Kυπριακή Δημοκρατία και Άλλη ν. Mαρίλια Παντζαρή Eλισσαίουκαι Άλλων (2003) 3 ΑΑΔ 168

(2003) 3 ΑΑΔ 168

[*168]13 Φεβρουαρίου, 2003

[NIKHTAΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3124)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

v.

ΜΑΡΙΛΙΑΣ ΠΑΝΤΖΑΡΗ ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3130)

ΕΥΑΝΘΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ,

Εφεσείουσα-Ενδιαφερόμενο Μέρος,

v.

ΜΑΡΙΛΙΑΣ ΠΑΝΤΖΑΡΗ ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Εφέσεις Αρ. 3124, 3130)

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητική πράξη ― Δέουσα έρευνα πριν την έκδοσή της ― Φύση και έκταση της έρευνας ― Δεν διεξήχθη στην κριθείσα περίπτωση σε σχέση με την κατοχή ακαδημαϊκού τίτλου.

[*169]Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Η πρωτογενής αξιολόγηση της κατοχής ή μη των προσόντων από ένα υποψήφιο, ανήκει στο διορίζον όργανο ― Όρια του πεδίου του σχετικού δικαστικού ελέγχου.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Ενιαίο μέτρο κρίσεως ― Οφείλει να υιοθετείται από το διορίζον όργανο ― Παράβαση του ενιαίου μέτρου στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Σε τρίτη επανεξέταση, μετά από αλλεπάλληλες ακυρωτικές αποφάσεις, τα ενδιαφερόμενα μέρη διορίστηκαν ως Εκπαιδευτικοί Ψυχολόγοι.  Ο διορισμός τους εκ νέου ακυρώθηκε πρωτοδίκως και αυτό ήταν και το αντικείμενο των εφέσεων εκ μέρους τόσο της Ε.Δ.Υ., όσο και ενός εκ των ενδιαφερομένων μερών.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:

1.  Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί, ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Η έρευνα είναι επαρκής, εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται.

     Στην παρούσα υπόθεση τόσο το περιεχόμενο, όσο και το επίπεδο των σπουδών, αποτελούσαν ουσιώδη στοιχεία που σχετίζονται με το υπό εξέταση θέμα. Από το φάκελο δεν προκύπτει η διεξαγωγή έρευνας. 

2.  Η πρωτογενής αξιολόγηση της κατοχής ή μη των προσόντων από ένα υποψήφιο ανήκει στο διορίζον όργανο – την Ε.Δ.Υ.  Στα δε πλαίσια του Δικαστικού Ελέγχου της κρίσης του διορίζοντος οργάνου, το Δικαστήριο εξετάζει μόνο κατά πόσο με βάση το ενώπιον του υλικό, το διορίζον όργανο, εύλογα μπορούσε να καταλήξει στο επίδικο συμπέρασμα.

3.  Το διορίζον όργανο πρέπει να υιοθετεί ενιαίο μέτρο κρίσεως κατά [*170]την αξιολόγηση των υποψηφίων. Η απουσία στοιχείων που σχετίζονται με τις επιδόσεις της εφεσίβλητης Ελισσαίου και το γεγονός ότι οι βαθμολογίες προέρχονταν από διαφορετικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, μάλιστα σε διαφορετικά θέματα, καθιστούσε αδύνατη την υιοθέτηση ενιαίου μέτρου κρίσεως. Η παράβαση του ενιαίου μέτρου κρίσεως αποτελεί κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας και επισύρει ακυρότητα της διοικητικής πράξεως. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Το γεγονός ότι το μόνο ουσιαστικό στοιχείο που είχε στη διάθεση της η Ε.Δ.Υ. για σύγκριση των υποψηφίων ήταν τα ακαδημαϊκά τους προσόντα, δεν νομιμοποιεί την επίδικη προσέγγιση της Ε.Δ.Υ. Η τελευταία πρέπει να ενεργεί εντός των πλαισίων της νομιμότητας και εντός των πλαισίων που καθιστούν δυνατό το δικαστικό έλεγχο και την υιοθέτηση ενιαίου μέτρου κρίσεως.

4.  Η Έφεση 3124 απορρίπτεται. Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί στην Έφεση 3124, απορρίπτεται και η Έφεση 3130.

Τα έξοδα.

     Εν όψει της πρωτόδικης αναφοράς η οποία αποτέλεσε την αφορμή για τη διατύπωση του δεύτερου λόγου της έφεσης και η οποία ήταν δυνατό να δημιουργήσει την εντύπωση για γένεση δεδικασμένου, αποφασίστηκε ότι δεν πρέπει να επιδικασθεί το σύνολο των εξόδων της έφεσης υπέρ της εφεσίβλητης. Επιδικάζονται υπέρ της τα 2/3 των εξόδων της έφεσης και στις δύο εφέσεις.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παντελή κ.ά. v. Δημοκρατίας, Προσφυγές 802/93 κ.ά. ημερ. 8.2.95,

Ελισσαίου v. Δημοκρατίας, Προσφυγή 573/96, ημερ. 8.8.97,

Χατζηγιάννη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,

Δημοκρατία v. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ.503,

Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270,

Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189,

Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447,

[*171]

Paphos Stone C. Estates Ltd κ.ά. v. Χριστοδουλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 2110,

Χριστοδουλίδου v. Ε.Δ.Υ., Υποθ. 619/94, ημερ.18.4.97,

Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,

Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60.

Έφεση.

Έφεση από τους Καθ’ ων η αίτηση και το Ενδιαφερόμενο Μέρος εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 576/98) ημερομηνίας 6/9/2000, με την οποία ακύρωσε το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Πολιτιστικές και Άλλες Υπηρεσίες, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, αναδρομικά, από 1/9/93.

Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες στην Α.Ε. 3124 και για τους Εφεσίβλητους - Καθ’ ων η αίτηση στην Α.Ε. 3130.

Α. Ευσταθίου, για την Εφεσείουσα-Ενδιαφερόμενο μέρος στην Α.Ε. 3130.

Μ. Σπανού, για την Εφεσίβλητη-Αιτήτρια.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με απόφαση της ημερ. 24.2.98 (η προσβαλλόμενη απόφαση) η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) διόρισε τις Ευανθία Παντελή και Ερνεστίνα Σισμάνη (τα Ε.Μ.) στη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Πολιτιστικές και Άλλες Υπηρεσίες, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού (η επίδικη θέση) αναδρομικά από την 1.9.93. Επιλέγοντας τις πιο πάνω η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη ότι η Σισμάνη είχε τις ψηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις κατά τη διάρκεια των σπουδών της, σε σύγκριση με όλους τους άλλους υποψηφίους, και ότι η Παντελή διαθέτει το πλεονέκτημα της προηγούμενης σχετικής πείρας στη Δημόσια Υπηρεσία και είχε καλύτερες ακαδημαϊκές επιδόσεις συγκρινόμενη με το μόνο άλλο υποψήφιο που [*172]επίσης διαθέτει το πλεονέκτημα.

Τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ακαδημαϊκά προσόντα είναι τα εξής:

«3. Απαιτούμενα προσόντα:

(1)(α)          Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην Ψυχολογία,

          και

     (β)          Μεταπτυχιακός τίτλος ή δίπλωμα σε θέματα Εκπαιδευτικής ή Σχολικής ή Κλινικής Ψυχολογίας, μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.»

Η νομιμότητα των πιο πάνω διορισμών αμφισβητήθηκε με δύο προσφυγές οι οποίες ασκήθηκαν από την Δέσπω Λεωνίδου (Προσφυγή 500/98) και την Μαρίλια Παντζαρή-Ελισσαίου (Προσφυγή 576/98). Η Προσφυγή της Λεωνίδου απορρίφθηκε.  Δεν έχει ασκηθεί  έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης και επομένως η απόρριψη της προσφυγής της Λεωνίδου δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω. Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με την Προσφυγή της Ελισσαίου (Αρ. 576/98).

Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου η Ελισσαίου πρόβαλε τις πιο κάτω θέσεις:

(α) Ότι τα Ε.Μ. δεν κατείχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα.

(β) Ότι κατά την επιλογή του Ε.Μ. Σισμάνη λήφθηκαν υπόψη εξωγενείς παράγοντες ήτοι οι ακαδημαϊκές επιδόσεις της.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το θέμα της κατοχής των προσόντων από το Ε.Μ. Σισμάνη είχε τεθεί και απορριφθεί από το Δικαστήριο σε δύο προηγούμενες προσφυγές (βλ. Παντελή κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγές 802/93 κ.ά./8.2.95 και Ελισσαίου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 573/96/8.8.97). Αποτελούσε ως εκ τούτου δεδικασμένο και δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο νέας αναθεώρησης.

Σε σχέση με τα προσόντα του Ε.Μ. Παντελή η Ελισσαίου ισχυρίσθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η Παντελή [*173]απέκτησε πρώτα “Licence” που ισοδυναμεί με “British Bachelor (Ordinary) Degree” και μετά “Maitrise” που ισοδυναμεί με “British Bachelor (Honours) Degree”. Μεταπτυχιακά ήταν ως το 1985 το “Diplome d’ Ingenieur” και, μετά το 1985, το “Magistere”, τα οποία δεν κατείχε. Όσα κατείχε ήταν πρώτα πτυχία και δεν αρκούσαν. Εν πάση περιπτώσει, εισηγήθηκε πως δεν είχε ερευνηθεί ο κλάδος των σπουδών της ώστε να είναι έγκυρη η κρίση για την ανταπόκριση του και από αυτή την άποψη.

Η Ελισσαίου επεσήμανε τα εξής:

Και τα δύο πιστοποιητικά που επισύναψε το Ε.Μ. Παντελή, το “Diplome de Licence es Lettres” και το “Diplome de Maitrise es Lettres” φέρουν την ίδια ημερομηνία, 29.1.87, πολλά χρόνια μετά την απόκτησή τους. Στην “attestation” του Universite de Provence που επίσης επισυνάφθηκε, μετά από κατάλογο μαθημάτων και των μονάδων για το καθένα, στο πλαίσιο τετραετούς φοίτησης, αναφέρεται ως απόληξη το “Maitrise” στη Ψυχολογία, πράγμα το οποίο εξυπονοεί πως το “Licence” αλλά και το προγενέστερο “DEUG” είναι ενδιάμεσα. Ήταν η εισήγησή της πως επιβαλλόταν γι’ αυτά έρευνα ανάλογη προς τη διεξαχθείσα για το δίπλωμα της Λεωνίδου. Πολύ περισσότερο αφού (α)  στην έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης “Evaluation of Higher Education Diplomas in Europe”, στο οποίο ανέτρεξε για την περίπτωση της Λεωνίδου, τα δυο πιο πάνω, το “DEUG” (Diplome d’ Etudes Universitaires Generales) και το “Licence”, αναφέρονται ως ενδιάμεσα (intermediate), και (β) στο International Guide to Qualifications in Education, 4η έκδοση, του Βρεττανικού NARIC, σε παλαιότερη έκδοση του οποίου επίσης ανέτρεξαν η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Ε.Δ.Υ. για την περίπτωση της Λεωνίδου, το δίπλωμα “Maitrise” αναφέρεται ως αντίστοιχο του “Bachelor (honours) degree” ενώ το Diplome d’ Ingenieur και το Magistere (μετά το 1985) είναι τα αντίστοιχα του “British Masters degree”. Ενώ το “Licence” αναφέρεται ως αντίστοιχο του “British (ordinary) degree”. Επισύναψε συναφώς τις σχετικές σελίδες. Ανεξάρτητα από αυτά – κατέληξε η εισήγηση της Ελισσαίου – πουθενά δεν αναφέρεται ούτε φαίνεται στα πιστοποιητικά που επισυνάφθηκαν, σε ποιό κλάδο της Ψυχολογίας εντάσσονται τα διπλώματα του Ε.Μ. Παντελή. 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε πρώτα στην προσέγγιση της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία κάλυψε το θέμα με μια γενική δήλωση που αφορούσε αριθμό υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και το Ε.Μ. Παντελή, ως εξής:

«Είναι όλοι κάτοχοι πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή [*174]ισότιμου προσόντος στην Ψυχολογία και μεταπτυχιακού τίτλου ή διπλώματος σε θέματα Εκπαιδευτικής ή Σχολικής ή Κλινικής Ψυχολογίας, μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.»

Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην προσέγγιση της Ε.Δ.Υ. η οποία «αφού μελέτησε τις αιτήσεις των υποψηφίων, υιοθέτησε τη θέση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τους 12 προσοντούχους υποψηφίους». Η διοικητική κρίση – συμπλήρωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – στηρίχθηκε σε όσα επισύναψε το Ε.Μ. Παντελή στην αίτηση της, δηλαδή στα πιστοποιημένα αντίγραφα των διπλωμάτων της.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός της Ελισσαίου για ελλιπή έρευνα και ενδεχόμενη πλάνη. Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Ο ισχυρισμός για ελλιπή έρευνα και ενδεχόμενη πλάνη έχει τεκμηριωθεί σε σχέση και με τις δύο πτυχές του θέματος. Εννοώ το επίπεδο, με αναφορά στην απαίτηση για μεταπτυχιακό αλλά και το περιεχόμενο, με αναφορά στην απαίτηση το μεταπτυχιακό να είναι στην εκπαιδευτική, σχολική ή κλινική ψυχολογία. Στοιχειοθετείται συνεπώς λόγος ακυρότητας του διορισμού του Ε.Μ. Παντελή.»

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα στοιχεία κρίσης που οδήγησαν στην επιλογή του Ε.Μ. Σισμάνη. Επεσήμανε ότι για να επιλέξει το Ε.Μ. Σισμάνη, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη μόνο ένα στοιχείο. Θεώρησε ότι στο πλαίσιο της επανεξέτασης, ήταν δυνατή η σύγκριση όσων δεν είχαν πλεονέκτημα μόνο στη βάση των ακαδημαϊκών τους προσόντων. Αποφάσισε, επομένως, «να δώσει τη δέουσα σημασία στις ακαδημαϊκές επιδόσεις των υποψηφίων κατά τη διάρκεια των σπουδών τους».  Έκρινε δε, όπως και η Συμβουλευτική Επιτροπή, ότι «η Σισμάνη είχε ψηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις κατά τη διάρκεια των σπουδών της σε σύγκριση με όλους τους άλλους υποψηφίους».

Η νομιμότητα της πιο πάνω προσέγγισης της Ε.Δ.Υ. αμφισβητήθηκε από την Ελισσαίου. Η τελευταία υποστήριξε ότι οι ακαδημαϊκές επιδόσεις είναι εξωγενής παράγοντας και η πρόσδοση σημασίας σ’ αυτές παραβιάζει το άρθρο 33(6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) το οποίο προσδιορίζει τί συνυπολογίζεται.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε την εισήγηση ότι «απο[*175]κλείεται η χρήση των ακαδημαϊκών επιδόσεων σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, ως θέμα νόμου.  Στη συνέχεια υπέδειξε ότι οι ακαδημαϊκές επιδόσεις δεν ήταν εν προκειμένω ενιαίο μέτρο κρίσεως (βλ. Χ''Γιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317). Υπέδειξε, επίσης, ότι οι υποψήφιοι προέρχονταν από διαφορετικά πανεπιστήμια, σε ορισμένες περιπτώσεις διαφορετικών χωρών, με εντελώς διαφορετικά συστήματα βαθμολογίας, και, όπου υπήρχαν, οι βαθμολογίες των υποψηφίων ήταν ασύνδετες και ασυσχέτιστες μεταξύ τους. Τέλος υπέδειξε ότι δεν υπήρχε στο φάκελο η βαθμολογία της Ελισσαίου στο μεταπτυχιακό της την οποία, σύμφωνα με βεβαίωση που επισύναψε, δεν παρέχει το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και έθεσε θέμα έλλειψης στοιχείων αναφορικά και με τη βαθμολογία του Bsc της Σισμάνη.

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το διορισμό του Ε.Μ. Σισμάνη λόγω έλλειψης στοιχείων που θα επέτρεπαν δικαστικό έλεγχο.

Οι εφέσεις.

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης έχει αμφισβητηθεί από την Ε.Δ.Υ. με την έφεση 3124 και από το Ε.Μ. Παντελή με την έφεση 3130.

Η Έφεση 3124.

Ο κ. Καλλίγερος, εκ μέρους της Ε.Δ.Υ., ισχυρίσθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του περί μη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας και/ή στην ύπαρξη πιθανότητας πλάνης ως προς τη φύση, αξία και βαρύτητα του πτυχίου Maitrise που κατείχε το Ε.Μ. Παντελή. Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία του διοικητικού φακέλου – συνέχισε ο κ. Καλλίγερος – προέκυπτε η διεξαγωγή επαρκούς έρευνας της Ε.Δ.Υ., ως προς τα προσόντα του Ε.Μ. Παντελή, τα δε επιχειρήματα της αιτήτριας Ελισσαίου περί του αντιθέτου δεν ήταν τέτοια που να ανατρέπουν την κρίση του αρμόδιου οργάνου παρά μόνο με αντιπαράθεση της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης προς την ουσιαστική κρίση της αιτήτριας Ελισσαίου, πράγμα που δεν επιτρέπεται στην ακυρωτική διαδικασία.

Ο κ. Καλλίγερος μας έχει παραπέμψει στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου «από τα οποία προέκυπτε η διεξαγωγή επαρκούς έρευνας της Ε.Δ.Υ.». Ωστόσο ο κ. Καλλίγερος δεν έχει υποδείξει ποια είναι τα στοιχεία εκείνα του διοικητικού φακέλου που απο[*176]δεικνύουν τη διεξαγωγή επαρκούς, ή έστω οποιασδήποτε έρευνας, ως προς το Maitrise του Ε.Μ. Παντελή.

Έχουμε ήδη αναφερθεί στην επίδικη προσέγγιση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. (βλ. σελ. 5, πιο πάνω).  Αυτό που προκύπτει από την προσέγγιση των δύο Οργάνων είναι η διαπίστωση τους περί την κατοχή των σχετικών προσόντων από αριθμό άλλων υποψηφίων και το Ε.Μ. Παντελή. Δεν προκύπτει ότι είχε προηγηθεί η διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας.

Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 447.)

Στην παρούσα υπόθεση τα σχέδια υπηρεσίας απαιτούν «μεταπτυχιακό τίτλο ή δίπλωμα σε θέματα Εκπαιδευτικής ή Σχολικής ή Κλινικής Ψυχολογίας μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους». 

Έχουμε την άποψη πως, εν όψει των απαιτήσεων του σχεδίου υπηρεσίας, τόσο το περιεχόμενο όσο και το επίπεδο των σπουδών αποτελούσαν ουσιώδη στοιχεία που σχετίζονται με το υπό εξέταση θέμα. Η αιτήτρια Ελισσαίου υπέβαλε  ότι τα δύο αυτά στοιχεία δεν είχαν διερευνηθεί. Όπως έχουμε ήδη υποδείξει από το φάκελο δεν προκύπτει η διεξαγωγή τέτοιας έρευνας. Έπεται πως δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης με την επίδικη κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Κατά την εξέταση των στοιχείων κρίσης που οδήγησαν στην [*177]επιλογή του Ε.Μ. Σισμάνη το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής σε σχέση με το Ε.Μ. Παντελή:

«Δεν αναφέρομαι στην Παντελή ενόψει της κατάληξης μου πως δεν μπορούσε να διεκδικήσει τη θέση. Εν πάση περιπτώσει, στη δική της περίπτωση είχε προσμετρήσει το πλεονέκτημα της πείρας που κρίθηκε ότι κατείχε.» (Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

Η πιο πάνω αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έδωσε την αφορμή για την γένεση του δεύτερου λόγου της έφεσης.  Ο κ. Καλλίγερος υπέβαλε ότι ήταν εσφαλμένη. Υποστήριξε ότι τέτοια κατάληξη δεν προκύπτει από τα ευρήματα και το διατακτικό της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου όπου και αποφασίστηκε ο οικείος λόγος ακύρωσης.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο – συμπλήρωσε ο κ. Καλλίγερος – αποφάσισε ότι στοιχειοθετείται ο λόγος ακυρώσεως της έλλειψης δέουσας έρευνας με συνεπαγόμενη πιθανότητα πλάνης ως προς την κατοχή προσόντος από την Παντελή. Όχι ότι αυτή δεν κατείχε το προσόν με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διεκδικήσει τη θέση.  Ούτε και θα μπορούσε να υπάρξει τέτοια κατάληξη στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.

Η κυρία Σπανού, εκ μέρους της εφεσίβλητης Ελισσαίου, συμφώνησε ότι τέτοια κατάληξη «πως το Ε.Μ. Παντελή δεν μπορούσε να διεκδικήσει τη θέση δεν προκύπτει από τα ευρήματα και το διατακτικό της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου».

Εξέταση της εκκαλούμενης απόφασης στο σύνολό της αποκαλύπτει ότι ο διορισμός του Ε.Μ. ακυρώθηκε λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας της πτυχής που σχετίζεται με το μεταπτυχιακό προσόν της. Αυτός ήταν ο λόγος (ratio) της εκκαλούμενης απόφασης. Θεωρούμε ότι το εκκαλούμενο μέρος της απόφασης λέχθηκε εν παρόδω και δεν αποτελεί μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης. Δεν ήταν αναγκαίο για να αποφασισθεί η υπόθεση. Δεν έχει δεσμευτική ισχύ και δεν μπορεί έγκυρα να αποτελεί αντικείμενο έφεσης.

Είναι επί του προκείμενου άμεσα σχετικό το πιο κάτω απόσπασμα από την Paphos Stone C. Estates Ltd κ.ά. ν. Χριστοδουλίδη κ.ά. (2000) 1 A.A.Δ. 2110:

«Τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο μετά την απόρριψη της μαρτυρίας που παρουσιάσθηκε από την εφεσείουσα λέχθηκαν “εν παρόδω” και ως εκ περισσού. Ήταν αχρείαστα. Λέχθηκαν πάνω στην υποθετική βάση της τυχόν αποδοχής ως αληθούς [*178]της μαρτυρίας του μάρτυρα της εφεσείουσας.  Ωστόσο πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι υποθέσεις αποφασίζονται και νομικά ζητήματα επιλύονται μόνο πάνω στη βάση των πραγματικών περιστατικών που γίνονται δεκτά από το δικαστήριο και ποτέ πάνω σε υποθετική βάση. Τα όσα λέχθηκαν εν παρόδω δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης. Δεν ήταν αναγκαία για να αποφασισθεί η υπόθεση.  Δεν έχουν δεσμευτική ισχύ και δεν μπορούν έγκυρα να αποτελούν αντικείμενο έφεσης (Βλ. Flower v. Ebbw Vale Steel, Iron & Coal Co. Ltd [1934] 2 K.B. 132, 134: “If a judge thinks it desirable to give his opinion on some point which is not necessary for the decision of the case, that of course has not the binding weight of the decision of the case, and the reasons for the decision”.

Σε μετάφραση: “Αν ένας δικαστής το θεωρεί επιθυμητό να διατυπώσει την άποψη του πάνω σε ένα σημείο το οποίο δεν είναι αναγκαίο για να αποφασισθεί η υπόθεση, αυτό βέβαια δεν φέρει το δεσμευτικό βάρος της απόφασης της υπόθεσης και των λόγων για την απόφαση”).

Για τους πιο πάνω λόγους ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Προσθέτουμε ότι το κατά πόσο το Ε.Μ. Παντελή μπορεί να διεκδικήσει τη θέση ή όχι είναι θέμα που θα αποφασισθεί από την Ε.Δ.Υ. στο στάδιο της επανεξέτασης της υπόθεσης και αφού προβεί στην υπό τις περιστάσεις επιβαλλόμενη έρευνα του θέματος της κατοχής των προσόντων από το Ε.Μ. Παντελή, υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης. Προσθέτουμε, επίσης, ότι σύμφωνα με την νομολογία η πρωτογενής αξιολόγηση της κατοχής ή μη των προσόντων από ένα υποψήφιο ανήκει στο διορίζον Όργανο – την Ε.Δ.Υ. (βλ. Χριστοδουλίδου ν. Ε.Δ.Υ.,  Υπόθ. 619/94/18.4.97 και Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 – αποφάσεις της Ολομελείας). Στα δε πλαίσια του Δικαστικού Ελέγχου της κρίσης του διορίζοντος Οργάνου το Δικαστήριο εξετάζει μόνο κατά πόσο με βάση το ενώπιον του υλικό, το διορίζον Όργανο εύλογα μπορούσε να καταλήξει στο επίδικο συμπέρασμα (Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60, 63).

Με τον τρίτο - και τελευταίο λόγο της έφεσης - ο κ. Καλλίγερος ισχυρίσθηκε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στη διαπίστωση λόγου ακυρώσεως εκ του γεγονότος της λήψης υπόψη ακαδημαϊκών επιδόσεων για την επιλογή του καταλληλότερου για διορισμό υποψηφίου.

Σύμφωνα με τον κ. Καλλίγερο η επίδικη διαδικασία διορισμών είχε τέτοια περιστατικά που η λήψη υπόψη των ακαδημαϊ[*179]κών επιδόσεων των υποψηφίων προσέθετε στη νομιμότητα της επιλογής έστω και αν δεν υπήρχαν σε όλη την πληρότητά τους οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας ενέργειας. Η πρωτόδικη απόφαση αποδέχεται επί της αρχής τη νομιμότητα της ενέργειας αυτής της Ε.Δ.Υ. αλλά με το υπόλοιπο σκεπτικό αποκλείει την εφαρμογή της στην παρούσα περίπτωση με αποτέλεσμα την σε ένα βαθμό αδυναμία του διορίζοντος οργάνου να εκδώσει νόμιμη απόφαση κατά την επανεξέταση.

Πράγματι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως «δεν αποκλείεται η χρήση των ακαδημαϊκών επιδόσεων σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο ως θέμα νόμου». Ωστόσο στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το διορισμό του Ε.Μ. με το εξής σκεπτικό:

«Είναι αναπόφευκτη η ακύρωση και του διορισμού της Σισμάνη. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. αλλά και η άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής επί του θέματος συνιστούν γενική δήλωση και δεν περιέχουν τα στοιχεία που θα επέτρεπαν δικαστικό έλεγχο. Δεν υπήρξε τίποτε που να μπορεί να θεωρηθεί ως απάντηση τουλάχιστον στην επισήμανση της Ελισσαίου πως δεν ήταν γνωστές, στο σύνολό τους, οι ακαδημαϊκές επιδόσεις, ώστε να παρέχεται δυνατότητα σύγκρισης.  Επίσης δεν φαίνεται να έχει προβληματίσει το βάσιμο, κατά τη γνώμη μου, επιχείρημα πως η όποια σύγκριση προϋπόθετε συνυπολογισμό του γεγονότος ότι οι βαθμολογίες προέρχονταν από διαφορετικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, μάλιστα σε διαφορετικά θέματα.»

Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στην επίδικη προσέγγιση. Το διορίζον όργανο πρέπει να υιοθετεί ενιαίο μέτρο κρίσεως κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων. Η απουσία στοιχείων που σχετίζονται με τις επιδόσεις της εφεσίβλητης Ελισσαίου και το γεγονός ότι οι βαθμολογίες προέρχονταν από διαφορετικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, μάλιστα σε διαφορετικά θέματα, καθιστούσε αδύνατη την υιοθέτηση ενιαίου μέτρου κρίσεως. Τονίζουμε πως η παράβαση του ενιαίου μέτρου κρίσεως αποτελεί κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας και επισύρει ακυρότητα της διοικητικής πράξεως (Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, 329). Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Το γεγονός ότι το μόνο ουσιαστικό στοιχείο που είχε στη διάθεση της η Ε.Δ.Υ. για σύγκριση των υποψηφίων ήταν τα ακαδημαϊκά τους προσόντα δεν νομιμοποιεί την επίδικη προσέγγιση της Ε.Δ.Υ.. Η τελευταία πρέπει να ενεργεί εντός των πλαισίων της νομιμότητας και εντός των πλαισίων που καθιστούν δυνατό το δικαστικό έλεγχο και [*180]την υιοθέτηση ενιαίου μέτρου κρίσεως.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση 3124 απορρίπτεται.

Η Έφεση 3130.

Με την Έφεση 3130 έχουν προβληθεί μόνο οι δύο πρώτοι λόγοι της Έφεσης 3124.

Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί στην Έφεση 3124 απορρίπτεται και η Έφεση 3130.

Τα έξοδα.

Εν όψει της πρωτόδικης αναφοράς η οποία αποτέλεσε την αφορμή για τη διατύπωση του δεύτερου λόγου της έφεσης και η οποία ήταν δυνατό να δημιουργήσει την εντύπωση για γένεση δεδικασμένου θεωρούμε ότι δεν πρέπει να επιδικασθεί το σύνολο των εξόδων της έφεσης υπέρ της εφεσίβλητης.  Επιδικάζονται υπέρ της τα 2/3 των εξόδων της έφεσης και στις δύο εφέσεις.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο