Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Αντωνίου (Αρ. 2) (2002) 3 ΑΑΔ 740

(2002) 3 ΑΑΔ 740

[*740]19 Νοεμβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα,

v.

ΙΩΑΝΝΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ (ΑΡ. 2),

Εφεσιβλήτου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2879)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Στο Άρθρο 34(9) του Ν.1/90 δεν αναφέρεται η αρχαιότητα ως στοιχείο κρίσης ― Λαμβάνεται όμως υπόψη, σύμφωνα με τη νομολογία, όταν γίνεται σύγκριση μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων ― Βαρύτητά της ανάλογα με τα άλλα στοιχεία ― Υπέρμετρη βαρύτητα δόθηκε υπό τις περιστάσεις.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορικές Συνεντεύξεις ― Υπέρμετρη βαρύτητα στην εντύπωση της ΕΔΥ σε αυτές, οδήγησε σε ακύρωση.

Μετά τον παραμερισμό της ακυρωτικής απόφασης από την Ολομέλεια, η υπόθεση ακούστηκε ως προς τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως, που δεν είχαν εξεταστεί πρωτόδικα.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με απόφαση της ημερομηνίας 15.2.2002 αποδέχθηκε την έφεση της Κυπριακής Δημοκρατίας και παραμέρισε την επίδικη πρωτόδικη απόφαση. (Βλέπε: Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Αντωνίου (Αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 103).

Επειδή δε παρέμειναν περαιτέρω προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης στην προσφυγή, οι οποίοι δεν εξετάσθησαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η υπόθεση ορίστηκε ενώπιον της ίδιας Ολομέλειας για εκδίκαση τους.

[*741]Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή-εφεσίβλητου απέσυρε ορισμένους από τους εναπομείναντες λόγους ακύρωσης. Επέμενε όμως στους ισχυρισμούς του (α) ότι η τελική απόφαση της ΕΔΥ ήταν αναιτιολόγητη και (β) ότι ενεφιλοχώρησε στην απόφαση της ΕΔΥ πλάνη περί τα πράγματα, ήτοι ότι η απόφαση της έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία του φακέλου ως προς την αξία, προσόντα και αρχαιότητα. Επέμενε ότι λανθασμένα κρίθηκε και λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ η αρχαιότητα, αφού η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής και όχι μόνο προαγωγής.

Από τα σχετικά αποσπάσματα της επίδικης απόφασης της ΕΔΥ, προκύπτει αβίαστα ότι δύο παράγοντες συνέτειναν αποφασιστικά στην κρίση της να θεωρήσει καταλληλότερο το ενδιαφερόμενο μέρος για την πλήρωση της θέσης.  Πρώτον, ότι στην ενώπιον της προφορική εξέταση βαθμολογήθηκε ως εξαίρετο και δεύτερον ότι υπερείχε σε αρχαιότητα από τον αιτητή.

Από το Άρθρο 34(9) του Ν.1/90, προκύπτει, κατ’ αρχήν, ότι σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν αναφέρεται συγκεκριμένα η αρχαιότητα ως στοιχείο κρίσης. Η νομολογία, όμως, καθιέρωσε την αρχή ότι αυτή λαμβάνεται υπόψη όταν η σύγκριση γίνεται μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων. Σύμφωνα όμως με τη νομολογία η αρχαιότητα σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής έχει περιορισμένη σημασία. Ωστόσο, όταν πρόκειται για σύγκριση μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων η αρχαιότητα, η οποία αποτελεί μέρος των στοιχείων των αντίστοιχων προσωπικών φακέλων, λαμβάνεται υπόψη κι αυτό σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ανάλογα με το κατά πόσο η θέση διεκδικείται ως προαγωγή από την αμέσως κατώτερη θέση ή όχι και ανάλογα με ό,τι γενικότερα δικαιολογείται, από άποψη βαρύτητας, βάσει της νομολογίας με αναφορά στα άλλα στοιχεία.

Η περιορισμένης σημασίας αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους κατέστη το πλέον αποφασιστικό στοιχείο για την επιλογή του στη θέση.  Η υπερβάλλουσα αυτή σημασία που απέδωσε η ΕΔΥ στην αρχαιότητα δεν δικαιολογείται από τα υπόλοιπα στοιχεία, τα οποία ενώ τα αναφέρει στην απόφαση της δεν φαίνεται να τα έχει αξιολογήσει και να τα λάβει υπόψη στο σύνολο τους.

Η ΕΔΥ επισημαίνει την απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σαφώς κατώτερη από την απόδοση του αιτητή, υπερτονίζει όμως την απόδοση του στην προφορική εξέταση ενώπιόν της. Δίδει δηλαδή υπερβάλλουσα σημασία σ’ αυτή παραγνωρίζοντας τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία βασίζετο και στο αποτέλεσμα της [*742]γραπτής εξέτασης στην οποία υπερείχε ο αιτητής.

Πέραν των πιο πάνω, η ΕΔΥ δεν δίδει ικανοποιητική αιτιολογία για τον αποκλεισμό του στοιχείου της πείρας του αιτητή (19 χρόνια για τον αιτητή και 6 χρόνια για το ενδιαφερόμενο μέρος) και αντίθετα θεωρεί το στοιχείο αυτό ότι επενεργεί υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους με το αιτιολογικό ότι η πείρα αυτή αποκτήθηκε σε θέση που απαιτείται από τα σχέδια υπηρεσίας πανεπιστημιακό δίπλωμα. Παρατηρείται δε ότι ο αιτητής από το έτος 1989 είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος και από το 1992 κάτοχος του επαγγελματικού προσόντος του Graduate Member, The Institution of Mechanical Engineers. Η επίδικη απόφαση πάσχει, ως μη επαρκ.ώς αιτιολογημένη.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κυπριακή Δημοκρατία v. Αντωνίου (Αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 103,

Πανταζής v. ΕΔΥ (1991) 3 Α.Α.Δ. 47.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση Eπιτροπή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 632/96), ημερομηνίας 17/6/99, με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή του αιτητή κατά του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Mηχανολόγου-Mηχανικού, 2ης Tάξης, Tμήμα Aναπτύξεως Yδάτων, θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, εναντίον της οποίας η καθ’ ης η αίτηση - εφεσείουσα άσκησε την παρούσα έφεση η οποία έγινε δεκτή και ανατράπηκε η πρωτόδικη απόφαση, επειδή δεν παρέμειναν περαιτέρω προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης στην προσφυγή οι οποίοι δεν εξετάσθησαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η υπόθεση ορίστηκε ενώπιον της ίδιας Oλομέλειας για εκδίκασή τους.

Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Κ. Λοΐζου, για τους Εφεσείοντες.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Α. Σοφοκλέους, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

[*743]ΠΙΚΗΣ, Π.: Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο M. Kρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα - Κυπριακή Δημοκρατία - και καθ’ ης η αίτηση στην προσφυγή αρ. 632/96 πέτυχε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία έγινε αποδεκτή και ακυρώθηκε η διοικητική πράξη διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Μηχανολόγου Μηχανικού 2ης Τάξης στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεχόμενο την προσφυγή του εφεσίβλητου-αιτητή στην προσφυγή αρ. 632/96 κατέληξε ότι η επίδικη διοικητική πράξη του διορισμού έπασχε διότι (α) δεν είχε αιτιολογηθεί η συμπερίληψη του ενδιαφερομένου προσώπου στον τελικό κατάλογο (β) δεν είχε αιτιολογηθεί η γενική εντύπωση της ΕΔΥ ως προς την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και (γ) ότι η διαδικασία που ακολούθησε η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση δεν ήταν ορθή γιατί έπρεπε να διεξαγάγει νέα προφορική εξέταση των υποψηφίων ενόψει του γεγονότος ότι υπήρξε πλημμέλεια στον καταρτισμό του καταλόγου. Ενόψει της κατάληξης του αυτής το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που πρόβαλε ο αιτητής-εφεσίβλητος στην προσφυγή του.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με απόφαση της ημερομηνίας 15.2.2002 αποδέχθηκε την έφεση της Κυπριακής Δημοκρατίας και παραμέρισε την επίδικη πρωτόδικη απόφαση.

(Βλέπε: Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Αντωνίου (Αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 103).

Επειδή δε παρέμειναν περαιτέρω προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης στην προσφυγή οι οποίοι δεν εξετάσθησαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο η υπόθεση ορίστηκε ενώπιον της ίδιας Ολομέλειας για εκδίκαση τους. Αγόρευσαν ενώπιον μας οι δικηγόροι των διαδίκων οι οποίοι μας παρέπεμψαν επίσης στις γραπτές αγορεύσεις τους που καταχώρησαν στην προσφυγή.

Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν καταγραφεί από το Νικολάου, Δ. με πάσα λεπτομέρεια στις έξι πρώτες δακτυλογραφημένες σελίδες της απόφασης μας Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Αντωνίου (Αρ. 1) (πιο πάνω). Θεωρούμε ότι θα ήταν περιττό να τα επαναλάβουμε. Παραπέμπουμε, συνεπώς, σ’ εκείνη την απόφαση μας για πλήρη κατανόηση των γεγονότων.

Κατά την προφορική ακρόαση ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνή[*744]γορος του αιτητή-εφεσίβλητου απέσυρε ορισμένους από τους εναπομείναντες λόγους ακύρωσης. Επέμενε όμως στους ισχυρισμούς του (α) ότι η τελική απόφαση της ΕΔΥ ήταν αναιτιολόγητη και (β) ότι ενεφιλοχώρησε στην απόφαση της ΕΔΥ πλάνη περί τα πράγματα ήτοι ότι η απόφαση της έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία του φακέλου ως προς την αξία, προσόντα και αρχαιότητα. Επέμενε ότι λανθασμένα κρίθηκε και λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ η αρχαιότητα αφού η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής και όχι μόνο προαγωγής. Στο σημείο αυτό συμφώνησε και η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσείουσας-καθ’ ης η αίτηση στην προσφυγή αρ. 632/96.

Προς πλήρη κατανόηση των πιο πάνω δύο λόγων ακύρωσης παραθέτουμε τα κύρια αποσπάσματα από την τελική απόφαση της ΕΔΥ που έχει ως εξής:-

“Επιλέγοντας το Χριστοδουλίδη, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτός συγκέντρωσε ψηλή βαθμολογία στη γραπτή εξέταση που διεξήγαγε η Συμβουλευτική Επιτροπή, αξιολογήθηκε ως “Πολύ καλός - Εξαίρετος” στην προφορική εξέταση, που έγινε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ως “Εξαίρετος” από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, στο ψηλότερο δηλαδή επίπεδο, και επιπλέον είναι ο πρώτος σε αρχαιότητα μεταξύ των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι.

........................................................................................................

Η Επιτροπή δεν παρέλειψε επίσης να σημειώσει τη μακρόχρονη πείρα του υποψήφιου Αντωνίου Ιωάννη, σημείωσε όμως ότι η πείρα αυτή αποκτήθηκε σε θέσεις Τεχνικού Προσωπικού και ακολούθως στη θέση Εκπαιδευτή, Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, θέση για την οποία δεν απαιτείται Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση, ενώ η πείρα του Χριστοδουλίδη, αν και μιρκότερης διάρκειας, αποκτήθηκε σε πιο υπεύθυνες και σχετικές θέσεις και κατά τον ουσιώδη χρόνο αυτός κατείχε τη θέση Επιθεωρητή Πλοίων, Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας, για την οποία απαιτείται Πανεπιστημιακό Δίπλωμα. Η Επιτροπή σημείωσε τέλος ότι ο Χριστοδουλίδης αξιολογήθηκε ψηλότερα από τον Αντωνίου κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση και προηγείται σε αρχαιότητα, και έκρινε ότι ο Χριστοδουλίδης γενικά υπερέχει και είναι ο πιο κατάλληλος για διορισμό στην υπό πλήρωση θέση.”.

Από τα πιο πάνω αποσπάσματα της επίδικης απόφασης της ΕΔΥ προκύπτει αβίαστα ότι δύο παράγοντες συνέτειναν αποφασιστικά [*745]στην κρίση της να θεωρήσει καταλληλότερο το ενδιαφερόμενο μέρος για την πλήρωση της θέσης. Πρώτο ότι στην ενώπιον της προφορική εξέταση βαθμολογήθηκε ως εξαίρετο και δεύτερο ότι υπερείχε σε αρχαιότητα από τον αιτητή.

Το εδάφιο 9 του άρθρου 34 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) έχει ως ακολούθως:-

“34.-(9)  Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού λάβει δεόντως υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο όλων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, τις συστάσεις του Προϊστάμενου του οικείου Τμήματος και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αν έγινε, προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου:”

Από την ανάγνωση του πιο πάνω εδαφίου προκύπτει, κατ’  αρχήν, ότι σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν αναφέρεται συγκεκριμένα η αρχαιότητα ως στοιχείο κρίσης. Η νομολογία, όμως, καθιέρωσε την αρχή ότι αυτή λαμβάνεται υπόψη όταν η σύγκριση γίνεται μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων. Σύμφωνα όμως με τη νομολογία η αρχαιότητα σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής έχει περιορισμένη σημασία. (Βλέπε: Πανταζής ν. ΕΔΥ (1991) 3 Α.Α.Δ. 47). Ωστόσο, όταν πρόκειται για σύγκριση μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων η αρχαιότητα, η οποία αποτελεί μέρος των στοιχείων των αντίστοιχων προσωπικών φακέλων, λαμβάνεται υπόψη κι’ αυτό σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ανάλογα με το κατά πόσο η θέση διεκδικείται ως προαγωγή από την αμέσως κατώτερη θέση ή όχι και ανάλογα με ό,τι γενικότερα δικαιολογείται, από άποψη βαρύτητας, βάσει της νομολογίας με αναφορά στα άλλα στοιχεία.

Η περιορισμένης σημασίας αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους κατέστη το πλέον αποφασιστικό στοιχείο για την επιλογή του στη θέση.  Η υπερβάλλουσα αυτή σημασία που απέδωσε η ΕΔΥ στην αρχαιότητα δεν δικαιολογείται από τα υπόλοιπα στοιχεία, τα οποία ενώ τα αναφέρει στην απόφαση της δεν φαίνεται να τα έχει αξιολογήσει και να τα λάβει υπόψη στο σύνολο τους.

Η ΕΔΥ επισημαίνει την απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σαφώς κατώτερη από την απόδοση του αιτητή, υπερτονίζει όμως την απόδοση του στην προφορική εξέταση [*746]ενώπιον της. Δίδει δηλαδή υπερβάλλουσα σημασία σ’ αυτή παραγνωρίζοντας τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία βασίζετο και στο αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης στην οποία υπερείχε ο αιτητής.

Πέραν των πιο πάνω, η ΕΔΥ δεν δίδει ικανοποιητική αιτιολογία για τον αποκλεισμό του στοιχείου της πείρας του αιτητή (19 χρόνια για τον αιτητή και 6 χρόνια για το ενδιαφερόμενο μέρος) και αντίθετα θεωρεί το στοιχείο αυτό ότι επενεργεί υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους με το αιτιολογικό ότι η πείρα αυτή αποκτήθηκε σε θέση που απαιτείται από τα σχέδια υπηρεσίας πανεπιστημιακό δίπλωμα. Παρατηρούμε δε ότι ο αιτητής από το έτος 1989 είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος και από το 1992 κάτοχος του επαγγελματικού προσόντος του Graduate Member, The Institution of Mechanical Engineers.

Καταλήγουμε ότι η επίδικη απόφαση πάσχει, ως μη επαρκώς αιτιολογημένη.

Για τους λόγους αυτούς η προσφυγή του αιτητή (εφεσίβλητου στη διαδικασία ενώπιόν μας) επιτυγχάνει με έξοδα.

Η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται.

H επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο