Kυπριακή Δημοκρατία ν. Aμαρυλίδας Aνδρέου ΣεργίδουXριστοφόρου (2003) 3 ΑΑΔ 185

(2003) 3 ΑΑΔ 185

[*185]18 Φεβρουαρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

v.

ΑΜΑΡΥΛΙΔΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΣΕΡΓΙΔΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3133)

 

Πολεοδομική Άδεια ― Αίτηση για χορήγηση άδειας για προσθήκες σε υφιστάμενη οικοδομή ― Η χρήση της οικοδομής ήταν άλλη από την νόμιμη χρήση της ― Η αίτηση ήταν εκ προοιμίου απορριπτέα ― Δικαιώματα δεν μπορούν να θεμελιώνονται στην παράνομη χρήση οικοδομής.

Με την έφεση, οι εφεσείοντες (καθ’ ων η αίτηση στην προσφυγή) επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που ακύρωσε την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής της εφεσίβλητης κατά της μη αποδοχής αιτήματός της για πολεοδομική άδεια προσθήκης ενός δωματίου στην μπυραρία της.  Η άδεια χρήσης της επίδικης οικοδομής δεν αφορούσε μπυραρία αλλά εστιατόριο.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το αίτημα για πολεοδομική άδεια ήταν αλληλένδετο με την έκνομη χρήση του ακινήτου ως μπυραρίας και για το λόγο αυτό εξαρχής καταδικασμένο σε απόρριψη. Η έκνομη χρήση του κτιρίου δεν μπορούσε να αποτελέσει βάθρο για την κτήση παρεπόμενων δικαιωμάτων. Το ενστάσιμο στη χρήση του ακινήτου ως μπυραρίας αποτέλεσε και τον πρωταρχικό λόγο απόρριψης  της αίτησης της εφεσίβλητης από την αρμόδια Αρχή. Δικαιώματα δεν μπορεί να θεμελιωθούν στην παράνομη χρήση οικοδομής, όπως κατά τον [*186]ίδιο τρόπο δεν απορρέουν δικαιώματα από παράνομες πράξεις.

2.  Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση. Η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται στο σύνολό της βάσει του Άρθρου 146(4)(α) του Συντάγματος.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αναθεωρητική Αρχή Αδειών v. Ευριπίδη κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 354,

Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 837,

Στρούθου v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2686, ημερ. 5.2.2001.

Έφεση.

Έφεση από τους καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 831/99) ημερομηνίας 27/9/2000, με την οποία αποδέχθηκε την προσφυγή της αιτήτριας και ακύρωσε την απόφαση απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής την οποία αυτή άσκησε κατά της απόρριψης από την πολεοδομική αρχή του αιτήματός της για προσθήκη ενός δωματίου στην ισόγεια κατοικία της.

Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσείοντες.

Γ. Γεωργιάδης, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η εφεσίβλητη είναι ιδιοκτήτρια ισόγειας κατοικίας στην ενορία Αγίων Ομολογητών στη Λευκωσία για την οποία της δόθηκε άδεια χρήσης ως εστιατόριο. Αντί της εγκεκριμένης χρήσης το ακίνητο χρησιμοποιείται ως μπυραρία, γεγονός που προσήλκυσε τις αντιδράσεις γειτόνων οι οποίοι υπέβαλαν κατά καιρούς παράπονα για το θόρυβο που προκαλείτο από τη λειτουργία του κέντρου αναψυχής. Καθ’ oν χρόνο το ακίνητο χρησιμοποιείτο ως μπυραρία, η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση για την παροχή πολεοδομικής άδειας για την προσθήκη ενός δωματίου στο κτίριο. Αρνητική υπήρξε η στάση του Τμήματος Πολεοδομίας, για λόγους συνυφασμένους με τη χρήση του ακινήτου ως κέντρο αναψυχής, για τις ανάγκες του οποίου επιδιωκόταν και η επέκταση της οικοδομής. Σύμφωνα με το τοπικό σχέδιο Λευκωσίας η περιοχή στην οποία ευρίσκεται το ακίνητο είναι προορισμένη για κατοικίες και γραφεία. Στην προκείμενη περίπτωση, ως υποδεικνύεται, το κτίριο χρησιμοποιείται ως μπυραρία και όχι για τη σύννομη χρήση του ως εστιατόριο. Η χρήση του ακινήτου ως μπυραρίας προκαλεί οχληρία στην περιοχή. Σε σημείωμα του Γενικού Διευθυντή Πολεοδομίας, υπογραμμίστηκε ότι πριν εξεταστεί το αίτημα για επέκταση της οικοδομής έπρεπε να είχε ζητηθεί άδεια για μετατροπή της χρήσης του ακινήτου από εστιατόριο σε μπυραρία· ενδεχόμενο απομακρυσμένο ενόψει του χαρακτήρα της περιοχής. Η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής επανεξετάστηκε μετά από επανειλημμένα διαβήματα της αιτήτριας-εφεσίβλητης, χωρίς να διαφανεί ο,τιδήποτε το οποίο, ως αναφέρεται στην σχετική επιστολή της κοινοποιούσα την απόφασή της, θα μπορούσε να δικαιολογήσει  αλλαγή της  αρνητικής, για το αίτημα, απόφασής της.

Η εφεσίβλητη άσκησε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν.90/72). Το εδάφιο 1, του άρθρου αυτού παρέχει δικαίωμα ιεραρχικής προσφυγής κατ’ αποφάσεων της Πολεοδομικής Αρχής στο Υπουργικό Συμβούλιο· εξουσία την οποία εκχώρησε στην Υπουργική Επιτροπή που επιλήφθηκε και της προσφυγής της εφεσίβλητης. Το εδάφιο 2, του άρθρου 31  προσδιορίζει τις εξουσίες με τις οποίες περιβάλλεται το αρμόδιο Σώμα κατά την εξέταση ιεραρχικής προσφυγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλληλίζει τις εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου επί του προκειμένου με εκείνες της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, στην οποία παρέχεται εξουσία εξέτασης αποφάσεων της Αρχής Αδειών μετά από ιεραρχική προσφυγή.* Η εξουσία της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών δεν περιορίζεται σε θεώρηση της εκκαλούμενης διοικητικής απόφασης πρώτου βαθμού, αλλά εκτείνεται σ’ όλο το φάσμα του δικαιολογημένου του αιτήματος. Κατ’ ανάλογο τρόπο και η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου, αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν περιορίζεται στη θεώρηση της ορθότητας της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, αλλά εκτείνεται σε κάθε πτυχή του αιτήματος· διαδικασία [*188]προσλαμβάνουσα χαρακτήρα εκ δευτέρου θεώρησης του αιτήματος. (Βλ. Αναθεωρητική Αρχή Αδειών ν. Ευριπίδη κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 354· Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 837, στις οποίες παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο.)

Ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής τέθηκαν όλα τα στοιχεία του φακέλου, οι θέσεις της Πολεοδομικής Αρχής, οι θέσεις του ίδιου του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως μαζί και η έκθεση του Επιτρόπου Διοικήσεως στην οποία διαπιστώνει ότι όντως προκαλείται ταλαιπωρία στους περιοίκους από τη χρήση του ακινήτου  ως μπυραρίας.

Ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής τέθηκε επίσης έκθεση της Αστυνομίας σύμφωνα με την οποία τα παράπονα γειτόνων για πρόκληση οχληρίας, από τη λειτουργία της μπυραρίας, δεν ευσταθούν.

Η Υπουργική Επιτροπή απέρριψε την προσφυγή για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος περικλείεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασής της: 

«... η Πολεοδομική Αρχή εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας»

Ο δεύτερος λόγος, συναρτάται και πάλιν με τις θέσεις της Πολεοδομικής Αρχής την οποία κάλεσε:

«... να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες ώστε η οικοδομή να επανέλθει στη νόμιμη της χρήση.»

Προκύπτει από την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής ότι προέχων λόγος για την απόρριψη της προσφυγής μαζί και του αιτήματος για πολεοδομική άδεια ήταν η συνάρτησή του με την ανεπίτρεπτη χρήση της οικοδομής ως μπυραρίας. Προκαλεί όντως εντύπωση ότι η ανοχή από τις αρμόδιες αρχές της εκτροπής από τα νόμιμα πλαίσια χρήσης της οικοδομής είχε ως αποτέλεσμα η ιδιοκτήτρια να ενθαρρυνθεί να προβάλει και διεκδικήσεις θεμελιωμένες στην παράνομη χρήση της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την προσφυγή της αιτήτριας-εφεσίβλητης για δυο ξεχωριστούς λόγους.  Πρώτο γιατί η έρευνα των εφεσειόντων υπήρξε ατελής στο βαθμό που δεν περιέ[*189]λαβαν σ’ αυτή την έκθεση της Αστυνομίας ως προς την πρόκληση ή μή οχληρίας από τη χρήση του ακινήτου και δεύτερο, λόγω έλλειψης αιτιολογίας  της επίδικης διοικητικής απόφασης, καθιστώσας ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο.

Δεν αποδέχτηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο τη θέση των εφεσειόντων ότι η απόρριψη του αιτήματός της εφεσίβλητης για την επέκταση του κτιρίου ευρίσκει αναντίλεκτο έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου και δη εκείνου του μέρους που συναρτά την επέκταση με τις ανάγκες της χρήσης της οικοδομής για ανεπίτρεπτο σκοπό. Και ενώπιόν μας έγινε εισήγηση από τους εφεσείοντες ότι το αίτημα της εφεσίβλητης ήταν εκ προοιμίου απορριπτέο. Επικαλέστηκαν μεταξύ άλλων την Στρούθου ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 2687 – 5.2.2001, στην οποία σε προσφυγή κατά απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής, απορριπτικής ιεραρχικής προσφυγής κατά απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ανεξάρτητα από οποιοδήποτε επί μέρους ζήτημα, το αίτημα για πολεοδομική άδεια ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία εφόσον απουσίαζαν οι προϋποθέσεις για την αποδοχή του· που ήταν σ’ εκείνη τη υπόθεση η έλλειψη πρόσβασης από το συγκεκριμένο κτήμα σε δημόσιο δρόμο.

Και στην προκείμενη περίπτωση το αίτημα για πολεοδομική άδεια ήταν αλληλένδετο με την έκνομη χρήση του ακινήτου ως μπυραρίας και για το λόγο αυτό εξαρχής καταδικασμένο σε απόρριψη. Η έκνομη χρήση του κτιρίου δεν μπορούσε να αποτελέσει βάθρο για την κτήση παρεπόμενων δικαιωμάτων. Το ενστάσιμο στη χρήση του ακινήτου ως μπυραρίας αποτέλεσε και τον πρωταρχικό λόγο απόρριψης της αίτησης της εφεσίβλητης από την αρμόδια Αρχή. Δικαιώματα δεν μπορεί να θεμελιωθούν στην παράνομη χρήση οικοδομής, όπως κατά τον ίδιο τρόπο δεν απορρέουν δικαιώματα από παράνομες πράξεις.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση. Η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται στο σύνολό της βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο