Kυπριακή Δημοκρατία, Δέσπω Αποστολίδου ν. (Αρ. 2) (2002) 3 ΑΑΔ 576

(2002) 3 ΑΑΔ 576

[*576]27 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΔEΣΠΩ ΑΠΟΣΤΟΛIΔΟΥ,

Εφεσείουσα – Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΑΡ. 2),

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2588)

 

Ανώτατο Δικαστήριο ― Αποφάσεις Ολομέλειας ― Δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο επί νομικού ζητήματος ― Αρχές που εφαρμόζονται για απόκλιση από αυτό ― Νομολογία ― Διστακτικότητα στην απόκλιση ― Δικαιολογείται εφόσον διαπιστώνεται αναμφισβήτητο σφάλμα.

Ο περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμος (Ν.10/69) ― Άρθρο 35Β(4) ― Καταρτισμός καταλόγου υποψηφίων που συστήνονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ― Ένας κατάλογος καταρτίζεται στον οποίο περιλαμβάνονται όλοι οι προσοντούχοι υποψήφιοι, βάσει του σχεδίου υπηρεσίας ― Η απόφαση στην οποία καταρτίστηκαν δύο κατάλογοι προσοντούχων, βάσει της ειδικότητας τους, ακυρώθηκε ― Απόκλιση από το λόγο της απόφασης της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2749.

Η εφεσείουσα επεδίωξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση την ακύρωση της απόφασης προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Βοηθού Διευθύντριας Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, στον κλάδο της Φιλολογίας. Το κύριο ζήτημα κατ’ έφεση ήταν αν  νόμιμα ή όχι καταρτίστηκαν δύο κατάλογοι συστηνομένων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, βάσει του κλάδου στον οποίο υπηρετούσαν. Επειδή το θέμα είχε ήδη κριθεί σε άλλη αναθεωρητική έφεση, υπέρ της νομιμότητας καταρτισμού δύο καταλόγων, συζητήθηκε κατά πόσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις απόκλισης από το λόγο δεσμευτικού δικαστικού προηγούμενου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*577]

1. Πότε μπορεί να δικαιολογηθεί παρέκκλιση από το λόγο δεσμευτικού κατά τα άλλα δικαστικού προηγούμενου, κατοπτρίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από τη Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου και Άλλου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338:

    «Τα περιθώρια και προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της που περιέχονται στη διακήρυξη του 1966, [1966] 3 All E.R. 77. Στο προοίμιο της Διακήρυξης Πρακτικής επαναβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένους τομείς. Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου. .............. Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. ............ »

    Αυτό είναι το κεφαλαιώδες ζήτημα που τίθεται προς εξέταση στην παρούσα έφεση, εφόσον, εάν κριθεί ότι δεν δικαιολογείται απόκλιση, προοιωνίζεται η απόρριψη της έφεσης και, σε αντίθετη περίπτωση, η αποδοχή της. Αναμφίβολο είναι ότι υπάρχει διστακτικότητα στην απόκλιση από το λόγο πρόσφατης δεσμευτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δικαιολογείται, όμως, και σ’ εκείνη την περίπτωση η αποδέσμευση από το λόγο δικαστικής απόφασης, εφόσον διαπιστώνεται ότι εδράζεται σε αναμφισβήτητο σφάλμα. Και το ερώτημα, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι κατά πόσο ο λόγος της Α.Ε. 2749 καταφαίνεται ως εσφαλμένος. 

2. Το πρώτο θέμα που αναφύεται είναι κατά πόσο οι σχετικές διατάξεις του Νόμου παρέχουν τη δυνατότητα για την ετοιμασία περισσοτέρων του ενός καταλόγου. Αφετηρία για το εγχείρημα αποτελεί το κείμενο του εδαφίου (4) του Άρθρου 35Β του Νόμου.

    Αναφορά γίνεται σε «κατάλογο», όρος διατυπωμένος στον ενικό, που περιλαμβάνει και τον πληθυντικό, σύμφωνα με τον ερμηνευτικό κανόνα  του όρου “words”– «λέξεις» του Άρθρου 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1. Επομένως, η χρήση του σχετικού όρου [*578]στον ενικό δεν παρεμβάλλει, αφ’ εαυτής, κώλυμα στην ετοιμασία περισσοτέρων καταλόγων του ενός. Όμως, ο όρος «κατάλογος» προσδιορίζεται απ’ ό,τι ακολουθεί στο Νόμο και αυτό αποκλείει την ετοιμασία περισσοτέρων καταλόγων του ενός. Ο υπό εξέταση κατάλογος είναι ο «κατάλογος των υποψηφίων που συστήνει ...», χωρίς να γίνεται καμιά διάκριση μεταξύ των συστηθέντων. Καθίσταται βέβαιο ότι ο Νόμος κάμνει πρόνοια για ένα «κατάλογο» απ’ ότι ακολουθεί τη λέξη «συστήνει με σειρά προτεραιότητας η οποία θα καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των προσοντούχων υποψηφίων σε μονάδες όπως παρακάτω ...». Προκύπτει ότι ο κατάλογος περιλαμβάνει όλους τους υποψηφίους οι οποίοι ταξινομούνται σε σειρά προτεραιότητας ανάλογη με τη βαθμολογία τους. Η σειρά αυτή εμφανίζεται σε ενιαίο κατάλογο.

    Αλλά και επόμενες διατάξεις του Νόμου υποδηλώνουν ότι ο νομοθέτης είχε μόνο ένα κατάλογο κατά νουν. Το εδάφιο (7) του Άρθρου 35Β του Νόμου παρέχει δικαίωμα σε κάθε υποψήφιο να ζητήσει με γραπτή ένσταση την αναθεώρηση του καταλόγου που τον αφορά. Η ένσταση έχει ως λόγο την κατάταξη του επηρεαζομένου στον ενιαίο κατάλογο των υποψηφίων, ο οποίος προδιαγράφει σε μεγάλο βαθμό τις πιθανότητες προαγωγής του. Τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει οτιδήποτε άλλο στο Νόμο το οποίο να διαφοροποιεί την προρρηθείσα κατάσταση πραγμάτων; Στην Α.Ε. 2749 υποστηρίζεται ότι το Άρθρο 35Γ του Νόμου δικαιολογεί την ετοιμασία ξεχωριστού καταλόγου για υποψηφίους, που δεν ανήκουν στο διδακτικό προσωπικό της Φιλολογίας, παρόλο που είναι προσοντούχοι για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση Βοηθού Διευθυντή. Το Άρθρο 35Γ διαλαμβάνει:

«35Γ. – (1)  Οι προαγωγές στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης και Τεχνικής Εκπαίδευσης θα γίνονται κατά ειδικότητα με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων κάθε ειδικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των Άρθρων 35, 35Α και 35Β του Νόμου αυτού.

(2) Η κατανομή των θέσεων στις διάφορες ειδικότητες όπως επίσης και ο καθορισμός των ειδικοτήτων θα γίνεται από την αρμόδια αρχή κατά το χρόνο που υποβάλλεται η πρόταση για πλήρωση των θέσεων, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας.»

    Η διάρθρωση των θέσεων Βοηθού Διευθυντή κατά ειδικότητα θα μπορούσε ως θέμα αρχής να δικαιολογήσει τον περιορισμό των υποψηφίων για τις θέσεις σε καθηγητές της Φιλολογίας, πλην δεν το [*579]έπραξε ο Νόμος ούτε το σχέδιο υπηρεσίας. Ούτε καθιστά το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα διδακτική υπηρεσία στη Φιλολογία. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η συγκεκριμένη καθηγήτρια είναι προσοντούχος. Το Άρθρο 35Γ δε διαφοροποιεί τις πρόνοιες του Άρθρου 35Β. Ό,τι προβλέπει είναι ότι οι προαγωγές στη θέση Βοηθού Διευθυντή θα γίνονται κατά ειδικότητα, ως ορίζεται από την αρμόδια αρχή.  Η ειδικότητα αφορά τον κλάδο της υπηρεσίας όπου θα πληρωθεί η θέση. Δεν αναμορφώνει, ούτε μεταβάλλει τα προσόντα για προαγωγή ή την υποχρέωση για την υποβολή ενιαίου καταλόγου των υποψηφίων διορθωμένου κατά σειρά προτεραιότητας σύμφωνα με τη βαθμολογία τους.

    Στην προκείμενη περίπτωση, η εφεσείουσα κρίθηκε προσοντούχος και αυτό δεν είναι υπό αμφισβήτηση. Ούσα προσοντούχος έπρεπε να κριθεί και να αξιολογηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 35Β(4) του Νόμου και να περιληφθεί στον ενιαίο κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων, με τη σειρά που δικαιολογούσε η αριθμητική αποτίμηση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητάς της. Παρεπόμενα, καταρτίζεται, (μετά την εξέταση ενστάσεων), ο τελικός κατάλογος, Άρθρο 35Β(8), με τη σειρά των υποψηφίων, ο οποίος μπορεί να αναμορφωθεί μόνο μέσα στα περιορισμένα πλαίσια που καθορίζει το εδάφιο (10)(β) του Άρθρου 35Β. Η σειρά προτεραιότητας στον τελικό κατάλογο αποτελεί τον κατ’ εξοχή οδηγό για την πλήρωση των θέσεων.

    Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί, το Δικαστήριο θα αποστεί από το λόγο της Α.Ε. 2749. Ένας κατάλογος μπορούσε να καταρτισθεί και αυτός έπρεπε να περιλαμβάνει όλους τους προσοντούχους υποψηφίους, με τη σειρά που προβλέπει ο νόμος.

    Τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας εξέτασαν την υποψηφιότητα της εφεσείουσας έξω από το νενομισμένο πλαίσιο, διαπίστωση που επιβάλλει την ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης, αφορούσας την επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων. 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα πρωτoδίκως και κατ’ έφεση.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338,

Fitzleet Estates Ltd. v. Cherry [1977] 3 All E.R. 996,

Vulkan v. South India Shipping [1981] 1 All E.R. 289,

[*580]

Paal Wilson & Co v. Blumenthal [1983] 1 All E.R. 34,

Food Corp of India v. Antclizo Shipping [1988] 2 All E.R. 513,

O’Brien v. Robinson [1973] 1 All E.R. 583,

Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363,

Republic (Minister of Finance a.o.) v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213,

Μαυρογένης v. Βουλής κ.ά. (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια, καθηγήτρια Oικοκυρικών, εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 431/96), ημερομηνίας 16/1/98, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά του διορισμού, κατόπιν επανεξέτασης, των ενδιαφερομένων μερών από τους πρώτους στον καταρτισθέντα από τη Συμβουλευτική Eπιτροπή κατάλογο, καθηγητών Φιλολογίας, στη θέση Bοηθού Διευθυντή Σχολείων Mέσης Γενικής Eκπαίδευσης στον κλάδο της Φιλολογίας, στον οποίο η ίδια δεν περιελήφθη εφόσον δεν υπηρετούσε στον κλάδο της Φιλολογίας αλλά σε άλλο κλάδο.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η εφεσείουσα είναι πτυχιούχος της Οικιακής Οικονομίας και της Φιλολογίας. Υπηρετεί ως καθηγήτρια των Οικοκυρικών. Αίτησή της για διορισμό στη θέση Βοηθού Διευθύντριας Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης στον κλάδο της Φιλολογίας απορρίφθηκε, λόγω μη κατοχής των απαιτούμενων από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντων. Δικαιώθηκε σε προσφυγή της – αρ. 765/87, απόφαση 21.12.1990 – μετά από τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι κατείχε τα προσόντα για διορισμό στη θέση Βοηθού Διευθύντριας. Το δικαιολογητικό της δικαστικής απόφασης εστιάζεται στο λόγο ότι η θέση Βοηθού Διευθύντριας δεν είναι μόνο θέση προ[*581]αγωγής αλλά και θέση πρώτου διορισμού. Κατείχε επομένως τα απαραίτητα προσόντα για διορισμό στη θέση.

Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας επανεξέτασε το θέμα στο πλαίσιο της πλήρωσης των ακυρωθεισών προαγωγών ή διορισμών που έγιναν στη θέση Βοηθού Διευθυντή στην προσφυγή της εφεσείουσας. Κινήθηκε εκ νέου ο μηχανισμός για την πλήρωση των θέσεων, παραπέμποντας εκ νέου την αξιολόγηση των υποψηφίων στη Συμβουλευτική Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35Β(4) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου Ν.10/69, όπως διαμορφώθηκε από τον τροποποιητικό Νόμο Ν.65/87, (ο «Νόμος»). Η σχετική πρόνοια του Νόμου προβλέπει τον καταρτισμό καταλόγου των υποψηφίων που συστήνονται με σειρά προτεραιότητας, η οποία καθορίζεται βάσει της αριθμητικής αποτίμησης των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των προσοντούχων υποψηφίων, σύμφωνα με τη βαρύτητα που τους αποδίδει ο Νόμος.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή αντί ενός κατάρτισε δύο καταλόγους. Στον πρώτο συμπεριέλαβε όλους τους καθηγητές της φιλολογίας ταξινομώντας τους σύμφωνα με την αριθμητική αποτίμηση των στοιχείων τους. Στο δεύτερο κατάλογο περιέλαβε την εφεσείουσα η οποία δεν υπηρετούσε στον κλάδο της Φιλολογίας. Αναμφισβήτητο είναι ότι εάν η εφεσείουσα συμπεριλαμβανόταν σε ενιαίο κατάλογο αυτή θα ήταν πρώτη στη σειρά κατάταξης λόγω των υψηλότερων μονάδων που δικαιολογούσε η αξιολόγηση των στοιχείων της.

Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αποδέχτηκε την υποβολή ξεχωριστών καταλόγων και προέβη στο διορισμό των τριών πρώτων, στον καταρτισθέντα κατάλογο, καθηγητών της Φιλολογίας, δηλαδή εκείνων οι οποίοι είχαν συγκεντρώσει τις υψηλότερες μονάδες. Η εφεσείουσα προσέβαλε και τη νέα απόφαση, αξιώνοντας την ακύρωσή της για σειρά λόγων, οι οποίοι απολήγουν σε πλάνη περί το νόμο, προερχόμενη από το παραδεχτό καταρτισμού περισσότερων του ενός καταλόγου από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και τελικά τη μη επιλογή της παρά την υπέρτερη βαθμολογία της. Όπως προκύπτει από το πρακτικό της Ε.Ε.Υ., η εφεσείουσα δεν επελέγη, λόγω του ότι δεν ασκούσε τα καθήκοντα καθηγητή φιλολογικών μαθημάτων. Η εφεσείουσα προσέβαλε και τη νέα απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και αξίωσε την ακύρωση της προαγωγής των τριών επιλεγέντων. Η προσφυγή της απορρίφθηκε. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι θέσεις Βοηθού Διευθυντή, οι οποίες θα πληρώνονταν, ήταν στον κλάδο της Φιλολογίας, καθορισθείσες προς τούτο [*582]από το άρθρο 35Γ(1) του Νόμου, το οποίο καθιστούσε παραδεχτό τον καταρτισμό περισσοτέρων του ενός καταλόγου και δικαιολογούσε τελικά την απόφαση της Ε.Ε.Υ. να μην την επιλέξει. Ο καταρτισμός ξεχωριστού καταλόγου εδικαιολογείτο, όπως προκύπτει από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, από τη φύση των πραγμάτων. Ως εκ τούτου δεν υπήρξε πλάνη περί το νόμο. Η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση, ως προς τη δυνατότητα καταρτισμού ξεχωριστού καταλόγου και της εξέτασης της υποψηφιότητας της εφεσείουσας, ανεξάρτητα από τα υπηρεσιακά της στοιχεία, υιοθετήθηκε από το Δικαστήριο και σε άλλη υπόθεση της εφεσείουσας σε απόφαση που εκδόθηκε από άλλο μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 763/96. (Βλ. απόφασή μας ημερομηνίας 15.2.2002, στην οποία εξηγείται το ιστορικό των δύο υποθέσεων.) 

Εναντίον της απόφασης στην προσφυγή 763/96, ασκήθηκε έφεση αρ. 2749, η οποία απορρίφθηκε στις 9.4.2001. Η ολομέλεια επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση σ’ όλα της τα σημεία.   Έκρινε παραδεχτό τον καταρτισμό περισσοτέρων του ενός καταλόγου από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ορθή την απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας να προβεί σε διάκριση στην αποτίμηση των διεκδικήσεων της εφεσείουσας με αναφορά στο διδακτικό τομέα που υπηρετούσε.

Ανάλογα θέματα εγείρονται και στην παρούσα υπόθεση. Έχουμε κληθεί να αποστούμε από τη δέσμευση που ενέχει ο λόγος της Α.Ε.2749, για την επίλυση του ιδίου κατ’ ουσία νομικού θέματος, στην παρούσα υπόθεση. Πότε μπορεί να δικαιολογηθεί παρέκκλιση από το λόγο δεσμευτικού κατά τα άλλα δικαστικού προηγούμενου, κατοπτρίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από τη Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου και Άλλου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338:

«Τα περιθώρια και προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της που περιέχονται στη διακήρυξη του 1966, [1966] 3 All E.R. 77. Στο προοίμιο της Διακήρυξης Πρακτικής επαναβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένους τομείς. Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιο[*583]λογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου (Fitzleet Estates Ltd. v. Cherry [1977] 3 All E.R. 996, “(H.L.) - Βλ. Επίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping [1981] 1 All E.R. 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal [1983] 1 All E.R. 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping [1988] 2 All E.R. 513). Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. (O’Brien v. Robinson [1973] 1 All E.R. 583, (H.L.)).”»

Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, στην οποία εξετάστηκε σε έκταση πότε είναι παραδεχτή απόκλιση από προηγούμενη δεσμευτική δικαστική απόφαση  και τα περιθώρια απαγκίστρωσης από το λόγο δικαστικής απόφασης. Τόσο στην απόφαση αυτή όσο και στην προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που πραγματεύεται το ίδιο ζήτημα Republic (Minister of Finance and Another) v. Demetrios Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213, υπογραμμίζεται το δικαιολογημένο της απόκλισης από προηγούμενη απόφαση, όπου διαπιστώνεται ότι η αρχή την οποία ενσωματώνει είναι εσφαλμένη.

Το απόσπασμα από τη Νικολάου (ανωτέρω), το οποίο έχουμε παραθέσει, υιοθετείται στη μεταγενέστερη απόφαση Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, (απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου εν ολομελεία – απόφαση πλειοψηφίας), ως διαγράφον περιεκτικά τα περιθώρια απόκλισης από προηγούμενη δεσμευτική δικαστική απόφαση.

Αυτό είναι το κεφαλαιώδες ζήτημα που τίθεται προς εξέταση στην παρούσα έφεση, εφόσον, εάν κριθεί ότι δεν δικαιολογείται απόκλιση, προοιωνίζεται η απόρριψη της έφεσης και, σε αντίθετη περίπτωση, η αποδοχή της. Αναμφίβολο είναι ότι υπάρχει διστακτικότητα στην απόκλιση από το λόγο πρόσφατης δεσμευτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δικαιολογείται, όμως, και σ’ εκείνη την περίπτωση η αποδέσμευση από το λόγο δικαστικής απόφασης, εφόσον διαπιστώνεται ότι εδράζεται σε αναμφισβήτητο σφάλμα.  Και το ερώτημα, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι κατά πόσο ο λόγος της Α.Ε. 2749 καταφαίνεται ως εσφαλμένος. Το πρώτο θέμα που αναφύεται είναι κατά πόσο οι σχετικές διατάξεις του Νόμου παρέχουν τη δυνατότητα για την ετοιμασία περισσοτέρων του ενός καταλόγου. Αφετηρία για το εγχείρημα αποτελεί η παράθεση του κειμένου του εδαφίου (4) του Άρθρου [*584]35Β του Νόμου:

«(4) Όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης η οποία ανήκει στο διδακτικό προσωπικό των σχολείων μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει με σειρά προτεραιότητας η οποία θα καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των προσοντούχων υποψηφίων σε μονάδες όπως παρακάτω:

(α) αξία: ........................

(β) προσόντα: ...............

(γ) αρχαιότητα: ............»

Αναφορά γίνεται σε «κατάλογο», όρος διατυπωμένος στον ενικό, που περιλαμβάνει και τον πληθυντικό, σύμφωνα με τον ερμηνευτικό κανόνα  του όρου “words”– «λέξεις» του άρθρου 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1. Επομένως, η χρήση του σχετικού όρου στον ενικό δεν παρεμβάλλει, αφ’ εαυτής, κώλυμα στην ετοιμασία περισσοτέρων καταλόγων του ενός. Όμως, ο όρος «κατάλογος» προσδιορίζεται απ’ ό,τι ακολουθεί στο Νόμο και αυτό αποκλείει την ετοιμασία περισσοτέρων καταλόγων του ενός. Ο υπό εξέταση κατάλογος είναι ο «κατάλογος των υποψηφίων που συστήνει ...», χωρίς να γίνεται καμιά διάκριση μεταξύ των συστηθέντων. Καθίσταται βέβαιο ότι ο Νόμος κάμνει πρόνοια για ένα «κατάλογο» απ’ ότι ακολουθεί τη λέξη «συστήνει με σειρά προτεραιότητας η οποία θα καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των προσοντούχων υποψηφίων σε μονάδες όπως παρακάτω ...». Προκύπτει ότι ο κατάλογος περιλαμβάνει όλους τους υποψηφίους οι οποίοι ταξινομούνται σε σειρά προτεραιότητας  ανάλογη με τη βαθμολογία τους. Η σειρά αυτή εμφανίζεται σε ενιαίο κατάλογο.

Αλλά και επόμενες διατάξεις του Νόμου υποδηλώνουν ότι ο νομοθέτης είχε μόνο ένα κατάλογο κατά νουν. Το εδάφιο (7) του Άρθρου 35Β του Νόμου παρέχει δικαίωμα σε κάθε υποψήφιο να ζητήσει με γραπτή ένσταση την αναθεώρηση του καταλόγου που τον αφορά. Η ένσταση έχει ως λόγο την κατάταξη του επηρεαζομένου στον ενιαίο κατάλογο των υποψηφίων, ο οποίος προδιαγράφει σε μεγάλο βαθμό τις πιθανότητες προαγωγής του. Τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει οτιδήποτε άλλο στο Νόμο το οποίο να διαφοροποιεί την προρρηθείσα κατάσταση πραγμάτων; Στην Α.Ε. 2749 υποστηρίζεται ότι το Άρθρο 35Γ του Νόμου δικαιολογεί την ετοιμασία ξεχωριστού καταλόγου για υποψηφίους, που δεν [*585]ανήκουν στο διδακτικό προσωπικό της Φιλολογίας, παρόλο που είναι προσοντούχοι για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση Βοηθού Διευθυντή. Το Άρθρο 35Γ διαλαμβάνει:

«35Γ. – (1) Οι προαγωγές στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης και Τεχνικής Εκπαίδευσης θα γίνονται κατά ειδικότητα με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων κάθε ειδικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 35, 35Α και 35Β του Νόμου αυτού.

(2) Η κατανομή των θέσεων στις διάφορες ειδικότητες όπως επίσης και ο καθορισμός των ειδικοτήτων θα γίνεται από την αρμόδια αρχή κατά το χρόνο που υποβάλλεται η πρόταση για πλήρωση των θέσεων, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας.»

Η διάρθρωση των θέσεων Βοηθού Διευθυντή κατά ειδικότητα θα μπορούσε ως θέμα αρχής να δικαιολογήσει τον περιορισμό των υποψηφίων για τις θέσεις σε καθηγητές της Φιλολογίας, πλην δε το έπραξε ο Νόμος ούτε το σχέδιο υπηρεσίας. Ούτε καθιστά το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα διδακτική υπηρεσία στη Φιλολογία. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η συγκεκριμένη καθηγήτρια είναι προσοντούχος. Το Άρθρο 35Γ δε διαφοροποιεί τις πρόνοιες του Άρθρου 35Β. Ό,τι προβλέπει είναι ότι οι προαγωγές στη θέση Βοηθού Διευθυντή θα γίνονται κατά ειδικότητα, ως ορίζεται από την αρμόδια αρχή. Η ειδικότητα αφορά τον κλάδο της υπηρεσίας όπου θα πληρωθεί η θέση. Δεν αναμορφώνει, ούτε μεταβάλλει τα προσόντα για προαγωγή ή την υποχρέωση για την υποβολή ενιαίου καταλόγου των υποψηφίων διορθωμένου κατά σειρά προτεραιότητας σύμφωνα με τη βαθμολογία τους.

Στην προκείμενη περίπτωση, η εφεσείουσα κρίθηκε προσοντούχα και αυτό δεν είναι υπό αμφισβήτηση. Ούσα προσοντούχα έπρεπε να κριθεί και να αξιολογηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 35Β(4) του Νόμου και να περιληφθεί στον ενιαίο κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων, με τη σειρά που δικαιολογούσε η αριθμητική αποτίμηση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητάς της. Παρεπόμενα, καταρτίζεται, (μετά την εξέταση ενστάσεων), ο τελικός κατάλογος, Άρθρο 35Β(8), με τη σειρά των υποψηφίων, ο οποίος μπορεί να αναμορφωθεί μόνο μέσα στα περιορισμένα πλαίσια που καθορίζει το εδάφιο (10)(β) του Άρθρου 35Β. Η σειρά προτεραιότητας στον τελικό κατάλογο αποτελεί τον κατ’ εξοχή οδηγό για την πλήρωση των θέσεων. 

Για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, θα αποστούμε από το λό[*586]γο της Α.Ε. 2749. Ένας κατάλογος μπορούσε να καταρτισθεί και αυτός έπρεπε να περιλαμβάνει όλους τους προσοντούχους υποψηφίους με τη σειρά που προβλέπει ο νόμος.

Καταλήγουμε ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας εξέτασαν την υποψηφιότητα της εφεσείουσας έξω από το νενομισμένο πλαίσιο, διαπίστωση που επιβάλλει την ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης, αφορούσας την επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

Η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται εξ ολοκλήρου, βάσει των διατάξεων του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο