Παπαδόπουλος Γιάννος ν. Χρίστου Ιωσηφίδη και Άλλης (2002) 3 ΑΑΔ 601

(2002) 3 ΑΑΔ 601

[*601]2 Οκτωβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΙAΝΝΟΣ ΠΑΠΑΔOΠΟΥΛΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΧΡIΣΤΟΥ ΙΩΣΗΦIΔΗ,

Εφεσιβλήτου,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3033)

 

Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Δυνατότητα επαναδιερεύνησης προσόντων υποψηφίου από την Ε.Δ.Υ. σε διαδικασία επανεξέτασης ― Υπό ποιες περιστάσεις επιτρέπεται ― Αυτή η δυνατότητα είναι ενταγμένη στην αρχή της καλής πίστης ― Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης η Ε.Δ.Υ. δεν διατηρούσε τέτοια δυνατότητα, ενόψει απόφασης της Ολομέλειας που της στερούσε τέτοια δυνατότητα.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Έκδηλη υπεροχή ― Ζήτημα τέτοιο δεν μπορεί να εξεταστεί εφόσον ο αιτητής είχε αποκλειστεί.

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Μόνο για ζητήματα που τέθηκαν ή εξετάστηκαν πρωτόδικα.

Το ενδιαφερόμενο μέρος εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση, βάσει της οποίας η επίδικη στην προσφυγή του εφεσίβλητου απόφαση της Ε.Δ.Υ., ακυρώθηκε.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση και την αντέφεση, αποφάσισε ότι:

1. Δεν αμφισβητείται η δυνατότητα που νομολογιακά αναγνωρίζεται στο διορίζον όργανο να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος.  Αυτή όμως η δυνατότητα είναι ενταγμένη στην αρχή της καλής πίστης – βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Ανδρέας Καμένος ν. [*602]Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25, την οποία έδωσε ο Καλλής, Δ. – και δεν είναι απεριόριστης εμβέλειας. Εξαρτάται από τις περιστάσεις. Η διαφωνία του Δικαστηρίου με την απόφαση στη Χρ. Ιωσηφίδη ν. Α. Δαβερώνα εντοπίζεται στην αντίκρυση και αξιολόγηση των περιστάσεων που υποθεμελίωναν την ερμηνεία της προηγούμενης απόφασης της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Χρίστου Ιωσηφίδη και όχι σε γενικότερη νομολογιακή αρχή.

    Θεωρείται λοιπόν ότι η απόφαση της Ολομέλειας στη Χρ. Ιωσηφίδης ν. Α. Δαβερώνα, η οποία αφορούσε τη διαδικασία για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας δεν δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο σε ό,τι αφορά την κρίση του σε σχέση με τη διαδικασία για τη θέση Διευθυντή, αφού τη συνάρτηση με την πρώτη την εξετάζει με αναφορά σε προγενέστερο χρόνο, στη βάση της δικής του αντίληψης περί της απόφασης της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Χρίστου Ιωσηφίδη. Η διαφορά στο αποτέλεσμα, όσο και αν είναι ανεπιθύμητη, καθίσταται εν τούτοις αναπόφευκτη. Το Δικαστήριο καταλήγει ότι η Ε.Δ.Υ. δεν διατηρούσε εν προκειμένω δυνατότητα να μη θεωρήσει τον εφεσίβλητο προσοντούχο.

2. Υπάρχει και αντέφεση. Με την οποία ο εφεσίβλητος προβάλλει (α) ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να διερευνούσε υπό το φως του ιστορικού και βάσει του ισχύοντος σχεδίου υπηρεσίας το κατά πόσο ο ίδιος κατείχε τα προσόντα, και να κατέληγε σε οριστική επί του ζητήματος απόφαση η οποία να μην άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο μελλοντικής αμφισβήτησης και νέας δικαστικής κρίσης (λόγοι αντέφεσης 1, 2 και 4)· (β) ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξέταζε το υπό του ιδίου τεθέν ζήτημα περί  έκδηλης υπεροχής του (λόγος 3)· και (γ) ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως ο εφεσείων ήταν προσοντούχος (λόγος 5).

    Η Ε.Δ.Υ., με την προσέγγισή της, ήταν δεσμευμένη να θεωρήσει τον εφεσίβλητο προσοντούχο. Όμως, σε ό,τι αφορά την ουσία του ζητήματος, δικαστικός έλεγχος δεν χωρεί εν προκειμένω παρά μόνο στο πλαίσιο προσφυγής προς αμφισβήτηση τυχόν διορισμού του. Ως προς το δεύτερο, θεωρείται αυτονόητο πως δεν μπορούσε να εξεταστεί ζήτημα έκδηλης υπεροχής αφού, με δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος δεν θεωρήθηκε προσοντούχος, δεν υπήρξε πρωτογενώς από την Ε.Δ.Υ. σύγκριση του εφεσείοντος με τον εφεσίβλητο. Ως προς το τρίτο, επισημαίνεται ότι ο εφεσίβλητος δεν έθεσε με την προσφυγή του ζήτημα προσόντων του εφεσείοντος. Το ότι τέτοιο ζήτημα περιλήφθηκε στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου του, δεν το καθιστούσε εγειρόμενο προς εξέταση. Επιπλέον, το ότι το ζήτημα αποφασίστηκε – υπέρ του εφεσείοντος – σε άλλη, συνεκδικασθείσα, προσφυγή η οποία εν τέλει απορρίφθηκε για διαφορετικό λόγο, δεν παρέχει στον εφεσίβλητο δυ[*603]νατότητα να το προωθήσει κατ’ έφεση.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Χρίστου Ιωσηφίδη (1994) 3 Α.Α.Δ. 495,

Σύνδεσμος Πολεοδόμων Κύπρου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 348/96 κ.ά., ημερ. 31.1.2001,

Ιωσηφίδης κ.ά. v. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147,

Καμένος v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από το ενδιαφερόμενο μέρος και αντέφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 816/93), ημερομηνίας 14/3/2000, με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή του αιτητή και ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Tμήματος Πολεοδομίας και Oικήσεως, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ο Εφεσίβλητος Χρίστος Ιωσηφίδης εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Κ. Βελάρης, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Σε διαδικασία για την πλήρωση μιας μόνιμης (Τακτ. Προϋπ.) θέσης Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής), η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας θεώρησε τον εφεσίβλητο Χρίστο Ιωσηφίδη μη προσοντούχο και τον απέκλεισε από τα περαιτέρω. Εν συνεχεία, με απόφαση ημερ. 14 Ιουλίου 1993, η Ε.Δ.Υ. επέλεξε για προαγωγή τον εφεσείοντα, Γιάννο Παπαδόπουλο. Ο εφεσίβλητος προσέβαλε την απόφαση με την προσφυγή αρ. 816/93 και στις 14 Μαρτίου 2000 το Ανώτατο Δικαστήριο την ακύρωσε. Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης.

[*604]Η θέση δημοσιεύτηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1992 και υποβλήθηκαν έντεκα αιτήσεις. Σε συνεδρία ημερ. 19 Νοεμβρίου 1992, η Ε.Δ.Υ. «αφού εξέτασε όλες τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν, έκρινε ότι ..... δέκα αιτητές διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα και επομένως είναι επιλέξιμοι για διορισμό/προαγωγή». Στους δέκα συμπεριλαμβανόταν και ο εφεσίβλητος, με την επιφύλαξη όμως της διερεύνησης, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, του επιπέδου γνώσης της Αγγλικής γλώσσας και της κατοχής του προβλεπόμενου επιπρόσθετου προσόντος. Εν συνεχεία υπήρξε υπαναχώρηση. Αντί να κληθούν οι υποψήφιοι σε προφορική εξέταση, η Ε.Δ.Υ., σε συνεδρία ημερ. 24 Νοεμβρίου 1992, «ασχολήθηκε με πληροφορίες που είχε όσον αφορά τα προσόντα του αιτητή Ιωσηφίδη Χρίστου», δηλαδή εκείνα από τα προσόντα για τα οποία στην προηγούμενη συνεδρία της η Ε.Δ.Υ. δεν είχε διατυπώσει επιφύλαξη. Έτσι αποφάσισε να προχωρήσει σε περαιτέρω διερεύνηση. Σε συνεδρία ημερ. 8 Μαρτίου 1993 η Ε.Δ.Υ. σημείωσε πως «τα προσόντα που προβλέπονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Διευθυντή είναι παρόμοια στα ουσιώδη μέρη με τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας». Και επειδή, κατόπιν επιτυχούς προσφυγής του εφεσιβλήτου σε προηγηθείσα διαδικασία για την πλήρωση θέσης Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας θα ακολουθούσε επανεξέταση αν αποτύγχανε η εκκρεμούσα έφεση της Ε.Δ.Υ. - η Α.Ε. 1720 - η Ε.Δ.Υ. έκρινε σκόπιμο να εξετάσει πρώτα αν ο εφεσίβλητος κατείχε τα προσόντα εκείνης της θέσης.  Πρόσθεσε δε τα εξής:

«...... στην περίπτωση που θα αποτύχει η Έφεση και θα απαιτηθεί επανεξέταση της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης, τότε τυχόν απόφαση της Επιτροπής ότι ο αιτητής είναι προσοντούχος θα είναι δεσμευτική και σ’ ό,τι αφορά την παρούσα διαδικασία πλήρωσης της κενής θέσης Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης.»

Επομένως, το κατά πόσο ο εφεσίβλητος κατείχε τα προσόντα για τη θέση Διευθυντή, η Ε.Δ.Υ. το εξάρτησε από το κατά πόσο κατείχε τα προσόντα για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας. Γι’ αυτό προχώρησε, στο πλαίσιο πλήρωσης της θέσης Διευθυντή, να εξετάσει το κατά πόσο ο εφεσίβλητος κατείχε τα προσόντα της άλλης θέσης για την οποία εκκρεμούσε ξεχωριστή διαδικασία. Και ενώ είναι προφανές, από ό,τι αμέσως ακολούθησε, ότι η Ε.Δ.Υ. είχε κατά νου την αρνητική απάντηση, προνόησε περιέργως και για την αντίθετη κατάληξη – αυτή που παραθέσαμε ανωτέρω – την οποία συσχέτισε με αποτυχία της έφεσής της, όταν το κατά πόσο ο εφεσίβλητος θα ήταν ή όχι προσοντούχος για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας σημασία [*605]θα αποκτούσε ούτως ή άλλως μόνο αν η έφεση αποτύγχανε. Η Ε.Δ.Υ. εν προκειμένω έκρινε, για λόγους που εξήγησε, πως ο εφεσίβλητος δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας και επομένως ούτε της θέσης Διευθυντή. Παραθέτουμε το καταληκτικό μέρος:

«Η κρίση της Επιτροπής για τα προσόντα και την πείρα του αιτητή για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας καθορίζει και την κρίση της Επιτροπής για τα προσόντα και την πείρα του αιτητή για τη θέση Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης αφού οι απαιτήσεις είναι οι ίδιες.  Η Επιτροπή επίσης δε διαπίστωσε οποιαδήποτε διαφοροποίηση στα προσόντα του αιτητή μεταξύ του χρόνου αίτησής του για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, ημερ. 8.3.89, και τη θέση Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης, ημερ. 28.9.92.»

Κατόπιν αυτής της κατάληξης η Ε.Δ.Υ. ζήτησε από τη Νομική Υπηρεσία γνωμάτευση αναφορικά, μεταξύ άλλων, με το κατά πόσο

«.... η Επιτροπή είναι δεσμευμένη να θεωρήσει ως δεδικασμένη την απόφαση της Επιτροπής υπό την προηγούμενή της σύνθεση, ότι ο αιτητής ήταν προσοντούχος ή κατά πόσον έχει υποχρέωση και εξουσία να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας του όλου θέματος και να αποφασίσει κατά πόσον ο υποψήφιος ήταν προσοντούχος.»

Η Νομική Υπηρεσία γνωμάτευσε ότι:

«Το γεγονός ότι η Επιτροπή υπό την προηγούμενή της σύνθεση είχε θεωρήσει τον κ. Ιωσηφίδη προσοντούχο για τη θέση του Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης, με βάση το ίδιο σχέδιο υπηρεσίας, δεν εμποδίζει την Επιτροπή από του να εξετάσει εκ νέου εάν για τις υπό πλήρωση θέσεις για τις οποίες ο κ. Ιωσηφίδης υπέβαλε αίτηση, κατέχει τα προσόντα που απαιτούν τα σχέδια υπηρεσίας των θέσεων αυτών και μετά από δέουσα έρευνα, με βάση όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, να καταλήξει στο κατά την κρίση της ορθό συμπέρασμα, διαφορετικό ή όχι από το προηγούμενο.»

Ενόψει της γνωμάτευσης η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία ημερ. 21 Απριλίου 1993:

«..... επαναβεβαίωσε την απόφασή της ημερομηνίας 8.3.93 (θέμα Β. (1) (2) των πρακτικών) ότι ο ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ Χρίστος δεν [*606]είναι προσοντούχος τόσο για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης, όσο και για τη θέση Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης.»

Επειδή η Ε.Δ.Υ. συνάρτησε τα προσόντα του εφεσιβλήτου για τη θέση Διευθυντή με την κατάληξή της σε σχέση με τις ανάγκες της προηγούμενης διαδικασίας για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, χρειάζεται τώρα να αναφερθούμε  με λεπτομέρεια σε εκείνη τη διαδικασία. Η θέση ήταν, όπως και εδώ, πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η πλήρωση της θέσης ζητήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1989, και δημοσιεύτηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1989. Υποβλήθηκαν πέντε υποψηφιότητες μεταξύ των οποίων και του εφεσίβλητου ως του μόνου εξωϋπηρεσιακού. Επιλήφθηκε της περίπτωσης, βάσει του άρθρου 36 του τότε ισχύοντος περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 33/67 (όπως είχε τροποποιηθεί), Τμηματική Επιτροπή η οποία είχε ως πρόεδρο τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και περιλάμβανε στη σύνθεσή της και τον Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης. Η Τμηματική Επιτροπή θεώρησε τον εφεσίβλητο προσοντούχο και τον περιέλαβε στους τέσσερεις συστηθέντες. Προχώρησε η διαδικασία με συνεντεύξεις, και στο στάδιο της τελικής αξιολόγησης, σε συνεδρία ημερ. 8 Ιουνίου 1989, η Ε.Δ.Υ. έκρινε πως ο εφεσίβλητος υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε για διορισμό.

Η εν λόγω απόφαση παρέμεινε εσωτερικό ζήτημα γιατί προτού αυτή κοινοποιηθεί έγινε γνωστή και προκάλεσε τις άμεσες και έντονες αντιδράσεις του Κλάδου των Υπαλλήλων του Τμήματος Πολεοδομίας Οίκησης, ο οποίος την επομένη, 9 Ιουνίου 1989, με επιστολή προς την Ε.Δ.Υ. αντιτάχθηκε στο διορισμό εξωϋπηρεσιακών, ενώ παράλληλα ο Διευθυντής του Τμήματος επικοινώνησε με την Ε.Δ.Υ., τηλεφωνικώς στις 9 Ιουνίου 1989 και γραπτώς στις 10 Ιουνίου 1989, για να διατυπώσει ερωτηματικά αναφορικά με το κατά πόσο ο επιλεγείς κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα, παρόλον που ως την ημέρα που είχε ληφθεί η απόφαση τον θεωρούσε προσοντούχο. Λίγες ημέρες αργότερα παρενέβη και ο Σύνδεσμος  Πολεοδόμων Κύπρου  με παραστάσεις προς την Ε.Δ.Υ. αλλά και προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προβάλλοντας θέμα προσόντων. Στις 20 Ιουλίου 1989 το θέμα διορισμού του εφεσιβλήτου πήρε νέα τροπή. Ο Υπουργός Εσωτερικών, ως αρμόδια Αρχή, απέστειλε στην Ε.Δ.Υ. επιστολή με την οποία, επικαλούμενος την επιθυμία επανεξέτασης του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης, απέσυρε το αίτημα για πλήρωσή της, παρόλον που επρόκειτο για ένα εντελώς νέο σχέδιο υπηρεσίας και παρόλον που κατά την έναρξη της διαδικασίας είχε υποβάλει παράκληση όπως η θέση πληρωθεί το συντομότερο.

[*607]Η Ε.Δ.Υ. ζήτησε από τη Νομική Υπηρεσία γνωμάτευση ως προς το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το θέμα. Δόθηκε γνωμάτευση ότι η απόσυρση της πρότασης για πλήρωση της θέσης δεν βασιζόταν σε αντικειμενικούς λόγους και ως εκ τούτου θα διέτρεχε τον κίνδυνο να ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και ότι επομένως η Ε.Δ.Υ. θα έπρεπε να προχωρήσει σε σχετική διερεύνηση του ανακύψαντος θέματος των προσόντων του εφεσιβλήτου. Η γνωμάτευση κοινοποιήθηκε στην αρμόδια Αρχή η στάση της οποίας παρέμεινε όμως αμετάβλητη. Επικαλέστηκε μάλιστα τώρα και δεύτερο λόγο για την απόσυρση της πρότασης, ήτοι σοβαρούς υπηρεσιακούς λόγους που υπαγόρευαν την επανεξέταση της όλης δομής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης. Η Ε.Δ.Υ. εν συνεχεία πήρε από τη Νομική Υπηρεσία και δεύτερη γνωμάτευση σύμφωνα με την οποία η επαναδιερεύνηση των προσόντων του εφεσιβλήτου θα έπρεπε να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί. Και αυτό έπραξε.

Στις 22 Μαΐου 1990 η Ε.Δ.Υ. κατέληξε ξανά, υπό το φως αυτή τη φορά και των στοιχείων που πήρε τόσο από τις αρμόδιες αρχές της χώρας στην οποία ο εφεσίβλητος είχε αποκτήσει το υπό αμφισβήτηση πτυχίο του όσο και από τον εφεσίβλητο, ότι αυτός ήταν πράγματι προσοντούχος. Πληροφόρησε περί τούτου την αρμόδια Αρχή με επιστολή ημερ. 18 Ιουνίου 1990, προσθέτοντας και την εκτίμηση πως δεν υπήρχαν αποχρώντες λόγοι που να δικαιολογούσαν απόσυρση της πρότασης. Όμως η αρμόδια Αρχή επέμενε. Οπότε στις 29 Ιουνίου 1990 η Ε.Δ.Υ., αφού έλαβε υπόψη σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας και αφού σημείωσε στα πρακτικά τον «μεγάλο δισταγμό» της, δεν προχώρησε. Εν συνεχεία ζητήθηκε και η άποψη του ιδίου του Γενικού Εισαγγελέα κατ’ ακολουθίαν της οποίας η Ε.Δ.Υ., στις 30 Ιουλίου 1990, θεώρησε τη διαδικασία τερματισθείσα.

Ο εφεσίβλητος με την προσφυγή αρ. 795/90 προσέβαλε την απόφαση για ματαίωση της διαδικασίας και στις 3 Δεκεμβρίου 1992 το Ανώτατο Δικαστήριο την ακύρωσε. Κρίθηκε πρωτόδικα πως η απόσυρση της πρότασης για πλήρωση της θέσης αποτελούσε υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας αφού προδήλως είχε ως «μοναδικό σκοπό να εμποδισθεί ο διορισμός του αιτητή στην επίδικη θέση». Η Δημοκρατία άσκησε έφεση. Η Ολομέλεια την απέρριψε: βλ. Δημοκρατία ν. Χρίστου Ιωσηφίδη (1994) 3 Α.Α.Δ. 495. Στην απόφασή της η Ολομέλεια αναφέρθηκε με λεπτομέρεια και σχολίασε όλες τις πτυχές της υπόθεσης.  Επέκρινε με δριμύτητα τις εξωγενείς παρεμβάσεις στο έργο της Ε.Δ.Υ. όπως και την απόσυρση της πρότασης, καταλόγισε δε σφάλμα και στην Ε.Δ.Υ. για το ότι αποφάσισε υπό τέτοιες περιστάσεις να αναστείλει τον διορισμό και να επαναδιερευνήσει τα προσόντα του κ. Ιωσηφίδη. Στα ακόλουθα αποσπάσματα [*608](σελ. 512-513) συμπυκνώνεται καταληκτικά η ανησυχία την οποία η Ολομέλεια εξέφρασε στην απόφασή της, και υπό το φως αυτής της ανησυχίας είναι που θα πρέπει να εξεταστούν και τα περαιτέρω.  Εκδίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) ανέφερε τα εξής:

«Η απόφαση για την απόσυρση της πρότασης για την πλήρωση της θέσης είχε ως αφετηρία και αποκλειστικό σκοπό την ικανοποίηση του προσωπικού του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως με την αποτροπή του διορισμού εξωϋπηρεσιακού υποψηφίου σε μια τόσο σημαντική θέση στον κλάδο αυτό της υπηρεσίας.

........................................................................................................

Κάτω από οποιοδήποτε φακό κι αν κριθούν τα γεγονότα, το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι εκείνο που είχε εξαγάγει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ό,τι είναι ανησυχητικό, είναι η αδιαφορία της αρμόδιας Αρχής για τη δικαιϊκή υπόσταση της απόφασής της και η εμμονή στη θέση της με μόνο έρεισμα τη δύναμη με την οποία περιβάλλεται η εξουσία.

Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η απόφαση διαπνεόταν από αλλότρια κίνητρα, είναι απόλυτα δικαιολογημένο. Το συμφέρον της υπηρεσίας δεν ήταν ο οδηγός της αρμόδιας Αρχής στην άσκηση των εξουσιών της αλλά σκοποί ξένοι προς αυτό. Η χρήση της εξουσίας που παρέχει ο νόμος στη Διοίκηση, για σκοπούς αλλότριους προς τα συμφέροντα της υπηρεσίας, συνιστά κατάχρηση που διαβρώνει το θεμέλιο της δημόσιας υπηρεσίας και εκτρέπει τη λειτουργία της έξω από το πεδίο της χρηστής διοίκησης και μακριά από τις αρχές του κράτους δικαίου.»

Ως αποτέλεσμα της απόφασης της Ολομέλειας, η ματαιωθείσα διαδικασία για την πλήρωση της θέσης Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας έπρεπε να συνεχιστεί. Και αυτό σήμαινε, φυσικά, τον διορισμό του εφεσίβλητου. Όμως, όπως ήδη αναφέραμε, η Ε.Δ.Υ. – με διαφορετική πια σύνθεση – είχε στο μεταξύ, στις 8 Μαρτίου 1993, αποφασίσει στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας για την πλήρωση θέσης Διευθυντή πως ο εφεσίβλητος δεν κατείχε τα προσόντα της θέσης Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας. Γι’ αυτό προβληματίστηκε αναφορικά με το πώς θα προχωρούσε. Ο Γενικός Εισαγγελέας γνωμάτευσε, με επιστολές του, πως η Ε.Δ.Υ. είχε υποχρέωση «από το ακυρωτικό δεδικασμένο» να προσφέρει στον εφεσίβλητο θέση και δεν διατηρούσε διακριτική εξουσία να επιμείνει στην άποψή της ότι  δεν ήταν προσοντούχος. Ενόψει της γνωμάτευσης, η Ε.Δ.Υ. πρόσφερε στον εφεσίβλητο διορισμό στη θέση και έθεσε ως ημερομηνία [*609]ισχύος του διορισμού την 1 Ιουλίου 1990. Στο ακόλουθο απόσπασμα, από τα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 5 Ιανουαρίου 1996, η Ε.Δ.Υ. εξηγεί το πώς προσήγγισε την περίπτωση:

«Η Επιτροπή, αφού μελέτησε τις πιο πάνω επιστολές, αποφάσισε ότι τόσο η απόφαση του Δικαστηρίου όσο και η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα την υποχρεώνουν να προχωρήσει στο διορισμό του Ιωσηφίδη προς υλοποίηση των νομικών απαιτήσεων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οφείλει να πράξει τούτο, διατηρεί όμως την άποψη ότι, υπό το φως της απόφασης της παρούσας Επιτροπής, που λήφθηκε στις 8.3.93 (Θέμα Β(1)(2) των πρακτικών), με την οποία κρίθηκε ότι ο Ιωσηφίδης δεν κατέχει τα προσόντα της θέσης Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, η προσφορά σε αυτόν διορισμού προς υλοποίηση απόφασης της προηγούμενης Επιτροπής και ικανοποίηση των νομικών απαιτήσεων δεν εξυπακούει οποιαδήποτε υποχρέωση ή δέσμευση της παρούσας Επιτροπής όπως αναγνωρίσει σ’ αυτόν την κατοχή των προσόντων που απαιτούνται για τη συγκεκριμένη θέση ή για άλλη παρόμοια θέση στην οποία απαιτούνται τα ίδια προσόντα, και ότι εάν και όταν παρουσιαστεί τέτοιο θέμα η Επιτροπή θα το εξετάσει υπό το φως της νομολογίας που θα ισχύει. 

Στη συνέχεια η Επιτροπή προχώρησε στον καθορισμό ημερομηνίας ισχύος του αναδρομικού διορισμού του Ιωσηφίδη και, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και έλαβε υπόψη ότι αν η προηγούμενη Επιτροπή ολοκλήρωνε τη διαδικασία διορισμού του θα μεσολαβούσε σχετική καθυστέρηση μέχρι να εξασφαλιστεί ποινικό μητρώο από την Αστυνομία, έκρινε ως λογική ημερομηνία διορισμού την 1.7.90.

Ενόψει των πιο πάνω, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφέρει στον ΙΩΣΗΦΙΔΗ Χρίστο διορισμό στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης, αναδρομικά από 1.7.90.»

Ο εφεσίβλητος αποδέχτηκε τον διορισμό αλλά όχι και την ημερομηνία έναρξης σε σχέση με την οποία προσέφυγε επιτυχώς στο Ανώτατο Δικαστήριο. Τελικά η Ε.Δ.Υ. προέβη στο διορισμό του από 1 Ιουλίου 1989, ήτοι, ένα χρόνο ενωρίτερα από ό,τι πριν, όπως θα έπρεπε να γινόταν χωρίς συζήτηση εξ’ αρχής.

Δύο από τους υποψηφίους σε εκείνη τη διαδικασία για την πλήρωση θέσης Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, οι Ανδρέας Δαβερώνας και Γεώργιος Κασάπη, όπως και ο Σύνδεσμος Πολεοδόμων [*610]Κύπρου, προσέβαλαν τον διορισμό του εφεσίβλητου. Γνωρίζουμε τώρα και το αποτέλεσμα. Οι προσφυγές των δύο πέτυχαν αλλά του Συνδέσμου απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος: βλ. Σύνδεσμος Πολεοδόμων Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 348/96 κ.ά. ημερ. 31 Ιανουαρίου 2001. Κρίθηκε πρωτοδίκως από τον Κραμβή, Δ., ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. λήφθηκε «υπό καθεστώς πραγματικής και νομικής πλάνης» διότι:

«Προδήλως η ΕΔΥ θεώρησε ότι είχε δέσμια υποχρέωση να ακολουθήσει τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ενώ ταυτόχρονα φαίνεται πως παρερμήνευσε το λόγο (ratio decidendi) της Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδης (ανωτέρω) και τα εξ αυτής έννομα αποτελέσματα.»

Η εξήγηση για την κατάληξη βρίσκεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Είναι φανερό ότι, στην προκείμενη περίπτωση, η ΕΔΥ, ενήργησε αντίθετα προς την κρίση της, θεωρώντας προφανώς ότι είχε δέσμια υποχρέωση να ακολουθήσει τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα. Προδήλως, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να παραμείνει προσκολλημένη στην κρίση της προηγούμενης Επιτροπής καθόσον αφορά τα προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου γιατί αφ’ ενός τέτοια υποχρέωση δεν απέρρεε από το ακυρωτικό δεδικασμένο της υπόθεσης Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδης (ανωτέρω), και αφετέρου η απόφαση της προηγούμενης Επιτροπής για διορισμό του κ. Ιωσηφίδη παρέμεινε μέχρι τέλους ως internum της Επιτροπής αφού ουδέποτε δημοσιεύθηκε.

........................................................................................................

Και ενόσω η απόφαση της ΕΔΥ με την προηγούμενη σύνθεση παρέμεινε internum μέχρι την ώρα που η ΕΔΥ υπό νέα σύνθεση επιλήφθηκε ξανά του θέματος, αυτή η απόφαση μπορούσε να αλλάξει, εφόσον η ΕΔΥ υπό τη νέα σύνθεση, είχε τη γνώμη ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατείχε τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντα για διορισμό στην επίδικη θέση. Η ΕΔΥ υπό τη νέα σύνθεση διατηρούσε τη δυνατότητα να εξετάσει εκ νέου το θέμα των προσόντων και ύστερα από τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας να καταλήξει στα δικά της συμπεράσματα ενδεχομένως διαφορετικά από εκείνα της προηγούμενης και να αποφασίσει ότι δεν μπορούσε να διορίσει πρόσωπο που δεν ήταν προσοντούχο.  Βλ. Zacharias Ktorides and Another v. Republic (Council of Ministers and Others) (1973) 3 C.L.R. 171, Michael and Another v. The Public Service Commission (1982) 3 C.L.R. 726 και Frangoullides and Another v. The [*611]Public Service Commission (1985) 3 C.L.R. 1680.»

Τόσο ο εφεσίβλητος όσο και η Δημοκρατία άσκησαν έφεση με λόγους που αφορούν στο ανωτέρω σκεπτικό αλλά και σε ορισμένα προδικαστικά ζητήματα – δεν χρειάζεται να τα αναφέρουμε – τα οποία είχαν απασχολήσει. Η Ολομέλεια, κατά πλειοψηφία, θεώρησε ορθή την πρωτόδικη απόφαση. Ενώ το μέλος που διαφώνησε, εξέφρασε την άποψη, η οποία είχε ως άξονα την προαναφερθείσα απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Χρίστου Ιωσηφίδη (ανωτέρω), ότι επρόκειτο για ζήτημα συνέχισης διαδικασίας από το σημείο από το οποίο είχε διακοπεί, μετά την επιλογή του εφεσιβλήτου για τη θέση, και ότι αν επιτρεπόταν στην Ε.Δ.Υ. η επαναδιερεύνηση των προσόντων «θα εξουδετερώνετο η απόφαση της Ολομέλειας ότι κακώς η πρόταση απεσύρθη»: βλ. Χρ. Ιωσηφίδης κ.ά. ν. Α. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147.

Επανερχόμαστε στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης Διευθυντή, στην οποία αφορά η παρούσα υπόθεση. Η ακύρωση πρωτοδίκως της απόφασης της Ε.Δ.Υ. είχε ως βάση τη δήλωση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 8 Μαρτίου 1993, την οποία παραθέσαμε και πιο πριν, ότι:

«...... στην περίπτωση που θα αποτύχει η Έφεση και θα απαιτηθεί επανεξέταση της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης, τότε τυχόν απόφαση της Επιτροπής ότι ο αιτητής είναι προσοντούχος θα είναι δεσμευτική και σ’ ό,τι αφορά την παρούσα διαδικασία πλήρωσης της κενής θέσης Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης.»

Ο συνάδελφος κατέληξε στην ακύρωση με το ακόλουθο σκεπτικό:

«Αυτό αποτελεί μέρος της ίδιας της προσβαλλόμενης απόφασης της ΕΔΥ όσον αφορά το θέμα των προσόντων του κ. Ιωσηφίδη. Ανάγεται δε στο ότι, αν η ΕΔΥ, στα πλαίσια ενδεχόμενης επανεξέτασης της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, ήθελε κρίνει τον κ. Ιωσηφίδη προσοντούχο για τη θέση εκείνη, τότε η τοιαύτη απόφασή της “θα είναι δεσμευτική και σ’ ότι αφορά την παρούσα διαδικασία πλήρωσης της κενής θέσης Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης”. Έτσι αποφασίζοντας, η ΕΔΥ προφανώς, και ορθώς, είχε υπ’ όψη της, εφ’ όσον τα σχέδια υπηρεσίας των δύο θέσεων ήσαν πανομοιότυπα και είχε προηγηθεί η διαδικασία πλήρωσης της άλλης θέσης, και την ανάγκη δέσμευσής της προς το αποτέλεσμα αυτό καθ’ αυτό της Α.Ε. 1720 και την ανάγκη συνέπειας στη στάση της έναντι του θέματος [*612]προς αποφυγή αντιφατικής συμπεριφοράς.

Λοιπόν: η ΑΕ 1720 όντως απέτυχε και η ΕΔΥ, συνεπής προς την απόφασή της, προέβη σε πλήρωση της θέσης του Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, με την προσφορά της θέσης στον κ. Ιωσηφίδη, κρίνοντας έτσι τον κ. Ιωσηφίδη προσοντούχο και διορίζοντας τον στην εν λόγω θέση και μάλιστα αναδρομικά από 1.7.1990 (και, μετά την απόφαση στην προσφυγή του 236/96, αναδρομικά από 1.7.1989).  Αυτός ο διορισμός ήταν και καθοριστικός της τύχης της παρούσας προσφυγής, αφού, όπως η ίδια η ΕΔΥ είχε αποφασίσει, η μελλοντική κρίση της του κ. Ιωσηφίδη ως προσοντούχου για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας “θα είναι δεσμευτική” και όσον αφορά την επίδικη θέση.  Η δεσμευτικότητα εκείνης της κρίσης της ΕΔΥ αναιρούσε λοιπόν την άποψή της ότι ο κ. Ιωσηφίδης δεν ήταν προσοντούχος για τη θέση του Διευθυντή και έτσι έπληττε καίρια την απόφασή της να τον αποκλείσει, καθ’ όσον η προσβαλλόμενη στην παρούσα προσφυγή απόφασή της ότι ο κ. Ιωσηφίδης δεν ήταν προσοντούχος δεν ήταν απόλυτη αλλά ρητά και απερίφραστα εξαρτήθηκε από τη μελλοντική επιλογή από την ίδια την ΕΔΥ του κ. Ιωσηφίδη για τη θέση του Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας. Με την απόφασή της να διορίσει τον κ. Ιωσηφίδη στη θέση του Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, η ΕΔΥ αποφάσισε συγχρόνως, σύμφωνα με την πιο πάνω αυτοδέσμευσή της, ότι ο κ. Ιωσηφίδης είχε τα προσόντα και για τη θέση του Διευθυντή.»

Βλέπουμε λοιπόν ότι στο επίμαχο ζήτημα των προσόντων του εφεσίβλητου, ο συνάδελφος πρωτόδικα συνάρτησε το αποτέλεσμα στην υπό εξέταση διαδικασία για τη θέση Διευθυντή, με το πώς αποφασίστηκε το όμοιο ζήτημα στη διαδικασία για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας. Όπως εξηγήσαμε, ο εφεσίβλητος είχε ήδη διοριστεί στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας βάσει της προηγούμενης επανειλημμένης κατάληξης της Ε.Δ.Υ., ότι ήταν προσοντούχος. Επομένως, το σκεπτικό του συναδέλφου λάμβανε ως δεδομένο ότι με τη δικαστική ακύρωση της ματαίωσης εκείνης της διαδικασίας και την επιβεβαίωση της ακύρωσης σε δεύτερο βαθμό – Δημοκρατία ν. Χρίστου Ιωσηφίδη (ανωτέρω) – η Ε.Δ.Υ. δεν θα διατηρούσε δυνατότητα και τρίτης διερεύνησης αλλά θα προέβαινε στο διορισμό του εφεσιβλήτου στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας. Γνωρίζουμε όμως τώρα ότι ο διορισμός προσεβλήθη· ότι σε σχέση με εκείνη τη διαδικασία κρίθηκε σε πρώτο και δεύτερο βαθμό πως η Ε.Δ.Υ. διατηρούσε τέτοια δυνατότητα και πως, επομένως, εσφαλμένα η Ε.Δ.Υ. θεώρησε το αντίθετο όταν προέβη στο διορισμό. και ότι ως αποτέλεσμα ο διορισμός για [*613]τη θέση εκείνη εν τέλει ακυρώθηκε.

Προβάλλουν λοιπόν ως καίρια τα εξής ερωτήματα: (α) το κατά πόσο δικαιολογείτο η συνάρτηση της κατάληξης για τη μια θέση με την κατάληξη για την άλλη· και (β) το κατά πόσο ό,τι επακολούθησε – οι τελευταίες δικαστικές αποφάσεις – σε σχέση με την κατάληξη για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, επιδρούν ώστε ανάλογα να αφαιρέσουν το έρεισμα της απόφασης του συναδέλφου μας με τη μεταβολή της κατάληξης και για την επίδικη θέση Διευθυντή.

Έχουμε την άποψη, όπως και ο συνάδελφος μας πρωτόδικα, ότι η συνάρτηση ήταν ορθή ως αναγκαία για να υπάρξει εν προκειμένω συνέπεια στην αντίκρυση των ομοίων προσόντων που απαιτούσε το αντίστοιχο σχέδιο υπηρεσίας των δύο θέσεων. Η συνάρτηση όμως δεν θα ήταν εφικτή αν δεν είχε σαφή προσδιορισμό με αναφορά σε αποκρυσταλλωθείσα κατάσταση.  Δεν θα ήταν νοητή η λήψη απόφασης στη βάση στοιχείου το οποίο θα υπέκειτο σε μεταβολή και το οποίο θα ήταν ως εκ τούτου αβέβαιο. Όμως, το στοιχείο στο οποίο αφορούσε η συνάρτηση ήταν, κατά την άποψη μας, βέβαιο. Η βεβαιότητα προέκυπτε από την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Χρίστου Ιωσηφίδη (ανωτέρω). Η οποία, για τις ανάγκες της παρούσας υπόθεσης, ερμηνεύτηκε από το συνάδελφό μας με αναφορά σε εκείνο το χρόνο, της πρωτόδικης εξέτασης. Με αναφορά στον ίδιο δε χρόνο θα πρέπει και εμείς να την ερμηνεύσουμε για να σχηματίσουμε ιδίαν άποψη.

Η αντίθετη, προς τη δική μας, άποψη της Ολομέλειας  στην   Χρ. Ιωσηφίδης ν. Α Δαβερώνα, (ανωτέρω) αναφορικά με τη σημασία της απόφασης στη Δημοκρατία ν. Χρίστου Ιωσηφίδη (ανωτέρω) είναι σεβαστή. Δεν αμφισβητούμε τη δυνατότητα που νομολογιακά αναγνωρίζεται στο διορίζον όργανο να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος. Αυτή όμως η δυνατότητα είναι ενταγμένη στην αρχή της καλής πίστης – βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Ανδρέας Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25, την οποία έδωσε ο Καλλής, Δ. – και δεν είναι απεριόριστης εμβέλειας. Εξαρτάται από τις περιστάσεις. Η διαφωνία μας με την απόφαση στη Χρ. Ιωσηφίδη ν. Α. Δαβερώνα (ανωτέρω) εντοπίζεται στην αντίκρυση και αξιολόγηση των περιστάσεων που υποθεμελίωναν την ερμηνεία της προηγούμενης απόφασης της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Χρίστου Ιωσηφίδη (ανωτέρω) και όχι σε γενικότερη νομολογιακή αρχή.

Θεωρούμε λοιπόν ότι η απόφαση της Ολομέλειας στη Χρ. Ιωσηφίδης ν. Α. Δαβερώνα (ανωτέρω), η οποία αφορούσε τη διαδικασία για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας δεν μας δε[*614]σμεύει σε ό,τι αφορά την κρίση μας σε σχέση με τη διαδικασία για τη θέση Διευθυντή, αφού τη συνάρτηση με την πρώτη την εξετάζουμε με αναφορά σε προγενέστερο χρόνο, στη βάση της δικής μας αντίληψης περί της απόφασης της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Χρίστου Ιωσηφίδη (ανωτέρω). Η διαφορά στο αποτέλεσμα, όσο και αν είναι ανεπιθύμητη, καθίσταται εν τούτοις αναπόφευκτη. Καταλήγουμε ότι η Ε.Δ.Υ. δεν διατηρούσε εν προκειμένω δυνατότητα να μη θεωρήσει τον εφεσίβλητο προσοντούχο.

Υπάρχει και αντέφεση. Με την οποία ο εφεσίβλητος προβάλλει (α) ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να διερευνούσε υπό το φως του ιστορικού και βάσει του ισχύοντος σχεδίου υπηρεσίας το κατά πόσο ο ίδιος κατείχε τα προσόντα, και να κατέληγε σε οριστική επί του ζητήματος απόφαση η οποία να μην άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο μελλοντικής αμφισβήτησης και νέας δικαστικής κρίσης (λόγοι αντέφεσης 1, 2 και 4)· (β) ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξέταζε το υπό του ιδίου τεθέν ζήτημα περί έκδηλης υπεροχής του (λόγος 3)· και (γ) ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως ο εφεσείων ήταν προσοντούχος (λόγος 5).

Ως προς το πρώτο, την απάντηση την έχουμε ήδη δώσει. Η Ε.Δ.Υ., με την προσέγγισή της, ήταν δεσμευμένη να θεωρήσει τον εφεσίβλητο προσοντούχο. Όμως, σε ό,τι αφορά την ουσία του ζητήματος, δικαστικός έλεγχος δεν χωρεί εν προκειμένω παρά μόνο στο πλαίσιο προσφυγής προς αμφισβήτηση τυχόν διορισμού του. Ως προς το δεύτερο, θεωρούμε αυτονόητο πως δεν μπορούσε να εξεταστεί ζήτημα έκδηλης υπεροχής αφού, με δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος δεν θεωρήθηκε προσοντούχος, δεν υπήρξε πρωτογενώς από την Ε.Δ.Υ. σύγκριση του εφεσείοντος με τον εφεσίβλητο. Ως προς το τρίτο, επισημαίνουμε ότι ο εφεσίβλητος δεν έθεσε με την προσφυγή του ζήτημα προσόντων του εφεσείοντος. Το ότι τέτοιο ζήτημα περιλήφθηκε στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου του, δεν το καθιστούσε εγειρόμενο προς εξέταση. Επιπλέον, το ότι το ζήτημα αποφασίστηκε – υπέρ του εφεσείοντος – σε άλλη, συνεκδικασθείσα, προσφυγή η οποία εν τέλει απορρίφθηκε για διαφορετικό λόγο, δεν παρέχει στον εφεσίβλητο δυνατότητα να το προωθήσει κατ’ έφεση.

Τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο