Ηρακλείδης Γεώργιος, διαχειριστής της περουσίας τηςαποβιωσάσης Σοφίας Γεωργιάδη και Άλλοι ν. ΚυπριακήςΔημοκρατίας και Άλλου (2002) 3 ΑΑΔ 518

(2002) 3 ΑΑΔ 518

[*518]19 Ιουλίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΣΟΦIA ΧΡ. ΓΕΩΡΓΙAΔΗ ΚΑΙ AΛΛOI,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

(Α)       ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

(Β)       ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ ΟΡΟΚΛΙΝΗΣ,

Εφεσιβλήτωv-Καθ’ ων η αίτηση.

 

ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙHΘΗ ΔΥΝAΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜAΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΩΤAΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡIΟΥ ΗΜΕΡ. 11/1/99 ΚΑΙ 8/4/02:

1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΗΡΑΚΛΕIΔΗΣ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤHΣ

    ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣIAΣ ΤΗΣ ΑΠ. ΣΟΦIAΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ

    ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

(Α)       ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

(Β)       ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ ΟΡΟΚΛΙΝΗΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2979)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Σε δημοσιευτέες πράξεις η προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση ― Η δημοσίευση πρέπει να είναι κατάλληλη ― Υπό τις περιστάσεις δεν ήταν.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Ανάκλησή της ― Πότε είναι νόμιμα [*519]επιτρεπτή ― Εφόσον είχε επέλθει συμφωνία ως προς την καταβλητέα αποζημίωση, η ανάκληση που ακολούθησε ήταν καταχρηστική.

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την απόφαση των εφεσιβλήτων να ανακαλέσουν το Διάταγμα απαλλοτρίωσης του ακινήτου τους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Γενικός κανόνας, όπως αβίαστα εξάγεται από το κείμενο του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος, είναι ότι η αποτρεπτική προθεσμία των 75 ημερών αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης, ανεξάρτητα αν η απόφαση ή η πράξη περιήλθε πράγματι σε γνώση του ενδιαφερομένου.

     H ίδια αρχή επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Pissas v. The Electricity Authority of Cyprus (No. 1) (1966) 3 C.L.R. 634. Tονίσθηκε όμως ότι η δημοσίευση θα πρέπει να είναι η κατάλληλη.  Κρίθηκε εκεί ότι η, χωρίς αναφορά στο όνομα του ιδιοκτήτη, δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ικανοποιητική για τους σκοπούς έναρξης της προθεσμίας του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος. Ενόψει των πιο πάνω θέσεων της νομολογίας, η επί του θέματος θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.  Έπεται ότι η αντέφεση και ο λόγος που τη στοιχειοθετεί είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται.

2.  Η εξουσία ανάκλησης απαλλοτρίωσης από την Απαλλοτριούσα Αρχή με βάση το Άρθρο 7(1) δεν είναι απόλυτη αλλά διακριτική.  Η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται κατά τρόπο ορθό, λαμβανομένων υπόψη του πνεύματος του νόμου και των προϋποθέσεων που θέτουν οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.

     Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την ερμηνεία του Άρθρου 7(1) του νόμου, ανατρέχει στις νομολογημένες αρχές του ελληνικού διοικητικού δικαίου. Σύμφωνα με γενική αρχή του ελληνικού διοικητικού δικαίου, απαγορεύεται η ανάκληση της απαλλοτρίωσης μετά τη συμπλήρωση της σχετικής διαδικασίας με διευθέτηση, γιατί δημιουργείται νομική κατάσταση δικαιωμάτων του διοικούμενου η οποία ανατρέπεται και θίγονται τα δικαιώματα αυτά με τη μονομερή πράξη της ανάκλησης.

     Περαιτέρω η ανάκληση απαλλοτρίωσης, η οποία αποσκοπεί στην καταστρατήγηση δικαστικής διαδικασίας για την επιδίκαση απο[*520]ζημίωσης, συνιστά κατάχρηση εξουσίας ως επίσης και ανάκληση η οποία γίνεται αποκλειστικά για το οικονομικό συμφέρον της Απαλλοτριούσας Αρχής.

     To πρωτόδικο Δικαστήριο κατηύθηνε την προσοχή του μόνο στις γενικές αρχές που ισχύουν στην ανάκληση νόμιμης διοικητικής πράξης, χωρίς να ενδιατρίψει στα ιδιαίτερα γεγονότα και τις περιστάσεις της υπόθεσης.

     Στην παρούσα υπόθεση μετά τη δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης επήλθε τελική διευθέτηση (settlement) με την γραπτή αποδοχή, ημερομηνίας 11.11.1993, από τους εφεσείοντες της προσφοράς αποζημίωσης της απαλλοτριούσας Αρχής.  Η τελευταία αρνήθηκε να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αποζημίωση και οι εφεσείοντες ήγειραν στο Επαρχιακό Δικαστήριο πολιτική αγωγή, δικαίωμα το οποίο αναγνωρίσθηκε από το Εφετείο.

     Οι εφεσίβλητοι δημοσίευσαν την πρώτη ανάκληση της απαλλοτρίωσης, η οποία ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 610/94, στις 27.4.94, 20 μήνες μετά τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και 6 σχεδόν μήνες μετά την επελθούσα στις 11.11.93 διευθέτηση της αποζημίωσης.  Μετά την ακυρωτική απόφαση επακολούθησε η νέα επίδικη ανάκληση 5 σχεδόν χρόνια μετά τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και 3½ χρόνια μετά τη διευθέτηση της αποζημίωσης.

     Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω καθώς και τη νομολογία επί του θέματος, το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι άσκησαν τη διακριτική τους εξουσία εκτός των ορίων της χρηστής διοίκησης και καταχρηστικά, παραβιάζοντας ουσιαστικά τη σχετική διάταξη του νόμου.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Hjigregoriou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 163,

Pissas v. Electricity Authority of Cyprus (No.1) (1966) 3 C.L.R. 634,

Bakkaliaou v. Municipality of Famagusta (1969) 3 C.L.R. 19,

R. St. Estates Limited v. Δήμου Λευκωσίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 121,

[*521]Συμβούλιο Βελτιώσεως Ορόκλινης v. Σοφίας Χρ. Γεωργιάδη κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 335,

Michaelides v. Attorney-General of the Republic (1984) 3 C.L.R. 1596,

Vayianos a.ο. v. Municipality of Larnaca (1988) 3 C.L.R. 1386.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 1000/97), ημερομηνίας 3/12/99, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά του διατάγματος ανάκλησης της απαλλοτρίωσης τεμαχίων τους στο χωριό Oρόκλινη της Eπαρχίας Λάρνακας το οποίο δημοσιεύτηκε στην Eπίσημη Eφημερίδα της Δημοκρατίας στις 16/5/97.

Αντέφεση από τους καθ’ ων η αίτηση κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η προδικαστική ένστασή τους περί του εκπροθέσμου της προσφυγής.

Γ. Τριανταφυλλίδης, προσωπικά και εκ μέρους του Μ. Χ''Χριστοφή, για τους Εφεσείοντες.

Α. Κουμής, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η αίτηση 2.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες αριθμού τεμαχίων γης στο χωριό Ορόκλινη της Επαρχίας Λάρνακας. Τα τεμάχια αυτά απαλλοτριώθηκαν από τους εφεσίβλητους (Κοινοτικό Συμβούλιο Ορόκλινης) (όπως έχει τροποποιηθεί ο τίτλος της έφεσης, δυνάμει διατάγματος του Αναθεωρητικού Εφετείου ημερ. 8.4.2002) με διάταγμα απαλλοτρίωσης υπ’ αρ. 2068 ημερομηνίας 31.12.1992. Προηγήθηκε γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης υπ’ αρ. 1571, ημερομηνίας 25.9.1992.

Στις 11.11.1993 οι εφεσείοντες αποδέχθηκαν εγγράφως το ποσό που πρόσφεραν οι εφεσίβλητοι ως αποζημίωση για την απαλλοτρίωση. Παρά ταύτα παρέλειψαν να το καταβάλουν στους εφεσείοντες οι οποίοι τελικά καταχώρησαν στις 8.3.1994 αγωγή στο Επαρχιακό Δι[*522]καστήριο Λάρνακας αξιώνοντας την πληρωμή του.

Στις 27.5.1994 οι εφεσίβλητοι δημοσίευσαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας διάταγμα ανάκλησης της απαλλοτρίωσης γιατί, όπως αναφερόταν, η απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας κρινόταν πλέον ως μη αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφελείας που είχαν καθορισθεί στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και λόγω του ότι η αποζημίωση δεν είχε ακόμα καταβληθεί. Οι εφεσείοντες πληροφορήθηκαν για την ανάκληση λίγες μέρες αργότερα, στις 3.6.1994 δι’ επιστολής του Διευθυντή του Κτηματολογίου. Οι εφεσείοντες προσέβαλαν το διάταγμα ανάκλησης με την προσφυγή υπ’ αρ. 610/94. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 26.6.1996 ακύρωσε το διάταγμα ανάκλησης λόγω κακής σύνθεσης του συλλογικού οργάνου αφ’ ενός και έλλειψης αιτιολογίας αφ’ ετέρου.

Οι εφεσίβλητοι, προφανώς μετά από επανεξέταση, ενόψει της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δημοσίευσαν στις 16.5.1997, τρία σχεδόν χρόνια αργότερα, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας νέο διάταγμα ανάκλησης της απαλλοτρίωσης για τους ίδιους ακριβώς λόγους όπως και το προηγούμενο διάταγμα.

Στις 23.10.1997 οι εφεσίβλητοι απέστειλαν επιστολή στους εφεσείοντες με την οποία εκαλούντο να δηλώσουν αν θα απέσυραν την αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ενόψει του διατάγματος ανάκλησης της απαλλοτρίωσης της 16.5.1997.

Οι εφεσείοντες πληροφορηθέντες για πρώτη φορά για το διάταγμα ανάκλησης με την πιο πάνω επιστολή, καταχώρησαν την επίδικη προσφυγή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο με την οποία ζητούσαν την ακύρωση της ανάκλησης.  Ως νομικό λόγο ακύρωσης πρόβαλαν την πλάνη περί το νόμο και καταχρηστική εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 7(1) των περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμων 1962 έως 1992. Οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν με τη γραπτή τους ένσταση την προδικαστική ένσταση του εκπροθέσμου της προσφυγής.

Ο συνάδελφος που εξεδίκασε την προσφυγή σε πρώτο βαθμό απέρριψε την προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων. Προχώρησε όμως και στην απόρριψη της προσφυγής καταλήγοντας στα εξής:-

“Δεν μπορώ να δω με ποιό τρόπο μπορεί να θεωρηθεί ότι η ενέργεια των καθ’ ων η αίτηση ήταν καταχρηστική.  Το άρθρο [*523]7 παρέχει δικαίωμα στην απαλλοτριούσα αρχή να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση καθ’ οιονδήποτε χρόνο πριν την πληρωμή της αποζημίωσης. Δεν θεωρώ ότι η περίοδος που διέρρευσε είναι παράγοντας που μπορεί να επενεργήσει ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν με αυθαίρετο τρόπο. Οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κατά τρόπο απόλυτα νόμιμο και όπως είχαν δικαίωμα ανακάλεσαν την απαλλοτρίωση πριν την καταβολή των αποζημιώσεων.”

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε από τους εφεσείοντες η παρούσα έφεση με ένα και μόνο λόγο. Προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη απόφαση ανάκλησης είναι νόμιμη και/ή ότι οι εφεσίβλητοι είχαν το δικαίωμα να ανακαλέσουν την απαλλοτρίωση.

Με την αντέφεση τους οι εφεσίβλητοι προσβάλλουν ως εσφαλμένη την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της προδικαστικής ένστασης τους περί του εκπροθέσμου της προσφυγής.

Θεωρούμε, στο παρόν στάδιο, ορθότερο, να εξετάσουμε πρώτα την αντέφεση των εφεσιβλήτων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προβαίνει σε ευρεία ανασκόπηση της νομολογίας επί του θέματος κατέληξε ως εξής:-

“Στην παρούσα υπόθεση η ανάκληση της απαλλοτρίωσης έγινε με τη γνωστοποίηση αρ. 455, ημερ. 21.4.1997, που δημοσιεύτηκε στο Τρίτο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας υπ’ αρ. 3149 της 16.5.1997. Στην ανάκληση γίνεται αναφορά στη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης και στα τεμάχια τα οποία είχαν απαλλοτριωθεί. Καμιά αναφορά όμως δεν γίνεται στους ιδιοκτήτες ονομαστικά. Κάτω από τις περιστάσεις θεωρώ ότι η δημοσίευση της ανάκλησης δεν είναι αρκετή για να θέσει σε λειτουργία την προθεσμία του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος.

Δεν μπορεί να επιβληθεί σε κάθε ιδιοκτήτη ακίνητης περιουσίας η υποχρέωση να παρακολουθεί κάθε δημοσίευση απαλλοτρίωσης ή ανάκλησης, ελέγχοντας κάθε φορά τα τεμάχια γης που κατέχει και να πληροφορηθεί αν και ποιά περιουσία του επηρεάζεται.

................................................................................................................................................................................................................

[*524]Στην παρούσα υπόθεση τα πράγματα είναι ακόμα πιο φανερά, αφού στην προηγούμενη ανάκληση της απαλλοτρίωσης οι αιτητές είχαν ειδοποιηθεί με επιστολή του Επαρχιακού Λειτουργού του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.  Είναι λογικό ότι και σ’ αυτή την περίπτωση θα ανέμεναν ότι σε περίπτωση ανάκλησης θα ειδοποιούνταν ανάλογα. Η προδικαστική ένσταση των καθ’ ων η αίτηση απορρίπτεται.”

Γενικός κανόνας, όπως αβίαστα εξάγεται από το κείμενο του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος, είναι ότι η αποτρεπτική προθεσμία των 75 ημερών αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης, ανεξάρτητα αν η απόφαση ή η πράξη περιήλθε πράγματι σε γνώση του ενδιαφερομένου. (Βλέπε: Hjigregoriou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 163).

H ίδια αρχή επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Pissas v. The Electricity Authority of Cyprus (No. 1) (1966) 3 C.L.R. 634. Tονίσθηκε όμως ότι η δημοσίευση θα πρέπει να είναι η κατάλληλη. Κρίθηκε εκεί ότι η, χωρίς αναφορά στο όνομα του ιδιοκτήτη, δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ικανοποιητική για τους σκοπούς έναρξης της προθεσμίας του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος. (Βλέπε επίσης: Bakkaliaou v. The Municipality of Famagusta (1969) 3 C.L.R. 19 και R. St. Estates Limited v. Δήμου Λευκωσίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 121).

Ενόψει των πιο πάνω θέσεων της νομολογίας, θεωρούμε ότι η επί του θέματος θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Έπεται ότι η αντέφεση και ο λόγος που τη στοιχειοθετεί είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται.

Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της επίδικης ανάκλησης του διατάγματος απαλλοτρίωσης έχουν ήδη εκτεθεί πιο πάνω.  Προσθέτουμε μόνο ότι οι εφεσίβλητοι, ως εναγόμενοι στην πολιτική αγωγή αρ. 840/94, που εγέρθηκε από τους εφεσείοντες, με ενδιάμεση αίτηση ζήτησαν την απόρριψη της γιατί, όπως ισχυρίζοντο, το κατάλληλο ένδικο μέσο ήταν η καταχώρηση παραπομπής και όχι πολιτικής αγωγής. Το πρωτόδικο πολιτικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των εφεσιβλήτων, οι οποίοι και κατεχώρησαν πολιτική έφεση. Στην απόφαση του το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση αναφέροντας τα εξής:-

“Οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών, καθώς και οι θεραπείες στις οποίες δικαιούται το υποφέρον από παράβαση τους συμβαλλόμενο μέρος, διέπονται από τους συνήθεις κα[*525]νόνες του ιδιωτικού δικαίου. Ενόψει της συμφωνίας που έγινε αποκλείστηκε οριστικά η δυνατότητα δικαστικού προσδιορισμού της απαλλοτρίωσης με τη διαδικασία παραπομπής. Και ορθά δεν έγινε αποδεκτή η αίτηση.”

(Βλέπε: Συμβούλιο Βελτιώσεως Ορόκλινης ν. Σοφίας Χρ. Γεωργιάδη κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 335).

Η ανάκληση του διατάγματος απαλλοτρίωσης βασίσθηκε στο άρθρο 7(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου 15/62 (όπως τροποποιήθηκε) το οποίο έχει ως εξής:-

“7.-(1) Καθ’ οιονδήποτε χρόνον μετά την δημοσίευσιν γνωστοποιήσεως απαλλοτριώσεως και προ της πληρωμής ή καταθέσεως της αποζημιώσεως ως προβλέπεται εν τω παρόντι Νόμω, η απαλλοτριούσα αρχή δύναται διά διατάγματος δημοσιευομένου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, ν’ ανακαλέση την τοιαύτην γνωστοποίησιν και παν δημοσιευθέν σχετικόν διάταγμα, είτε γενικώς είτε ειδικώς· αναφορικώς προς την εν τούτω αναφερομένην ιδιοκτησίαν ή μέρος ιδιοκτησίας· επί τούτω η επομένη της τοιαύτης γνωστοποιήσεως ή διατάγματος απαλλοτριώσεως διαδικασία ατονεί, και η απαλλοτρίωσις λογίζεται ως εγκαταλειφθείσα είτε γενικώς είτε αναλόγως της περιπτώσεως, αναφορικώς προς την τοιαύτην ειδικήν ιδιοκτησίαν ή μέρος ιδιοκτησίας.”

Η εξουσία ανάκλησης απαλλοτρίωσης από την Απαλλοτριούσα Αρχή με βάση το άρθρο 7(1) δεν είναι απόλυτη αλλά διακριτική. Η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται κατά τρόπο ορθό λαμβανομένων υπόψη του πνεύματος του νόμου και των προϋποθέσεων που θέτουν οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την ερμηνεία του άρθρου 7(1) του νόμου, ανατρέχει στις νομολογημένες αρχές του ελληνικού διοικητικού δικαίου.

Σύμφωνα με γενική αρχή του ελληνικού διοικητικού δικαίου, απαγορεύεται η ανάκληση της απαλλοτρίωσης μετά τη συμπλήρωση της σχετικής διαδικασίας με διευθέτηση, γιατί δημιουργείται νομική κατάσταση δκαιωμάτων του διοικουμένου η οποία ανατρέπεται και θίγονται τα δικαιώματα αυτά με τη μονομερή πράξη της ανάκλησης. (Βλέπε: Κυριακόπουλος, “Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο”, 4η Έκδοση, Τόμος 3, σελ. 388).

[*526]Περαιτέρω η ανάκληση απαλλοτρίωσης, η οποία αποσκοπεί στην καταστρατήγηση δικαστικής διαδικασίας για την επιδίκαση αποζημίωσης συνιστά κατάχρηση εξουσίας ως επίσης και ανάκληση η οποία γίνεται αποκλειστικά για το οικονομικό συμφέρον της Απαλλοτριούσας Αρχής. (Βλέπε: Κυριακόπουλος (πιο πάνω), σελ. 386).

Οι πιο πάνω νομολογημένες αρχές του Ελληνικού Δικαίου, έχουν υιοθετηθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Dr. Glafkos Michaelides v. The Attorney-General of the Republic (1984) 3 C.L.R. 1596  και Charalambos Vayianos and Another v. The Municipality of Larnaca (1988) 3 C.L.R. 1386).

To πρωτόδικο Δικαστήριο κατηύθηνε την προσοχή του μόνο στις γενικές αρχές που ισχύουν στην ανάκληση νόμιμης διοικητικής πράξης χωρίς να ενδιατρίψει στα ιδιαίτερα γεγονότα και τις περιστάσεις της υπόθεσης.

Στην παρούσα υπόθεση μετά τη δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης επήλθε τελική διευθέτηση (settlement) με την γραπτή αποδοχή, ημερομηνίας 11.11.1993, από τους εφεσείοντες της προσφοράς αποζημίωσης της απαλλοτριούσας Αρχής.  Η τελευταία αρνήθηκε να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αποζημίωση και οι εφεσείοντες ήγειραν στο Επαρχιακό Δικαστήριο πολιτική αγωγή, δικαίωμα το οποίο αναγνωρίσθηκε από το Εφετείο στην υπόθεση Συμβούλιο Βελτιώσεως Ορόκλινης (πιο πάνω).

Οι εφεσίβλητοι δημοσίευσαν την πρώτη ανάκληση της απαλλοτρίωσης, η οποία ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 610/94, στις 27.4.94, 20 μήνες μετά τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και 6 σχεδόν μήνες μετά την επελθούσα στις 11.11.93 διευθέτηση της αποζημίωσης. Μετά την ακυρωτική απόφαση επακολούθησε η νέα επίδικη ανάκληση 5 σχεδόν χρόνια μετά τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και 3½ χρόνια μετά τη διευθέτηση της αποζημίωσης.

Στην υπόθεση Vayianos (πιο πάνω) της οποίας τόσο τα γεγονότα όσο και τα νομικά σημεία συμπίπτουν με την παρούσα υπόθεση έχουν λεχθεί από τον Σαββίδη, Δ. τα εξής τα οποία και επικροτούμε:-

“Bearing in mind the circumstances of the case I have not been persuaded that the reason stated in the order of revocation that there was a substantial change of circumstances which made the acquisition unattainable has been substantiated in the present [*527]cases. The whole conduct of the respondent clearly indicates than in all the circumstances of the present case though aware as alleged by it of the fact that the property in question became unsuitable as a parking place nevertheless it waited till the compensation was assessed by the Court which was higher than its offer and considerable time after the judgment of the Court it came forward with the contention that the objects of the acquisition could not be achieved.

In my view in the present case the respondent failed to exercise its discretion within the limits of good administration. It is clearly a case of wrong exercise of discretion which amounts in substance to a violation of the law.”

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω καθώς και τη νομολογία επί του θέματος έχουμε καταλήξει ότι οι εφεσίβλητοι άσκησαν τη διακριτική τους εξουσία εκτός των ορίων της χρηστής διοίκησης και καταχρηστικά παραβιάζοντας ουσιαστικά τη σχετική διάταξη του νόμου.

Ο λόγος της έφεσης ευσταθεί.

Η έφεση γίνεται δεκτή με έξοδα.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Η επίδικη διοικητική πράξη ακυρώνεται.

Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο