Οικονόμου Ανδρέας ν. Eπιστημονικού Τεχνικού ΕπιμελητηρίουΚύπρου (ΕΤΕΚ) μέσω του Προέδρου αυτού (2002) 3 ΑΑΔ 676

(2002) 3 ΑΑΔ 676

[*676]24 Οκτωβρίου, 2002

[NIKHTAΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

(ΕΤΕΚ) ΜEΣΩ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΥΤΟY,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3053)

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Απορρίφθηκε λόγος έφεσης που αφορούσε στην ορθότητα επισήμανσης του δικαστηρίου περί παραδοχής του αιτητή ότι τα προσόντα του δεν ήταν αναγνωρισμένα ― Αναφορά στο ενώπιον του δικαστηρίου υλικό.

Ο περί της Συμβάσεως της ΟΥΝΕΣΚΟ για την Αναγνώριση Σπουδών, Διπλωμάτων και Πτυχίων τα οποία αφορούν την Ανώτερη Εκπαίδευση στα Κράτη που ανήκουν στην περιοχή της Ευρώπης (Κυρωτικός) Νόμος του 1985 (Ν.11/85) ― Σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Νόμου η αναγνώριση του αλλοδαπού πιστοποιητικού, υπόκειται στους νομικούς και επαγγελματικούς κανόνες της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Σύνταγμα ― Συνταγματικότητα νόμου ― Ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας νόμου πρέπει να εγείρονται εξειδικευμένα και με πλήρη λεπτομέρεια.

Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ― Εγγραφή στο Μητρώο ― Στερείται εννόμου συμφέροντος προσβολής της άρνησης εγγραφής, ο αιτητής του οποίου τα προσόντα δεν αναγνωρίστηκαν βάσει του Άρθρου 7 του Νόμου.

Ο εφεσείων επεδίωξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την απόρριψη του αιτήματός του για εγγραφή του στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ.

[*677]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Με τον πρώτο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της επισήμανσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της παραδοχής του εφεσείοντα, ότι «τα προσόντα του δεν είναι αναγνωρισμένα».

     Ο πιο πάνω λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί. Τόσο στην αρχική του αγόρευση όσο και στην απαντητική του αγόρευση ο εφεσείων ανέφερε τα εξής: «Είναι πραγματικότητα ότι τα προσόντα του αιτητή δεν είναι αναγνωρισμένα από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως προϋποθέτει το Άρθρο 7(1) (α) του Νόμου 224/90». Κρίνεται, επομένως, ότι η επίδικη επισήμανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υλικό. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

2.  Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τις πρόνοιες του περί της Συμβάσεως της ΟΥΝΕΣΚΟ για την Αναγνώριση Σπουδών, Διπλωμάτων και Πτυχίων τα οποία αφορούν την Ανώτερη Εκπαίδευση στα Κράτη που ανήκουν στην περιοχή της Ευρώπης (Κυρωτικού) Νόμου του 1985 (Ν 11/85). Υπέβαλε ότι ο Νόμος 11/85 έχει, σύμφωνα με το Άρθρο 169.3 του Συντάγματος, αυξημένη ισχύ, έναντι άλλων ημεδαπών Νόμων. Ωστόσο – συνέχισε ο εφεσείων – το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τις πρόνοιες του Νόμου 11/85 παρόλο ότι – ο εφεσείων – παρέθεσε αρκετό υλικό και επιχειρήματα σε σχέση με το Νόμο αυτό.

     Ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου ο εφεσείων είχε επικαλεσθεί κυρίως το Άρθρο 1 του Νόμου 11/85.

     Το πιο πάνω άρθρο προβλέπει αναγνώριση αλλοδαπού πιστοποιητικού, διπλώματος ή πτυχίου με σκοπό την εξάσκηση επαγγέλματος. Ωστόσο η αναγνώριση αυτή,

(α)          λαμβάνει χώραν χωρίς επηρεασμό των νομικών και επαγγελματικών κανόνων ή διαδικασιών που ισχύουν στα Συμβαλλόμενα Κράτη (βλ. Άρθρο 1.1 (β))

(β)          δεν απαλλάσσει τον κάτοχο του αλλοδαπού πιστοποιητικού, διπλώματος ή πτυχίου από την υποχρέωση συμμόρφωσης με οποιουσδήποτε άλλους όρους για την εξάσκηση του συγκεκριμένου [*678]επαγγέλματος οι οποίοι τυχόν προβλέπονται από τις αρμόδιες κυβερνητικές ή επαγγελματικές αρχές (βλ. Άρθρο 1.1(β)),

(γ)          η τέτοια αναγνώριση «δεν παρέχει ... στον κάτοχο περισσότερα δικαιώματα σε άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος από εκείνα τα οποία θα είχε στη χώρα στην οποία χορηγήθηκε το πιστοποιητικό, δίπλωμα ή πτυχίον» (βλ. Άρθρο 1.1(γ)).

     Είναι λοιπόν πρόδηλο ότι για σκοπούς εξάσκησης επαγγέλματος τα αλλοδαπά πιστοποιητικά, διπλώματα ή πτυχία υπόκεινται στους νομικούς και επαγγελματικούς κανόνες και όρους οι οποίοι προβλέπονται από τις αρμόδιες κυβερνητικές ή επαγγελματικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

     Στην παρούσα υπόθεση οι νομικοί επαγγελματικοί κανόνες και όροι έχουν τεθεί από τον πιο πάνω Νόμο 224/90. Επομένως, σύμφωνα με το Νόμο 11/85, τα πιστοποιητικά, διπλώματα ή πτυχία του εφεσείοντα υπόκεινται στις διατάξεις του Νόμου 224/90. Κατά συνέπεια η επίκληση του Νόμου 11/85 δεν είναι ικανή να προωθήσει την υπόθεση του εφεσείοντα. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

3.  Ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε επί του ισχυρισμού του για αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 7 του Νόμου. Υπέβαλε ότι, εφόσον είχε εγείρει θέμα αντισυνταγματικότητας, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε, σύμφωνα με το Άρθρο 144 του Συντάγματος, να το εξετάσει. Υπέβαλε περαιτέρω ότι υπάρχει παραβίαση των Άρθρων 20, 25, 28 και 52 του Συντάγματος και «του Άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».

     Έχει νομολογηθεί ότι θέματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται εξειδικευμένα και να διατυπώνονται με πλήρη λεπτομέρεια ή να διατυπώνονται σε λεπτομερές υπόμνημα.

     Ο εφεσείων δεν έχει εξειδικεύσει τους λόγους για τους οποίους το Άρθρο 7 του Νόμου είναι αντισυνταγματικό. Ορθά λοιπόν δεν έχει εξεταστεί η εισήγηση του περί αντισυνταγματικότητας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Για τους ίδιους λόγους – έλλειψη εξειδίκευσης – δεν μπορεί να εξεταστεί θέμα αντισυνταγματικότητας στη διαδικασία της έφεσης.

4.  Ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε την απόφαση στην Μουζουρίδης. Υπέβαλε ότι [*679]στην απόφαση εκείνη δεν είχε εγερθεί θέμα που πηγάζει από το Νόμο 11/85 ενώ τα «προσόντα του είναι αναγνωρισμένα βάσει του Νόμου 11/85».

     Το Δικαστήριο ήδη αποφάνθηκε ότι ο Νόμος 11/85 δεν προωθεί την υπόθεση του εφεσείοντα. Ούτως εχόντων των πραγμάτων η περίπτωση του αιτητή καλύπτεται πλήρως από τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Μουζουρίδης γιατί βασίζεται επί των αυτών πραγματικών περιστατικών. Ορθά λοιπόν το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος και απέρριψε την προσφυγή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μουζουρίδης v. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 189,

Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167,

Γιασεμίδου κ.ά. v. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ.2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491,

Νικολάου v. Βασιλείου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1566,

Παπαϊωάννου κ.ά. v. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 656.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 341/99), ημερομηνίας 24/5/2000, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή την οποία άσκησε κατά της απόφασης με την οποία η Διοικούσα Eπιτροπή του E.T.E.K. σε συνεδρίαση της ημερ. 17/12/98 έκρινε ότι ο αιτητής δε διέθετε τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα δυνάμει του Άρθρου 7(1)(α) του περί Eπιστημονικού Tεχνικού Eπιμελητηρίου Kύπρου Nόμου του 1990 (N. 224/90, όπως τροποποιήθηκε) για εγγραφή στο Mητρώο Mελών του E.T.E.K. και συναφώς απέρριψε σχετική αίτησή του ημερομηνίας 29/10/98.

Ο Εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Κ. Κενεβέζος για Τ. Παπαδόπουλο, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι μέλος (member) ή αντεπιστέλλον μέλος (associate) διάφορων θεσμικών οργάνων του Ηνωμένου Βασιλείου όπως το Institution of Civil Engineering Surveyors, το Chartered Institute of Building και το Architects and Surveyors Institute. Στις 29.10.1998 υπέβαλε αίτηση για εγγραφή του στο Μητρώο Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (το Επιμελητήριο), επισυνάπτοντας διάφορα πιστοποιητικά. Η αρμόδια επιτροπή του Επιμελητηρίου κατέληξε στις 9.12.1998 ότι ο εφεσείων δεν διέθετε τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα δυνάμει του άρθρου 7(1)(α)* του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου του 1990 (Ν.224/90, όπως τροποποιήθηκε) (ο Νόμος).

Η απόφαση της Επιτροπής εγκρίθηκε από τη Διοικούσα Επιτροπή του Επιμελητηρίου στη συνεδρία της ημερ. 17.12.1998. Ο εφεσείων αμφισβήτησε την εγκυρότητα της απόφασης με προσφυγή. Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι προέβαλαν προδικαστικά το επιχείρημα ότι ο εφεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την επίδικη απόφαση γιατί δεν κατέχει τα απαιτούμενα από το νόμο προσόντα.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επεσήμανε ότι ήταν παραδεκτό ακόμη και από τον εφεσείοντα «ότι τα προσόντα του δεν είναι αναγνωρισμένα», έκρινε ότι ο εφεσείων «στερείται εννόμου συμφέροντος και συνεπώς η προσφυγή είναι απαράδεκτη». Έρεισμα της κατάληξης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν η απόφαση Μουζουρίδης ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 189 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.)*.

Η έφεση.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πιο πάνω επισήμανσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της παραδοχής του εφεσείοντα ότι «τα προσόντα του δεν είναι αναγνωρισμένα».

Ο πιο πάνω λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί. Τόσο στην αρχική του αγόρευση (βλ. σελ. 76 των πρακτικών) όσο και στην απαντητική του αγόρευση (βλ. σελ. 120 των πρακτικών) ο εφεσείων ανέφερε τα εξής: «Είναι πραγματικότητα ότι τα προσόντα του αιτητή δεν είναι αναγνωρισμένα από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως προϋποθέτει το άρθρο 7(1) (α) του Νόμου 224/90». Κρίνουμε, επομένως, ότι η επίδικη επισήμανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υλικό. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τις πρόνοιες του περί της Συμβάσεως της ΟΥΝΕΣΚΟ για την Αναγνώριση Σπουδών, Διπλωμάτων και Πτυχίων τα οποία αφορούν την Ανώτερη Εκπαίδευση στα Κράτη που ανήκουν στην περιοχή της Ευρώπης (Κυρωτικού) Νόμου του 1985 (Ν. 11/85). Υπέβαλε ότι ο Νόμος 11/85 έχει, σύμφωνα με το άρθρο 169.3 του Συντάγματος, αυξημένη ισχύ, έναντι άλλων ημεδαπών Νόμων. Ωστόσο – συνέχισε ο εφεσείων – το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τις πρόνοιες του Νόμου 11/85 παρόλο ότι – ο εφεσείων – παρέθεσε αρκετό υλικό και επιχειρήματα σε σχέση με το Νόμο αυτό.

[*682]

Ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου ο εφεσείων είχε επικαλεσθεί κυρίως το άρθρο 1 του Νόμου 11/85 το οποίο, στο βαθμό που είναι σχετικό, έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

1. Για τους σκοπούς της Σύμβασης αυτής, η ‘αναγνώριση’ αλλοδαπού πιστοποιητικού, διπλώματος ή πτυχίου ανώτερης εκπαίδευσης σημαίνει την αποδοχή τούτου ως έγκυρου πιστοποιητικού από τις αρμόδιες αρχές ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και τη χορήγηση στον κάτοχό του των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν τα πρόσωπα τα οποία κατέχουν ημεδαπό πιστοποιητικό, δίπλωμα ή πτυχίο προς το οποίο το αλλοδαπό εκτιμάται ως ανάλογο.

(α) ........................................................................................

(β) Αναγνώριση αλλοδαπού πιστοποιητικού, διπλώματος ή πτυχίου με σκοπό την εξάσκηση επαγγέλματος σημαίνει αναγνώριση της επαγγελματικής προπαρασκευής του κατόχου για την εξάσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, χωρίς επηρεασμό, όμως των νομικών και επαγγελματικών κανόνων ή διαδικασιών που ισχύουν στα συγκεκριμένα Συμβαλλόμενα Κράτη. Η αναγνώριση αυτή δεν απαλλάσσει τον κάτοχο του αλλοδαπού πιστοποιητικού διπλώματος ή πτυχίου από την υποχρέωση συμμόρφωσης με οποιουσδήποτε άλλους όρους για την εξάσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος οι οποίοι τυχόν προβλέπονται από τις αρμόδιες κυβερνητικές ή επαγγελματικές αρχές.

(γ) Αναγνώριση πιστοποιητικού, διπλώματος ή πτυχίου δεν παρέχει, όμως, στον κάτοχο περισσότερα δικαιώματα σε άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος από εκείνα τα οποία αυτός θα είχε στη χώρα στην οποία χορηγήθηκε το πιστοποιητικό, δίπλωμα ή πτυχίο.

......................................................................................................»

Το πιο πάνω άρθρο προβλέπει αναγνώριση αλλοδαπού πιστοποιητικού, διπλώματος ή πτυχίου με σκοπό την εξάσκηση επαγγέλματος. Ωστόσο η αναγνώριση αυτή,

(α)       λαμβάνει χώραν χωρίς επηρεασμό των νομικών και επαγγελματικών κανόνων ή διαδικασιών που ισχύουν στα Συμβαλλόμενα Κράτη (βλ. άρθρο 1.1 (β))

[*683]

(β)       δεν απαλλάσσει τον κάτοχο του αλλοδαπού πιστοποιητικού, διπλώματος ή πτυχίου από την υποχρέωση συμμόρφωσης με οποιουσδήποτε άλλους όρους για την εξάσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος οι οποίοι τυχόν προβλέπονται από τις αρμόδιες κυβερνητικές ή επαγγελματικές αρχές (βλ. άρθρο 1.1(β)),

(γ)        η τέτοια αναγνώριση «δεν παρέχει ... στον κάτοχο περισσότερα δικαιώματα σε άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος από εκείνα τα οποία θα είχε στη χώρα στην οποία χορηγήθηκε το πιστοποιητικό, δίπλωμα ή πτυχίον» (βλ. άρθρο 1.1(γ)).

Είναι λοιπόν πρόδηλο ότι για σκοπούς εξάσκησης επαγγέλματος τα αλλοδαπά πιστοποιητικά, διπλώματα ή πτυχία υπόκεινται στους νομικούς και επαγγελματικούς κανόνες και όρους οι οποίοι προβλέπονται από τις αρμόδιες κυβερνητικές ή επαγγελματικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Στην παρούσα υπόθεση οι νομικοί επαγγελματικοί κανόνες και όροι έχουν τεθεί από τον πιο πάνω Νόμο 224/90. Επομένως, σύμφωνα με το Νόμο 11/85, τα πιστοποιητικά, διπλώματα ή πτυχία του εφεσείοντα υπόκεινται στις διατάξεις του Νόμου 224/90. Κατά συνέπεια η επίκληση του Νόμου 11/85 δεν είναι ικανή να προωθήσει την υπόθεση του εφεσείοντα. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με τον επόμενο λόγο της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε επί του ισχυρισμού του για αντισυνταγματικότητα του άρθρου 7 του Νόμου. Υπέβαλε ότι, εφόσον είχε εγείρει θέμα αντισυνταγματικότητας, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 144 του Συντάγματος, να το εξετάσει. Υπέβαλε περαιτέρω ότι υπάρχει παραβίαση των άρθρων 20, 25, 28 και 52 του Συντάγματος και «του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».

Έχει νομολογηθεί ότι θέματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται εξειδικευμένα και να διατυπώνονται με πλήρη λεπτομέρεια ή να διατυπώνονται σε λεπτομερές υπόμνημα (Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167, 183, Γιασεμίδου κ.ά. ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ. 2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491, 502, Νικολάου ν. Βασιλείου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1566, Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 656).

[*684]

Ο εφεσείων δεν έχει εξειδικεύσει ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστήριου – και ενώπιόν μας – τους λόγους για τους οποίους το άρθρο 7 του Νόμου είναι αντισυνταγματικό. Ορθά λοιπόν δεν έχει εξεταστεί η εισήγηση του περί αντισυνταγματικότητας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Για τους ίδιους λόγους – έλλειψη εξειδίκευσης – δεν μπορεί να εξεταστεί θέμα αντισυνταγματικότητας στη διαδικασία της έφεσης.

Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε την απόφαση στην Μουζουρίδης (πιο πάνω). Υπέβαλε ότι στην απόφαση εκείνη δεν είχε εγερθεί θέμα που πηγάζει από το Νόμο 11/85 ενώ τα «προσόντα του είναι αναγνωρισμένα βάσει του Νόμου 11/85».

Έχουμε ήδη αποφανθεί ότι ο Νόμος 11/85 δεν προωθεί την υπόθεση του εφεσείοντα. Ούτως εχόντων των πραγμάτων η περίπτωση του αιτητή καλύπτεται πλήρως από τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Μουζουρίδης (πιο πάνω) γιατί βασίζεται επί των αυτών πραγματικών περιστατικών. Ορθά λοιπόν το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της Μουζουρίδης (πιο πάνω), έκρινε ότι ο εφεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος και απέρριψε την προσφυγή.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο