Αντέννα Τ.V. Λτδ και Άλλοι ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρουκαι Άλλου (2002) 3 ΑΑΔ 793

(2002) 3 ΑΑΔ 793

[*793]28 Νοεμβρίου, 2002

[NIKHTAΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ANTENNA T.V. ΛΤΔ ΚΑΙ AΛΛOI,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

1. ΑΡΧHΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3080)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικό προηγούμενο ― Απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο ― Νομολογιακές αρχές ― Ειδικότερα το ζήτημα του εσφαλμένου της προηγούμενης απόφασης.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα Νόμου ― Ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Επιβολή Εισφοράς) Νόμου του 1979 (Ν.14/79) ― Ισχυρισμοί αντισυνταγματικότητας, ενόψει της δημιουργίας ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών με το Νόμο 120/90 ― Η ανάγκη βιωσιμότητας του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και μετά το Ν. 120/90 εξακολουθεί να υπάρχει ― Εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος.

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Εισφορά για το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου στους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, βάσει του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Επιβολή Εισφοράς) Νόμου του 1979 (Ν.14/79) ― Ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση για το σκοπό αυτό ― Ισχυρισμός πως η επίδικη εισφορά επιβλήθηκε βάσει οδηγιών, απορρίφθηκε.

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Αρχή της Φυσικής Δικαιοσύνης ― Δικαίωμα ακροάσεως ― Όταν προβλέπεται στο Νόμο ή επιβάλλεται ποινή ή σε τιμωρητικής φύσεως πράξη.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση της απόφασης επιβολής εισφοράς για το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου βάσει του Νόμου 14/79.

[*794]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Τα όσα διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης έχουν επιλυθεί από την απόφαση της Ολομέλειας στην Constantinides.  Στην πραγματικότητα ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων έχει καλέσει το Δικαστήριο ν’ αποστεί από τα νομολογηθέντα στην υπόθεση εκείνη. Έχουν, επομένως, τη θέση τους οι αρχές οι οποίες διέπουν την απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο.

     Στη Republic v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213, 263, 264 (απόφαση Α.Ν. Λοΐζου, Δ., όπως ήταν τότε) λέχθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιούται να αποστεί από δικαστικό προηγούμενο αν είναι της γνώμης ότι είναι εσφαλμένο ή αν οι μεταβληθείσες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις απαιτούν αναθεώρηση της προηγούμενης προσέγγισης του ιδιαίτερα σε σχέση με ζητήματα Συνταγματικού και Διοικητικού Δικαίου.

     Στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 335, 336 (απόφαση της πλειοψηφίας Πική, Π.) το θέμα τέθηκε ως εξής:

«Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας – Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, το Δικαστήριο απέστη από την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic v. Christoudia (1988) 3 C.L.R. 2622, επειδή έκρινε ότι η αρχή δικαίου στην οποία είχε θεμελιωθεί ήταν εσφαλμένη. Το ακόλουθο απόσπασμα καθορίζει το αιτιολογικό της απόκλισης και την ευχέρεια που παρέχεται για απομάκρυνση από προηγούμενη απόφαση, οποτεδήποτε ο λόγος της συγκρούεται με συνταγματική αρχή:

‘Η απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη δικαστική απόφαση δικαιολογείται οποτεδήποτε διαπιστώνεται ότι η αρχή την οποία ενσωματώνει είναι εσφαλμένη.  Η ελευθερία είναι αναμφιβόλως μεγαλύτερη οποτεδήποτε προηγούμενη δικαστική απόφαση συγκρούεται με θεμελιακή συνταγματική αρχή, όπως η διάκριση των Εξουσιών.’

     Είναι αυτονόητο ότι το δικαστήριο αντιμετωπίζει με επιφύλαξη το ενδεχόμενο ανατροπής πρόσφατης απόφασης. Όμως, η όποια διστακτικότητα υποχωρεί, εφόσον διαπιστωθεί ότι η αρχή δικαίου, την οποία ενσωματώνει, είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη.»

     Στη Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, [*795]1406, λέχθηκε ότι: «Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές.  Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου.  Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα».

     Το Δικαστήριο δεν έχει πεισθεί από τα όσα έθεσαν οι εφεσείοντες, ότι οι αρχές τις οποίες ενσωματώνει η απόφαση στην Constantinides είναι εσφαλμένες. Επομένως δεν συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί απόκλιση ή απομάκρυνση από την απόφαση στην υπόθεση εκείνη. Αναλυτικότερα:

(α)          Η απόφαση στην Constantinides βρίσκει απόλυτο έρεισμα στη νομολογία στην οποία αναφέρθηκε. Σε σχέση με την εισήγηση ότι ο Νομοθέτης απέφυγε να χρησιμοποιήσει τη λέξη φόρο στον ίδιο Νόμο, αλλά χρησιμοποίησε τη λέξη εισφορά γίνεται παραπομπή στο προοίμιο του Νόμου 14/79, στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά στην ανάγκη επιβολής φορολογίας. Σημειώνεται ότι στην Constantinides λέχθηκε ότι η φιλοσοφία και οι λόγοι θέσπισης του Νόμου φαίνονται στο προοίμιο του. Λέχθηκε επίσης ότι η επίδικη εισφορά είναι φόρος εντός της έννοιας του Άρθρου 24 του Συντάγματος όχι απλώς επειδή η λέξη «φόρος» αναφέρεται ρητά στο προοίμιο του  Νόμου, αλλά και επειδή ανεξάρτητα από τον τρόπο που περιγράφεται  η επιβάρυνση στο Νόμο αυτή είναι φόρος.

(β)          Υπενθυμίζεται ότι το σχετικό μέρος της απόφασης στην Constantinides είχε βασισθεί πάνω σε στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του με τη μορφή ενόρκων δηλώσεων.  Επομένως η σχετική κρίση της Ολομέλειας είχε θεμελιωθεί επί αναντίλεκτης μαρτυρίας. Κατά συνέπεια δεν συντρέχει λόγος ανατροπής της.

(γ)          Η εισήγηση αρ. 3 φέρνει στο προσκήνιο τη μεταβολή των συνθηκών που  περιβάλλουν τη λειτουργία των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών η οποία – μεταβολή – έχει συντελεσθεί με τη θέσπιση του Νόμου 120/90. Υιοθετούνται επί του  προκειμένου τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με τα οποία η επιβολή και είσπραξη της επίδικης εισφοράς ήταν μέτρο που καθιστούσε βιώσιμη τη λειτουργία του Ρ.Ι.Κ. και αποτελούσε ζήτημα δημοσίου συμφέροντος όπως άλλωστε είχε επισημανθεί στην Constantinides.

[*796]         Το Δικαστήριο προσθέτει και τα εξής:

     Η δημιουργία ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών μπορεί να συμβάλλει στην πολυφωνία στον τομέα της πληροφόρησης και υπό κατάλληλες συνθήκες μπορεί να εξασφαλίζει πραγματική άμιλλα και άνοδο της ποιότητας των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων. Ωστόσο πρέπει να έχει κανείς υπόψη του ότι οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί διοικούνται από ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες, όπως είναι φυσικό, στοχεύουν στο κέρδος.

     Θεωρείται επομένως ότι η ύπαρξη και λειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στον τόπο μας, η οποία δεν αποβλέπει στο  κέρδος, συνιστά μια μορφή έμμεσου κρατικού ελέγχου που στοχεύει και στην εγγύηση της αντικειμενικότητας της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης. Μια τέτοια εγγύηση εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Επομένως η ύπαρξη και λειτουργία του Ρ.Ι.Κ., το οποίο αποτελεί Οργανισμό Δημόσιας Ωφελείας, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Όπως δε αναφέρεται και στο προοίμιο του Νόμου 14/79 η λειτουργία του Ρ.Ι.Κ. αποτελεί εις το σύγχρονον κράτος ουσιώδη κοινωνικήν λειτουργίαν.  Κατά συνέπεια θεωρείται ότι η ανάγκη για την εξασφάλιση πόρων οι οποίοι θα διασφαλίζουν την βιωσιμότητα του εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη θέσπιση του Νόμου 120/90.

2.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων παρέπεμψε στο Άρθρο 43(Α) του Νόμου 3/79 για να εισηγηθεί ότι δεν υπάρχει νομοθετημένη εξουσιοδότηση επιβολής φορολογίας ούτε αρμόδιο όργανο για φοροθέτηση.

     Η εξουσιοδότηση επιβολής φορολογίας περιέχεται στο Άρθρο 3(1) του Νόμου 14/79 το οποίο επιτρέπει την επιβολή «επί παντός κατόχου μετρητού καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας της Α.Η.Κ. κατά διμηνίαν εισφοράς υπέρ του Ρ.Ι.Κ.». Το ύψος της εισφοράς καθορίζεται από το Άρθρο 4 του Νόμου 14/79. Το Άρθρο 5(1) του ιδίου Νόμου εξουσιοδοτεί την Α.Η.Κ. να συνεισπράττει την εισφορά μαζί με το οφειλόμενο αντίτιμο της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας. Υπάρχει επομένως νομοθετική εξουσιοδότηση για την επιβολή και είσπραξη της επίδικης εισφοράς. Η τελευταία επιβάλλεται με βάση τη διμηνιαία κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας.  Ο δε Νόμος 14/79 έχει εναποθέσει στην Α.Η.Κ. την αρμοδιότητα να προβαίνει στον υπολογισμό της εισφοράς και να την εισπράττει. Κατά συνέπεια η επίδικη εισφορά επιβάλλεται δυνάμει ρητής νομοθετικής εξουσιοδότησης και υπολογίζεται από το Όργανο – την Α.Η.Κ. – στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την αρμοδιότητα υπολογισμού. Έπεται πως οι εισηγήσεις για μη ύπαρξη νομοθετικής εξουσιοδότησης και αρμοδίου [*797]οργάνου για φοροθέτηση δεν ευσταθούν. Το Άρθρο 43Α του Νόμου 31/79, το οποίο έχει επικαλεσθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων δεν μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία των σχετικών εισηγήσεων του. Αποτελεί μέρος του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171, ο οποίος διέπει τα της λειτουργίας της Α.Η.Κ.. Με το Άρθρο 43Α ο Νομοθέτης θέλησε να εισάξει στο Νόμο, Κεφ. 171, πρόνοια που να εξουσιοδοτεί την Α.Η.Κ. να εισπράττει για λογαριασμό άλλης δημόσιας αρχής οποιοδήποτε ποσό οφείλειται σ’ αυτή. Το Άρθρο 43Α  δεν αναιρεί την εξουσιοδότηση που έχει δοθεί στην Α.Η.Κ. από το Νόμο 14/79 να υπολογίζει και εισπράττει την εισφορά.

     Αναφορικά με την εισήγηση των εφεσειόντων, η οποία σχετίζεται με τις οικονομικές οδηγίες που έχουν εκδοθεί από την Α.Η.Κ., θεωρείται ότι δεν ευσταθεί η θέση των εφεσειόντων για επιβολή φορολογίας από την Α.Η.Κ. δυνάμει οδηγιών. Ο τρόπος επιβολής και καθορισμού της εισφοράς διέπεται ρητώς από το Νόμο 14/79. Οι δε οικονομικές οδηγίες σκοπό έχουν να επεξηγήσουν τον τρόπο υπολογισμού της εισφοράς για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου. Η επίδικη εισφορά έχει επιβληθεί δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης και όχι δυνάμει των οικονομικών οδηγιών. Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

3.  Η τελευταία εισήγηση των εφεσειόντων αναφέρεται στην παραβίαση του δικαιώματος τους για προηγούμενη ακρόαση.

     Έχει νομολογηθεί ότι το δικαίωμα του διοικούμενου να ακούεται πριν από την έκδοση μιας διοικητικής πράξεως που τον αφορά υπάρχει στις περιπτώσεις που το προβλέπει ο Νόμος ή όταν η επίδικη διοικητική πράξη αποτελεί στην ουσία επιβολή ποινής ή κυρώσεως ή όταν είναι τιμωρητικής ή πειθαρχικής φύσεως.

     Στην παρούσα υπόθεση είναι προφανές ότι δεν συντρέχουν καθόλου οι  προϋποθέσεις που υπαγορεύονται από τη νομολογία για την  προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερόμενου.  Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Constantinides v. Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 798,

Apostolou a.ο. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 509,

[*798]Republic v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213,

Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 445,

Βύρωνος v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77,

E. Mitsingas Exports Ltd (1998) 1(A) Α.Α.Δ. 1507,

Καλησπέρας v. Δρυάδη (1998) 1(A) Α.Α.Δ. 867,

Χ''Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361,

Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 300,

Χριστοδούλου v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 1295,

Γεωργίου v. Κυπριακές Αερογραμμές (1998) 1(A) Α.Α.Δ. 1794,

Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (Αρ.2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338,

Fitzleet Estates Ltd v. Cherry [1977] 3 All E.R. 996,

Vulkan v. South India Shipping [1981] 1 All E.R. 289,

Paal Wilson & Co v. Blumenthal [1983] 1 All E.R. 34,

Food Corp of India v. Antclizo Shipping [1988] 2 All E.R. 513,

O’Brien v. Robinson [1973] 1 All E.R. 583,

Παντελούρης κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου (1991) 3 Α.Α.Δ. 78.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές - κατόχους μετρητή κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της A.H.K. οι οποίοι αρνήθηκαν να καταβάλουν το ποσό της πληρωτέας εισφοράς τους προς όφελος του P.I.K. και ο λογαριασμός ηλεκτρικού ρεύματος ενός εκάστου των οποίων περιλάμβανε κονδύλι πληρωτέων εισφορών και ή πληρωτέων καθυ[*799]στερημένων εισφορών για λογαριασμό και όφελος του P.I.K., εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 346/99 - 349/99), ημερομηνίας 14/7/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή την οποία άσκησαν εναντίον της επιβολής τέτοιων εισφορών αφού κρίθηκε ότι υπήρχε δεσμευτικό προηγούμενο όσον αφορά τη συνταγματικότητα του Nόμου 14/79 όπως έχει τροποποιηθεί από το Άρθρο 2 του Nόμου 56(Ι)/97, βάσει του οποίου τέτοιες εισφορές επιβάλλονται.

Χρ. Χριστοφίδης, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.

Κ. Στιβαρού για Γ. Κακογιάννη, για την Εφεσίβλητη-Καθ’ ης η αίτηση 1.

Π. Πολυβίου με Κ. Σταυρινάκη, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’  ων η αίτηση 2.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Επιβολή Εισφοράς) Νόμου του 1979 (Νόμος 14/79 όπως έχει τροποποιηθεί) «επιβάλλεται επί παντός κατόχου μετρητού καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας της Αρχής κατά διμηνίαν εισφορά υπέρ του Ιδρύματος». Απαλλάσσονται από την εισφορά η Δημοκρατία, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου, οι εκκλησίες και οι αρχές τοπικής διοικήσεως (βλ. άρθρο 3(2) του Νόμου 14/79). Η εισφορά υπολογίζεται με βάση την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλίσκεται κάθε διμηνία σύμφωνα με τις ενδείξεις του μετρητή (βλ. άρθρο 4 του Νόμου 14/79 όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 2 του Νόμου 56(Ι)/97). Το άρθρο 4 του Νόμου έχει δημιουργήσει τις πιο κάτω δύο ομάδες καταναλώσεως με διαφορετικές διμηνιαίες επιβαρύνσεις:

«(α) Διατιμήσεις οικιακής χρήσεως.

(β) Πάσα ετέρα διατίμησις.»

Σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου 14/79 η εισφορά που επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 4 του Νόμου «συνεισπράττεται υπό της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (η Α.Η.Κ.) μετά του εις αυτήν οφειλομένου αντιτίμου της καταναλώσεως της ηλεκτρικής ενέργειας και επί της διδομένης αποδείξεως καταχωρίζεται κε[*800]χωρισμένως το ποσόν της εισφοράς». Οι συνέπειες της μη εμπρόθεσμης καταβολής της εισφοράς προδιαγράφονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 5 του Νόμου 14/79. Η Α.Η.Κ. εφαρμόζει τις κυρώσεις τις οποίες δικαιούται να επιβάλει «εις τους μη καταβάλλοντας το αντίτιμον της καταναλωθείσης ηλεκτρικής ενέργειας», ο δε λογαριασμός επιστρέφεται στο Ρ.Ι.Κ. το οποίο προβαίνει στην είσπραξη του οφειλόμενου ποσού με τον ίδιο τρόπο που εισπράττονται ποσά οφειλόμενα στη Δημοκρατία.

Οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στη θέσπιση του Νόμου 14/79 φαίνονται στο προοίμιο του. Έχουν ως εξής:

«Επειδή το Ραδιοφωνικόν Ίδρυμα Κύπρου αποτελεί οργανισμόν δημοσίου δικαίου μεταξύ των λειτουργιών του οποίου περιλαμβάνεται και η λειτουργία ραδιοφωνικής και τηλεοπτικής υπηρεσίας δι’ εξυπηρέτησιν του κοινού.

Και επειδή η υπηρεσία αύτη αποτελεί εις το σύγχρονον κράτος ουσιώδη κοινωνικήν λειτουργίαν.

Και επειδή διά την λειτουργίαν της υπηρεσίας ταύτης το Ραδιοφωνικόν Ίδρυμα Κύπρου έχει ανάγκην των απαραιτήτων διά την λειτουργίαν αυτού πόρων.

Και επειδή οι πόροι του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κυρίως προερχόμενοι εκ τελών εκδόσεως αδειών ραδιοφώνων ή τηλεοράσεων είναι ανεπαρκείς διά την λειτουργίαν του Ιδρύματος και την εκπλήρωσιν της κοινωνικής αυτού αποστολής.

Και επειδή εκρίθη αναγκαία η επιβολή φορολογίας προς τον σκοπόν τούτον, καταργουμένων απάντων των μέχρι τούδε καταβλητέων τελών ραδιοφώνων και τηλεοράσεων.»

Η συνταγματικότητα του Νόμου 14/79 εξετάστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Constantinides v. Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 798, στην οποία είχαν εξεταστεί δύο ζητήματα:

(α)       Κατά πόσο η εισφορά που επιβάλλεται από τα άρθρα 3, 4 και 5 του Νόμου 14/79 αποτελεί φόρο ή τέλος ή εισφορά εντός της έννοιας του άρθρου 24 του Συντάγματος.

(β)       Κατά πόσο οι ταξινομήσεις που  κάμνουν τα άρθρα 3 και 4 του Νόμου 14/79 παραβιάζουν την αρχή της ισότητας η οποία δια[*801]σφαλίζεται από τα άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος εν όψει της εισήγησης των συνηγόρων της Α.Η.Κ. και του Ρ.Ι.Κ. ότι το κριτήριο της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας είχε υιοθετηθεί γιατί αντανακλούσε τις δυνάμεις (means) των καταναλωτών.

Η Ολομέλεια έκρινε ότι η επίδικη επιβάρυνση είναι φόρος εντός της έννοιας του άρθρου 24 του Συντάγματος και επιβλήθηκε δυνάμει Νόμου. Παραθέτουμε το σκεπτικό της απόφασης:

«The test that can be discerned from these text books and case-law is that an imposition is a tax if it is found to fulfill certain characteristics, namely, (a) it is compulsory and not optional, (b) it is imposed or executed by the competent authority, (c) it must be enforceable by law, (d) it is imposed for the public benefit and for public purposes, and (e) it must not be for a service for specific individuals but for a service to the public as a whole, a service in the public interest.

It does not matter that those who pay the tax do not receive the benefit which others paying the same tax receive, the purpose of the imposition being to help or finance an essential public service which constitutes in the words of Article 24.1 of our Constitution public burden.»

Σε μετάφραση:

«Το κριτήριο που μπορεί να διακριβωθεί από αυτή την βιβλιογραφία και τη νομολογία είναι ότι μια επιβάρυνση είναι φόρος αν κριθεί ότι ικανοποιεί ωρισμένα χαρακτηριστικά, (α)  είναι υποχρεωτική και όχι προαιρετική, (β)  επιβάλλεται ή εκτελείται από αρμόδια αρχή, (γ) εκτελείται με νόμο, (δ)  επιβάλλεται για το δημόσιο συμφέρον και για δημόσιους σκοπούς και (ε) δεν πρέπει να επιβάλλεται για εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ατόμων αλλά για εξυπηρέτηση του  κοινού ως σύνολο, εξυπηρέτηση προς το δημόσιο συμφέρο.

Είναι αδιάφορο το ότι αυτοί που καταβάλλουν το φόρο δεν λαμβάνουν το όφελος το οποίο λαμβάνουν άλλοι που καταβάλλουν τον ίδιο φόρο, εφόσο η επιβάρυνση σκοπό έχει να βοηθήσει ή να χρηματοδοτήσει μια ουσιώδη δημόσια υπηρεσία η οποία συνιστά σύμφωνα με το λεκτικό του άρθρου 24.1 του Συντάγματός μας δημόσιο βάρος.»

Σε σχέση με το δεύτερο ζήτημα η πλευρά του αιτητή είχε προβάλει το επιχείρημα ότι το κριτήριο της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας όπως φαίνεται στο μετρητή είναι αυθαίρετο γιατί δεν υφίσταται σημαντικός συσχετισμός ανάμεσα στην καταναλωθείσα ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας και των δυνάμεων (means) του φορολογούμενου και ότι η επιλογή της ως κριτήριο για την επιβολή της επίδικης φορολογίας δεν οδηγεί σε ίση μεταχείριση.

Ενώπιον της Ολομέλειας είχε τεθεί μαρτυρία σύμφωνα με την οποία όσο πιο ψηλό ήταν το εισόδημα ενός νοικοκυριού τόσο πιο ψηλή ήταν η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας*.

Η Ολομέλεια έκρινε ότι η επίδικη ταξινόμηση δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας η οποία διασφαλίζεται από τα άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος. Αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας φορολογικών νόμων** η Ολομέλεια κατέληξε ως εξής:

«No doubt the imposition of tax provided by section 3(1) of the law has a reasonable basis because, of the established correlation between consumption of electricity current and means and once this reasonable basis has been established, on the authorities cited it is for the State in its own judgment to make exceptions and exemptions in the light of policies which are not demonstratively proved to be oppressive.

………………………………………………………………...…

In deciding the reasonableness of the test adopted by legislation Courts should not take the extreme examples where a man of no means may consume more electricity than a rich one who uses no electric current in his house, but the general rule – and no doubt that is the rule in our society to-day- that the richer classes consume more electric current, and undoubtedly electric consumption is connected with the comfort and the economic prosperity of the citizens, so they should proportionately have the public burdens as envisaged by Article 24 of the Constitution.

[*803]No doubt the test adopted is a safe test of means and the minor discrepancies that appear in the exemptions are rendered insignificant by the amounts involved.»

Σε μετάφραση:

«Χωρίς αμφιβολία η επιβολή φόρου που προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του Νόμου έχει μια εύλογη βάση λόγω της θεμελιωθείσας συνάρτησης ανάμεσα στην κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος και των δυνάμεων των φορολογουμένων και εφόσον έχει αποδειχθεί αυτή η εύλογη βάση εναπόκειται στην Πολιτεία κατά τη δική της κρίση να προβεί σε εξαιρέσεις και απαλλαγές υπό το φως πολιτικών οι οποίες δεν αποδεικνύονται έκδηλα ως καταπιεστικές.

........................................................................................................

Όταν κρίνουν το εύλογο του κριτηρίου που έχει υιοθετηθεί από το Νομοθέτη τα Δικαστήρια δεν πρέπει να παίρνουν τα ακραία παραδείγματα όπου ένας άνθρωπος χωρίς δυνάμεις (means) μπορεί να καταναλώσει περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από έναν πλούσιο που δεν χρησιμοποιεί ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι του, αλλά τον γενικό κανόνα - και χωρίς αμφιβολία αυτός είναι ο κανόνας στην κοινωνία μας σήμερα – ότι οι πλουσιότερες τάξεις καναλώνουν περισσότερο ηλεκτρικό ρεύμα, και χωρίς αμφιβολία η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος σχετίζεται με την άνεση και την οικονομική ευμάρεια των πολιτών, και επομένως πρέπει αναλογικά να επωμισθούν τα δημόσια βάρη όπως προβλέπεται από το άρθρο 24 του Συντάγματος.

Χωρίς αμφιβολία το κριτήριο που έχει υιοθετηθεί είναι ένα ασφαλές κριτήριο δυνάμεων (means) και οι μικροαντιφάσεις που παρουσιάζονται στις απαλλαγές καθίστανται ασήμαντες από τα συνεπαγόμενα ποσά.»

Όλοι οι εφεσείοντες στην παρούσα έφεση είναι κάτοχοι μετρητή κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της Α.Η.Κ.. Ο λογαριασμός ηλεκτρικού ρεύματος ενός εκάστου των εφεσειόντων περιλάμβανε κονδύλι πληρωτέων εισφορών και ή πληρωτέων καθυστερημένων εισφορών για λογαριασμό και όφελος του Ρ.Ι.Κ..

Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να καταβάλουν το ποσό της πληρωτέας εισφοράς προς όφελος του Ρ.Ι.Κ. και άσκησαν τις Προσφυγές 346/99 μέχρι 349/99 με σκοπό την ακύρωση της πράξης και/ή απόφασης για επιβολή της πληρωτέας εισφοράς, που  κοινοποιήθη[*804]κε σ’ αυτούς μέσω των προαναφερθέντων λογαριασμών.

Οι αιτητές στις Προσφυγές 346/99 και 347/99 είναι ιδιοκτήτες και λειτουργούν τηλεοπτικό σταθμό παγκύπριας εμβέλειας, γνωστό ως ΑΝΤ1, σύμφωνα με άδεια που έλαβαν στις 28.6.1993.  Οι αιτητές στην Προσφυγή 348/99 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Ισχυρίσθηκαν, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι ως νομικό πρόσωπο δεν παρακολουθούν κανένα ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πρόγραμμα του Ρ.Ι.Κ.. Τέλος ο αιτητής στην Προσφυγή 349/99 είναι φυσικό πρόσωπο. Ισχυρίσθηκε, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι από το 1992 «και εντεύθεν εδημιουργήθησαν και λειτουργούν πληθώρα ιδιωτικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών με παγκύπρια και τοπική εμβέλεια με μεγαλύτερη ακροαματικότητα και θεαματικότητα από το Ρ.Ι.Κ.».

Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση για επιβολή εισφοράς για λογαριασμό και όφελος του Ρ.Ι.Κ. λήφθηκε με βάση τις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου 14/79.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν, ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο Νόμος 14/79 «είναι ή κατέστη αντισυνταγματικός» για τους πιο κάτω λόγους:

«(α)  Παραβιάζει το άρθρο 24.1 του Συντάγματος επειδή επιβάλλει φορολογία ή εισφορά δυσανάλογη προς τις δυνάμεις των φορολογουμένων και επειδή η ύπαρξη και συντήρηση του Ρ.Ι.Κ. δεν αποτελεί ή και έπαυσε να αποτελεί δημόσιο βάρος ή να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον μετά τη δημιουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών.

 (β)   Παραβιάζει το άρθρο 28.1 του Συντάγματος επειδή δημιουργεί δυσμενή διάκριση σε βάρος των αιτητών (στις προσφυγές 346/99 και 347/99) οι οποίοι εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον καλύτερα και με μεγαλύτερη θεαματικότητα από το Ρ.Ι.Κ..

 (γ)   Παραβιάζει την αρχή της ισότητας που  προστατεύει το άρθρο 28.1 του Συντάγματος διότι φορολογεί ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό υπέρ του Ρ.Ι.Κ. και δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού ή και ευνοϊκές συνθήκες σε οργανισμό ο οποίος φθίνει τόσο οικονομικά όσο και από άποψη θεαματικότητας και ακροαματικότητας.

 (δ)   Μετά από τη ψήφιση των Νόμων αρ. 120/90, 29(Ι)/92 και 7(Ι)/98 η υπόθεση Constantinides v. The Electricity [*805]Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 798, κατέστη εσφαλμένη και/ή μη ισχύουσα νομολογία.»

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές. Έκρινε ότι η Constantinides (πιο πάνω) αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο και δεν έχει εντοπίσει στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου δικηγόρου των αιτητών βάσιμο λόγο για να αποστεί από το λόγο (ratio decidenti) της Constantinides ούτε διατηρεί δυνατότητα εγκατάλειψης του δεσμευτικού προηγούμενου που δημιουργεί η απόφαση. Πρόσθεσε ότι η Constantinides από της εκδόσεως της επανειλημμένα έχει αναφερθεί με επιδοκιμασία από το Ανώτατο Δικαστήριο σε υποθέσεις αναγόμενες στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία με βάση το άρθρο 146.1 του Συντάγματος και μάλιστα σε υποθέσεις φορολογικού δικαίου. Συναφώς παρέπεμψε στην Apostolou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 509.

Αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με τη δημιουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε τα εξής:

«Η δημιουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, που στο μεταξύ μεσολάβησε από της έκδοσης της απόφασης στην Constantinides, δεν αναιρεί το καθήκον προς επιτέλεση των σκοπών του Ρ.Ι.Κ. ως οργανισμού δημόσιας ωφέλειας. Με αυτό ως δεδομένο, η επιβολή και είσπραξη εισφοράς προς όφελος του Ρ.Ι.Κ. ήταν μέτρο που καθιστούσε βιώσιμη τη λειτουργία του  και αποτελούσε ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση, ότι δηλαδή η εισφορά προς όφελος του Ρ.Ι.Κ. συμβάλλει στο να διατηρείται βιώσιμη η λειτουργία του Ρ.Ι.Κ. και ότι πρόκειται για ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, επισημάνθηκε στην Constantinides και εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την πρόσφατη δημοσίευση του  περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Επιβολή Εισφοράς) (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2000 (Ν. 64(Ι)/2000) με τον οποίο καταργήθηκε η εισφορά από 1.7.2000).»

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε με τη διαπίστωση ότι ο Νόμος 14/79 είναι συνταγματικός και δεν εξέτασε τα άλλα ζητήματα που είχαν εγερθεί στις προσφυγές εφόσον – όπως το έθεσε – «ταύτα συμπλέκονται ή συναρτώνται με το ζήτημα της συνταγματικότητας του Νόμου 14/79».

Η έφεση.

[*806]Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της κρίσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με τη συνταγματικότητα του Νόμου 14/79. Υποστήριξαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εστηρίχθη στην υπόθεση Constantinides, την οποία εθεώρησε δεσμευτικό προηγούμενο, χωρίς:

«(α)  να εξετάσει κατά πόσον η Constantinides διαφοροποιείται εξ’ απόψεως γεγονότων από τα γεγονότα των συνενωθεισών προσφυγών.

(β)   να εξετάσει και αξιολογήσει τα νομικά σημεία και επιχειρήματα των εφεσειόντων τα οποία δεν είχαν εγερθεί στην Constantinides.

(γ)   να αξιολογήσει το επιχείρημα ότι εσφαλμένως εθεωρήθησαν οι εισφορές ως φορολογία παραγνωρίζοντας ολόκληρο το ιστορικό της σχετικής νομοθεσίας η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ‘εισφορά’ αποτελεί ανταποδοτικό τέλος.

(δ)   να αιτιολογήσει το συμπέρασμα του ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 24 του Συντάγματος.»

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τις προσφυγές χωρίς να εξετάσει και να αξιολογήσει τα γεγονότα και νομικά σημεία που εγέρθησαν σ’ αυτές και ιδιαίτερα την νομιμότητα των  προσβαλλομένων πράξεων. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες ο Πρωτόδικος Δικαστής παρέλειψε να εξετάσει και αποφασίσει:

«(α)  ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις έστω και αν συνιστούν ‘φορολογία’, ελήφθησαν χωρίς ν’ ακουσθούν ή να παρασχεθεί η ευκαιρία ν’ ακουσθούν οι απόψεις των αιτητών, παραβιάζοντας έτσι την αρχή περί φυσικής δικαιοσύνης.

(β)   ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις παραβιάζουν τις βασικές νομικές αρχές που παραθέτει ο Βασίλης Παπαχρίστου στο βιβλίο του ‘Η Διοικητική Εκτέλεση, Θεωρία – Νομολογία’ Έκδοση 1984.

(γ)   ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις παραβιάζουν την αρχή της ισότητας κατά τον τρόπο και την έννοια που εκτίθεται στο βιβλίο ‘Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας, Εξεληκτική Μελέτη των Μεγάλων Θεμάτων’ και στη νομολογία που αναφέρεται σ’ αυτό.

[*807]

(δ)   ότι το Ρ.Ι.Κ. έπαυσε να είναι δημόσιας ωφελείας, αλλά το  θεώρησε ως δεδομένο ότι επιτελεί σκοπούς οργανισμού δημόσιας ωφελείας χωρίς να αναπτύξει τους λόγους ή να παράσχει αιτιολογικό με βάση τα γεγονότα που είχε ενώπιον του, βασιζόμενος μόνον στην Constantinides.

(ε) ότι η Α.Η.Κ. στερείται εξουσίας να φορολογήσει και εισπράξει τις ‘εισφορές’ η οποία βασίστηκε σε άκυρες εγκυκλίους για επιβολή των εισφορών.»

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων ανέπτυξε ταυτόχρονα τους πιο πάνω δύο λόγους της έφεσης. Συνόψισε ως εξής τα επιχειρήματα του:

(1)   Η εισφορά στο Ρ.Ι.Κ. δεν είναι φόρος αλλά ανταποδοτικό τέλος. Το ιστορικό και η εξέλιξη του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου, Κεφ. 300Α αποδεικνύει το γεγονός τούτο και δεν είναι τυχαίο ότι ο Νομοθέτης απέφυγε να χρησιμοποιήσει τη λέξη φόρο στον ίδιο τον Νόμο αλλά χρησιμοποίησε τη λέξη ‘εισφορά’.

(2)   Ο Νόμος 14/79 παραβιάζει το άρθρο 24.1 του Συντάγματος επειδή δεν επιβάλλει φορολογία ανάλογη με τις δυνατότητες της κάθε οικογένειας.

(3)   Το Ρ.Ι.Κ., ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία Ιδιωτικών Τηλεοπτικών και Ραδιοφωνικών Σταθμών έπαυσε να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον κατ’ αποκλειστικότητα, και στον βαθμό που ήταν όταν αποφασίζετο η υπόθεση Constantinides διότι η πλειοψηφία του ακροαματικού και θεαματικού κοινού εξυπηρετείται εντελώς δωρεάν από τους Ιδιωτικούς Τηλεοπτικούς και Ραδιοφωνικούς Σταθμούς. Επομένως παραγνωρίσθηκε το γεγονός της θέσπισης του περί Ραδιοφωνικών Σταθμών Νόμου του 1990 (Νόμος 120/90, όπως έχει τροποποιηθεί) ο οποίος επιτρέπει τη δημιουργία Ιδιωτικών Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών. Ένας τέτοιος σταθμός είναι ο Τηλεοπτικός Σταθμός ΑΝΤΕΝΝΑ που ανήκει στους αιτητές των Προσφυγών 346/99 και 347/99 και έχει τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα στην Κύπρο.

(4)   Δεν υπάρχει νομοθετημένη εξουσιοδότηση επιβολής της φορολογίας.

(5)   Δεν υπάρχει αρμόδιο όργανο για φοροθέτηση και επομένως η προϋπόθεση (β) που τέθηκε στην υπόθεση Constantinides δεν ικανοποιείται.

(6)   Η Α.Η.Κ. υπελόγισε την εισφορά με βάση το άρθρο 4 του Ν 14/79 ως ετροποποιήθη με τον Ν 56(Ι)/97 και σύμφωνα με τις πρόνοιες οικονομικών οδηγιών της Α.Η.Κ. τις οποίες επισυνάπτει στην ένσταση ως Τεκμήρια Α και Β. Τα Τεκμήρια Α και Β από μόνα τους δείχνουν ότι η Α.Η.Κ. προσδιόρισε τον τρόπο φορολογίας και τις εξαιρέσεις των προσώπων ή Οργανισμών που δεν υπόκεινται στην φορολογία, ως εάν η Α.Η.Κ. ήτο Νομοθετικό Σώμα που νομοθετούσε Κανονισμούς ή θεσμικά πλαίσια φορολογίας. Έπεται επομένως ότι επεβλήθη φορολογία σύμφωνα με οδηγίες που δεν αποτελούν Νομοθέτημα και επομένως παράνομες με αποτέλεσμα η επίδικη φορολογία να καταστεί προϊόν ανύπαρκτης Νομοθεσίας ή Κανονισμών.

(7)   Έχει παραβιασθεί η αρχή σύμφωνα με την οποία ο διοικούμενος πρέπει να ακούεται ή να του παρέχεται η ευκαιρία να ακουσθεί προτού εκδοθεί η διοικητική πράξη που τον επηρεάζει δυσμενώς.

Σε σχέση με την εισήγηση με αρ. (2) πιο πάνω ο ευπαίδευτος συνήγορος παρουσίασε στοιχεία τα οποία – σύμφωνα με την εισήγηση του – στοιχειοθετούν την άποψη ότι οι Κύπριοι καλούνται να συνεισφέρουν στα δήμοσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους αλλά για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού η φορολογία αυτή θεωρείται επαχθής και δυσανάλογη σε σύγκριση με τη φορολογία πλουσιότερων οικογενειών.

Αναφορικά με τις εισηγήσεις με αριθμό (4) και (5) πιο πάνω ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στο άρθρο 43Α* του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171, το οποίο έχει εισαχθεί με το Νόμο 31/79. Υποστήριξε ότι το άρθρο 43Α δεν κατέστησε την Α.Η.Κ. φορολογική Αρχή. Επομένως ούτε το Ρ.Ι.Κ. ούτε η Α.Η.Κ. είχαν δικαίωμα να φορολογήσουν. Συνεπώς – συνέχισε - η δεύτερη [*809]προϋπόθεση που είχε τεθεί στην Constantinides δηλαδή η επιβολή της φορολογίας από Αρμόδια Αρχή δεν υπάρχει.

Τα όσα διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης (έχει  παρατεθεί στη σελ. 803, πιο πάνω) και στα επιχειρήματα με αρ. 1 και 2 (βλ. σελ. 804, πιο πάνω) έχουν επιλυθεί από την απόφαση της Ολομέλειας στην Constantinides (πιο πάνω). Στην πραγματικότητα ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων μας έχει καλέσει ν’ αποστούμε από τα νομολογηθέντα στην υπόθεση εκείνη. Έχουν, επομένως, τη θέση τους οι αρχές οι οποίες διέπουν την απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο.

Στη Republic v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213, 263, 264 (απόφαση Α.Ν. Λοΐζου, Δ., όπως ήταν τότε) λέχθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιούται να αποστεί από δικαστικό προηγούμενο αν είναι της γνώμης ότι είναι εσφαλμένο ή αν οι μεταβληθείσες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις απαιτούν αναθεώρηση της προηγούμενης προσέγγισης του ιδιαίτερα σε σχέση με ζητήματα Συνταγματικού και Διοικητικού Δικαίου.

Στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 335, 336 (απόφαση της πλειοψηφίας Πική, Π.) το θέμα τέθηκε ως εξής:

«Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας – Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, το Δικαστήριο απέστη από την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic v. Christoudia (1988) 3 C.L.R. 2622, επειδή έκρινε ότι η αρχή δικαίου στην οποία είχε θεμελιωθεί ήταν εσφαλμένη. Το ακόλουθο απόσπασμα καθορίζει το αιτιολογικό της απόκλισης και την ευχέρεια που παρέχεται για απομάκρυνση από προηγούμενη απόφαση, οποτεδήποτε ο λόγος της συγκρούεται με συνταγματική αρχή:

‘Η απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη δικαστική απόφαση δικαιολογείται οποτεδήποτε διαπιστώνεται ότι η αρχή την οποία ενσωματώνει είναι εσφαλμένη. Η ελευθερία είναι αναμφιβόλως μεγαλύτερη οποτεδήποτε προηγούμενη δικαστική απόφαση συγκρούεται με θεμελιακή συνταγματική αρχή, όπως η διάκριση των Εξουσιών.’

Είναι αυτονόητο ότι το δικαστήριο αντιμετωπίζει με επιφύλαξη το ενδεχόμενο ανατροπής πρόσφατης απόφασης. Όμως, η όποια διστακτικότητα υποχωρεί, εφόσον διαπιστωθεί ότι η αρχή δικαίου, την οποία ενσωματώνει, είναι αδιαμφισβήτητα [*810]εσφαλμένη.»

Η Μαυρογένης (πιο πάνω) υιοθετήθηκε στην Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 445, Βύρωνος ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77, Re E. Mitsingas Exports Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 1507, Καλησπέρας ν. Δρυάδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 867, Χ''Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361, Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 300.

Στη Χριστοδούλου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 1295, το Εφετείο κλήθηκε να αποστεί από την απόφαση στη Γεωργίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 1794. Στην απόφαση του Εφετείου ο Αρτεμίδης, Δ. ανέφερε τα εξής:

«Εμείς θα εφαρμόσουμε αυτή την απόφαση για σοβαρούς λόγους αρχής δικαίου.  Πιστεύουμε πως οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να είναι σεβαστές, πρώτα από το ίδιο το Δικαστήριο και βεβαίως γενικά. Γιατί διασφαλίζεται έτσι, όσο είναι δυνατό, η ευθυγράμμιση του δικαίου και της νομολογίας. Αν είχαμε διαφορετική νομική προσέγγιση, που δεν έχουμε, πάλιν θα υιοθετούσαμε την απόφαση του Εφετείου για το λόγο που αναφέραμε πιο πάνω. Θα διαφωνούσαμε μόνο στην περίπτωση που η προσωπική μας άποψη θα δημιουργούσε κρίση συνείδησης για την ορθότητα μιας απόφασης, σε τέτοιο βαθμό που θα πιστεύαμε πως αν δεν εκφράζαμε τη δική μας θέση θα αισθανόμαστε πως οδηγείται η υπόθεση στο δρόμο της αδικίας.»

Βλ. και απόφαση Πική, Δ. – όπως ήταν τότε – στην Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, 1406: «Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου. (Fitzleet Estates Ltd v. Cherry [1977] 3 All E.R. 996, (H.L.) – Βλ. επίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping [1981] 1 All E.R. 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal [1983] 1 All E.R. 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping [1988] 2 All E.R. 513). Eυχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα (O’Brien v. Robinson [1973] 1 All E.R. 583 (H.L.)).»

[*811]Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τις σχετικές εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων.  Δεν έχουμε πεισθεί από τα όσα έθεσε ενώπιον μας ότι οι αρχές τις οποίες ενσωματώνει η απόφαση στην Constantinides (πιο πάνω) είναι εσφαλμένες. Επομένως δεν συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί απόκλιση ή απομάκρυνση από την απόφαση στην υπόθεση εκείνη. Αναλυτικότερα:

(α) Η απόφαση στην Constantinides (πιο πάνω) βρίσκει απόλυτο έρεισμα στη νομολογία στην οποία αναφέρθηκε. Σε σχέση με την εισήγηση (βλ. εισήγηση 1, πιο πάνω) ότι ο Νομοθέτης απέφυγε να χρησιμοποιήσει τη λέξη φόρο στον ίδιο Νόμο αλλά χρησιμοποίησε τη λέξη εισφορά παραπέμπουμε στο προοίμιο του Νόμου 14/79 (βλ. σελ. 796-797, πιο πάνω) στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά στην ανάγκη επιβολής φορολογίας. Σημειώνουμε ότι στην Constantinides λέχθηκε (βλ. σελ. 804) ότι η φιλοσοφία και οι λόγοι θέσπισης του Νόμου φαίνονται στο προοίμιο του. Λέχθηκε επίσης (βλ. σελ. 805) ότι η επίδικη εισφορά είναι φόρος εντός της έννοιας του άρθρου 24 του Συντάγματος όχι απλώς επειδή η λέξη «φόρος» αναφέρεται ρητά στο προοίμιο του Νόμου αλλά και επειδή ανεξάρτητα από τον τρόπο που περιγράφεται  η επιβάρυνση στο Νόμο αυτή είναι φόρος.

(β) Αναφορικά με τα στοιχεία τα οποία έχουν επικαλεσθεί οι εφεσείοντες σε συνάρτηση με την εισήγηση με αρ. 2 (βλ. σελ. 804, πιο πάνω) υπενθυμίζουμε ότι το σχετικό μέρος της απόφασης στην Constantinides είχε βασισθεί πάνω σε στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του με τη μορφή ενόρκων δηλώσεων. Επομένως η σχετική κρίση της Ολομέλειας είχε θεμελιωθεί επί αναντίλεκτης μαρτυρίας. Κατά συνέπεια δεν συντρέχει λόγος ανατροπής της.

(γ) Η εισήγηση αρ. 3 (βλ. σελ. 804, πιο πάνω) φέρνει στο προσκήνιο τη μεταβολή των συνθηκών που περιβάλλουν τη λειτουργία των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών η οποία – μεταβολή – έχει συντελεσθεί με τη θέσπιση του Νόμου 120/90. Υιοθετούμε επί του προκειμένου τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (έχουν παρατεθεί στις σελ. 802-803, πιο πάνω) σύμφωνα με τα οποία η επιβολή και είσπραξη της επίδικης εισφοράς ήταν μέτρο που καθιστούσε βιώσιμη τη λειτουργία του Ρ.Ι.Κ. και αποτελούσε ζήτημα δημοσίου συμφέροντος όπως άλλωστε είχε επισημανθεί στην Constantinides.

Προσθέτουμε και τα εξής:

Η δημιουργία ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών μπορεί να συμβάλλει στην πολυφωνία στον τομέα της πληροφόρησης και υπό κατάλληλες συνθήκες μπορεί να εξασφαλίζει πραγματική άμιλλα και άνοδο της ποιότητας των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων. Ωστόσο [*812]πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί διοικούνται από ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες, όπως είναι φυσικό, στοχεύουν στο κέρδος. Στην Ελλάδα η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του κράτους (βλ. άρθρο 15.2 του Ελληνικού Συντάγματος). Ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο βιβλίο του «Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα Α΄, παραγ. 790, επεξηγεί ότι «η συνταγματική επιταγή του άμεσου κρατικού ελέγχου δεν νοείται ως αντικείμενη στην αμεροληψία της τηλεοράσεως, αλλά ως εγγύηση της αμεροληψίας αυτής». Στη συνέχεια παρατηρεί ότι «ο άμεσος κρατικός έλεγχος δεν είναι ασυμβίβαστος με την οργάνωση της ραδιοτηλεοράσεως κατά τρόπο εγγυώμενο την αντικειμενικότητα της, αλλ’ αντιθέτως πρέπει ν’  αποτελεί σπουδαίο παράγοντα και εγγύηση αυτής της αντικειμενικότητας». Στην παραγ. 799 ο ευπαίδευτος συγγραφέας παρατηρεί ότι «η εφαρμογή των αρχών της αντικειμενικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως» δεν πρέπει, κατά το Σύνταγμα, να γίνει εις βάρος της «ποιοτικής στάθμης» των εκπομπών όπως την επιβάλλουν η «κοινωνική αποστολή της ραδιοτηλεοράσεως και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας». Τη διασφάλιση της ποιοτικής αυτής στάθμης αναθέτει το Σύνταγμα στον κρατικό έλεγχο, τον οποίο ασκεί κατά το νόμο 1866/1989 το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Το Συμβούλιο εκτιμά αν στις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές «τηρούνται οι γενικές αρχές της αντικειμενικότητας, πληρότητας και επικαιρότητας της πληροφορήσεως, της πολυφωνίας, της καλής ποιότητας των εκπομπών, της διαφυλάξεως της ποιότητας της ελληνικής γλώσσας, του σεβασμού της προσωπικότητας και του  ιδιωτικού βίου του ατόμου, καθώς και της διαφυλάξεως, προαγωγής και διαδόσεως του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής παραδόσεως». Στην παράγ. 903 παρατηρεί ότι η ραδιοτηλεόραση, που αντικειμενικά καλείται να υπηρετήσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό των ιδεών και των συμφερόντων αφενός, και τη δημοσιότητα του πολιτικού βίου αφετέρου, απειλεί λόγω της μονοπωλιακής της δομής να περιορίσει ή και να νοθεύσει τα συστατικά αυτά στοιχεία της δημοκρατίας. Προχωρεί δε να υποδείξει ότι η απάντηση στον κίνδυνο του συνηθισμένου πραγματικού μονοπωλίου είναι η κρατική επέμβαση.

Θεωρούμε επομένως ότι η ύπαρξη και λειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στον τόπο μας, η οποία δεν αποβλέπει στο κέρδος, συνιστά μια μορφή έμμεσου κρατικού ελέγχου που στοχεύει και στην εγγύηση της αντικειμενικότητας της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης. Μια τέτοια εγγύηση εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Επομένως η ύπαρξη και λειτουργία του Ρ.Ι.Κ., το οποίο αποτελεί Οργανισμό Δημόσιας Ωφελείας, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Όπως δε αναφέρεται και στο προοίμιο του Νόμου 14/79 η λειτουργία του Ρ.Ι.Κ. αποτελεί εις το σύγχρονον κράτος ουσιώδη κοινωνικήν λειτουργίαν. [*813]Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι η ανάγκη για την εξασφάλιση πόρων οι οποίοι θα διασφαλίζουν την βιωσιμότητα του εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη θέσπιση του Νόμου 120/90.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τις εισηγήσεις 4, 5 και 6 (βλ. σελ. 805, πιο πάνω). Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων παρέπεμψε στο πιο πάνω άρθρο 43(Α) του Νόμου 3/79 (παρατίθεται στη σελ. 806, πιο πάνω) για να εισηγηθεί ότι δεν υπάρχει νομοθετημένη εξουσιοδότηση επιβολής φορολογίας ούτε αρμόδιο όργανο για φοροθέτηση.

Η εξουσιοδότηση επιβολής φορολογίας περιέχεται στο άρθρο 3(1) του Νόμου 14/79 το οποίο επιτρέπει την επιβολή «επί παντός κατόχου μετρητού καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας της Α.Η.Κ. κατά διμηνίαν εισφοράς υπέρ του Ρ.Ι.Κ.». Το ύψος της εισφοράς καθορίζεται από το άρθρο 4 του Νόμου 14/79. Το άρθρο 5(1) του ιδίου Νόμου εξουσιοδοτεί την Α.Η.Κ. να συνεισπράττει την εισφορά μαζί με το οφειλόμενο αντίτιμο της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας. Βλέπουμε επομένως ότι υπάρχει νομοθετική εξουσιοδότηση για την επιβολή και είσπραξη της επίδικης εισφοράς.  Η τελευταία επιβάλλεται με βάση τη διμηνιαία κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Ο δε Νόμος 14/79 έχει εναποθέσει στην Α.Η.Κ. την αρμοδιότητα να προβαίνει στον υπολογισμό της εισφοράς και να την εισπράττει. Κατά συνέπεια η επίδικη εισφορά επιβάλλεται δυνάμει ρητής νομοθετικής εξουσιοδότησης και υπολογίζεται από το Όργανο – την Α.Η.Κ. – στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την αρμοδιότητα υπολογισμού. Έπεται πως οι εισηγήσεις για μη ύπαρξη νομοθετικής εξουσιοδότησης και αρμοδίου οργάνου για φοροθέτηση δεν ευσταθούν.  Το άρθρο 43Α του  Νόμου 31/79, το οποίο έχει επικαλεσθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων δεν μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία των σχετικών εισηγήσεων του. Αποτελεί μέρος του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171, ο οποίος διέπει τα της λειτουργίας της Α.Η.Κ.. Με το άρθρο 43Α ο Νομοθέτης θέλησε να εισάξει στο Νόμο, Κεφ. 171, πρόνοια που να εξουσιοδοτεί την Α.Η.Κ. να εισπράττει για λογαριασμό άλλης δημόσιας αρχής οποιοδήποτε ποσό οφείλειται σ’ αυτή. Το άρθρο 43Α δεν αναιρεί την εξουσιοδότηση που έχει δοθεί στην Α.Η.Κ. από το Νόμο 14/79 να υπολογίζει και εισπράττει την εισφορά.

Αναφορικά με την εισήγηση των εφεσειόντων, η οποία σχετίζεται με τις οικονομικές οδηγίες που έχουν εκδοθεί από την Α.Η.Κ., θεωρούμε ότι δεν ευσταθεί η θέση των εφεσειόντων για επιβολή φορολογίας από την Α.Η.Κ. δυνάμει οδηγιών. Ο τρόπος επιβολής και καθορισμού της εισφοράς διέπεται ρητώς από το Νόμο 14/79. Οι δε [*814]οικονομικές οδηγίες σκοπό έχουν να επεξηγήσουν τον τρόπο υπολογισμού της εισφοράς για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου. Η επίδικη εισφορά έχει επιβληθεί δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης και όχι δυνάμει των οικονομικών οδηγιών. Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η τελευταία εισήγηση των εφεσειόντων αναφέρεται στην παραβίαση του δικαιώματος τους για προηγούμενη ακρόαση.

Έχει νομολογηθεί ότι το δικαίωμα του διοικούμενου να ακούεται πριν από την έκδοση μιας διοικητικής πράξεως που τον αφορά υπάρχει στις περιπτώσεις που το προβλέπει ο Νόμος ή όταν η επίδικη διοικητική πράξη αποτελεί στην ουσία επιβολή ποινής ή κυρώσεως ή όταν είναι τιμωρητικής ή πειθαρχικής φύσεως (Βλ. Παντελούρης κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1991) 3 Α.Α.Δ. 78, 91 – Βλ. επίσης Χ''Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361).

Στην παρούσα υπόθεση είναι προφανές ότι δεν συντρέχουν καθόλου οι προϋποθέσεις που υπαγορεύονται από τη νομολογία για την προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερόμενου. Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο