περί Προστασίας της Παραλίας Νόμου Αρ. 8/72.

[*488]         Πρέπει να τονισθεί ότι το Σημείωμα 18/37 του Υπουργείου Εσωτερικών δεν περιλαμβάνει στοιχεία που θα καθιστούσαν την περίπτωση σαν εξαιρετική και στοιχεία που θα δικαιολογούσαν την επίκληση του δημόσιου συμφέροντος. Η εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου των εφεσειόντων κατά τη διάρκεια της αγόρευσης του στο Δικαστήριο ότι η ύπαρξη του δημόσιου συμφέροντος προκύπτει από την υποχρέωση της Δημοκρατίας να καταβάλει αποζημιώσεις σε ένα ιδιοκτήτη ακίνητης περιουσίας που χάνει το δικαίωμα εκμετάλλευσης της περιουσίας του, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Τόσο τα στοιχεία που καθιστούσαν την περίπτωση σαν εξαιρετική όσο και οι λόγοι που θα δικαιολογούσαν την επίκληση του δημόσιου συμφέροντος, έπρεπε να υπάρχουν στα σχετικά έγγραφα που έχουν καταχωρηθεί για να καθίσταται έτσι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Στην παρούσα περίπτωση η απουσία των πιο πάνω στοιχείων ορθά οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο εύρημα ότι δεν τηρήθηκαν οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες.

Η έφεση 3035 επιτυγχάνει με έξοδα. Η έφεση 3042 απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κορακίδου-Μακρίδου v. Δήμου Πάφου, Υπόθ. Αρ. 996/96, ημερ. 30.3.1999,

Συμεωνίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,

Ζαντή v. Επάρχου Λευκωσίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4841,

Thanos Club Hotels Ltd. V. ΕΤΕΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 323.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια (A.E. 3035) εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 918/97), ημερομηνίας 6/4/2000, με την οποία απορρίφθηκε το μέρος της προσφυγής της με το οποίο προσέβαλλε την εγκυρότητα της άδειας οικοδομής η οποία εκδόθηκε υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους για ανέγερση έξι διαμερισμάτων σε παρακείμενο της κατοικίας της οικόπεδο στο χωριό Πεντάκωμο και έφεση από τους καθ’ ων η αίτηση (A.E. 3042) κατά της ακύρωσης της έκδοσης υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους πολεοδομικής άδειας για την ίδια ανάπτυξη.

Κ. Κακουλλή εκ μέρους του Γ. Κακογιάννη, για την Εφεσείουσα στην A.E. 3035 και για την Eφεσίβλητη στην A.E. 3042.

[*489]Χρ. Ιωσηφίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους Αρ. 1 στην A.E. 3035 και για τους Eφεσείοντες στην A.E. 3042.

Π. Δημοσθένους, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 2 στην A.E. 3035.

Ν. Ιωάννου για Χρ. Δημητριάδη & Σία, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος, στις Α.Ε. 3035 και 3042.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα έχει δική της εξοχική κατοικία στην Παραλία του Κυβερνήτη στο χωριό Πεντάκωμο. Το ενδιαφερόμενο μέρος, που είναι ιδιοκτήτης παρακείμενου οικοπέδου, εξασφάλισε πολεοδομική άδεια και ακολούθως άδεια οικοδομής για την ανέγερση έξι τουριστικών καταλυμάτων.

Με την Αναθεωρητική Έφεση 3035 προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για την απόρριψη του μέρους εκείνου της προσφυγής που αναφέρεται στην έκδοση άδειας οικοδομής και με την Αναθεωρητική Έφεση 3042 προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης που αναφέρεται στην έκδοση πολεοδομικής άδειας.

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Η εφεσείουσα (στην Αναθεωρητική Έφεση 3035) και εφεσίβλητη (στην Αναθεωρητική Έφεση 3042) ήταν ιδιοκτήτρια ενός κτήματος στο χωριό Πεντάκωμο στην περιοχή που είναι γνωστή σαν Ακτή του Κυβερνήτη, πάνω στο οποίο είχε ανεγείρει εξοχική κατοικία. Το πιο πάνω κτήμα εφαπτόταν με το κτήμα του ενδιαφερόμενου μέρους που επηρεαζόταν δυσμενώς από διάταγμα που εκδόθηκε για την προστασία της παραλίας. Το ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλε αίτηση για την έκδοση πολεοδομικής άδειας για την ανέγερση 10 τουριστικών διαμερισμάτων. Το μεγαλύτερο μέρος της πιο πάνω ανάπτυξης βρισκόταν μέσα στη ζώνη προστασίας της παραλίας. Η Πολεοδομική Αρχή σύστησε με σχετική επιστολή της προς το Υπουργικό Συμβούλιο τη χορήγηση χαλάρωσης σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5Α του περί Προστασίας της Παραλίας Νόμου αρ. 8/72, προτείνοντας τροποποίηση των σχεδίων ανάπτυξης που υποβλήθηκαν αφού,

[*490](α)    Το τεμάχιο του ενδιαφερόμενου μέρους εξουδετερωνόταν πλήρως από τη ζώνη προστασίας της παραλίας σε σχέση με τα υπόλοιπα παρακείμενα τεμάχια ο επηρεασμός των οποίων ήταν ελάχιστος, και

(β)   Το τεμάχιο του ενδιαφερόμενου μέρους απείχε από τον γκρεμό και τη θάλασσα σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση από τα άλλα παρακείμενα τεμάχια, σε βαθμό που επηρεαζόταν δυσμενώς το 90% του εμβαδού του.

Οι τροποποιήσεις της Πολεοδομικής Αρχής συμπεριλάμβαναν την τοποθέτηση της οικοδομής σε μια ομοιόμορφη γραμμή με τις οικοδομές των παραπλήσιων τεμαχίων, τη σημαντική μείωση του όγκου της οικοδομής και την κατάργηση του μονολιθικού τείχους της κατά μήκος της παραλίας, την εναρμόνιση της με το φυσικό και δομημένο περιβάλλον, τη μείωση του περιορισμού της οπτικής θέας των γειτονικών τεμαχίων προς τη θάλασσα και τη δημιουργία δημόσιου χώρου πρασίνου και πεζόδρομου κατά το μέγιστο ποσοστό του 10% που επέτρεπαν οι σχετικοί Κανονισμοί.

Η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή αποφάσισε να εγκρίνει την προταθείσα χαλάρωση με την προσθήκη όρου για την παραχώρηση δημόσιου χώρου πρασίνου ποσοστού 10% κατά μήκος της παραλίας.

Η εφεσείουσα με σχετική επιστολή των δικηγόρων της αντέδρασε στην αιτούμενη χαλάρωση αφού σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της θα επηρεαζόταν αρνητικά η φυσική ομορφιά της περιοχής και η ιδιοκτησία της θα υφίστατο μεγάλη ζημιά.

Μετά την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής να αποδεχθεί την αίτηση για χαλάρωση, η Πολεοδομική Αρχή είχε διαβουλεύσεις με το ενδιαφερόμενο μέρος και τον αρχιτέκτονα του έργου για την τροποποίηση των αρχικών σχεδίων που υποβλήθηκαν.  Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και της τροποποιημένης εισήγησης που υποβλήθηκε, η Υπουργική Επιτροπή ενέκρινε τα νέα σχέδια που υποβλήθηκαν. Ακολούθως η Πολεοδομική Αρχή εξέδωσε πολεοδομική άδεια για την ανέγερση έξι διαμερισμάτων (αντί δέκα όπως αρχικά ζητήθηκε) και το Συμβούλιο Βελτιώσεως Πεντακώμου χορήγησε τη σχετική άδεια οικοδομής.

Η εφεσείουσα προσέβαλε την εγκυρότητα της έκδοσης τόσο της πολεοδομικής άδειας όσο και της άδειας οικοδομής.

[*491]Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η πολεοδομική άδεια και η άδεια οικοδομής αποτελούν δύο αυτοτελείς διοικητικές πράξεις που εκδίδονται από διαφορετικά διοικητικά όργανα και έτσι δεν θα μπορούσε να εξετάσει ταυτόχρονα μέσα στα πλαίσια της ίδιας προσφυγής τη νομιμότητα τόσο της πολεοδομικής άδειας όσο και της άδειας οικοδομής. Έτσι αφού απέρριψε το μέρος εκείνο της προσφυγής που αναφερόταν στην άδεια οικοδομής, προχώρησε να εξετάσει τη νομιμότητα της πολεοδομικής άδειας.  Για το θέμα αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στο άρθρο 5Α του περί Προστασίας της Παραλίας Νόμου (αρ. 8/72), που επιτρέπει στο Υπουργικό Συμβούλιο να εξουσιοδοτήσει την αρμόδια αρχή όπως εκδώσει άδεια για την ανέγερση οικοδομής μέσα στο χώρο που καθορίζεται για την προστασία της παραλίας μόνο όταν η περίπτωση είναι εξαιρετική και το δημόσιο συμφέρον απαιτεί την έκδοση τέτοιας άδειας, αποφάνθηκε ότι τα στοιχεία που παρουσιάσθηκαν από την Πολεοδομική Αρχή δεν συνιστούσαν “εξαιρετική περίπτωση” και ότι η σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν περιείχε αναφορά σε λόγους δημόσιου συμφέροντος που θα δικαιολογούσαν την έκδοση της άδειας.

Με την Αναθεωρητική Έφεση 3035 η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της απόρριψης του μέρους εκείνου της προσφυγής που αμφισβητούσε την εγκυρότητα της άδειας οικοδομής και με την Αναθεωρητική Έφεση 3042 η Κυπριακή Δημοκρατία προσβάλλει την ορθότητα του μέρους εκείνου της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία τα στοιχεία που προβλήθηκαν δεν καθιστούσαν την περίπτωση σαν εξαιρετική και ότι δεν προβλήθηκαν λόγοι δημόσιου συμφέροντος.

(β)       Η Αναθεωρητική Εφεση 3035 υπό Αντρούλας Βασιλείου ν.                      1. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω (α) Υπουργικού Συμβουλίου, (β) Επαρχιακού Λειτουργού Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λεμεσού, 2. Συμβουλίου Βελτιώσεως Πεντακώμου

Με την έφεση αυτή η εφεσείουσα προβάλλει διάφορους λόγους ο κυριότερος των οποίων βασίζεται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι οι δύο προσβαλλόμενες πράξεις δεν ήταν συναφείς και προχώρησε στην απόρριψη του μέρους εκείνου της προσφυγής που αναφερόταν στην άδεια οικοδομής, χωρίς να δώσει το δικαίωμα στην εφεσείουσα να ακουστεί. Επιπρόσθετα, υποβλήθηκε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να επιτρέψει το διαχωρισμό των δύο διοικητικών πράξεων για να παρασχεθεί η ευχέρεια καταχώρισης νέας προσφυγής σχετικά με το δεύτερο αιτητικό.

[*492]Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι οι δύο εκτελεστές διοικητικές πράξεις είναι συναφείς αφού η μια αποτελεί προϋπόθεση της άλλης. Η άδεια οικοδομής δεν μπορεί να εκδοθεί χωρίς την προηγούμενη έκδοση της πολεοδομικής άδειας. Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας επικαλέσθηκε την απόφαση Κορακίδου-Μακρίδου ν. Δήμου Πάφου, Προσφυγή 996/96 της 30/3/99, όπου κρίθηκε ότι η έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών για την εκτέλεση εργασιών σε διατηρητέα οικοδομή και η έκδοση πολεοδομικής άδειας για την εκτέλεση των εργασιών, αποτελούν συναφείς διοικητικές πράξεις άνκαι εκδίδονται από διαφορετικά νομοθετικά όργανα με βάση διαφορετικές νομοθετικές διατάξεις. Σύμφωνα με το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης “οι δύο πράξεις είναι αυτοτελείς και εκτελεστές και μπορούν να προσβληθούν χωριστά”.  Η δυνητική ικανότητα της ξεχωριστής προσβολής τους δεν επιβάλλει τη ξεχωριστή προσβολή τους αλλά επιτρέπει τη συμπροσβολή τους.

Αντίθετα οι εφεσίβλητοι αναφέρθηκαν ότι οι δύο διοικητικές πράξεις είναι αυτοτελείς και υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση.

Το θέμα της συνάφειας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων διοικητικών αποφάσεων εξετάστηκε στην υπόθεση Συμεωνίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, όπου αφού αναφέρθηκε ότι δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι οι δύο σχετικές αποφάσεις αποτελούσαν ξεχωριστές και αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, τονίστηκε ότι,

“Συνάφεια υπάρχει όταν η μία πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία.  (Βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, σ. 274).” (Ίδε επίσης Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 379).

Έχουμε εξετάσει το θέμα και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δύο πράξεις είναι συναφείς. Ανεξάρτητα από το ότι οι δύο άδειες εκδίδονται από διαφορετικά διοικητικά όργανα σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και ανεξάρτητα από το ότι η Δημοτική αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να εκδώσει άδεια οικοδομής επειδή έχει ήδη εκδοθεί πολεοδομική άδεια, υπάρχουν μεταξύ των δύο πράξεων τα συνθετικά εκείνα στοιχεία τα οποία τις καθιστούν ως συναφείς. Σύμφωνα με την Ελληνική νομολογία συναφείς μπορούν να θεωρηθούν όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις [*493]όταν για παράδειγμα η μία πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης. (Σ.τ.Ε. 1821/53).

Η έκδοση της άδειας οικοδομής προϋποθέτει την ύπαρξη πολεοδομικής άδειας. Η διακριτική ευχέρεια που έχει η Δημοτική Αρχή να εκδώσει άδεια οικοδομής παρά την αρνητική στάση της Πολεοδομικής Αρχής, δεν εξουδετερώνει τη συνάφεια που έχουν οι δύο πράξεις μεταξύ τους, αφού προτού η Δημοτική Αρχή εξετάσει αν θα εκδώσει άδεια οικοδομής, θα πρέπει να έχει τις θέσεις της Πολεοδομικής Αρχής.

Στην υπόθεση Ζαντή ν. Επάρχου Λευκωσίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4841, ο αιτητής προσέβαλε την ορθότητα της άδειας οικοδομής ισχυριζόμενος ότι περιείχε απαράδεκτους πολεοδομικούς όρους και ότι η πολεοδομική άδεια ενείχε χαρακτήρα προπαρασκευαστικής πράξης, η επικύρωση της οποίας υπαγόταν στον έλεγχο της αρχής για την έκδοση άδειας οικοδομής.

Το Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι η πιο πάνω εισήγηση εστερείτο παντελώς ερείσματος, προχώρησε να σημειώσει ότι,

“Η πολεοδομική άδεια συνιστά αυτοτελή πράξη, εκτελεστή σ’ όλη την έκταση της, καθοριστική για τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη να προβεί σε ανάπτυξη της γης στην οποία αναφέρεται. (Για τα χαρακτηριστικά και συνέπειες προπαρασκευαστικών πράξεων βλ. Τσάτσου - Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 124 κ.ε., Στασινόπουλου - Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 123 κ.ε., και Frangos & Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 53).  Η πολεοδομική άδεια αποτελεί το θεμέλιο, την προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης για την παροχή άδειας οικοδομής.  Χωρίς το θεμέλιο αυτό δεν παρέχεται εξουσία στην αρμόδια, βάσει του Κεφ. 96, αρχή να εξετάσει τη δυνατότητα παροχής άδειας οικοδομής. Ο κάτοχος πολεοδομικής άδειας ο οποίος απευθύνεται για άδεια οικοδομής, δεσμεύεται εκ προοιμίου από αυτή εφόσο αυτό τούτο το δικαίωμα του για ανάπτυξη στοιχειοθετείται από τους όρους της. Η άδεια οικοδομής ορθά χαρακτηρίζεται ως άδεια για την εκτέλεση των εγκριθέντων με την πολεοδομική άδεια έργων. Η εξουσία της αρμόδιας αρχής περιορίζεται ουσιαστικά στον καθορισμό των όρων της εκτέλεσης.”

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η έκδοση της άδειας οικοδομής μπορεί να θεωρηθεί ως συναφής με την έκδοση της πολεοδομικής άδειας και να προσβληθεί με το ίδιο δικόγραφο.

[*494](γ)         Η Έφεση 3042 υπό της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω                           (α) Υπουργικού Συμβουλίου, (β) Επαρχιακού Λειτουργού Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ν. Αντρούλας Βασιλείου

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι (i) η εφεσίβλητη δεν έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της έκδοσης πολεοδομικής άδειας στο ενδιαφερόμενο μέρος και ότι (ii) η σχετική απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής λήφθηκε νόμιμα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου του περί Προστασίας της Παραλίας Νόμου, Κεφ. 59.

(i) Το έννομο συμφέρον της εφεσίβλητης

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ερώτημα αν η εφεσίβλητη έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τις δύο επίδικες αποφάσεις δεν ηγέρθη πρωτόδικα. Όμως το Δικαστήριο έχει το δικαίωμα να εξετάσει το θέμα αυτεπάγγελτα.

Στην παρούσα περίπτωση η ακίνητη περιουσία της εφεσίβλητης εφαπτόταν του υπό εκμετάλλευση κτήματος του ενδιαφερόμενου μέρους, σε βαθμό που η εφεσίβλητη να θεωρείται ως “περίοικος”. Η νομιμοποίηση του περιοίκου να αμφισβητήσει την εγκυρότητα μιας άδειας για ανάπτυξη γειτονικού του τεμαχίου αναγνωρίστηκε σε αριθμό υποθέσεων. Χαρακτηριστικά στην υπόθεση Thanos Club Hotels Ltd. v. ΕΤΕΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 323, τονίστηκε ότι,

“Νομιμοποίηση θα μπορούσε να υπάρξει μόνο όπου κάποιος έχει την ιδιότητα περιοίκου - που σημαίνει αμεσότητα λόγω εγγύτητας χώρου - οπότε, όπως και στη Σοφούλλα Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, το περιβάλλον εξετάζεται υπό την σκοπιά του συμφέροντος του προσφεύγοντος για την προστασία των όρων διαβίωσης του στη συγκεκριμένη περιοχή και των περιουσιακών του δικαιωμάτων στο βαθμό που επηρεάζονται από την επίδικη πράξη.”

Στην παρούσα περίπτωση η εφεσίβλητη εμπίπτει μέσα στην έννοια του “περιοίκου” αφού η ακίνητη ιδιοκτησία της εφάπτεται του κτήματος του ενδιαφερόμενου μέρους. Η δοθείσα άδεια για την ανάπτυξη της ακίνητης ιδιοκτησίας του ενδιαφερόμενου μέρους μέσα στα πλαίσια της ζώνης της παραλίας που έχει κηρυχθεί σαν προστατευόμενη περιοχή επηρεάζει το έννομο συμφέρον της εφεσίβλητης. Συνακόλουθα βρίσκουμε ότι η εφεσίβλητη έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την ορθότητα των προσβαλλόμενων πράξεων.

[*495](ii)         Η σχετική απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής λήφθηκε νόμιμα

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα στοιχεία που πρόβαλε η Πολεοδομική Αρχή για τη χορήγηση χαλάρωσης δεν καθιστούσαν την περίπτωση αυτή σαν “εξαιρετική” και ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την έγκριση της χαλάρωσης δεν περιέχει κανένα γεγονός δημοσίου συμφέροντος, όπως απαιτεί το άρθρο 26(3) του Νόμου 90/72.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις πρόνοιες του άρθρου 26(3) του Νόμου 90/72 είναι λανθασμένη γιατί στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Προστασίας της Παραλίας Νόμου, Κεφ. 59.  Επιπρόσθετα οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούν σαν εξαιρετική περίπτωση, με τα απαραίτητα γεγονότα που αποδεικνύουν την ικανοποίηση του δημόσιου συμφέροντος.

Η αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής βασίστηκε στις πρόνοιες του άρθρου 26(3) του Νόμου 90/72 φαίνεται ότι αποτελεί μια λανθασμένη παραπομπή που δεν επηρεάζει την ουσία της απόφασης, αφού η εγκυρότητα της επίδικης απόφασης εξετάζεται μέσα στα πλαίσια των προνοιών του άρθρου 5Α του περί Προστασίας της Παραλίας Νόμου αρ. 8/72.  Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το κείμενο της πιο πάνω παραγράφου:

“5Α.(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται, τη αιτήσει αρμοδίας αρχής ή άλλως, επί τω τέλει προστασίας ή διατηρήσεως του χαρακτήρος και ανέσεων οιασδήποτε παραλίας, ή της δημοσίας χρήσεως και απολαύσεως ταύτης ή της υπό του κοινού προσεγγίσεως της, δια Γνωστοποιήσεως δημοσιευομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, να καθορίζη οιανδήποτε περιοχήν της παραλίας ή εφαπτομένην της παραλίας, εντός της οποίας ουδεμία οικοδομή οιουδήποτε είδους θα ανεγείρεται.

(2) Ανεξαρτήτως παντός εν τω περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμω διαλαμβανομένου, από της δημοσιεύσεως Γνωστοποιήσεως δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, και μετά ταύτην, ουδεμία άδεια διά την ανέγερσιν οιασδήποτε οικοδομής εντός της περιοχής της καθορισθείσης εν τη Γνωστοποιήσει, δυνάμει του ρηθέντος Νόμου, θα εκδίδηται υπό της αρμοδίας αρχής:

[*496]Νοείται ότι εάν εις οιανδήποτε εξαιρετικήν περίπτωσιν η αρμοδία αρχή ικανοποιηθή ότι το δημόσιον συμφέρον απαιτεί την έκδοσιν αδείας δι’ ανέγερσιν οικοδομής, δύναται να υποβάλη την τοιαύτην περίπτωσιν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον, το οποίον, κατόπιν μελέτης αυτής δύναται, κατά την απόλυτον κρίσιν του, να εξουσιοδοτήση την αρμοδίαν αρχήν όπως, ανεξαρτήτως της ως είρηται δημοσιευθείσης Γνωστοποιήσεως, εκδώση τοιαύτην άδειαν και υπό τοιούτους όρους ως το Υπουργικόν Συμβούλιον θα θεωρήση σκόπιμον.”

Η σχετική απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής για την εξέταση της αίτησης για χαλάρωση περιορίζεται στην πιο κάτω σημείωση:

“Η Επιτροπή μελέτησε το Σημείωμα αρ. 18/37 του Υπουργείου Εσωτερικών, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 5Α(2) του περί Προστασίας της Παραλίας Νόμου, να εγκρίνει χαλάρωση ώστε μέρος της κυρίως οικοδομής να επεμβαίνει στη Ζώνη Προστασίας της Παραλίας, όχι πέραν της γραμμής που δείχνεται με κίτρινο χρώμα στο σχέδιο που επισυνάπτεται ως Παράρτημα Β στο πιο πάνω Σημείωμα.

Περαιτέρω η Επιτροπή εξουσιοδότησε την Πολεοδομική Αρχή να προβεί στην έκδοση της αιτηθείσας άδειας με τους αναγκαίους όρους συμπεριλαμβανομένου και όρου για παραχώρηση δημοσίου χώρου πρασίνου ποσοστού 10% κατά μήκος του γκρεμού.”

Πρέπει να τονισθεί ότι το πιο πάνω αναφερόμενο Σημείωμα 18/37 δεν περιλαμβάνει στοιχεία που θα καθιστούσαν την περίπτωση σαν εξαιρετική και στοιχεία που θα δικαιολογούσαν την επίκληση του δημόσιου συμφέροντος. Η εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου των εφεσειόντων κατά τη διάρκεια της αγόρευσης του στο Δικαστήριο ότι η ύπαρξη του δημόσιου συμφέροντος προκύπτει από την υποχρέωση της Δημοκρατίας να καταβάλει αποζημιώσεις σε ένα ιδιοκτήτη ακίνητης περιουσίας που χάνει το δικαίωμα εκμετάλλευσης της περιουσίας του, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Τόσο τα στοιχεία που καθιστούσαν την περίπτωση σαν εξαιρετική όσο και οι λόγοι που θα δικαιολογούσαν την επίκληση του δημόσιου συμφέροντος έπρεπε να υπάρχουν στα σχετικά έγγραφα που έχουν καταχωρηθεί για να καθίσταται έτσι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Στην παρούσα περίπτωση η απουσία των πιο πάνω στοιχείων ορθά οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο εύρημα ότι δεν τη[*497]ρήθηκαν οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες.

Συνακόλουθα η Αναθεωρητική Έφεση 3035 γίνεται αποδεκτή ενώ η Αναθεωρητική Έφεση 3042 απορρίπτεται. Η Προσφυγή 918/97 γίνεται αποδεκτή. Οι επίδικες αποφάσεις της 27/8/97 (έκδοση πολεοδομικής άδειας) και 27/8/97 (έκδοση οικοδομικής άδειας) ακυρώνονται.

Εκδίδεται διάταγμα καταβολής των εξόδων των επιτυχόντων διαδίκων τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

H έφεση 3035 επιτυγχάνει με έξοδα. H έφεση 3042 απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο