Χατζηγεωργίου Eλπίδα και Άλλοι, Κυπριακή Δημοκρατία ν. (Αρ. 1) (2002) 3 ΑΑΔ 861

(2002) 3 ΑΑΔ 861

[*861]20 Δεκεμβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα,

v.

1. ΕΛΠΙΔΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,

2. ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΟΛΙΑΝΤΡΗ,

3. ΣΩΤΟΥ ΜΑΠΠΟΥΡΙΔΗ (ΑΡ. 1),

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3169)

 

Ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1995 (Ν.107(Ι)/95) ― Άρθρα 5(3) και 6(6)(α) ― Κενές θέσεις πρέπει να δημοσιεύονται, έστω και αν θα πληρούνται από τους υποψηφίους τα ονόματα των οποίων αναγράφονται στον Πίνακα ― Το ενδιαφέρον των υποψηφίων πρέπει να εκδηλωθεί με αίτηση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Βάσει σειράς κατάταξης σε Πίνακα ― Παράνομη παράλειψη δημοσίευσης τριών θέσεων (από τις έντεκα πληρωθείσες), δεν επέδρασε ακυρωτικά στην απόφαση ως προς την πλήρωση των πρώτων οχτώ θέσεων οι οποίες είχαν δημοσιευτεί ― Τούτο ενόψει του διορισμού βάσει σειράς κατάταξης.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα Νόμου ― Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας νόμου, δεν επέδρασε στη νομιμότητα απόφασης σε άλλη προσφυγή που τον εφάρμοσε, ενόψει μη προβολής του λόγου αυτού ακυρότητας.

Το νομικό ζήτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, ήταν κατά πόσο νόμιμα ή όχι πληρώθηκαν πρόσθετα τρεις θέσεις (από τις οχτώ που είχαν δημοσιευτεί) χωρίς δημοσίευσή τους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας εν μέρει την έφεση κατά πλειοψηφία (απόφαση Νικολάου Δ., συμφωνούντων [*862]των Πική Πρ., Καλλή και Κρονίδη Δ.Δ.), αποφάσισε ότι:

1. Το Δικαστήριο αδυνατεί να αντιληφθεί το γιατί οι πρώτες κενές θέσεις να δημοσιεύονται και οι επόμενες όχι. Αν, ως θέμα αρχής, δεν απαιτείτο η δημοσίευση θέσεων, τότε ούτε για τις πρώτες θα χρειαζόταν· θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί η υποβολή αίτησης για όλες τις θέσεις που ήταν κενές ή θα κενώνονταν εντός του έτους. Θα μπορούσε εξάλλου, με τον ίδιο συλλογισμό, να προβλεφθεί πως ούτε καν η αρχική αίτηση θα χρειαζόταν και, επομένως, όλοι οι επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση θα θεωρούντο αυτόματα υποψήφιοι εκτός αν αποσύροντο. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την απαίτηση για δημοσίευση, δεν διακρίνεται έρεισμα για την άποψη της Δημοκρατίας ότι η σχετική πρόνοια στο Άρθρο 5(3), (όπως και αλλού) θέτει αυτή την απαίτηση περιοριστικά με αναφορά σε μόνο τις πρώτες θέσεις. Αλλά και αν ακόμα προσφερόταν αυτή ως μια από τις ερμηνείες, αυτή δεν θα ήταν η ερμηνεία που θα μπορούσε να προκριθεί γιατί θα επρόκειτο για ερμηνεία η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με τη νομολογιακά διακηρυχθείσα θεμελιακή αρχή που απαιτεί τη δημοσίευση κενών θέσεων, αρχή η οποία στην Κοφτερός ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171, συναρτήθηκε όχι μόνο με την ισότητα και το δημόσιο συμφέρον στην προσέλκυση των καταλληλότερων υποψηφίων αλλά και με την ευρύτερη ιδέα της διαφάνειας που λαμβάνει υπόψη γενικότερα το δικαίωμα του κοινού να γνωρίζει. 

    Οι όποιες αδυναμίες του συστήματος – που υπάρχουν όπως και αν αντικρυστεί – δεν είναι δυνατόν να επιδράσουν ώστε να μεταβάλουν την απαίτηση η οποία, προκύπτει με σαφήνεια από το Άρθρο 5(3), και με την οποία άλλωστε  συνταιριάζονται οι πρόνοιες των Άρθρων 6(1) και 7(2), τόσο για τη δημοσίευση της κάθε κενής θέσης όσο και για την υποβολή αίτησης σε σχέση με την κάθε κενή θέση, ως προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, της διαδικασίας διορισμού.

    Εφόσον λοιπόν στην περίπτωση των τριών επιπρόσθετων θέσεων δεν συνέτρεχαν αυτές οι προϋποθέσεις, δεν μπορεί η πλήρωσή τους να θεωρηθεί νόμιμη. Οι εφεσίβλητοι είχαν δε έννομο συμφέρον να θέσουν το ζήτημα προς εξέταση αφού, όπως υποδείχθηκε πρωτοδίκως, η σειρά τους στον Πίνακα θα αποκτούσε σημασία μόνο με την υποβολή αιτήσεων οπότε θα φαινόταν ποιοί από τους περιληφθέντες στον Πίνακα διεκδικούσαν τη θέση.

2. Όσον αφορά όμως τις πρώτες οκτώ θέσεις το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται την πρωτόδικη άποψη ότι η συμπερίληψη των τριών άλλων θα μπορούσε να επιδράσει στην πλήρωσή τους. Θεωρείται ότι είναι δυνα[*863]τόν να διαχωρισθεί από το σύνολο της διαδικασίας ως νόμιμο το μέρος που αφορούσε τις πρώτες οκτώ, από το μη νόμιμο μέρος που αφορούσε τις άλλες τρεις. Επισημαίνεται συναφώς ότι αντίθετα με ό,τι θεωρήθηκε πρωτοδίκως, «η επιλογή και σειρά κατάταξης» για την πλήρωση των πρώτων οκτώ θέσεων ήταν δεδομένη. Η Ε.Δ.Υ. ήταν από το Νόμο δεσμευμένη να προβεί σε διορισμούς με τη σειρά που οι υποψήφιοι αναγράφονταν στον Πίνακα, αφού η σειρά καθοριζόταν από τελική βαθμολογία με την οποία εξαντλείτο το σύνολο του έργου της αξιολόγησης. 

3. Για τον υποψήφιο που διορίστηκε με βάση τους περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων Εγκλωβισμένων Νόμους του 1997-1998 δεν τέθηκε νομικό σημείο αμφισβήτησης. (Βλέπε όμως την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στη Δημοκρατία v. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534).

    Ο Αρτέμης Δ., διαφώνησε με την απόφαση και εξέδωσε δική του απόφαση μειοψηφίας.

Η έφεση επιτυγχάνει εν μέρει χωρίς έξοδα, κατά πλειοψηφία.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Κοφτερού v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yποθέσεις Aρ. 1031/99 & 1033/99), ημερομηνίας 31/10/2000, με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή των αιτητών και ακυρώθηκε ο διορισμός έντεκα ενδιαφερομένων μερών στη θέση Bοηθού Λειτουργού Aεροπορικών Kινήσεων, ο οποίος διενεργήθηκε με βάση τη μεταβατική διάταξη του Άρθρου 8 του νέου περί Aξιολόγησης Yποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Yπηρεσία Nόμου του 1998 (N. 6(I)/98, όπως τροποποιήθηκε, λόγω αντικανονικότητας της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων αυτών.

Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Ε. Καρακάννα, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.

Ι. Νικολάου, για τις Εφεσίβλητες.

Μ. Καλλίγερου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2, 3, 4 και 6-10.

[*864]Καμιά εμφάνιση, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 5.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η  απόφαση της πλειοψηφίας (4) θα δοθεί από τον Νικολάου, Δ. και της μειοψηφίας από τον Αρτέμη, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ξεκίνησε βάσει του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1995, (Ν. 107(Ι)/95 όπως τροποποιήθηκε), διαδικασία για την πλήρωση οκτώ κενών θέσεων Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 31 Οκτωβρίου 1997, και επρόκειτο να διεξαχθεί η προβλεπόμενη γραπτή εξέταση των υποψηφίων που κατείχαν τα προσόντα όταν, στις 30 Ιανουαρίου 1998, δημοσιεύτηκε ο νέος περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998 (Ν. 6(Ι)/98) τον οποίο, στις 17 Ιουλίου 1998, ακολούθησε ο τροποποιητικός Ν. 73(Ι)/98. Σύμφωνα με μεταβατική διάταξη του νέου Νόμου (άρθρο 8):

«...... διαδικασίες για πλήρωση θέσεων οι οποίες έχουν αρχίσει πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου και για τις οποίες δεν έχει διεξαχθεί γραπτή εξέταση ...... ολοκληρώνονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου .......»

Η περαιτέρω διαδικασία ρυθμιζόταν επομένως από αυτή τη διάταξη. Διεξήχθη στις 31 Οκτωβρίου 1998 γραπτή εξέταση στην οποία πέτυχαν εβδομήντα εννέα από τους υποψηφίους που κατείχαν τα προσόντα της θέσης. Προτού όμως προχωρήσουμε για να καταγράψουμε την περαιτέρω πορεία, θα αναφερθούμε περιληπτικά στα βασικά γνωρίσματα του νέου, νομοθετικά προβλεπόμενου, μηχανισμού.

Προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε διαδικασία διορισμού είναι η επιτυχία σε γραπτή εξέταση, η ύλη της οποίας καθορίζεται σε γενικές γραμμές σε γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (άρθρο 4(1)). Η γραπτή εξέταση διεξάγεται το τελευταίο τετράμηνο κάθε έτους αλλά «...... σε περίπτωση που δεν εξασφαλίζεται ο απαιτούμενος αριθμός επιτυχόντων υποψηφίων για τις κενές θέσεις που δημοσιεύονται, μπορεί να διεξάγεται συμπληρωματική γραπτή εξέταση εκτός της καθορισμένης περιόδου» (άρθρο 3(5)(α)). Καταρτίζεται «κατάλογος επιτυχόντων στη γραπτή εξέταση», ο οποίος επίσης δημοσιεύεται (άρθρο 5(1))· και οι επιτυχόντες «εφοδιάζονται με σχετικό πι[*865]στοποιητικό επιτυχίας» το οποίο «συνοδεύει την αίτηση για διορισμό (άρθρο 5(2)). Στην υποβολή αιτήσεων αναφέρεται το άρθρο 5(3) σύμφωνα με το οποίο:

«Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 7, οι επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση για θέσεις στη δημόσια υπηρεσία για την οποία εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 έως (Αρ. 2) του 1996 μπορούν να υποβάλουν αίτηση για οποιαδήποτε από τις θέσεις για τις οποίες έχει διεξαχθεί η γραπτή εξέταση, όταν δημοσιευτούν κενές θέσεις στο έτος που έπεται της ημερομηνίας διεξαγωγής της εξέτασης, ή για τις θέσεις για τις οποίες διεξάγεται συμπληρωματική εξέταση, σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου (5)(α) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου.»

Το αναφερθέν άρθρο 7(2) επεκτείνει, μεταβατικά, τη χρονική εμβέλεια της σημασίας της γραπτής εξέτασης και πέραν του έτους που έπεται της διεξαγωγής της, όπου αυτή είναι συναρτημένη με θέσεις ήδη κενές κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου. Προβλέπεται ότι:

«7(2) Για την πλήρωση θέσεων στη δημόσια υπηρεσία για την οποία εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 έως (Αρ. 2) του 1996 οι οποίες είναι κενές κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ως προς την υποβολή αιτήσεων από τους επιτυχόντες για τις θέσεις για τις οποίες διεξάγεται η γραπτή εξέταση, οι ενδιαφερόμενοι που θα πετύχουν σε αυτή μπορούν να υποβάλουν αίτηση για τις κενές θέσεις που θα έχουν δημοσιευτεί μέχρι τον καταρτισμό του νέου Πίνακα.»

Στον καταρτισμό του Πίνακα, από τον οποίο γίνονται οι διορισμοί, θα φθάσουμε αφού διατρέξουμε ό,τι ακολουθεί την υποβολή των αιτήσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 6(1):

«6(1) Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αναφορικά με τις θέσεις για τις οποίες είναι αρμόδια, αφού λάβει τις αιτήσεις από τους υποψηφίους για τη θέση που δημοσιεύτηκε, ετοιμάζει κατάλογο των υποψηφίων που κατέχουν τα προσόντα και προχωρεί στη διαδικασία αξιολόγησής τους, με βάση τον παρόντα Νόμο, χωρίς τη βοήθεια συμβουλευτικής επιτροπής.  Στον κατάλογο περιλαμβάνονται οι υποψήφιοι κατά σειρά επιτυχίας στη γραπτή εξέταση.»

[*866]Η Επιτροπή διατηρεί τη δυνατότητα να διεξάγει και προφορική εξέταση εφόσον τη θεωρήσει αναγκαία. Καλεί τότε, εκ των περιληφθέντων στον εν λόγω κατάλογο, αριθμό υποψηφίων «τετραπλάσιο των κενών θέσεων που έχουν δημοσιευτεί, εκτός αν ο αριθμός των επιτυχόντων αιτητών είναι μικρότερος, οπότε καλούνται όλοι όσοι υπέβαλαν αίτηση». Στο τέλος οι υποψήφιοι βαθμολογούνται – άρθρο 6(4) – με αναφορά στα διάφορα προβλεπόμενα στοιχεία κρίσης, για το καθένα από τα οποία ο νόμος καθορίζει ανώτατο αριθμό μονάδων (άρθρο 3(1)).  Εν συνεχεία, σύμφωνα με το άρθρο 6(5)(α), η Επιτροπή:

«....... καταρτίζει Πίνακα (ο οποίος στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο «Πίνακας»), όπου αναγράφονται οι υποψήφιοι κατά σειρά συνολικών μονάδων που ο καθένας από αυτούς συγκέντρωσε, έτσι που, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, πρώτος στη σειρά να είναι ο υποψήφιος με το μεγαλύτερο αριθμό συνολικών μονάδων.»

Ο Πίνακας χρησιμοποιείται για την πλήρωση κενών θέσεων μιας ορισμένης χρονικής περιόδου. Διαλαμβάνεται στο άρθρο 6(6)(α) ότι:

«Αναφορικά με τη δημόσια υπηρεσία για την οποία εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 έως (Αρ. 2) του 1996, ο Πίνακας χρησιμοποιείται για την πλήρωση:

 (i)   Θέσεων που είναι κενές κατά την ημερομηνία καταρτισμού του.

(ii)   Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 7, θέσεων που  κενώνονται μετά την ημερομηνία καταρτισμού του και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους:

Νοείται ότι ο Πίνακας που θα καταρτιστεί για την πρώτη πλήρωση θέσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, θα χρησιμοποιηθεί για την πλήρωση θέσεων που θα είναι κενές κατά την ημερομηνία του καταρτισμού του και θέσεων που θα κενωθούν μέχρι τον καταρτισμό του νέου Πίνακα.»

Στην προκείμενη περίπτωση, μετά τη γραπτή εξέταση κλήθηκαν σε προφορική εξέταση υποψήφιοι σε αριθμό τετραπλάσιο των οκτώ θέσεων, συν ενός αφού ο 31ος, 32ος και 33ος είχαν την ίδια βαθμολογία, συν άλλων δύο βάσει των περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων Εγκλωβισμένων [*867]Νόμων του 1997-1998. Οι εφεσίβλητοι κατετάγησαν 39η, 53ος και 46ος αντιστοίχως και επομένως δεν κλήθηκαν. 

Προτού διεξαχθεί η προφορική εξέταση υπεβλήθη πρόταση από την αρμόδια Αρχή για την πλήρωση ακόμα τριών θέσεων Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων. Σε συνεδρία της Ε.Δ.Υ. ημερ. 1 Μαρτίου 1999 αποφασίστηκε όπως και αυτές πληρωθούν στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας «σύμφωνα με τις πρόνοιες της Νομοθεσίας». Ωστόσο, παρά την αύξηση του αριθμού των θέσεων, δεν θεωρήθηκε ότι θα έπρεπε να αυξηθεί ανάλογα και ο αριθμός των κληθέντων στην προφορική εξέταση και αυτό διότι καθώς προβλέπεται (άρθρο 6(3)) καλείται αριθμός τετραπλάσιος μόνο των θέσεων που έχουν δημοσιευτεί. Οι πρώτες οκτώ θέσεις δημοσιεύτηκαν. Όχι όμως και οι τρεις μεταγενέστερες οι οποίες κενώθηκαν, οι δύο στις 29 Απριλίου 1998 και η άλλη στις 22 Ιανουαρίου 1999. Άρχισε λοιπόν η προφορική εξέταση όσων εκ των υποψηφίων διατήρησαν το ενδιαφέρον τους – έξι αποσύρθηκαν ενώ μια δεν παρουσιάστηκε – και όταν, στις 3 Μαρτίου 1999, συμπληρώθηκε η προφορική εξέταση, η Ε.Δ.Υ. προχώρησε κατά την ίδια συνεδρία στην τελική βαθμολογία και κατάρτισε τον Πίνακα διοριστέων. 

Στην επόμενη συνεδρία, ημερ. 9 Μαρτίου 1999, η Ε.Δ.Υ. επέλεξε για διορισμό στη μια από τις έντεκα θέσεις τον ένα εκ των υποψηφίων, βάσει των περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμων του 1997-1998. για δε τις άλλες δέκα θέσεις επέλεξε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα με τη σειρά που αναγράφονταν στον Πίνακα.

Απασχόλησε πρωτοδίκως, ως το πρώτο και βασικότερο εκ των τεθέντων ζητημάτων, το κατά πόσο βάσει του Νόμου ήταν ή όχι επιτρεπτή η πλήρωση των τριών θέσεων οι οποίες δεν είχαν δημοσιευτεί και για τις οποίες, επομένως, δεν υποβλήθηκαν αιτήσεις. Αποφασίστηκε, κατόπιν επισταμένης ανάλυσης των σχετικών διατάξεων του Νόμου, ότι δεν καθίστατο δυνατή η πλήρωση των τριών επιπρόσθετων θέσεων «είτε στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της διαδικασίας πλήρωσης των οκτώ θέσεων, είτε άλλως πως αφού δεν είχαν δημοσιευθεί και υποβληθεί αιτήσεις γι’ αυτές». Ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της υπόθεσης υπέδειξε ότι σύμφωνα με το άρθρο 5(3), το οποίο παραθέσαμε ανωτέρω, παρέχεται στους επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση το δικαίωμα «να υποβάλουν αίτηση για οποιαδήποτε από τις θέσεις για τις οποίες έχει διεξαχθεί η γραπτή εξέταση, όταν δημοσιευτούν κενές θέσεις .....» και πρόσθεσε ότι τα άρθρα 7(2) και 6(1) – τα οποία επίσης παραθέσαμε – υποστήριζαν την κατάληξή του ότι η δημοσίευση των [*868]θέσεων και η υποβολή αίτησης για αυτές αποτελούσαν προϋποθέσεις για τη νομιμότητα της διαδικασίας διορισμού, ενώ το άρθρο 6(6)(α), στο οποίο κυρίως στηριζόταν η Δημοκρατία, δεν κατέτεινε προς το αντίθετο αφού, καθώς το ερμήνευσε, «δεν αφορά παρά μόνο το εύρος των θέσεων για τις οποίες χρησιμοποιείται ο Πίνακας».

Έπειτα εξετάστηκαν δύο άλλα ζητήματα ως συνδεδεμένα με το πρώτο. Το ένα αφορούσε στον αριθμό των υποψηφίων που κλήθηκαν σε προφορική εξέταση. Αυτό δεν θα χρειαστεί να μας απασχολήσει. Το άλλο αφορούσε στο έννομο συμφέρον των εφεσιβλήτων. Συζητήθηκε από δύο σκοπιές. Πρώτα, κατά πόσο οι εφεσίβλητοι είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την πλήρωση των πρώτων οκτώ θέσεων δεδομένου αφενός ότι στη μια από αυτές ο διορισμός – του Ανδρέα Νικολάου ο οποίος είχε καταταγεί 24ος στον Πίνακα – έγινε βάσει των περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων Εγκλωβισμένων Νόμων του 1997-1998 και στις υπόλοιπες επτά θέσεις διορίστηκαν οι πρώτοι επτά του Πίνακα, οι οποίοι είχαν συγκεντρώσει τη ψηλότερη βαθμολογία, και αφετέρου ότι εκείνο που οι εφεσίβλητοι αμφισβητούσαν ήταν μόνο τη νομιμότητα της συμπερίληψης των πρόσθετων τριών θέσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας πλήρωσης των πρώτων οκτώ. Ο αδελφός Δικαστής κατέληξε ότι η διαδικασία κατέστη στο σύνολό της αντικανονική.  Το έθεσε ως εξής:

«Η ΕΔΥ όμως δεν διαφοροποίησε μεταξύ των οκτώ θέσεων και των άλλων τριών τις οποίες πλήρωσε αντικανονικά στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της διαδικασίας πλήρωσης των οκτώ θέσεων και δεν είναι δυνατό η απόφασή της να διαχωρισθεί έτσι, προκειμένου περί αντικανονικότητας της ενιαίας διαδικασίας η οποία ακολουθήθηκε, ούτε μπορεί να θεωρείται δεδομένη η επιλογή και η σειρά κατάταξης αν μόνο οι οκτώ θέσεις είχαν πληρωθεί.»

Mετά εξετάστηκε το κατά πόσο οι εφεσίβλητοι είχαν έννομο συμφέρον ακόμα και για μόνο τις τρεις μη δημοσιευθείσες θέσεις αφού, κατά τη Δημοκρατία, δεδομένης της σειράς τους στον Πίνακα δεν θα εκαλούντο για προφορική εξέταση. Υποδείχθηκε από τον αδελφό Δικαστή ότι τέτοια αντίκρυση του ζητήματος παραγνώριζε το ότι υποψήφιοι θα ήταν μόνο εκείνοι που θα υπέβαλλαν σχετική αίτηση, οπότε παρέμενε άγνωστο ποιοί εκ των περιληφθέντων στον Πίνακα θα ήταν αυτοί, δηλαδή  αν βρίσκονταν ψηλότερα ή χαμηλότερα από τους εφεσίβλητους σε σειρά κατάταξης.

[*869]Με τρεις λόγους έφεσης αμφισβητείται η πρωτόδικη άποψη ότι χρειαζόταν για την κάθε θέση δημοσίευση και εν συνεχεία η υποβολή αίτησης. όπως επίσης αμφισβητείται ότι οι εφεσίβλητοι είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν τη διαδικασία σε ό,τι αφορούσε είτε την πλήρωση των πρώτων οκτώ θέσων είτε των επιπρόσθετων τριών.

Ιδιαίτερη δυσκολία στη λειτουργία του εν λόγω μηχανισμού για διορισμό βάσει του Πίνακα δημιουργεί, κατά την αντίληψή μας, η χρήση του Πίνακα όταν μετά τον καταρτισμό του, κατ’  ακολουθίαν της πρώτης δημοσίευσης για κενές θέσεις και την υποβολή αιτήσεων, δημοσιεύονται άλλες κενωθείσες θέσεις σε σχέση με τις οποίες υποβάλλονται νέες αιτήσεις. Αυτό βέβαια εφόσον είναι ορθή η άποψη ότι σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η δημοσίευση και η υποβολή αίτησης. Αν τη δεύτερη φορά υποβάλλονται αιτήσεις από υποψηφίους άλλους από εκείνους που περιλήφθηκαν στον Πίνακα, δεν θα είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη η δική τους υποψηφιότητα αν οι διορισμοί περιοριστούν σε μόνο τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στον Πίνακα.  Για να μπορεί να ληφθεί υπόψη η υποψηφιότητά τους θα πρέπει να διατηρείται η δυνατότητα προφορικής εξέτασης και των νέων υποψηφίων, με αποτέλεσμα πια τον καταρτισμό νέου Πίνακα. Η Δημοκρατία εισηγήθηκε ότι η πρόνοια, στο άρθρο 5(3), για την υποβολή αίτησης «.... για οποιαδήποτε από τις θέσεις για τις οποίες έχει διεξαχθεί η γραπτή εξέταση, όταν δημοσιευτούν κενές θέσεις στο έτος που έπεται της ημερομηνίας διεξαγωγής της εξέτασης ....» σε συνάρτηση με το άρθρο 6(6)(α) θα πρέπει να ερμηνευτεί να σημαίνει ότι αίτηση που υποβάλλεται για τις πρώτες θέσεις που δημοσιεύονται ισχύει και για όλες τις επόμενες που κενώνονται στο ίδιο έτος χωρίς να χρειάζεται δημοσίευσή τους.

Αδυνατούμε να αντιληφθούμε το γιατί οι πρώτες να δημοσιεύονται και οι επόμενες όχι. Αν, ως θέμα αρχής, δεν απαιτείτο η δημοσίευση θέσεων, τότε ούτε για τις πρώτες θα χρειαζόταν. θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί η υποβολή αίτησης για όλες τις θέσεις που ήταν κενές ή θα κενώνονταν εντός του έτους. Θα μπορούσε εξάλλου, με τον ίδιο συλλογισμό, να προβλεφθεί πως ούτε καν η αρχική αίτηση θα χρειαζόταν και, επομένως, όλοι οι επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση θα θεωρούντο αυτόματα υποψήφιοι εκτός αν αποσύροντο. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την απαίτηση για δημοσίευση, δεν διακρίναμε έρεισμα για την άποψη της Δημοκρατίας ότι η σχετική πρόνοια στο άρθρο 5(3), (όπως και αλλού) θέτει αυτή την απαίτηση περιοριστικά με αναφορά σε μόνο τις πρώτες θέσεις. Αλλά και αν ακόμα προσφερόταν αυτή  ως μια από τις ερμηνείες, αυτή δεν θα ήταν η ερμηνεία που θα μπορούσε [*870]να προκριθεί γιατί θα επρόκειτο για ερμηνεία η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με τη νομολογιακά διακηρυχθείσα θεμελιακή αρχή που απαιτεί τη δημοσίευση κενών θέσεων, αρχή η οποία στην Κοφτερού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171, συναρτήθηκε όχι μόνο με την ισότητα και το δημόσιο συμφέρον στην προσέλκυση των καταλληλότερων υποψηφίων αλλά και με την ευρύτερη ιδέα της διαφάνειας που λαμβάνει υπόψη γενικότερα το δικαίωμα του κοινού να γνωρίζει.

Αναφορά στον καταρτισμό νέου Πίνακα γίνεται στο άρθρο 6(6)(α) όπως και στο άρθρο 7(2) για να προσδιοριστεί η εμβέλεια του, χωρίς όμως να εξειδικεύεται το πότε καταρτίζεται. Το δεύτερο ρυθμίζεται από το άρθρο 6(7)(γ) όπου προβλέπεται ότι:

«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (8), αν όλοι οι υποψήφιοι που περιλαμβάνονται στον Πίνακα διοριστούν ή διαγραφούν και υπάρχουν ακόμα κενές θέσεις, η διαδικασία καταρτισμού Πίνακα αρχίζει εκ νέου.»

Σημειώνουμε ότι το εδάφιο (8), στο οποίο γίνεται αναφορά ανωτέρω, δεν ενδιαφέρει στην παρούσα συζήτηση. Επομένως, αν θα μπορούσε να αναζητηθεί λογική στις διατάξεις που αφορούν συγκεκριμένα τη χρήση του πρώτου Πίνακα για την πλήρωση θέσεων που κενώνονται μετά την ημερομηνία καταρτισμού του, θα μπορούσε ίσως να λεχθεί πως εφόσον προκύψει ότι για τις νέες θέσεις υποβάλλονται αιτήσεις και από πρόσωπα που ήδη βρίσκονται στον Πίνακα, αυτοί διορίζονται κατά προτεραιότητα μέχρι την εξάντλησή του, χωρίς να προηγηθεί σύγκριση με τους υποψηφίους που είτε υποβάλλουν αίτηση για πρώτη φορά είτε όχι. και επακόλουθα ότι οι νέες υποψηφιότητες, ή όσες απομένουν, εξετάζονται σε νέα διαδικασία κατόπιν καταρτισμού νέου Πίνακα.

Οι όποιες όμως αδυναμίες του συστήματος – που υπάρχουν όπως και αν αντικρυστεί – δεν είναι δυνατόν να επιδράσουν ώστε να μεταβάλουν την απαίτηση η οποία, κατά τη γνώμη μας, προκύπτει με σαφήνεια από το άρθρο 5(3), και με την οποία  άλλωστε συνταιριάζονται οι πρόνοιες των άρθρων 6(1) και 7(2), τόσο για τη δημοσίευση της κάθε κενής θέσης όσο και για την υποβολή αίτησης σε σχέση με την κάθε κενή θέση, ως προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, της διαδικασίας διορισμού. 

Εφόσον λοιπόν στην περίπτωση των τριών επιπρόσθετων θέσεων δεν συνέτρεχαν αυτές οι προϋποθέσεις, δεν μπορεί η πλήρωσή τους να θεωρηθεί νόμιμη. Οι εφεσίβλητοι είχαν δε έννομο συμφέρον να θέσουν το ζήτημα προς εξέταση αφού, όπως υποδείχθηκε πρωτοδίκως, η σειρά τους στον Πίνακα θα αποκτούσε σημασία μόνο με την υποβολή αιτήσεων οπότε θα φαινόταν  ποιοί από τους περιληφθέντες στον Πίνακα διεκδικούσαν τη θέση.

Όσον αφορά όμως τις πρώτες οκτώ θέσεις δεν συμμεριζόμαστε την πρωτόδικη άποψη ότι η συμπερίληψη των τριών άλλων θα μπορούσε να επιδράσει στην πλήρωσή τους. Θεωρούμε ότι είναι δυνατόν να διαχωρισθεί από το σύνολο της διαδικασίας ως νόμιμο το μέρος που αφορούσε τις πρώτες οκτώ, από το μη νόμιμο μέρος που αφορούσε τις άλλες τρεις. Επισημαίνουμε συναφώς ότι αντίθετα με ό,τι θεωρήθηκε πρωτοδίκως, «η επιλογή και σειρά κατάταξης» για την πλήρωση των πρώτων οκτώ θέσεων ήταν δεδομένη. Η Ε.Δ.Υ. ήταν από το Νόμο δεσμευμένη να προβεί σε διορισμούς με τη σειρά που οι υποψήφιοι αναγράφονταν στον Πίνακα, αφού η σειρά καθοριζόταν από τελική βαθμολογία με την οποία εξαντλείτο το σύνολο του έργου της αξιολόγησης.  Για δε τον υποψήφιο που διορίστηκε με βάση τους περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων Εγκλωβισμένων Νόμους του 1997-1998* δεν τέθηκε νομικό σημείο αμφισβήτησης.

Η έφεση επιτυγχάνει εν μέρει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην έκταση που αφορά την πλήρωση των πρώτων οκτώ θέσεων στις οποίες διορίστηκαν οι Μιχαλάκης Λυσάνδρου, Παντελίτσα Έλληνα, Χριστόδουλος Δημητριάδης, Ιωάννης Γ. Χριστοφή, Ανδρέας Νικολάου, Νίκος Α. Παπέττας και Παναγιώτης Α. Παναγιώτου και κατ’ ακολουθίαν το σχετικό μέρος της προσβληθείσας διοικητικής απόφασης επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

Ως προς τα έξοδα θεωρούμε ότι το αποτέλεσμα, υπό το φως των αντίστοιχων θέσεων των μερών, δικαιολογεί τη μη έκδοση διαταγής.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Αρχικά ζητήθηκε η πλήρωση οκτώ θέσεων Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων οι οποίες δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 31.10.97. Υποβλήθηκαν 517 αιτήσεις. Η ΕΔΥ αποφάσισε τη διεξαγωγή γραπτής και προφορικής εξέτασης με βάση τον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για [*872]Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο του 1995 (Ν. 107(1)/95). Κατάρτισε και δημοσίευσε κατάλογο των υποψηφίων τους οποίους έκρινε ότι κατείχαν τα προσόντα της επίδικης θέσης.

Στη συνέχεια θεσπίστηκε ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998 (Ν. 6(1)/98) και ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμος του 1998 (Ν. 73(1)/98) που κατάργησαν το Ν. 107(1)/95).

Η ΕΔΥ αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 73(1)/98 ο οποίος έχει αναδρομική ισχύ από 30.1.98, ότι η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων έπρεπε να συνεχιστεί και ολοκληρωθεί με βάση το Νόμο αυτό, εφ’ όσον δεν είχε διεξαχθεί γραπτή εξέταση με βάση τον προϊσχύσαντα Νόμο.

Η γραπτή εξέταση που προβλέπεται από το Ν. 6(1)/98 και 73(1)/98 διεξήχθηκε στις 31.10.98.  Πέτυχαν 79 υποψήφιοι, μεταξύ αυτών οι αιτητές-εφεσίβλητοι και τα ΕΜ.

Η ΕΔΥ κάλεσε σε προφορική εξέταση τον τετραπλάσιο των θέσεων αριθμό υποψηφίων κατά σειρά επιτυχίας, δηλ. τους 33 πρώτους επιτυχόντες (ο 33ος ισοψηφούσε με τον 32ο και τον 31ο) όπως και δύο υποψηφίους που αν και κατετάγηκαν 48ος και 79ος πληρούσαν τις πρόνοιες των περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμων του 1997-1998. Οι αιτητές-εφεσίβλητοι δεν περιλαμβάνονταν σ’ αυτούς αφού κατετάγηκαν 39η, 53ος και 46ος αντίστοιχα.

Στη συνεδρία της ημερομηνίας 1.3.99, αφού διαπίστωσε ότι προέκυψαν ακόμα τρεις κενές θέσεις Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων, αποφάσισε να τις πληρώσει στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας, χωρίς όμως να τις προκηρύξει και χωρίς να καλέσει σε προφορική εξέταση περισσότερους των ήδη κληθέντων υποψηφίων, παρά το ότι οι προς πλήρωση θέσεις αυξήθηκαν.

Αφού έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης, της προφορικής εξέτασης και των άλλων κριτηρίων που καθορίζει ο Νόμος, κατάρτισε τον σχετικό Πίνακα Διοριστέων με βάση την τελική βαθμολογία των υποψηφίων.

Η επίδικη απόφαση λήφθηκε στη συνεδρία ημερομηνίας 9.3.99. Κατά την ακρόαση της Έφεσης ο εφεσίβλητος Κολιαντρής ζήτησε άδεια να αποσυρθεί.

[*873]

ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ

1. Το συμπέρασμα του Πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η πλήρωση θέσεων με βάση το άρθρο 8 του Ν. 6(1)/98) όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 73(1)/98 περιορίζεται στις οκτώ δημοσιευθείσες θέσεις για τις οποίες υποβλήθηκαν αρχικά αιτήσεις και δεν μπορεί να επεκτείνεται στις τρεις θέσεις που ήταν κενές κατά την ημερομηνία καταρτισμού του πίνακα είναι εσφαλμένο.

Η εφεσείουσα Δημοκρατία δικαιολογεί τον ισχυρισμό αυτό παραπέμποντας στο άρθρο 6(6)(α)(i) του Ν. 6(1)/98. Το άρθρο 8 προνοεί τα ακόλουθα:

«8. Διαδικασία πλήρωσης θέσεων που έχει αρχίσει με την υποβολή των υποψηφίων σε γραπτή εξέταση πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμων του 1995 και 1997, συνεχίζεται και ολοκληρώνεται με βάση τον ίδιο Νόμο:

Νοείται ότι διαδικασίες για πλήρωση θέσεων οι οποίες έχουν αρχίσει πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου και για τις οποίες δεν έχει διεξαχθεί γραπτή εξέταση με βάση τις διατάξεις των περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμων του 1995 και 1997 ή του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου ολοκληρώνονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εφόσον οι θέσεις τις οποίες αφορούν περιλαμβάνονται στο σχετικό κατάλογο των θέσεων για τις οποίες διεξάγεται γραπτή εξέταση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.»

Το άρθρο 6(6)(i), όπως ίσχυε τότε, προνοεί τα πιο κάτω:

«Αναφορικά με τη δημόσια υπηρεσία για την οποία εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 έως (Αρ. 2) του 1996, ο Πίνακας χρησιμοποιείται για την πλήρωση (i) θέσεων που είναι κενές κατά την ημερομηνία καταρτισμού του.»

Είναι η θέση της δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι Πίνακας καταρτίστηκε στις 3.3.1999. Κατά την ημερομηνία αυτή υπήρχαν πρόσθετα από τις οκτώ θέσεις που δημοσιεύτηκαν, τρεις επιπλέον κενές θέσεις για τις οποίες ορθά χρησιμοποιήθηκε ο Πίνακας.

Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων πρόβαλε, αντίθετα, υποστηρί[*874]ζοντας την πρωτόδικη απόφαση, ότι η πλήρωση των οκτώ θέσεων έπρεπε να συνεχιστεί με βάση την επιφύλαξη του άρθρου 8 ενώ για την πλήρωση των τριών θέσεων θα έπρεπε να αρχίσει νέα διαδικασία.

Η διαφωνία που προκύπτει αφορά την απόφαση της ΕΔΥ να πληρώσει και τις άλλες τρεις θέσεις για τις οποίες δεν υπήρχε διαδικασία εν εξελίξει.

Ο Δικαστής Χατζηχαμπής είχε πει για το θέμα αυτό στην απόφαση που προσβάλλεται:

«Όχι μόνο ως θέμα γενικής αρχής, αλλά και ως θέμα των ίδιων των προνοιών του Νόμου όπως προκύπτει από το άρθρο 8, η διαδικασία που ολοκληρώνεται με βάσει το νέο Νόμο είναι η βάση του παλαιού Νόμου ήδη αρξαμένη της πλήρωσης των θέσεων που είχαν προκηρυχθεί και δημοσιευθεί και για τις οποίες υπεβλήθησαν αιτήσεις, και όχι οποιαδήποτε άλλη διαδικασία πλήρωσης θέσεων η οποία δεν είχε αρχίσει. Μάλιστα δεν θα είχε νόημα μεταβατικές πρόνοιες, που επιδιώκουν να περισώσουν μια διαδικασία που ήδη άρχισε, να προτίθενται να έχουν εφαρμογή σε θέσεις η διαδικασία για την πλήρωση των οποίων δεν είχε αρχίσει.»

Ο πρωτόδικος Δικαστής στηρίζει τη θέση του αυτή στην ανασκόπηση του Νόμου και ιδιαίτερα των άρθρων 5(3) και 7(2) στα οποία στηρίζεται ο δεύτερος λόγος έφεσης, που ακολουθεί.

2. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το άρθρο 5(3) σε συνδυασμό με το άρθρο 7(2) δημιουργεί υποχρέωση για τη δημοσίευση των θέσεων που ήταν κενές κατά τον καταρτισμό του Πίνακα είναι νομικά εσφαλμένο.

Παραθέτω τα δύο αυτά άρθρα:

«5(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 7, οι επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση για θέσεις στη δημόσια υπηρεσία για την οποία εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 έως (Αρ.2) του 1996 μπορούν να υποβάλουν αίτηση για οποιαδήποτε από τις θέσεις για τις οποίες έχει διεξαχθεί η γραπτή εξέταση, όταν δημοσιευτούν κενές θέσεις στο έτος που έπεται της ημερομηνίας διεξαγωγής της εξέτασης, ή για τις θέσεις για τις οποίες διεξάγεται συμπληρωματική εξέταση, σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου [*875](5)(α) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου.»

«7(2) Για την πλήρωση θέσεων στη δημόσια υπηρεσία για την οποία εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 έως (Αρ.2) του 1996 οι οποίες είναι κενές κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ως προς την υποβολή αιτήσεων από τους επιτυχόντες για τις θέσεις για τις οποίες διεξάγεται η γραπτή εξέταση, οι ενδιαφερόμενοι που θα πετύχουν σε αυτή μπορούν να υποβάλουν αίτηση για τις κενές θέσεις που θα έχουν δημοσιευτεί μέχρι τον καταρτισμό του νέου Πίνακα.»

3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ακύρωσε τους διορισμούς και των έντεκα ΕΜ και δεν διαχώρισε τους διορισμούς των οκτώ ΕΜ από τους διορισμούς των τριών για νέες κενωθείσες θέσεις.

Ο πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης θα εξεταστούν μαζί.

Η επιφύλαξη του άρθρου 8 αποτελεί μεταβατική διάταξη. Η διαδικασία πλήρωσης των οκτώ θέσεων η οποία άρχισε βάσει του προηγούμενου Νόμου, ολοκληρώνεται με βάση τις διατάξεις του ισχύοντος Νόμου, αν δεν είχε διεξαχθεί η γραπτή εξέταση την οποία πρόβλεπε ο προηγούμενος Νόμος.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν με αυτή τη διαδικασία μπορεί να γίνει και πλήρωση των τριών θέσεων οι οποίες δεν δημοσιεύτηκαν και για τις οποίες δεν υποβλήθηκαν αιτήσεις.

Αυτό θα απαντηθεί με την εξέταση των άρθρων 5(3) και 7(2) στα οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει ότι οι τρεις επιπρόσθετες κενές θέσεις δεν μπορούσαν να πληρωθούν στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της διαδικασίας πλήρωσης των οκτώ θέσεων αφού δεν είχαν δημοσιευθεί και υποβληθεί αιτήσεις γι’ αυτές.

Θα διαφωνήσω μετά από αρκετό προβληματισμό με τον πρωτόδικο Δικαστή.

Ο Χατζηχαμπής, Δ. ανέφερε ότι το άρθρο 5(3) ρητά αναφέρεται σε υποβολή αιτήσεων για θέσεις που δημοσιεύονται καθώς και ότι η παραπομπή του άρθρου αυτού στο άρθρο 7(2) ενισχύει τη βασική αυτή προϋπόθεση.

Παρατηρώ ότι το άρθρο 5(3) αναφέρεται στη δημοσίευση θέ[*876]σεων στο έτος που έπεται της ημερομηνίας διεξαγωγής της εξέτασης. Υποβάλλονται αιτήσεις για τις δημοσιευθείσες το επόμενο έτος κενές θέσεις από τους επιτυχόντες στην εξέταση του προηγούμενου έτους και αρχίζει η διαδικασία καταρτισμού του Πίνακα διοριστέων με βάση το άρθρο 6.

Κρίσιμο είναι το άρθρο 6(6)(α) (βλ. πιο πάνω).

Οι επίδικες τρεις θέσεις ήταν κενές κατά την ημερομηνία καταρτισμού του Πίνακα στις 3.3.99.  Καθορίζει η εν λόγω διάταξη, όπως ίσχυε τότε, ότι «ο Πίνακας χρησιμοποιείται για την πλήρωση (i) θέσεων που είναι κενές κατά την ημερομηνία καταρτισμού του.» Διερωτώμαι γιατί ο πρωτόδικος δικαστής παραπέμπει στο άρθρο 7(2) για να υποστηρίξει ότι απαιτείται δημοσίευση. Έχω τη γνώμη ότι το άρθρο αυτό δεν έχει εφαρμογή στην κρινόμενη περίπτωση. Αναφέρεται ρητά σε θέσεις «οι οποίες είναι κενές κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου». Οι επίδικες τρεις θέσεις κενώθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του Νόμου – Οι δύο κενώθηκαν την 29.4.98 και η μία την 22.1.99. Επισημαίνω ότι ήταν κενές συνεπώς κατά την ημερομηνία καταρτισμού του Πίνακα την 3.3.99.  Γι αυτό θεωρώ ότι εφαρμόζεται το άρθρο 6(6)(α)(i).

Ο Δικαστής Χατζηχαμπής έκρινε ότι το άρθρο 6(6)(α) δεν επηρεάζει τα άρθρα 5(3), 7(2) και 6(1) ως προς το ζητούμενο θέμα της δημοσίευσης και υποβολής αιτήσεων, αλλά αφορά μόνο το εύρος των θέσεων για τις οποίες χρησιμοποιείται ο Πίνακας.

Είναι σωστή η παρατήρηση της δικηγόρου των ΕΜ ότι το άρθρο 7(2) αναφέρεται σε θέσεις οι οποίες ήταν κενές πριν την έναρξη ισχύος του Νόμου αλλά δημοσιεύτηκαν μετά και πριν τον καταρτισμό του Πίνακα. Καθώς και η θέση της ότι το άρθρο αυτό επίσης αποτελεί μεταβατική διάταξη όπως το άρθρο 8.  Συμφωνώ επίσης με τη θέση της ότι το άρθρο 6(6)(α)(i) εφαρμόζεται σε θέσεις που κενώθηκαν μετά την εφαρμογή του Νόμου (μετά την 10.1.98), είναι κενές κατά την ημερομηνία καταρτισμού του Πίνακα και δεν δημοσιεύονται, αλλά πληρούνται με βάση τον Πίνακα.

Έχω τη γνώμη ότι ούτε το άρθρο 6(1) υποστηρίζει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή για δημοσίευση. Αυτό αναφέρεται στη διαδικασία που ακολουθεί η ΕΔΥ για τον καταρτισμό του Πίνακα διοριστέων «αφού λάβει τις αιτήσεις από τους υποψηφίους για τη θέση που δημοσιεύτηκε.»

Καταλήγω ότι οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης πρέπει να επιτύ[*877]χουν. Η γραπτή εξέταση διεξήχθηκε την 31.10.98 και ο Πίνακας καταρτίστηκε την 3.3.99.

Οι τρεις επίδικες θέσεις καλώς πληρώθηκαν με βάση τη σειρά κατάταξης των υποψηφίων στον Πίνακα.

Η δικηγόρος του ΕΜ παρατήρησε, και συμφωνώ μαζί της, πως η μόνη περίπτωση που επιτρέπει ο Νόμος να καταρτιστεί άλλος Πίνακας είναι όταν οι υποψήφιοι που περιλαμβάνονται στον Πίνακα διοριστούν ή διαγραφούν και υπάρχουν ακόμα κενές θέσεις. Τότε με βάση το άρθρο 6(7)(γ) η διαδικασία καταρτισμού Πίνακα αρχίζει εκ νέου.

Πέραν των πιο πάνω είναι σωστή η εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι από το πνεύμα του Νόμου προκύπτει ότι σκοπός ήταν να διευκολυνθεί η διοίκηση.

Όσον αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης, έχω τη γνώμη ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη ως προς την ακύρωση και των έντεκα θέσεων.

Από το σχετικό πρακτικό της συνεδρίας της ΕΔΥ ημερ. 9.3.99 προκύπτει ότι για τη μία θέση επέλεξε τον Νικολάου Ανδρέα με βάση τις πρόνοιες της Νομοθεσίας για Επαγγελματική Αποκατάσταση των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμων. Για τις υπόλοιπες δέκα θέσεις επέλεξε τα ΕΜ κατά σειρά κατάταξης.

Ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι η ΕΔΥ δεν διαχώρισε μεταξύ των οκτώ θέσεων και των άλλων τριών και η απόφαση της δεν είναι δυνατό να διαχωρισθεί. Διαφωνώ με την απόφαση του ότι «ούτε μπορεί να θεωρείται δεδομένη η επιλογή και η σειρά κατάταξης αν μόνο οι οκτώ θέσεις είχαν πληρωθεί».

Έχω τη γνώμη ότι, με δεδομένο το γεγονός ότι η ΕΔΥ επέλεξε τα ΕΜ κατά σειρά κατάταξης στον Πίνακα, η επιλογή για τις οκτώ θέσεις είναι δεδομένη. Συνεπώς στερούνται εννόμου συμφέροντος για την προσβολή του διορισμού των οκτώ πρώτων ΕΜ.

Για την προσβολή του διορισμού του ΕΜ Νικολάου Ανδρέα έχω τη γνώμη ότι επίσης στερούνται εννόμου συμφέροντος.  Όπως λέχθηκε διορίστηκε με βάση τις διατάξεις του περί Επαγγελματικής Αποκαταστάσεως των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμων.

[*878]

Για την προσβολή του διορισμού στις τρεις επιπρόσθετες θέσεις συμφωνώ με τη θέση του πρωτόδικου δικαστή ότι δεν μπορεί να γίνει εικασία ως προς το πόσοι και ποίος από τους περιληφθέντες στον κατάλογο ως επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση θα είχαν υποβάλει αίτηση αν δημοσιεύονταν οι θέσεις, ώστε να μην μπορεί να λεχθεί εκ των προτέρων κατά πόσο οι αιτητές θα ήταν μεταξύ εκείνων που θα έπρεπε να κληθούν.  Γι’ αυτό το λόγο προχώρησα σε εξέταση των λόγων έφεσης. Είχαν έννομο συμφέρον προσβολής των διορισμών των τριών τελευταίων ΕΜ άσχετα με τη σειρά κατάταξης τους.

Για τους λόγους που εξήγησα, θα αποδεχόμουν την έφεση στην ολότητά της παραμερίζοντας την πρωτόδικη απόφαση και επικυρώνοντας τη διοικητική πράξη.

H έφεση επιτυγχάνει εν μέρει χωρίς έξοδα, κατά πλειοψηφία.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο