Kυπριανού Nτέμπορα και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 8

(2003) 3 ΑΑΔ 8

[*8]14 Ιανουαρίου, 2003

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στες]

1.  ΝΤΕΜΠΟΡΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

2.  ΗΛΙΑΣ ΝΤΑΧΕΡ,

3.  ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

4.  ΚΟΥΛΙΑ ΒΑΚΗ,

5.  ΓΙΟΥΛΑ ΠΑΣΧΑΛΗ,

6.  ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΜΟΥΣΟΥΛΙΔΗΣ,

7.  ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ,

8.  ΕΛΕΝΗ ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ

9.  ΜΙΝΟΣ ΜΑΧΑΙΡΙΩΤΗΣ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3093)

―――――――

Λέξεις και Φράσεις ― Ο όρος «ένοικοι» στον ορισμό της Δημόσιας κολυμβητικής δεξαμενής του Άρθρου 2 των περί Δημόσιων Κολυμβητικών Δεξαμενών Νόμων του 1992 μέχρι 1996 ― Αναφέρεται στον κάτοικο της πολυκατοικίας, στον οποίο περιλαμβάνεται και ο ιδιοκτήτης.

Ερμηνεία ― Ερμηνεία νόμου ― Βάσει της γλωσσικής διατύπωσης του νομοθέτη ― Αποκλείονται ερμηνευτικές εκδοχές που συνιστούν επέμβαση στο κείμενο του νόμου.

Σύνταγμα ― Συνταγματικότητα Νόμου ― Ισχυρισμοί για αντισυνταγματικότητα ― Βάρος απόδειξης και βαθμός απόδειξης του ισχυρισμού ― Στον έλεγχο συνταγματικότητας, διαφεύγει του δικαστικού ελέγχου η σκοπιμότητα του νομοθέτη.

Σύνταγμα ― Άρθρο 28 ― Αρχή της ισότητας ― Ισχυρισμοί για παράβασής της σε νομοθετική διάταξη ― Επιτρεπτή ανόμοια ρύθμιση ανόμοιων περιπτώσεων ― Η διάκριση της κατοικίας από την πολυκατοι[*9]κία στον ορισμό της «δημόσιας κολυμβητικής δεξαμενής» στο Άρθρο 2 των περί Δημόσιων Κολυμβητικών Δεξαμενών Νόμων, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας ― Η αρχή δεν εμποδίζει την τροποποίηση νομοθετημάτων με την προσθήκη θεμιτών ρυθμίσεων.

Σύνταγμα ― Άρθρο 23 ― Δικαίωμα ιδιοκτησίας ― Δεν είναι απεριόριστο ― Περιορισμοί προβλέπονται στο Άρθρο 23.3 ― Μεταξύ αυτών και αυτοί που αφορούν δημόσια ασφάλεια και δημόσια υγεία ― Τίθενται όχι μόνο με τυπικό νόμο, αλλά και με Κανονισμούς ― Περιορισμοί που τίθενται, αναφορικά με την ασφάλεια και υγιεινή δημόσιων κολυμβητικών δεξαμενών, στους περί Δημόσιων Κολυμβητικών Δεξαμενών Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 368/96), δεν παραβιάζουν το Άρθρο 23(3) του Συντάγματος ― Κατά συνέπεια νόμιμο το διάταγμα αναστολής της λειτουργίας της επίδικης κολυμβητικής δεξαμενής.

Δευτερογενής Νομοθεσία ― Έκδοση Κανονισμών πριν την θέση του Νόμου σε ισχύ ― Έγκυροι οι Κανονισμοί, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 27 του περί Ερμηνείας Νόμου (Κεφ. 1).

Τέθηκαν κατ’ έφεση ισχυρισμοί ακυρότητας που είχαν απορριφθεί πρωτοδίκως, μεταξύ αυτών και ισχυρισμοί για παραβίαση των Άρθρων 28 και 23(3) του Συντάγματος. Επίδικο αντικείμενο της προσφυγής, ήταν η απόφαση αναστολής της λειτουργίας της Κολυμβητικής δεξαμενής «Αμφορά».

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η λέξη «ένοικος» στην οποία δόθηκε βαρύτητα σαν το ερμηνευτικό κλειδί της διάταξης, όπως προκύπτει από διάφορα λεξικά που ερμηνεύουν το λήμμα αυτό, σημαίνει τον κάτοικο ή αυτόν που διαμένει σε συγκεκριμένο οίκημα.  Υπό αυτή την έννοια δεν μπορεί παρά ο ιδιοκτήτης διαμερίσματος σε πολυκατοικία να είναι και ένοικος της.  Είναι έννοια ευρεία που σκόπιμα χρησιμοποιείται για να περιλάβει τον ιδιοκτήτη ή συνιδιοκτήτη διαμερίσματος.  Δεν είναι έννοιες αντίθετες για τους σκοπούς της διάταξης.  Η μια χωρεί στην άλλη (ένοικος), που είναι λέξη αμφίσημη. 

     Η προτεινόμενη από τους εφεσείοντες ερμηνεία, ότι δηλαδή ο ορισμός του Άρθρου 2 καλύπτει τις περιπτώσεις που αφορούν άσκηση επιχείρησης από τρίτους, δεν συνάδει με τη γλωσσική διατύπωση του νομοθέτη. Η κατάληξη ότι η προτεινόμενη ερμηνευτική εκδοχή είναι η σωστή, θα πρέπει απαραίτητα να γίνει μέσω της επέμβασης στο κείμενο, που σαφώς δεν είναι έργο του ερ[*10]μηνευτή του δικαίου. 

     Κατά συνέπεια οι λόγοι έφεσης, που πλήττουν το συμπέρασμα της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο σχετίζεται με το χαρακτηρισμό της δεξαμενής ως δημόσιας, απορρίπτονται.

2.  Ο κανόνας είναι ότι το βάρος της απόδειξης έχει ο διάδικος που επιζητεί να κηρύξει νόμο (ή διατάξεις του) ανίσχυρο, λόγω αντισυνταγματικότητας. Το επίπεδο απόδειξης είναι έξω από κάθε λογική αμφιβολία. Έτσι αν γίνει δεκτό πως οι εφεσείοντες ανέτρεψαν το τεκμήριο με το παραπάνω ψηλό μέτρο ή επίπεδο απόδειξης, δεν αναφύεται ζήτημα μετακύλησης του βάρους απόδειξης. Ο σκοπός των εφεσειόντων θα έχει δικαιωθεί.

3.  Διαφεύγει του δικαστικού ελέγχου η αμφισβήτηση της σκοπιμότητας νομοθετικού μέτρου, η οποία συναρτάται με την αξιολόγηση του νόμου, αν είναι δηλαδή καλός ή κακός και όχι στη συνταγματικότητα του. Έτσι και εδώ ανάγεται στη σκοπιμότητα του νόμου αν με τις πρόνοιες του θα εξαιρούσε την κοινόκτητη και κοινόχρηστη κολυμβητική δεξαμενή πολυκατοικίας, αντί εκείνης που προορίζεται για χρήση από την οικογένεια ή αν θα περιλάμβανε και τις δύο περιπτώσεις.

     Πέραν τούτου η νομολογία έχει καθιερώσει ότι η αρχή της ισότητας δεν απαγορεύει τη ρύθμιση ανόμοιων περιπτώσεων με διαφορετικό τρόπο, με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες που συνδέονται με την κάθε περίπτωση, εφόσον οι ρυθμίσεις στηρίζονται σε γενικά αντικειμενικά κριτήρια, που έχουν σχέση με το αντικείμενο της διευθέτησης.  Ο πρωτόδικος δικαστής εξήγησε γιατί δεν μπορούν να εξομοιωθούν οι δύο περιπτώσεις.  Το Δικαστήριο συμφωνεί με τους λόγους που έδωσε.  Σημασία έχει ότι εδώ υπάρχουν δύο διαφορετικές, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, καταστάσεις. Κατά κανόνα η κατοικία και η πολυκατοικία έχουν διαφορετικά μεγέθη, που δημιουργούν κατ’ ανάγκη διαφορετική αντιμετώπιση από την άποψη της υγιεινής και της ασφάλειας. Σ’ αυτό εντοπίζεται η ratio legis.

     Το γεγονός ότι η δεξαμενή λειτουργούσε κανονικά πριν από τη ψήφιση του νόμου, αφού είχε εξασφαλισθεί άδεια και πιστοποιητικό έγκρισης, δεν απαγορεύει στο νομοθέτη να θέσει συνταγματικά θεμιτούς όρους ή περιορισμούς. 

4.  Αναμφισβήτητα το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν είναι απεριόριστο.  Τα όρια συγκεκριμενοποιεί η παράγρ. 3 του Άρθρου 23. Μεταξύ [*11]αυτών είναι η δημόσια ασφάλεια και η δημόσια υγεία. Οι όροι, δεσμεύσεις ή περιορισμοί χάριν των σκοπών αυτών είναι εφικτοί - και θεμιτοί - υπό την προϋπόθεση ότι δεν καταλύουν αυτό τούτο το δικαίωμα.  Είναι θεμιτοί αν αποτελούν συγκερασμό των αξιών που περικλείει το δικαίωμα με τις ανάγκες της κοινωνικής συμβίωσης.

     Είναι ορθό, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος των εφεσειόντων, ότι περιορισμοί μπορούν να τεθούν με τυπικό νόμο. Είναι όμως εξίσου ορθό ότι μπορούν να τεθούν, όπως γίνεται πολλές φορές, με κανονισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι ο νόμος περιέχει σαφή εξουσιοδότηση προς τη διοίκηση για το σκοπό αυτό. 

     Τέτοιους ανεκτούς περιορισμούς θεσπίζουν κατ’ αρχήν τα Άρθρα 2 και 4. Και εξουσιοδοτείται συνάμα το Υπουργικό Συμβούλιο να προβεί στις απαραίτητες κανονιστικές ρυθμίσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας. Κατά συνέπεια ούτε το προσβαλλόμενο διάταγμα, που ερείδεται σ’ αυτές, είναι αντίθετο με το Άρθρο 23(3). Με τους τεθέντες περιορισμούς οι εφεσείοντες δεν έχουν στερηθεί της ιδιοκτησίας τους, ούτε αυτή αδρανοποιήθηκε σε σχέση με τον προορισμό της.

     Το επιχείρημα ότι οι περιορισμοί ως προς την ασφάλεια ή υγεία δεν μπορεί παρά να απευθύνονται σε τρίτους ή το δημόσιο και όχι στους ιδιοκτήτες ακινήτου, δεν ευσταθεί. Δε θα είχε νόημα. Δεν αποκόπτονται ούτε είναι δυνατό να απομονώνονται οι ένοικοι πολυκατοικίας, έστω και αν είναι ιδιοκτήτες της, από τον κοινωνικό ιστό. Η δημόσια υγεία, όπως και η ασφάλεια, όποτε απειλούνται, προστατεύονται άμεσα. Διαφορετικά η ιδιοκτησία θα ήταν απόλυτη. Ό,τι διαπνέει το νόμο αυτό, είναι η έγνοια του νομοθέτη να εξασφαλίσει αυτονόητες συνθήκες ασφάλειας και υγιεινής των λουομένων και δεν υπήρχε ανάγκη για άλλη ή περαιτέρω απόδειξη ότι οι περιορισμοί ήταν «απόλυτα απαραίτητοι προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας».

     Η εξουσιοδότηση του Άρθρου 11 είναι επαρκώς εξειδικευμένη όπως προκύπτει όχι μόνο από τις επιτρεπτές ρυθμίσεις που παρατέθηκαν, αλλά και τις υπόλοιπες πρόνοιες του Άρθρου 11, οι οποίες δεν υπερβαίνουν τα όρια είτε του νόμου είτε του Άρθρου 23 του Συντάγματος.  Συνεπώς το επίδικο διάταγμα είναι έγκυρο. 

5.  Μένει το επιχείρημα ότι η δημοσίευση πριν τη θέση σε ισχύ των κανονισμών τούς κατέστησε εξυπαρχής άκυρους. Το Δικαστήριο συμφωνεί με την πρωτόδικη κρίση ότι με βάση τις διατάξεις του [*12]Άρθρου 27 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, οι Κανονισμοί είναι έγκυροι.  Το βεβαιώνει η απλή ανάγνωση του άρθρου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα

Αναφερόμενες υποθέσεις:

G. Lordos v. Attorney-General (1963) 2 C.L.R. 189,

Frederickou Schools Co. Ltd. κ.α. v. Acuac Inc., Π.Ε. 8266 και 8530, ημερ. 10/10/02,

Δημητριάδου κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85,

Police v. Hondrou, 3 R.S.C.C. 82,

Savva v. Republic (1973) 3 C.L.R. 627,

Ρ.Ι.Κ. ν. Καραγιώργη (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,

Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 522,

Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63,

Δαμιανού ν. Ρ.Ι.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 129,

Simonis and Another v. Improvement Board of Latsia (1984) 3 C.L.R. 109,

Μεγάλεμου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 667,

Malachtou v. Attorney-General (1981) 1 C.L.R. 543,

Kρονίδου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 3 Α.Α.Δ. 530.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 1218/98) ημερομηνίας 13/7/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά του διατάγματος ημερ. 22/9/98, με το οποίο ο Υπουργός Υγείας ανέστειλε τη λειτουργία κολυμβητικής δεξαμενής, γνωστής ως “Αμφορά”, σύμφωνα με το Άρθρο 7(1) των περί Δημόσιων Καλυμβητικών Δεξαμενών Νόμων 1992-1996.

[*13]Δ. Βάκης, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Ερωτοκρίτου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Αντικείμενο της έφεσης είναι διάταγμα ημερ. 22/9/98 με το οποίο ο Υπουργός Υγείας ανέστειλε τη λειτουργία κολυμβητικής δεξαμενής γνωστής ως «Αμφορά». Η δεξαμενή βρίσκεται στην αυλή ομώνυμης πολυκατοικίας στην οδό Μιχαήλ Κάσιαλου 1 στη Λευκωσία. Είναι σημαντικό – αυτό άλλωστε δημιούργησε τη διένεξη – ότι η δεξαμενή θεωρήθηκε «δημόσια κολυμβητική δεξαμενή», όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται από τους περί Δημόσιων Κολυμβητικών Δεξαμενών Νόμους 1992 μέχρι 1996   [(Ν. 55(Ι)/92, όπως τροποποιήθηκε από το ν. 105(Ι)/96)]. Ας σημειωθεί ότι ο βασικός νόμος, που δημοσιεύθηκε στις 10/7/92, τέθηκε σε ισχύ την 15/5/97 με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ. Κ.Δ.Π. 156/97), που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρ. 12 του νόμου.

Την εξουσία για την έκδοση διατάγματος σε σχέση με δημόσια δεξαμενή απονέμει στον Υπουργό Υγείας το άρθρ. 7(1) του νόμου. Ασκείται στην περίπτωση που τέτοια δεξαμενή «αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή ασφάλεια», οπόταν ο Υπουργός έχει διακριτική ευχέρεια να ζητήσει την άμεση αναστολή της λειτουργίας της. Σε μια τέτοια περίπτωση η δεξαμενή «θα παραμένει κλειστή για χρήση από το κοινό για τόσο χρονικό διάστημα όσο ο Υπουργός Υγείας για λόγους δημόσιας υγείας ή ασφάλειας θεωρήσει σκόπιμο».

Η επισκόπηση του νομοθετικού πλαισίου εξέτασης της υπόθεσης πρέπει απαραίτητα να επεκταθεί και να περιλάβει τα άρθρ. 4 και 9. Ο δικηγόρος των εφεσειόντων, για λόγους που ανέπτυξε (και θα μας απασχολήσουν στις λεπτομέρειες τους) υπέβαλε ότι οι διατάξεις τους είναι αντισυνταγματικές. Προσκρούουν στο άρθρ. 23(3) του Συντάγματος, που καθορίζει περιοριστικά τους όρους τους οποίους μπορεί να επιβάλει ο κοινός νομοθέτης στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Και επίσης στο άρθρ. 28(1) που κατοχυρώνει την ισονομία και ευρύτερα την αρχή της ισότητας. Το άρθρ. 4 ρυθμίζει τα της άδειας λειτουργίας δημόσιας δεξαμενής, ενώ το άρθρ. 9 ποινικοποιεί τη λειτουργία της [*14]χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή ή κατά παράβαση των κανονισμών. Θα μπορούσε εδώ να λεχθεί ότι, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρ. 10, όσοι λειτουργούσαν δημόσια δεξαμενή πριν από την εφαρμογή του νόμου, όφειλαν μέσα σε έξη μήνες από της εφαρμογής του να αποταθούν για άδεια λειτουργίας.

Επιβάλλεται και η μνημόνευση του άρθρ. 11. Καθορίζει τα θέματα τα οποία το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να ρυθμίζει με κανονισμούς. Πράγματι εκδόθηκαν, κατ’ επίκληση του εξουσιοδοτικού αυτού άρθρου, κανονισμοί τιτλοφορούμενοι οι περί Δημόσιων Κολυμβητικών Δεξαμενών Κανονισμοί1996 (Κ.Δ.Π. 368/96). Πρέπει ωστόσο να πούμε ότι οι κανονισμοί αυτοί εκδόθηκαν στις 22/11/96, έξι περίπου μήνες πριν τη θέση σε ισχύ του φερώνυμου νόμου. Αναφέρουμε το γεγονός γιατί έδωσε λαβή σε επιχείρημα για ανυπαρξία κανονισμών κατά τον κρίσιμο χρόνο ή ότι, εν πάση περιπτώσει, έγιναν καθ’ υπέρβαση της παραπάνω εξουσιοδοτικής νομοθετικής ρήτρας. Είναι, όπως επικράτησε να λέγουμε, ultra vires  του νόμου.

Οι κανονισμοί αποκτούν σημασία γιατί αποτελούν την αιτιολογική βάση του επίδικου διατάγματος στο οποίο επισυνάφθηκε. Αντιγράφουμε ως έχει την αιτιολογία:

«Λόγοι έκδοσης διατάγματος αναστολής

λειτουργίας Δημόσιας Κολυμβητικής δεξαμενής «Αμφορά»

1.  Έλλειψη Ναυαγοσώστη [(Κανον. 47(2)]

2.  Έλλειψη οδηγιών λούσεως και κανόνων ορθής χρήσεως της δεξαμενής [(Κανον. 48(1)]

3.  Έλλειψη βοηθητικών χώρων και εγκαταστάσεων (π.χ. καταιονητήρων, αποχωρητηρίων κλπ.)»

Προηγήθηκε επιστολή του Δήμου Λευκωσίας ημερ. 9/6/98 με την οποία ζητήθηκε η έκδοση του επίδικου διατάγματος γιατί οι εφεσείοντες δεν απασχολούσαν, όπως επιβάλλει ο σχετικός κανονισμός «επόπτη ασφάλειας», δηλαδή, ναυαγοσώστη.  Ακολούθησε στις 11/9/98 συνδυασμένη επί τόπου επιθεώρηση της δεξαμενής από τις αντίστοιχες υγειονομικές υπηρεσίες του Δήμου και του Υπουργείου.

Έχουν διατυπωθεί έξι λόγοι έφεσης. Θίγουν όμως τρεις ουσιαστικές πτυχές του θέματος, όπως επεσήμανε και ο δικηγόρος των εφεσειόντων. Η πρώτη, με την οποία θα ασχοληθούμε άμεσα, [*15]είναι ότι η επίδικη δεξαμενή δεν μπορεί, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, να χαρακτηρισθεί ως «δημόσια κολυμβητική δεξαμενή». Το καταστάλαγμα της πρωτόδικης απόφασης στο σημείο αυτό είναι:

«Στην προκείμενη περίπτωση η επίδικη κολυμβητική δεξαμενή η οποία προορίζεται για χρήση από ομάδα πληθυσμού όπως είναι οι ένοικοι της πολυκατοικίας οι οποίοι δεν αποτελούν μέλη μιας οικογένειας αποφαίνομαι ότι είναι «δημόσια κολυμβητική δεξαμενή» εντός της εννοίας του νόμου.»

Το παραπάνω ερμηνευτικό συμπέρασμα βάλλεται ως λανθασμένο. Η γενική θέση των εφεσειόντων είναι ότι η δεξαμενή «Αμφορά» δεν εμπίπτει στον ορισμό του άρθρ. 2. Έπεται ότι το διάταγμα εκδόθηκε χωρίς να υπάρχει η προς τούτο αρμοδιότητα. Η συζήτηση στο δικάσαν δικαστήριο ξεκίνησε – είναι αναπόφευκτα και η δική μας αφετηρία – από τον ορισμό του άρθρ. 2 στον οποίο και στεκόμαστε:

«Δημόσια Κολυμβητική Δεξαμενή» σημαίνει την κολυμβητική δεξαμενή που προορίζεται για χρήση γενικά από το κοινό ή από ομάδες πληθυσμού όπως μέλη συλλόγων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ξενοδοχείων, ενοίκους πολυκατοικίας κλπ ανεξάρτητα από ιδιοκτησία, και/ή επιβολή τιμήματος χρήσης, αλλά δεν περιλαμβάνει την κολυμβητική δεξαμενή που προορίζεται για χρήση αποκλειστικά από τα μέλη μιας οικογένειας και/ή τους προσκεκλημένους της.»

Οι εφεσείοντες αντίθετα είχαν υποβάλει – μας έθεσαν τα ίδια επιχειρήματα – ότι με δεδομένη και τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστή ότι τη δεξαμενή χρησιμοποιούν μόνο οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων, ο παραπάνω όρος ερμηνεύθηκε λανθασμένα.  Η δική τους προσέγγιση στηρίζεται στη σκέψη ότι ο όρος δεν περιλαμβάνει, όπως συμβαίνει εδώ, δεξαμενή που προορίζεται για αποκλειστική χρήση των ιδιοκτητών. Οι τελευταίοι δεν συνιστούν «ομάδες πληθυσμού». Οι λέξεις αυτές καλύπτουν ό,τι ο νόμος ορίζει, δηλαδή, «μέλη συλλόγων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ξενοδοχείων, ενοίκους πολυκατοικίας κλπ.» Αυτό σημαίνει ομάδες ανθρώπων της ίδιας τάξης, οι οποίοι κάμνουν χρήση δεξαμενής που δεν αποτελεί ιδιοκτησία τους. Αλλά τη λειτουργεί και τη διαχειρίζεται τρίτος στα πλαίσια άσκησης επιχείρησης από αυτόν.

Το επιχείρημα συμπληρώνει ο συλλογισμός ότι η αντίκρυση του θέματος με τον τρόπο που εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες συνάδει με το πνεύμα και το γράμμα του ίδιου του νόμου και επίσης με τις [*16]πρόνοιες του άρθρ. 23 του Συντάγματος. Εφαρμόζοντας την τελολογική ερμηνεία, στο νόμο υπάγονται μόνο οι δεξαμενές που λειτουργούν σαν επιχειρήσεις. Δεν μπορεί να αφορούν, λόγω του άρθρ. 23, τον έλεγχο δεξαμενών που απολαμβάνουν κατ’ αποκλειστικότητα οι ιδιοκτήτες, ως αποτέλεσμα της άσκησης των δικαιωμάτων τους, που απορρέουν από το άρθρ. 23. Έχει επίσης λεχθεί ότι η σκέψη του δικαστή, που διαμόρφωσε, κατά το συνήγορο και την απόφασή του, ότι ένας ιδιοκτήτης δυνατό να ενοικιάσει το διαμέρισμα του ή να επιτρέψει με άλλη διευθέτηση σε τρίτο να διαμένει σ’ αυτό είναι άσχετη. Διαζευκτικά, συνηγορεί υπέρ της θέσης των εφεσειόντων, που στηρίζεται στο γεγονός ιδιοκτησίας ή συνιδιοκτησίας των κοινόχρηστων χώρων μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η δεξαμενή.

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων μας παρέπεμψε σε κάποια ερμηνευτικά αξιώματα, όπως ότι οι νόμοι, που περιέχουν ποινικές διατάξεις, πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά και προς όφελος εκείνων που μπορεί να αντιμετωπίσουν ποινικές κατηγορίες (Maxwell “Interpretation of Statutes” 12η έκδοση, 238-240). Αναφέρθηκε στην υπόθεση G. Lordos v. The Attorney-General (1963) 2 C.L.R. 189, για να εισηγηθεί ότι η ερμηνεία είναι στενότερη κατά μείζονα λόγο όταν μια υπόθεση αφορά συνταγματικά δικαιώματα. Οι θέσεις της Δημοκρατίας αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο που σχηματίζουν οι αιτιολογικές σκέψεις της εκκαλούμενης απόφασης.

Η λέξη «ένοικος» στην οποία δόθηκε βαρύτητα σαν το ερμηνευτικό κλειδί της διάταξης, όπως προκύπτει από διάφορα λεξικά που είδαμε και ερμηνεύουν το λήμμα αυτό, σημαίνει τον κάτοικο ή αυτόν που διαμένει σε συγκεκριμένο οίκημα. Υπό αυτή την έννοια δεν μπορεί παρά ο ιδιοκτήτης διαμερίσματος σε πολυκατοικία να είναι και ένοικός της. Είναι θα λέγαμε έννοια ευρεία που σκόπιμα χρησιμοποιείται για να περιλάβει τον ιδιοκτήτη ή συνιδιοκτήτη διαμερίσματος. Δεν είναι έννοιες αντίθετες για τους σκοπούς της διάταξης. Η μια χωρεί στην άλλη (ένοικος), που είναι λέξη αμφίσημη. 

Θα παρατηρούσαμε περαιτέρω ότι η προτεινόμενη ερμηνεία ότι δηλαδή ο ορισμός του άρθρ. 2 καλύπτει τις περιπτώσεις που αφορούν άσκηση επιχείρησης από τρίτους δεν συνάδει με τη γλωσσική διατύπωση του νομοθέτη. Για να καταλήξουμε ότι η προτεινόμενη ερμηνευτική εκδοχή είναι η σωστή θα πρέπει απαραίτητα να επέμβουμε στο κείμενο, που σαφώς δεν είναι έργο του ερμηνευτή του δικαίου. Θα μπορούσαμε εδώ να επαναλάβουμε ότι επισημάναμε στην Π.Ε. 8266 και 8530, Frederickou Schools Co. Ltd. κ.ά. v. Acuac [*17]Inc., ημερ. 10/10/02. Η υπόθεση αφορούσε ερμηνεία συμφωνίας. Όμως, λόγω της συνάφειας των σχετικών ερμηνευτικών κανόνων, ισχύει και για την παρούσα περίπτωση:

«................ ο σκοπός της συμφωνίας είναι βασικό στοιχείο που συντείνει στη νοηματοδότηση της.  Φυσικά η λεκτική διατύπωση οριοθετεί την ερμηνευτική προσπάθεια. Διαφορετικά ο ερμηνευτής θα υποκαθιστούσε με τη δική του υποκειμενική κρίση τη βούληση των μερών.»

Κατά συνέπεια οι λόγοι έφεσης, που πλήττουν το συμπέρασμα της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο σχετίζεται με το χαρακτηρισμό της δεξαμενής ως δημόσιας απορρίπτονται.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι ο νόμος, ειδικότερα τα Άρθρα 4 και 9, το ουσιαστικό περιεχόμενο των οποίων έχουμε παραθέσει, είναι αντισυνταγματικός. Προσκρούει, κατά την εισήγηση τους, στα Άρθρ. 23.3 και 28 του Συντάγματος. Είναι αναμφισβήτητο ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν είναι απεριόριστο. Εκτείνεται μέχρι το σημείο που επιτρέπουν οι ρητές διατάξεις της παραγρ. (3), που ορίζουν ότι:

«23.3 Η άσκηση τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθεί διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.»

Ο πρωτόδικος δικαστής, αφού αναφέρθηκε στις παραπάνω διατάξεις, και περαιτέρω στο ότι οι λόγοι δημόσιας υγείας και ασφάλειας ενσωματώνονται στο άρθρ. 7(1) του νόμου, εξειδικεύονται στο επίδικο διάταγμα και αφορούν παραβάσεις των Καν. 47(2) και 48(1) «σχετικά με έλλειψη ναυαγοσώστη, οδηγιών χρήσεως και βοηθητικών χώρων». Χωρίς να το αναφέρει ρητά, ο δικαστής ουσιαστικά απέρριψε την ένσταση αντισυνταγματικότητας ακριβώς γιατί επρόκειτο για ανεκτούς συνταγματικά περιορισμούς. Τη γνώμη του, αναφορικά με την εμβέλεια του περιορισμού, ενίσχυσε με το παρακάτω απόσπασμα από την υπόθεση Δημητριάδου κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85:

«Αναφορικά με το είδος και την έκταση του περιορισμού έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει [*18]στην αξιολόγηση και εκτίμηση της Διοίκησης, εκτός αν πεισθεί ότι η τελευταία ενήργησε κατά παράβαση του νόμου ή με πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής τους εξουσίας.»

Μια άλλη υπόθεση που παραθέτει ο δικαστής για να απορρίψει το επιχείρημα αντισυνταγματικότητας, που έχει ως βάση και πλαίσιο το άρθρ. 28 του Συντάγματος ότι, δηλαδή, οι εφεσείοντες έτυχαν άνισης μεταχείρισης σε σχέση με δεξαμενή που χρησιμοποιεί μια οικογένεια αναφέρει:

«Το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας.  Νόμος, που είναι αντίθετος ή ασύμφωνος με οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος, δεν μπορεί να επιβιώσει.  Σύμφωνα με το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων κάθε νόμος είναι συνταγματικός εκτός εάν αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, η αντίθεση ή η ασυμφωνία του προς τη διάταξη του Συντάγματος.  Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας είναι δικανικός και δεν αναφέρεται ούτε στη σοφία ούτε στη σκοπιμότητα ή τις επιπτώσεις του νόμου ούτε στα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης – (βλ. The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640).”

O δικαστής αφού αναφέρεται στο επιχείρημα των εφεσειόντων περί διάκρισης σε βάρος τους το απορρίπτει με τα εξής:

«Είναι η θέση τους ότι η διάκριση μεταξύ της δικής τους υπό εξέταση περίπτωσης και της περίπτωσης η οποία αφορά κολυμβητική δεξαμενή που προορίζεται για χρήση αποκλειστικά από τα μέλη μιας οικογένειας και τους προσκεκλημένους της, δημιουργεί άνιση σε βάρος τους μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρ. 28 του Συντάγματος. Δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση. Η σύγκριση γίνεται μεταξύ δύο ανόμοιων καταστάσεων. Η κολυμβητική δεξαμενή που βρίσκεται στον ιδιωτικό χώρο οικίας και προορίζεται για αποκλειστική χρήση των μελών μιας οικογένειας δεν είναι το ίδιο πράγμα με την κοινόκτητη κολυμβητική δεξαμενή που χρησιμοποιούν οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας των οποίων ο αριθμός μπορεί να είναι μικρός ή μέχρι και πολύ μεγάλος. Ανάλογες προς τον αριθμό των ατόμων που καθημερινά χρησιμοποιούν μια κολυμβητική δεξαμενή είναι και οι ανάγκες για διατήρηση της δεξαμενής σε συνθήκες υγιεινής κατάστασης, συνθήκες εγκαταστάσεων και ασφάλειας των λουομένων. Η διαφορά νομίζω είναι τόσο εμφανής ώστε να μη χρειάζεται να κατα[*19]γραφούν οι παράγοντες που δημιουργούν την ειδοποιό διαφορά για τους σκοπούς του νόμου.  Δεν διαπιστώνω ότι ο νόμος δημιουργεί οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση ή άνιση μεταχείριση όπως ισχυρίζονται οι αιτητές.»

Οι εφεσείοντες πρόβαλαν ενώπιόν μας τα ίδια και κάποια νέα επιχειρήματα.  Θα συνοψίσουμε τα κυριότερα. Η βασική τοποθέτηση παραμένει ότι ο νόμος, στην έκταση που θέτει όρους ή περιορισμούς στο συνταγματικό δικαίωμα των εφεσειόντων να απολαμβάνουν την περιουσία τους, όπως και πριν από τη ψήφιση του νόμου, αντίκειται στο άρθρ. 23. Οι απαράδεκτοι, από συνταγματική άποψη, όροι που επιβλήθηκαν είναι η αναγκαιότητα λήψης άδειας λειτουργίας και η συμμόρφωση με κανονισμούς.  Και ότι η παράλειψη τήρησης των όρων αυτών καθίσταται  ποινικά κολάσιμη. Όμως, με βάση την Police v. Hondrou 3 R.S.C.C. 82 και Savva v. Republic (1973) 3 C.L.R. 627, η άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας μπορεί να υποβληθεί σε περιορισμούς ή δεσμεύσεις μόνο «διά νόμου» (άρθρ. 23.3)  Και τέτοιους όρους δεν περιέχει ο νόμος. Όχι μόνο αυτό, αλλά το δικαίωμα περιορίζεται με αναφορά σε ανύπαρκτους κανονισμούς. Η μεταγενέστερη θέσπιση τους δεν θεραπεύει την αντισυνταγματικότητα από την οποία έπασχε ο νόμος από τη γένεσή του.

Ανεξάρτητα και πέρα από τα ανωτέρω, οι τέτοιοι περιορισμοί δεν μπορεί να είναι ανεκτοί αφού (κατά την εισήγηση) δεν αφορούν τους ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες περιουσίας, αλλά τρίτα πρόσωπα. Ακόμη και στην περίπτωση που οι εν λόγω όροι εξυπηρετούσαν τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία, θα έπρεπε να θεωρηθούν απαραίτητοι, για να εξασφαλίσουν το χρίσμα συνταγματικότητας. Ο νόμος όμως σιωπά ως προς την ανάγκη και το δικαστήριο δεν εξετάζει το ζήτημα από αυτή τη σκοπιά. Ούτε απάντησε τα επιχειρήματα ότι οι τεθέντες περιορισμοί δεν βρίσκουν έρεισμα στις συνταγματικές διατάξεις.

Αφού (στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων) αναφέρεται από την πρωτόδικη απόφαση το μέρος εκείνο που καταγράφει τους λόγους για έκδοση του διατάγματος (το έχουμε ήδη αντιγράψει), ο δικηγόρος των εφεσειόντων υποβάλλει ότι ο έλεγχος συνταγματικότητας νόμου δε διενεργείται σε συσχετισμό είτε με κανονισμούς είτε με το επίδικο διάταγμα.

Σχολιάζεται επίσης η διαπίστωση του δικαστή, βασισμένη στο τεκμήριο υπέρ συνταγματικότητας του νόμου, ότι δεν αποδείχθηκε από τους εφεσείοντες η αντισυνταγματικότητα των άρθρ. 2, 4 [*20]και 9 αυτού του νόμου, στον απαιτούμενο από τη νομολογία βαθμό απόδειξης (έξω από κάθε λογική αμφιβολία). Το συμπέρασμα του αυτό επικρίνεται ως λανθασμένο. Έχει συναφώς ειπωθεί ότι οι εφεσείοντες πέτυχαν, με την επιχειρηματολογία τους (έτσι το έθεσαν), να μεταθέσουν το βάρος απόδειξης στη Δημοκρατία, που όφειλε στη συνέχεια να καταδείξει τη συνταγματικότητα των επίμαχων διατάξεων. Παρατηρούμε ότι ο κανόνας είναι ότι το βάρος της απόδειξης έχει ο διάδικος που επιζητεί να κηρύξει νόμο (ή διατάξεις του) ανίσχυρο, λόγω αντισυνταγματικότητας. Το επίπεδο απόδειξης είναι αυτό στο οποίο μόλις έχουμε αναφερθεί (βλ. και Ρ.Ι.Κ. ν. Χρ. Καραγιώργη (1991) 3 Α.Α.Δ. 159).  Έτσι αν δεχθούμε πως οι εφεσείοντες ανέτρεψαν το τεκμήριο με το παραπάνω ψηλό μέτρο ή επίπεδο απόδειξης δεν αναφύεται ζήτημα μετακύλησης του βάρους απόδειξης.  Ο σκοπός των εφεσειόντων θα έχει δικαιωθεί.

Η άλλη όψη της αντισυνταγματικότητας, που έχει ως έρεισμα το άρθρ. 28, είναι συνοπτικά διατυπωμένη στο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, η καταγραφή του οποίου προηγήθηκε. Υποβάλλεται ότι ο διαχωρισμός των αιτητών από τους ιδιοκτήτες μιας οικογενειακής δεξαμενής είναι αυθαίρετος, αδικαιολόγητος και άνευ ερείσματος. Ας σημειωθεί ότι οι εισηγήσεις των εφεσειόντων απολήγουν και σε τούτο: ότι η εξαίρεση από τις πρόνοιες του νόμου έπρεπε να θεσπισθεί χάριν προσώπων όπως οι εφεσείοντες και όχι για τα μέλη μιας οικογένειας και τους φιλοξενούμενους τους, που μπορεί να μην είναι συνάμα και ιδιοκτήτες.

Αποτελεί βολική αφετηρία η συζήτηση του τελευταίου θέματος από την οπτική γωνία του άρθρ. 28. Διευκρινίζεται όμως πρώτα ότι διαφεύγει του δικαστικού ελέγχου η αμφισβήτηση της σκοπιμότητας νομοθετικού μέτρου, η οποία συναρτάται με την αξιολόγηση του νόμου, αν είναι δηλαδή καλός ή κακός και όχι στη συνταγματικότητα του. (βλ. και Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 522). Έτσι και εδώ ανάγεται στη σκοπιμότητα του νόμου αν με τις πρόνοιες του θα εξαιρούσε την κοινόκτητη και κοινόχρηστη κολυμβητική δεξαμενή πολυκατοικίας αντί εκείνης που προορίζεται για χρήση από την οικογένεια ή αν θα περιλάμβανε και τις δύο περιπτώσεις.

Πέραν τούτου η νομολογία έχει καθιερώσει ότι η αρχή της ισότητας δεν απαγορεύει τη ρύθμιση ανόμοιων περιπτώσεων με διαφορετικό τρόπο με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες που συνδέονται με την κάθε περίπτωση, εφόσον οι ρυθμίσεις στηρίζονται σε γενικά αντικειμενικά κριτήρια, που έχουν σχέση με το αντικείμενο της [*21]διευθέτησης (βλ. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63, Δαμιανού ν. Ρ.Ι.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 129). Ο πρωτόδικος δικαστής εξήγησε γιατί δεν μπορούν να εξομοιωθούν οι δύο περιπτώσεις. Συμφωνούμε με τους λόγους που έδωσε. Σημασία έχει ότι εδώ υπάρχουν δύο διαφορετικές, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, καταστάσεις. Κατά κανόνα η κατοικία και η πολυκατοικία έχουν διαφορετικά μεγέθη, που δημιουργούν κατ’ ανάγκη διαφορετική αντιμετώπιση από την άποψη της υγιεινής και της ασφάλειας. Σ’ αυτό εντοπίζουμε τη ratio legis.

Το γεγονός ότι η δεξαμενή λειτουργούσε κανονικά πριν από τη ψήφιση του νόμου, αφού είχε εξασφαλισθεί άδεια και πιστοποιητικό έγκρισης, δεν απαγορεύει στο νομοθέτη να θέσει συνταγματικά θεμιτούς όρους ή περιορισμούς. Αυτό είναι το νόημα των αποφάσεων του Σ.τ.Ε 2484/85, 2866/88, που απαντούν ευθέως το σχετικό επιχείρημα των εφεσειόντων αναφορικά και με τις δύο πτυχές αντισυνταγματικότητας που έθιξαν. Παραθέτουμε τη σύνοψη:

«Η αρχή της ισότητας δεν εμποδίζει το νομοθέτη να τροποποιεί την κείμενη νομοθεσία θεσπίζοντας γενικές απρόσωπες και αντικειμενικές ρυθμίσεις, έστω και αν με τους νεώτερους νόμους εισάγονται διαφορετικές ρυθμίσεις σε σχέση με εκείνες που ίσχυαν κατά το παρελθόν.»

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τα λοιπά επιχειρήματα αναφορικά με την αντισυνταγματικότητα, αφού προσδιορίσουμε, όσο γίνεται πιο σύντομα, τη φύση και έκταση του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Αναπόφευκτα στη συζήτηση μας εμπλέκεται και το τρίτο βασικό επιχείρημα ότι οι επίδικοι κανονισμοί είναι ultra vires του νόμου.

Αναμφισβήτητα το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν είναι απεριόριστο (βλ. Simonis and Another v. The Improvement Board of Latsia (1984) 3 C.L.R. 109). Τα όρια συγκεκριμενοποιεί η παράγρ. 3 του άρθρ. 23. Μεταξύ αυτών είναι η δημόσια ασφάλεια και η δημόσια υγεία. Οι όροι, δεσμεύσεις ή περιορισμοί χάριν των σκοπών αυτών είναι εφικτοί – και θεμιτοί – υπό την προϋπόθεση ότι δεν καταλύουν αυτό τούτο το δικαίωμα. Είναι θεμιτοί αν αποτελούν συγκερασμό των αξιών που περικλείει το δικαίωμα με τις ανάγκες της κοινωνικής συμβίωσης.

Είναι ορθό, όπως εισηγήθηκε ο κ. Βάκης, ότι περιορισμοί μπορούν να τεθούν με τυπικό νόμο. Είναι όμως εξίσου ορθό ότι μπο[*22]ρούν να τεθούν, όπως γίνεται πολλές φορές, με κανονισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι ο νόμος περιέχει σαφή εξουσιοδότηση προς τη διοίκηση για το σκοπό αυτό. Το ζήτημα έχει, από τα πρώτα της βήματα, αποσαφηνίσει η νομολογία στην υπόθεση Hondrou, ανωτέρω (σελ. 86):

«Ιn the opinion of the Court, therefore, the expression “imposed by law” in paragraph 3 of Article 23, the expression “prescribed by law” in paragraph 2 of Article 25 and like expressions in other Articles of Part II of the Constitution, mean, in so far as laying down and defining the extent and framework of the particular restriction or limitation is concerned, a law of the House of Representatives. This does not however, prevent the House of Representatives from delegating its power to legislate in respect of prescribing the form and manner of, and the making of other detailed provisions for, the carrying into effect and applying the particular restriction or limitation within the framework as laid down by such law, e.g. the addition of further items or instances falling within the restriction or limitation in question. Such a course is presumed to be included in the will of the people as expressed through the particular law of its elected representatives.”

Βλ. επίσης Ιωάννης Μεγάλεμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (2000) 3 Α.Α.Δ. 667.

Στην παρούσα περίπτωση το κείμενο του ίδιου του νόμου (άρθρ. 4) προβλέπει για την αδειοδότηση δημόσιας δεξαμενής.  Και παραπέμπει στους κανονισμούς αναφορικά με τους όρους και προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται «οι οποίοι καθορίζονται δυνάμει του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών και πιστοποιείται γραπτώς η καταλληλότητα των μηχανολογικών, ηλεκτρολογικών και υδραυλικών εγκαταστάσεων» από την αρμόδια κυβερνητική υπηρεσία. Προβλέφθηκε συναφώς από την εξουσιοδοτική προς το Υπουργικό Συμβούλιο ρήτρα του άρθρ. 11 ότι οι Κανονισμοί μπορεί να προνοήσουν για τους χώρους υγιεινής, τις υγειονομικές διευκολύνσεις [(άρθρ. 11(2)(β)], τα μέτρα ασφάλειας (παρ. (στ) του ίδιου άρθρου) και την έκδοση άδειας λειτουργίας και την πληρωμή δικαιωμάτων [(παρ. (ζ)].

Τέτοιους ανεκτούς περιορισμούς θεσπίζουν κατ’ αρχήν τα άρθρ. 2 και 4.  Και εξουσιοδοτείται συνάμα το Υπουργικό Συμβούλιο να προβεί στις απαραίτητες κανονιστικές ρυθμίσεις οι οποίες – και σ’ αυτό συμφωνούμε με τον πρωτόδικο δικαστή για τους λόγους που εξηγούμε – δεν αντίκεινται στη συνταγματική προ[*23]στασία της ιδιοκτησίας. Κατά συνέπεια ούτε το προσβαλλόμενο διάταγμα, που ερείδεται σ’ αυτές, είναι αντίθετο με το άρθρ. 23(3). Με τους τεθέντες περιορισμούς οι εφεσείοντες δεν έχουν στερηθεί της ιδιοκτησίας τους ούτε αυτή αδρανοποιήθηκε σε σχέση με τον προορισμό της.

Το επιχείρημα ότι οι περιορισμοί ως προς την ασφάλεια ή υγεία δεν μπορεί παρά να απευθύνονται σε τρίτους ή το δημόσιο και όχι στους ιδιοκτήτες ακινήτου δεν ευσταθεί. Δε θα είχε νόημα.  Δεν αποκόπτονται ούτε είναι δυνατό να απομονώνονται οι ένοικοι πολυκατοικίας, έστω και αν είναι ιδιοκτήτες της, από τον κοινωνικό ιστό. Η δημόσια υγεία, όπως και η ασφάλεια, όποτε απειλούνται, προστατεύονται άμεσα. Διαφορετικά η ιδιοκτησία θα ήταν απόλυτη. Ό,τι διαπνέει το νόμο αυτό είναι η έγνοια του νομοθέτη να εξασφαλίσει αυτονόητες συνθήκες ασφάλειας και υγιεινής των λουομένων και δεν υπήρχε ανάγκη για άλλη ή περαιτέρω απόδειξη ότι οι περιορισμοί ήταν «απόλυτα απαραίτητοι προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας».

Πρέπει να έγινε φανερό ότι με την προηγηθείσα ανάλυση εξετάζεται και το θέμα της υπέρβασης από τη διοίκηση, κατά τη θέσπιση των Κανονισμών, της εξουσιοδότησης. Η εξουσιοδότηση του άρθρ. 11 είναι επαρκώς εξειδικευμένη όπως προκύπτει όχι μόνο από τις επιτρεπτές ρυθμίσεις που παραθέσαμε, αλλά και τις υπόλοιπες πρόνοιες του άρθρ. 11, οι οποίες δεν υπερβαίνουν τα όρια είτε του νόμου είτε του άρθρ. 23 του Συντάγματος. Συνεπώς το επίδικο διάταγμα είναι έγκυρο. Για το ζήτημα παροχής εξουσιοδοτήσεων παραπέμπουμε και στις υποθέσεις Malachtou v. Attorney-General (1981) 1 C.L.R. 543, Kρονίδου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 3 Α.Α.Δ. 530.

Μένει το επιχείρημα ότι η δημοσίευση πριν τη θέση σε ισχύ των κανονισμών τούς κατέστησε εξυπαρχής άκυρους. Συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση ότι με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 27 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, οι Κανονισμοί είναι έγκυροι. Το βεβαιώνει η απλή ανάγνωση του άρθρου:

«27. Όταν ο νόμος ο οποίος δεν τίθεται σε ισχύ αμέσως με τη ψήφιση του παρέχει εξουσία να γίνει διορισμός ή να γίνει ή εκδοθεί επίσημο έγγραφο ή να δοθεί ειδοποίηση ή να γίνει οποιοδήποτε άλλο πράγμα για σκοπούς του νόμου, τέτοια εξουσία δύναται, εκτός αν φαίνεται το αντίθετο, να ασκηθεί οποτεδήποτε μετά την ψήφιση του νόμου, κατά την έκταση που είναι αναγκαίο ή πρόσφορο για τον σκοπό να τεθεί ο νόμος σε εφαρμογή [*24]την ημερομηνία της έναρξης του τηρουμένου του περιορισμού ότι διορισμός, επίσημο έγγραφο, ειδοποίηση ή πράγμα, που έγινε, εκδόθηκε, δόθηκε ή έγινε, δυνάμει τέτοιας εξουσίας, εκτός αν στο νόμο φαίνεται το αντίθετο ή ο διορισμός, επίσημο έγγραφο, ειδοποίηση, ή πράγμα είναι αναγκαίο για την εφαρμογή του νόμου, δεν θα έχει οποιοδήποτε αποτέλεσμα μέχρις ότου ο νόμος τεθεί σε εφαρμογή.»

Για τους παραπάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο