Xατζηγέρου Xαρίλαος ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (Aρ. 2) (2003) 3 ΑΑΔ 80

(2003) 3 ΑΑΔ 80

[*80]30 Ιανουαρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΡΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ. 2),

Εφεσίβλητης.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3147)

 

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής ― Πληρούνται με μετάθεση ή προαγωγή ― Μόνο σε περίπτωση που δεν βρεθούν κατάλληλοι υποψήφιοι η θέση δημοσιεύεται για σκοπούς διορισμού ― Η μη κατοχή από τον αιτητή των προσόντων για προαγωγή, του στερεί το έννομο συμφέρον προσβολής της απόφασης προαγωγής.

Έννομο Συμφέρον ― Εξετάζεται αυτεπαγγέλτως ― Το πρώτο ζήτημα που εξετάζεται για το παραδεκτό κάθε προσφυγής.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για αναβολή εκδίκασης προσφυγής εν αναμονή απόφασης σε άλλη προσφυγή εναντίον άλλης απόφασης ― Ορθά απορρίφθηκε εφόσον αφορούσε σε προσβολή άλλης αυτοτελούς πράξεως.

Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας ομόφωνα την έφεση, αποφάσισε ότι:

Ενδιαφέρει πρωτίστως το έννομο συμφέρον του εφεσείοντα η ύπαρξη του οποίου συναρτάται με το κατά πόσο κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο την αμέσως κατώτερη θέση. Στην Ελένη Χρυσοστόμου κ.ά. v. Κωνσταντινίδου Αικατερίνης κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316, οχή του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος συναρτάται με τη ζωτι[*81]κότητα του συμφέροντος του αιτητή και όχι του ενδιαφερόμενου προσώπου στα τρία κρίσιμα στάδια (λήψη απόφασης, άσκηση προσφυγής, εκδίκαση) για τη νομιμοποίηση του αιτητή ως διαδίκου για την άσκηση προσφυγής και την προώθησή της.

Η κατοχή εννόμου συμφέροντος είναι ζήτημα που εξετάζεται από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα ή όταν εγείρεται από τους διαδίκους.  Η έρευνα για τη διαπίστωση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος προηγείται παντός άλλου θέματος που εξετάζεται αυτεπάγγελτα.

Στην περίπτωση που εξετάζεται, η πλήρωση της επίδικης θέσης προκηρύχθηκε με εσωτερική προκήρυξη. Για την πλήρωσή της, αποτάθηκαν ο εφεσείων, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ακόμα ένας υπάλληλος της Αρχής. Κατά το χρόνο της προκήρυξης, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε θέση Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών στην κλίμακα Α14 η οποία δεν ήταν η αμέσως κατώτερη της επίδικης και συνεπώς ο εφεσείων δεν πληρούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο την απαραίτητη προϋπόθεση για προαγωγή στην επίδικη θέση.

Στα πλαίσια της έρευνας για διαπίστωση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος προβλήθηκε ισχυρισμός από πλευράς εφεσείοντα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε παράνομα την αμέσως κατώτερη θέση.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η περίπτωση δεν ήταν κατάλληλη για εξέταση της ουσίας του ισχυρισμού, εφόσον η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην αμέσως κατώτερη θέση, δεν συνιστούσε προπαρασκευαστική πράξη της επίδικης απόφασης αλλά ανεξάρτητη διοικητική πράξη η οποία μάλιστα, αποτέλεσε το αντικείμενο της εκκρεμούσας προσφυγής (αρ. 787/98). Η εισήγηση του εφεσείοντα για αναστολή της διαδικασίας εν αναμονή του αποτελέσματος της εκκρεμούσας προσφυγής ορθά δεν έγινε αποδεκτή γιατί οι συνέπειες της έκβασης κάθε προσφυγής αφορούν μόνο τη διοίκηση. 

Η διαπίστωση ότι ο εφεσείων δεν είχε δικαίωμα προαγωγής στην επίδικη θέση και εστερείτο συνεπώς του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος για  προσβολή της επίδικης απόφασης, οδηγεί στο τέλος και την έφεση χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης των λοιπών θεμάτων που ο εφεσείων εγείρει. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χρυσοστόμου κ.ά. v. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316,

Παπαδόπουλος v. Ρ.Ι.Κ. κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1,

[*82]Γιάλλουρος v. Α.Η.Κ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 403,

Γιάλλουρος v. Α.Η.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 878.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 786/98) ημερομηνίας, 27/9/2000 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους αναδρομικά, κατόπιν επανεξέτασης, στη θέση Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών.

Κ. Χ''Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Στιβαρού, για την Εφεσίβλητη.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ), κυκλοφόρησε Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων που περιλάμβανε και τη θέση Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών, Κλίμακα Α15+2, Οικονομικές Υπηρεσίες, Κεντρικά Γραφεία («η επίδικη θέση»). Για την πλήρωση της επίδικης θέσης η οποία ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, αποτάθηκε για προαγωγή και ο εφεσείων.

Η ΑΗΚ, ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και αφού μελέτησε και αξιολόγησε τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, αποφάσισε (21.12.1993) την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Μ. Σταύρου στην επίδικη θέση.  Εναντίον της απόφασης για την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, ο εφεσείων άσκησε προσφυγή.  Η ΑΗΚ αποφάσισε την ανάκληση της προαγωγής και παρέπεμψε το θέμα για επανεξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής η οποία, κατόπιν εξέτασης, εισηγήθηκε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση.

Η ΑΗΚ αφού μελέτησε και αξιολόγησε τα στοιχεία που είχε [*83]ενώπιόν της αποφάσισε (19.3.1996) την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση αναδρομικά από 1.4.1994.  Εναντίον της πιο πάνω απόφασης της ΑΗΚ ο εφεσείων καταχώρησε την προσφυγή 454/96.

Στις 22.5.1998 εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 1024/93 που άσκησε ο εφεσείων εναντίον απόφασης της ΑΗΚ ημερ. 1.11.1993 με την οποία προάχθηκε το ίδιο ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών.

Η ΑΗΚ σε συνεδρία που πραγματοποιήθηκε στις 16.6.1998, ασχολήθηκε με το θέμα που προέκυψε ένεκα της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή 1024/93 (ανωτέρω). Επειδή η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση σχετιζόταν με την προαγωγή του στη θέση Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών που ακυρώθηκε, η ακύρωση αναπόφευκτα συμπαρέσυρε σε ακύρωση και την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση.

Ενόψει τούτου, η ΑΗΚ επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης της θέσης Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών. Παρέπεμψε επίσης προς επανεξέταση από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης. Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, εισηγήθηκε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση. Η ΑΗΚ σε συνεδρίασή της που πραγματοποιήθηκε στις 30.6.1998 αφού μελέτησε και αξιολόγησε τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση αναδρομικά από 1.4.1994. Η απόφαση αυτή της ΑΗΚ είναι η επίδικη απόφαση.

Η προσφυγή που άσκησε ο εφεσείων για την ακύρωση της επίδικης απόφασης κρίθηκε απαράδεκτη και απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων δεν είχε έννομο συμφέρον προσβολής της απόφασης επειδή δεν κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο την αμέσως κατώτερη θέση, προϋπόθεση απαραίτητη για την προαγωγή υπαλλήλου στην επίδικη θέση.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου περί απουσίας εννόμου συμφέροντος για την προσβολή της επίδικης απόφασης είναι εσφαλμένο για τους πιο κάτω λόγους που εκτενέστερα αναπτύσσονται στο περίγραμμα αγόρευσης των δικηγόρων του:

[*84](α)           Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης και έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης πριν την εκδίκαση και απόφαση στην προσφυγή 787/98 η οποία προσέβαλε τη νομιμότητα και εγκυρότητα όλων εκείνων των γεγονότων στα οποία στηρίχτηκε για να καταλήξει στην απόφασή του ότι ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον δηλαδή την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στο βαθμό του Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών.

(β)       Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει το ζήτημα της εγκυρότητας ή νομιμότητας της προκήρυξης με βάση την οποία προκηρύχθηκε η θέση που κατέλαβε το ενδιαφερόμενο μέρος.

(γ)        Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αντελήφθη καθόλου το ζήτημα της ακυρότητας του σχεδίου υπηρεσίας και το αποτέλεσμα το οποίο θα είχε και η όλη προσέγγιση του σχετικά με το ζήτημα είναι εσφαλμένη.

Μέρος της επιχειρηματολογίας του κου Χατζηιωάννου αναλώθηκε στο έννομο συμφέρον του ενδιαφερόμενου προσώπου για προαγωγή στην επίδικη θέση. Αυτό όμως δεν είναι το ζητούμενο. Ενδιαφέρει πρωτίστως το έννομο συμφέρον του εφεσείοντα η ύπαρξη του οποίου συναρτάται με το κατά πόσο κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο την αμέσως κατώτερη θέση. Στην Ελένη Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου Αικατερίνης κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316, επαναλήφθηκε η βασική αρχή ότι η κατοχή του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος συναρτάται με τη ζωτικότητα του συμφέροντος του αιτητή και όχι του ενδιαφερόμενου προσώπου στα τρία κρίσιμα στάδια (λήψη απόφασης, άσκηση προσφυγής, εκδίκαση) για τη νομιμοποίηση του αιτητή ως διαδίκου για την άσκηση προσφυγής και την προώθησή της.

Η κατοχή εννόμου συμφέροντος είναι ζήτημα που εξετάζεται από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα ή όταν εγείρεται από τους διαδίκους. Η έρευνα για τη διαπίστωση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος προηγείται παντός άλλου θέματος που εξετάζεται αυτεπάγγελτα. Βλ. Χαρίλαος Παπαδόπουλος ν. ΡΙΚ κ.ά (1996) 3 Α.Α.Δ. 1.

Έχουμε προαναφέρει ότι η επίδικη θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής. Οι κανονισμοί 11(1)(β) και 13(2), (4) και (7) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 είναι σχετικοί και τους παραθέτουμε:

[*85]«11(1)            Τηρουμένων των προνοιών του Κανονισμού 12, διά τους σκοπούς διορισμού ή προαγωγής αι θέσεις διαιρούνται εις τα ακολούθους κατηγορίας

(α)   .................................................................................................

(β)   θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής εις τας οποίας δύνανται να διορισθώσι πρόσωπα μη τελούντα εν τη υπηρεσία ή δύνανται να διορισθώσιν ή προαχθώσιν υπάλληλοι. »

«13(2)        Κενή θέσις προαγωγής ή πρώτου διορισμού και προαγωγής θα πληρούται διά της προαγωγής ή μεταθέσεως υπαλλήλου, ως θα είναι η περίπτωσις, κατόπιν εσωτερικής γνωστοποιήσεως ..............................................................................

(4)          Οσάκις θέσις πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν δύναται να πληρωθεί λόγω μη υπάρξεως υποψηφίου, εκ των εκάστοτε υπηρετούντων υπαλλήλων, κατέχοντος τα απαιτούμενα προσόντα, η Αρχή θα προβαίνη εις την δημοσίευσιν της θέσεως διά της οποίας θα γίνωνται δεκταί αιτήσεις από εξωτερικούς αιτητάς και εν τη περιπτώσει ταύτη η Αρχή δύναται να πληροί την θέσιν διά του διορισμού ενός εξ αυτών. ...............................................................

(7)          Ο χρόνος κατά τον οποίον κρίνεται εάν αιτητής τις κατέχη τα απαιτούμενα προσόντα δι’ οιανδήποτε κενήν θέσιν είναι η ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων ως καθορίζεται ανωτέρω.»

Οι πιο πάνω κανονισμοί, έχουν ερμηνευθεί στην Σπ. Γιάλλουρου ν. ΑΗΚ (1997) 3 Α.Α.Δ. 403 και Σπ. Γιάλλουρου ν. ΑΗΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 878. Η ερμηνεία που δόθηκε είναι ότι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής πληρούται διά προαγωγής ή μετάθεσης (πρώτο στάδιο) και μόνο όταν δεν υπάρχουν προσοντούχοι υποψήφιοι για προαγωγή, η πλήρωση της θέσης γίνεται με διορισμό (δεύτερο στάδιο).

Στην περίπτωση που εξετάζουμε, η πλήρωση της επίδικης θέσης προκηρύχθηκε με εσωτερική γνωστοποίηση.  Για την πλήρωσή της, αποτάθηκαν ο εφεσείων, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ακόμα ένας υπάλληλος της Αρχής. Κατά το χρόνο της προκήρυξης, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε θέση Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών στην κλίμακα Α15 ο δε εφεσείων, κατείχε θέση Εσωτερικού Ελεγκτή στην κλίμακα Α14 η [*86]οποία δεν ήταν η αμέσως κατώτερη της επίδικης και συνεπώς ο εφεσείων δεν πληρούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο την απαραίτητη προϋπόθεση για προαγωγή στην επίδικη θέση. Προαγωγή σύμφωνα με τον καν. 10 σημαίνει:

«‘προαγωγή’ σημαίνει την προαγωγήν υπαλλήλου από κατωτέραν θέσιν εις αμέσως ανωτέραν θέσιν και περιλαμβάνει προαγωγήν εις περίπτωσιν συνδεδιασμένων θέσεων, ο δε όρος ‘προάγειν’ ερμηνεύεται αναλόγως.»

Στα πλαίσια της έρευνας για διαπίστωση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος προβλήθηκε ισχυρισμός από πλευράς εφεσείοντα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε παράνομα την αμέσως κατώτερη θέση. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η περίπτωση δεν ήταν κατάλληλη για εξέταση της ουσίας του ισχυρισμού εφόσον η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην αμέσως κατώτερη θέση δεν συνιστούσε προπαρασκευαστική πράξη της επίδικης απόφασης αλλά ανεξάρτητη διοικητική πράξη η οποία μάλιστα, αποτέλεσε το αντικείμενο της εκκρεμούσας προσφυγής (αρ. 787/98). Η εισήγηση του εφεσείοντα για αναστολή της διαδικασίας εν αναμονή του αποτελέσματος της εκκρεμούσας προσφυγής ορθά δεν έγινε αποδεκτή γιατί οι συνέπειες της έκβασης κάθε προσφυγής αφορούν μόνο τη διοίκηση. 

Η διαπίστωση ότι ο εφεσείων δεν είχε δικαίωμα προαγωγής στην επίδικη θέση και εστερείτο συνεπώς του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος για προσβολή της επίδικης απόφασης, οδηγεί στο τέλος και την έφεση χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης των λοιπών θεμάτων που ο εφεσείων εγείρει. 

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο