Παπασάββας Άκης (Σωτήρης) ν. Γενικού Eισαγγελέα της Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 115

(2003) 3 ΑΑΔ 115

[*115]31 Ιανουαρίου, 2003

[NIKHTAΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΚΗΣ (ΣΩΤΗΡΗΣ) ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΑΛ. ΦΡ. ΜΑΡΚΙΔΗ,

Εφεσίβλητου-Καθ’ ου  η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3451)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Εφαρμογή των Άρθρων 153.7(4) και 8 καθώς και κατ’ αναλογία 112.4, για τον Γενικό Εισαγγελέα, για απόλυσή του λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς ― Αρμόδιο όργανο το Συμβούλιο δικαστών που αναφέρεται στο Άρθρο 153.8 του Συντάγματος ― Μετά την θέση σε ισχύ του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/64) δικαιοδοσία έχει το Ανώτατο Δικαστήριο ― Η δικαιοδοσία αυτή δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί με το Έντυπο αρ. 1 που προσδιορίζεται στον Κανονισμό 4(1) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, γιατί το Άρθρο 153.7 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνεται στα άρθρα που αναφέρονται στον Διαδικαστικό Κανονισμό ― Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε αρμοδιότητα να εξετάσει την αίτηση αυτή ― Η έφεση προδήλως αβάσιμη.

Πρωτοδίκως εκδικάστηκε αίτηση για παραπομπή της κυρίως αίτησης για εκδίκαση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, ότι η υποβολή της αίτησης για απόλυση του Γενικού Εισαγγελέα από το Ανώτατο Δικαστήριο, στο Έντυπο αρ. 1 που προβλέπεται στον Κανονισμό 4(1) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, καθιστούσε την αίτηση προδήλως αβάσιμη.

Καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση, στην οποία κατά την προδικασία τέθηκε ζήτημα προδήλως αβάσιμης έφεσης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την [*116]έφεση ως προδήλως αβάσιμη, αποφάσισε ότι:

1.  Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο τόσο της αίτησης όσο και της έφεσης ότι με το επίδικο διάβημα του ο εφεσείων επικαλείται τη δικαιοδοσία που προδιαγράφεται από τις παραγ. 7(4) και 8(1) (2) του Άρθρου 153 του Συντάγματος.

     Δυνάμει του Άρθρου 3(1) του Νόμου 33/64 έχει καθιδρυθεί Δικαστήριον για να συνεχίσει την άσκηση της «μέχρι τούδε υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court) ασκούμενης δικαιοδοσίας».

     Οι δικαιοδοσίες και εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που έχει καθιδρυθεί δυνάμει του Άρθρου 3 του Νόμου 33/64, καθορίζονται από το Άρθρο 9 του ιδίου Νόμου. Ο δε τρόπος άσκησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου καθορίζεται από το Άρθρο 11.

     Εν όψει των προνοιών του Άρθρου 9(β) του Νόμου 33/64, είναι ορθό να λεχθεί ότι μετά τη θέσπιση του Νόμου η δικαιοδοσία που ασκείτο από το Τριμελές Συμβούλιο ασκείται από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Ωστόσο αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι ο τρόπος ή η διαδικασία ενεργοποίησης ή επίκλησης μιας τέτοιας δικαιοδοσίας.  Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι αυτό μπορεί να γίνει μέσω του Εντύπου Αρ. 1. Αυτό το έντυπο είναι το έντυπο που χρησιμοποιείται για την έναρξη «πάσης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου». Αυτό προβλέπει ο Καν. 4(1) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ο οποίος έχει θεσπισθεί δυνάμει των εξουσιών που παρέχονται στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο από το Άρθρο 135 του Συντάγματος. Σημειώνεται ότι στον Διαδικαστικό Κανονισμό του 1962 υπάρχουν πρόνοιες που ρυθμίζουν τον τρόπο έναρξης διαδικασίας δυνάμει των Άρθρων 139.2, 144.1, 151.1 και 149 του Συντάγματος (βλ. Καν. 15(1) και (2)).  Σημειώνεται, επίσης, ότι δεν έχουν θεσπισθεί Κανονισμοί, που να διέπουν τον τρόπο επίκλησης της δικαιοδοσίας του Συμβουλίου, που έχει καθιδρυθεί δυνάμει του Άρθρου 153.8 του Συντάγματος.

     Τέθηκε πρώτα το ερώτημα, κατά πόσο πριν από τη θέσπιση του Νόμου 33/64, θα μπορούσε ένας ενδιαφερόμενος να ενεργοποιήσει τη δικαιοδοσία του Συμβουλίου που καθιδρύθηκε από το Άρθρο 153.8 του Συντάγματος με τη χρησιμοποίηση του Εντύπου αρ. 1. Η απάντηση ήταν σαφώς αρνητική.  Το Έντυπο αρ. 1 έχει προσδιορισθεί από τον Καν. 4(1) για την έναρξη διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου η οποία πρόδηλα δεν περιλαμβάνει και τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου που κα[*117]θιδρύθηκε δυνάμει του Άρθρου 153.8 του Συντάγματος. Όπως έχει ήδη υποδειχθεί ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 1962 έχει θεσπισθεί από το Άρθρο 135 το οποίο δίδει εξουσία στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να εκδίδει Κανονισμούς για τη ρύθμιση της ενώπιον αυτού ακολουθητέας διαδικασίας. Ωστόσο η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου δεν συνιστά διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Τονίζεται ότι οι αρμοδιότητες και εξουσίες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ρυθμίζονται από το Μέρος ΙΧ (Άρθρα 133-151) του Συντάγματος. Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου προδιαγράφονται από την παραγ. 8(2) (α) και (β) του Άρθρου 153. Βρίσκονται δε στο Μέρος Χ (Άρθρα 152-164) του Συντάγματος το οποίο ρυθμίζει τις αρμοδιότητες και εξουσίες του «Ανωτάτου Δικαστηρίου και των υπό τούτο Τεταγμένων Δικαστηρίων».

     Τέθηκε στη συνέχεια το ερώτημα, κατά πόσο έχουν μεταβληθεί τα πράγματα μετά τη θέσπιση του Νόμου 33/64, με τρόπο που να μπορούν οι αρμοδιότητες και εξουσίες που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 9(β) του Νόμου 33/64 να θεωρηθούν ως «διαδικασία» εντός της έννοιας του Καν. 4(1) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 και σαν τέτοια να ενεργοποιηθεί με το Έντυπο αρ. 1. Η απάντηση ήταν και πάλι αρνητική.

     Η σχετική αρμοδιότητα ασκείται μεν από το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά η άσκηση της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «διαδικασία» εντός της έννοιας του Καν. 4(1). Οι διαδικασίες που καλύπτονται από τον Καν. 4(1) και γενικά από τον Διαδικαστικό Κανονισμό του 1962 είναι εκείνες που εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου η οποία προσδιορίζεται από το Μέρος ΙΧ (αρ. 133-151) του Συντάγματος. Δεν περιλαμβάνουν σαφώς την αρμοδιότητα που προβλέπεται από το Άρθρο 153.8 του Συντάγματος η οποία μετά τη θέσπιση του Νόμου 33/64 δεν ασκείται από τον Πρόεδρο και τα 2 μέλη του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, αλλά από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το γεγονός ότι ο φορέας άσκησης της σχετικής αρμοδιότητας είναι διαφορετικός από εκείνο που προβλέπεται από το Άρθρο 153.8, δεν σημαίνει ότι αυτή η αρμοδιότητα μπορεί να ενταχθεί στην «διαδικασία» που μπορεί να ενεργοποιηθεί με τη χρησιμοποίηση του Εντύπου αρ. 1. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι ο φορέας άσκησης της αρμοδιότητας αλλά η φύση της αρμοδιότητας. Ο Νόμος 33/64 δεν έχει μεταβάλει τη φύση της αρμοδιότητας. Ακολουθεί πως η άσκηση της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διαδικασία η οποία μπορεί να ενεργοποιηθεί με το Έντυπο αρ. 1.

[*118]         Το Έντυπο αρ. 1 είναι ικανό να ενεργοποιήσει μόνο τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου - τώρα του Ανωτάτου Δικαστηρίου - η οποία προδιαγράφεται στο Μέρος ΙΧ του Συντάγματος και ιδιαίτερα εκείνη του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ασφαλώς δεν μπορεί να θέσει σε κίνηση την επίδικη διαδικασία η οποία προδιαγράφεται από το Άρθρο 153.8 του Συντάγματος. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να επιληφθεί της αίτησης μόνο σε περίπτωση που σχετιζόταν με θέμα που εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και όχι του Συμβουλίου. Συνεπώς ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αίτηση δεν ήταν παραδεκτή λόγω έλλειψης αρμοδιότητας. Η έλλειψη αρμοδιότητας η οποία προκύπτει είναι τόσο έκδηλη, που καθιστά την έφεση προδήλως αβάσιμη.

2.  Το γεγονός ότι η αίτηση έγινε δεκτή από το Πρωτοκολλητείο δεν μεταβάλλει την κατάσταση. Όπως έχει λεχθεί στην Καρατσής ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1547/2000, ημερ. 15.3.2001 (απόφαση της Ολομέλειας) το Πρωτοκολλητείο δεν έχει εξουσία να αρνηθεί να δεχθεί ή να διαγράψει προσφυγή, η οποία εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Pitsillou v. Aristodemou (1969) 3 C.L.R. 226,

Καρατσής v. Δημοκρατίας, Υποθ. 1547/2000, ημερ. 15.3.2001.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 258/2002) ημερομηνίας 10/6/2002, με την οποία απορρίφθηκε, τόσο η κυρίως αίτηση του με την οποία ζητούσε “απόλυση του Γενικού Εισαγγελέα Αλ. Φρ. Μαρκίδη, βάσει των Άρθρων 112 παρ. 4 και 153.7(4).8 του Κυπριακού Συντάγματος”, όσο και η ενδιάμεση αίτησή του διά κλήσεως, ημερομηνίας 8/5/2002 με την οποία ζητούσε να αχθεί η αίτηση προς εκδίκαση από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων-αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

Κ. Μιχαηλίδης με Ε. Μαρκίδου και Κ. Βελάρη, για τον Εφεσίβλητο-καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 20.3.2002 ο εφεσείων καταχώρησε στο Πρωτοκολλητείο Προσφυγών αίτηση, με «Καθ’ ου η αίτηση» τον «Γενικό Εισαγγελέα Αλ. Φρ. Μαρκίδη». Ζήτησε την πιο κάτω θεραπεία:

«Απόλυση του Γενικού Εισαγγελέα Αλ. Φρ. Μαρκίδη, βάση των άρθρων 112 παρ. 4 και 153.7(4).8 του Κυπριακού Συντάγματος.»

Χρησιμοποίησε το Έντυπο Αρ. 1 (Αίτηση).  Αυτό το Έντυπο προβλέπεται από τον Καν. 4(1)* του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, 1962 (ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 1962).

Η αίτηση επιδόθηκε στον εφεσίβλητο ο οποίος, καταχώρησε ένσταση. Αντίγραφο της ένστασης επιδόθηκε στον εφεσείοντα.

Η ένσταση βασιζόταν στα πιο κάτω νομικά σημεία:

«1.  Η προσφυγή είναι προδήλως αβάσιμος και το Δικαστήριον δέον όπως την απορρίψη χωρίς δημοσίαν συζήτησιν με βάση το άρθρο 134.2 του Συντάγματος και/ή η προσφυγή είναι προδήλως αβάσιμος και το Δικαστήριον δέον όπως την απορρίψη χωρίς δημοσίαν συζήτησιν με βάσιν το άρθρο 134.2 του Συντάγματος για όλους και/ή τον κάθε ένα χωριστά από τους πιο κάτω λόγους, έκαστος των οποίων αποτελεί εν πάση περιπτώσει αυτοτελή λόγον απορρίψεως της προσφυγής.

2.  Με την προσφυγήν δεν προσβάλλεται οιαδήποτε εκτελεστή διοικητική πράξις.

3.  Ο Αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος εν τη εννοία του άρθρου 146.2 του Συντάγματος.

[*120]

4.  Η άσκησις των Συνταγματικών δικαιωμάτων του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 113 του Συντάγματος δεν υπόκειται εις τον έλεγχον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

5.  Ο Αιτητής δεν δύναται να επικαλήται με προσφυγήν τα άρθρα 112 και 153 του Συντάγματος.

6.  Το Δικαστήριον δεν έχει δικαιοδοσίαν ν’ ασχολήται με τα προσωπικά παράπονα του προσφεύγοντος εναντίον του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, πρώην προϊσταμένου του.  Αυτά είναι ή έπρεπε να είναι αντικείμενον της προσφυγής την οποίαν κατεχώρησεν εναντίον της αναγκαστικής αφυπηρετήσεως του.»

Η αίτηση τέθηκε από το Πρωτοκολλητείο ενώπιον του αδελφού Δικαστή Κραμβή (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) στις 22.4.2002 για οδηγίες. Την ημέρα εκείνη οι δικηγόροι του εφεσίβλητου ζήτησαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο την απόρριψη της αίτησης ως προδήλως αβάσιμης, καταχρηστικής της διαδικασίας και ενοχλητικής. Έγινε προς τούτο επίκληση του άρθρου 134.2 του Συντάγματος.

Ο εφεσείων αντέταξε πως μόνο η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστήριου έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης και να δώσει τη ζητούμενη θεραπεία. Η αίτηση ανέφερε, υποβλήθηκε με προοπτική να τεθεί ενώπιον της Ολομέλειας γι’ αυτό εξάλλου, ο τίτλος της, αναφέρεται στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εισηγήθηκε περαιτέρω, πως μόνο η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει περί του «προδήλως αβασίμου» με βάση το άρθρο 134.2 του Συντάγματος που ήγειρε η άλλη πλευρά. Ζήτησε όπως η υπόθεση παραπεμφθεί προς εκδίκαση ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να κριθούν οριστικά αυτό και όλα τα άλλα επίδικα θέματα.

Την 8.5.2002 ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση διά κλήσεως για «οδηγίες και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ώστε να αχθεί προς εκδίκαση η αίτηση ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου».

Οι δικηγόροι του εφεσίβλητου δεν καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση δια κλήσεως. Δήλωσαν ότι η κυρίως αίτηση είναι προδήλως αβάσιμη εντός της έννοιας του άρθρου 134.2 του Συντάγματος και της νομολογίας η οποία διέπει το θέμα.  Εισηγή[*121]θηκαν πως δεν παρέχεται δυνατότητα εξέτασης ενδιάμεσης αίτησης επί διαδικαστικού θέματος όταν η κύρια αίτηση, στην οποία αναφέρεται η ενδιάμεση, είναι κατά τα ανωτέρω προδήλως αβάσιμη. Κατ’ επέκταση δεν παρέχεται δυνατότητα παραπομπής προδήλως αβάσιμης προσφυγής ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τόσο την κυρίως αίτηση όσο και την αίτηση διά κλήσεως.  Παραθέτουμε το σκεπτικό του:

«Το άρθρο 9 του περί  Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Νόμος αρ. 33 του 1964) όπως τροποποιήθηκε (‘ο νόμος’), προβλέπει περί της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το άρθρο 11(2) του νόμου, εναποθέτει την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στο Ανώτατο Δικαστήριο με σύνθεση ‘ως ήθελεν το Δικαστήριον αποφασίσει’. Σύμφωνα με υφιστάμενη επί τούτου απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η δικαιοδοσία αυτή ασκείται από ένα μέλος του Δικαστηρίου. 

Όπως έχει προαναφερθεί, η διαδικασία άρχισε με γραπτή αίτηση επί του εντύπου αρ. 1 που προβλέπεται στον Καν.4(1) του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού  Δικαστηρίου 1962.  Η αίτηση ταξινομήθηκε από το πρωτοκολλητείο ως προσφυγή και έχει αχθεί ενώπιόν μου προς εκδίκαση ως εμπίπτουσα στο πεδίο της αναθεωρητικής μου δικαιοδοσίας η οποία, με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος περιορίζεται σε αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις οποιουδήποτε οργάνου ή αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Στην προκείμενη περίπτωση το αντικείμενο της αίτησης είναι η απόλυση του Γενικού Εισαγγελέα βάση των άρθρων 112.4, 153.7(4) και 153.8 του Συντάγματος. Πρόκειται για θεραπεία η οποία σαφώς δεν μπορεί να παρασχεθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση τη διαδικασία που επέλεξε ο αιτητής. Το άρθρο 112.4 του Συντάγματος προβλέπει:

‘4. Ο Γενικός Εισαγγελεύς και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας είναι μέλη της μονίμου νομικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας και υπηρετούσιν, υφ’ ους όρους οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου πλην του προέδρου τούτου και δεν απολύονται, ειμή υφ’ ους όρους και καθ’ ον τρόπον οι δικασταί ούτοι.’

[*122]

Το άρθρο 153.7(4) του Συντάγματος αναφέρεται στην απόλυση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς ό,τι δηλαδή, καταλογίζει τώρα ο αιτητής στον καθ’ ου η αίτηση Γενικό Εισαγγελέα.

Το άρθρο 153.8 του Συντάγματος προβλέπει περί της εγκαθίδρυσης συμβουλίου το οποίο κέκτηται αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί παντός θέματος αναφερόμενου μεταξύ άλλων, εις την απόλυση λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και κατ’ ανάλογη εφαρμογή, με βάση το άρθρο 112.4 του Συντάγματος, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ανάλογης εφαρμογής τυγχάνουν εν προκειμένω οι πρόνοιες του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου αρ. 33/64 όπως έχει τροποποιηθεί.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η απόλυση του Γενικού Εισαγγελέα λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του συμβουλίου, η καθίδρυση του οποίου προβλέπεται από το άρθρο 153.8 του Συντάγματος.  Το Ανώτατο Δικαστήριο (Ολομέλεια), στερείται αρμοδιότητας να επιληφθεί και αποφασίσει επί του θέματος όπως έχει τεθεί.

Καταλήγω ότι η αίτηση δεν είναι παραδεκτή λόγω αναρμοδιότητας και συνεπώς δεν τίθεται θέμα παραπομπής. Η κύρια αίτηση και η αίτηση διά κλήσεως απορρίπτονται με έξοδα υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον του αιτητή.»

Η έφεση:

Η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης έχει αμφισβητηθεί με την παρούσα έφεση.

Η έφεση ορίσθηκε για προδικασία στις 15.10.2002 όπως προβλέπεται από τους Καν. 5 και 6 του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 (ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996).

Στο στάδιο της προδικασίας ο κ. Μιχαηλίδης, εκ μέρους του εφεσίβλητου, υπέβαλε αίτημα για την απόρριψη της έφεσης γιατί είναι προδήλως αβάσιμη και απαράδεκτη.  Έρεισμα του αιτήματος ήταν ο Καν. 10 (ι)* του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996.

Ο εφεσείων ήγειρε ένσταση. Υποστήριξε ότι δεν μπορεί να υπάρχει τέτοια δικαίωμα· και ότι το Δικαστήριο έπρεπε να ακολουθήσει τη συνηθισμένη πορεία και να ακούσει την ουσία της έφεσης αφού δώσει οδηγίες για περιγράμματα. Με σχετική ενδιάμεση απόφαση μας, ημερ. 14.11.2002, απερρίφθηκε η ένσταση. Κρίθηκε ότι το θέμα που είχε εγείρει ο κ. Μιχαηλίδης μπορεί να αποφασιστεί μέσα στο πλαίσιο της κανονιστικής ρύθμισης που προβλέπεται από τον πιο πάνω Καν. 10(ι).

Στη συνέχεια τα μέρη υπέβαλαν τις εισηγήσεις τους επί του αιτήματος για απόρριψη της έφεσης στο στάδιο της προδικασίας. Ο κ. Μιχαηλίδης αγόρευσε κατά την δικάσιμο της 14.12.2002.  Ακολούθως εγκρίθηκε αίτημα του εφεσείοντα για να του δοθεί χρόνος να ετοιμασθει για την αγόρευσή του. Ο εφεσείων ακούσθηκε στις 28.11.2002.

Ο κ. Μιχαηλίδης υπέβαλε ότι η έφεση είναι προδήλως αβάσιμη γιατί συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον πιο πάνω Καν. 10(ι).  Είναι καθαρό – συνέχισε ο κ. Μιχαηλίδης – ότι η αίτηση που καταχώρησε ο εφεσείων είναι αίτηση που καταχωρήθηκε με τη χρησιμοποίηση του Εντύπου Αρ. 1, το οποίο είναι το έντυπο που καθιερώθηκε με τον Καν. 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 ως το έντυπο καταχώρισης προσφυγών.  Σύμφωνα με τον κ. Μιχαηλίδη αυτά που πρέπει να εξετάσει το Δικαστήριο σ’ αυτό το στάδιο είναι η αίτηση, η πρωτόδικη απόφαση, και οι λόγοι έφεσης.  Και, στη συνέχεια, να κρίνει κατά πόσο η έφεση είναι προδήλως αβάσιμη. 

Αυτό το Δικαστήριο – συμπλήρωσε ο κ. Μιχαηλίδης – έχει δικαιοδοσία να εκδικάζει προσφυγές με βάση το άρθρο 146 του Συ[*124]ντάγματος και  μόνο.

Από την άλλη ο εφεσείων υπέβαλε ότι το αίτημα του εφεσίβλητου «δεν στηρίχθηκε σε καμιά διάταξη νόμου, σε καμιά αυθεντία». Καταχώρησε μια αίτηση στο Πρωτοκολλητείο η οποία βασιζόταν στα άρθρα 8, 9, 12, 18, 19, 28, 35, 112 και 153 του Συντάγματος.  Πληρούσε όλες τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται από τους Θεσμούς.  Καταχωρήθηκε σε ένα βιβλίο και τέθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το άρθρο 153 του Συντάγματος προβλέπει «ορθά και σοφά ότι δεν μπορεί να υπάρχει σε μια Δημοκρατία όργανο που να είναι έξω από τον έλεγχο όπως και το Σεβαστό Δικαστήριο είναι μέσα στον έλεγχο». Πριν από την ενοποίηση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως αποτέλεσμα της θέσπισης του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/64) οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχαν ως πειθαρχικό όργανο το Συμβούλιο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Μετά τη θέσπιση του Νόμου 33/64 η δυνάμει του άρθρου 153 του Συντάγματος δικαιοδοσία έχει περιέλθει στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο εφεσείων μας παρέπεμψε προς τούτο στο «Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας» του Α.Ν. Λοΐζου, σελ. 296.

Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο τόσο της αίτησης όσο και της έφεσης ότι με το επίδικο διάβημα του ο εφεσείων επικαλείται τη δικαιοδοσία που προδιαγράφεται από τις παραγ. 7(4) και 8(1) (2) του άρθρου 153 του Συντάγματος οι οποίες έχουν ως εξής:

«153.7(4) Έλλην ή τούρκος δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου απολύεται λόγω αναρμόστου συμπεριφοράς.

8.(1) Καθιδρύεται συμβούλιον συγκείμενον εκ του προέδρου του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως προέδρου και του έλληνος και του τούρκου δικαστού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως μελών.

(2) Το συμβούλιον τούτο κέκτηται αποκλειστικήν αρμοδιότητα να αποφασίζη επί παντός θέματος αναφερομένου:

(α)          εις την αποχώρησιν, την απόλυσιν ή τον καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον τερματισμόν του διορισμού του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου συμφώνως προς τους όρους υπηρεσίας τους περιλαμβανομένους εν τω εγγράφω του διορισμού αυτού,

(β)          εις την αποχώρησιν ή την απόλυσιν των ελλήνων δικαστών ή του τούρκου δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου διά τους εν εδαφίοις (3) και (4) της εβδόμης παραγράφου του παρόντος άρθρου προβλεπομένους λόγους.»

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι οι πιο πάνω διατάξεις τυγχάνουν εφαρμογής εν όψει των προνοιών του άρθρου 112.4 του Συντάγματος (έχει παρατεθεί στη σελ.  4, πιο πάνω).

Δυνάμει του άρθρου 3(1) του Νόμου 33/64 έχει καθιδρυθεί Δικαστήριον για να συνεχίσει την άσκηση της «μέχρι τούδε υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court) ασκούμενης δικαιοδοσίας».

Οι δικαιοδοσίες και εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που έχει καθιδρυθεί δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου 33/64, καθορίζονται από το άρθρο 9* του ιδίου Νόμου. Ο δε τρόπος άσκησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου καθορίζεται από το άρθρο 11.

Εν όψει των προνοιών του άρθρου 9(β) του Νόμου 33/64, είναι ορθό να λεχθεί ότι μετά τη θέσπιση του Νόμου η δικαιοδοσία που ασκείτο από το Τριμελές Συμβούλιο ασκείται από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Ωστόσο αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι ο τρόπος ή η διαδικασία ενεργοποίησης ή επίκλησης μιας τέτοιας δικαιοδοσίας.  Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι αυτό μπορεί να γίνει μέσω του Εντύπου Αρ. 1. Αυτό το έντυπο είναι το έντυπο που χρησιμοποιείται για την έναρξη «πάσης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου». Αυτό προβλέπει ο Καν. 4(1) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ο οποίος έχει θεσπισθεί δυνάμει των εξουσιών που παρέχονται στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο από το άρθρο 135* του Συντάγματος. Σημειώνουμε ότι στον Διαδικαστικό Κανονισμό του 1962 υπάρχουν πρόνοιες που ρυθμίζουν τον τρόπο έναρξης διαδικασίας δυνάμει των άρθρων 139.2, 144.1, 151.1 και 149 του Συντάγματος (βλ. Καν. 15(1) και (2)). Σημειώνουμε, επίσης, ότι δεν έχουν θεσπισθεί Κανονισμοί που να διέπουν τον τρόπο επίκλησης της δικαιοδοσίας του Συμβουλίου που έχει καθιδρυθεί δυνάμει του άρθρου 153.8 του Συντάγματος.

Όπως έχουμε ήδη υποδείξει ο εφεσείων έχει κάμει χρήση του εντύπου το οποίο, σύμφωνα με τον Καν. 4(1) πρέπει να χρησιμοποιείται για την έναρξη «πάσης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου».

Σύμφωνα με τον Καν. 2(1) του Κανονισμού του 1962 «Δικαστήριον σημαίνει το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον της Δημοκρατίας».

Θέτουμε το ερώτημα:

Πριν από τη θέσπιση του Νόμου 33/64 θα μπορούσε ένας ενδιαφερόμενος να ενεργοποιήσει τη δικαιοδοσία του Συμβουλίου που καθιδρύθηκε από το άρθρο 153.8 του Συντάγματος με τη χρησιμοποίηση του Εντύπου αρ. 1; Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Το Έντυπο αρ. 1 έχει προσδιορισθεί από τον Καν. 4(1) για την έναρξη διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου η οποία πρόδηλα δεν περιλαμβάνει και τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου που καθιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου153.8 του Συντάγματος. Όπως έχει ήδη υποδειχθεί ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 1962 έχει θεσπισθεί από το άρθρο 135 το οποίο δίδει εξουσία στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να εκδίδει Κανονισμούς για τη ρύθμιση της ενώπιον αυτού ακολουθητέας διαδικασίας. Ωστόσο η διαδικασία ενώπιον του Συμ[*127]βουλίου δεν συνιστά διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.  Αυτό γιατί οι αρμοδιότητες που προβλέπονται από το άρθρο 153.8 του Συντάγματος, δεν ασκούνται από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αλλά από Συμβούλιο. Συνεπώς η αρμοδιότητα του Συμβουλίου δεν ήταν δυνατό να ενεργοποιηθεί με το έντυπο το οποίο χρησιμοποιείται για την έναρξη «πάσης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου». Τα δύο όργανα – το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Συμβούλιο – είναι διαφορετικά. Τονίζουμε ότι οι αρμοδιότητες και εξουσίες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ρυθμίζονται από το Μέρος ΙΧ (άρθρα 133-151) του Συντάγματος. Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου προδιαγράφονται από την παραγ. 8(2) (α) και (β) του άρθρου 153. Βρίσκονται δε στο Μέρος Χ (άρθρα 152-164) του Συντάγματος το οποίο ρυθμίζει τις αρμοδιότητες και εξουσίες του «Ανωτάτου Δικαστηρίου και των υπό τούτο Τεταγμένων Δικαστηρίων».

Τίθεται το ερώτημα:

Έχουν μεταβληθεί τα πράγματα μετά τη θέσπιση του Νόμου 33/64 με τρόπο που να μπορούν οι αρμοδιότητες και εξουσίες που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 9(β) του Νόμου 33/64 να θεωρηθούν ως «διαδικασία» εντός της έννοιας του Καν. 4(1) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 και σαν τέτοια να ενεργοποιηθεί με το Έντυπο αρ. 1; 

Η απάντηση πρέπει και πάλι να είναι αρνητική.

Η σχετική αρμοδιότητα ασκείται μεν από το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά η άσκηση της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «διαδικασία» εντός της έννοιας του Καν. 4(1). Οι διαδικασίες που καλύπτονται από τον Καν. 4(1) και γενικά από τον Διαδικαστικό Κανονισμό του 1962 είναι εκείνες που εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου η οποία προσδιορίζεται από το Μέρος ΙΧ (αρ. 133-151) του Συντάγματος. Δεν περιλαμβάνουν σαφώς την αρμοδιότητα που προβλέπεται από το άρθρο 153.8 του Συντάγματος η οποία μετά τη θέσπιση του Νόμου 33/64 δεν ασκείται από τον Πρόεδρο και τα 2 μέλη του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου αλλά από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το γεγονός ότι ο φορέας άσκησης της σχετικής αρμοδιότητας είναι διαφορετικός από εκείνο που προβλέπεται από το άρθρο 153.8 δεν σημαίνει ότι αυτή η αρμοδιότητα μπορεί να ενταχθεί στην «διαδικασία» που μπορεί να ενεργοποιηθεί με τη χρησιμοποίηση του Εντύπου αρ. 1. Αυτό που έχει σημασία δεν εί[*128]ναι ο φορέας άσκησης της αρμοδιότητας αλλά η φύση της αρμοδιότητας. Έχουμε δε την άποψη ότι ο Νόμος 33/64 δεν έχει μεταβάλει τη φύση της αρμοδιότητας. Ακολουθεί πως η άσκησή της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διαδικασία η οποία μπορεί να ενεργοποιηθεί με το Έντυπο αρ. 1.

Το Έντυπο αρ. 1 είναι ικανό να ενεργοποιήσει μόνο τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου – τώρα του Ανωτάτου Δικαστηρίου - η οποία προδιαγράφεται στο Μέρος ΙΧ του Συντάγματος και ιδιαίτερα εκείνη του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ασφαλώς δεν μπορεί να θέσει σε κίνηση την επίδικη διαδικασία η οποία προδιαγράφεται από το Άρθρο 153.8 του Συντάγματος. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να επιληφθεί της αίτησης μόνο σε περίπτωση που σχετιζόταν με θέμα που εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και όχι του Συμβουλίου. Συνεπώς ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αίτηση δεν ήταν παραδεκτή λόγω έλλειψης αρμοδιότητας. Η έλλειψη αρμοδιότητας η οποία προκύπτει είναι τόσο έκδηλη η οποία καθιστά την έφεση προδήλως αβάσιμη (Βλ. Pitsillou v. Aristodemou (1969) 3 C.L.R. 226). Έπεται πως η εισήγηση του εφεσίβλητου επιτυγχάνει. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα ως προδήλως αβάσιμη.  Προσθέτουμε ότι το γεγονός ότι η αίτηση έγινε δεκτή από το Πρωτοκολλητείο δεν μεταβάλλει την κατάσταση. Όπως έχει λεχθεί στην Καρατσής ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1547/2000 /15.3.2001 (απόφαση της Ολομέλειας) το Πρωτοκολλητείο δεν έχει εξουσία να αρνηθεί να δεχθεί ή να διαγράψει προσφυγή η οποία εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο