Κυπριακή Δημοκρατία ν. Eλένης Κωνσταντίνου (2002) 3 ΑΑΔ 534

(2002) 3 ΑΑΔ 534

[*534]26 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚH ΔΗΜΟΚΡΑΤIA, ΜEΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠHΣ ΔΗΜOΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣIAΣ,

Eφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

ΕΛENHΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤIΝΟΥ,

Eφεσίβλητης-Αιτήτριας,

(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3385)

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Αρχή της ισότητας ― Έννοια και νομολογία.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Ισότητα δημοσίων υπαλλήλων και υποψηφίων για ένταξη στη δημόσια υπηρεσία.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 28 ― Αρχή της ισότητας ― Το σύνταγμα δεν επιτρέπει παρέκκλιση από την αρχή μεταξύ ομοιογενών καταστάσεων.

Οι περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμοι του 1997 και 1998 (Ν. 55(Ι)/97 και Ν.100(Ι)/98) ― Άρθρο 3 ― Πρόνοια περί προτεραιότητας διορισμού ή προαγωγής στη δημόσια υπηρεσία ― Αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 3 ― Παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

Η Δημοκρατία εφεσίβαλε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ως αντισυνταγματικό το Άρθρο 3 των περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμων.

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση κατά πλειοψηφία (απόφαση Πική Π. με το σκεπτικό της οποίας συμφώνησαν οι Νικήτας, Αρτέμης, Κωνσταντινίδης, Νικο[*535]λάου, Καλλής, Ηλιάδης, Κραμβής, Γαβριηλίδης, Χατζηχαμπής Δ.Δ.), αποφάσισε ότι:

Η νομολογία διασαφηνίζει ότι κοινό παρονομαστή της ισότητας αποτελεί η ομοιογένεια των αντικειμένων και υποκειμένων του δικαίου, αποκλειομένης της εξίσωσης μεταξύ των ανομοίων ή της διάκρισης μεταξύ των ομοίων. Πρόκειται για την Αριστοτελική έννοια της ισότητας, που έχει ως δείκτη ταξινόμησης την κατ’ ουσία ομοιότητα των πραγμάτων και όχι την αριθμητική τους αντιστοιχία.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι εξ ορισμού είναι ταγμένοι στην υπηρεσία του δημοσίου με αποστολή την εκπλήρωση των σκοπών της Δημόσιας Υπηρεσίας. Τόσο τα υπό της νομοθεσίας (περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν.1/90) και τροποποιήσεις), προβλεπόμενα καθήκοντα, η αποστολή, όσο και οι συνθήκες λειτουργίας των υπαλλήλων του δημοσίου, τους εξομοιώνουν σε βαθμό που να στοιχειοθετούν την ομοιογενή τάξη των δημοσίων υπαλλήλων. Σε σχέση με τα καθήκοντα των δημοσίων υπαλλήλων και την εκπλήρωσή τους δε χωρεί καμιά διάκριση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων. Το ίδιο ισχύει και για όσους επιδιώκουν την ένταξή τους στη Δημόσια Υπηρεσία. Κοινό παρονομαστή των επιδιώξεών τους αποτελεί η δυνατότητα και η ικανότητά τους να εκπληρώσουν τα καθήκοντα αυτά.

Η ομοιογένεια προσδιορίζεται με αναφορά στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ατόμων αφενός και στο πεδίο που επενεργούν αφετέρου, που στην περίπτωση της Δημόσιας Υπηρεσίας, έγκειται στη διασφάλιση της χρηστής διοίκησης. Τα δικαιώματα των υποψηφίων είναι τα ίδια. δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με τις προσωπικές τους ιδιαιτερότητες. Ο κοινός παρονομαστής ομοιογένειας στοιχειοθετείται από το ενιαίο μέτρο κρίσης των διεκδικούντων θέση ή προαγωγή στη Δημόσια Υπηρεσία που είναι η ικανότητά τους να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της θέσης.

Η ομοιογένεια, όπως και η ανομοιογένεια μεταξύ πραγμάτων ή μεταξύ ατόμων και συνακόλουθα η ομαδοποίηση τους για σκοπούς ίσης μεταχείρισης, καθορίζεται με βάση τη φύση των πραγμάτων ή την αντικειμενική κατάσταση των προσώπων σε συνάρτηση πάντα με τη λειτουργική τους σημασία στον κοινωνικό χώρο.

Οι διατάξεις περί ισότητας στο Ελληνικό Σύνταγμα δεν είναι ταυτόσημες με το Άρθρο 28 του Συντάγματος και ότι η νομολογία επί του θέματος παρουσιάζει διακυμάνσεις.

Βάσει των ρητών διατάξεων της παραγράφου 2, του Άρθρου 28 [*536]του Συντάγματος αποκλείεται κάθε διάκριση για οποιοδήποτε λόγο, μη ρητά προβλεπόμενη από το Σύνταγμα. Αντίθετα προς άλλα άρθρα του Συντάγματος τα οποία επίσης διασφαλίζουν  θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ανθρώπου (βλ. Άρθρα, 15.2, 17.2, 19.3, 23.3), το Άρθρο 28, δεν παρέχει τη δυνατότητα περιορισμού της εφαρμογής του για κανένα λόγο. Περιορισμοί θεμελιώδους δικαιώματος χάριν του δημοσίου συμφέροντος μπορεί να γίνουν δεκτοί μόνο εφόσον το δημόσιο συμφέρον εξειδικεύεται, όπως στην περίπτωση του Άρθρου 25.3 του Συντάγματος, ως λόγος για τον οποίο μπορεί να περιοριστεί κατοχυρωμένο δικαίωμα του ανθρώπου. Αλλά και δυνατότητα να παρεχόταν περιορισμού του δικαιώματος της ίσης μεταχείρισης χάριν του δημοσίου συμφέροντος, η διάκριση που γίνεται από το Νόμο δεν θα μπορούσε να  ευσταθήσει. Ο διορισμός, όπως και η προαγωγή των πλέον άξιων και ικανότερων υποψηφίων είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το κοινό καλό. Η άρτια στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας προάγει άμεσα το συμφέρον του δημοσίου. Αναξιοκρατικά κριτήρια για τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας όχι μόνο δεν προάγουν αλλά πλήττουν το δημόσιο συμφέρον.

Υπάρχει όμως και μια άλλη οπτική γωνία από την οποία οράται το ζήτημα, εξίσου καθοριστική για τη λύση του θέματος. Αυτή προσδιορίζεται από το δικαίωμα των άλλων υποψηφίων για προαγωγή για ίση μεταχείριση από τη Διοίκηση. Το δικαίωμα του ατόμου προς ίση μεταχείριση εξυπακούει διαγωνισμό για την κατάκτηση θέσης στο δημόσιο επί ίσοις όροις. Το δικαίωμα που παρέχει ο Νόμος σε παθόντες και εγκλωβισμένους δεν αποβλέπει στην παροχή βοήθειας, εκπαιδευτικής ή άλλης, προς γεφύρωση της ανισοσκέλειας που επήλθε από τα δεινά που τους έπληξαν έναντι τρίτων ώστε να είναι σε θέση να διαγωνιστούν ισότιμα με αυτούς. Το δικαίωμα που τους παρέχεται θεμελιώνεται στον εκτοπισμό του δικαιώματος για ίση μεταχείριση παντός ετέρου που διεκδικεί θέση στο δημόσιο, διάκριση που δεν μπορεί να συμβιβασθεί με το αναφαίρετο των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Το δικαίωμα που παρέχεται από το Νόμο συνεπάγεται την στέρηση του δικαιώματος παντός τρίτου για ίση μεταχείριση από τη Διοίκηση. Δυσπραγούσα ή ζημιωθείσα τάξη πολιτών μπορεί να τύχει βοήθειας αποβλέπουσας στη θεραπεία ή άμβλυνση των δεινών που τους έπληξαν. Δεν είναι παραδεκτό, όμως, η βοήθεια αυτή να θεμελιώνεται στην άρνηση του αναφαίρετου δικαιώματος για την ισότητα των συμπολιτών τους. 

Με το αποτέλεσμα της απόφασης της πλειοψηφίας συμφώνησε και ο Αρτεμίδης Δ., αλλά εξέδωσε δική του απόφαση με διάφορο σκεπτικό.

Ο Νικολαΐδης Δ., εξέδωσε την απόφαση της μειοψηφίας, διαφωνώντας με το αποτέλεσμα της απόφασης της πλειοψηφίας.

[*537]

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Mikrommatis v. Republic (Minister of Finance a.ο.) 2 R.S.C.C. 125,

Republic (Ministry of Finance) v. Arakian a.ο. (1972) 3 C.L.R. 294,

Τομάζου v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2935,

Σεργίδης v. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119,

Θεοχαρίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63,

Ζίζιρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631,

Μαυρομμάτης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 910,

Apostolides a.ο. v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928,

Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332,

Pavlou v. Returning Officer a.ο. (1987) 1 C.L.R. 252,

Σαββίδης v. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 127,

Χ’'Ρούσου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 462/2000, ημερ. 27.5.2002,

Ηλία κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής (Αρ.2) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1931,

Μενελάου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση Eπιτροπή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 1063/99), ημερομηνίας 22/1/2002, με την οποία αποδέκτηκε την προσφυγή της αιτήτριας και ακύρωσε την προαγωγή των τριών ενδιαφερομένων προσώπων στη θέση του Γραμματειακού Λειτουργού (Tακτικός Προϋπολογισμός) στο Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, η οποία ενεργήθηκε δυνάμει των διατάξεων των περί Eπαγγελματικής Aποκατάστασης των Παθόντων και των Tέκνων των Eγκλωβισμένων Nόμων του 1997 και 1998 (N. 55(Ι)/97) και τροποποιητικός Nόμος N. 100(Ι)/98.

Αλ. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μαζί με Ε. Καρακάννα, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.

Π. Κυπριανού για τον Α. Παπαχαραλάμπους, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση που ακολουθεί αντανακλά το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγουν όλοι οι Δικαστές εκτός από το Νικολαΐδη, Δ.. Με το σκεπτικό της απόφασης ταυτίζονται όλοι οι Δικαστές της πλειοψηφίας εκτός από τον Αρτεμίδη, Δ., που εκθέτει το σκεπτικό του σε ξεχωριστή απόφαση. Ο Νικολαΐδης Δ., εκθέτει τους λόγους που τον οδηγούν στη διαφορετική κατάληξή του σε ξεχωριστή απόφαση.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε δεκτή την προσφυγή της εφεσίβλητης και ακύρωσε την προαγωγή των τριών ενδιαφερομένων προσώπων στη θέση του Γραμματειακού Λειτουργού (Τακτικός Προϋπολογισμός) στο Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τα οποία κατείχαν, όπως και η εφεσίβλητη, τα προσόντα για προαγωγή επελέγησαν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμων του 1997 και 1998 (Ν.55(Ι)/97) και τροποποιητικός Νόμος Ν.100(Ι)/98 (ο Νόμος), που προβλέπουν ότι ποσοστό 10% των κενών θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, πληρούται από προσοντούχους υποψηφίους που ανήκουν στην καθοριζόμενη τάξη.  Η τάξη αυτή περιλαμβάνει παθόντες* και τέκνα εγκλωβισμένων.

Μέχρι του καθοριζόμενου ποσοστού διορίζονται ή προάγονται, ανάλογα με την περίπτωση, δικαιωματικά υποψήφιοι που προέρχο[*539]νται από την τάξη αυτή ανεξάρτητα από τη συγκριτική τους αξία έναντι των άλλων υποψηφίων. Συγκριτικά στοιχεία αξίας για διορισμό ή προαγωγή προσμετρούν μόνο μεταξύ των μελών της τάξης αυτής εφόσον οι δικαιούχοι υπερβαίνουν το ποσοστό του 10% επί του συνολικού αριθμού των θέσεων – άρθρο 3 του  Νόμου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το Νόμο αντισυνταγματικό λόγω της αντίθεσής του προς τις διατάξεις του άρθρου 28 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει καθολικά την ισότητα ενώπιον του Νόμου και την ίση μεταχείριση των πολιτών από τη Διοίκηση αποκλειομένης κάθε διάκρισης.

Στην απόφαση που εξετάζουμε κατ’ έφεση γίνεται αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επεξηγηματικές της ερμηνείας και του πεδίου εφαρμογής του Άρθρου 28 (Argiris Mikrommatis v. The Republic (Minister of Finance and Another) 2 R.S.C.C. 125· Republic (Ministry of Finance) v. Nishan Arakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294· Τομάζου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2935· Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119· Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.Α.Δ. 63· Ζίζιρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631· Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 910).

Η νομολογία διασαφηνίζει ότι κοινό παρονομαστή της ισότητας αποτελεί η ομοιογένεια των αντικειμένων και υποκειμένων του δικαίου αποκλειομένης της εξίσωσης μεταξύ των ανομοίων ή της διάκρισης μεταξύ των ομοίων. Πρόκειται για την Αριστοτελική έννοια της ισότητας που έχει ως δείκτη ταξινόμησης την κατ’ ουσία ομοιότητα των πραγμάτων και όχι την αριθμητική τους αντιστοιχία – (βλ. Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928, 940, 941· Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332· Pavlou ν. Returning Officer & Others (1987) 1 C.L.R. 252, 273, 274· Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 127).

Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με το επιχείρημα ότι η τάξη των παθόντων και των εγκλωβισμένων αποτελεί ιδιαίτερη κατηγορία ατόμων λόγω των δεινών που τους έπληξαν, η θέση των οποίων διακρίνεται από εκείνη των άλλων πολιτών της Δημοκρατίας. Η διαφορά αυτή τους διακρίνει από τους άλλους πολίτες της Δημοκρατίας, αφενός, και δικαιολογεί την ταξινόμησή τους σε ξεχωριστή ομάδα, στην οποία μπορεί να παραχωρηθούν ιδιαίτερα δικαιώματα για ένταξη στη Δημόσια Υπηρεσία, αφετέρου. Προς νομική θεμελίωση της διάκρισης η οποία γίνεται, [*540]ο Γενικός Εισαγγελέας μας παρέπεμψε σε άλλη πρόσφατη πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Χ''Ρούσου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 462/00 - 27.5.02, στην οποία το δικαστήριο έκρινε τη διάκριση που γίνεται από το Νόμο παραδεκτή καταλήγοντας σε διαφορετικό συμπέρασμα απ’ ότι ο πρωτόδικος δικαστής σ’ αυτή την υπόθεση ως προς τη συνταγματικότητα του Νόμου. Οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν το δικαστήριο στην υπόθεση εκείνη να κρίνει το Νόμο ως συνάδοντα προς το Άρθρο 28 του Συντάγματος είναι:

(α) «...δεν θα πρέπει οι δημόσιοι υπάλληλοι να εκλαμβάνονται ως ενιαία τάξη. Δεν μπορούν να θεωρούνται ως ομοιογενή υποκείμενα του δικαίου και δεν δικαιούνται αδιακρίτως προαγωγής.»

(β) «... η διάκριση που γίνεται δικαιολογείται απόλυτα για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν τη διαφορετική αντιμετώπιση των υποστάντων θυσίες κατά τις δύσκολες στιγμές του τόπου ή των στενών συγγενών τους.»

Η διαπίστωση (α) ανωτέρω, δεν παρέχει κανένα στοιχείο το οποίο να δικαιολογεί διάκριση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων. Οι δημόσιοι υπάλληλοι εξ ορισμού είναι ταγμένοι στην υπηρεσία του δημοσίου με αποστολή την εκπλήρωση των σκοπών της Δημόσιας Υπηρεσίας. Τόσο τα υπό της νομοθεσίας (περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν.1/90) και τροποποιήσεις), προβλεπόμενα καθήκοντα, η αποστολή, όσο και οι συνθήκες λειτουργίας των υπαλλήλων του δημοσίου, τους εξομοιώνουν σε βαθμό που να στοιχειοθετούν την ομοιογενή τάξη των δημοσίων υπαλλήλων.  Σε σχέση με τα καθήκοντα των δημοσίων υπαλλήλων και την εκπλήρωσή τους δε χωρεί καμιά διάκριση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων. Το ίδιο ισχύει και για όσους επιδιώκουν την ένταξή τους στη Δημόσια Υπηρεσία. Κοινό παρονομαστή των επιδιώξεών τους αποτελεί η δυνατότητα και η ικανότητά τους να εκπληρώσουν τα καθήκοντα αυτά.

Η ομοιογένεια προσδιορίζεται με αναφορά στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ατόμων αφενός και στο πεδίο που επενεργούν αφετέρου, που στην περίπτωση της Δημόσιας Υπηρεσίας, έγκειται στη διασφάλιση της χρηστής διοίκησης. Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να κριθεί η (β) διαπίστωση στην υπόθεση για να αποφασιστεί αν μπορεί να διασπαστεί η εξ αντικειμένου εμφαινόμενη ομοιογένεια μεταξύ των υποψηφίων που διεκδικούν θέση στο δημόσιο. Τα δικαιώματα των υποψηφίων είναι τα ίδια· δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με τις προσωπικές τους ιδιαιτερότητες. Ο κοινός παρονομαστής ομοιογέ[*541]νειας στοιχειοθετείται από το ενιαίο μέτρο κρίσης των διεκδικούντων θέση ή προαγωγή στη Δημόσια Υπηρεσία που είναι η ικανότητά τους να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της θέσης.

Στην Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 534/97 κ.ά. – 23.12.1999, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε τη συνταγματικότητα του περί Εντάξεως Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1996, (Ν.107(1)/96), ο οποίος περιόριζε κατ’ ουσία το διορισμό σε θέσεις του δημοσίου σε υπαλλήλους που υπηρετούσαν εκτάκτως στη Δημόσια Υπηρεσία. Επρόκειτο για μεγάλο αριθμό ατόμων 1061, μερικοί των οποίων υπηρετούσαν επί προσωρινής βάσεως για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός διότι προσέκρουε στις διατάξεις του Άρθρου 28 του Συντάγματος και λόγω της αντίθεσής του προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Διακηρύττεται στην απόφαση ότι:

«Η αρχή της ισότητας εξυπακούει την παροχή ίσων ευκαιριών στους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας να διεκδικήσουν θέσεις στο δημόσιο.» (σελ. 26.)

Στην συνέχεια επεξηγείται σε σχέση με πρώτους διορισμούς στη Δημόσια Υπηρεσία ότι:

«Μόνο με την προκήρυξη των θέσεων και την πρόσκληση προς κάθε πολίτη της Δημοκρατίας, που κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για διορισμό, να διεκδικήσει τη θέση, εκπληρούται η επιτακτική υποχρέωση της πολιτείας προς εξασφάλιση του ατομικού δικαιώματος της ίσης μεταχείρισης των πολιτών· δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος  και διασφαλίζεται, όπως και κάθε άλλο θεμελιώδες δικαίωμα, ως όρος της λειτουργίας κάθε μιας από τις τρεις εξουσίες του κράτους, από το Άρθρο 35 του Συντάγματος.» (σ.26-27.)

Άλλη προσέγγιση καθώς υποδεικνύεται:

«... θα εξανέμιζε το δικαίωμα της ισότητας, που περιεκτικά κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 και προσδίδει έρεισμα στην προβολή διεκδικήσεων για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών και, γενικά, καθεστώτος ισονομίας στους πολίτες της χώρας.» (σ.20.)

Η ομοιογένεια, όπως και η ανομοιογένεια μεταξύ πραγμάτων ή μεταξύ ατόμων και συνακόλουθα η ομαδοποίηση τους για σκοπούς ίσης μεταχείρισης καθορίζεται με βάση τη φύση των πραγ[*542]μάτων ή την αντικειμενική κατάσταση των προσώπων σε συνάρτηση πάντα με τη λειτουργική τους σημασία στον κοινωνικό χώρο. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Σεργίδης (ανωτέρω), που απηχεί τις θέσεις οι οποίες υιοθετήθηκαν σε προγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής (Αρ. 2) (1989)3 Α.Α.Δ. 1931, 1938, είναι αποκαλυπτικό για τον προσδιορισμό των παραμέτρων της ομοιογένειας:

«Η ομοιογένεια μεταξύ πραγμάτων ή της θέσης ή της κατάστασης ατόμων για σκοπούς ίσης μεταχείρισης δεν προσδιορίζεται μικροσκοπικά ή σχολαστικά αλλά με γνώμονα την ουσιαστική συνάφεια μεταξύ τους. Όταν η ομοιογένεια μεταξύ πραγμάτων, της θέσεως ή των περιστάσεων ατόμων είναι τόσο μεγάλη ώστε να συνθέτουν ομάδα ατόμων ή υποκειμένων με βάση κοινό παρονομαστή ομοιογένειας ο νομοθέτης έχει τη διακριτική ευχέρεια να ταξινομήσει τα πράγματα ή τα υποκείμενα του δικαίου σε ξεχωριστή κατηγορία και να προβεί σε νομοθετικές ρυθμίσεις διάφορες από εκείνες που ισχύουν για άλλες συγγενικές αλλά όχι ομοιογενείς κατηγορίες προσώπων ή πραγμάτων. Τόσο η συμπερίληψη πραγμάτων ή ατόμων σε ομοιογενή κατηγορία όσο και οι διακρίσεις που γίνονται στα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις ατόμων πρέπει να έχουν, όπως ορίζει η νομολογία, λογικό έρεισμα το οποίο να πηγάζει από την ομοιότητα ή διαφορές μεταξύ των πραγμάτων ή των φορέων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.» (σ.130)

Της απόφασης στην Ηλία προηγήθηκε η απόφαση της Ολομέλειας στη Μενελάου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370, το ακόλουθο απόσπασμα από την οποία είναι διαφωτιστικό για τις επιταγές της ισότητας στο πλαίσιο της στελέχωσης της Δημόσιας Υπηρεσίας:

«Το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης από τις διοικητικές αρχές και όργανα του κράτους αποτελεί ατομικό δικαίωμα του πολίτη – Άρθρο 28 – και αντίστοιχη υποχρέωση της Πολιτείας να το διασφαλίσει αποτελεσματικά – Άρθρο 35. Η προκήρυξη θέσεων στο δημόσιο επιβάλλεται γενικότερα, προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, για την αξιοκρατική στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας.» (σ.384)

Δεν θα αναφερθούμε στην ελληνική νομολογία σχετικά με διακρίσεις που έγιναν δεχτές σε ορισμένες περιπτώσεις από την Ελληνική Δικαιοσύνη ως επαγόμενες ευμενείς ρυθμίσεις υπέρ ατόμων τα οποία θεωρήθηκαν ότι ευρίσκοντο σε μειονεκτική θέση. Θα σημειώσουμε μόνο ότι οι διατάξεις περί ισότητας στο Ελληνικό Σύνταγμα δεν είναι ταυτόσημες με το Άρθρο 28 του Συντάγματος και ότι η νομολογία επί του θέματος παρουσιάζει διακυμάνσεις όπως φαίνεται και από τις αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει το Δικαστήριο στη Χ''Ρούσου (ανωτέρω) Σ.τ.Ε. 2314/1968, Σ.τ.Ε. 2216/1975, Σ.τ.Ε. 1456/66 και 227/58. Στο σύγγραμμα του Αριστόβουλου Ι. Μάνεση – Συνταγματική Θεωρία και Πράξη 1954-1979 ασκείται αυστηρή κριτική στις αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας που υιοθετούν τη θέση ότι χωρεί παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας για λόγους «γενικότερου συμφέροντος». Ο συγγραφέας διατυπώνει τη θέση: (σελ. 325)

«Δεν είναι καν νοητόν ο κοινός νομοθέτης να εισάγη και ο δικαστής να αναγνωρίζη παρεκκλίσεις από της καθιερούσης την αρχήν ταύτην συνταγματικής διατάξεως, οιοσδήποτε λόγος και αν συντρέχη.»

Ανάλογη είναι η θέση η οποία υιοθετείται από τον Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμά του – Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα – Τόμος Β – 1991, Παρ. 1409 όπου τονίζεται ότι:

«Η προνομιακή πρόσληψη ορισμένων κατηγοριών πολιτών (επιφύλαξη ορισμένου αριθμού, ευνοϊκότερη βαθμολόγηση, διορισμός ως υπεραρίθμων κ.ο.κ.) δεν επιτρέπεται κατ’ αρχήν, γιατί μια τέτοια προνομιακή μεταχείριση αποτελεί ακριβώς άρνηση της αρχής του άρθρου 4 παρ. 4.*»

Δεν θα επεκταθούμε σε περαιτέρω θεώρηση της σχετικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Θα υπογραμμίσουμε μόνο ότι εφόσον υφίσταται ομοιογένεια μεταξύ τάξης ατόμων, δεν χωρεί καμιά διάκριση μεταξύ τους.

Βάσει των ρητών διατάξεων της παραγράφου 2, του Άρθρου 28 του Συντάγματος αποκλείεται κάθε διάκριση για οποιοδήποτε λόγο, μη ρητά προβλεπόμενη από το Σύνταγμα. Αντίθετα προς άλλα άρθρα του Συντάγματος τα οποία επίσης διασφαλίζουν  θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ανθρώπου (βλ. Άρθρα, 15.2, 17.2, 19.3, 23.3), το Άρθρο 28,  δεν παρέχει τη δυνατότητα περιορισμού της εφαρμογής του για κανένα λόγο. Περιορισμοί θεμελιώδους δικαιώματος χάριν του δημοσίου συμφέροντος μπορεί να γίνουν δεκτοί μόνο εφόσον το δημόσιο συμφέρον εξειδικεύεται, όπως στην περίπτωση του Άρθρου [*544]25.3 του Συντάγματος, ως λόγος για τον οποίο μπορεί να περιοριστεί κατοχυρωμένο δικαίωμα του ανθρώπου. Αλλά και δυνατότητα να παρεχόταν περιορισμού του δικαιώματος της ίσης μεταχείρισης χάριν του δημοσίου συμφέροντος, η διάκριση που γίνεται από το Νόμο δεν θα μπορούσε να ευσταθήσει. Ο διορισμός, όπως και η προαγωγή των πλέον άξιων και ικανότερων υποψηφίων είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το κοινό καλό. Η άρτια στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας προάγει άμεσα το συμφέρον του δημοσίου. Αναξιοκρατικά κριτήρια για τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας όχι μόνο δεν προάγουν αλλά πλήττουν το δημόσιο συμφέρον.

Υπάρχει όμως και μια άλλη οπτική γωνία από την οποία οράται το ζήτημα, εξίσου καθοριστική για τη λύση του θέματος.  Αυτή προσδιορίζεται από το δικαίωμα των άλλων υποψηφίων για προαγωγή για ίση μεταχείριση από τη Διοίκηση.  Το δικαίωμα του ατόμου προς ίση μεταχείριση εξυπακούει διαγωνισμό για την κατάκτηση θέσης στο δημόσιο επί ίσοις όροις. Το δικαίωμα που παρέχει ο Νόμος σε παθόντες και εγκλωβισμένους δεν αποβλέπει στην παροχή βοήθειας, εκπαιδευτικής ή άλλης, προς γεφύρωση της ανισοσκέλειας που επήλθε από τα δεινά που τους έπληξαν έναντι τρίτων ώστε να είναι σε θέση να διαγωνιστούν ισότιμα με αυτούς. Το δικαίωμα που τους παρέχεται θεμελιώνεται στον εκτοπισμό του δικαιώματος για ίση μεταχείριση παντός ετέρου που διεκδικεί θέση στο δημόσιο, διάκριση που δεν μπορεί να συμβιβασθεί με το αναφαίρετο των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Το δικαίωμα που παρέχεται από το Νόμο συνεπάγεται την στέρηση του δικαιώματος παντός τρίτου για ίση μεταχείριση από τη Διοίκηση. Δυσπραγούσα ή ζημιωθείσα τάξη πολιτών μπορεί να τύχει βοήθειας αποβλέπουσας στη θεραπεία ή άμβλυνση των δεινών που τους έπληξαν. Δεν είναι παραδεκτό, όμως, η βοήθεια αυτή να θεμελιώνεται στην άρνηση του αναφαίρετου δικαιώματος για την ισότητα των συμπολιτών τους. 

Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ως αντισυνταγματικό το άρθρο 3 του Νόμου, και απορρίπτουμε την έφεση με έξοδα.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με το αποτέλεσμα στην απόφαση της πλειοψηφίας που έχει εκδώσει ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου.  Θάθελα όμως να διατυπώσω τις δικές μου σκέψεις που με οδηγούν στο συμπέρασμα πως η επίμαχη νομοθετική διάταξη είναι αντισυνταγματική. Και τούτο ενόψει των ειδικών επισημάνσεων στην επιχειρηματολογία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος εισηγήθηκε πως οι σχετικές διατάξεις που εξετάζουμε είναι απόλυτα συνταγματικές. Συγκεκριμένα προτείνει πως αυτοί που καθορίζονται στις υπό συζήτηση πρόνοιες του Νόμου, και που τυγχάνουν [*545]των ευεργετημάτων που προβλέπονται σ’ αυτόν, δηλαδή στους περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμων του 1997 και 1998 (Ν.55(Ι)/97), διαφοροποιούνται κατά τρόπο συνταγματικά θεμιτό, για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, έναντι των άλλων πολιτών υποψηφίων για θέσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, γιατί, σύμφωνα με την εισήγηση του, υπέστησαν τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής οι οποίες δεν άγγιξαν υποψήφιους που δεν εμπίπτουν σ’ αυτούς που ο Νόμος σκοπεί να ευεργετήσει. Καταλήγει, επομένως, πως ο επίδικος Νόμος, και ειδικότερα το άρθρο 3, συνιστούν θεμιτό μέτρο που σκοπεί ακριβώς στη διασφάλιση, της ισότητας αυτών που ανήκουν στην τάξη που ορίζει ο Νόμος, λόγω ακριβώς της δυσπραγίας που υπέστησαν ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής, έναντι άλλων υποψηφίων που δεν είχαν τέτοιες συνέπειες. Για να προωθήσει τη θέση του ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρθηκε σε άλλα νομοθετήματα που θέσπισε η Βουλή των Αντιπροσώπων, τα οποία και συνάδουν με  τις διεθνείς συμβάσεις μας για την επαγγελματική αποκατάσταση και απασχόληση αναπήρων προσώπων, όπως ο ομώνυμος κυρωτικός Νόμος του 1987, Ν.42/87. 

Δεν θα διαφωνούσα με τις πιο πάνω θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα, αν η υποχρέωση του κράτους, που κατά τη γνώμη μου υπάρχει, προς τους παθόντες και τα τέκνα εγκλωβισμένων αναλαμβανόταν καθ’ ολοκληρίαν από την πολιτεία, χωρίς όμως η υποχρέωση αυτή να πίπτει σε ορισμένους πολίτες της, όπως συμβαίνει με τις επίδικες διατάξεις. Η αρχή της ισότητας, που διασφαλίζεται στο άρθρο 28 του Συντάγματος παραβιάζεται, στην κρίση μου, γιατί το βάρος που εκ καθήκοντος πρέπει να επωμίζεται η πολιτεία έναντι της πιο πάνω τάξης ατόμων, με τον επίδικο Νόμο μετατοπίζεται σε ορισμένους πολίτες, τους ανθυποψήφιους τους δηλαδή οι οποίοι, ενώ (οι πρώτοι) κρίνονται ως οι πιο άξιοι για διορισμό ή προαγωγή δεν επιλέγονται, για να συμπληρωθεί η ποσόστωση του 10% από επιλογή μεταξύ των παθόντων και τέκνων των εγκλωβισμένων. Εδώ μόνο εντοπίζω την αντισυνταγματικότητα των επίμαχων διατάξεων του Νόμου.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Mε όλο το σεβασμό διαφωνώ με την αντιμετώπιση του θέματος από την πλειοψηφία. Η κατοχυρωμένη από το Άρθρο 28 του Συντάγματος αρχή της ισότητας έχει αναλυθεί επανειλημμένα (Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125, Republic v. Arakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294). Το Σύνταγμα εγγυάται μόνο έναντι αυθαίρετης διαφοροποίησης.  Δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις που θα πρέπει να γίνονται λόγω της ουσιαστικής φύσης των πραγμάτων.

[*546]Το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι αν η διάκριση είναι εύλογη και επιτρεπτή. Αν δικαιολογείται δηλαδή, εύλογη διαφοροποίηση από την αρχή της ισότητας.

Σύμφωνα με την ελληνική νομολογία η διάφορη μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων ή εξαιρετικών περιπτώσεων δεν αποτελεί απόκλιση, αλλά αντίθετα εφαρμογή της αρχής της ισότητας (ΣτΕ 1422/1986, Α.Π. 690/83 (Ολ.)). 

Κατά τον καθηγητή Μάνεση, Το Σύνταγμα και η Δικαστική  Εξουσία – ζητήματα εκ του ανίσχυρου των αντισυνταγματικών νόμων, (Επιστημονική Επετηρίς Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) Τόμος 7ος, σελ. 320, ίση ρύθμιση υφίσταται όταν ενεργείται όμοια μεταχείριση των ομοίων και ανόμοια μεταχείριση των ανομοίων. Νόμος μπορεί να θεσπίζει διακρίσεις, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι εύλογες, δηλαδή ότι δεν θα είναι τόσο αδικαιολόγητες, ώστε να αντίκεινται προφανώς στην αρχή της ισότητας. Ο δικαστικός έλεγχος, συνεχίζει ο Μάνεσης, θα πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο της εκ μέρους του νομοθέτη υπέρβασης, σε ακραίες περιπτώσεις, των ευρέων πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.

Ορθά έχει επισημανθεί (Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Τόμος Β΄, σελ. 1043, παραγρ. 1352), ότι η δέσμευση του νομοθέτη από την αρχή της ισότητας δεν σημαίνει εξουσιοδότηση προς τα δικαστήρια να ελέγχουν αν και κατά πόσο ένας νόμος είναι δίκαιος, ορθός, εύλογος  ή και σκόπιμος.

Η ελληνική νομολογία διέπεται από την ανάγκη εξέτασης του κατά πόσο υπάρχει ομοιόμορφη μεταχείριση ατόμων υπό τις αυτές ή όμοιες περιστάσεις ή αν δικαιολογείται η προτίμηση που ο συγκεκριμένος νόμος επιδεικνύει υπέρ κάποιας τάξης ατόμων.

Για παράδειγμα στην υπόθεση ΣτΕ 2314/1968 (Ολ.) αποφασίστηκε ότι η διάταξη του άρθρου 1 παραγρ.3 του Ν.Δ. 2702/1953 που καθιέρωνε προτίμηση κατά την εισαγωγή στις παιδαγωγικές ακαδημίες υπέρ των τέκνων των εν ενεργεία ή συνταξιούχων εκπαιδευτικών λειτουργών ως υπεράριθμων, εισήγαγε διάκριση που άγει στη θέσπιση προνόμιου υπέρ ορισμένων προσώπων λόγω της καταγωγής τους, διάκριση που αντίκειται στην αρχή της ισότητας.

Αντίθετα, στην υπόθεση ΣτΕ 2216/1975, το άρθρο 4 του Ν.Δ. 1348/1973, περί Κώδικος του Σώματος της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, που προνοούσε ότι καθ’ υπέρβασιν του καθοριζόμε[*547]νου αριθμού εισακτέων ως δοκίμων αξιωματικών στη Σχολή Αξιωματικών Χωροφυλακής και σε ποσοστό 20%, εισάγονται, αδιακρίτως σειράς επιτυχίας, υποψήφιοι που είναι (α) τέκνα ή αδελφοί αναπήρων και θυμάτων πολέμου, (β) τέκνα ή αδελφοί αναπήρων ή θυμάτων ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας ειρηνικής περιόδου, (γ) τέκνα ή αδελφοί συνταξιοδοτηθέντων ως αναπήρων και θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως, (δ) οι καταγόμενοι εκ Βορείου Ηπείρου, (ε) τέκνα πολυτέκνων, (στ) οι καταγόμενοι εκ παραμεθορίων περιοχών και (ζ) τέκνα μονίμων ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας εν ενεργεία ή εν αποστρατεία, κρίθηκε σε ορισμένες των περιπτώσεων ως συνταγματικό και σε άλλες αντισυνταγματικό.

Ως προς τα τέκνα των αναπήρων πολέμου κρίθηκε ότι δικαιολογείται η αφορώσα στα τέκνα των αναπήρων πολέμου διάκριση, γιατί επιβάλλεται η προτίμηση των υποστάντων θυσίες  αίματος υπέρ της πατρίδας και συνεπώς η διάταξη δεν αντίκειται προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας. 

Η διάκριση υπέρ των τέκνων πολυτέκνων κρίθηκε επίσης συνταγματικά θεμιτή, γιατί και αυτή δικαιολογείται επειδή επιβάλλεται η ενθάρρυνση των γεννήσεων προς αντιμετώπισή της, τότε, παρατηρουμένης μεγάλης μείωσης του πληθυσμού της χώρας. 

Αντίθετα, η διάκριση υπέρ των καταγομένων εκ παραμεθορίων περιοχών της ελληνικής επικράτειας, η καθιέρωση προνόμιου υπέρ ορισμένων προσώπων λόγω της εξ ορισμένων περιφερειών καταγωγής τους, κρίθηκε ότι προσκρούει στην αρχή της ισότητας, παρ’ όλον ότι στο απώτερο παρελθόν, όταν οι ακριτικές περιοχές είχαν υποστεί το κύριο βάρος των πολεμικών δοκιμασιών, η αντιμετώπιση ήταν διαφορετική.

Επίσης αντικείμενη στην αρχή της ισότητας κρίθηκε και η διάκριση υπέρ των τέκνων μονίμων ανδρών των σωμάτων ασφαλείας εν ενεργεία, ως άγουσα στη θέσπιση προνόμιου υπέρ ορισμένων προσώπων, λόγω της καταγωγής τους.

Δεν παραγνωρίζω ότι η υπόθεση ΣτΕ 2216/75 εκδόθηκε μετά την εισαγωγή, με τη θέσπιση του Ελληνικού Συντάγματος του 1975, του άρθρου 21(2), το οποίο προνοεί ότι πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες και ορφανά των εν πολέμω πεσόντων ως και πάσχοντες εξ ανιάτου σωματικής ή πνευματικής νόσου δικαιούνται της ειδικής φροντίδας του κράτους, πρόνοια που δεν υπάρχει στο δικό μας Σύνταγμα και η οποία επιτρέπει, σε περιορισμένη έκταση κάποιες αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας.

Όμως, στη συγκεκριμένη απόφαση καμιά αναφορά στο άρθρο 21(2) του Συντάγματος, δεν γίνεται. Η συλλογιστική της βασίζεται στις γενικές αρχές. Επιβεβαίωση τούτου είναι και το ότι η καθ’ υπέρβασιν του καθοριζόμενου αριθμού εισαγωγή στη Σχολή Αξιωματικών των καταγομένων από τη Βόρειο Ήπειρο ή των καταγομένων από παραμεθώριες περιοχές (κατηγορίες που δεν μνημονεύονται στο άρθρο 21(2) του Συντάγματος του 1975) εξετάζεται με βάση τις γενικές αρχές που ισχύουν και ως αιτιολογία για την απόρριψή τους δεν δίδεται το άρθρο 21(2) αλλά το μη εύλογο της διαφοροποίησης.

Περαιτέρω, για ορισμένες κατηγορίες, όπως στην περίπτωση των τέκνων των αναπήρων πολέμου, ακολουθήθηκε παλαιότερη νομολογία (ΣτΕ 1456/66 και 227/58) που ανέλυε την αρχή της ισότητας όπως προστατευόταν στο Σύνταγμα του 1952*, το  οποίο δεν περιείχε διάταξη αντίστοιχη του εδάφιου (2) του Άρθρου 21 του Συντάγματος του 1975.

Μια άλλη απόφαση, αυτή τη φορά της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, (ΣτΕ 477/89, (Ολ.), ΤοΣ. 1989, 147), έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι διάταξη με την οποία ο συνολικός βαθμός των υποψηφίων προσαυξάνεται κατά 10% εφόσον είναι δημότες του προκηρύξαντος τον διαγωνισμό δήμου ή κοινότητας, δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας γιατί σχετική διάκριση δικαιολογείται από την ανάγκη συγκράτησης των νέων ιδίως δημοτών των μικρών δήμων και κοινοτήτων, στους τόπους της καταγωγής τους. Κρίθηκε ότι η ρύθμιση αυτή δεν προσκρούει στην υπό του Συντάγματος καθιερούμενη αρχή της ισότητας ως μη υπερβαίνουσα τα ακραία όρια πέραν των οποίων το παρεχόμενο υπό του νόμου προνόμιο εμφανίζεται αδικαιολόγητο και εκ του λόγου τούτου συνταγματικώς ανεπίτρεπτο. Και στην περίπτωση αυτή η τάξη που ευνοείται δεν είναι μία από τις αναφερόμενες στο εδάφιο (2) του άρθρου 21 του [*549]Συντάγματος του 1975. Ούτε και γίνεται στην απόφαση οποιαδήποτε αναφορά στο άρθρο 21(2).

Εξ άλλου, σε άλλη περίπτωση κι αυτή τη φορά με βάση το Σύνταγμα του 1952, η προτίμηση υιών ή αδελφών θυμάτων πολέμου ή καταγομένων εξ αλυτρώτων ή ακριτικών περιοχών κρίθηκε ότι συνιστά προνομιακή μεταχείριση (ΣτΕ 129/1955).

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμο του 1997, Ν.55(1)/97, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.100(1)/98, ποσοστό 10% επί του συνολικού αριθμού των θέσεων κάθε μισθολογικής κλίμακας που προκηρύσσονται ή κενούνται κατ’ έτος σε οποιανδήποτε υπηρεσία του ευρύτερου δημόσιου τομέα, πληρούται από υποψήφιους που είναι παθόντες ή τέκνα εγκλωβισμένων, νοουμένου ότι κατέχουν τα προβλεπόμενα προσόντα. Τα πρόσωπα για τα οποία δημιουργείται η διάκριση είναι θύματα των διάφορων αγώνων ή δοκιμασιών του τόπου μας. Βρίσκω ότι η διάκριση που γίνεται δικαιολογείται απόλυτα γιατί επιβάλλεται η διαφορετική αντιμετώπιση των υποστάντων θυσίες κατά τις δύσκολες στιγμές του τόπου.

Η προτίμηση που παρέχεται στις συγκεκριμένες κατηγορίες, μπορεί να θεωρηθεί και ως ελάχιστος φόρος τιμής που οφείλεται και πρέπει να απονέμεται σε άτομα που υπέφεραν στις πλέον αγωνιώδεις στιγμές της πρόσφατης ιστορίας μας. Συνάμα συνιστά και ενθάρρυνση και επιβράβευση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς.

Η διάκριση που γίνεται δεν αντίκειται προς την αρχή της ισότητας. Ακόμα και όσον αφορά τα τέκνα εγκλωβισμένων, αναφορά η οποία ευθέως παραπέμπει στον τόπο καταγωγής, το γεγονός ότι οι εγκλωβισμένοι υφίστανται, για είκοσι οκτώ τώρα χρόνια, το βάρος της κατοχής, κάτω από τις δυσμενέστερες δυνατόν συνθήκες και με προσωπικές θυσίες, καθιστά τη διάκριση δικαιολογημένη.

Καταλήγω ότι οι πρόνοιες του Νόμου δεν προσκρούουν στην αρχή της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος και συνεπώς θα επέτρεπα την έφεση.

H έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο