Παπασάββας Σωτήριος (Άκης) ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 134

(2003) 3 ΑΑΔ 134

[*134]31 Ιανουαρίου, 2003

ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 19, 25, 28, 122, 125 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΣΩΤΗΡΙΟΣ (ΑΚΗΣ) ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜEΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1004/2001)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Αναγκαστική αφυπηρέτηση ― Αναγκαστική αφυπηρέτηση μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους ηλικίας του υπαλλήλου ― Άρθρο 53(1)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) ― Ερμηνεία ― Η σχετική απαίτηση για αναγκαστική αφυπηρέτηση υπαλλήλου υποβάλλεται από την Αρμόδια Αρχή ― Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου δεν περιλαμβάνει την επιβολή αναγκαστικής αφυπηρέτησης με επίκληση πράξεων ή συμπεριφορών που θα μπορούσαν να στοιχειοθετούν πειθαρχικά παραπτώματα.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχικός Κώδικας ― Τι συνιστά και πως διαπιστώνεται πειθαρχικό παράπτωμα ― Παράκαμψη του πειθαρχικού δικαίου με απόδοση συνεπειών σε υπάλληλο για πράξεις που συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα δεν είναι επιτρεπτή κατά νόμον.

Η προσφυγή του αιτητή, κατά της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για αναγκαστική αφυπηρέτησή του, εκδικάστηκε απευθείας από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πλήρη σύνθεση.

Τέθηκαν δύο κύριοι ισχυρισμοί ακυρότητας, που αφορούσαν το ανεφάρμοστο του Άρθρου 53(1)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, στο οποίο στηρίχθηκε η διοικητική απόφαση:  Πρώτον ότι το [*135]προβλεπόμενο στο Άρθρο 53(1)(β), δεν αποτελεί υποκατάστατο της πειθαρχικής διαδικασίας.

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Η ορολογία του Άρθρου 53(1)(β) του Νόμου, παρόλο που θα μπορούσε να ήταν ευκρινέστερη, δεν παρουσιάζει ερμηνευτική δυσκολία. Η φράση «όταν απαιτηθεί», σε συνδυασμό με το αντικείμενο της απαίτησης «να αφυπηρετήσει», υποδηλώνει αίτημα τρίτου (που δεν μπορεί να είναι άλλος από την αρμόδια αρχή) προς υπάλληλο για την παραίτησή του. Ο συσχετισμός του (Άρθρου 53(1)(β)) με τις υπόλοιπες διατάξεις του Άρθρου 53 του Νόμου βεβαιώνει, με τρόπο αναντίρρητο, αυτή την ερμηνεία. 

2.  Προκύπτει άμεσα, από την απόφαση, ότι η Ε.Δ.Υ. αποδέχτηκε τα καταμαρτυρούμενα από το Γενικό Εισαγγελέα στον κ. Παπασάββα και επί τούτου διέταξε την αφυπηρέτησή του.  Κάτω από οποιοδήποτε φακό και αν ήθελε ιδωθούν οι πράξεις και οι ενέργειες που αποδίδονται στον κ. Παπασάββα, αυτές συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα, βάσει του Νόμου, και είναι για τη μεμπτή αυτή συμπεριφορά που διατάχθηκε η υποχρεωτική αφυπηρέτησή του.

3.  Τι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα προσδιορίζεται στο Άρθρο 73 του Νόμου, κάτω από το κεφάλαιο «ΜΕΡΟΣ VII – ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ» και εξειδικεύεται για σκοπούς συνοπτικής εκδίκασης από το Άρθρο 82 και τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου. Πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά κάθε παράβαση καθήκοντος ή υποχρέωσης δημοσίου υπαλλήλου.  Το καθήκον ή η υποχρέωσή του προσδιορίζονται, σ’ όλη την ευρύτητα των όρων, στις διατάξεις του Άρθρου 73(2) του Νόμου. 

4.  Πειθαρχικά παραπτώματα εξετάζονται, ως προβλέπει ο Πειθαρχικός Κώδικας, κατά τον τρόπο που ορίζουν τα Άρθρα 81, 82 και 83 του Νόμου, ενώ η πειθαρχική διαδικασία προσδιορίζεται στους Πίνακες που ακολουθούν.  Ο Πειθαρχικός Κώδικας εξασφαλίζει στον πειθαρχικά διωκόμενο υπάλληλο όλα τα δικαιώματα που προβλέπει το Άρθρο 12 του Συντάγματος. διασφαλίσεις που ενσωματώνουν τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνώρισε εξαρχής ότι ο πειθαρχικά διωκόμενος υπάλληλος έχει τα ίδια δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα σε άτομο που διώκεται ποινικά.

5.  Το Άρθρο 53(1)(β) δε θα μπορούσε να έχει ως αντικείμενο την παροχή εξουσίας στην Ε.Δ.Υ. να εξετάζει πειθαρχικό παράπτωμα [*136]δημοσίου υπαλλήλου και να επιβάλλει οποιεσδήποτε κυρώσεις για πράξεις πειθαρχικά κολάσιμες, έξω και ανεξάρτητα από τον Πειθαρχικό Κώδικα του Νόμου. 

     Το Άρθρο 53(1)(β) του Νόμου δεν αποτελεί υποκατάστατο της πειθαρχικής διαδικασίας.  Ποία η εμβέλειά του και κάτω από ποιες περιστάσεις μπορεί βάσιμα να γίνει επίκληση των προνοιών του, συνιστούν θέματα που δεν είναι ανάγκη να απαντήσουμε εξαντλητικά στην προκείμενη υπόθεση.  Το βέβαιο είναι ότι οι λόγοι, για τους οποίους αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει την υποχρεωτική αφυπηρέτηση υπαλλήλου, είναι άλλοι από πειθαρχικοί. Λόγοι, οι οποίοι συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα, μπορεί να εξεταστούν και να γίνουν διαπιστώσεις για την ύπαρξή τους μόνο στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας.  Δικαίωμα επίκλησης των προνοιών του Άρθρου 53(1)(β) ανάγεται στην αρμόδια αρχή, σε περιπτώσεις που δε σχετίζονται με πειθαρχικά παραπτώματα ή με τους λόγους πρόωρης αφυπηρέτησης δημοσίου υπαλλήλου, οι οποίοι διαγράφονται στις παραγράφους (α), (γ), (δ), (ε), (στ) και (ζ) του Άρθρου 53(1) του Νόμου.

           

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485,

Republic v. Mozoras (1966) 3 C.L.R. 356,

Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Υπόθεση Αρ. 1061/94, ημερ. 28/5/1996,

Markoullides v. Republic, 3 R.S.C.C. 30,

Kalisperas v. Republic and Another, 3 R.S.C.C. 146,

Haros v. Republic, 4 R.S.C.C. 39,

Morsis v. Republic, 4 R.S.C.C. 133.

Προσφυγή.

Προσφυγή του αιτητή, η οποία εκδικάστηκε απευθείας από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά της απόφασης με την οποία κατ’ επίκληση των διατάξεων του Άρθρου 53(1)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), όπως τροποποιήθηκε, ο Γενικός Εισαγγελέας υπό την ιδιότητά του ως Αρμόδια Αρχή της Νομικής Υπηρεσίας, απαίτησε, με επιστολή υπόμνημα προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας την αναγκαστική αφυπηρέτηση του κ. Σ. Παπασάββα, Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για λόγους οι οποίοι εστιάζοντο στην κακή διαγωγή του, εντός και εκτός της Νομικής Υπηρεσίας.

Α.Σ. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.

Κ. Μιχαηλίδης με Δ. Καλλίγερο, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Κατ’ επίκληση των διατάξεων του Άρθρου 53(1)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), (ο «Νόμος», όπως τροποποιήθηκε), ο Γενικός Εισαγγελέας, υπό την ιδιότητά του ως Αρμόδια Αρχή της Νομικής Υπηρεσίας*, απαίτησε, με επιστολή του (υπόμνημα) προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας – («Ε.Δ.Υ.»), την αναγκαστική αφυπηρέτηση του κ. Σ. Παπασάββα, Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Οι λόγοι, για τους οποίους αξίωσε τον τερματισμό των υπηρεσιών του, εστιάζονται στην κακή διαγωγή του, εντός και εκτός της Νομικής Υπηρεσίας.

Στο δεκαεπτασέλιδο υπόμνημα του Γενικού Εισαγγελέα προς την Ε.Δ.Υ., στο οποίο στοιχειοθετεί την απαίτησή του, εξειδικεύονται οι πράξεις που στοιχειοθετούν το αίτημα, συνιστώσες ανάρμοστη συμπεριφορά του κ. Παπασάββα, ως αναφέρεται στη γραπτή αγόρευση που υποβλήθηκε εκ μέρους του. Καταλογίζεται στον κ. Παπασάββα άρνηση συμμόρφωσης προς υπηρεσιακές οδηγίες, ανυπακοή σε οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα προς συζήτηση με αυτόν γνωματεύσεων, η ετοιμασία των οποίων του ανατέθηκε, καθώς και ηθελημένη παράλειψη υποβολής στο Γενικό Εισαγγελέα ενημερωτικών σημειωμάτων για την πορεία των εργασιών επιτροπών του Συμβουλίου της Ευρώπης, στις οποίες εκπροσωπούσε τη Νομική Υπηρεσία, κατ’ αντίθεση και πάλι προς τις ισχύουσες οδηγίες. Η άρνηση του κ. Παπασάββα να συμμορφωθεί με οδηγίες και η μη συνεργασία του, σ’ όλο το φάσμα της λειτουργίας του, με το Γενικό Εισαγγελέα και τη Νομική Υπηρεσία, γενικά, δημιούργησαν ανυπόφορο κλίμα, άκρως ζημιογόνο για την υπηρεσία.

Στον κ. Παπασάββα αποδίδεται, επίσης, αδιαφορία στην εκπλήρωση των καθηκόντων του, πλήττουσα την υπόσταση της Νομικής Υπηρεσίας. Πέραν τούτου, του προσάπτεται μομφή για «ανάρμοστη συμπεριφορά», προκύπτουσα από τα λεγόμενά του και τις θέσεις που διατύπωσε σε εκδόσεις και δημοσιεύματα στον τύπο· Κατηγορείται ο κ. Παπασάββας ότι εξύβριζε τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Γενικό Εισαγγελέα και άλλους αξιωματούχους του Κράτους, μεταξύ των οποίων τον Υπουργό των Εξωτερικών, τον Υφυπουργό παρά τω Προέδρω και τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο. 

Η απαίτηση αρμόδιας αρχής για τον τερματισμό των υπηρεσιών υπαλλήλου, ο οποίος συμπλήρωσε το 55ο έτος της ηλικίας του, υπόκειται στην κρίση της Ε.Δ.Υ., στην οποία εναποτίθεται η αρμοδιότητα να διατάξει την πρόωρη αφυπηρέτηση υπαλλήλου. Η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. εξυπακούεται από τις διατάξεις του εδαφίου (2)* του Άρθρου 53 του Νόμου, η οποία ασκείται αφού ακούσει τον επηρεαζόμενο υπάλληλο, προφορικά ή μέσω γραπτού υπομνήματος, ως καθορίζει το εδάφιο (4)** του ιδίου Άρθρου του Νόμου. Το δικαίωμα αυτό παρασχέθηκε στον κ. Παπασάββα, οι θέσεις του οποίου διατυπώθηκαν εγγράφως με υπόμνημα του δικηγόρου του, του κ. Α.Σ. Αγγελίδη. Σ’ αυτό προβάλλονται τρεις βασικά ενστάσεις στο παραδεκτό της απαίτησης του Γενικού Εισαγγελέα, επαγόμενης τον τερματισμό της υπηρεσίας του. Ανάλογη επιχειρηματολογία πρόβαλε και ενώπιόν μας, προς υποστήριξη της προσφυγής του κατά της απόφασης της Ε.Δ.Υ., που ενέκρινε την απαίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, διατάσσουσα την αφυπηρέτησή του:-

Α. Αμφισβήτησε το θεμέλιο της απαίτησης. Υποστήριξε ότι το Άρθρο 53(1)(β) του Νόμου δεν παρέχει εξουσία στην αρμόδια αρχή να απαιτήσει την υποχρεωτική αφυπηρέτηση υπαλλήλου. Είναι η θέση του ότι το προβλεπόμενο από το Άρθρο 53(1)(β) δικαίωμα ανήκει στον υπάλληλο και όχι στην αρμόδια αρχή. Σ’ αυτόν εναπόκειται να ζητήσει την αφυπηρέτησή του μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του.

Το Άρθρο 53(1)(β) προβλέπει:-

«53. – (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5) και ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει την αφυπηρέτηση μόνιμου συντάξιμου υπαλλήλου από τη δημόσια υπηρεσία στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α)          ..............................................................................................

(β)          όταν απαιτηθεί από υπάλληλο που έχει συμπληρώσει την ηλικία των πενήντα πέντε ετών να αφυπηρετήσει·

(γ), (δ), (ε), (στ), (ζ), (η) ........................................................»

Η θέση της καθ’ ης η αίτηση είναι ότι, τόσο από το κείμενο του Άρθρου 53(1)(β) όσο και από το πλαίσιο στο οποίο απαντάται, ως διαγράφεται από τις λοιπές διατάξεις του Άρθρου 53 του Νόμου, η εξουσία για την υποβολή απαίτησης για την υποχρεωτική αφυπηρέτηση υπαλλήλου ανήκει στην αρμόδια αρχή. 

Η ορολογία του Άρθρου 53(1)(β) του Νόμου, παρόλο που θα μπορούσε να ήταν ευκρινέστερη, δεν παρουσιάζει ερμηνευτική δυσκολία.  Η φράση «όταν απαιτηθεί», σε συνδυασμό με το αντικείμενο της απαίτησης «να αφυπηρετήσει», υποδηλώνει αίτημα τρίτου (που δεν μπορεί να είναι άλλος από την αρμόδια αρχή) προς υπάλληλο για την παραίτησή του. Κάποια ασάφεια, που δυνατό να προκύπτει από τη χρήση της φράσης «από υπάλληλο», εκλείπει από τη φράση που ακολουθεί – «που έχει συμπληρώσει την ηλικία των πενήντα πέντε ετών» – που προσδιορίζει την ταυτότητα του υπαλλήλου από τον οποίο μπορεί να ζητηθεί να αφυπηρετήσει. Ο συσχετισμός του (Άρθρου 53(1)(β)) με τις υπόλοιπες διατάξεις του Άρθρου 53 του Νόμου βεβαιώνει, με τρόπο αναντίρρητο, αυτή την ερμηνεία. Από τις πρόνοιες του Άρθρου 53(1)(γ)*, αποκαλύπτεται ο τρόπος με τον οποίο προσδιορίζεται αίτημα του ιδίου του υπαλλήλου για αφυπηρέτηση – «μετά από αίτηση υπαλλήλου». Το δικαίωμα, το οποίο παρέχεται από την παράγραφο αυτή, δε συσχετίζεται με οποιοδήποτε όριο ηλικίας του υπαλλήλου. Επομένως, καλύπτεται και η περίπτωση υπαλλήλου πέραν των 55 ετών, ο οποίος εξαιτείται την αφυπηρέτησή του. Σημαντικό είναι ότι ο Νόμος διαλαμβάνει ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, λαμβάνονται υπόψη οι απόψεις του Υπουργείου Οικονομικών, ως προς την ύπαρξη οικονομικών υποχρεώσεων του υπαλλήλου προς τη Δημοκρατία, όπως και η ύπαρξη ή μη πειθαρχικής ή ποινικής υπόθεσης εναντίον του - Άρθρο 53(3)* του Νόμου. Ιδιαίτερα διαφωτιστικές για τις προθέσεις του νομοθέτη, αναφορικά με το σκοπό του Άρθρου 53(1)(β), είναι οι πρόνοιες του εδαφίου (4) του Άρθρου 53, που προβλέπουν ότι, όταν ζητείται η αφυπηρέτηση υπαλλήλου βάσει των προνοιών των παραγράφων (β) και (ζ)** του Άρθρου 53(1), παρέχεται ευκαιρία στον υπάλληλο να ακουστεί, γεγονός που υποδηλώνει ότι το αίτημα προέρχεται από άλλο και όχι από τον ίδιο, ο οποίος στοιχειοθετεί το διάβημά του με το αίτημα το οποίο υποβάλλει. 

Β. Υποστήριξε ότι το Άρθρο 53(1)(β) δεν αποτελεί υποκατάστατο της πειθαρχικής διαδικασίας. Η απαίτηση για την υποχρεωτική αφυπηρέτησή του βασίζεται σε πειθαρχικά παραπτώματα και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να τύχει εξέτασης έξω από το πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας. Επικαλέστηκε προς τούτο τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και, κατά την ακρόαση, την απόφαση στην Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485 (και τη νομολογία που μνημονεύεται σ’ αυτή), σύμφωνα με την οποία πειθαρχικά παραπτώματα μπορεί να εξεταστούν μόνο στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας, που ενσωματώνει τα εχέγγυα υπεράσπισης του πειθαρχικά διωκομένου.

Πέραν τούτου, υποστήριξε – και πάλι με αναφορά στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης – ότι ήταν ανεπίτρεπτο για το Γενικό Εισαγγελέα να ενεργεί παράλληλα ως κατήγορος και ως Αρμόδια Αρχή, ακόμα να λειτουργεί και ως νομικός σύμβουλος της Ε.Δ.Υ. Στο σημείο αυτό επικαλέστηκε τις αποφάσεις στη The Republic of Cyprus through the Public Service Commission and Antonios Mozoras (1966) 3 C.L.R. 356 και στη Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Υπόθεση Αρ. 1061/94, 28/5/1996 (πρωτόδικη), στις οποίες διακηρύχθηκε ότι οι ιδιότητες του κατηγόρου και [*141]του κριτή είναι ασυμβίβαστες. 

Γ.  Υπέβαλε ότι η εξωυπηρεσιακή συγγραφική δραστηριότητα δημοσίου υπαλλήλου δεν ελέγχεται πειθαρχικά.  Το δικαίωμα της ελευθερίας λόγου και έκφρασης, που κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα (Άρθρο 19), ασκούμενο εκτός της δημοσιοϋπαλληλικής λειτουργίας, δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο.

Αντίθετη άποψη διατυπώθηκε εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση, η οποία υποστήριξε ότι εξωυπηρεσιακές δηλώσεις, που υπονομεύουν την υπόσταση και το κύρος δημοσίων λειτουργών ή δημοσίων λειτουργιών, ελέγχονται, εφόσον αποκαλύπτουν διαγωγή η οποία δεν αρμόζει σε δημόσιο λειτουργό.  Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, έλεγχος για ανάρμοστη συμπεριφορά θα μπορούσε να ασκηθεί μόνο πειθαρχικά.

Η Ε.Δ.Υ. αποδέχτηκε ότι το Άρθρο 53(1)(β) του Νόμου παρείχε στο Γενικό Εισαγγελέα, ως Αρμόδια Αρχή, την εξουσία να απαιτήσει την υποχρεωτική αφυπηρέτηση του κ. Παπασάββα.  Διασαφήνισε, συγχρόνως, ότι δεν επιλήφθηκε της υπόθεσης «μέσα στα πλαίσια της Πειθαρχικής της Δικαιοδοσίας», διατυπώνοντας την άποψη ότι δεν υπήρχε ενώπιόν της «οποιοδήποτε συγκεκριμένο κατηγορητήριο». Διαπίστωσε, ωσαύτως, ότι η υιοθέτηση της πειθαρχικής διαδικασίας δεν απόκειται στην ίδια. Η επιλογή, αναφέρει, «τρόπου ενέργειας του Γενικού Εισαγγελέα στην παρούσα περίπτωση ήταν θέμα της δικής του αρμοδιότητας». Εξέτασε, επομένως, το αίτημα άσχετα από τη φύση των γεγονότων που το στοιχειοθετούν και ανεξάρτητα από τον πειθαρχικό τους χαρακτήρα. Με τη συμπεριφορά του, αναφέρεται, ο κ. Παπασάββας «... έχει δημιουργήσει ένα πολύ αρνητικό κλίμα με άκρως δυσμενείς συνέπειες για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της Νομικής Υπηρεσίας αλλά και της Δημόσιας Υπηρεσίας ευρύτερα.». Η κατάληξη της Ε.Δ.Υ. αποτυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα, που έπεται του προρρηθέντος, απολήγουσα σε απόφαση για την υποχρεωτική αφυπηρέτησή του.

«Με την όλη του συμπεριφορά και στάση έχει ανεπανόρθωτα εξουδετερώσει την δυνατότητα ομαλής συνεργασίας με την Προϊστάμενη Αρχή και έχει διασαλεύσει κατά τρόπο απαράδεκτο το οργανισμιακό κλίμα που πρέπει να διέπει μία σωστή και αποτελεσματική Δημόσια Υπηρεσία. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ικανοποιητικοί λόγοι για να γίνει δεκτή η πρόταση της Αρμόδιας [*142]Αρχής για αφυπηρέτηση του Εισαγγελέα Παπασάββα λόγω του ότι, ως έχουν τα πράγματα, η παραμονή του στη Δημόσια Υπηρεσία δεν μπορεί να συνεχισθεί.»

Προκύπτει άμεσα, από την απόφαση, ότι η Ε.Δ.Υ. αποδέχτηκε τα καταμαρτυρούμενα από το Γενικό Εισαγγελέα στον κ. Παπασάββα και επί τούτου διέταξε την αφυπηρέτησή του. Κάτω από οποιοδήποτε φακό και αν ήθελε ιδωθούν οι πράξεις και οι ενέργειες που αποδίδονται στον κ. Παπασάββα, αυτές συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα, βάσει του Νόμου, και είναι για τη μεμπτή αυτή συμπεριφορά που διατάχθηκε η υποχρεωτική αφυπηρέτησή του.

Τι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα προσδιορίζεται στο Άρθρο 73 του Νόμου, κάτω από το κεφάλαιο «ΜΕΡΟΣ VII – ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ» και εξειδικεύεται για σκοπούς συνοπτικής εκδίκασης από το Άρθρο 82 και τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου. Πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά κάθε παράβαση καθήκοντος ή υποχρέωσης δημοσίου υπαλλήλου. Το καθήκον ή η υποχρέωσή του προσδιορίζονται, σ’ όλη την ευρύτητα των όρων, στις διατάξεις του Άρθρου 73(2) του Νόμου.  Τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις δημοσίου υπαλλήλου προσδιορίζονται από τη θέση που αυτός κατέχει και από την υποχρέωση για τη σύννομη και χρηστή άσκησή τους στο πλαίσιο της δομής της υπηρεσίας. Υπέχει υποχρέωση ο δημόσιος υπάλληλος συμμόρφωσης προς τις διαταγές και τις οδηγίες της προϊσταμένης αρχής και εκπλήρωσης των καθηκόντων του, με τρόπο ο οποίος να προάγει την αποστολή της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί. 

Πειθαρχικά παραπτώματα εξετάζονται, ως προβλέπει ο Πειθαρχικός Κώδικας, κατά τον τρόπο που ορίζουν τα Άρθρα 81, 82 και 83 του Νόμου, ενώ η πειθαρχική διαδικασία προσδιορίζεται στους Πίνακες που ακολουθούν.  Ο Πειθαρχικός Κώδικας εξασφαλίζει στον πειθαρχικά διωκόμενο υπάλληλο όλα τα δικαιώματα που προβλέπει το Άρθρο 12 του Συντάγματος. διασφαλίσεις που ενσωματώνουν τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνώρισε εξαρχής ότι ο πειθαρχικά διωκόμενος υπάλληλος έχει τα ίδια δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα σε άτομο που διώκεται ποινικά – (βλ. Andreas A. Markoullides and The Republic (Public Service Commission) 3 R.S.C.C. 30. Nicos Kalisperas and The Republic (Public Service Commission) and Another 3 R.S.C.C. 146). Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Nicolaos D. Haros and The Republic (Minister of the Interior) 4 R.S.C.C. 39, αναγνωρίζει την επενέργεια των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, σ’ όλη την έκτασή τους, στο πεδίο της πειθαρχικής διαδικασίας. κανόνες που συνταυτίζονται, όπως διαπιστώνεται, με τις διασφαλίσεις του Άρθρου 12 του Συντάγματος:- (σελ. 44)

“Concerning the allegation that the provisions of regulation 20 are contrary to the rules of natural justice the Court is of the opinion that the said rules, which also under Article 12 are made applicable to offences in general, should be adhered to in all cases of disciplinary control in the domain of public law …”

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

«Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι οι πρόνοιες του κανονισμού 20 αντίκεινται προς τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, το Δικαστήριο είναι της άποψης ότι οι ρηθέντες κανόνες, οι οποίοι περιλαμβάνονται επίσης στο Άρθρο 12*, τυγχάνουν εφαρμογής σε κατηγορίες γενικά και πρέπει να τηρούνται σε όλες τις υποθέσεις πειθαρχικού ελέγχου στο πεδίο του δημοσίου δικαίου ...»)

(Βλ., επίσης, Stelios K. Morsis and The Republic (Public Service Commission) 4 R.S.C.C. 133.)

Στην ομόφωνη απόφαση της πλήρους Ολομέλειας στην Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), εξετάσαμε διεξοδικά το πλαίσιο αντιμετώπισης επιλήψιμων πράξεων λειτουργών του δημοσίου. Το ερώτημα, σ’ εκείνη την υπόθεση, ήταν κατά πόσο το Άρθρο 13Β** του περί Αστυνομίας Νόμου, ΚΕΦ. 285, το οποίο πρόβλεπε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο μπορούσε να τερματίσει, μετά από γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, τις υπηρεσίες μέλους της Δύναμης «για εξειδικευμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος», παρείχε εξουσία για τερματισμό των υπηρεσιών του για ποινικά ή πειθαρχικά κολάσιμες πράξεις. Στο ερώτημα δόθηκε αρνητική απάντηση. Το Δικαστήριο κατέληξε, μετά από εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία (κυπριακή και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), ότι καμιά κύρωση δεν μπορεί να επιβληθεί σε άτομο για ποινικό ή πειθαρχικό παράπτωμα έξω από το πλαίσιο της ποινικής ή πειθαρχικής διαδικασίας, προσαρμοσμένης στις διατάξεις του Άρθρου 12 του Συντάγματος. Το Άρθρο 13Β του Κεφ. 285, ερμηνευόμενο, όπως αναφέρει το Δικαστήριο, υπό [*144]το πρίσμα του Συντάγματος, δεν μπορούσε να έχει ως αντικείμενο την παράκαμψη του Πειθαρχικού Κώδικα για τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης. Κατά τον ίδιο τρόπο, το Άρθρο 53(1)(β) δε θα μπορούσε να έχει ως αντικείμενο την παροχή εξουσίας στην Ε.Δ.Υ. να εξετάζει πειθαρχικό παράπτωμα δημοσίου υπαλλήλου και να επιβάλλει οποιεσδήποτε κυρώσεις για πράξεις πειθαρχικά κολάσιμες, έξω και ανεξάρτητα από τον Πειθαρχικό Κώδικα του Νόμου. Στο ίδιο το Άρθρο 53(1), στην παράγραφο (η), η υποχρεωτική αφυπηρέτηση μνημονεύεται και ως πειθαρχική ποινή, που όντως είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 79(1)(θ) του Νόμου.

Το Άρθρο 53(1)(β) του Νόμου δεν αποτελεί υποκατάστατο της πειθαρχικής διαδικασίας. Ποία η εμβέλειά του και κάτω από ποιες περιστάσεις μπορεί βάσιμα να γίνει επίκληση των προνοιών του, συνιστούν θέματα που δεν είναι ανάγκη να απαντήσουμε εξαντλητικά στην προκείμενη υπόθεση.  Το βέβαιο είναι ότι οι λόγοι, για τους οποίους αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει την υποχρεωτική αφυπηρέτηση υπαλλήλου, είναι άλλοι από πειθαρχικοί. Λόγοι, οι οποίοι συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα, μπορεί να εξεταστούν και να γίνουν διαπιστώσεις για την ύπαρξή τους μόνο στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας. Δικαίωμα επίκλησης των προνοιών του Άρθρου 53(1)(β) ανάγεται στην αρμόδια αρχή, σε περιπτώσεις που δε σχετίζονται με πειθαρχικά παραπτώματα ή με τους λόγους πρόωρης αφυπηρέτησης δημοσίου υπαλλήλου, οι οποίοι διαγράφονται στις παραγράφους (α), (γ), (δ), (ε), (στ) και (ζ) του Άρθρου 53(1) του Νόμου.

Κατά την προφορική ακρόαση της υπόθεσης, θέσαμε στον            κ. Μιχαηλίδη τον πειθαρχικό χαρακτήρα των γεγονότων, που στοιχειο-θετούν τους λόγους για τους οποίους ο Γενικός Εισαγγελέας αξίωσε την υποχρεωτική αφυπηρέτηση του κ. Παπασάββα. Αναγνώρισε ότι οι λόγοι αυτοί, όντως, συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα. Παρά ταύτα, επιχειρηματολόγησε ότι μπορεί να υποβληθεί αξίωση για τη διακοπή των υπηρεσιών δημοσίου λειτουργού, βάσει του Άρθρου 53(1)(β) του Νόμου, για πειθαρχικά μεμπτή συμπεριφορά.  Διαφωνούμε.  Αν γινόταν δεκτή τέτοια θέση, θα καταστρατηγείτο ολόκληρο το οικοδόμημα της πειθαρχικής διαδικασίας και, συν αυτώ, το θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου προς υπεράσπισή του έναντι κάθε κατηγορίας. 

Ενόψει της κατάληξής μας, δε θα ασχοληθούμε με το παραδεκτό συμπεριφοράς, εκ μέρους δημοσίου υπαλλήλου, όμοιας με εκείνη που καταλογίζεται στον κ. Παπασάββα, εντός ή εκτός της υπηρεσίας. Δεν αποτελεί θέμα της διαδικασίας προς δικαστική κρίση.

[*145]

Η κατάληξή μας θέτει εκ ποδών τη διοικητική απόφαση, η οποία προσβάλλεται με την προσφυγή. Εξέταση των πράξεων και παραλείψεων, για τις οποίες κατηγορείται ο κ. Παπασάββας, μπορεί να διενεργηθεί μόνο στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της, βάσει των προνοιών του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο