(2003) 3 ΑΑΔ 52
[*52]24 Ιανουαρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΡAΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΝΤΕΜΕΝΙΩΤΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2813)
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Πειθαρχικά αδικήματα ― Συνοπτική εκδίκαση όσων εμπίπτουν στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα των Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 160/86) ― Λεπτομέρειες της τηρηθείσας διαδικασίας στους διοικητικούς φακέλους και στην αλληλογραφία ― Περαιτέρω πρακτικό δεν απαιτείτο.
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Πειθαρχικά αδικήματα ― Επέμβαση Δικαστηρίου ― Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων, στην οποία προέβη το αρμόδιο όργανο.
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Ανάθεση άλλων καθηκόντων από άλλους από τον άμεσα προϊστάμενο, δεν δημιουργούνται δικαιώματα στον υπάλληλο ― Η επιστροφή στη συνήθη πρακτική δεν είναι παράνομη ― Ο υπάλληλος έχει καθήκον να συμμορφώνεται με τα καθήκοντα που του αναθέτουν οι προϊστάμενοί του.
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Πειθαρχική διαδικασία ― Δέουσα έρευνα ― Ισχυρισμός για έλλειψή της υπό τις περιστάσεις απορρίφθηκε, εφόσον προβλήθηκε ενώπιον της Ολομέλειας στην ακρόαση.
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Πειθαρχική ποινή ― Δικαίωμα ακροάσεως ― Προβλέπεται από τον Κανονισμό 10(2) της Κ.Δ.Π. 160/86 ― Παράλειψη να δοθεί το δικαίωμα πριν τη ποινή, καθιστά την απόφαση άκυρη.
[*53]Μετά την επιτυχία της έφεσης του εφεσείοντος Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κατά της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, το Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως που είχαν προβληθεί από τον αιτητή πρωτοδίκως, τόσο κατά της πειθαρχικής διαδικασίας, όσο και κατά της ποινής.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας μερικώς την απόφαση, αναφορικά με την επιβολή της ποινής, αποφάσισε ότι:
1. Η φύση της διαδικασίας που ακολουθήθηκε ήταν συνοπτική. Μεγάλο μέρος της καλύφθηκε από το υλικό του φακέλου. Πρακτικό τηρήθηκε όταν ο εφεσίβλητος παρουσιάστηκε, μαζί με το δικηγόρο του ενώπιον του Αν. Γεν. Διευθυντή. Η απόφαση περιλήφθηκε στην επιστολή που του εστάλη. Η τήρηση περαιτέρω πρακτικού δεν θα έριχνε στην υπόθεση περισσότερο φως.
2. Το ακυρωτικό δικαστήριο, όταν ελέγχει απόφαση που λήφθηκε σε πειθαρχική διαδικασία, δεν μπορεί να υπεισέλθει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων, στην οποία έχει προβεί το αρμόδιο όργανο
3. Ο εφεσίβλητος δεν αρνείται ότι προϊστάμενός του ήταν ο Σκορδής, ο οποίος βέβαια είχε και την αρμοδιότητα να του αναθέτει καθήκοντα. Το γεγονός ότι για κάποιο χρονικό διάστημα τα καθήκοντα αυτά του ανατίθονταν από άλλους, δεν μεταβάλλει την ουσία του πράγματος. Αν η διεύθυνση είχε καταλήξει ότι, για λόγους που δεν φαίνονται στο φάκελο της υπόθεσης, ήταν σκόπιμο για κάποιο χρόνο να του ανατίθενται καθήκοντα από άλλους αρμόδιους, αλλά όχι από τον άμεσα προϊστάμενό του, δεν του δημιουργούνται οποιαδήποτε δικαιώματα.
Η απόφαση της Διοίκησης να ανατίθενται καθήκοντα σε υπάλληλο από το λειτουργό, που, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να του ανέθετε αρχικά καθήκοντα, δεν συνιστά αντιφατική συμπεριφορά, ούτε και είναι ενέργεια αντίθετη με την εμπιστοσύνη που πρέπει να εμπνέει η Διοίκηση. Η ανάθεση προηγουμένως καθηκόντων από άλλο λειτουργό, δεν καθιστά, υπό τις περιστάσεις, παράνομη την επιστροφή στη συνήθη πρακτική.
4. Κατά την ενώπιόν της Ολομέλειας διαδικασία, ο εφεσίβλητος σε μακροσκελή αγόρευση ήγειρε και άλλους λόγους ακύρωσης, όπως έλλειψη δέουσας έρευνας, αιτιολογίας κλπ. Οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν σ’ αυτό το στάδιο να εγερθούν. Εν πάση όμως περι[*54]πτώσει, κανένας από αυτούς δεν ευσταθεί.
5. Ο Κανονισμός 10(2) προβλέπει ότι όταν ο Γενικός Διευθυντής κρίνει ότι έχει διαπραχθεί πειθαρχικό αδίκημα που μπορεί να εκδικαστεί συνοπτικά, ειδοποιείται ο υπάλληλος για την κατ’ αυτού αποδειχθείσα εκ πρώτης όψεως υπόθεση και του παρέχεται ευκαιρία να ακουστεί. Αφού ακούσει τον υπάλληλο, ο Γενικός Διευθυντής μπορεί να επιβάλει οποιανδήποτε των προβλεπομένων ποινών.
Η ανάγκη παροχής δικαιώματος ακρόασης σε άτομα που αντιμετωπίζουν πειθαρχική δίκη, όχι μόνο αναφορικά με την ενοχή τους, αλλά και ως προς την ποινή που πρόκειται να τους επιβληθεί, τονίστηκε επανειλημμένα.
Αυτή η υποχρέωση δεν έχει τηρηθεί. Η διαπίστωση της ενοχής του εφεσίβλητου δεν είναι μεμπτή καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Όμως πριν την επιβολή ποινής έπρεπε να ακουστεί. Αυτό επιβάλλουν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Η παράλειψη αυτή καθιστά την ποινή ακροσφαλή. Γι’ αυτό και θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παπαχαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 97,
Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409,
Kyprianou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 206,
Morsis v. Republic, 4 R.S.C.C. 133,
Fisentzides v. Republic (1971) 3 C.L.R. 80,
Αντέννα Τ.V. Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου κ.ά., Υποθ. Αρ. 1352/2000, ημερ. 20.7.2001.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 181/97) ημερομηνίας 7/4/99 με την οποία ακυρώθηκε η πειθαρχική διαδικασία εναντίον του αιτητή, μεταφραστή στους καθ’ ων η αίτηση, αφού [*55]κατόπιν συνοπτικής διαδικασίας, αυτός βρέθηκε ένοχος στο αδίκημα της μη συμμόρφωσης, προς εντολή της Διεύθυνσης και του επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή.
Π. Πολυβίου, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Δράκος, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος-αιτητής που κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν στους καθ’ ων η αίτηση ως μεταφραστής, τιμωρήθηκε από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή με την ποινή της διακοπής της ετήσιας προσαύξησης μισθού για περίοδο δώδεκα μηνών όταν, ύστερα από συνοπτική διαδικασία, βρέθηκε ένοχος στο αδίκημα της μη συμμόρφωσης προς εντολή της διεύθυνσης να παρουσιαστεί στο γραφείο του προϊστάμενού του, κ. Μάριου Σκορδή, για να του ανατεθούν καθήκοντα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο στο οποίο ο εφεσίβλητος κατέφυγε προσβάλλοντας την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης, κατέληξε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε βρισκόταν σε αντίθεση με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. Ως αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώθηκε.
Η έφεση που ασκήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση ήταν επιτυχής και έτσι κατέστη αναγκαία η εξέταση των υπόλοιπων λόγων που είχαν προβληθεί από τον εφεσίβλητο για ακύρωση της επίδικης απόφασης και οι οποίοι, εν όψει του αποτελέσματος, δεν είχαν εξεταστεί πρωτόδικα.
Με τη γραπτή του αγόρευση στην πρωτόδικη διαδικασία ο εφεσίβλητος ουσιαστικά ήγειρε, πλην του λόγου που εξετάστηκε και τρεις άλλους λόγους. Παραπονέθηκε ότι κατά τη διαδικασία δεν τηρήθηκε πρακτικό, αλλά απλώς του γνωστοποιήθηκε η απόφαση του Διευθυντή. Υποστήριξε ακόμα ότι δεν συγκεκριμενοποιήθηκε ποια συμπεριφορά του συνιστούσε αδίκημα, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να πάσχει από έλλειψη αιτιολόγησης. Ήταν η θέση του ότι από πολλά χρόνια του ανατίθονταν άλλα των προβλεπομένων καθηκόντων, από άλλους και όχι από τον κ. Σκορδή, τον ιεραρχικά προϊστάμενό του. Η ξαφνική, κατά τον [*56]εφεσίβλητο, απόφαση της διεύθυνσης να του αναθέτει καθήκοντα ο κ. Σκορδής, συνιστούσε στην πραγματικότητα προσπάθεια μείωσής του, αντιφατική συμπεριφορά και παραβίαση της καλής πίστης. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι του επιβλήθηκε ποινή, χωρίς να έχει την ευκαιρία να ακουστεί.
Η εναντίον του διαδικασία κινήθηκε βάσει του Κανονισμού 10(1) των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Πειθαρχικός Κώδιξ) Κανονισμών του 1986, Κ.Δ.Π. 160/86, ο οποίος προβλέπει ότι ο Γενικός Διευθυντής έχει εξουσία να εκδικάζει συνοπτικά οιαδήποτε των πειθαρχικών αδικημάτων που αναγράφονται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα των Κανονισμών. Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να επιβάλλει οποιανδήποτε των ποινών που αναγράφονται στο Μέρος ΙΙ του Πίνακα.
Δεν αμφισβητείται ότι το πειθαρχικό αδίκημα που αντιμετώπισε ο εφεσίβλητος περιλαμβάνεται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα, ούτε ότι η ποινή που του επιβλήθηκε αναγράφεται στο Μέρος ΙΙ.
Τα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος εκδικάστηκαν συνοπτικά, μέσα δε από τα στοιχεία που βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο αντικατοπτρίζεται η τηρηθείσα διαδικασία. Τόσον ο εφεσίβλητος, όσο και ο τότε δικηγόρος του, είχαν την ευκαιρία να προβούν σε επανειλημμένες παραστάσεις ενώπιον του Αν. Γεν. Διευθυντή και να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους (βλέπε σχετική επιστολή ημερ. 9.1.1997).
Με βάση όλα τα ενώπιόν του δεδομένα ο Αν. Γεν. Διευθυντής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος είχε διαπράξει το υπό εξέταση πειθαρχικό παράπτωμα και επέβαλε τη συγκεκριμένη ποινή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εκτός της αλληλογραφίας που ανταλλάγηκε μεταξύ των μερών, η οποία σε μερικές περιπτώσεις είναι και μακροσκελέστατη, τηρήθηκε και πρακτικό για την παρουσία του εφεσίβλητου και του δικηγόρου του ενώπιον του Αν. Γεν. Διευθυντή, στις 10.1.1997.
Η φύση της διαδικασίας που ακολουθήθηκε ήταν συνοπτική. Μεγάλο μέρος της καλύφθηκε από το υλικό του φακέλου. Πρακτικό τηρήθηκε όταν ο εφεσίβλητος παρουσιάστηκε, μαζί με το δικηγόρο του ενώπιον του Αν. Γεν. Διευθυντή. Η απόφαση περιλήφθηκε στην επιστολή που του εστάλη. Η τήρηση περαιτέρω πρακτικού δεν θα έριχνε στην υπόθεση περισσότερο φως. Έχει, εξ άλλου, αποφασιστεί ότι το ακυρωτικό δικαστήριο όταν ελέγχει απόφαση που λή[*57]φθηκε σε πειθαρχική διαδικασία δεν μπορεί να υπεισέλθει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία έχει προβεί το αρμόδιο όργανο (Παπαχαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 97, Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409 και Kyprianou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 206, 222.)
Ο εφεσίβλητος υποστηρίζει ακόμα ότι δεν συγκεκριμενοποιήθηκε ποια συμπεριφορά του ακριβώς συνιστούσε αδίκημα. Ισχυρίζεται ότι από χρόνια είχαν διαμορφωθεί γι’ αυτόν άλλα καθήκοντα που του ανέθεταν, όχι ο κ. Σκορδής, αλλά άλλοι λειτουργοί του Ιδρύματος, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Αν. Γεν. Διευθυντής. Υποστηρίζει ότι η αλλαγή καθηκόντων που έχουν διαμορφωθεί ύστερα από μεγάλης χρονικής διάρκειας πρακτική, παραβιάζει την καλή πίστη.
Δεν συμφωνούμε ούτε με αυτό το επιχείρημα. Ο εφεσίβλητος δεν αρνείται ότι προϊστάμενός του ήταν ο Σκορδής, ο οποίος βέβαια είχε και την αρμοδιότητα να του αναθέτει καθήκοντα. Το γεγονός ότι για κάποιο χρονικό διάστημα τα καθήκοντα αυτά του ανατίθονταν από άλλους, δεν μεταβάλλει την ουσία του πράγματος. Αν η διεύθυνση είχε καταλήξει ότι, για λόγους που δεν φαίνονται στο φάκελο της υπόθεσης, ήταν σκόπιμο για κάποιο χρόνο να του ανατίθενται καθήκοντα από άλλους αρμόδιους, αλλά όχι από τον άμεσα προϊστάμενό του, δεν του δημιουργούνται οποιαδήποτε δικαιώματα. Δεν φαίνεται από το ενώπιόν μας υλικό ότι η ανάθεση καθηκόντων από το Σκορδή ισοδυναμεί με απόπειρα μείωσης του προσφερόμενου από τον εφεσίβλητο έργου ή προσπάθεια αμφισβήτησης της προσωπικότητάς του. Η απόφαση της Διοίκησης να ανατίθενται καθήκοντα σε υπάλληλο από το λειτουργό που, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να του ανέθετε αρχικά καθήκοντα, δεν συνιστά αντιφατική συμπεριφορά, ούτε και είναι ενέργεια αντίθετη με την εμπιστοσύνη που πρέπει να εμπνέει η Διοίκηση. Η ανάθεση προηγουμένως καθηκόντων από άλλο λειτουργό, δεν καθιστά, υπό τις περιστάσεις, παράνομη την επιστροφή στη συνήθη πρακτική.
Κατά την ενώπιόν μας διαδικασία ο εφεσίβλητος σε μακροσκελή πράγματι αγόρευση ήγειρε και άλλους λόγους ακύρωσης, όπως έλλειψη δέουσας έρευνας, αιτιολογίας κλπ. Οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν σ’ αυτό το στάδιο να εγερθούν. Εν πάση όμως περιπτώσει, κανένας από αυτούς δεν ευσταθεί. Μέσα στα πλαίσια της συνοπτικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε η έρευνα στην οποία προέβη ο Αν. Γεν. Διευθυντής ήταν ολοκληρωμένη, ενώ η απόφαση αιτιολογείται, αφού ούτε ο εφεσίβλητος ουσιαστικά αμφισβή[*58]τησε ότι παράκουσε στην εντολή να παρουσιαστεί για να του ανατεθούν καθήκοντα.
Παραμένει μόνο το θέμα της ποινής. Μετά το πέρας της εξέτασης του επιβλήθηκε μια από τις προβλεπόμενες στος Μέρος ΙΙ του Πρώτου Πίνακα ποινές, χωρίς ο εφεσίβλητος να κληθεί προηγουμένως ξανά για να ακουστεί. Είναι αλήθεια ότι στους Κανονισμούς δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο. Ο Κανονισμός 10(2) προβλέπει ότι όταν ο Γενικός Διευθυντής κρίνει ότι έχει διαπραχθεί πειθαρχικό αδίκημα που μπορεί να εκδικαστεί συνοπτικά, ειδοποιείται ο υπάλληλος για την κατ’ αυτού αποδειχθείσα εκ πρώτης όψεως υπόθεση και του παρέχεται ευκαιρία να ακουστεί. Αφού ακούσει τον υπάλληλο, ο Γενικός Διευθυντής μπορεί να επιβάλει οποιανδήποτε των προβλεπομένων ποινών.
Η ανάγκη παροχής δικαιώματος ακρόασης σε άτομα που αντιμετωπίζουν πειθαρχική δίκη, όχι μόνο αναφορικά με την ενοχή τους, αλλά και ως προς την ποινή που πρόκειται να τους επιβληθεί, τονίστηκε επανειλημμένα (Morsis v. Republic, 4 R.S.C.C. 133, 137, 138, Fisentzides v. Republic (1971) 3 C.L.R. 80, 85 και Αντέννα Τ.V. Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου κ.ά., Υποθ. Αρ.1352/2000, ημερ. 20.7.2001).
Αυτή η υποχρέωση δεν έχει τηρηθεί. Η διαπίστωση της ενοχής του εφεσίβλητου δεν είναι μεμπτή καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Όμως πριν την επιβολή ποινής έπρεπε να ακουστεί. Αυτό επιβάλλουν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Η παράλειψη αυτή καθιστά την ποινή ακροσφαλή. Γι’ αυτό και θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς. Η επιβολή της ποινής ακυρώνεται, ενώ η λοιπή διαδικασία επικυρώνεται. Κάτω από τις περιστάσεις αποφασίσαμε να επιδικάσουμε στον εφεσίβλητο τα μισά έξοδα της διαδικασίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο