Κυπριακή Δημοκρατία ν. Kυριάκου Νικοδήμου (2002) 3 ΑΑΔ 504

(2002) 3 ΑΑΔ 504

[*504]19 Ιουλίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

v.

ΚΥΡΙAΚΟΥ ΝΙΚΟΔHΜΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2997)

 

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Υποχρέωση εγγραφής στο μητρώο Φ.Π.Α. ― Αυτεπάγγελτη εγγραφή από τον Έφορο ― Πορίσματα Εφόρου μετά από έρευνα, ως προς τον επιβλητέο φόρο ― Εύλογα υπό τις περιστάσεις.

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Οικονομικών ― Τεκμήριο νομιμότητας ως προς τη λήψη υπόψη όλων των σχετικών στοιχείων.

Η Εφεσείουσα Δημοκρατία προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, βάσει της οποίας η Ένσταση του Εφεσίβλητου κατά της απόφασης του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, είχε απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Σύμφωνα με το Άρθρο 13(1)(α)(ι) του Νόμου, κάθε πρόσωπο που πραγματοποιεί φορολογητέες παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών, οφείλει να εγγραφεί μετά το τέλος οποιασδήποτε φορολογικής περιόδου αν η αξία των φορολογητέων παραδόσεων αγαθών ή υπηρεσιών που έχει πραγματοποιήσει κατά τη διάρκεια της εν λόγω φορολογικής περιόδου έχει υπερβεί το ποσό των £3.000,-.  Σύμφωνα δε με το Άρθρο 14(1) του Νόμου κάθε πρόσωπο το οποίο με βάση το Άρθρο 13(1) υποχρεούται να εγγραφεί [*505]μετά το τέλος φορολογικής περιόδου, οφείλει να ειδοποιήσει τον Έφορο για την υποχρέωση του αυτή το αργότερο μέσα σε τριάντα μέρες και ο Έφορος προβαίνει στην εγγραφή του είτε έχει ειδοποιηθεί από το πρόσωπο αυτό είτε όχι. 

     Η έρευνα που έγινε για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο εφεσίβλητος ήταν πρόσωπο υποκείμενο σε εγγραφή ήταν λεπτομερής και κάλυψε ένα ευρύ φάσμα στοιχείων.  Η μεθοδολογία της έρευνας ήταν η καλύτερη που προσφερόταν υπό τις περιστάσεις.  Οι καταχωρήσεις στο βιβλίο του εφεσίβλητου διαπιστώθηκε ότι ήσαν ελλειπείς και δεν ταυτίζονταν με τα στοιχεία που τηρούσαν οι εξεταστές της Αρχής Αδειών.  Με βάση τα στοιχεία του βιβλίου του εφεσίβλητου και τα στοιχεία που προέκυψαν από την περαιτέρω έρευνα του Εφόρου έγινε ο υπολογισμός των εισοδημάτων του εφεσίβλητου κατά την κρίσιμη περίοδο.  Η κατάληξη του Εφόρου ότι παραδίδοντο από τον εφεσίβλητο 20 μαθήματα κατά μαθητή ήταν εύλογη.  Η διακρίβωση των γεγονότων ήταν πλήρης και η αξιολόγηση τους ορθή.  Βασίσθηκε τόσο στις παραδοχές του ίδιου του εφεσίβλητου ως προς τον αριθμό των μαθημάτων που παρέδιδε σε κάθε μαθητή όσο και από τα στοιχεία που ερεύνησε ο Έφορος και πληροφορίες που πήρε από το Σύνδεσμο Σχολών Εκπαιδευτών Μαθητευομένων Οδηγών Αυτοκινήτου και από το Γραφείο Εξεταστών της Αρχής Αδειών του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.

2.  Είναι η εισήγηση της εφεσείουσας ότι ο Υπουργός είχε ενώπιον του όλα τα αμφισβητούμενα θέματα αφού μαζί με την έκθεση του Λειτουργού υποβλήθηκαν τα πρακτικά της συνάντησης η οποία είχε γίνει στις 8.1.1999 και στα οποία αναγράφετο σαφώς ότι ο εφεσίβλητος αμφισβητούσε τον αριθμό των μαθημάτων που ο ίδιος παρείχε πριν από την εξέταση.

     Σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας περί του αντιθέτου, όλα όσα αφορούσαν την υπόθεση του εφεσίβλητου υπήρχαν στο φάκελο που στάληκε στον Υπουργό με ιδιαίτερη αναφορά στη σύσκεψη. Τεκμαίρεται, επομένως, ότι λήφθηκαν υπόψη από τον Υπουργό. Ο ίδιος ο Υπουργός στην απόφαση του αναφέρει ότι έλαβε υπόψη τα γεγονότα όπως παρουσιάζονται τόσο από την πλευρά του εφεσίβλητου όσο και από την πλευρά της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. Τελικά όλα τα στοιχεία και πρακτικά ήσαν ενώπιον του Υπουργού, τα οποία είχε υπόψη του όταν ελάμβανε την απόφαση.  Στην περίπτωση αυτή λειτουργεί το τεκμήριο της κανονικότητας, ότι ο Υπουργός είχε υπόψη του, όταν ελάμβανε την απόφαση του, κάθε σχετικό στοι[*506]χείο. Το τεκμήριο μάλιστα συνεπικουρείται από το περιεχόμενο της ίδιας της απόφασης του Υπουργού.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Σπανούδη v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 112.

Έφεση.

Έφεση από τους καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 174/98), ημερομηνίας 26/1/2000, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση απόρριψης από τον Yπουργό Oικονομικών της ένστασης την οποία υπέβαλε ο αιτητής κατά της αναδρομικής, από 1/5/94, εγγραφής του στο Mητρώο ΦΠA.

Ε. Αντωνίου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Ευσταθίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας διαπίστωσε, μετά από έρευνα, ότι η αξία των φορολογητέων παροχών υπηρεσιών που πραγματοποίησε ο εφεσίβλητος, ως ιδιοκτήτης σχολής εκπαίδευσης μαθητευομένων οδηγών αυτοκινήτων, επέβαλλε την εγγραφή του στο Μητρώο, δυνάμει του άρθρου 13 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Νόμος 246/90 όπως τροποποιήθηκε). Άσκησε την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 14(1) του Νόμου και ενέγραψε τον εφεσίβλητο αναδρομικά από την 1.5.1994. Πληροφόρησε δε τον εφεσίβλητο περί τούτου καθώς και για το γεγονός της επέλευσης χρηματικών κυρώσεων δυνάμει του άρθρου 21Α του Νόμου. Ο εφεσίβλητος υπέβαλε ένσταση στον Υπουργό Οικονομικών. Η ένσταση του απορρίφθηκε και ο εφεσίβλητος κατεχώρησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την επίδικη απόφαση για δύο λόγους. Πρώτον γιατί ο υπολογισμός από τον Έφορο του αριθμού των μαθημάτων που παρέδιδε ο εφεσίβλητος σε κάθε μαθητευόμενο οδηγό (υπολογίσθηκε σε 20 μαθήματα) ήταν αυθαίρετος αφού στο διοι[*507]κητικό φάκελο δεν υπήρχε καμιά εξήγηση ή η βάση του σκεπτικού για την κατάληξη αυτή και δεύτερο γιατί στην Έκθεση που υποβλήθηκε στον Υπουργό Οικονομικών δεν περιλαμβάνετο στα αμφισβητούμενα σημεία ο αριθμός των μαθημάτων και ως εκ τούτου υπήρχε πιθανότητα ο Υπουργός να μην εξέτασε τέτοιο ζήτημα.

Η εφεσείουσα (Κυπριακή Δημοκρατία), με την παρούσα έφεση, προσβάλλει και τα δύο πιο πάνω ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως λανθασμένα, με δύο σχετικούς λόγους έφεσης.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει εξήγηση στο διοικητικό φάκελο για τον υπολογισμό των 20 μαθημάτων κατά μαθητή ούτε η βάση στην οποία στηρίχθηκε. Προφανώς ο πρωτόδικος Δικαστής δεν θεώρησε ως δέουσα την έρευνα του Εφόρου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. Λευκωσίας διεξήγαγε ευρεία έρευνα για να διαπιστωθεί ο κύκλος εργασιών των σχολών εκπαίδευσης μαθητευομένων οδηγών αυτοκινήτου. Για τους σκοπούς της έρευνας ο Έφορος πήρε πληροφορίες από το Σύνδεσμο Εκπαιδευτών Μαθητευομένων Οδηγών Αυτοκινήτου και από το Γραφείο Εξεταστών της Αρχής Αδειών του Τμήματος Οδικών Μεταφορών. Από την έρευνα προέκυψαν τα ακόλουθα:-

(α)       Ότι η σχολή του εφεσίβλητου διαθέτει τρία εκπαιδευτικά αυτοκίνητα,

(β)       ότι παρέδιδαν μαθήματα τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγος του,

(γ)        ότι οι μαθητευόμενοι, σύμφωνα με τον ίδιο τον εφεσίβλητο εχρειάζοντο, ανάλογα με την ηλικία τους και την επαφή που είχαν προγενέστερα με το οδήγημα αυτοκινήτου, μαθήματα που ανήρχοντο μέχρι και 40. (Νεαροί αρχάριοι 20-30 μαθήματα και άτομα μεγάλης ηλικίας 40 μαθήματα), και

(δ)       ο εφεσίβλητος δεν καταχωρούσε στα βιβλία που τηρούσε όλα τα μαθήματα που παρέδιδε. Από τη σύγκριση των στοιχείων που ο εφεσίβλητος παρουσίασε προς τα στοιχεία των εξεταστών της Αρχής Αδειών προέκυψε ότι ο εφεσίβλητος δεν καταχωρούσε στα βιβλία του όλα τα μαθήματα που παρέδιδε.  Διαπιστώθηκε ότι μαθητές του εφεσίβλητου που είχαν δώσει εξετάσεις για απόκτηση άδειας οδηγού δεν ήσαν καταχωρημέ[*508]νοι στα βιβλία του εφεσίβλητου. Ζητήθηκε από τον εφεσίβλητο να προσκομίσει οποιαδήποτε στοιχεία που θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν το αποτέλεσμα αλλά ο τελευταίος παρέλειψε να παρουσιάσει οτιδήποτε.

Από την έκθεση του λειτουργού που διενήργησε την έρευνα προκύπτει ότι ο ίδιος ο εφεσίβλητος παραδέχεται ότι ο αριθμός των μαθημάτων εκυμαίνετο μεταξύ 8-40 για κάθε μαθητή, ανάλογα με την κατηγορία. Ανέφερε ότι για νεαρά άτομα-στρατιώτες που είχαν κάποια επαφή με την οδήγηση απαιτούντο τουλάχιστον 8 μαθήματα. Για άλλα νεαρά άτομα που δεν είχαν προηγούμενη επαφή 20-30 μαθήματα και για άτομα προχωρημένης ηλικίας 40 μαθήματα.

Πέραν των πιο πάνω ο λειτουργός διαπίστωσε ότι ο εφεσίβλητος δεν τηρούσε τα αναγκαία βιβλία και εκεί που υπήρχαν ήσαν ανακριβή, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω.

Σύμφωνα με το άρθρο 13(1)(α)(ι) του Νόμου κάθε πρόσωπο που πραγματοποιεί φορολογητέες παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών οφείλει να εγγραφεί μετά το τέλος οποιασδήποτε φορολογικής περιόδου αν η αξία των φορολογητέων παραδόσεων αγαθών ή υπηρεσιών που έχει πραγματοποιήσει κατά τη διάρκεια της εν λόγω φορολογικής περιόδου έχει υπερβεί το ποσό των £3.000,-. Σύμφωνα δε με το άρθρο 14(1) του Νόμου κάθε πρόσωπο το οποίο με βάση το άρθρο 13(1) υποχρεούται να εγγραφεί μετά το τέλος φορολογικής περιόδου οφείλει να ειδοποιήσει τον Έφορο για την υποχρέωση του αυτή το αργότερο μέσα σε τριάντα μέρες και ο Έφορος προβαίνει στην εγγραφή του είτε έχει ειδοποιηθεί από το πρόσωπο αυτό είτε όχι.  Τέλος το άρθρο 21Α του Νόμου προβλέπει τις κυρώσεις που ο Έφορος έχει εξουσία να επιβάλλει κατά των παραβατών των πιο πάνω διατάξεων.

Η έρευνα που έγινε για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο εφεσίβλητος ήταν πρόσωπο υποκείμενο σε εγγραφή ήταν λεπτομερής και κάλυψε ένα ευρύ φάσμα στοιχείων. Η μεθοδολογία της έρευνας ήταν η καλύτερη που προσφερόταν υπό τις περιστάσεις. Οι καταχωρήσεις στο βιβλίο του εφεσίβλητου διαπιστώθηκε ότι ήσαν ελλειπείς και δεν ταυτίζονταν με τα στοιχεία που τηρούσαν οι εξεταστές της Αρχής Αδειών. Με βάση τα στοιχεία του βιβλίου του εφεσίβλητου και τα στοιχεία που προέκυψαν από την περαιτέρω έρευνα του Εφόρου έγινε ο υπολογισμός των εισοδημάτων του εφεσίβλητου κατά την κρίσιμη περίοδο. Η κατάληξη του Εφόρου ότι παραδίδοντο από τον εφεσίβλητο 20 μαθήματα κατά μαθητή [*509]ήταν εύλογη. Η διακρίβωση των γεγονότων ήταν πλήρης και η αξιολόγηση τους ορθή. Βασίσθηκε τόσο στις παραδοχές του ίδιου του εφεσίβλητου ως προς τον αριθμό των μαθημάτων που παρέδιδε σε κάθε μαθητή όσο και από τα στοιχεία που ερεύνησε ο Έφορος και πληροφορίες που πήρε από το Σύνδεσμο Σχολών Εκπαιδευτών Μαθητευομένων Οδηγών Αυτοκινήτου και από το Γραφείο Εξεταστών της Αρχής Αδειών του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.

Έπεται ότι ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί.

Και ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί.

Είναι η εισήγηση της εφεσείουσας ότι ο Υπουργός είχε ενώπιον του όλα τα αμφισβητούμενα θέματα αφού μαζί με την έκθεση του Λειτουργού υποβλήθηκαν τα πρακτικά της συνάντησης η οποία είχε γίνει στις 8.1.1999 και στα οποία αναγράφετο σαφώς ότι ο εφεσίβλητος αμφισβητούσε τον αριθμό των μαθημάτων που ο ίδιος παρείχε πριν από την εξέταση.

Σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας περί του αντιθέτου, όλα όσα αφορούσαν την υπόθεση του εφεσίβλητου υπήρχαν στο φάκελο που στάληκε στον Υπουργό με ιδιαίτερη αναφορά στη σύσκεψη. Τεκμαίρεται, επομένως, ότι λήφθηκαν υπόψη από τον Υπουργό. Ο ίδιος ο Υπουργός στην απόφαση του αναφέρει ότι έλαβε υπόψη τα γεγονότα όπως παρουσιάζονται τόσο από την πλευρά του εφεσίβλητου όσο και από την πλευρά της Υπηρεσίας Φ.Π.Α.  Τελικά όλα τα στοιχεία και πρακτικά ήσαν ενώπιον του Υπουργού τα οποία είχε υπόψη του όταν ελάμβανε την απόφαση. Στην περίπτωση αυτή λειτουργεί το τεκμήριο της κανονικότητας, ότι ο Υπουργός είχε υπόψη του, όταν ελάμβανε την απόφαση του, κάθε σχετικό στοιχείο. Το τεκμήριο μάλιστα συνεπικουρείται από το περιεχόμενο της ίδιας της απόφασης του Υπουργού. (Βλέπε: Δ. Χ. Σπανούδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 112).

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο