Moδίτης Ιωάννης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695

(2002) 3 ΑΑΔ 695

[*695]25 Οκτωβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΔΙΤΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2852)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Όροι νομιμότητας ― Διεξοδική ανασκόπηση της νομολογίας ― Ο ρόλος του προϊσταμένου προκύπτει από το γεγονός ότι γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες της θέσης ― Η σύσταση δεν μπορεί να προσθέτει ή αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων.

Ο εφεσείων προσέβαλε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση την απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών αντί του ιδίου.

Κατ’ έφεση συζητήθηκε και αποφασίστηκε το ζήτημα της σύστασης του προϊσταμένου σε θέσεις προαγωγής.

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας κατά πλειοψηφία την έφεση (απόφαση Κωνσταντινίδη Δ., συμφωνούντων των Νικήτα, Αρτέμη, Νικολάου, Καλλή, Κραμβή και Χατζηχαμπή), αποφάσισε ότι:

Η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος.  Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέ[*696]ση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του.  Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ’ αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.

Όσα εξειδικεύει στην παρούσα υπόθεση ο Προϊστάμενος ως ικανότητες και ιδιότητες των συστηθέντων, αναμφιβόλως είναι σχετικά και θα μπορούσαν να είχαν αποτελέσει τους λόγους της επιλογής που έκαμε. Εννοείται όμως πως τα αναφέρει συγκριτικά.  Δεν μπορεί να του αποδοθεί πως προτείνει ορισμένους για προαγωγή για συγκεκριμένους λόγους όταν θεωρεί πως οι ίδιοι οι λόγοι συντρέχουν και για εκείνους που δε συστήνει.  Κατ’ ανάγκην όσα εξειδικεύει μεταφέρουν το μήνυμα της υπεροχής εκείνων που συστήνονται στους αντίστοιχους τομείς. Ώστε αυτοί να αναδεικνύονται ως οι καταλληλότεροι. Δεν προκύπτει όμως τέτοια υπεροχή από τους φακέλους και η επίκληση από τον προϊστάμενο της προσωπικής του γνώσης, εισάγει πηγή πληροφόρησης αντίθετη προς το Νόμο και, πάντως, η σύσταση συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων.  Σημειώνεται συναφώς πως ο ίδιος προϊστάμενος αξιολόγησε τον αιτητή τα δυο τελευταία χρόνια, το 1996 και το 1997.  Και τον βρήκε εξαίρετο σε όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία αξιολόγησης.  Οπότε, κατά την πάγια νομολογία μας, δεν θα έπρεπε να της είχε προσδοθεί βαρύτητα. Συνυπολογίστηκε κατά την τελική επιλογή, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.

Με την απόφαση της μειοψηφίας δόθηκε αντίθετο αποτέλεσμα.  Την απόφαση της μειοψηφίας εξέδωσε ο Πικής Πρ., συμφωνούντων των Νικολαΐδη, Κρονίδη, Ηλιάδη και Γαβριηλίδη, Δ.Δ..

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα κατά πλειοψηφία.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Theodossiou v. Republic 2 R.S.C.C. 44,

Gavriel v. Republic (1971) 3 C.L.R. 185,

Makrides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 622,

Mytides a.ο. v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1096,

[*697]R. v. Haris (1985) 3 C.L.R. 106,

Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826,

Thalassinos v. Republic (1974) 3 C.L.R. 290,

Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498,

Mettas v. Republic (1985) 3 C.L.R. 250,

Savva a.ο. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 160,

Stylianou a.ο. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1007,

Στυλιανού κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3 C.L.R. 2802,

Δημοκρατία v. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71,

Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390,

Christou a.ο. v. Republic 4 R.S.C.C. 1,

Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74,

Andreou v. Republic (1979) 3 C.L.R. 379,

Savvas v. Republic (1980) 3 C.L.R. 675,

Nissiotis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 388,

HadjiVassiliou a.ο. v. Republic (1974) 3 C.L.R. 130,

HjiGregoriou v. Republic (1975) 3 C.L.R. 477,

Nicolaou a.ο. v. Republic (1981) 3 C.L.R. 73,

Leonidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918,

Kazamias a.ο. v. Public Service Commission (1984) 3 C.L.R. 1498,

Kotsonis a.ο. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 710,

Polycarpou a.ο. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2395,

[*698]Argyrides v. Republic (1992) 3 Α.Α.Δ. 376,

Soteriades a.ο. v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1604,

Republic v. Koufettas (1985) 3 C.L.R. 1950,

Ioannidou a.ο. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1283,

Στυλιανού κ.ά. v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387,

Βασιλείου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 75,

Δημοκρατία v. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422,

Χριστοδουλίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626,

Κουάλης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742,

Σταυρινίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145,

Μεστάνας v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213,

Κυπριακή Δημοκρατία v. Ιακωβίδη κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 207,

Κωνσταντίνου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1047/97 κ.ά., ημερ. 21.3.2000,

Στυλιανίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124,

Μέζου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 362,

Χρίστου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 480,

Κυπριακή Δημοκρατία v. Πογιατζή (2001) 3 Α.Α.Δ. 787,

Κυπριακή Δημοκρατία v. Σολωμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 73,

Τρύφωνος κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 845,

Κυπριακή Δημοκρατία v. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 200,

Ονουφρίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833.

 

[*699]Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 566/98) ημερομηνίας 17/5/99, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής στις 24/2/98, δύο ενδιαφερομένων μερών στη θέση Aνώτερου Λειτουργού Παραγωγικότητας (Προϋπολογισμός Aναπτύξεως), Kέντρο Παραγωγικότητας, αντί του ιδίου.

Α.Σ. Αγγελίδης,  για τον Εφεσείοντα.

Αλ. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας, Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας και Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη-Δημοκρατία.

Ι. Νικολάου, για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας, η οποία σηματοδοτεί και την έκβαση της έφεσης, με την οποία ταυτίζονται και οι δικαστές Νικήτας, Αρτέμης, Νικολάου, Καλλής, Κραμβής και Χατζηχαμπής θα δοθεί από το δικαστή Κωνσταντινίδη.

Η απόφαση της μειοψηφίας, με την οποία συμφωνούν οι δικαστές Νικολαΐδης, Κρονίδης, Ηλιάδης και Γαβριηλίδης, θα δοθεί από εμένα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση της  Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), ημερομηνίας 24.2.98, οι Αντώνιος Καφάς και Ανδρέας Κωμοδρόμος προάχθηκαν στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Παραγωγικότητας (Προϋπολογισμός Αναπτύξεως), Κέντρο Παραγωγικότητας. Ο Εφεσείων ήταν ένας από τους έξι υποψήφιους και με την προσφυγή του αμφισβήτησε το κύρος της προαγωγής. Τα επιχειρήματά του αφορούσαν στην εν γένει συγκριτική καταλληλότητα και συζητήθηκαν πρωτοδίκως θέματα σε σχέση με τα ακαδημαϊκά προσόντα και την πείρα. Υπό τον κεντρικό όμως ισχυρισμό πως η σύσταση του Διευθυντή Παραγωγικότητας (ο Διευθυντής) υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων,  που μέτρησε κατά την τελική επιλογή, έπασχε.

Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση έκρινε πως η σύσταση του Διευθυντή είναι αιτιολογημένη και πως συνάδει απόλυτα με τα στοιχεία των φακέλων. Έκρινε αβάσιμες [*700]στο σύνολό τους τις εισηγήσεις του εφεσείοντα και απέρριψε την προσφυγή. Με την παρούσα έφεση επαναφέρονται τα ίδια, με κυρίαρχο εκείνο της σύστασης και οι διάδικοι, στα περιγράμματα και με τις προφορικές αγορεύσεις τους, αναφέρθηκαν εκτεταμένα στη νομολογία. Αυτή δεν ήταν μονοσήμαντη και το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό την πενταμελή του σύνθεση, έκρινε πως επιβαλλόταν διεύρυνση ώστε τα σημεία τριβής να τεθούν υπό το λόγο της πλήρους Ολομέλειας. Ενώπιόν μας έχουμε και τις πρόσθετες προφορικές αγορεύσεις των μερών.

Υπάρχει, πράγματι, διάσταση σε σχέση με την ίδια τη φύση της σύστασης του προϊσταμένου στο πλαίσιο της διαδικασίας προαγωγής δυνάμει των διατάξεων του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90, όπως τροποποιήθηκε). Αφορά στη δυνατότητα του προϊσταμένου, διά της σύστασης, να προσθέτει  στην ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων.  Θα καταγράψουμε εξ αρχής τις δυο θέσεις.

Κατά την πρώτη, η σύσταση μπορεί να είναι πρωτογενής πηγή για τον προσδιορισμό της αξίας των υποψηφίων. Αναγνωρίζεται στο πλαίσιό της, δυνατότητα προσδιορισμού αυτής της αξίας με αναφορά στην προσωπική γνώση του προϊσταμένου και στις πληροφορίες που αυτός παίρνει ή που τεκμαίρεται ότι παίρνει από τους άμεσα προϊσταμένους ή εν γένει τους ιεραρχικά ανώτερους των υποψηφίων. Κατά τη δεύτερη, η σύσταση μπορεί να εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή τη γνώμη του προϊσταμένου ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος για προαγωγή ενόψει των αναγκών της ανώτερης θέσης, όπως εκείνος τις γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλο. Αυτό, στη βάση της δεδομένης υπηρεσιακής τους εικόνας, όπως την αποκαλύπτουν οι φάκελοι. Που περιλαμβάνουν όσα συναρτώνται προς τα τρία κριτήρια (αξία, προσόντα και αρχαιότητα) με βάση τα οποία, όπως προβλέπει το άρθρο 35 του Νόμου, αποφασίζονται οι διεκδικήσεις των υπαλλήλων για προαγωγή. Ως προς την αξία, με κατ’ εξοχήν διαχρονικό δείκτη, τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις.

Αυτή η διάσταση, όπως προσπαθήσαμε να την αποτυπώσουμε, δεν ήταν κατ’ αρχάς το αποτέλεσμα μιας περιεκτικής αναφοράς στο θεσμό, με την έννοια της στοχευμένης αντιπαραβολής των δυο ενδεχομένων. Αναδείχθηκε δια μέσου των λύσεων, σε σχέση κυρίως με τη βαρύτητα των συστάσεων, από υπόθεση σε υπόθεση. Οπότε, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990, με σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας, επιχειρήθηκε ευθυγράμμιση, σαφώς προς την κατεύθυνση της δεύτερης θέσης. Είναι αλήθεια, όμως, χωρίς ρητή αναφορά σε παλαιότερες θέσεις, επιμέρους μεν, αλλά σε τελική ανάλυ[*701]ση με ενδιάθετη δυναμική υπέρ της πρώτης. Και εκδόθηκαν στη συνέχεια άλλες αποφάσεις, πάλιν από την Ολομέλεια, με καθαρή την αναγνώριση δυνατοτήτων που νοούνται μόνο στο πλαίσιο της πρώτης θέσης. Χωρίς αναφορά στις αμέσως προηγούμενες. Έχουμε λοιπόν τελικά αποφάσεις της Ολομέλειας ασυμβίβαστες μεταξύ τους και είναι έργο μας η αναζήτηση του ορθού. Όσο και αν, ενόψει της ανάλυσης που οδήγησε στη νομολογία υπέρ της δεύτερης θέσης, θα ήταν ίσως δυνατό να θεωρηθεί ότι το θέμα είχε από τότε λυθεί. Οπότε, η όποια παλινδρόμηση θα έπρεπε να είχε διέλθει δια μέσου των καθιερωμένων αρχών που διέπουν την απόκλιση από προηγούμενη νομολογία.

Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας τα αφορώντα στην ανέλιξη των δημοσίων υπαλλήλων ανατέθηκαν στην ανεξάρτητη Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Με αναγνωρισμένο όμως ρόλο στην ίδια τη διοίκηση, και η απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Μichael Τheodossiou v. Republic, 2 R.S.C.C. 44, αποτέλεσε σταθερό σημείο αναφοράς. Ακόμα και μετά τη θέσπιση του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1967 (Ν. 33/67). Κυρίως, ως προς την αλληλοσύνδεση των ρόλων της διοίκησης και της ΕΔΥ. Ο προϊστάμενος του Τμήματος σύστησε τον αιτητή, η ΕΔΥ επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και η απόφασή της ακυρώθηκε. Είναι σημαντικό το σκεπτικό και θα το παραθέσουμε αυτούσιο:

"In the opinion of the Court the recommendation of a Head of Department or other senior responsible officer, and especially so in cases where specialized knowledge and ability are required for the performance of certain duties, is a most vital consideration which should weigh with the Public Service Commission in coming to a decision in a particular case and such recommendation should not be lightly disregarded.  If the Public Service Commission is of the opinion that for certain reasons such recommendation cannot be adopted then as a rule such Head of Department or other officer concerned should be invited by the Public Service Commission to explain his views in order that the Public Service Commission may have full benefit thereof, a course which has not been followed in this case.

If, nevertheless, the Public Service Commission comes to the conclusion not to follow the aforesaid recommendation it is to be expected for the effective protection of the legitimate interests, under Article 151 in conjunction with Article 146 of the Constitution, of the candidates concerned, that the reasons for [*702]taking such an exceptional course would be clearly recorded in the relevant minutes of the Public Service Commission.  Failure to do so would not only render the work of this Court more difficult in examining the validity of the relevant decision of the Public Service Commission but it might deprive such Commission of a factor militating against the inference that it has acted in excess or abuse of power."

Σε μετάφραση:

"Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου η σύσταση Προϊσταμένου ή άλλου υπεύθυνου λειτουργού, ιδίως σε περιπτώσεις όπου απαιτείται εξειδικευμένη γνώση και ικανότητα για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων, αποτελεί ένα πολύ ζωτικό παράγοντα που θα πρέπει να βαρύνει όταν η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας καταλήγει σε απόφαση σε συγκεκριμένη θέση και αυτή η σύσταση δεν πρέπει να παραγνωρίζεται εύκολα. Αν η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι για συγκεκριμένο λόγο αυτή η σύσταση δεν μπορεί να υιοθετηθεί τότε, κατά κανόνα, ο προϊστάμενος ή άλλος εμπλεκόμενος λειτουργός πρέπει να προσκαλούνται από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας να εξηγήσουν τις απόψεις τους ώστε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας να έχει το πλήρες όφελός τους. Πορεία που δεν ακολουθήθηκε στην παρούσα υπόθεση. Αν, παρά ταύτα, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας καταλήγει στην απόφαση να μήν ακολουθήσει την προαναφερθείσα σύσταση αναμένεται, δυνάμει του Άρθρου 151 σε συνδυασμό με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, για την αποτελεσματική προστασία των εννόμων συμφερόντων των εμπλεκόμενων υποψηφίων, ότι οι λόγοι γι’ αυτή την εξαιρετική πορεία θα καταγράφονται καθαρά στα σχετικά πρακτικά της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Παράλειψη τέτοιας καταγραφής όχι μόνο θα καθιστά το έργο αυτού του Δικαστηρίου πιο δύσκολο κατά την εξέταση του κύρους της σχετικής απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας αλλά και θα στερεί αυτή την Επιτροπή από παράγοντα που θα συνηγορεί εναντίον του συμπεράσματος ότι ενήργησε καθ’ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας".

Καθιερώθηκε, λοιπόν, έκτοτε και ισχύει σταθερά ως τώρα πως η προαγωγή άλλου από εκείνον που συστήνει ο προϊστάμενος χρειάζεται ειδική αιτιολογία. Αιτιολογία ως προς τί όμως αν η σύσταση του προϊσταμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο προσδιοριστικό αξίας; Νοείται ειδική αιτιολογία για απόκλιση από ενδεχόμενη διαπίστωση του προϊσταμένου ως προς το ποιός, διά της ως τότε απόδοσής του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως μπορεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να τη διαπιστώσει αυτοτελώς ο ίδιος, είναι πιό [*703]άξιος;  Και γιατί να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα σύσταση με τέτοιο περιεχόμενο στην περίπτωση θέσεων που απαιτούν ειδικές γνώσεις και ικανότητες για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων;  Συνάγεται, νομίζουμε, πως αυτή ακριβώς η παραπομπή, στις γνώσεις και στις ικανότητες δηλαδή που απαιτούνται για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων, προσδιόρισε έκτοτε τη φύση της σύστασης, ως γνώμης αναφορικά με το ποιός είναι ο πιό κατάλληλος για τη συγκεκριμένη θέση. Και, πάντως, θεωρούμε πως για να συζητούμε για σύσταση από τη μια και για δυνατότητα αυτή να μήν ακολουθηθεί από την άλλη θα πρέπει οι δυο φορείς, ο προϊστάμενος και η ΕΔΥ, να λειτουργούν ομοειδώς. Από τη μια η γνώμη του Προϊσταμένου και από την άλλη η υπερκείμενη, τηρουμένων των όρων που τίθενται, γνώμη της ΕΔΥ ως προς τον καταλληλότερο για τη συγκεκριμένη κενή θέση.

Από τις αποφάσεις που ακολούθησαν θα ξεχωρίζαμε εκείνη του Α. Λοΐζου, Δ., όπως ήταν τότε, στην Georghios Gavriel v. Republic (1971) 3 C.L.R. 185. Τέθηκε τότε ερώτημα αναφορικά με το κατά πόσο ο Διευθυντής μπορούσε να αναφερθεί μόνο στα αντίστοιχα υπέρ και κατά του καθενός υποψηφίου (merits and demerits) χωρίς να προβαίνει και σε σύγκριση μεταξύ τους ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος. Με αναφορά στο άρθρο 44(3) του Ν. 33/67 και στην έννοια της "σύστασης" αποφασίστηκε:

"Ι have no doubt in my mind that a head of department inevitably has to make a comparison of the merits of candidates as to who is more suitable for a post when there are more than one candidates for promotion; especially when a post requires, as in the present case, specialised knowledge and ability, and where they all work in the same department."

Σε μετάφραση:

"Δεν διατηρώ στο μυαλό μου καμιά αμφιβολία ότι ο προϊστάμενος αναποφεύκτως οφείλει να συγκρίνει τα στοιχεία  των υποψηφίων ως προς το ποιός είναι πλέον κατάλληλος για τη θέση σε σχέση με την οποία υπάρχουν υποψήφιοι για προαγωγή περισσότεροι του ενός· ιδίως όταν η θέση απαιτεί, όπως στην παρούσα περίπτωση, εξειδικευμένη γνώση και ικανότητα και όπου όλοι υπηρετούν στο ίδιο τμήμα".

Προς την ίδια κατεύθυνση, αναλυτικά πλέον, κινήθηκε η απόφαση του Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στη Makrides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 622. Θεωρούμε ιδιαιτέρως σημαντική αυτή την υπόθεση. [*704]Τέμνει το θέμα. Ο προϊστάμενος δεν γνώριζε τους υποψηφίους. Αυτοί υπηρετούσαν σε άλλα κυβερνητικά τμήματα και υπέβαλε σύσταση στηριγμένος μόνο στις εντυπώσεις που αποκόμισε από την προφορική συνέντευξη στην οποία τους υπέβαλε η ΕΔΥ. Αποδοκιμάστηκε αυτή η πορεία. Η αξία (merits) των υποψηφίων όπως την αποτύπωναν οι ετήσιες εκθέσεις τους ήταν πρωταρχικής σημασίας και, στη βάση του περιεχομένου των φακέλων που περιλάμβαναν και την εικόνα τους ως προς τα άλλα κριτήρια (προσόντα, αρχαιότητα), όφειλε να είχε συγκρίνει για να διατυπώσει άποψη αναφορικά με τον καταλληλότερο με γνώμονα τις απαιτήσεις του τμήματος ή της συγκεκριμένης θέσης του και των προσόντων (qualifications) που χρειάζονταν. Όπως ήταν ο ρόλος του. Που συνίσταται στην πλήρωση ενδεχόμενου κενού γνώσης, ως προς τα πιο πάνω, από την ΕΔΥ. Ενώ ο ίδιος είναι σε μοναδική θέση να τα γνωρίζει. Οπότε, προσθέτουμε, αποκτά και το νόημά της η νομολογία σύμφωνα με την οποία είναι ζωτικής σημασίας η σύσταση κυρίως όπου η κενή θέση απαιτεί εξειδικευμένη γνώση ή ικανότητα. Παραθέτουμε όλο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

"Under the system of public administration applicable in Cyprus, the manning of the public service and matters incidental thereto, are entrusted to the Public Service Commission, an independent body. Unlike other countries, appointments in the public service are not made by the departments concerned. That does not of course mean that government functionaries should be excluded from the process of appointing public officers. The Public Service Law, especially s.44(2), provides for their participation and makes their recommendations a factor of distinct importance. In this way, any gaps there may exist, in the knowledge of the Commission, about the requirements of a department and particular posts, are filled by the participation of the departmental head in the process of appointment.

A departmental head is in a unique position to appreciate the demands of a particular post and the qualifications necessary for the discharge of the duties carried by the post. A series of decisions established that the Public Service Commission must attach proper weight to his recommendations and heed them, unless they have reasons to the contrary, to be detailed in the decision of the Commission (see, inter alia, Lardis v. The Republic (1967) 3 C.L.R. 64; Hadjiconstantinou v. The Republic (1973) 3 C.L.R. 65; Petrides v. Public Service Commission (1975) 3 C.L.R. 284).

Now, what are the duties of a departmental head? He must weigh [*705]all factors, set forth by law, bearing on the suitability of the competing candidates for appointment, that is, merits, qualifications and seniority (s.44(2)) – Law 33/67. When the applicants are members of the public service and seek promotion, their service record is of primary importance in discerning their merits, that is, establishing their ability, their performance at work and devotion to duty. The importance of confidential reports is such that one may be precluded from promotion if there is an affirmation in the last two confidential reports that he is unsuitable for promotion (s.44(1)(c)).

What is connoted by "recommendations", was the subject of discussion in Georghios Gavriel v. The Republic (1971) 3 CLR 186, 199. It signifies the duty to make an assessment of the suitability of a candidate on a consideration of all factors relevant to his merits, qualifications and seniority and, then, make a comparison of the candidates by reference thereto."

Σε μετάφραση:

"Στο πλαίσιο του συστήματος δημόσιας διοίκησης που εφαρμόζεται στην Κύπρο, η στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας και θέματα παρακολουθηματικά της, ανατίθενται στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ένα ανεξάρτητο σώμα. Κατά διαφοροποίηση από άλλες χώρες, οι διορισμοί στη δημόσια υπηρεσία δε διενεργούνται από τα εμπλεκόμενα τμήματα. Αυτό δε σημαίνει βεβαίως ότι κυβερνητικοί λειτουργοί πρέπει να αποκλείονται από τη διαδικασία του διορισμού δημόσιων υπαλλήλων. Ο Νόμος περί Δημόσιας Υπηρεσίας, ειδικά το άρθρο 44(2), προνοεί για τη συμμετοχή τους και καθιστά τις συστάσεις τους παράγοντα ξεχωριστής σημασίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οποιαδήποτε κενά μπορεί να υπάρχουν στη γνώση της Επιτροπής, σχετικά με τις ανάγκες τμήματος και συγκεκριμένων θέσεων, πληρούνται με τη συμμετοχή του προϊστάμενου του τμήματος κατά τη διαδικασία του διορισμού.

Ο προϊστάμενος τμήματος βρίσκεται σε μοναδική θέση να εκτιμήσει τις ανάγκες συγκεκριμένης θέσης και τα αναγκαία προσόντα για την εκπλήρωση των καθηκόντων που επάγεται η θέση. Σειρά αποφάσεων θεμελιώνει ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας πρέπει να αποδίδει δέουσα βαρύτητα στις συστάσεις και να τις ακολουθεί, εκτός εάν έχει λόγο για το αντίθετο, που πρέπει να εξειδικεύονται στην απόφαση της Επιτροπής. [Βλ., μεταξύ άλλων ...........................].

[*706]

Tώρα, ποιά είναι τα καθήκοντα του προϊστάμενου τμήματος;  Πρέπει να ζυγίσει όλους τους παράγοντες που τίθενται από το Νόμο που άπτονται της καταλληλότητας των συναγωνιζομένων υποψηφίων για διορισμό, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα (άρθρο 44(2) – Νόμος 33/67). Όταν οι αιτητές είναι μέλη της δημόσιας υπηρεσίας και επιδιώκουν προαγωγή, το υπηρεσιακό τους μητρώο είναι πρωταρχικής σπουδαιότητας κατά τη διαπίστωση της αξίας τους, δηλαδή, κατά τη διαπίστωση της ικανότητάς τους, της απόδοσής τους στην εργασία και της αφοσίωσής τους στο καθήκον. Η σημασία των εμπιστευτικών εκθέσεων είναι τέτοια ώστε κάποιος μπορεί να αποστερηθεί προαγωγής αν στις δυο τελευταίες εμπιστευτικές εκθέσεις υπάρχει βεβαίωση ότι είναι ακατάλληλος για προαγωγή. [άρθρο 44(1)(c)]. Tί υποδηλώνεται με τις "συστάσεις" ήταν το αντικείμενο συζήτησης στη Georghios Gavriel v. Republic (1971) 3 C.L.R. 186, 199. Σημαίνει το καθήκον αποτίμησης της καταλληλότητας υποψηφίων αφού λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες που σχετίζονται με την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα και, μετά, η σύγκριση των υποψηφίων με αναφορά σ’ αυτά.".

Στη βάση της ίδιας γραμμής, αν και χωρίς αναφορά σ’ αυτή κινήθηκε ο Στυλιανίδης, Δ., όπως ήταν τότε, στη Μytides and Another v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1096, που υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην R. v. Haris (1985) 3 C.L.R. 106, αλλά και ο Πικής, Δ., ακόμα πιο μετά, στην Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826.

Eν τούτοις, προηγήθηκαν, παρενεβλήθηκαν ή και ακολούθησαν άλλες αποφάσεις, περιλαμβανομένων και αποφάσεων της Ολομέλειας, με υποβόσκουσα άλλη αντίληψη η οποία απέληγε ουσιαστικά στην αναγνώριση της δυνατότητας να είναι η σύσταση και αυθύπαρκτο στοιχείο ως προς την αξία των υποψηφίων. Όχι την εν γένει καταλληλότητά τους με αναφορά στις ιδιαίτερες ανάγκες της κενής θέσης. Οπότε, στη βάση τους, έχουμε ως δείκτη αυτής της αξίας και τις ετήσιες εκθέσεις αλλά, και την ανεξάρτητη πρόσθετη κρίση του προϊσταμένου, στηριγμένη σε όσα ο ίδιος λέγει ότι γνωρίζει ή του μετέφεραν αλλά, και στις δυο περιπτώσεις, μη αναγραμμένης οπουδήποτε. [βλ. μεταξύ άλλων, Thalassinos v. Republic (1974) 3 C.L.R. 290, Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, Mettas v. Republic (1985) 3 C.L.R. 250, Savva and Others v. Republic (1988) 3 C.L.R. 160, Stylianou and another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1007, Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 C.L.R. 2802, Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 A.A.Δ. 71, Ιωάννου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390]. Αυτές οι αποφάσεις δεν ήταν το [*707]αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης ανάλυσης και, πάντως, διαφοροποίησης της αντίληψης που ήταν διάχυτη στην άλλη νομολογία. Οι αναφορές σε σχέση με τη φύση των συστάσεων συχνά γίνονταν με παραπομπή στις προηγούμενες υποθέσεις αδιακρίτως, ως συμπλέουσες από κάθε άποψη.

Διακρίνουμε ως το ρήγμα στον καθόλου μηχανισμό, όπως τον βρίσκουμε στη Theodossiou και Μakrides, τον τρόπο με τον οποίο, στην πορεία, αντιμετωπίστηκε το κατά πόσο ο προϊστάμενος γνώριζε ή όχι προσωπικά τους υποψήφιους και στις λύσεις που δόθηκαν αναλόγως, που απέληξε στη θεώρηση πως η προσωπική γνώση που μεταφέρει ο προϊστάμενος, είτε είναι δική του είτε είναι το αποτέλεσμα των πληροφοριών που έπαιρνε από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων, συνιστά αυτοτελές στοιχείο που προσθέτει στην αξία. Έχουμε υπόψη δυο υποθέσεις που ενδεχομένως επέδρασαν αλλά, όπως τις κατανοούμε, στόχευαν στην επίλυση άλλου θέματος. Στην Alexandros Christou and Others v. Republic, 4 R.S.C.C. 1, κρίθηκε πως αφού ο προϊστάμενος μπορούσε να συστήσει και σύστησε μόνο όσους γνώριζε, χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε σε σχέση με την καταλληλότητα του μεγάλου αριθμού των άλλων υποψηφίων, τους οποίους δεν γνώριζε, η σύστασή του δεν μπορούσε να έχει ουσιώδη επίδραση. Αυτό δεν το κατανοούμε ως απόφανση πως προϋποτίθεται προσωπική γνώση του προϊσταμένου αναφορικά με τους υποψήφιους ως όρος για τη διαμόρφωση βαρύνουσας σύστασης. Συνιστούσε αποδοκιμασία του μονομερούς χειρισμού που έγινε, χωρίς επέκταση όμως σε σχέση με τη λύση όπως την είδαμε στην υπόθεση Μakrides (ανωτέρω). Όπως και στην περίπτωση της Odysseas Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74. Εκεί ο προϊστάμενος δήλωσε πως δεν ήταν σε θέση να διατυπώσει σύσταση επειδή οι υποψήφιοι ήταν διασκορπισμένοι σε όλη την Κύπρο και όχι όλοι υπό την εποπτεία του. Εν τούτοις, η ΕΔΥ συζήτησε το θέμα των προαγωγών μαζί του και σημείωσε πως συμφωνούσε και εκείνος ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν ο καταλληλότερος. Η Ολομέλεια αποδοκίμασε την πρόσδοση βάρους στην τελική του θέση και από την υπόθεση αυτή είναι αξιοσημείωτο και το εξής. Απορρίφθηκε αίτημα για προσαγωγή μαρτυρίας για να καταδειχθεί διαφορά στον τρόπο αξιολόγησης από τους διαφορετικούς αξιολογούντες και προσυπογράφοντες λειτουργούς αφού τονίστηκαν τα ακόλουθα: Οι δημόσιοι λειτουργοί στους οποίους ανατίθενται αυτά τα καθήκοντα πρέπει να θεωρείται ότι κρίθηκαν υπεύθυνοι, έμπειροι και αξιόπιστοι. Περαιτέρω, το άρθρο 44(3) του Νόμου προσδιόριζε και τις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις ως στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη. Οπότε, η αποδοχή μαρτυρίας θα ισοδυναμούσε με εισαγωγή κατά την εφαρμογή του άρθρου 44(3) υποκειμενικού στοιχείου, πράγμα που θα μπορούσε να [*708]εκτρέψει σε πράγματι πολύ ολισθηρές ατραπούς.

Από τις άλλες υποθέσεις αναφέρουμε τις ακόλουθες: Στην Andreou v. Republic (1979) 3 C.L.R. 379,  ο Tριανταφυλλίδης, Π., έκρινε πως η ΕΔΥ μπορούσε με ασφάλεια να στηριχτεί στη σύσταση αφού ο προϊστάμενος γνώριζε την αξία (merits) και των δυο. Στη Savvas v. Republic (1980) 3 C.L.R. 675, ο Χατζηαναστασίου, Δ., διαπίστωσε αιτία ακυρότητας επειδή μόνο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και όχι και ο αιτητής υπηρετούσε στο τμήμα του προϊσταμένου. Στην Omeros Nissiotis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 388, o A. Λοΐζου, Δ., σε σχέση με τον ισχυρισμό πως ο προϊστάμενος δεν γνώριζε τους υποψηφίους προσωπικά, έκρινε πως θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε ενημερωθεί για την αξία τους. Προηγουμένως, στην Demetrios Hadji Vassiliou and Others v. Republic (1974) 3 C.L.R. 130, στην ίδια γραμμή, έκρινε πως σύσταση στηριγμένη σε πληροφορίες δε σημαίνει απεμπόληση της αρμοδιότητας που ο νόμος παρέχει στον προϊστάμενο. Και η Ολομέλεια, στην Αndreas HjiGregoriou v. Republic (1975) 3 C.L.R. 477, ασφαλώς θεωρώντας ως απαραίτητο να είχε ο προϊστάμενος επαρκή γνώση της αξίας (merits) των υποψηφίων, εννοείται παράλληλης προς εκείνη που προκύπτει από τους φακέλους, έκρινε ως χωρίς σημασία το γεγονός ότι εκεί ο προϊστάμενος δεν ήταν ο προσυπογράφων στις εμπιστευτικές εκθέσεις λειτουργός. Όπως εξηγήθηκε, κατά το τεκμήριο της κανονικότητας, ο προϊστάμενος είχε συμβουλευθεί τον προσυπο-γράφοντα λειτουργό. Ενώ στην Thalassinos v. Republic (ανωτέρω) κρίθηκε από την Ολομέλεια όχι ως υποχρεωτικό αλλά ως επιθυμητό να παίρνει ο προϊστάμενος πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων. Αργότερα, στη Nicolaou and Another v. Republic (1981) 3 C.L.R. 73, ο Χατζηαναστασίου, Δ., ακύρωσε την προαγωγή επειδή οι συστάσεις του αναπληρωτή που εκτελούσε χρέη προϊσταμένου στηρίχτηκαν σε πληροφορίες από τον αφυπηρετήσαντα προϊστάμενο. Ενώ θα έπρεπε να είχαν ζητηθεί και ληφθεί από τον αντικαταστάτη του πριν αφυπηρετήσει και εκείνος. Αυτά, εννοείται, υπό τη βασική αντίληψη πως ο αναπληρωτής προϊστάμενος, ενώ ήταν ο αρμόδιος δυνάμει του νόμου, δεν ήταν σε θέση να προβεί σε σύσταση αφού δε γνώριζε ο ίδιος τους υποψηφίους.

Kαι στη Leonidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918, o Πικής, Δ., με αναφορά στο συχνό φαινόμενο να μην έχουν οι προϊστάμενοι προσωπική γνώση για τους υφισταμένους τους, έκρινε πως μπορούν να αναφερθούν σ’ αυτούς νοουμένου ότι θα προβoύν στην απαραίτητη έρευνα στο τμήμα τους ώστε να μπορέσουν να διαμορφώσουν γνώμη για την αξία της υπηρεσίας τους. [Βλ. επίσης Κazamias and Others v. Public Service Commission (1984) 3 C.L.R. 1498, [*709]Kotsonis and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 710, Polycarpou and Others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2395, Argyrides v. Republic (1992) 3 A.A.Δ. 376]. Από την άλλη, η λύση που δόθηκε στη Soteriades and Others v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1604, παραπέμπει σε άλλη θεώρηση. Ο προϊστάμενος δεν είχε προσωπική γνώση για τους υποψηφίους. Μόλις είχε διοριστεί και δεν ήταν επειδή πήρε ή τεκμαιρόταν ότι πήρε πληροφορίες που επικυρώθηκε η απόφαση για προαγωγή του συστηθέντος. Ο προϊστάμενος είχε στηριχθεί στους φακέλους (service records) των υποψηφίων και αυτό κρίθηκε από τον Πική, Δ., ως αποδεκτή έρευνα.

Ενόσω ίσχυε ο Ν. 33/67 δεν απαιτείτο από το Νομοθέτη η αιτιολόγηση των συστάσεων. Παγίως όμως εθεωρείτο πως εφόσον ο προϊστάμενος αιτιολογούσε, το Ανώτατο Δικαστήριο έλεγχε την αιτιολογία του. Σε κάθε περίπτωση όμως, η βαρύτητα της σύστασης ήταν συναρτημένη προς το περιεχόμενο των φακέλων. Ως αποκαλυπτικό της συνολικής εικόνας των υποψηφίων αλλά και ως προσδιοριστικό των ιδιαίτερων σημείων στη βάση των οποίων αιτιολογήθηκε η σύσταση. Και, σε κάθε περίπτωση, η σύγκρουση μεταξύ των δυο απέληγε υπέρ της διαχρονικής εικόνας ή αποτίμησης. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Republic v. Koufettas (1985) 3 C.L.R. 1950, και παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Στυλιανίδης, Δ.:

"This Court in the exercise of its judicial control and considering the validity of a promotion scrutinizes the reasons given for the recommendations of the Head of the Department in order to ascertain whether they are consistent with the overall picture presented by the confidential reports of the applicant and the interested parties."

Σε μετάφραση:

Αυτό το Δικαστήριο κατά την άσκηση του δικαστικού ελέγχου και κατά την εξέταση του κύρους προαγωγής εξονυχίζει τους λόγους που δίδονται για τις συστάσεις του προϊσταμένου ώστε να βεβαιωθεί κατά πόσο συνάδουν με την καθόλου εικόνα που παρουσιάζουν οι εμπιστευτικές εκθέσεις του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών".

Διεξήλθε, λοιπόν, η Ολομέλεια τις εμπιστευτικές εκθέσεις και αντιπαρέβαλε το περιεχόμενό τους προς όσα συνέθεταν την αιτιολογία της σύστασης. Διαπιστώθηκε σύγκρουση μεταξύ τους και κρίθηκε πως η σύσταση θα έπρεπε να είχε αγνοηθεί. Αυτά, με [*710]τη ρητή πρέπει να σημειώσουμε σύνδεση της σύστασης προς την αξία ως του ενός από τα τρία καθιερωμένα κριτήρια. Στην πραγματικότητα, όπως επισήμανε η Ολομέλεια, ήταν η σύσταση που έκλινε την πλάστιγγα ως προς αυτό το κριτήριο υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου.

Επομένως, εγείρονται θεμελιακά ερωτήματα. Αν η σύσταση μπορεί να είναι και ξεχωριστό, αυθύπαρκτο στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας με την πιο πάνω έννοια, προς τί η δοκιμασία του βάρους της με αναφορά στις ετήσιες εκθέσεις;  Και πώς αυτά συμβιβάζονται με την αγνόησή της στο βαθμό που συγκρούεται προς αυτές; Από την άλλη, γιατί να θεωρείται ότι προσθέτουν στην αξία οι συστάσεις όταν μεταφέρουν εκείνο που ήδη προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις, αφού θεωρείται όρος για την πρόσδοση βάρους στις συστάσεις η εναρμόνισή τους προς τις ετήσιες εκθέσεις; Και πώς αυτά εντάσσονται στην άλλη γραμμή της νομολογίας μας πως δεν μπορεί να έχει βάρος μια σύσταση που απλώς αναπαράγει τα στοιχεία των φακέλων; [Βλ. Ιoannidou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1283, που υιοθετήθηκε και σε σχέση με τη δημόσια υπηρεσία].

Το πρόβλημα οξύνθηκε όταν πλέον ο Ν. 1/90, με το άρθρο 35(4), στην περίπτωση θέσης προαγωγής, επέβαλε να είναι αιτιολογημένες οι συστάσεις. Για μια περίοδο οι προϊστάμενοι αιτιολογούσαν με γενική αναφορά, χωρίς άλλες εξειδικεύσεις, στα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Αυτό δεν έγινε δεκτό. Δε συνιστούσε αιτιολογία όπως την απαιτούσε ο Νόμος, η οποία θα ήταν δυνατό να ελεγχθεί δικαστικώς. Ακολούθησαν συστάσεις οι οποίες, πλέον, περιλάμβαναν εξειδικευμένους λόγους. Οπότε, σε κάθε περίπτωση, προέκυπτε το ζήτημα της εναρμόνισής τους προς το περιεχόμενο των φακέλων.

Στη Στυλιανού και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής αλλά ο προϊστάμενος σύστησε με εξειδίκευση ιδιοτήτων, όπως τις διαπίστωσε μετά από έρευνα που έκαμε. Η αντιπαραβολή τους προς τις ετήσιες εκθέσεις έδειχνε πως δεν ήταν επιτρεπτό να εξειδικευθούν τέτοιες ιδιότητες ως στοιχεία υπέρ του συστηθέντος. Οπότε κρίθηκε εύλογη η αγνόησή τους από την ΕΔΥ. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφασή μας. Θεωρούμε ότι αγγίζει ορισμένα από τα προβλήματα που ανέκυπταν από την αντίληψη πως η σύσταση είναι στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας, ως κριτηρίου:

"Από την άλλη, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν αποτελεί πα[*711]ράλληλη προς εκείνη της ΕΔΥ κρίση ως προς το ποιος υπερέχει κατά αξία με βάση το περιεχόμενο των φακέλλων και με αυτή την έννοια δεν αποσκοπεί στην αποτίμηση της σταδιοδρομίας τους. Σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας. Η σύσταση, κατά το Νόμο [βλ. άρθρο 34(9) του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90)], προέρχεται από τον προϊστάμενο του οικείου τμήματος δηλαδή του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση, ο οποίος μπορεί να είναι άλλος από τον προϊστάμενο που είχαν οι υποψήφιοι κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην παρούσα υπόθεση. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας μπορούσε να έχει άμεση γνώση για τον αιτητή όχι όμως και για το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο υπηρετούσε σε διαφορετικό τμήμα. Έπεται ότι η σύστασή του δεν αναμένεται να είναι το αποτέλεσμα της αναδρομής στις προσωπικές του εμπειρίες με στόχο τη διατύπωση άποψης ως προς την αξία τους με γνώμονα το σύνολο της σταδιοδρομίας τους. Ο προϊστάμενος του οικείου τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασής του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψηφίους είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης.  Είναι ενδεικτική συναφώς και η ίδια η σύσταση του Γενικού Διευθυντή στην παρούσα υπόθεση. Ο Γενικός Διευθυντής σημειώνει πως η σύστασή του ήταν το αποτέλεσμα έρευνας που έκαμε και σημειώνουμε παρεμπιπτόντως πως δεν εξειδίκευσε τη φύση της έρευνας και την πηγή των πληροφοριών του. Επισημαίνουμε ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν μπορεί να συσχετισθεί προς το φάσμα των καθηκόντων της θέσης στην ολότητά του αλλά και ως προς τον τομέα που κάλυψε ευλόγως θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, στο κεφάλαιο "διευθυντική/διοικητική ικανότητα" αξιολογήθηκε και μάλιστα με το αυστηρότερο σύστημα αξιολόγησης που ίσχυε κατά την περίοδο εκείνη, ως εξαίρετη. Αυτό, εφόσον η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται και από το συσχετισμό της προς τα στοιχεία του φακέλου."

Στη Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 75, η Ολομέλεια επανήλθε στο θέμα. Ο προϊστάμενος προέβη σε σύσταση με αιτιολογία συναρτημένη προς συγκεκριμένη ιδιότητα. Η ΕΔΥ έκρινε πως αυτή δεν συνήδε προς τις βαθμολογίες και τις κρίσεις του ίδιου του προϊσταμένου στις εμπιστευτικές εκθέσεις, σε ανύποπτο χρόνο. Αποφάσισε να την αγνοήσει και επικυρώθηκε αυτή η απόφασή της. [*712]Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφασή μας:

"Είναι πράγματι έργο του Διευθυντή, η επισήμανση των ιδιοτήτων και των ικανοτήτων, που κατά την κρίση του, αναδεικνύουν τον ένα υποψήφιο καταλληλλότερο από τους άλλους, ενόψει των απαιτήσεων της κενής θέσης. Όμως είναι τα στοιχεία του φακέλλου και ιδίως οι εκθέσεις που αποτελούν τον κατ’ εξοχήν δείκτη των ιδιοτήτων και των ικανοτήτων που στην πράξη, δια μέσου της απόδοσης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έδειξαν ότι έχουν. Εξ ου και η σταθερή νομολογία μας σύμφωνα με την οποία, η βαρύτητα στις συστάσεις εξαρτάται και από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου.  Και πράγματι συγκρούεται προς αυτά τα στοιχεία η αναφορά του Διευθυντή σε προστριβές και άλλα, ως συμπτώματα των αδυναμιών του Παντελή Γεωργίου όταν στις εμπιστευτικές εκθέσεις, για να χρησιμοποιήσουμε ένα από τα παραδείγματα που κατέγραψε η ΕΔΥ στις παραγράφους "Συνεργασία/Σχέσεις" και "Χαρακτήρ" βαθμολογήθηκε ως "διακρινόμενος εις τον ανώτατον δυνατόν βαθμόν τον εγγίζοντα την τελειότητα".  Ως προς δε το Ν. Σιούερ ήταν ανεπίτρεπτη, ως επίσης μη συνάδουσα προς τα στοιχεία, η διάσπαση της αξιολόγησής του στις εμπιστευτικές εκθέσεις, όπως την επιχείρησε ο Διευθυντής."

Εν τούτοις, στη Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422 η Ολομέλεια αναγνώρισε ως προσδιοριστική της αξίας και τα όσα ο προϊστάμενος μεταφέρει ως την εικόνα των υποψηφίων, στη βάση της προσωπικής γνώσης και των πληροφοριών που παίρνει από αρμόδιους συνεργάτες του. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση που εξέδωσε ο Καλλής, Δ.:

"Έχουμε την άποψη πως αυτή η μοναδικότητα της θέσης στην οποία βρίσκεται ο προϊστάμενος ενός Τμήματος του παρέχει την ευχέρεια να προβεί σε συστάσεις με βάση την εικόνα των υποψηφίων όπως ο ίδιος την έχει σχηματίσει μέσα από την προσωπική του γνώση ή μέσα από πληροφορίες που πήρε από αρμόδιους συνεργάτες του."

Σ’ αυτό το πλαίσιο έκρινε ως μή επαρκώς αιτιολογημένη την απόφαση της ΕΔΥ να μην ακολουθήσει τη σύσταση του προϊσταμένου.

Τα περιστατικά της υπόθεσης Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, ανέδειξαν τη φύση των προβλημάτων που δημιουργούσε η αναγνώριση δυνατότητας χρήσης της προσωπικής γνώσης του προϊσταμένου και των πληρο[*713]φοριών που παίρνει. Σε τελική ανάλυση, η αναγνώριση να είναι η σύσταση ξεχωριστή πηγή, ανεξάρτητη από τους φακέλους, ως προς τις ιδιότητες και τις ικανότητες που οι υποψήφιοι, διά της ασκήσεως των καθηκόντων τους, έδειξαν ότι έχουν. Εκεί η σύσταση δεν εμφανίστηκε ως συνάδουσα με τους φακέλους. Ευθέως ο προϊστάμενος αναγνώρισε πως οι φάκελοι δεν έδειχναν ότι η συστηθείσα ήταν ανώτερη από την αιτήτρια ως προς τις ιδιότητες και ικανότητες που επισήμανε ως λόγους για την προαγωγή της. Οι αξιολογήσεις των δυο ήταν οι ίδιες και επειδή προέρχονταν από διαφορετικούς λειτουργούς, προέβη σε δική του έρευνα. Συζήτησε το θέμα με τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων και, ενόψει των πληροφοριών που πήρε και της δικής του προσωπικής γνώσης, κατέληξε πως ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων, η συστηθείσα υπερείχε στις ιδιότητες-ικανότητες που προσδιορίστηκαν. Δεν έγινε δεκτός αυτός ο χειρισμός και θα παραθέσουμε, και σ’ αυτή την περίπτωση, αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφασή μας:

«Στις υποθέσεις Papadopoulos και Παπαδόπουλος (ανωτέρω) ενώ έγινε αναφορά σε μεγαλύτερη βαρύτητα εκθέσεων που ετοιμάζονται από τους ίδιους λειτουργούς, εισηγήσεις πως εκθέσεις που ετοιμάστηκαν από διαφορετικούς αξιολογούντες λειτουργούς δεν ήταν ασφαλές κριτήριο, απορρίφθηκαν.

Πάντως, δεν μπορεί το όποιο περιθώριο παρέχεται κατά περίπτωση, ενόψει των πιο πάνω, ως προς την εκτίμηση της βαρύτητας των διαφορών που αναδεικνύουν οι εκθέσεις, να αναβαθμιστεί και σε δυνατότητα ανάπλασης της εικόνας για αναγνώριση υπέρ υποψηφίου κατά τρόπο θετικό, δηλαδή με τη μορφή διαπίστωσης, πως υπερέχει στην πραγματικότητα εκεί όπου οι ετήσιες αξιολογήσεις δεν τον εμφανίζουν να υπερέχει. Και ακριβώς έχουμε εν προκειμένω τέτοια κρίση, εκ των υστέρων και βέβαια πάλιν υποκειμενική, στηριγμένη σε πληροφορίες και σε προσωπική διαχρονική γνώση, αναφορικά με την ποιότητα των υποψηφίων. Το βασικό πρόβλημα δεν εντοπίζεται στην επάρκεια της αιτιολογίας από την άποψη της αποκάλυψης ονομάτων και των στοιχείων που οδήγησαν στις διαπιστώσεις. Αυτό αφορά στις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση κρίσεων για ιδιότητες ως προς τις οποίες οι υποψήφιοι αξιολογούνταν ετησίως. Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.

[*714]

Στην υπόθεση Στυλιανού (ανωτέρω), (1994) 3 Α.Α.Δ. 387 αναφέρθηκαν συναφώς και τα ακόλουθα:

"Έπεται ότι η σύστασή του δεν αναμένεται να είναι το αποτέλεσμα της αναδρομής στις προσωπικές του εμπειρίες με στόχο τη διατύπωση άποψης ως προς την αξία τους με γνώμονα το σύνολο της σταδιοδρομίας τους".

Σημειώνουμε πως στην πιο πάνω υπόθεση η ΕΔΥ δεν ακολούθησε τη σύσταση του Διευθυντή και υπό συζήτηση ήταν η επάρκεια των λόγων που έδωσε γι’ αυτή την επιλογή της. Η Ολομέλεια επικύρωσε την απόφασή της και επισήμανε τη διάσταση μεταξύ της γνώμης που ο διευθυντής διατύπωσε για ορισμένη ιδιότητα μετά από 'έρευνα', προς την εξαίρετη αξιολόγηση του ενδιαφερομένου προσώπου γι’ αυτή, στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Σε τελική ανάλυση η σύσταση του Διευθυντή συγκρούεται προς τα στοιχεία του φακέλου. (Βλ. συναφώς Republic v. Koufettas (1985) 3 C.L.R. 1950, Τάκης Κ. Γεωργιάδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1996) 3 Α.Α.Δ. 249 και Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833).

Η εφεσείουσα θέτει και άλλα επί μέρους ερωτήματα, ιδίως σε σχέση με τη δυνατότητα διαμόρφωσης συγκριτικής κρίσης από ατομικές, για τον κάθε υποψήφιο, απόψεις προϊσταμένων και αξιολογούντων λειτουργών. Επίσης, σε σχέση με το αξιόπιστο της προσωπικής γνώσης που επικαλείται ο διευθυντής, όταν αναφερόμαστε σε τόσο μεγάλο αριθμό λειτουργών που υπηρετούσαν σε διαφορετικούς χώρους. Για τους λόγους που εξηγήσαμε πάσχει στη ρίζα της η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε άλλα.»

Ακολούθησε η Αναστάσιος Π. Κουάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742. Ο προϊστάμενος είδε ιδιαίτερες ιδιότητες και ικανότητες των ενδιαφερομένων προσώπων που δεν προέκυπταν από τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Εκεί όλοι οι υποψήφιοι ήταν ίσοι. Αυτό, κατ’ επίκληση της προσωπικής του γνώσης και των πληροφοριών που πήρε. Aναγνωρίστηκε πως υπήρχε νομολογία που επέτρεπε τη χρήση αυτών των πηγών. Εξήγησε, όμως, η Ολομέλεια, με την απόφαση που εξέδωσε ο Αρτέμης, Δ., πως:

"Δεν είναι όμως επιτρεπτό, όπως προκύπτει από άλλη νομολογία, να αναγνωρίζονται θετικά υπέρ συγκεκριμένου υποψήφιου ιδιότητες για θέματα τα οποία είναι ήδη αξιολογημένα με [*715]κατάληξη να αναδεικνύεται υποψήφιος ως καταλληλότερος και καλύτερος άλλων που έχουν αξιολογηθεί ισάξιοι, ανατρέποντας έτσι τα δεδομένα, γιατί η σύσταση καταλήγει να είναι αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων."

Ακριβώς με παραπομπή στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) και αφού ως προς τις ιδιότητες που επισημάνθηκαν οι ενδιαφερόμενοι ήταν ίσοι, σε τελική ανάλυση η σύσταση συγκρουόταν προς το περιεχόμενο των φακέλων. Και κατέληξε ως εξής η απόφαση:

"Καθήκον του Διευθυντή είναι με βάση τις γνώσεις που έχει για το τι απαιτεί η θέση να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψήφιου, στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις υπερέχει, και να συστήνει με βάση την υπεροχή αυτών τον καταλληλότερο υποψήφιο."

Ήταν προς την ίδια κατεύθυνση και οι αποφάσεις της Ολομέλειας που αμέσως ακολούθησαν. [Βλ. και Παναγιώτης Σταυρινίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145, Πέτρος Μεστάνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Ιακωβίδη κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 207]. Προσθέτουμε πως στην υπόθεση Μεστάνας (ανωτέρω) υιοθετήθηκε και η απόφαση του Νικολάου, Δ., στην Κωνσταντίνου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 1047/97 κ.ά., ημερομηνίας 21.3.00. Όπου, στη βάση της νομολογίας όπως διαμορφώθηκε, προσδιορίστηκε ως ακολούθως το έργο του προϊσταμένου:

"Αν μέσα από τα βαθμολογημένα στοιχεία ο Διευθυντής διακρίνει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου υποψηφίου σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη, κατά την εκτίμηση του, σημασία ενόψει των όσων απαιτεί η νέα θέση, πρέπει να το εντοπίζει και να το εξηγεί για να φαίνεται γιατί προτίμησε τον ένα αντί τον άλλο. Χωρίς έτσι να μεταβάλλεται συγκριτικά η υπηρεσιακή αξία των υπαλλήλων από στοιχεία που φέρνει ο ίδιος ο Διευθυντής βάσει των όσων λέει ότι γνωρίζει προσωπικά ή ότι πληροφορήθηκε από άλλους. Με τη σύσταση υποδεικνύεται, όπου τα δεδομένα το επιτρέπουν, ποιος είναι ο καταλληλότερος για τη θέση. Από αυτή την άποψη και σε αυτό το βαθμό είναι που η σύσταση αποτελεί αυτοτελές, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης."

Εκδόθηκαν όμως στη συνέχεια άλλες αποφάσεις, πάλιν από την Ολομέλεια, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στη Χαρίκλεια Στυλιανίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124, με παραπομπή στην προηγούμενη νομολογία, κρίθηκε παραδεκτή η [*716]αναζήτηση από τους προϊσταμένους, όπως εξηγείται στην απόφαση που εξέδωσε ο Πικής, Π.,

"πληροφοριών για την υπηρεσιακή απόδοση υφιστάμενου προσωπικού, προς μορφοποίηση της προσωπικής του άποψης για την αξία των υποψηφίων".

Στη Βάσος Ν. Μέζου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 362, η σύσταση, διαμορφωμένη όπως ήταν και από διαβουλεύσεις με τους άμεσα προϊσταμένους, κρίθηκε πως ενίσχυε την υπεροχή των ενδιαφερόμενων προσώπων σε αξία, οπότε εύλογα μπορούσε να κριθεί ότι αντισταθμιζόταν το πλεονέκτημα που παρείχε στον εφεσείοντα το πρόσθετο προσόν. Στη Θεμιστοκλής Χρίστου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 480, όμως με αναφορά και στη Μakrides (ανωτέρω), κρίθηκε πως η σύσταση είναι "σημαίνον ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως που άπτεται της αξίας των υποψηφίων".

Αυτή η διαφοροποιημένη προσέγγιση επισημάνθηκε από την Ολομέλεια στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Πογιατζή (2001) 3 Α.Α.Δ. 787. Σημειώθηκε το γεγονός ότι οι μόλις προαναφερθείσες τρεις αποφάσεις εκδόθηκαν χωρίς αναφορά στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου και τις άλλες που την ακολούθησαν, "για συζήτηση και αμφισβήτηση του λόγου τους". Με την προσθήκη πως δεν διέκρινε έδαφος "για μεταβολή της γραμμής που χάραξε η απόφαση στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου". [Βλ. συναφώς και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Σολωμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 73, Χριστάκης Τρύφωνος κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 845 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέας Χατζηβασιλείου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 200].

Οι διεκδικήσεις των υπαλλήλων για προαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Νόμου, αποφασίζονται με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα. Ετησίως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Νόμου, ετοιμάζονται και υποβάλλονται στην ΕΔΥ υπηρεσιακές εκθέσεις. Αυτές αντικατοπτρίζουν την αποτίμηση της ποιότητας, όπως την αναδεικνύει η εκτέλεση των καθηκόντων τους, και τους γνωστοποιούνται. Εν πάση περιπτώσει, όπως προβλέπει το άρθρο 50(2), δε συντάσσεται δυσμενής υπηρεσιακή έκθεση πριν δοθεί στον υπάλληλο η ευκαιρία να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του.

Οι υπηρεσιακές εκθέσεις, όπου είναι δυνατό, συντάσσονται από τριμελή ομάδα αξιολόγησης. Με τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμούς του 1990 (Κ.Δ.Π. 386/90) καθορίζεται ο σκοπός της αξιολόγησης, η σύνθεση των ομάδων αξιολόγησης και ο τύπος των υπηρεσιακών εκθέσεων. [*717]Είναι και τα τρία σχετικά προς το συζητούμενο θέμα.  Όπως καθορίζεται, μεταξύ άλλων, η αξιολόγηση αποβλέπει

"στη διαπίστωση, εκτίμηση και προσδιορισμό του βαθμού της καταλληλότητας των υπαλλήλων για προαγωγή".

Στη σύνθεση των ομάδων αξιολόγησης συμμετέχουν ο διοικητικά προϊστάμενος και ο άμεσα προϊστάμενος του κάθε υποψηφίου. Ως τρίτο μέλος μπορεί να είναι είτε ο προϊστάμενος του τμήματος στον οποίο υπηρετεί ή υπάγεται ο συγκεκριμένος υπάλληλος όταν είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον διοικητικά προϊστάμενο, ή άλλος ιεραρχικά ανώτερός του όπως καθορίζεται, που έχει άμεση ή έμμεση σχέση με την εργασία του. Άλλες πρόνοιες ρυθμίζουν την περίπτωση αδυναμίας σύστασης τέτοιας τριμελούς ομάδας. "Άμεσα προϊστάμενος", σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις των Κανονισμών

«σημαίνει το λειτουργό ο οποίος εποπτεύει τον αξιολογούμενο υπάλληλο και κατέχει θέση ψηλότερη από αυτόν και ο οποίος λόγω των καθηκόντων του έχει άμεση γνώση της εργασίας του αξιολογούμενου υπάλληλου και μπορεί να εκφέρει υπεύθυνη και έγκυρη γνώμη για την υπηρεσιακή του απόδοση και τις ικανότητές του, ο δε όρος περιλαμβάνει και το διοικητικά προϊστάμενο».

Και

«"διοικητικά προϊστάμενος" σημαίνει τον προϊστάμενο του οικείου κλάδου ή υποδιαίρεσης της υπηρεσίας ή τον Προϊστάμενο του Τμήματος στο οποίο υπηρετεί ή υπάγεται ο αξιολογούμενος υπάλληλος».

Στον τύπο των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων (Μέρος ΙΙ στους Κανονισμούς) υπό τον τίτλο "Εκτίμηση της Επαγγελματικής Αξίας του Υπαλλήλου" καθορίζονται τα στοιχεία αξιολόγησης, με συγκεκριμένη ανάλυση για το καθένα. Αυτά είναι:

Επαγγελματική κατάρτιση, απόδοση, υπηρεσιακό ενδιαφέρον, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία, συνεργασία/σχέσεις, συμπεριφορά προς τους πολίτες, διευθυντική/διοικητική ικανότητα.  Συναφώς το έντυπο περιλαμβάνει και κρίση αναφορικά με την καταλληλότητα του αξιολογούμενου υπαλλήλου για προαγωγή.

Σύμφωνα με το άρθρο 35(4) του Νόμου, κατά την προαγωγή, η ΕΔΥ λαμβάνει δεόντως υπόψη και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων αλλά και αιτιολογημένες συστάσεις του προϊ[*718]σταμένου του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση. Προϊστάμενος τμήματος, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις, σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτερη θέση στο Τμήμα, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις προσδιορίζεται και ειδικά. Αυτός ο προϊστάμενος, φυσιολογικά θα λέγαμε, δε θα γνωρίζει ή ενδεχομένως δεν θα γνωρίζει τα υπέρ και τα κατά των υπαλλήλων από προσωπική γνώση. Γιατί, λοιπόν, ο νομοθέτης να αναθέτει τη σύσταση στον προϊστάμενο του τμήματος αν πρόκειται να θεωρηθεί ότι αυτή προσθέτει στην αξία με την έννοια που εξηγήσαμε; Και με ποιά λογική θα αποδώσουμε στο Νόμο περιεχόμενο σύμφωνα με το οποίο, ενώ αυτός ο προϊστάμενος εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να έχει ή έστω ενδεχομένως δεν έχει προσωπική γνώση, θα προβαίνει σε σύσταση που θα προσθέτει στην αξία, βασιζόμενος σε πληροφορίες που παίρνει;  Και πώς μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι δυνατό να ενταχθεί στο Νόμο αυτός ο κύκλος; Να έχουμε δηλαδή επίσημα καταγραμμένες, μάλιστα διαχρονικά, τις αξιολογήσεις εκείνων που γνωρίζουν και στο τέλος αυτές να ζητούνται εκ νέου, για τους σκοπούς συγκεκριμένης διαδικασίας; Και πώς θα αναμένεται ή θα δικαιολογείται αυτοί να πουν οτιδήποτε το διαφορετικό από ό,τι ήδη κατέγραψαν; Και πώς αυτά που θα αναφέρουν ή που θα τεκμαίρεται ότι έχουν αναφέρει, χωρίς αντίστοιχο αντίκρυσμα στους φακέλους, θα δικαιολογείται να προσλαμβάνουν τη σπουδαία σημασία που αποδίδεται στη σύσταση; Και τί νόημα θα είναι δυνατό να έχει η διαμόρφωση σύστασης στη βάση πληροφοριών από τους άμεσα προϊσταμένους όταν η σύσταση εμπεριέχει σύγκριση και ο κάθε άμεσα προϊστάμενος από τον οποίο λαμβάνονται οι πληροφορίες, θα είναι δυνατό να αναφερθεί μόνο σε όσους εκείνος γνωρίζει; Aλλά και στην περίπτωση που όλοι οι υποψήφιοι είναι γνωστοί στον προϊστάμενο που έχει το καθήκον της σύστασης, γιατί να δικαιολογείται η θεώρηση πως η προσωπική του γνώση, θεσμικά άγραφη  ως τότε, θα έχει τέτοια σημασία;

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρθηκε στο φαινόμενο της ισοπέδωσης των υπαλλήλων κατά τις ετήσιες αξιολογήσεις τους. Όπως ανέφερε, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό τους αξιολογούνται γενικά ως εξαίρετοι και αυτό καθιστά το έργο του προϊσταμένου δύσκολο. Οπότε, όπως ήταν η εισήγησή του, θα μπορούσε να δικαιολογείται κάποιας μορφής διορθωτική παρέμβαση δια της σύστασης.  Με την αναγνώριση δυνατότητας, για να μή θεωρείται ότι ανατρέπονται οι αξιολογήσεις στις υπηρεσιακές εκθέσεις, ενδιάμεσων διαβαθμίσεων των εξαιρέτων ή των πολύ καλών κλπ., αναλόγως. Εννοείται, χωρίς αυτά να είναι οπουδήποτε καταγραμμένα. Θα έχουν λεχθεί για πρώτη φορά για τους σκοπούς της προαγωγής. Κατ’ επίκληση είτε προσωπικής γνώσης είτε πληροφοριών που λήφθηκαν. Από ποιούς όμως; Από εκείνους που υποτίθεται ότι δεν [*719]έκαμαν καλά τη δουλειά τους ευθύς εξ αρχής και κατά τον κύκλο που προαναφέραμε. Και χωρίς στήριξη της άποψης πως θα ήταν δυνατό να προσδιορίζεται περιεχόμενο στο Νόμο άλλο από εκείνο που δικαιολογούν οι διατάξεις του, ανάλογα με το πόσο επιτυχημένος ή αποτυχημένος είναι ο τρόπος της εφαρμογής του. Προσθέτουμε πως ακριβώς όμοια εισήγηση υποβλήθηκε και στην Πογιατζή (ανωτέρω), χωρίς όμως να γίνει δεκτή.

Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ’ αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.

Στην παρούσα υπόθεση ο προϊστάμενος προέβη σε σύσταση ως ακολούθως:

«Όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τα υπό του Σχεδίου Υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα, περιλαμβανομένης της άριστης γνώσης των οικονομικών και επιχειρηματικών προβλημάτων της Κύπρου.

Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους και έχω άμεση γνώση των ικανοτήτων, των δυνατοτήτων και της προσφοράς τους στο Τμήμα. Με βάση τα όσα ανέφερα πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους, τις απαιτήσεις της υπό πλήρωσης θέσης καθώς και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι’ αυτήν, συστήνω για προαγωγή τους Καφά Αντώνιο και Κωμοδρόμο Ανδρέα.

Ο Καφάς Αντώνιος έχει άριστες οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, επιδεικνύει πρωτοβουλία κατά την άσκηση των καθηκόντων του και διεκπεραιώνει το έργο του μέσα σε σύντομο [*720]χρονικό διάστημα, χωρίς λάθη. Έχει εξαίρετο χαρακτήρα και συνεργάζεται άριστα τόσο με τους συναδέλφους του όσο και με τα πρόσωπα που εξυπηρετούνται από το ΚΕΠΑ. Επιδεικνύει υπευθυνότητα και σοβαρότητα στα καθήκοντά του και αποδίδει πολύ αποτελεσματικά στην εργασία του.

Ο Κωμοδρόμος Ανδρέας έχει ηγετικές ικανότητες που τον διακρίνουν από τους άλλους συναδέλφους του. Είναι κοινωνικός, συνεργάσιμος και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Οι ιδιότητές του αυτές τον βοηθούν να φέρει σε πέρας την εργασία του με άριστα αποτελέσματα. Εντοπίζει εύκολα τα προβλήματα, εκεί που υπάρχουν, και προτείνει συγκεκριμένες και αποδοτικές λύσεις.

Οι συστηθέντες, από πλευράς αξίας, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, βρίσκονται περίπου στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους υποψηφίους. Ορισμένοι υποψήφιοι που ακολουθούν σε αρχαιότητα έχουν για μια μόνο χρονιά κατά τα τελευταία έτη (1992) ελαφρά καλύτερες αξιολογήσεις, όμως η αναφορά που έκαμα για τις συγκεκριμένες ιδιότητες και την καταλληλότητα των δύο συστηθέντων, πιστεύω ότι υπερκαλύπτει την πολύ μικρή διαφορά στην αξιολόγηση, η οποία δυνατόν και να οφείλεται στο γεγονός ότι οι υποψήφιοι αξιολογούνται από διαφορετικά κλιμάκια αξιολόγησης. Εν πάση περιπτώσει, οι συστηθέντες κατά τα τελευταία χρόνια είναι καθόλα εξαίρετοι. Πιστεύω ότι οι υποψήφιοι τους οποίους συστήνω θα βοηθήσουν πάρα πολύ το έργο του Κέντρου Παραγωγικότητας, λόγω των γνώσεων, εμπειριών και δυνατοτήτων που έχουν.»

Όσα εξειδικεύει ως ικανότητες και ιδιότητες των συστηθέντων, αναμφιβόλως είναι σχετικά και θα μπορούσαν να είχαν αποτελέσει τους λόγους της επιλογής που έκαμε. Εννοείται όμως πως τα αναφέρει συγκριτικά. Δεν μπορεί να του αποδοθεί πως προτείνει ορισμένους για προαγωγή για συγκεκριμένους λόγους όταν θεωρεί πως οι ίδιοι οι λόγοι συντρέχουν και για εκείνους που δε συστήνει. Κατ’ ανάγκην όσα εξειδικεύει μεταφέρουν το μήνυμα της υπεροχής εκείνων που συστήνονται στους αντίστοιχους τομείς. Ώστε αυτοί να αναδεικνύονται ως οι καταλληλότεροι. (Βλ. συναφώς Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833). Δεν προκύπτει όμως τέτοια υπεροχή από τους φακέλους και η επίκληση από τον προϊστάμενο της προσωπικής του γνώσης, εισάγει πηγή πληροφόρησης αντίθετη προς το Νόμο και, πάντως, η σύσταση συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων. Σημειώνουμε συναφώς πως ο ίδιος προϊ[*721]στάμενος αξιολόγησε τον αιτητή τα δυο τελευταία χρόνια, το 1996 και το 1997. Και τον βρήκε εξαίρετο σε όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία αξιολόγησης. Οπότε, κατά την πάγια νομολογία μας, δεν θα έπρεπε να της είχε προσδοθεί βαρύτητα. Συνυπολογίστηκε κατά την τελική επιλογή, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας και η έφεση επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση  επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Με την απόφασή μου, που ακολουθεί, που συνιστά την απόφαση της μειοψηφίας, ταυτίζονται οι Δικαστές Νικολαΐδης, Κρονίδης, Ηλιάδης και Γαβριηλίδης.

ΠΙΚΗΣ, Π.: To εξέχον ζήτημα το οποίο εγείρεται προς επίλυση είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να διαμορφωθεί η σύσταση του Προϊσταμένου για προαγωγές στο Τμήμα του και, όλως ιδιαίτερα, η προσωπική του άποψη επί του θέματος. Ενόψει αμφιβολιών που διατυπώθηκαν ως προς τις αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία επί του θέματος, θεωρήθηκε πρέπον όπως του θέματος επιληφθεί το Ανώτατο Δικαστήριο εν πλήρη ολομελεία. Αντικείμενο της προαγωγής ήταν η πλήρωση δύο κενών θέσεων Ανώτερου Λειτουργού Παραγωγικότητας, στο Κέντρο Παραγωγικότητας. Υποψήφιοι για προαγωγή ήταν τα δύο ενδιαφερόμενα πρόσωπα οι Αντώνιος Καφάς και Ανδρέας Κωμοδρόμος και ο αιτητής – εφεσείων. Στη σύσταση του Προϊσταμένου έγινε αναφορά στην αξία, στα προσόντα και στην  αρχαιότητα των τριών υποψηφίων, όπως και στις δικές του διαπιστώσεις για τις ιδιότητες των υποψηφίων και τελικά τις συγκριτικές δυνατότητές τους να ανταποκριθούν με επιτυχία στα καθήκοντα των υπό πλήρωση θέσεων. 

Η σύσταση του Προϊσταμένου εκτίθεται στην ολότητά της στην απόφαση της πλειοψηφίας και τοιουτοτρόπως παρέλκει να την αναπαράγω στη δική μου απόφαση. Προκύπτει από την αιτιολόγηση της σύστασής του ότι η αξία των υποψηφίων, όπως διαφαίνεται από τις εμπιστευτικές ή τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις, ήταν σε γενικές γραμμές η ίδια, με μόνη εξαίρεση το έτος 1992 που ο εφεσείων υπερείχε ελαφρώς, ενώ οι συστηθέντες είχαν αισθητή υπεροχή σε αρχαιότητα.

Ο Προϊστάμενος βάσισε τη σύστασή του, όπως ρητά αναφέρει, στη γνώση που είχε για τις ικανότητες και τις δυνατότητες των υποψηφίων να ανταποκριθούν με επιτυχία στα καθήκοντα της θέσης, λέγει ρητά:

«Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους και έχω άμε[*722]ση γνώση των ικανοτήτων, των δυνατοτήτων και της προσφοράς τους στο Τμήμα.»

Η κατάληξή του περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Πιστεύω ότι οι υποψήφιοι τους οποίους συστήνω θα βοηθήσουν πάρα πολύ το έργο του Κέντρου Παραγωγικότητας, λόγω των γνώσεων, εμπειριών και δυνατοτήτων που έχουν.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι η σύσταση συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων και ότι η εκτίμηση του Προϊσταμένου για την αξία των υποψηφίων ως διαγράφεται στις εμπιστευτικές τους εκθέσεις ήταν ορθή. Ό,τι εγείρεται στην παρούσα έφεση και πρέπει να αποφασιστεί είναι η βαρύτητα της κρίσης του ίδιου του Προϊσταμένου για τις δυνατότητες των υποψηφίων να ανταποκριθούν στις θέσεις.  Η θέση του εφεσείοντος είναι ότι το πλαίσιο της διαμόρφωσης της σύστασης του προϊσταμένου είναι περιορισμένο. Αναμφισβήτητο είναι ότι η σύσταση δεν μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με τα υπηρεσιακά στοιχεία. (βλ. Republic v. Koufettas (1985) 3 C.L.R. 1950· Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249· Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833), ή να βασίζεται σε ανάπλαση των υπηρεσιακών στοιχείων των υποψηφίων. Διότι σ’ εκείνες τις περιπτώσεις κλονίζεται το βάθρο της σύστασης και εξουδετερώνεται η δραστικότητα της. Στην προκείμενη περίπτωση δεν είμαστε αντιμέτωποι με τέτοιο φαινόμενο. Ό,τι εξετάζεται είναι η ευχέρεια του Προϊσταμένου να συναρτήσει τη σύστασή του στις δικές του εκτιμήσεις για τις δυνατότητες των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της θέσης, λαμβανομένων υπόψη των υπηρεσιακών τους στοιχείων. Για να απαντηθεί το ερώτημα και να διαπιστωθούν στο σωστό πλαίσιο οι αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία επί του θέματος, πρέπει να γίνει ιστορική αναδρομή στις υποθέσεις που συνθέτουν το δικαστικό λόγο επί του προκειμένου.

Πολύ πριν τη θέσπιση του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967 (Ν.33/67), αναγνωρίστηκε κατ’ αρχή από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και μεταγενέστερα από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος συνιστά, εξ αντικειμένου, ουσιώδη παράγοντα κρίσεως για την προαγωγή μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας από το ανεξάρτητο Σώμα που καθίδρυσε το Σύνταγμα για τη διενέργεια διορισμών και προαγωγών στο δημόσιο, την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. (Βλ. Μέρος VII του Συντάγματος.) 

[*723]Στη Michael Theodossiou v. The Republic (Public Service Commission) 2 R.S.C.C. 44, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε τη βαρύνουσα σημασία της κρίσης του Προϊσταμένου τμήματος αναφέροντας: (σ.48)

«In the opinion of the Court the recommendation of a Head of Department or other senior responsible officer, and especially so in cases where specialized knowledge and ability are required for the performance of certain duties, is a most vital consideration which should weigh with the Public Service Commission in coming to a decision in a particular case and such recommendation should not be lightly disregarded.»

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη):

«Κατά τη γνώμη του δικαστηρίου η σύσταση του Προϊσταμένου τμήματος ή άλλου υπεύθυνου λειτουργού και όλως ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις όπου απαιτείται εξειδικευμένη γνώση και ικανότητα για την εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων, είναι ο πιο ζωτικός παράγοντας ο οποίος πρέπει να βαρύνει στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αγόμενη στην απόφασή της και τέτοια σύσταση δεν πρέπει  εύκολα να παραγνωρίζεται.»

Περαιτέρω, επεξηγείται ότι όπου η Ε.Δ.Υ. παρεκκλίνει από τη σύσταση του Προϊσταμένου πρέπει να εξειδικεύει τους λόγους που να τη δικαιολογούν, θεωρώντας τέτοια απόκλιση ως εξαιρετικό μέτρο. Η προσέγγιση αυτή, καθώς υποδεικνύεται, επιβάλλεται από την ανάγκη προστασίας των συμφερόντων των επηρεαζομένων υπαλλήλων, που διασφαλίζουν τα Άρθρα 146  και 151 του Συντάγματος· αναφέρεται: (σ.48)

«If, nevertheless, the Public Service Commission comes to the conclusion not to follow the aforesaid recommendation it is to be expected for the effective protecion of the legitimate interests, under Article 151 in conjuction with Article 146 of the Constitution, of the candidates concerned, that the reasons for taking such an exceptional course would be clearly recorded in the relevant minutes of the Public Service Commission.»

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη):

«Εάν παρά ταύτα η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας καταλήγει στο συμπέρασμα να μήν ακολουθήσει τη σύσταση του προϊσταμένου αναμένεται από αυτή, χάριν της αποτελεσματικής προστασίας των εννόμων συμφερόντων των επηρεαζομένων κάτω από το [*724]Άρθρο 151 σε συνδυασμό με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, ότι οι λόγοι για την κατάληξη σε τέτοιο εξαιρετικό μέτρο θα σημειωθούν ευκρινώς στα πρακτικά της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.»

Το καθήκον της Ε.Δ.Υ. να αιτιολογήσει ειδικά απόκλισή της από τη σύσταση του Προϊσταμένου συναρτάται άμεσα με την, εξ αντικειμένου, σημασία της σύστασής του για την καλή λειτουργία της Δημόσιας Υπηρεσίας και των εξ αυτής αναφυομένων δικαιωμάτων των συστηνομένων, τα οποία διασφαλίζονται στο πλαίσιο της δικαστικής αναθεώρησης διοικητικών πράξεων και αποφάσεων, που κατοχυρώνει το Άρθρο 151 και θεσμοποιεί το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Η θέση η οποία υιοθετήθηκε στη Theodossiou αναφορικά με τη σημασία των συστάσεων του Προϊσταμένου του τμήματος, τη βαρύτητα που ενέχουν για τις επιλογές της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και την ανάγκη ειδικής αιτιολόγησης πιθανής απόκλισης από αυτές, έγινε καθολικά δεχτή και αντανακλάται κατά συρροή στη νομολογία. (Βλ., μεταξύ άλλων, Georghios M. Evangelou v. The Republic of Cyprus, Through the Public Service Commission (1965)3 C.L.R. 292· Nicos Arkatitis And Others v. Republic (Public Service Commission) (No.1) (1967)3 C.L.R. 29). O περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1967 (Ν.33/67) άρθρο 44(3) καθιέρωσε τη σύσταση του Προϊσταμένου του τμήματος ως συστατικό στοιχείο για τη διενέργεια προαγωγών.

Στη Georghios Gavriel v. Republic (Public Service Commission and/or The Director of The Department of Lands and Surveys) (1971) 3 C.L.R. 185, ο Α. Λοϊζου Δ., ως ήταν τότε, επεξηγεί την έννοια του όρου «σύσταση», σε συνάρτηση με τα αποφασισθέντα στην Arkatitis (ανωτέρω). Υποδηλώνει τη διαδικασία σύγκρισης των υποψηφίων, υπό το πρίσμα των νενομισμένων κριτηρίων, αξίας, προσόντων και αρχαιότητας, με γνώμονα την κρίση του Προϊσταμένου ως προς το ποίος από αυτούς προιωνίζεται καλύτερα να εκτελέσει τα καθήκοντα της θέσης.

Στη Makrides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 622, είχαμε την ευκαιρία να προβούμε σε θεώρηση της νομολογίας επί του θέματος των συστάσεων του Προϊσταμένου τμήματος και να διαπιστώσουμε τους λόγους για τους οποίους προσδίδεται βαρύτητα στη σύσταση του Προϊσταμένου. Αυτοί αποτυπώνονται στην ακόλουθη πρόταση: (σελ. 632)

[*725]«A departmental head is in a unique position to appreciate the demands of a particular post and the qualifications necessary for the discharge of the duties carried by the post.»

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη):

«Ο Προϊστάμενος τμήματος είναι σε μοναδική θέση να προβεί σε εκτίμηση των αναγκών της συγκεκριμένης θέσης και των αναγκαίων προσόντων για την εκπλήρωση των καθηκόντων που συνεπάγεται.»

Η ίδια θέση, με όμοια κατ’ ουσίαν ρηματική διατύπωση,  υιοθετήθηκε από την ολομέλεια στην απόφαση Republic v. Haris (1985) 3 C.L.R. 106, και ακολούθως στη Ηaris v. Republic (1989) 3 C.L.R. 147. (Βλ. επίσης πρωτόδικες αποφάσεις Kalaitzis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 839· Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2802.) 

Ό,τι προκύπτει από τη νομολογία είναι ότι:

(α) Η σύσταση του Προϊσταμένου του τμήματος συνιστά ιδιαίτερο στοιχείο για την κρίση των υποψηφίων, μεγάλης σημασίας σε βαθμό που να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση παρέκκλισης από αυτή.

(β) Η σύσταση επενεργεί στο πεδίο της συνολικής αξίας των υποψηφίων και επαυξάνει, ανάλογα, τις διεκδικήσεις του συστηνομένου για προαγωγή.  Το εξέχον στοιχείο της σύστασης είναι αυτή τούτη η γνώμη του Προϊσταμένου για το ποίος από τους υποψηφίους είναι σε θέση καλύτερα να εκπληρώσει τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Εδώ εντοπίζεται η σημασία της σύστασης και προς αυτό το στοιχείο συναρτάται η βαρύτητά της. Και τούτο, γιατί όπως έχει αναγνωρισθεί, ο Προϊστάμενος είναι σε ιδιάζουσα θέση να εκτιμήσει τις ανάγκες της υπηρεσίας σε σχέση με την υπό πλήρωση θέση και να προβεί σε διαπιστώσεις για το ποίος από τους υποψηφίους καλύτερα μπορεί να τις εκπληρώσει.

(γ) Το πλαίσιο διαμόρφωσης των συστάσεων του Προϊσταμένου είναι αναμφιβόλως, (i) οι υπηρεσιακές εκθέσεις, και (ii) η γνώμη του για τους υποψηφίους σε συνάρτηση με τις δικές του εκτιμήσεις για την επιτυχή εκπλήρωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Δεν παρέχεται στον Προϊστάμενο δικαίωμα είτε να αγνοήσει είτε να αναμορφώσει τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων. Καθήκον του είναι να τις λάβει υπόψη ως δεδομένο και να προσδώσει τη βαρύτητα που αρμόζει σε αυτές. Δεν περιορίζεται όμως το έργο του [*726]στην αποτίμηση των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Εάν έτσι είχαν τα πράγματα, η σύστασή του θα αποτελούσε πλεονασμό. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας είναι στην ίδια θέση όπως και ο Προϊστάμενος να προβεί στην εξ αντικειμένου αποτίμηση των υπηρεσιακών στοιχείων των υποψηφίων. Η σύσταση έχει ως αντικείμενο αυτή τούτη τη γνώμη του Προϊσταμένου για το ποιός καλύτερα μπορεί να εκτελέσει τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Είναι η γνώση του για τις λειτουργικές ανάγκες της υπηρεσίας, σε συσχετισμό με την κρίση του για το ποίος από τους υποψήφιους είναι καλύτερα εφοδιασμένος να ανταποκριθεί σ’ αυτές, που στοιχειοθετεί την ανάγκη για τη λήψη της γνώμης του Προϊσταμένου και δικαιολογεί τη βαρύτητα την οποία ενέχει.

Και ο νέος περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν.1/90) άρθρο 35(4), έκαμε πρόνοια ανάλογη με εκείνη του άρθρου 44(3) του Ν.33/67 με την προσθήκη ότι η σύσταση του Προϊσταμένου πρέπει να αιτιολογείται, καθιστώντας την αιτιολογία απαραίτητο στοιχείο της σύστασης.

Η νομολογία της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου μετά το 1990 δεν διαφοροποιεί, κατά την κρίση μας, τις αρχές που διατυπώνονται πιο πάνω. Στη Βάσου Ν. Μέζου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2001) 3 A.A.Δ. 362, επαναλαμβάνεται ότι η σύσταση του Προϊσταμένου επαυξάνει τη συνολική αξία του συστηνόμενου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις διεκδικήσεις του για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση.

Προκύπτει από την Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Λοΐζου Λοϊζίδη (2001) 3 Α.Α.Δ. 457, ότι η σύσταση πρέπει να συσχετίζεται με τις απαιτήσεις της θέσης που αποτελούν το κυρίαρχο στοιχείο στη διαμόρφωση της σύστασης του Προϊσταμένου.

Οι γνώσεις του Προϊσταμένου για τις ανάγκες της θέσης δικαιολογούν, όπως έχει επίσης αποφασιστεί, και τη συμμετοχή του στις συνεντεύξεις των υποψηφίων ενώπιον της Ε.Δ.Υ.:

«ενόψει της συνάφειας και της ιδιαίτερης γνώσης του ως προς τα απαιτούμενα για την επιτυχή εκπλήρωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης»

(Βλ. Χριστόδουλος Χ. Χατζηγεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.)

[*727]Είναι η εισήγηση του εφεσείοντος ότι οι αποφάσεις στη Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626 και Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Ανδρέα Πογιατζή (2001) 3 Α.Α.Δ. 787, έχουν περιορίσει τις παραμέτρους διαμόρφωσης της σύστασης του Προϊσταμένου σε βαθμό που αυτή να περιορίζεται, σε τελευταία ανάλυση, σε αποτίμηση των υπηρεσιακών στοιχείων των υποψηφίων. Διαφωνώ. Η πεμπτουσία του λόγου της Χριστοδουλίδου εντοπίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.»

Με αυτό είμαστε καθ’ όλα σύμφωνοι. Τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων είναι δεδομένα. δεν είναι παραδεχτή η ανάπλασή τους και ακόμα περισσότερο η θεμελίωση της σύστασης σε τέτοια αναμόρφωση. Στην ίδια απόφαση τονίζεται και αυτό απηχεί, όπως διαπιστώνει το ίδιο το δικαστήριο την καθιερωθείσα από τη νομολογία αρχή, ότι η σύσταση του Προϊσταμένου ερχόταν σε σύγκρουση με τα στοιχεία του φακέλου, γεγονός που εξουδετερώνει την ισχύ της. (Βλ. Republic v. Koufettas (1985) 3 C.L.R. 1950, Tάκης Κ. Γεωργιάδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1996) 3 Α.Α.Δ. 249, Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833.) Στην ίδια απόφαση γίνεται επιδοκιμαστικά αναφορά στη Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, όπου τονίστηκε η σημασία της κρίσης του Προϊσταμένου για το ποίος από τους υποψηφίους καλύτερα αναμένεται να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό: (σ. 399 της απόφασης) 

«Ο προϊστάμενος του οικείου τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασής του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψηφίους είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης. Είναι ενδεικτική συναφώς και η ίδια η σύσταση του Γενικού Διευθυντή στην παρούσα υπόθεση.»

Η γνώμη του Προϊσταμένου εξειδικεύεται ως το κυρίαρχο στοιχείο.

[*728]Στην Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Ανδρέα Πογιατζή (2001) 3 Α.Α.Δ. 787, διατυπώνεται η θέση ότι η Χριστοδουλίδου (ανωτέρω), υιοθέτησε νέα θέση περιοριστική του πλαισίου διαμόρφωσης των απόψεων και της σύστασης του Προϊσταμένου σε βαθμό που να μη διακρίνεται, «...έδαφος για μεταβολή της γραμμής που χάραξε η απόφαση στη Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου.» Έχουμε ήδη αναφερθεί στο λόγο της Χριστοδουλίδου. Ό,τι πρέπει να προσθέσουμε είναι ότι το δικαστήριο δεν επιχείρησε στην υπόθεση εκείνη να μεταβάλει την προγενεστέρα διαγραφείσα από τη νομολογία θέση αναφορικά με το πλαίσιο διαμόρφωσης της σύστασης του Προϊσταμένου και πολύ ολιγότερο δεν διαπίστωσε κανένα λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοια απόκλιση. Στην Πογιατζή γίνεται επίσης ιδιαίτερη αναφορά στη Αναστάσιου Κουάλη κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742, ως στοιχειοθετούσα παρέκκλιση από τα προκαθορισθέντα από τη νομολογία πλαίσια διαμόρφωσης της σύστασης του Προϊσταμένου. Όχι μόνο το δικαστήριο δεν απέστη στην υπόθεση εκείνη από την προηγούμενη νομολογία αλλά ευθέως επανέλαβε, υπό το φως των αρχών της, ότι η προσωπική γνώση του Προϊσταμένου για τους υποψηφίους προσμετρά άμεσα στη διαμόρφωση των συστάσεων του. Το σχετικό απόσπασμα είναι το ακόλουθο:

«Μέσα από μία σειρά αποφάσεων φαίνεται ότι η προσωπική γνώση του Διευθυντή, καθώς και η συλλογή πληροφοριών από τους προϊσταμένους των υποψηφίων είναι αποδεκτά στη διαμόρφωση της σύστασης του (δέστε μεταξύ άλλων Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, Θεοκλήτου ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 647/93, ημερομηνίας 15.10.96, Χ''Παναγή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3022 και Κυριακίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 212/95, 259/95, ημερομηνίας 28.2.97).»

Στη συνέχεια εξηγείται ότι εκείνο που αποκλείεται είναι η δόμηση της σύστασης κατ’ αντίθεση προς τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων. Στην προκείμενη υπόθεση η σύσταση του Προϊσταμένου, όχι μόνο δεν αγνόησε τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων, αλλά αντίθετα τα παραθέτει και τα αξιολογεί. Η σύσταση αποκαλύπτει την κρίση του Προϊσταμένου για τις ιδιότητες των υποψηφίων, για τις οποίες είχε άμεση γνώση, και συσχετίζεται με την πρόγνωσή του για το ποίοι από αυτούς είναι καλύτερα σε θέση να εκπληρώσουν να καθήκοντα των κενών θέσεων. Με αυτά τα στοιχεία συναρτάται η σύσταση. Όπως επισημάναμε στη Θεμιστοκλή Χρίστου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 480, η κρίση του Προϊσταμένου για τις ιδιότητες και ικανότητες των υποψηφίων όχι μόνο δεν είναι εξω[*729]γενής παράγοντας στη διαμόρφωση της σύστασης του αλλά είναι άμεσα σχετική προς αυτή. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση εκείνη κατοπτρίζει τη θέση επί του θέματος: (σ.483)

«Όχι μόνο οι ιδιότητες, στις οποίες αναφέρθηκε ο Διευθυντής, δε συνιστούν εξωγενείς παράγοντες, αλλά αντίθετα είναι άρρηκτα συνυφασμένες με την εκπλήρωση του έργου του δημοσίου υπαλλήλου, παρέχοντας τη δυνατότητα πρόγνωσης των δυνατοτήτων του να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της ανώτερης θέσης, την οποία διεκδικεί. Κατ’ ουσίαν, πρόκειται περί ιδιοτήτων, οι οποίες άπτονται της αξίας του υποψηφίου και, όντως, προσμετρούν στην διαμόρφωση της σύστασης του διευθυντή. Η σύσταση του διευθυντή δεν αποτελεί τυποποιημένο στοιχείο, το οποίο πρέπει να ανταποκρίνεται σε άκαμπτες παραμέτρους. Πρόκειται για στοιχείο, το οποίο μεταφέρει την κρίση του προϊσταμένου για τους υποψηφίους και τους λόγους για τους οποίους συστήνεται ο συγκεκριμένος υποψήφιος. Οι λόγοι, οι οποίοι δίνονται στην προκείμενη περίπτωση, είναι άκρως σχετικοί με το αντικείμενο της σύστασης.»

Kατά τη δική μας θέση, η έφεση είναι απορριπτέα.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα κατά πλειοψηφία.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο