Varellas Pavlos F. Trading Co. Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 615

(2002) 3 ΑΑΔ 615

[*615]15 Οκτωβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

PAVLOS F. VARELLAS TRADING CO. LTD,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 886/98 και άλλες ως το Παράρτημα 1)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προσφυγή χάνει το αντικείμενό της εφόσον καταχωριστεί δεύτερη προσφυγή που προσβάλλει τη διοικητική πράξη που αντικατέστησε την πρώτη.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Καθορισμός καταβλητέου δασμού, βάσει της «συναλλακτικής» αξίας ― Εφόσον οι αιτητές διαμαρτυρήθηκαν με επιστολή διατηρούσαν έννομο συμφέρον προσβολής της απόφασης.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Επιβολή ποσοστού 30% ως παρακαταθήκη επί της καθοδηγητικής τιμής ― Η απόφαση για την παρακαταθήκη είναι εκτελεστή διοικητική πράξη ― Το ποσοστό 30% ήταν αυθαίρετο και η επιλογή του αναιτιολόγητη ― Παραβιάστηκε το Άρθρο 156 του Ν. 82/67 και το Άρθρο 13 της Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Υπολογισμός δασμού βάσει της διαφοράς στην τιμολογιακή αξία με την καθοδηγητική αξία ― Χωρίς έρευνα και κατά παράβαση της διαδικασίας έρευνας, που προνοείται στη Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Επιβολή δασμού που  υπολογίστηκε βάσει της συναλλακτικής αξίας ― Εφόσον δεν χρησιμοποιήθηκαν καθοδηγητικές τιμές, οι προσφυγές απορρίφθηκαν.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Καθορισμός δασμού, βάσει γενικών πληροφοριών από τις Ιαπωνικές Αρχές, που δεν αποκα[*616]λύφθηκαν ― Παράβαση των διαδικασιών που προβλέπονται στη Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου σε περίπτωση αμφιβολιών για την τιμολογιακή αξία ― Παραβιάστηκε η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμα ακροάσεως, ενόψει απόδοσης στους αιτητές τελωνειακών αδικημάτων.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Καθορισμός δασμού βάσει πληροφοριών περί διατήρησης τραπεζικού λογαριασμού στο εξωτερικό ― Παράνομη διαδικασία, η οποία δεν αποκαλύφθηκε επίσης στον διοικούμενο για να εκθέσει τις απόψεις του.

Ενόψει της ομοιότητας των ζητημάτων, αλλά και της διάστασης των υποθέσεων (929 προσφυγές), οι προσφυγές εκδικάστηκαν από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επρόκειτο για προσβολή αντίστοιχων αποφάσεων του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, αναφορικά με τον υπολογισμό του καταβλητέου δασμού για εκτελωνισμό αυτοκινήτων αλλά και για την επιβολή παρακαταθήκης 30% μέχρι τον τελικό καθορισμό του δασμού.

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις προσφυγές 1094/98, 1185/98, 13/99, 542/99, 578/99, 600/00 και 614/99, αλλά ακυρώνοντας τις επίδικες αποφάσεις σε όλες τις υπόλοιπες προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1.  Για το θέμα των προσφυγών 1094/98, 1185/98, 13/99, 542/99, 578/99, 600/00, και 614/99 καταχωρίστηκαν δεύτερες προσφυγές, οι οποίες και φαίνονται στις αντίστοιχες κατηγορίες. Από προφανές λάθος, είτε κατά την καταχώρηση είτε επειδή δεν παρακολουθήθηκε το γεγονός της αντικατάστασης της αρχικής διοικητικής απόφασης. Επομένως, οι πρώτες πρέπει να απορριφθούν ως χωρίς αντικείμενο. Παραμένουν οι προσφυγές 1478/00, 136/00, 131/00, 142/00, 621/99, 604/00 και 619/99 αντιστοίχως.

2.  Η Κατηγορία Α. Σ’ αυτή κατατάσσονται οι 418 προσφυγές.

     Οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της επιβολής του δασμού, ως τελικού, αφού ήταν υπό διαμαρτυρία που δέχτηκαν τον τελωνισμό στη βάση του. Εισηγούνται πως ήταν παράνομη η θεώρηση ως "συναλλακτικής αξίας" της τιμής που τους επιβλήθηκε για να επιτευχθεί ο τελωνισμός των αυτοκινήτων τους. Οι καθ’ ων η αίτηση θέτουν πρώτα ζήτημα ως προς τη νομιμομοποίηση των αιτητών να αμφισβητούν τη νομιμότητα αυτού του δασμού. Κατά τα λοιπά, υποστηρίζουν πως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ήταν κατ’ ουσίαν νόμιμες.

[*617]          Δε δικαιολογείται η θεώρηση της διαμαρτυρίας των αιτητών ως γενικής και αόριστης. Αυτοί γνώριζαν τι ήταν, κατά τους ίδιους, η συναλλακτική αξία και εξάγεται εξ αρχής απροθυμία τους να δεχτούν τις ψηλότερες καθοδηγητικές τιμές. Είναι σαφές από το σύνολο των στοιχείων πως η αποδοχή του δασμού στη βάση των καθοδηγητικών τιμών έγινε με διαμαρτυρία που εξειδικεύεται ως αφορώσα στον καθένα από τους επίδικους τελωνισμούς.

    Ο τελωνισμός εισαγόμενου εμπορεύματος συνιστά έννομη προσδοκία του διοικουμένου. Ο δασμός γι’ αυτόν, που αποτελεί το επίδικο ζήτημα, ρυθμίζεται μονομερώς από τις τελωνειακές αρχές στο πλαίσιο των κανόνων που περιέχονται στη Συμφωνία. Εν προκειμένω, ο δασμός καθορίστηκε στη βάση της "συναλλακτικής αξίας", όπως υποτίθεται την αποκάλυπτε η δήλωση των αιτητών. Δεν ήταν, όμως, στην πραγματικότητα αυτή η δήλωση των αιτητών. Δεν ήταν δυνατό, στο πλαίσιο του συνόλου, να αποσυνδεθεί αυτή η δήλωση από τη διαμαρτυρία που κατατέθηκε. Ούτε υπάρχει εδώ, όπως αφήνουν να νοηθεί οι καθ’ ων η αίτηση, η περίπτωση εισαγωγέα, ο οποίος εκουσίως, χωρίς άλλα, δηλώνει ορισμένη συναλλακτική αξία η οποία γίνεται αποδεκτή. Προκύπτει ότι λειτούργησε η εγκύκλιος και όσα αυτή επαγόταν. Και πως, σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν η θέση των αιτητών πως ό,τι θα εχρησιμοποιείτο ως βάση, δηλαδή οι καθοδηγητικές τιμές, ήταν η "συναλλακτική αξία", με την έννοια του Άρθρου 1. Δηλαδή, η "πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα".

    Συνεπώς, είναι ανύπαρκτο το υπόβαθρο της επιβολής που έγινε.  Υποτίθεται ότι χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της "συναλλακτικής αξίας" όπως αυτή προέκυπτε από τις δηλώσεις των εισαγωγέων ενώ, την ίδια στιγμή, ενυπήρχε σ’ αυτή τη δήλωση η αναίρεσή της.

    Το δεύτερο σκέλος της εισήγησης των καθ’ ων η αίτηση δεν εισάγει οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Επικαλείται επαρκή έρευνα και ικανοποιητική αιτιολογία αλλά αυτά είναι αποκλειστικώς συναρτημένα προς την εμφανισθείσα ως δήλωση των εισαγωγέων. Ακολουθεί πως οι αποφάσεις που προσβάλλονται με τις προσφυγές του Παραρτήματος 2, πρέπει να ακυρωθούν ως παράνομες.

3. Η Κατηγορία Β. Σ’ αυτή κατατάσσονται οι 69 προσφυγές.

    Οι προσφυγές αυτές αφορούν στην επιβολή της παρακαταθήκης κατά το ποσοστό του 30% που υπερβαίνει την καθοδηγητική τιμή. Περιλαμβάνεται στις προσφυγές και αίτημα για ακύρωση του εμφανιζόμενου ως "προκαθορισμού" της τιμής των αυτοκινήτων, αλλά προδήλως δεν υπάρχει τέτοιο αντικείμενο. Ο μηχανισμός εξηγήθηκε και δεν έχει γί[*618]νει τέτοιος προκαθορισμός. Θα ακολουθούσε έρευνα και το ζήτημα θα οδηγείτο σε κατάληξη, αναλόγως.

    Οι καθ’ ων η αίτηση θεωρούν πως δεν έχουμε εδώ εκτελεστή πράξη. Όσα καθορίστηκαν ήταν ενδιάμεσα και θα υπέκειντο σε προσαρμογές, ανάλογα με το αποτέλεσμα της έρευνας που θα ακολουθούσε. Εκτελεστή πράξη θα ήταν μόνο ο οριστικός προσδιορισμός της δασμολογητέας αξίας και η επιβολή του 30% συνιστούσε μόνο "προσωρινή διευθέτηση" για να επιτραπεί ο τελωνισμός του αυτοκινήτου. Προσθέτουν πως, σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις λήφθηκαν "ορθά και νόμιμα, κατά την ενάσκηση νόμιμης εξουσίας, αφού στηρίζονται σε επαρκή έρευνα, συνάδουν με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, βρίσκονται μέσα στα πλαίσια των αρχών ορθής άσκησης διακριτικής εξουσίας και είναι ικανοποιητικά αιτιολογημένες". Όλα τα πιο πάνω ενώ:

(α)            Δεν έχει ακόμα, ας σημειωθεί χρόνια μετά το χειρισμό, συντελεστεί ο οριστικός καθορισμός της δασμολογητέας αξίας των αυτοκινήτων στην οποία αφορούν οι προσφυγές αυτής της κατηγορίας.

(β)            Το ποσοστό του 30% που επιβαλλόταν να καταβάλλεται επιπρόσθετα προς την καθοδηγητική τιμή, δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιου ιδιαίτερου υπολογισμού. Ίσχυε γενικά ως προκαθορισμένο, όποια και αν ήταν η διαφορά, ελάχιστη ή μεγάλη, μεταξύ της δηλωθείσας τιμολογιακής αξίας και της καθοδηγητικής τιμής. Αναφέρεται στην αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση πως "η πρακτική αυτή ήταν συνέπεια κυρίως της ένδειξης ότι η υποτιμολόγηση των αυτοκινήτων έφθανε κατά κανόνα, σε ποσοστό πέραν του 30%", χωρίς όμως εξήγηση αναφορικά με την επίδραση αυτής της κατ’ αρχήν αντίληψης στον καθορισμό των ίδιων των καθοδηγητικών τιμών.

    Το Άρθρο 156 του Ν. 82/67 παρέχει εξουσία παράδοσης των εμπορευμάτων που προορίζονται για εσωτερική κατανάλωση όταν είναι πρακτικώς ανέφικτη η άμεση βεβαίωση του κατά πόσο οφείλεται δασμός και πόσος. Με την παροχή εγγύησης που πρέπει να είναι, όπως ορίζεται, επαρκής "δια την πληρωμή παντός μή πληρωθέντος ποσού, όπερ δυνατό να οφείλεται υπό μορφή δασμού". Αναλόγως και το Άρθρο 13 της Συμφωνίας. Αναφέρεται στη δυνατότητα παραλαβής των εμπορευμάτων υπό τον όρο της καταβολής, αν αυτό ζητηθεί, επαρκούς ασφάλειας "η οποία να καλύπτει την οριστική καταβολή των δασμών που είναι δυνατό να οφείλονται τελικά για τα εμπορεύματα."

    Η μονομερής πράξη επιβολής της καταβολής ορισμένης παρακατα[*619]θήκης διαμορφώνει ευθέως υποχρεώσεις, από την τήρηση των οποίων εξαρτάται η παράδοση των εμπορευμάτων.  Και, βεβαίως, επάγεται τη στέρηση χρηματικών ποσών για όσο διάστημα θα διαρκεί η εκκρεμότητα. Είναι συναφώς ο ισχυρισμός των αιτητών πως εξ αιτίας των μεγάλων ποσών που αναγκάστηκαν να καταθέσουν, αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης. Επομένως, συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της εκτελεστής διοικητικής πράξης. Βεβαίως, εφόσον εδώ εξετάζεται όχι η δυνατότητα επιβολής της αλλά το ύψος της, ο εν τέλει οριστικός καθορισμός της δασμολογητέας αξίας, ενδεχομένως θα προσφέρεται και ως δείκτης αναφορικά με το κατά πόσο επιβλήθηκε, ως παρακαταθήκη, ποσό μεγαλύτερο από εκείνο που πράγματι χρειαζόταν. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να σημαίνει πως ο εισαγωγέας είναι υποχρεωμένος να αναμένει, εντελώς ανίσχυρος, και υφιστάμενος στο μεταξύ τις συνέπειες, ως τον οριστικό καθορισμό του δασμού. Για να θέσει το θέμα τότε, αναλόγως. Είτε στο πλαίσιο αμφισβήτησης του δασμού είτε αυτοτελώς. Ούτε, αντιστρόφως, παρέχει στη διοίκηση ανεξέλεγκτη δυνατότητα καθορισμού και είσπραξης παρακαταθήκης οποιουδήποτε ύψους.

    Ακόμα και στην περίπτωση καθαρά ενδιάμεσων πράξεων που επιφέρουν δικό τους έννομο αποτέλεσμα, η εξήγηση της μη αναγνώρισης δυνατότητας αυτοτελούς προσβολής τους βρίσκεται στο γεγονός της ενσωμάτωσης-απορρόφησής τους στην τελική εκτελεστή πράξη. Οπότε, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της τελευταίας, της σύνθετης δηλαδή, ελέγχεται, ως προπαρασκευαστική της, και η ενδιάμεση. Εδώ δεν έχει εκδοθεί τελική πράξη αλλά είναι και λανθασμένος ο χαρακτηρισμός της απόφασης για την παρακαταθήκη ως ενδιάμεσης, με την έννοια της προπαρασκευαστικής της τελικής πράξης. Λαμβάνεται, βέβαια, ενδιαμέσως αλλά με όρους που αφορούν στην ίδια αυτοτελώς, χωρίς δηλαδή προβολή τους, ως οργανικά συνδεδεμένους προς ό,τι θα προκύπτει στο τέλος ως η τελική πράξη. Ασκείται εξουσία με δικό της αυτοτελές αποτέλεσμα, αυτό επιδρά ευθέως σε έννομα συμφέροντα και υπόκειται σε επί τούτου έλεγχο, στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

    Η διοίκηση προσδιόρισε, σε ό,τι αφορά στην ίδια,  το ποσό που θα ήταν διατεθειμένη να δέχεται ως την τελική δασμολογητέα αξία των αυτοκινήτων. Η επιβολή του επιπρόσθετου ποσοστού του 30%, μάλιστα αδιακρίτως, στην περίπτωση άρνησης του εισαγωγέα να τη δεχτεί, ήταν αυθαίρετη και, συνεπώς, παράνομη αφού στερείται του αναγκαίου αιτιολογικού στηρίγματος που θα την ενέτασσε στο "επαρκές" όπως ορίζουν το Άρθρο 156 του Νόμου και το Άρθρο 13 της Συμφωνίας. Επομένως, οι σχετικές πράξεις υπόκεινται σε ακύρωση.

[*620]4.       Η Κατηγορία Γ. Σ’ αυτή κατατάσσονται οι 201 προσφυγές.

    Οι περιπτώσεις αυτές προηγήθηκαν της ετοιμασίας του καταλόγου με τις καθοδηγητικές τιμές και της εγκυκλίου που ακολούθησε.  Το ζήτημα δημιουργήθηκε όταν, εν τέλει, εξετάστηκαν στο πλαίσιο τους. Αυτό, όπως το δέχονται και οι καθ’ ων η αίτηση, όχι στη βάση κάποιας συγκεκριμένης έρευνας σε σχέση με τα εισαχθέντα αυτοκίνητα. Ούτε καν κατ’ εφαρμογή ή έστω επίκληση του μηχανισμού όπως τον θεσμοθετεί η Συμφωνία. Αντιπαραβλήθηκαν οι τιμολογιακές αξίες προς τις καθοδηγητικές τιμές και όπου υπήρχε διαφορά, υπερίσχυαν οι δεύτερες. Και καθοριζόταν ως οριστική αξία η καθοδηγητική τιμή. Οπότε ρευστοποιήθηκαν και οι τραπεζικές εγγυήσεις και εισπράχθηκε η διαφορά, ως οφειλόμενος δασμός. Λέγουν οι καθ’ ων η αίτηση πως είχε προηγηθεί πρόσκληση προς τους εισαγωγείς για προσκόμιση στοιχείων και ορισμένοι θέτουν ρητά θέμα ως προς την κατ’ ισχυρισμόν παράλειψη της διοίκησης να εξετάσει και να αξιολογήσει τα στοιχεία που προσκόμισαν.

    Δε δικαιολογείται εμπλοκή σε τέτοιες λεπτομέρειες. Είναι σαφές ότι ούτε τηρήθηκε ο μηχανισμός της Συμφωνίας ούτε, εν πάση περιπτώσει, υπήρχε πραγματικό υπόβαθρο για τους προσδιορισμούς που έγιναν.

5. Η Κατηγορία Δ. Σ’ αυτή κατατάσσονται οι επτά προσφυγές. Ο δασμός για τα εισαχθέντα αυτοκίνητα στα οποία αφορούσε, είχε καθοριστεί με βάση τα τιμολόγια που επισύναψαν στη διασάφηση εισαγωγής οι αιτητές, δηλαδή με βάση τη συναλλακτική αξία.

    Σε αυτές δε χρησιμοποιήθηκε, οτιδήποτε κατά υπολογισμό ή, πάντως, κατ’ επίκληση των καθοδηγητικών τιμών. Στην ουσία, κατά ανάκληση της αρχικής απόφασης, επιβλήθηκε νέος δασμός στη βάση της θεωρηθείσας ως πραγματικής συναλλακτικής αξίας, δηλαδή του ποσού το οποίο πράγματι πληρώθηκε ως η αξία των αυτοκινήτων. Δεν ήταν καν περίπτωση αμφιβολίας σε σχέση με την οποία θα ετίθετο ζήτημα τήρησης του μηχανισμού του Άρθρου 1 της Συμφωνίας προς διακρίβωση του κατά πόσο θα ήταν δυνατό να καθοριστεί ο δασμός με βάση τη συναλλακτική αξία.

    Οι αιτητές δεν ανέπτυξαν οποιοδήποτε επιχείρημα που θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί προς αυτό τον χειρισμό. Ενώ αναφέρουν πως δέχονται τα πιο πάνω γεγονότα, ανέπτυξαν επιχειρήματα με παραπομπή στη Συμφωνία και στην Απόφαση των Υπουργών, εκλαμβάνοντας πως και σ’ αυτή την περίπτωση η νέα απόφαση στηρίχτηκε στις καθοδηγητικές τιμές.

[*621]          Δεν έχει προταθεί οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό, συσχετιζόμενο προς τις νέες αποφάσεις, να αποτελέσει αιτία ακυρότητας και οι προσφυγές αυτές πρέπει να απορριφθούν.

6. Η Κατηγορία Ε. Σ’ αυτή κατατάσσονται οι 151 προσφυγές.

    Αναπτύχθηκαν επιχειρήματα σε σχέση με τη δυνατότητα χρήσης των πληροφοριών που λήφθηκαν από τις Ιαπωνικές αρχές όταν οι ίδιες, στο σχετικό τους έγγραφο, ανέφεραν πως αυτές δεν μπορούσαν να αποκαλυφθούν ακόμα και για τους σκοπούς δικαστικής διαδικασίας. Περαιτέρω, σε σχέση με τη δυνατότητα ταύτισης των στοιχείων που έθεσαν οι Ιαπωνικές αρχές προς τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα. Σημειώνουν, συναφώς, οι αιτητές, και δεν έχουμε δει αντίκρουση αυτής της θέσης τους  από τους καθ’ ων η αίτηση, πως οι πληροφορίες που λήφθηκαν δεν αφορούσαν σε συγκεκριμένα αυτοκίνητα αλλά στους Ιάπωνες εξαγωγείς, με αναφορά σε μέσους όρους κατ’ ισχυρισμόν υποτιμολόγησης.

    Διαπιστώνεται και εδώ αιτία ακυρότητας που άπτεται των θεμελιωδών ρυθμίσεων της Συμφωνίας και δεν χρειάζεται να απασχολήσει άλλο θέμα. Υπήρχαν εξ αρχής αμφιβολίες για το αληθές ή την ακρίβεια των τιμολογιακών τιμών που δόθηκαν ως αποκαλυπτικές της συναλλακτικής αξίας. Επομένως, ο δασμός καθορίστηκε ως τελών υπό την προϋπόθεση του ελέγχου που θα ακολουθούσε. Και ο τελωνισμός έγινε υπό τον όρο που αναφέρθηκε.

    Η έρευνα που ακολούθησε δεν μπορεί παρά να συναρτηθεί προς τα αναφερθέντα σε σχέση με τη διαχείριση του θέματος, ενόψει αμφιβολιών. Σε τέτοια περίπτωση, εφόσον θα διατηρούνταν οι αμφιβολίες και δε θα γίνονταν δεκτά τα στοιχεία των εισαγωγέων, θα ετίθετο θέμα αδυναμίας καθορισμού του δασμού με βάση τη συναλλακτική αξία. Νοουμένου όμως ότι θα τηρούνταν τα εχέγγυα που προβλέπονται και εδώ, δεν έχει γίνει τίποτε προς αυτή την κατεύθυνση. Ούτε και ο δασμός καθορίστηκε, εν τέλει, κατ’ επίκληση οποιασδήποτε από τις μεθόδους καθορισμού που ακολουθούν. Απλώς ο Διευθυντής πληροφόρησε τους αιτητές ότι, μετά από διερεύνηση, διαπιστώθηκε ότι η τελωνειακή αξία των αυτοκινήτων ανερχόταν στο αυξημένο ποσό και όχι σε εκείνο που δηλώθηκε. Στο βαθμό δε που θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί πως και εν προκειμένω, όπως την περίπτωση των υποθέσεων της Κατηγορίας Δ, ο Διευθυντής, στην πραγματικότητα, καθόρισε τον τελικό δασμό της συναλλακτικής αξίας, όπως τη διαπίστωσε ο ίδιος,  σημειώνεται η αδυναμία που εντοπίστηκε σε σχέση με την αντιστοίχηση των πληροφοριών που λήφθηκαν προς το κάθε ένα από τα αυτοκίνητα που εισάχθηκαν. Κατά το μέγιστο οι πληροφορίες που λήφθηκαν θα δι[*622]καιολογούσαν διατήρηση των αμφιβολιών, για να ακολουθήσει η χρήση του μηχανισμού που θα απέληγε σε καθορισμό με βάση κάποια από τις εναλλακτικές μεθόδους. Περαιτέρω, δεν δόθηκε στους αιτητές η ευκαιρία να ακουστούν ενόψει των πληροφοριών που λήφθηκαν. Ενώ τους αποδόθηκαν ψευδείς δηλώσεις, εν τέλει τελωνειακά αδικήματα.

7. Η Κατηγορία ΣΤ. Σ’ αυτή κατατάσσονται 74 προσφυγές. Τα βασικά τους στοιχεία είναι όμοια προς εκείνα της Κατηγορίας Ε με την εξής προσθήκη. Συνυπολογίστηκε από τις τελωνειακές αρχές και το γεγονός ότι

"ο διευθυντής της αιτήτριας εταιρείας διατηρούσε λογαριασμό σε τράπεζα στην Ελλάδα, από τον οποίο έδινε οδηγίες να στέλλονται ποσά στον Ιάπωνα εξαγωγέα των αυτοκινήτων, το Τμήμα Τελωνείων επέβαλε νέους, αυξημένους δασμούς και/ή φόρους κατανάλωσης, ανάλογους προς το ποσοστό κατά το οποίο φαίνεται να είχαν υποτιμολογηθεί τα αυτοκίνητα κατά την εισαγωγή τους στην Κύπρο."

    Ισχύουν όσα έχουν αναφερθεί σε σχέση με την Κατηγορία Ε. Σημειώνεται όμως εδώ την αναφορά στην αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση στη δυνατότητα που παρεχόταν για χρήση του Άρθρου 7 της Συμφωνίας προς καθορισμό της δασμολογητέας αξίας με βάση τη μέθοδο "τελικό καταφύγιο". Χωρίς να προκύπτει τήρηση των προϋποθέσεων που τίθενται αν πρόκειται νομίμως να θεωρηθεί ότι οι προηγούμενες μέθοδοι, με πρώτη εκείνη της συναλλακτικής αξίας, δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστούν. Ειδικά δε, ως προς τον τραπεζικό λογαριασμό στην Ελλάδα, σε σχέση με τα εχέγγυα που θεσμοθετούνται, ιδίως εκείνο της προηγούμενης ακρόασης του εισαγωγέα, σημειώνεται η ανυπαρξία στοιχείων, ούτε εισήγησης καν, ότι γνωστοποιήθηκε το ζήτημα του τραπεζικού λογαριασμού στον εισαγωγέα, ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να απαντήσει. Για να διαμαρτύρεται τώρα πως είχε να δώσει καταλυτική απάντηση, την οποία θα μπορούσε και να τεκμηριώσει. Ο τραπεζικός λογαριασμός του στην Ελλάδα ήταν εντελώς άσχετος. Αφορούσε σε προσωπικές του δραστηριότητες.

8. Η Κατηγορία Ζ. Σ’ αυτή κατατάσσονται οκτώ προσφυγές. Και σ’ αυτή την περίπτωση ο τελωνισμός επιτράπηκε με την καταβολή δασμού στη βάση της τιμολογιακής αξίας (συναλλακτικής) αλλά με ανοικτό το θέμα της διερεύνησής της. Οπότε ζητήθηκε και κατατέθηκε τραπεζική εγγύηση προς κάλυψη ενδεχόμενου υπολοίπου. Η εξέλιξη καταγράφεται ως ακολούθως:

[*623]"Η δασμολογητέα αξία των αυτοκινήτων επανακαθορίστηκε, με βάση μαρτυρία από υπάλληλο/εκπρόσωπο της Ιαπωνικής εξαγωγικής εταιρείας, στην οποία αναφερόταν ότι οι τιμές που πράγματι είχαν πληρωθεί για την αγορά των αυτοκινήτων ήσαν ψηλότερες από τις τιμές που είχαν δηλωθεί ως δασμολογητέα αξία κατά την εισαγωγή τους."

    Επρόκειτο για τον Salem Ahmad. H ιδιότητά του ως αντιπροσώπου της Ιαπωνικής εταιρείας προκύπτει από τους δικούς του ισχυρισμούς σε σχετική κατάθεσή του. Όπως, βέβαια, και τα άλλα στοιχεία, μεταξύ των οποίων και έγγραφο που περιγράφεται ως προτιμολόγιο.  Το ζήτημα είναι πως εδώ δεν γνωστοποιήθηκε το γεγονός στους αιτητές. Και, κατ’ ακολουθίαν, δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να προβάλουν τις δικές τους απόψεις. Ενώ, στην ουσία, πέραν των άλλων, τους αποδίδεται και διάπραξη ποινικού αδικήματος. Και ακριβώς οι αιτητές επικαλούνται αυτή την παράλειψη ως αιτία ακυρότητας. Ευσταθεί η άποψη των αιτητών πως στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας επειδή, εξ αιτίας της πλημμελούς έρευνας που διεξάχθηκε, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πλάνης περί τα πράγματα.

9. Για τους πιο πάνω λόγους, όλες οι προσφυγές, με την εξαίρεση εκείνων της Κατηγορίας Δ, επιτυγχάνουν με έξοδα. Και οι προσβαλλόμενες σ’ αυτές αποφάσεις ακυρώνονται. Οι προσφυγές της Κατηγορίας Δ αποτυγχάνουν με έξοδα. Και οι προσβαλλόμενες σ’ αυτές αποφάσεις επικυρώνονται. Οι προσφυγές 1094/98, 1185/98, 13/99, 542/99, 578/99, 600/00, και 614/99 απορρίπτονται ως χωρίς αντικείμενο, χωρίς διαταγή για έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω υπό της παραγράφου 9.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Nicos Evagorou Enterprises Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 139/99, ημερ. 8.2.2002,

Σαββίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 377,

KES College v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 4 Α.Α.Δ. 280,

A. Mavrokefalos Air Conditioning Ltd v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2332,

Ηλία κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884.

[*624]Προσφυγές.

Συνεκδικασθείσες προσφυγές των αιτητών οι οποίες αφορούσαν 929 υποθέσεις εισαγωγής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων από την Iαπωνία και οι οποίες χωρίστηκαν από την ολομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου η οποία ανέλαβε και την απευθείας εκδίκασή τους σε επτά κατηγορίες ανάλογα με το θέμα τους και τις οποίες αμφισβητείτο από τους αιτητές - εισαγωγείς η επιβολή σ’ αυτούς πρόσθετου εισαγωγικού δασμού για τον τελωνισμό των αυτοκινήτων, η οποία, στην μεγαλύτερη έκτασή της στηρίκτηκε στην εφαρμογή της Eγκυκλίου του Διευθυντή Tελωνείων με Aρ. Aξ. Γεν./40, ημερ. 13/8/98, λόγω του ότι είχαν δημιουργηθεί αμφιβολίες στο αρμόδιο Tμήμα αναφορικά με το αληθές ή την ακρίβεια των τιμολογιακών τιμών οι οποίες δηλώθηκαν από τους εισαγωγείς, σύμφωνα με την αρμοδιότητα η οποία παρέχεται στο διοικητικό όργανο με βάση το Άρθρο 159 του περί Tελωνείων και Φόρων Kαταναλώσεως (Tροποποιητικού) Nόμου του 1989 (N. 98/89) και των προνοιών της Συμφωνίας για την εφαρμογή του Αρ. VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Eμπορίου (GATT).

Κ. Βελάρης και Λ. Λουκάς, για τους Αιτητές Pavlos F.Varelas Trading Co, Savvas & Leonidas Motors Ltd, Αndreas Georghiou Motors Ltd, Stavrakis Demetriou Motors Agency Ltd, The Golden Car Dealers Ltd, Antis Agathokleous Motors Ltd and S.M. Miliotis and P. Kastoris Trading Co. Ltd, Μ. Παλαμά, Α. Πέτρου, Λ. Γναυτής, Β. Σταύρου, Χρ. Ασημένος.

Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδης, για τους Αιτητές Α.C.Kitsios Motor Ltd, World Star Auto Japan Motor Ltd και Α. A. Pilottos Ltd και Θέμη Θωμά.

Κ. Δημητριάδης, για την εταιρεία Vastelco Ltd.

Ε. Μυριανθέας, για τον Αιτητή Άγγελο Ευαγγέλου.

Χρ. Ταραμουντάς, για Στέφη Στεφάνου.

Φ. Σωφρονίου, για τους Demos & Takis Motor Agency Ltd.

Ρ. Ερωτοκρίτου, για τους N.G.A. Landas Motor Agency Ltd.

Ι. Νικολάου, για τους Constantinou & Xandris Motors Ltd.

Α.Σ. Αγγελίδηs, για τους V.T. Motors Ltd.

[*625]Στ. Θεοδούλου, Aνώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Aναλάβαμε την εκδίκαση 929 προσφυγών μετά από αίτημα των μερών και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης ενόψει της ομοιότητας των ζητημάτων που εγείρονται και των διαστάσεων. Υπό κρίση τίθεται ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας μεγάλου αριθμού εισαχθέντων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και άλλες συναφείς πράξεις, όπως θα τις εξειδικεύσουμε στη συνέχεια. Επομένως, θα προσδιορίσουμε κατ’ αρχάς το νομικό υπόβαθρο σε σχέση με τους κανόνες που διέπουν τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας εισαγόμενων εμπορευμάτων. Έχει στη βάση του το μόνο ουσιαστικά άρθρο του Περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1989 (Ν.98/89). Δυνάμει των διατάξεών του, το παλαιό άρθρο 159, όπως ίσχυε στο βασικό νόμο 82/67, καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε. Κατά δε το νέο άρθρο 159, σε σχέση με τον δασμό οποιωνδήποτε εμπορευμάτων, όταν αυτός ορίζεται να επιβάλλεται "κατ’ επίκληση της αξίας τούτων",

«η αξία παντός εισαγομένου εμπορεύματος καθορίζεται βάσει των διατάξεων της Συμφωνίας διά την εφαρμογήν του Άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου και του Πρωτοκόλλου αυτής (εν τοις εφεξής αναφερομένης ως "η Συμφωνία").

Η Συμφωνία προβλέπει έξι μεθόδους καθορισμού της δασμολογητέας αξίας. Στόχος, όπως εξηγείται στη Γενική Εισαγωγή της, η ικανοποίηση της ανάγκης για "ένα δίκαιο, ομοιόμορφο και ουδέτερο σύστημα καθορισμού της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, το οποίο να αποκλείει τη χρήση αυθαίρετων ή πλασματικών δασμολογητέων αξιών" και της ανάγκης να καθορίζεται η δασμολογητέα αξία "με κριτήρια απλά και δίκαια, σύμφωνα με την εμπορική πρακτική", στο πλαίσιο διαδικασιών "γενικής εφαρμογής".

Οι μέθοδοι καθορισμού της δασμολογητέας αξίας, είναι διαδοχικές. Η χρήση της κάθε επόμενης, με τη σειρά που αυτή τίθεται στη συμφωνία, προϋποθέτει αδυναμία χρήσης της κάθε προηγούμενης. Και πρώτη μέθοδος είναι εκείνη της συναλλακτικής αξίας. Με βάση το άρθρο 1 της Συμφωνίας, "η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία". Δηλαδή, όπως ορί[*626]ζεται, "η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν αυτά πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής". Μετά από προσαρμογή όμως και υπό όρους που επίσης καθορίζονται στη συνέχεια του άρθρου 1 και στο άρθρο 8.

Γι’ αυτή την πρωτεύουσα, όπως χαρακτηρίζεται, μέθοδο, είναι κρίσιμες οι πληροφορίες ή τα έγγραφα που προσκομίζουν οι έμποροι ως συνοδευτικά της δηλωθείσας αξίας. Συνεπώς, προβλέφθηκε μηχανισμός για έλεγχο όταν οι τελωνειακές αρχές έχουν λόγο να αμφιβάλλουν για το αληθές ή την ακρίβειά τους.  Ήδη, με βάση τη γενική διάταξη του άρθρου 17 της Συμφωνίας,

"καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν θεωρείται ότι περιορίζει ή θέτει υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα τελωνειακής υπηρεσίας να βεβαιωθεί για το αληθές ή το ακριβές κάθε βεβαίωσης, εγγράφου ή δήλωσης που υποβάλλεται για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας."

Με την Υπουργική Απόφαση που περιέχεται στον περί της Τελικής Πράξης του Γύρου της Ουρουγουάης (Κυρωτικό) Νόμο του 1995 (Ν. 16(ΙΙΙ)/95) εισάγεται μηχανισμός ειδικά σε σχέση με τη συναλλακτική αξία. Αυτή τιτλοφορείται ως "Απόφαση σχετικά με περιπτώσεις όπου οι τελωνειακές αρχές έχουν λόγο να αμφιβάλλουν για το αληθές ή την ακρίβεια της δηλωθείσας αξίας", και περιλαμβάνει τρία στάδια. Ενόψει των αμφιβολιών, ζητούνται εξηγήσεις. Αν οι τελωνειακές αρχές, παρά τις πληροφορίες που παρέχονται ή ελλείψει απάντησης, έχουν ακόμα εύλογες αμφιβολίες, ανακοινώνουν στον εισαγωγέα, εγγράφως αν ζητηθεί, τα επιχειρήματα στα οποία αυτές βασίζονται και του δίδουν εύλογη δυνατότητα να απαντήσει. (Βλ. συναφώς την απόφαση του Γαβριηλίδη, Δ., στη Nicos Evagorou Enterprises Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 139/99, ημερομηνίας 8.2.02 και την απόφαση της Ολομέλειας στη Φειδίας Σαββίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 377). Ακολουθεί η οριστική απόφαση η οποία μπορεί να συνίσταται στο ότι, επειδή διατηρούνται οι αμφιβολίες, η δασμολογητέα αξία δεν μπορεί να καθοριστεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 1, δηλαδή με βάση τη συναλλακτική αξία. Αυτή η οριστική απόφαση, μαζί με τα επιχειρήματα των τελωνειακών αρχών, ανακοινώνονται εγγράφως στον εισαγωγέα. Παραθέτουμε την Υπουργική Απόφαση:

«Σε περίπτωση που προσκομίζεται διασάφηση και οι τελωνειακές αρχές έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για το αληθές ή την ακρίβεια των πληροφοριών ή των εγγράφων που προσκομίζονται ως [*627]συνοδευτικά της εν λόγω διασάφησης, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να ζητούν από τον εισαγωγέα να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις, περιλαμβανομένων των εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων, σχετικά με το ότι η δηλωθείσα αξία αντιπροσωπεύει τη συνολική πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για τα εισαγόμενα εμπορεύματα, προσαρμοσμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8. Εάν, αφού λάβουν περαιτέρω πληροφορίες ή ελλείψει απάντησης, οι τελωνειακές αρχές έχουν ακόμα εύλογες αμφιβολίες σχετικά με το αληθές ή την ακρίβεια της δηλωθείσας αξίας, είναι δυνατόν να θεωρηθεί, έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 11, ότι η δασμολογητέα αξία των εισαχθέντων εμπορευμάτων δεν μπορεί να προσδιοριστεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 1. Πριν από τη λήψη οριστικής απόφασης, οι τελωνειακές αρχές ανακοινώνουν στον εισαγωγέα, εγγράφως εαν ζητηθεί, τα επιχειρήματα στα οποία βασίζεται η αμφιβολία ως προς το αληθές ή την ακρίβεια των πληροφοριών ή των εγγράφων που προσκομίζονται και δίδει στον εισαγωγέα την εύλογη δυνατότητα να απαντήσει. Όταν ληφθεί η οριστική απόφαση, οι τελωνειακές αρχές ανακοινώνουν εγγράφως στον εισαγωγέα την απόφασή τους και τα επιχειρήματά τους".

Όταν η δασμολογητέα αξία δεν μπορεί να καθοριστεί δυνάμει της συναλλακτικής αξίας, ακολουθούν διαδοχικά οι μέθοδοι των άρθρων 2, 3, 5 και 6. Προϋποθέτουν όλες την ύπαρξη μετρήσιμων στοιχείων που καθορίζονται, όπως επίσης καθορίζονται οι όροι και τα κριτήρια εφαρμογής τους. Εκείνες των άρθρων 2 και 3 δεν αφορούν σε οτιδήποτε θα μπορούσε να συναρτηθεί κατ’ ευθείαν με τα πράγματι εισαγόμενα εμπορεύματα. Στη βάση τους έχουν πάλιν τη συναλλακτική αξία, αλλά "πανομοιότυπων" ή "ομοειδών" εμπορευμάτων. Εκείνη του άρθρου 5 μπορεί να αφορά είτε σε τέτοια είτε και στα ίδια τα εισαγόμενα εμπορεύματα. Στη βάση της βρίσκεται όχι πλέον οποιαδήποτε "συναλλακτική αξία" αλλά η τιμή μονάδας που αντιστοιχεί σ’ αυτά, αν πωλούνται στη χώρα εισαγωγής στην κατάσταση που εισάχθηκαν. Από την οποία, στην περίπτωση που στη χώρα εισαγωγής πωλούνται τέτοια εμπορεύματα μόνο κατόπιν επεξεργασίας, αφαιρείται, πέραν των γενικά προβλεπομένων, και η αξία που προστίθεται λόγω της επεξεργασίας. Η μέθοδος του άρθρου 6, η σειρά της οποίας μπορεί να αντιστραφεί με εκείνη του άρθρου 5 αν το ζητήσει ο εισαγωγέας, δεν αφορά είτε σε "συναλλακτική αξία" είτε σε τιμές μονάδος. Έχει στη βάση της την, με γνώμονα κριτήρια που καθορίζονται, "υπολογιζόμενη αξία" των εισαγόμενων εμπορευμάτων.

Ακολουθεί, ως τελευταία, η μέθοδος "τελικό καταφύγιο" όπως [*628]χαρακτηρίζεται. Εφόσον δεν μπορεί να καθοριστεί η δασμολογητέα αξία με βάση οποιεσδήποτε από τις προηγούμενες μεθόδους αυτή καθορίζεται με

"εύλογα μέσα, σύμφωνα με τις αρχές και τις γενικές διατάξεις της παρούσας συμφωνίας και του Άρθρου VII της GATT του 1994 και βάσει των διαθέσιμων στη χώρα εισαγωγής στοιχείων".

Υπό τις ακόλουθες διευκρινίσεις, όπως αυτές καθορίζονται σε σχετική ερμηνευτική σημείωση:

"1. Οι δασμολογητέες αξίες που καθορίζονται κατ΄εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7 είναι ανάγκη να βασίζονται όσο το δυνατό περισσότερο σε δασμολογητέες αξίες που έχουν καθοριστεί προγενέστερα.

2. Οι μέθοδοι εκτίμησης των οποίων πρέπει να γίνεται χρήση δυνάμει του άρθρου 7 επιβάλλεται να είναι οι οριζόμενες στα άρθρα 1 μέχρι και 6, αλλά μια εύλογη ελαστικότητα κατά την εφαρμογή των μεθόδων αυτών θα ήταν σύμφωνη με τους στόχους και τις διατάξεις του άρθρου 7."

Σημειώνουμε και τη Συμβουλευτική Γνωμοδότηση Αρ. 12.1 (Βλ και 12.3) της Τεχνικής Επιτροπής Τελωνειακής Εκτίμησης του Παγκοσμίου Οργανισμού Τελωνείων, σύμφωνα με την οποία αν ούτε με ελαστικό τρόπο δεν είναι δυνατό να καθοριστεί η δασμολογητέα αξία δυνάμει των άρθρων 1 μέχρι 6, αυτή μπορεί να καθοριστεί με τη χρήση άλλων εύλογων μεθόδων που δεν αποκλείονται από την παράγραφο 2 του άρθρου 7. Και, ακριβώς, με την παράγραφο αυτή ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας δεν μπορεί να βασίζεται

"(α) στην τιμή πώλησης, στη χώρα εισαγωγής, εμπορευμάτων που παράγονται στη χώρα αυτή·

(β) σε σύστημα που προβλέπει την αποδοχή για δασμολογικούς σκοπούς, της υψηλότερης μεταξύ δύο εναλλακτικών αξιών·

(γ) στην τιμή εμπορευμάτων στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής·

(δ) στο κόστος παραγωγής, διάφορο από τις υπολογιζόμενες αξίες που έχουν καθοριστεί για πανομοιότυπα ή ομοειδή εμπορεύματα σύμφωνα με το άρθρο 6·

[*629](ε)      στην τιμή εμπορευμάτων που πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό άλλη χώρα εκτός από τη χώρα εισαγωγής·

(στ)   σε ελάχιστες δασμολογητέες αξίες, ή

(ζ)  σε αυθαίρετες ή πλασματικές αξίες."

Σηματοδότησε την έναρξη των διαφορών που οδήγησαν στην άσκηση του μεγαλύτερου όγκου από τις παρούσες προσφυγές, η έκδοση και η εφαρμογή της εγκυκλίου του Διευθυντή Τελωνείων με αρ. Αξ.Γεν./40, ημερομηνίας 13.8.98. Είχαν δημιουργηθεί αμφιβολίες αναφορικά με το αληθές ή την ακρίβεια των τιμολογιακών τιμών που δηλώνονταν ως η συναλλακτική αξία μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που εισάγονταν από την Ιαπωνία και μελετήθηκε τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης. Αυτός δεν θα αφορούσε στο ίδιο το εισαγόμενο κάθε φορά αυτοκίνητο. Θα ήταν γενικός και θα εφαρμοζόταν ομοιόμορφα σε όλες τις περιπτώσεις τέτοιων εισαγωγών όποτε η τιμολογιακή τιμή που δήλωνε ο εισαγωγέας ήταν μικρότερη από ό,τι μετά από ενδοτμηματική έρευνα, προσδιορίστηκε ως "καθοδηγητική τιμή", που περιγράφεται και ως "ενδεικτική". Ετοιμάστηκε κατάλογος "καθοδηγητικών τιμών", σταθερών ανάλογα με τον τύπο και την ηλικία των αυτοκινήτων και, με την εγκύκλιο, ορίστηκε ως εξής:

"Από τη λήψη της παρούσας εξουσιοδοτείστε όπως αποδέχεστε για οριστικό τελωνισμό, τιμολόγια στα οποία οι τιμές δεν είναι χαμηλότερες από τις τιμές που φαίνονται στους συνημμένους καταλόγους. Εξουσιοδοτείστε επίσης όπως σε περιπτώσεις όπου οι τιμολογιακές τιμές είναι χαμηλότερες από αυτές του καταλόγου και ο εισαγωγέας αποδέχεται οριστικό τελωνισμό στη βάση αξίας της CIF τιμής του συνημμένου καταλόγου, προχωρείτε σε οριστικό τελωνισμό πάνω σ’ αυτή τη βάση αξίας.

Εκεί όπου ο εισαγωγέας δεν αποδέχεται τη διαδικασία αυτή θα επιτρέπεται τελωνισμός με κατάθεση χρηματικής παρακαταθήκης μόνο, αποκλειόμενης της τραπεζικής εγγυητικής επιστολής στη βάση των τιμών καταλόγου, πλέον 30% και η υπόθεση θα διαβιβάζεται στον Κλάδο Αξιών του Αρχιτελωνείου για περαιτέρω χειρισμό".

Πριν προχωρήσουμε, ορισμένες διασαφηνίσεις όπως αυτές προκύπτουν από το φάκελο. Η εγκύκλιος ήταν απόρρητη και, στην πραγματικότητα, ορίστηκε να συνιστά μόνο "εσωτερική οδηγία, για εύρυθμη λειτουργία του τμήματος". Και, πάντως, δεν προσ[*630]διόριζε "αποδεκτές τιμές" αυτοκινήτων. Τα πιο κάτω από το έγγραφο ημερομηνίας 30.7.99, είναι διαφωτιστικά:

«Το Τμήμα προχώρησε στην έκδοση εγκυκλίου προς τους τελωνειακούς υπαλλήλους με τιμές διαφόρων τύπων αυτοκινήτων συγκεκριμένης χρονολογίας εγγραφής οι οποίες ήταν το κατώτερο όριο στο οποίο εκ πρώτης όψεως το Τμήμα δεν θα είχε αμφιβολία για την ορθότητα και την ακρίβεια του τιμολογίου.  Οποιοδήποτε τιμολόγιο το οποίο ήταν κάτω από τις τιμές αυτές σύμφωνα με τις οδηγίες, δημιουργούσε λόγους αμφιβολίας της ορθότητας των εγγράφων. Η εγκύκλιος αυτή ούτε προσδιόριζε αποδεκτές τιμές αυτοκινήτων ούτε υποκαθιστούσε την έρευνα η οποία θα έπρεπε να γίνει για να εκδοθεί οριστική απόφαση εν σχέση με τη δηλωθείσα αξία. Απλά ήταν ένας τρόπος για να ενημερωθούν με ομοιόμορφο τρόπο 377 τελωνειακοί υπάλληλοι ασκώντας με ομοιόμορφο τρόπο την κρίση τους πότε, μετά από τη μελέτη που έγινε, θα μπορούσαν να έχουν αμφιβολίες και μόνο, για τη δηλωθείσα αξία, για να ακολουθηθεί η ορθή διαδικασία της έκδοσης διοικητικής απόφασης.  Σε καμία περίπτωση με την έκδοση της εγκυκλίου με τις καθοδηγητικές τιμές είχε παραγνωριστεί η υποχρέωση της διοίκησης να εξετάζει ιδιαίτερα κάθε υπόθεση που παρουσιάζετο ενώπιόν της. Το μόνο που έγινε ήταν η χάραξη μιας γενικής γραμμής με καθορισμένα, μετά από ενδελεχή έρευνα, κριτήρια τα οποία είχαν σκοπό, οι τελωνειακοί λειτουργοί οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε όλη την Κύπρο και εφοδιασμένοι με πιθανόν διαφορετικά στοιχεία και εκ των πραγμάτων με υποκειμενική κρίση, να μπορούν να αντιμετωπίζουν με ομοιόμορφο τρόπο και αντικειμενικά όλες τις περιπτώσεις που παρουσιάζονται μπροστά τους που εν κατακλείδι είναι και η πρώτη υποχρέωση της διοίκησης.  Τονίζεται για ακόμη μια φορά ότι η εγκύκλιος αυτή δεν υποκαθιστούσε την έρευνα η οποία έπρεπε να γίνει για αποδοχή ή μη της τιμολογιακής τιμής αλλά μόνο έδινε το έναυσμα για τη δημιουργία αμφιβολιών ως προς το αληθές του περιεχομένου του τιμολογίου."

Εν τούτοις, οι καθοδηγητικές τιμές, στο πλαίσιο της εγκυκλίου, προσλάμβαναν ουσιαστικά αφ’ εαυτών καταλυτική σημασία ως προς την περαιτέρω πορεία. Αν η τιμολογιακή τιμή ήταν ίση ή ψηλότερη της καθοδηγητικής τιμής, επιτρεπόταν ο τελωνισμός στη βάση της τιμολογιακής τιμής. Αν ήταν χαμηλότερη, έστω και κατά ελάχιστον, και ο εισαγωγέας δεν ήταν διατεθειμένος να παραγνωριστεί η τιμή που εκείνος δήλωνε, θα επιτρεπόταν ο τελωνισμός αν κατέβαλλε και παρακαταθήκη. Αυτό, ενόψει του άρθρου 156 του Ν. 82/67 και του άρθρου 13 της Συμφωνίας, και με την αντίληψη πως, ενό[*631]ψει των υποθέσεων KES College v. Kυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 4 Α.Α.Δ. 280 και Α. Μavrokefalos Air Conditioning Ltd v. Δημοκρατίας της Κύπρου (1990) 3(Γ) Α.Α.Δ. 2332, η επιβολή της καταβολής της θα ήταν ενδιάμεση και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη. Το ποσό της παρακαταθήκης θα ήταν ίσο προς την καθοδηγητική τιμή, αυξημένο όμως κατά 30% σταθερά, όση και αν ήταν η διαφορά. Οπότε, υποτίθεται θα ακολουθούσε περαιτέρω έρευνα που θα περιλάμβανε και τις εξηγήσεις που ενδεχομένως θα παρείχαν οι εισαγωγείς. Αν αυτές οι εξηγήσεις δεν θα ικανοποιούσαν ή αν δεν  ανταποκρίνονταν οι εισαγωγείς, θα εθεωρείτο πως εξακολουθούσαν να εγείρονται αμφιβολίες, με αποτέλεσμα τη θεώρηση πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου ή της Συμφωνίας, δηλαδή δεν θα ήταν δυνατό να καθοριστεί ο δασμός με βάση τη συναλλακτική αξία. Η άλλη επιλογή, όπως χαρακτηρίζεται, του εισαγωγέα, ήταν να δεχτεί τελωνισμό στη βάση της καθοδηγητικής τιμής. Σε τέτοια περίπτωση η καθοδηγητική τιμή θα αναδεικνυόταν ως οριστική. Και, βεβαίως, δεν θα ετίθετο θέμα εκκρεμότητας σε σχέση με την οποία θα απαιτείτο η καταβολή του επιπρόσθετου ποσοστού του 30%.

Αυτά προκάλεσαν τις έντονες αντιδράσεις της Νομικής Υπηρεσίας και, πριν προχωρήσουμε στην εξέταση των συγκεκριμένων ζητημάτων που εγείρονται, θα παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από την επιστολή του Στ. Θεοδούλου, Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, ημερομηνίας 30.8.99:

"Πέρα από τα πιο πάνω έχω πληροφορηθεί ότι συνεχίζεται από τις Τελωνειακές Υπηρεσίες η τακτική να επιβάλλουν ποσοστό 30% ως παρακαταθήκη στις περιπτώσεις που κάποιος εισαγωγέας αποδέχεται να πληρώσει δασμούς στη βάση των ενδεικτικών τιμών του Τμήματός σας, αλλά το κάμνει με επιφύλαξη δικαιωμάτων. Όπως σας είχα συμβουλεύσει κατά τη συνάντησή μας, η συμπεριφορά αυτή της διοίκησης είναι νομικά, ηθικά και δεοντολογικά ανεπίτρεπτη. Το καθήκον και η εξουσία του διοικητικού οργάνου περιορίζεται στην παραγωγή διοικητικής πράξης στηριγμένης στα προαπαιτούμενα που έχει διαμορφώσει ο νόμος και η νομολογία. Ο κάθε πολίτης έχει αναφαίρετο δικαίωμα να θέσει την κάθε διοικητική πράξη κάτω από τον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γιατί έτσι διαφυλάσσονται στην πράξη οι κανόνες του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης. Δεν είναι επιτρεπτό να επιβάλλεται πρόσθετο ποσό, έστω ως παρακαταθήκη, με μόνη αιτιολογία την πρόθεση του διοικούμενου να θέσει τη διοικητική πράξη κάτω από τον έλεγχο του αρμόδιου δικαστηρίου. Όπως είχα τονίσει τότε και επαναλαμβά[*632]νω και τώρα, η συμπεριφορά αυτή δυνατό να χαρακτηριστεί ως εκβιαστική, με τα ανάλογα αρνητικά νομικά αποτελέσματα για τη Δημοκρατία.

Με βάση τα πιο πάνω, όπως αναλυτικά σας είχαν εξηγηθεί και αναλυθεί κατά τη συνάντηση, σας συμβουλεύω και γραπτώς να τερματίσετε αμέσως την τακτική που έχω προαναφέρει. Στις περιπτώσεις που κάποιος εισαγωγέας αποδέχεται να πληρώσει στη βάση των ενδεικτικών τιμών τις οποίες το Τμήμα σας έχει προσδιορίσει μετά από δέουσα έρευνα, μπορεί να το κάνει έστω και με επιφύλαξη δικαιωμάτων ή "υπό διαμαρτυρία".

Θεωρώ σκόπιμο να επαναλάβω ότι η συνέχιση της τακτικής αυτής αποδυναμώνει, μεταξύ άλλων, και το επιχείρημα περί διενέργειας δέουσας έρευνας. Πιστεύω ότι η έρευνα που έχει διενεργήσει το Τμήμα σας για τη διαμόρφωση του καταλόγου με τις ενδεικτικές τιμές χαρακτηρίζεται από κάποιες, μικρές ή μεγάλες, αδυναμίες και δεν είναι προς το συμφέρον της νομικής γραμμής της υπεράσπισης των σχετικών διοικητικών πράξεων ή περαιτέρω αποδυνάμωσή της."

Το έργο μας κατέστη ευχερές χάρις στην επιμέλεια του κ. Στ. Θεοδούλου και σημειώνουμε και την αναγνώριση των αιτητών πως χειρίστηκε τις υποθέσεις με ξεκάθαρο, δίκαιο και έντιμο τρόπο. Οι 929 υποθέσεις χωρίστηκαν σε επτά κατηγορίες, ανάλογα με το θέμα τους. Θα τις εξετάσουμε χωρίς άλλη εισαγωγή, αλλά με τις πιο κάτω επεξηγήσεις:

(α) Για το θέμα των προσφυγών 1094/98, 1185/98, 13/99, 542/99, 578/99, 600/00, και 614/99 καταχωρίστηκαν δεύτερες προσφυγές, οι οποίες και φαίνονται στις αντίστοιχες κατηγορίες. Από προφανές λάθος, είτε κατά την καταχώρηση είτε επειδή δεν παρακολουθήθηκε το γεγονός της αντικατάστασης της αρχικής διοικητικής απόφασης. Επομένως, οι πρώτες πρέπει να απορριφθούν ως χωρίς αντικείμενο. Παραμένουν οι προσφυγές 1478/00, 136/00, 131/00, 142/00, 621/99, 604/00 και 619/99 αντιστοίχως.

(β) Δεν έχουμε περιλάβει τις προσφυγές 373/00 και 1106/99 σε οποιοδήποτε παράρτημα επειδή όπως διαπιστώνουμε η πρώτη απορρίφθηκε και η δεύτερη θεωρείται ότι απορρίφθηκε από το Δικαστή ενώπιον του οποίου είχαν τεθεί αρχικώς.

(γ) Η προσφυγή 1000/00 δεν κατατάχθηκε σε οποιαδήποτε κα[*633]τηγορία και δεν υπάρχουν στο φάκελό της αγορεύσεις των δυο πλευρών. Προφανώς έγινε λάθος και η παρούσα απόφαση δεν θα αφορά σ’ αυτήν. Θα παραμείνει εκκρεμούσα για να τύχει χειρισμού αναλόγως.

Η Κατηγορία Α

Σ’ αυτή κατατάσσονται οι 418 προσφυγές του Παραρτήματος 2 της παρούσας. Τα κοινά τους στοιχεία, στη βάση των οποίων τα μέρη ανέπτυξαν τα επιχειρήματά τους, αναφέρονται ως τα ακόλουθα:

"Ο εισαγωγέας επέλεξε να δηλώσει στη διασάφηση εισαγωγής τη δασμολογητέα αξία που καθοριζόταν στον κατάλογο ενδεικτικών τιμών του Τμήματος Τελωνείων, ενώ είχε αποστείλει επιστολή προς το Τμήμα, με την οποία δήλωνε ότι καταβάλλει τους αναλογούντες στην ενδεικτική τιμή δασμούς υπό διαμαρτυρία. Η δασμολογητέα αξία που δηλωνόταν στη διασάφηση γινόταν δεκτή από το Τμήμα Τελωνείων, αφού αντιστοιχούσε στην ενδεικτική τιμή, και τα αυτοκίνητα τελωνίστηκαν χωρίς άλλη διαδικασία".

Οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της επιβολής του δασμού, ως τελικού, αφού ήταν υπό διαμαρτυρία που δέχτηκαν τον τελωνισμό στη βάση του. Εισηγούνται πως ήταν παράνομη η θεώρηση ως "συναλλακτικής αξίας" της τιμής που τους επιβλήθηκε για να επιτευχθεί ο τελωνισμός των αυτοκινήτων τους.

Οι καθ’ ων η αίτηση θέτουν πρώτα ζήτημα ως προς τη νομιμομοποίηση των αιτητών να αμφισβητούν τη νομιμότητα αυτού του δασμού. Με κύριο άξονα το επιχείρημα πως η διαμαρτυρία τους δεν μπορούσε να ήταν αποτελεσματική αφού αφορούσε όχι στην κάθε εισαγωγή συγκεκριμένα αλλά σε όλες, εκ των προτέρων και γενικά. Και, περαιτέρω, στο ότι εν τέλει ο τελωνισμός έγινε επειδή αυτή ήταν η επιλογή των αιτητών, ως εξής:

"Η διοικητική πράξη της επιβολής δασμού είχε γίνει δεκτή ανεπιφύλακτα από τους αιτητές, αφού η επιστολή των δικηγόρων τους (Πίνακας 8) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έγκυρη διαμαρτυρία ή επιφύλαξη. Κατά συνέπεια, οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν τις συγκεκριμένες διοικητικές πράξεις. Παράλληλα, στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν τις συγκεκριμένες διοικητικές πράξεις, επειδή οι ίδιοι είχαν προκαλέσει τη διαμόρφωση και παραγωγή τους.

[*634]Κατά τα λοιπά, υποστηρίζουν πως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ήταν κατ’ ουσίαν νόμιμες. Ως εξής:

"Ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην υποπαράγραφο (α), είναι η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν παραχθεί ορθά και νόμιμα, κατά την ενάσκηση νόμιμης εξουσίας, αφού στηρίζονται σε επαρκή έρευνα και είναι ικανοποιητικά αιτιολογημένες."

Δε δικαιολογείται η θεώρηση της διαμαρτυρίας των αιτητών ως γενικής και αόριστης. Αυτοί γνώριζαν τι ήταν, κατά τους ίδιους, η συναλλακτική αξία και εξάγεται εξ αρχής απροθυμία τους να δεχτούν τις ψηλότερες καθοδηγητικές τιμές. Είναι σαφές από το σύνολο των στοιχείων πως η αποδοχή του δασμού στη βάση των καθοδηγητικών τιμών έγινε με διαμαρτυρία που εξειδικεύεται ως αφορώσα στον καθένα από τους επίδικους τελωνισμούς.

Ο τελωνισμός εισαγόμενου εμπορεύματος συνιστά έννομη προσδοκία του διοικουμένου. Ο δασμός γι’ αυτόν, που αποτελεί το επίδικο ζήτημα, ρυθμίζεται μονομερώς από τις τελωνειακές αρχές στο πλαίσιο των κανόνων που περιέχονται στη Συμφωνία. Εν προκειμένω, ο δασμός καθορίστηκε στη βάση της "συναλλακτικής αξίας", όπως υποτίθεται την αποκάλυπτε η δήλωση των αιτητών. Δεν ήταν, όμως, στην πραγματικότητα αυτή η δήλωση των αιτητών. Δεν ήταν δυνατό, στο πλαίσιο του συνόλου, να αποσυνδεθεί αυτή η δήλωση από τη διαμαρτυρία που κατατέθηκε. Ούτε έχουμε εδώ, όπως αφήνουν να νοηθεί οι καθ’ ων η αίτηση, την περίπτωση εισαγωγέα ο οποίος εκουσίως, χωρίς άλλα, δηλώνει ορισμένη συναλλακτική αξία η οποία γίνεται αποδεκτή. Προκύπτει ότι λειτούργησε η εγκύκλιος και όσα αυτή επαγόταν. Και πως, σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν η θέση των αιτητών πως ό,τι θα εχρησιμοποιείτο ως βάση, δηλαδή οι καθοδηγητικές τιμές, ήταν η "συναλλακτική αξία", με την έννοια του άρθρου 1. Δηλαδή, η "πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα".

Συνεπώς, είναι ανύπαρκτο το υπόβαθρο της επιβολής που έγινε. Υποτίθεται ότι χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της "συναλλακτικής αξίας" όπως αυτή προέκυπτε από τις δηλώσεις των εισαγωγέων ενώ, την ίδια στιγμή, ενυπήρχε σ’ αυτή τη δήλωση η αναίρεσή της.

Το δεύτερο σκέλος της εισήγησης των καθ’ ων η αίτηση δεν εισάγει οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Επικαλείται επαρκή έρευνα και ικανοποιητική αιτιολογία αλλά αυτά είναι αποκλειστικώς συναρτημένα προς την εμφανισθείσα ως δήλωση των εισαγωγέων. Ακολουθεί πως οι αποφάσεις που προσβάλλονται με τις προσφυγές του [*635]Παραρτήματος 2, πρέπει να ακυρωθούν ως παράνομες.

Η Κατηγορία Β

Σ’ αυτή κατατάσσονται οι 69 προσφυγές του Παραρτήματος 3 στην παρούσα. Τα κοινά τους στοιχεία, με δοσμένο το μηχανισμό που εγκαθιδρύει η εγκύκλιος, καταγράφονται ως εξής:

"Η δασμολογητέα αξία των αυτοκινήτων, σύμφωνα με το τιμολόγιο αγοράς τους, ήταν χαμηλότερη από την ενδεικτική τιμή που είχε καθορίσει το Τμήμα Τελωνείων για το συγκεκριμένο τύπο και την ηλικία κάθε αυτοκινήτου. Ο εισαγωγέας επέλεξε να δηλώσει στη διασάφηση εισαγωγής, ως δασμολογητέα αξία, την αξία που, κατά τον ισχυρισμό του, συνιστούσε την τιμολογιακή τιμή κάθε αυτοκινήτου, σημειώνοντας πάνω στη διασάφηση εισαγωγής ότι καταβάλλει τους αναλογούντες δασμούς και/ή φόρους κατανάλωσης υπό διαμαρτυρία. Λόγω της διαφοράς της δηλωθείσας δασμολογητέας αξίας από τις "ενδεικτικές τιμές" του καταλόγου και της σημείωσης περί καταβολής των δασμών υπό διαμαρτυρία, το Τμήμα Τελωνείων, αφού υπολόγισε τους αναλογούντες δασμούς που προέκυπταν για το συγκεκριμένο τύπο αυτοκινήτου της συγκεκριμένης ηλικίας από την έρευνα που είχε προηγηθεί για τον καταρτισμό του καταλόγου "ενδεικτικών τιμών", επέβαλε πρόσθετα και την πληρωμή παρακαταθήκης σε ποσοστό 30% πάνω στην αντίστοιχη τιμή, μέχρι την εξέταση της υπόθεσης και τον οριστικό διακανονισμό των οφειλόμενων σε κάθε περίπτωση δασμών."

Οι αναφερθείσες προσφυγές αφορούν στην επιβολή της παρακαταθήκης κατά το ποσοστό του 30% που υπερβαίνει την καθοδηγητική τιμή. Περιλαμβάνεται στις προσφυγές και αίτημα για ακύρωση του εμφανιζόμενου ως "προκαθορισμού" της τιμής των αυτοκινήτων αλλά προδήλως δεν υπάρχει τέτοιο αντικείμενο.  Τον μηχανισμό τον έχουμε εξηγήσει και δεν έχει γίνει τέτοιος προκαθορισμός. Θα ακολουθούσε έρευνα και το ζήτημα θα οδηγείτο σε κατάληξη, αναλόγως.

Οι καθ’ ων η αίτηση θεωρούν πως δεν έχουμε εδώ εκτελεστή πράξη. Όσα καθορίστηκαν ήταν ενδιάμεσα και θα υπέκειντο σε προσαρμογές, ανάλογα με το αποτέλεσμα της έρευνας που θα ακολουθούσε. Εκτελεστή πράξη θα ήταν μόνο ο οριστικός προσδιορισμός της δασμολογητέας αξίας και η επιβολή του 30% συνιστούσε μόνο "προσωρινή διευθέτηση" για να επιτραπεί ο τελωνισμός του αυτοκινήτου. Προσθέτουν πως, σε κάθε περίπτωση, οι [*636]αποφάσεις λήφθηκαν "ορθά και νόμιμα, κατά την ενάσκηση νόμιμης εξουσίας, αφού στηρίζονται σε επαρκή έρευνα, συνάδουν με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, βρίσκονται μέσα στα πλαίσια των αρχών ορθής άσκησης διακριτικής εξουσίας και είναι ικανοποιητικά αιτιολογημένες". Όλα τα πιο πάνω ενώ:

(α)   Δεν έχει ακόμα, ας σημειωθεί χρόνια μετά το χειρισμό, συντελεστεί ο οριστικός καθορισμός της δασμολογητέας αξίας των αυτοκινήτων στην οποία αφορούν οι προσφυγές αυτής της κατηγορίας.

(β)   Το ποσοστό του 30% που επιβαλλόταν να καταβάλλεται επιπρόσθετα προς την καθοδηγητική τιμή, δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιου ιδιαίτερου υπολογισμού. Ίσχυε γενικά ως προκαθορισμένο, όποια και αν ήταν η διαφορά, ελάχιστη ή μεγάλη, μεταξύ της δηλωθείσας τιμολογιακής αξίας και της καθοδηγητικής τιμής. Αναφέρεται στην αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση πως "η πρακτική αυτή ήταν συνέπεια κυρίως της ένδειξης ότι η υποτιμολόγηση των αυτοκινήτων έφθανε κατά κανόνα, σε ποσοστό πέραν του 30%", χωρίς όμως εξήγηση αναφορικά με την επίδραση αυτής της κατ’ αρχήν αντίληψης στον καθορισμό των ίδιων των καθοδηγητικών τιμών.

Το άρθρο 156 του Ν. 82/67 παρέχει εξουσία παράδοσης των εμπορευμάτων που προορίζονται για εσωτερική κατανάλωση όταν είναι πρακτικώς ανέφικτη η άμεση βεβαίωση του κατά πόσο οφείλεται δασμός και πόσος. Με την παροχή εγγύησης που πρέπει να είναι, όπως ορίζεται, επαρκής "δια την πληρωμή παντός μή πληρωθέντος ποσού, όπερ δυνατό να οφείλεται υπό μορφή δασμού". Αναλόγως και το άρθρο 13 της Συμφωνίας. Αναφέρεται στη δυνατότητα παραλαβής των εμπορευμάτων υπό τον όρο της καταβολής, αν αυτό ζητηθεί, επαρκούς ασφάλειας "η οποία να καλύπτει την οριστική καταβολή των δασμών που είναι δυνατό να οφείλονται τελικά για τα εμπορεύματα."

Η μονομερής πράξη επιβολής της καταβολής ορισμένης παρακαταθήκης διαμορφώνει ευθέως υποχρεώσεις, από την τήρηση των οποίων εξαρτάται η παράδοση των εμπορευμάτων. Και, βεβαίως, επάγεται τη στέρηση χρηματικών ποσών για όσο διάστημα θα διαρκεί η εκκρεμότητα. Είναι συναφώς ο ισχυρισμός των αιτητών πως εξ αιτίας των μεγάλων ποσών που αναγκάστηκαν να καταθέσουν, αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης.  Επομένως, συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της εκτελεστής διοικητικής πράξης. Βεβαίως, εφόσον εδώ εξετάζουμε όχι τη δυνατότητα επιβολής της αλλά το ύψος της, ο [*637]εν τέλει οριστικός καθορισμός της δασμολογητέας αξίας, ενδεχομένως θα προσφέρεται και ως δείκτης αναφορικά με το κατά πόσο επιβλήθηκε, ως παρακαταθήκη, ποσό μεγαλύτερο από εκείνο που πράγματι χρειαζόταν. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να σημαίνει πως ο εισαγωγέας είναι υποχρεωμένος να αναμένει, εντελώς ανίσχυρος, και υφιστάμενος στο μεταξύ τις συνέπειες, ως τον οριστικό καθορισμό του δασμού. Για να θέσει το θέμα τότε, αναλόγως. Είτε στο πλαίσιο αμφισβήτησης του δασμού είτε αυτοτελώς. Ούτε, αντιστρόφως, παρέχει στη διοίκηση ανεξέλεγκτη δυνατότητα καθορισμού και είσπραξης παρακαταθήκης οποιουδήποτε ύψους.

Ακόμα και στην περίπτωση καθαρά ενδιάμεσων πράξεων που επιφέρουν δικό τους έννομο αποτέλεσμα, η εξήγηση της μη αναγνώρισης δυνατότητας αυτοτελούς προσβολής τους βρίσκεται στο γεγονός της ενσωμάτωσης-απορρόφησής τους στην τελική εκτελεστή πράξη. Οπότε, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της τελευταίας, της σύνθετης δηλαδή, ελέγχεται, ως προπαρασκευαστική της, και η ενδιάμεση. (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Άννα Ηλία και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884). Εδώ δεν έχει εκδοθεί τελική πράξη αλλά είναι και λανθασμένος ο χαρακτηρισμός της απόφασης για την παρακαταθήκη ως ενδιάμεσης, με την έννοια της προπαρασκευαστικής της τελικής πράξης. Λαμβάνεται, βέβαια, ενδιαμέσως αλλά με όρους που αφορούν στην ίδια αυτοτελώς, χωρίς δηλαδή προβολή τους, ως οργανικά συνδεδεμένους προς ό,τι θα προκύπτει στο τέλος ως η τελική πράξη. Ασκείται εξουσία με δικό της αυτοτελές αποτέλεσμα, αυτό επιδρά ευθέως σε έννομα συμφέροντα και υπόκειται σε επί τούτου έλεγχο, στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Η διοίκηση προσδιόρισε, σε ό,τι αφορά στην ίδια, το ποσό που θα ήταν διατεθειμένη να δέχεται ως την τελική δασμολογητέα αξία των αυτοκινήτων. Η επιβολή του επιπρόσθετου ποσοστού του 30%, μάλιστα αδιακρίτως, στην περίπτωση άρνησης του εισαγωγέα να τη δεχτεί, ήταν αυθαίρετη και, συνεπώς, παράνομη αφού στερείται του αναγκαίου αιτιολογικού στηρίγματος που θα την ενέτασσε στο "επαρκές" όπως ορίζουν το άρθρο 156 του Νόμου και το άρθρο 13 της Συμφωνίας. Επομένως, οι σχετικές πράξεις υπόκεινται σε ακύρωση.

Η Κατηγορία Γ

Σ’ αυτή κατατάσσονται οι 201 προσφυγές του Παραρτήματος 4. Τα κοινά τους στοιχεία, στη βάση των οποίων τα μέρη ανέπτυξαν τα επιχειρήματά τους, αναφέρονται ως τα ακόλουθα:

[*638]"Τα αυτοκίνητα που αποτελούν το επίδικο θέμα των προσφυγών αυτών είχαν τελωνιστεί, με βάση την ισχύουσα τότε πρακτική, με την καταβολή δασμών και/ή φόρων κατανάλωσης πάνω στην τιμολογιακή τους αξία, αφού οι εισαγωγείς είχαν καταθέσει τραπεζικές εγγυήσεις, για κάλυψη τυχόν διαφοράς στους δασμούς, αν προέκυπτεν ότι η δασμολογητέα αξία κάθε αυτοκινήτου ήταν ψηλότερη από τη δηλωθείσα τιμολογιακή αξία του. Ο οριστικός προσδιορισμός της δασμολογητέας αξίας των αυτοκινήτων έγινε αργότερα και, επειδή η δηλωθείσα αξία των αυτοκινήτων ήταν χαμηλότερη από την τιμή που είχε υπολογιστεί με βάση τη σχετική έρευνα για το συγκεκριμένο τύπο και την ηλικία κάθε αυτοκινήτου, ρευστοποιήθηκε η εγγύηση που είχε κατατεθεί και εισπράχθηκε το ποσό που ήταν οφειλόμενο στα πλαίσια του τελικού διακανονισμού της κάθε υπόθεσης."

Αυτές οι περιπτώσεις προηγήθηκαν της ετοιμασίας του καταλόγου με τις καθοδηγητικές τιμές και της εγκυκλίου που ακολούθησε. Το ζήτημα δημιουργήθηκε όταν, εν τέλει, εξετάστηκαν στο πλαίσιο τους. Αυτό, όπως το δέχονται και οι καθ’ ων η αίτηση, όχι στη βάση κάποιας συγκεκριμένης έρευνας σε σχέση με τα εισαχθέντα αυτοκίνητα. Ούτε καν κατ’ εφαρμογή ή έστω επίκληση του μηχανισμού όπως τον θεσμοθετεί η Συμφωνία. Αντιπαραβλήθηκαν οι τιμολογιακές αξίες προς τις καθοδηγητικές τιμές και όπου υπήρχε διαφορά, υπερίσχυαν οι δεύτερες. Και καθοριζόταν ως οριστική αξία η καθοδηγητική τιμή. Οπότε ρευστοποιήθηκαν και οι εγγυήσεις και εισπράχθηκε η διαφορά, ως οφειλόμενος δασμός. Λέγουν οι καθ’ ων η αίτηση πως είχε προηγηθεί πρόσκληση προς τους εισαγωγείς για προσκόμιση στοιχείων και ορισμένοι θέτουν ρητά θέμα ως προς την κατ’ ισχυρισμόν παράλειψη της διοίκησης να εξετάσει και να αξιολογήσει τα στοιχεία που προσκόμισαν.

Δε δικαιολογείται εμπλοκή σε τέτοιες λεπτομέρειες. Είναι σαφές ότι ούτε τηρήθηκε ο μηχανισμός της Συμφωνίας όπως τον παραθέσαμε ούτε, εν πάση περιπτώσει, υπήρχε πραγματικό υπόβαθρο για τους προσδιορισμούς που έγιναν. Αρκεί να σημειώσουμε τη θεμελιακή αντίφαση της στήριξης των τελικών αποφάσεων σε ό,τι οι ίδιοι οι καθ’ ων η αίτηση χαρακτήριζαν ως απλό εσωτερικό βοήθημα, πάντως όχι ως προσδιοριστικό της δασμολογητέας αξίας.

Η Κατηγορία Δ

Σ’ αυτή κατατάσσονται οι επτά προσφυγές του Παραρτήματος 5. Δεν είναι στην πραγματικότητα συνδεδεμένες προς την εγκύκλιο και την πρακτική σε σχέση με τις καθοδηγητικές τιμές. Ο δασμός [*639]για τα εισαχθέντα αυτοκίνητα στα οποία αφορούσε, είχε καθοριστεί με βάση τα τιμολόγια που επισύναψαν στη διασάφηση εισαγωγής οι αιτητές, δηλαδή με βάση τη συναλλακτική αξία και τα περαιτέρω κοινά τους στοιχεία, καθορίζονται ως ακολούθως:

"Μετά τον τελωνισμό των αυτοκινήτων, ανευρέθηκαν στα γραφεία των εισαγωγέων έγγραφα που αφορούσαν στα συγκεκριμένα αυτοκίνητα και στα οποία αναφέρονταν τιμολογιακές αξίες ψηλότερες από τη δασμολογητέα αξία με βάση την οποία επιβλήθηκε σε κάθε περίπτωση δασμός και/ή φόρος κατανάλωσης για τον τελωνισμό τους. Επιβλήθηκε νέος, ψηλότερος δασμός, με βάση τα έγγραφα που είχαν ανευρεθεί".

Δε χρησιμοποιήθηκε, συνεπώς, οτιδήποτε κατά υπολογισμό ή, πάντως, κατ’ επίκληση των καθοδηγητικών τιμών. Στην ουσία, κατά ανάκληση της αρχικής απόφασης, επιβλήθηκε νέος δασμός στη βάση της θεωρηθείσας ως πραγματικής συναλλακτικής αξίας, δηλαδή του ποσού το οποίο πράγματι πληρώθηκε ως η αξία των αυτοκινήτων.  Δεν ήταν καν  περίπτωση αμφιβολίας σε σχέση με την οποία θα ετίθετο ζήτημα τήρησης του μηχανισμού του άρθρου 1 της Συμφωνίας προς διακρίβωση του κατά πόσο θα ήταν δυνατό να καθοριστεί ο δασμός με βάση τη συναλλακτική αξία. Ώστε να τίθεται θέμα προς συζήτηση, μέσα σε τέτοιο πλαίσιο και, περαιτέρω, με αναφορά στα προβλεπόμενα στη Συμφωνία για τις εναλλακτικές διαδοχικές λύσεις. Εν προκειμένω, οι τελωνειακές αρχές παρέμειναν στη συναλλακτική αξία, όπως έκριναν ότι την προσδιόριζαν τα έγγραφα που εν τέλει βρέθηκαν στην κατοχή των αιτητών.

Οι αιτητές δεν ανέπτυξαν οποιοδήποτε επιχείρημα που θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί προς αυτό τον χειρισμό.  Ενώ αναφέρουν πως δέχονται τα πιο πάνω γεγονότα, ανέπτυξαν επιχειρήματα με παραπομπή στη Συμφωνία και στην Απόφαση των Υπουργών, εκλαμβάνοντας πως και σ’ αυτή την περίπτωση η νέα απόφαση στηρίχτηκε στις καθοδηγητικές τιμές. Μεταφέρουμε τη σχετική παράγραφο από την αγόρευσή τους:

"Η κύρια διαφορά προκύπτει από το γεγονός ότι οι Τελωνειακές Αρχές δεν αποδέχθηκαν την τιμή που δήλωσε ο αιτητής που βασιζόταν στο σχετικό τιμολόγιο, αλλά επέμεναν και επέβαλαν δασμό με βάση μια υποθετική τιμή που προκύπτει από ένα κατάλογο που κατάρτισαν οι ίδιοι. Ο κατάλογος αυτός καταρτίστηκε με βάση πληροφορίες που πήραν οι καθ’ ων η αίτηση, από δημοπρασίες, καταλόγους που δημοσιεύονται στο Ιnternet, τιμές που φέρουν διάφορα αυτοκίνητα σε διάφορες βιτρίνες στην Ια[*640]πωνία κ.λ.π. Οι αιτητές επιφυλάσσουν το δικαίωμα να φέρουν μαρτυρία για τους παράγοντες που οδήγησαν στον καταρτισμό του συγκεκριμένου καταλόγου.

Θα πρέπει επίσης να γίνει παραδεκτό ότι καμιά απολύτως έρευνα δεν διεξήχθη για το συγκεκριμένο αυτοκίνητο και το συγκεκριμένο τιμολόγιο. Απλά επειδή η τιμή του συγκεκριμένου τιμολογίου και της σχετικής δηλώσεως δεν συμφωνούσαν με τη τιμή του καταλόγου οι Τελωνειακές Αρχές χρησιμοποίησαν την τιμή του καταλόγου."

Δεν έχει προταθεί οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό, συσχετιζόμενο προς τις νέες αποφάσεις, να αποτελέσει αιτία ακυρότητας και οι προσφυγές του Παραρτήματος 5 πρέπει να απορριφθούν.

Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Ε

Σ’ αυτή κατατάσσονται οι 151 προσφυγές του Παραρτήματος 6. Όπως εξηγείται στην αγόρευση για τους καθ’ ων η αίτηση, τα αυτοκίνητα στα οποία αφορούσαν,

"είχεν επιτραπεί να τελωνιστούν με καταβολή δασμών στη βάση των αποτελεσμάτων της έρευνας που είχε διενεργηθεί για σκοπούς σύνταξης του καταλόγου "ενδεικτικών τιμών" αλλά, λόγω της αμφισβήτησης των "ενδεικτικών τιμών" από τους εισαγωγείς, ζητήθηκε η κατάθεση τραπεζικής εγγύησης, για κάλυψη ενδεχόμενης διαφοράς κατά τον οριστικό προσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας τους."

Και τα περαιτέρω κοινά τους στοιχεία, καταγράφονται ως ακολούθως:

"Μετά τον τελωνισμό των αυτοκινήτων και την πληρωμή δασμών και/ή φόρων κατανάλωσης στη βάση της τιμολογιακής τους αξίας, το Τμήμα Τελωνείων απευθύνθηκε προς τις Ιαπωνικές τελωνειακές αρχές, αποστέλλοντας αριθμό τιμολογίων που είχαν κατατεθεί από τους εισαγωγείς και ζητώντας πληροφόρηση αναφορικά με τις τιμές στις οποίες τα αυτοκίνητα είχαν πωληθεί στην Ιαπωνία, από τον Ιάπωνα εξαγωγέα. Με βάση την απάντηση από τις Ιαπωνικές τελωνειακές αρχές, το Τμήμα Τελωνείων επέβαλε νέους, αυξημένους δασμούς και/ή φόρους κατανάλωσης, αφού στην πληροφόρηση αναφερόταν ότι οι τιμές που δηλώθηκαν στο Τμήμα Τελωνείων από τον Κύπριο εισαγωγέα συνιστούσαν ποσοστό 40% - 60% των τιμών στις οποίες δηλώθηκε από τους εξαγω[*641]γείς ότι είχαν πωληθεί τα αυτοκίνητα."

Αναπτύχθηκαν επιχειρήματα σε σχέση με τη δυνατότητα χρήσης των πληροφοριών που λήφθηκαν από τις Ιαπωνικές αρχές όταν οι ίδιες, στο σχετικό τους έγγραφο, ανέφεραν πως αυτές δεν μπορούσαν να αποκαλυφθούν ακόμα και για τους σκοπούς δικαστικής διαδικασίας.  Περαιτέρω, σε σχέση με τη δυνατότητα ταύτισης των στοιχείων που έθεσαν οι Ιαπωνικές αρχές προς τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα. Σημειώνουν, συναφώς, οι αιτητές, και δεν έχουμε δει αντίκρουση αυτής της θέσης τους από τους καθ’ ων η αίτηση, πως οι πληροφορίες που λήφθηκαν δεν αφορούσαν σε συγκεκριμένα αυτοκίνητα αλλά στους Ιάπωνες εξαγωγείς, με αναφορά σε μέσους όρους κατ΄ισχυρισμόν υποτιμολόγησης. Η αιτήτρια στην προσφυγή 703/99 ανέπτυξε και ιδιαίτερα επιχειρήματα. Δεν ήταν εισαγωγέας η ίδια, δεν εισήξε εκείνη το αυτοκίνητο και κακώς, όπως αναγνώρισαν στο τέλος και οι καθ’ ων η αίτηση, αναφερόταν στα γεγονότα της ένστασης πως εκείνη εκτελώνισε το αυτοκίνητο. Στην πραγματικότητα ήταν ανύποπτη αγοράστριά του από τους εισαγωγείς. Τα ίδια, σε γενικές γραμμές σε σχέση με τον αιτητή στην προσφυγή 705/99 ο οποίος εισήγαγε το αυτοκίνητο όχι ο ίδιος αλλά μέσω εταιρείας που ακριβώς ασχολείτο με την εισαγωγή αυτοκινήτων.

Διαπιστώνεται αιτία ακυρότητας που άπτεται των θεμελιωδών ρυθμίσεων της Συμφωνίας και δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει άλλο θέμα. Υπήρχαν εξ αρχής αμφιβολίες για το αληθές ή την ακρίβεια των τιμολογιακών τιμών που δόθηκαν ως αποκαλυπτικές της συναλλακτικής αξίας. Επομένως, ο δασμός καθορίστηκε ως τελών υπό την προϋπόθεση του ελέγχου που θα ακολουθούσε. Και ο τελωνισμός έγινε υπό τον όρο που αναφέρθηκε.

Η έρευνα που ακολούθησε δεν μπορεί παρά να συναρτηθεί προς τα αναφερθέντα σε σχέση με τη διαχείριση του θέματος, ενόψει αμφιβολιών. Σε τέτοια περίπτωση, εφόσον θα διατηρούνταν οι αμφιβολίες και δε θα γίνονταν δεκτά τα στοιχεία των εισαγωγέων, θα ετίθετο θέμα αδυναμίας καθορισμού του δασμού με βάση τη συναλλακτική αξία. Νοουμένου όμως ότι θα τηρούνταν τα εχέγγυα που προβλέπονται και εδώ δεν έχει γίνει τίποτε προς αυτή την κατεύθυνση. Ούτε και ο δασμός καθορίστηκε, εν τέλει, κατ’ επίκληση οποιασδήποτε από τις μεθόδους καθορισμού που ακολουθούν. Απλώς ο Διευθυντής πληροφόρησε τους αιτητές ότι, μετά από διερεύνηση, διαπιστώθηκε ότι η τελωνειακή αξία των αυτοκινήτων ανερχόταν στο αυξημένο ποσό και όχι σε εκείνο που δηλώθηκε. Στο βαθμό δε που θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί πως και εν προκειμένω, όπως την περίπτωση των υποθέσεων της Κατηγορίας Δ, ο Διευθυντής, στην πραγματικότητα, καθό[*642]ρισε τον τελικό δασμό της συναλλακτικής αξίας, όπως τη διαπίστωσε ο ίδιος,  σημειώνουμε την αδυναμία που εντοπίστηκε σε σχέση με την αντιστοίχηση των πληροφοριών που λήφθηκαν προς το κάθε ένα από τα αυτοκίνητα που εισάχθηκαν.  Κατά το μέγιστο οι πληροφορίες που λήφθηκαν θα δικαιολογούσαν διατήρηση των αμφιβολιών, για να ακολουθήσει η χρήση του μηχανισμού που θα απέληγε σε καθορισμό με βάση κάποια από τις εναλλακτικές μεθόδους. Περαιτέρω, δεν δόθηκε στους αιτητές η ευκαιρία να ακουστούν ενόψει των πληροφοριών που λήφθηκαν.  Ενώ τους αποδόθηκαν ψευδείς δηλώσεις, εν τέλει τελωνειακά αδικήματα.

Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΤ

Σ’ αυτή κατατάσσονται οι 74 προσφυγές του Παραρτήματος 7. Τα βασικά τους στοιχεία είναι όμοια προς εκείνα της Κατηγορίας Ε με την εξής προσθήκη. Συνυπολογίστηκε από τις τελωνειακές αρχές και το γεγονός ότι

"ο διευθυντής της αιτήτριας εταιρείας διατηρούσε λογαριασμό σε τράπεζα στην Ελλάδα, από τον οποίο έδινε οδηγίες να στέλλονται ποσά στον Ιάπωνα εξαγωγέα των αυτοκινήτων, το Τμήμα Τελωνείων επέβαλε νέους, αυξημένους δασμούς και/ή φόρους κατανάλωσης, ανάλογους προς το ποσοστό κατά το οποίο φαίνεται να είχαν υποτιμολογηθεί τα αυτοκίνητα κατά την εισαγωγή τους στην Κύπρο."

Ισχύουν όσα έχουν αναφερθεί σε σχέση με την Κατηγορία Ε.  Σημειώνουμε όμως εδώ την αναφορά στην αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση στη δυνατότητα που παρεχόταν για χρήση του άρθρου 7 της Συμφωνίας προς καθορισμό της δασμολογητέας αξίας με βάση τη μέθοδο "τελικό καταφύγιο". Χωρίς, όπως έχουμε επισημάνει, να προκύπτει τήρηση των προϋποθέσεων που τίθενται αν πρόκειται νομίμως να θεωρηθεί ότι οι προηγούμενες μέθοδοι, με πρώτη εκείνη της συναλλακτικής αξίας, δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστούν. Ειδικά δε, ως προς τον τραπεζικό λογαριασμό στην Ελλάδα, σε σχέση με τα εχέγγυα που θεσμοθετούνται, ιδίως εκείνο της προηγούμενης ακρόασης του εισαγωγέα, σημειώνουμε την ανυπαρξία στοιχείων, ούτε εισήγησης καν, ότι γνωστοποιήθηκε το ζήτημα του τραπεζικού λογαριασμού στον εισαγωγέα ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να απαντήσει. Για να διαμαρτύρεται τώρα πως είχε να δώσει καταλυτική απάντηση, την οποία θα μπορούσε και να τεκμηριώσει. Ο τραπεζικός λογαριασμός του στην Ελλάδα ήταν εντελώς άσχετος. Αφορούσε σε προσωπικές του δραστηριότητες. Σημειώνουμε συναφώς την απόφαση της Ολομέλειας στη Φειδίας Σαββίδης ν. Κυ[*643]πριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) στην οποία οι τελωνειακές αρχές θεώρησαν ως αποδεικτικό μεγαλύτερης αξίας του εισαχθέντος αυτοκινήτου το ότι ο αιτητής είχε εξάξει χρηματικό ποσό μεγαλύτερο, χωρίς άλλη σύνδεση. Μεταξύ άλλων, κρίθηκε πως αυτό το στοιχείο ήταν άσχετο.

Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Ζ

Σ’ αυτή κατατάσσονται οι οκτώ προσφυγές του Παραρτήματος 8. Και σ’ αυτή την περίπτωση ο τελωνισμός επιτράπηκε με την καταβολή δασμού στη βάση της τιμολογιακής αξίας (συναλλακτικής) αλλά με ανοικτό το θέμα της διερεύνησής της. Οπότε ζητήθηκε και κατατέθηκε τραπεζική εγγύηση προς κάλυψη ενδεχόμενου υπολοίπου. Η εξέλιξη καταγράφεται σε όσα περιγράφονται ως κοινά στοιχεία όλων των πρσφυγών αυτής της κατηγορίας, ως ακολούθως:

"Η δασμολογητέα αξία των αυτοκινήτων επανακαθορίστηκε, με βάση μαρτυρία από υπάλληλο/εκπρόσωπο της Ιαπωνικής εξαγωγικής εταιρείας, στην οποία αναφερόταν ότι οι τιμές που πράγματι είχαν πληρωθεί για την αγορά των αυτοκινήτων ήσαν ψηλότερες από τις τιμές που είχαν δηλωθεί ως δασμολογητέα αξία κατά την εισαγωγή τους."

Επρόκειτο για τον Salem Ahmad. H ιδιότητά του ως αντιπροσώπου της Ιαπωνικής εταιρείας προκύπτει από τους δικούς του ισχυρισμούς σε σχετική κατάθεσή του. Όπως, βέβαια, και τα άλλα στοιχεία, μεταξύ των οποίων και έγγραφο που περιγράφεται ως προτιμολόγιο. Το ζήτημα είναι πως εδώ δεν γνωστοποιήθηκε το γεγονός στους αιτητές. Και, κατ’ ακολουθίαν, δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να προβάλουν τις δικές τους απόψεις. Ενώ, στην ουσία, πέραν των άλλων, τους αποδίδεται και διάπραξη ποινικού αδικήματος. Και ακριβώς οι αιτητές επικαλούνται αυτή την παράλειψη ως αιτία ακυρότητας.

Ευσταθεί η άποψη των αιτητών πως στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας επειδή, εξ αιτίας της πλημμελούς έρευνας που διεξάχθηκε, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πλάνης περί τα πράγματα.

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, όλες οι προσφυγές, με την εξαίρεση εκείνων της Κατηγορίας Δ, επιτυγχάνουν με έξοδα.  Και οι προσβαλλόμενες σ΄αυτές αποφάσεις ακυρώνονται.

Οι προσφυγές της Κατηγορίας Δ αποτυγχάνουν με έξοδα.   [*644]Και οι προσβαλλόμενες σ’ αυτές αποφάσεις επικυρώνονται.

Οι προσφυγές 1094/98, 1185/98, 13/99, 542/99, 578/99, 600/00, και 614/99 απορρίπτονται ως χωρίς αντικείμενο, χωρίς διαταγή για έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

(Yποθέσεις Aρ. 886/98, 1022/98, 1043/98, 1084-1090/98, 1092/98, 1094/98, 1098/98 ,1099/98, 1101/98, 1102/98, 1165-1171/98, 1184-1193/98, 9-19/99, 30-41/99, 72-79/99, 98/99, 121/99, 122/99, 124/99, 153-158/99, 166-170/99, 183-192/99, 250-270/99, 282-290/99, 297-300/99, 328-333/99, 366-397/99, 403-414/99, 416-443/99, 446-496/99, 515/99, 516/99, 540-543/99, 546/99, 549/99, 575-579/99, 583-590/99,  610-614/99, 617-621/99, 632-639/99, 661-664/99, 703-707/99, 714-718/99, 737-741/99, 750/99, 751/99, 754-761/99, 809-818/99, 868-876/99, 879-886/99, 891/99, 910-913/99, 917/99, 934-941/99, 986-1003/99, 1011-1021/99, 1107-1109/99, 1157-1160/99, 1272-1284/99, 1327-1332/99, 1359-1364/99, 1372-1434/99, 1440-1445/99, 1457-1464/99, 1509-1513/99, 1526-1529/99, 1542-1546/99, 1552-1559/99, 1567/99, 65-78/00, 93-104/00, 125-128/00, 130-153/00, 181/00, 183-185/00, 187-191/00, 193-197/00, 199-202/00, 230/00, 269-280/00, 283-287/00, 289-297/00, 305-313/00, 327-332/00, 359-361/00, 374-378/00, 460-464/00, 467-470/00, 472-474/00, 502/00, 563-577/00, 596-612/00, 631-649/00, 727-761/00, 772/00, 851-854/00, 884-887/00, 1000/00, 1004/00, 1121-1150/00, 1162-1204/00, 1207-1246/00, 1279/00, 1285-1286/00, 1299-1310/00, 1397/00, 1455-1486/00, 1525-1534/00, 1538-1543/00)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

Κατηγορία Α

(Yποθέσεις Aρ. 1022/98, 1043/98, 1184/98-1193/98, 9/99-19/99, 72/99-79/99, 98/99, 153/99-158/99, 166/99-170/99, 183/99-192/99, 282/99-290/99, 297/99-300/99, 486/99-496/99, 515/99, 516/99, 540/99-543/99, 575/99-579/99, 610/99-614/99, 617/99-621/99, 632/99-639/99, 661/99-664/99, 714/99-718/99, 737/99, 738/99, 740/99, 741/99, 754/99-761/99, 809/99-818/99, 868/99-876/99, 879/99-886/99, 891/99, 910/99-913/99, 917/99, 934/99-941/99, 986/99-1003/99, 1011/99-1021/99, 1107/99-1109/99, 1157/99-1160/99, 1272/99-1284/99, 1327/99-1332/99, 1359/99-1364/99, 1440/99-1445/99, 1457/99-1464/99, 1509/99-1513/99, 1526/99-1529/99, 1542/99-1546/99, 1552/99-1559/99, 1567/99, 65/00-78/00, 93/00-104/00, 128/00, 130/00, 140/00, 143/00, 144/00, 146/00, 147/00, 149/00-151/00, 181/00, 183/00-185/00, 187/00-191/00, 193/00-197/00, 199/00-202/00, 230/00, 269/00-280/00, 283/00-287/00, 289/00-297/00, 305/00-313/00, 327/00-332/00, 359/00-361/00, 374/00-378/00, 460/00, 461/00, 463/00, 464/00, 467/00-470/00, 472/00-474/00, 502/00, 596/00-612/00, 631/00-649/00)

[*645]ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

Κατηγορία Β

(Yποθέσεις Aρ. 886/98, 1084/98-1090/98, 1092/98, 1094/98, 1098/98, 1099/98, 1101/98, 1102/98, 1165/98-1171/98, 30/99-41/99, 121/99, 122/99, 124/99, 250/99-270/99, 328/99-333/99, 546/99, 549/99, 884/00-887/00)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4

Κατηγορία Γ

(Yποθέσεις Aρ. 563/00-577/00, 727/00-761/00, 772/00, 851/00-854/00, 1004/00, 1121/00-1150/00, 1162/00-1204/00, 1207/00-1246/00, 1279/00, 1285/00, 1286/00, 1299/00-1310/00, 1397/00, 1525/00-1534/00, 1538/00 -1543/00)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5

Κατηγορία Δ

(Yποθέσεις Aρ. 125/00, 126/00, 131/00, 132/00, 136/00, 141/00, 142/00)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6

Κατηγορία Ε

(Yποθέσεις Aρ. 366/99-397/99, 403/99-409/99, 703/99-707/99, 750/99, 1372/99-1434/99, 127/00, 133/00-135/00, 137/00-139/00, 145/00, 148/00, 152/00, 153/00, 1455/00-1486/00)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ  7

Κατηγορία ΣΤ

(Yποθέσεις Aρ. 410/99-414/99, 416/99-443/99, 446/99-485/99, 751/99)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 8

Κατηγορία Ζ

(Yποθέσεις Aρ. 583/99 – 590/99)


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο