Χαραλάμπους Κώστας ν. Γεώργιου Πουλλικά και Άλλης (2003) 3 ΑΑΔ 221

(2003) 3 ΑΑΔ 221

[*221]31 Μαρτίου, 2003

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

 ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο μέρος,

v.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΟΥΛΛΙΚΑ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή,

v.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3039)

 

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αξία ― Γενική αρχή ότι λαμβάνεται υπόψη η γενική βαθμολογία ― Η μεγάλη διαφορά όμως στα σημεία «Α», υποδεικνύει υπεροχή σε αξία.

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Κρίνεται με βάση την ημερομηνία διορισμού στη συγκεκριμένη θέση.

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Πείρα ― Αφορά σε πείρα που αποκτήθηκε από την άσκηση καθηκόντων στην προηγούμενη θέση ― Μελέτες δεν μπορούν να εξισωθούν με πείρα.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περι τα πράγματα ― Εφόσον εμφιλοχώρησε πλάνη σε δύο από τα τρία πορίσματα του διοικητικού οργάνου, η απόφαση οδηγείται σε ακύρωση, εφόσον είναι άγνωστη η επίδραση της πλάνης στην απόφαση.

Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προαγωγή του είχε ακυρωθεί, λόγω πλάνης της εφεσίβλητης Αρχής, ως προς την υπεροχή του σε αξία, αρχαιότητα και πείρα.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την [*222]έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Στην υπό κρίση υπόθεση ο εφεσείων-ενδιαφερόμενο μέρος είχε βαθμολογηθεί με 20 Α (Εξαίρετα) και 22 Β+ (Πολύ ικανοποιητικά) ενώ ο εφεσίβλητος-αιτητής, στο ίδιο χρονικό διάστημα, είχε βαθμολογηθεί με 8 Α και 34 Β+. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στη γενική αρχή ότι, κατά την κρίση της αξίας, λαμβάνεται υπόψη η γενική αξιολόγηση και εικόνα που παρουσιάζουν οι υποψήφιοι και όχι η επί μέρους βαθμολογία και κατέληξε πως η γενική συνολική εικόνα που παρουσίαζαν οι υπηρεσιακές εκθέσεις και των δύο υποψηφίων ήταν σχεδόν η ίδια. 

    Το Δικαστήριο δέχεται γενικά την αρχή αυτή, κρίνεται όμως πως εφαρμόστηκε λανθασμένα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η διαφορά στη βαθμολογία του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου σε σχέση με τα Α (Εξαίρετα) και Β+ (Πολύ ικανοποιητικά) ήταν τέτοια που η γενική εικόνα που προκύπτει είναι πως ο εφεσείων-ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αξία του εφεσίβλητου-αιτητή.

2. Όσον αφορά αρχαιότητα, ο Κανονισμός 25(1) των Περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, Κ.Δ.Π. 219/86, προβλέπει ότι η αρχαιότητα μεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια θέση, κρίνεται με βάση την ημερομηνία ισχύος του διορισμού ή της προαγωγής στη συγκεκριμένη θέση. 

    Έτσι, ήταν ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστή, πως η αναφορά των καθ’ ων η αίτηση στην αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους γενικά στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής παραβιάζει το σχετικό Κανονισμό και παραγνωρίζει άμεσα την αρχαιότητα του εφεσίβλητου-αιτητή στην αμέσως προηγούμενη θέση.  Επιπρόσθετα, ορθή φαίνεται να είναι και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστή πως η αναφορά αυτή είναι και πεπλανημένη, αφού ο εφεσίβλητος-αιτητής διορίστηκε στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής την 1.12.78, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη και τοποθετήθηκε στο ίδιο Τμήμα στις 30.3.84.

3. Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατία (1998) 3 Α.Α.Δ. 112 στη σελ. 118 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Θεωρούμε ότι η πείρα, ως παράγοντας που επηρεάζει τις προαγωγές, για να είναι αποφασιστικής σημασίας, πρέπει να είναι πείρα που έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης. Πείρα λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις, δεν μπορεί να έχει αποφασιστική βαρύτητα.» 

    Αφού ο εφεσίβλητος-αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα του εφεσείοντα-[*223]ενδιαφερομένου μέρους στην αμέσως προηγούμενη θέση, συνεπακόλουθα το εύρημα για υπεροχή του εφεσείοντα σε πείρα είναι πεπλανημένο. Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή τόνισε την πείρα και με αναφορά σε τεχνοοικονομικές μελέτες που ετοίμασε ο εφεσείων και που όπως λέχθηκε «κάλυψε μικρά και μεγάλα έργα μεταφοράς και διανομής» κ.λ.π. Τέτοιες όμως μελέτες δε μπορούν να εξισωθούν με πείρα. Έγινε επιπρόσθετα έμμεσα αποδεκτό από τους καθ’ων η αίτηση στη σελ. 6 της γραπτής τους αγόρευσης, πως από το προσωπικό φάκελο δεν επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός ότι ανατέθηκε πληθώρα καθηκόντων στον εφεσείοντα-ενδιαφερόμενο μέρος και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί ο ισχυρισμός, αφού οι ενώπιον του Δικαστηρίου φάκελοι των υποψηφίων δε διαφωτίζουν επί του προκειμένου.

4. Επειδή, έστω και αν κρίνεται πως ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου να θεωρήσει τον εφεσείοντα-ενδιαφερόμενο μέρος ως υπερέχοντα στην αξία, δεν θα μπορούσε το Δικαστήριο να γνωρίζει ποια θα ήταν η απόφασή του, εάν δεν ενεργούσε πεπλανημένα αναφορικά με τα θέματα αρχαιότητας και πείρας, η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις

Δημοκρατία v. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756,

Κωνσταντινίδη v. ΑΗΚ, Προσφυγή 1150/99, ημερ. 16.11.2000,

Κωνσταντινίδης v. ΑΗΚ, Προσφυγή 509/99, ημερ. 6.6.2000,

Βασιλείου v. ΑΗΚ, Προσφυγή 796/98, ημερ. 10.3.2000,

Ηλιοπούλου v. ΑΗΚ, Προσφυγή 547/96, ημερ. 7.5.97,

Ηλιόπουλος v. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438,

Ασιήκαλλης v. ΑΗΚ, Υπόθεση Αρ. 1359/00, ημερ. 18.12.2001,

Κουτσουπίδη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υποθέσεις 895/96 και 913/96, ημερ. 27.11.97,

Μιχαηλίδου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112,

Ιωαννίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υποθέσεις 909/92 κ.ά., ημερ. 23.2.95.

Έφεση.

[*224]

Έφεση από το Ενδιαφερόμενο μέρος εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 318/98) ημερομηνίας 20/3/2000 με την οποία έγινε αποδεκτή η προσφυγή του αιτητή και ακυρώθηκε η απόφαση προαγωγής του στη θέση Ανώτερου Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής, Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής στα Κεντρικά Γραφεία της Α.Η.Κ.

Α. Κουντουρή, για Εφεσείοντα-Ενδιαφερόμενο μέρος.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή.

Κ. Στιβαρού, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Αρτέμης.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η Αρχή Ηλεκτρισμού, στις 17.2.97, κυκλοφόρησε γνωστοποίηση κενών θέσεων που συμπεριελάμβαναν και την πλήρωση της θέσης Ανώτερου Διευθυντή Μεταφοράς /Διανομής στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής, στα Κεντρικά Γραφεία. Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή για Θέματα Προσωπικού, σε συνεδρία της ημερομηνίας 10.3.98, κατ’ αντίθεση με τη σύσταση του Διευθυντή, που έκρινε τον εφεσίβλητο-αιτητή ως τον καταλληλότερο, αποφάσισε να συστήσει τον εφεσείοντα-ενδιαφερόμενο μέρος.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, στις 17.3.98, υιοθέτησε πλήρως τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και προήγαγε τον εφεσείοντα-ενδιαφερόμενο μέρος στην επίδικη θέση.

Ο εφεσίβλητος-αιτητής προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο εναντίον της προαγωγής και η διοικητική απόφαση ακυρώθηκε, αφού ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι κατά τη λήψη της απόφασης εμφιλοχώρησε πλάνη τόσο για την αξία και τα προσόντα των υποψηφίων, όσο και για την αρχαιότητα και την πείρα ενός εκάστου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκανε εκτενή αναφορά στις αρχές που διέπουν το θέμα προσόντων που δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας και αφού έκρινε πως (α) η εικόνα που παρουσίαζαν οι υποψήφιοι σχετικά με την αξία τους ήταν περίπου η ίδια και δεν υπερείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, (β) το Συμβούλιο της Αρχής πεπλανημένα θεώρησε ότι ο εφεσείων-ενδιαφερόμενο μέρος υπερεί[*225]χε σε αρχαιότητα και (γ) λανθασμένα κρίθηκε υπεροχή του σε πείρα, κατέληξε πως  κακώς παραγνωρίστηκε η σύσταση του Διευθυντή και ακύρωσε την επίδικη διοικητική απόφαση.

Με την παρούσα έφεση τίθεται υπό κρίση η πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση και προβάλλονται λόγοι σύμφωνα με τους οποίους η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω σε όλα τα προαναφερθέντα θέματα ήταν εσφαλμένη και υποστηρίζεται ότι η επίδικη διοικητική απόφαση ήταν καθόλα ορθή και νόμιμη. 

Ο εφεσίβλητος-αιτητής προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Αρχής Ηλεκτρισμού την 1.12.68, στη θέση Βοηθού Μηχανικού στο Σταθμό Δεκέλειας και ο εφεσείων-ενδιαφερόμενο μέρος την 1.2.1972 στη θέση Βοηθού Μηχανικού, Τμήμα Λειτουργίας-Συντήρησης, Κεντρικά Γραφεία. Στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής προήχθη ο εφεσίβλητος-αιτητής την 1.11.89 και ο εφεσείων-ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μεταφοράς/ Διανομής (Στρατηγικές Μελέτες), Τμήμα Μεταφοράς /Διανομής, την 1.10.91, όπου και υπηρετούσαν μέχρι την επίδικη προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους.

Εξετάσαμε πρώτα τη θέση του εφεσείοντα-ενδιαφερομένου μέρους πως ήταν λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστή όσον αφορούσε την εκτίμηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής για υπεροχή του εφεσείοντα-ενδιαφερομένου μέρους αναφορικά με την αξία.

Στην υπό κρίση υπόθεση ο εφεσείων-ενδιαφερόμενο μέρος είχε βαθμολογηθεί με 20 Α (Εξαίρετα) και 22 Β+ (Πολύ ικανοποιητικά) ενώ ο εφεσίβλητος-αιτητής, στο ίδιο χρονικό διάστημα, είχε βαθμολογηθεί με 8 Α και 34 Β+. Το πρωτόδικο Δικαστήριο και με αναφορά στη Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756, παραπέμπει στη γενική αρχή ότι, κατά την κρίση της αξίας, λαμβάνεται υπόψη η γενική αξιολόγηση και εικόνα που παρουσιάζουν οι υποψήφιοι και όχι η επί μέρους βαθμολογία και καταλήγει πως στην παρούσα υπόθεση, η γενική συνολική εικόνα που παρουσίαζαν οι υπηρεσιακές εκθέσεις και των δύο υποψηφίων ήταν σχεδόν η ίδια.

Δεχόμαστε γενικά την αρχή αυτή, κρίνουμε όμως πως εφαρμόστηκε λανθασμένα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η διαφορά στη βαθμολογία του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου σε σχέση με τα Α (Εξαίρετα) και Β+ (Πολύ ικανοποιητικά) ήταν τέτοια που η γενική εικόνα που προκύπτει είναι πως ο εφεσείων-ενδιαφερόμενο μέρος [*226]υπερείχε σε αξία του εφεσίβλητου-αιτητή. (Δέστε, μεταξύ άλλων, σχετικά και τις υποθέσεις Κωνσταντινίδη ν. ΑΗΚ, Προσφυγή 1150/99, ημερ. 16.11.2000, Κωνσταντινίδης ν. ΑΗΚ, Προσφυγή 509/99, ημερ. 6.6.2000, Βασιλείου ν. ΑΗΚ, Προσφυγή 796/98, ημερ. 10.3.2000, Ηλιοπούλου ν. ΑΗΚ, Προσφυγή 547/96, ημερ. 7.5.97 και Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438). Όπως λέχθηκε και στην Ασιήκαλλη ν. ΑΗΚ, Υποθέσεις 1359/00 κ.ά., ημερ. 18/12/2001, στη σελ. 9, «Η μεγάλη διαφορά στα σημεία Α κάθε άλλο παρά αναδεικνύει τους δύο υποψήφιους ισοδύναμους».

Όσον αφορά αρχαιότητα, ο Κανονισμός 25(1) των Περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, Κ.Δ.Π. 219/86, προβλέπει ότι η αρχαιότητα μεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια θέση κρίνεται με βάση την ημερομηνία ισχύος του διορισμού ή της προαγωγής στη συγκεκριμένη θέση. Όπως λέχθηκε και στην Κουτσουπίδη κ.ά. ν. Δημοκρατία, Προσφυγές 895/96 και 913/96, ημερ. 27.11.97, «. . . Από τη στιγμή που ένας υποψήφιος υπερέχει - οριακά έστω - σε αρχαιότητα στην τελευταία θέση, η αναφορά στην αρχαιότητα της προηγούμενης θέσης είναι νομικώς ανεπίτρεπτη.  Αυτό που μετρά είναι η αρχαιότητα στην παρούσα θέση.»

Έτσι, κατά την άποψή μας, ήταν ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστή πως η αναφορά των καθ’ων η αίτηση στην αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους γενικά στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής παραβιάζει το σχετικό Κανονισμό και παραγνωρίζει άμεσα την αρχαιότητα του εφεσίβλητου-αιτητή στην αμέσως προηγούμενη θέση. Επιπρόσθετα, ορθή φαίνεται να είναι και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστή πως η αναφορά αυτή είναι και πεπλανημένη, αφού ο εφεσίβλητος-αιτητής διορίστηκε στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής την 1.12.78, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη και τοποθετήθηκε στο ίδιο Τμήμα στις 30.3.84.

Θα εξετάσουμε τώρα το θέμα της πείρας. Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατία (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, στη σελ. 118 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Θεωρούμε ότι η πείρα, ως παράγοντας που επηρεάζει τις προαγωγές, για να είναι αποφασιστικής σημασίας, πρέπει να είναι πείρα που έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης. Πείρα λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις δεν μπορεί να έχει αποφασιστική βαρύτητα.» 

Αφού ο εφεσίβλητος-αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα του εφεσείοντα-ενδιαφερομένου μέρους στην αμέσως προηγούμενη θέση, [*227]συνεπακόλουθα το εύρημα για υπεροχή του εφεσείοντα σε πείρα είναι πεπλανημένο, όπως επεσήμανε και ο πρωτόδικος Δικαστής.  Περαιτέρω, από τους προσωπικούς φακέλους, δεν προκύπτει υπέρτερη πείρα του εφεσείοντα-ενδιαφερομένου μέρους και η αναφορά των καθ’ων η αίτηση σε «πλατιά και εκτεταμένη πείρα σε όλες τις δραστηριότητες και εργασίες του Τμήματος» παραμένει ατεκμηρίωτη. Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή τόνισε την πείρα και με αναφορά σε τεχνοοικονομικές μελέτες που ετοίμασε ο εφεσείων και που όπως λέχθηκε «κάλυψε μικρά και μεγάλα έργα μεταφοράς και διανομής» κ.λ.π. Τέτοιες όμως μελέτες, όπως κρίθηκε και στην Ιωαννίδης κ.ά. ν. Δημοκρατία, Προσφυγές 909/92 κ.ά., ημερ. 23.2.95, δε μπορούν να εξισωθούν με πείρα. Έγινε επιπρόσθετα έμμεσα αποδεκτό από τους καθ’ων η αίτηση στη σελ. 6 της γραπτής τους αγόρευσης, πως από το προσωπικό φάκελο δεν επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός ότι ανατέθηκε πληθώρα καθηκόντων στον εφεσείοντα-ενδιαφερόμενο μέρος και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί ο ισχυρισμός, αφού οι ενώπιον του Δικαστηρίου φάκελοι των υποψηφίων δε διαφωτίζουν επί του προκειμένου.

Καταλήγοντας, κρίνουμε πως η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κρίση του διοικητικού οργάνου ήταν εσφαλμένη όσον αφορούσε την αξία εφεσείοντα και εφεσίβλητου, δεν μπορεί να ευσταθήσει και θα πρέπει να ανατραπεί. Τα συμπεράσματα όμως πως εμφιλοχώρησε πλάνη όσον αφορά την αρχαιότητα και την πείρα, είναι πράγματι ορθά.

Επειδή, έστω και αν κρίνεται πως ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου να θεωρήσει τον εφεσείοντα-ενδιαφερόμενο μέρος ως υπερέχοντα στην αξία, δεν θα μπορούσε να γνωρίζουμε ποια θα ήταν η απόφασή του, εάν δεν ενεργούσε πεπλανημένα αναφορικά με τα θέματα αρχαιότητας και πείρας, η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται και η ακύρωση της επίδικης διοικητικής πράξης επιβεβαιώνεται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον του εφεσείοντα-ενδιαφερομένου μέρους.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο