Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίαςκαι Άλλης (2003) 3 ΑΑΔ 248

(2003) 3 ΑΑΔ 248

[*248]4 Απριλίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

    ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,

2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3517)

――――――――――――-

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της διοικητικής απόφασης περί επιβολής προστίμου και διαταγής για τερματισμό της κατάχρησης εκ μέρους του εφεσείοντος επί ποινικής ευθύνης ― Ισχυρισμός πως η καταβολή του προστίμου έχει ως συνέπεια την κατάργηση του αντικειμένου της αίτησης ― Ενόψει της διαταγής για τερματισμό της κατάχρησης, απορριπτική επι τούτου απόφαση.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της διοικητικής απόφασης ― Επίδικα ζητήματα ― Δεν μπορεί να αποτελέσει επίδικο, οποιοδήποτε ζήτημα που εμπίπτει στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας στα πλαίσια της προσφυγής ― Έστω και αν αυτό αφορά ζήτημα που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, εφόσον δεν τέθηκε στους νομικούς λόγους της αίτησης.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της διοικητικής απόφασης ― Προϋποθέσεις ― Ειδικά η έννοια της έκδηλης παρανομίας.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Εξειδικεύονται στους νομικούς ισχυρισμούς της προσφυγής ― Αυστηρότερη η απαίτηση επί ζητημάτων αντισυνταγματικότητας νομοθετικών διατάξεων.

[*249]Με την παρούσα έφεση, επιδιώχθηκε η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η αίτηση των εφεσειόντων για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της επίδικης στην προσφυγή διοικητικής απόφασης, απορρίφθηκε.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Οι εφεσείοντες, ενώ δέχονται πως πράγματι δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα αναστολής σε σχέση με το πρόστιμο, εισηγούνται πως παραμένει αντικείμενο ενόψει των περαιτέρω επιπτώσεων από την προσβαλλόμενη απόφαση. Αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει διαταγή για τερματισμό της διαπιστωθείσας κατάχρησης, παράβαση της οποίας επάγεται ποινική ευθύνη. (Βλ. Άρθρο 32 του Νόμου). Αυτό είναι γεγονός. Η Επιτροπή περιέλαβε ρητά στην προσβαλλόμενη απόφαση διαταγή ουσιαστικά τέτοιου περιεχομένου και το Δικαστήριο δεν είναι έτοιμο να δεχτεί την εισήγηση, που εν πάση περιπτώσει δεν κάλυψε τα πιο πάνω, πως η διαδικασία στερείται πλέον αντικειμένου.

2. Υπό κρίση τίθεται το κατά πόσο πράγματι εδικαιολογείτο η έκδοση προσωρινού διατάγματος, εννοείται στη βάση των προτάσεων των εφεσειόντων αναφορικά με το πώς η περίπτωση εμπίπτει στις εξαιρετικές που ενεργοποιούν αυτή τη δικαιοδοσία.  Οπότε, σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα θα ήταν αν εκδήλως προβάλλει ως αντισυνταγματική η συγκρότηση της Επιτροπής, που δεν ήταν καν αυτή η εισήγηση των εφεσειόντων. Ό,τι ουσιαστικά εισηγούνται οι εφεσείοντες είναι η κατά τρόπο οριστικό επίλυση του ζητήματος της συγκρότησης της Επιτροπής, ως θέματος ουσίας. Αυτό, όμως, ανήκει στη δικαιοδοσία αναθεώρησης της προσβαλλόμενης απόφασης και το Δικαστήριο καταλήγει, πως, κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα, δεν θα ήταν επιτρεπτό να εξεταστεί το θέμα της συγκρότησης, ως δυνάμενο να οδηγήσει σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και έκδοση προσωρινού διατάγματος.

3. Οι ίδιοι οι εφεσείοντες δηλώνουν πως αντιλαμβάνονται ότι «η παρανομία είναι έκδηλη όταν είναι απροκάλυπτα αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης».  Σύνοψη της νομολογίας ως προς τα όρια της έννοιας, έχουμε στην απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Νικολάου, Δ., στη Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233.  Το Δικαστήριο μελέτησε το υλικό και τις αγορεύσεις των μερών.  Κατέληξε πως πράγματι τίθεται ζήτημα στάθμισης και κρίσης για το καθέ[*250]να από τα ζητήματα που συζητήθηκαν. Επομένως, πως δεν είχε στοιχειοθετηθεί έκδηλη παρανομία με την έννοια του όρου, όπως τον έχει προσδιορίσει η νομολογία μας. Τούτου δοθέντος, το Δικαστήριο δεν θα επεκταθεί. Η προσφυγή θα εκδικαστεί στην ουσία της και πρέπει η διαδικασία της να παραμείνει ανεπηρέαστη.

4. Στα νομικά σημεία της προσφυγής περιλήφθηκε απλώς ο γενικός ισχυρισμός πως «οι επίδικες αποφάσεις και η προηγηθείσα αυτών διαδικασία παραβιάζουν τα δικαιώματα των αιτητών όπως προκύπτουν από το Κεφ. 302, το Σύνταγμα αρ. 146, 29, 30, 33 και πρόσθετα παραβιάζουν τις πρόνοιες του Νόμου 207.89 αρ. 6, 14, 22 ως ετροποποιήθη είναι καθ’ όλα αυθαίρετες και παράνομες». Αυτά απέχουν πολύ από την απαιτούμενη στοιχειοθέτηση συγκεκριμένου νομικού ζητήματος μάλιστα περί τη συνταγματικότητα Νόμου. Ορθά, λοιπόν, δεν επετράπη τέτοια συζήτηση, πολύ περισσότερο όταν ούτε στην αίτηση για προσωρινό διάταγμα είχε εξειδικευθεί τέτοιο θέμα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου v. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, Α.Ε. 2728, ημερ. 5.6.02,

Λοϊζίδης v. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233,

Δημοκρατία v. Demand Shipping Co. Ltd (1994) 3. Α.Α.Δ. 460.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Αρ. 795/02) ημερ. 26/9/02, με την οποία απέρριψε την αίτησή τους για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της απόφασης με την οποία η Επιτροπή έκρινε πως οι εφεσείοντες, κατά παράβαση του Άρθρου 6(2)(α) του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989 (Ν. 207/89) (ο Νόμος) καταχράστηκαν της δεσπόζουσας θέσης τους με την επιβολή αθέμιτων τιμών και τους επέβαλε ποινή προστίμου £20.000.000,-.

Κ. Χ''Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες.

Στ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

[*251]ΠΙΚΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (η Επιτροπή) με την απόφασή της ημερομηνίας 27.8.02, αφού έκρινε πως οι εφεσείοντες, κατά παράβαση του άρθρου 6(2)(α) του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989 (Ν. 207/89) (Ο Νόμος) καταχράστηκαν της δεσπόζουσας θέσης τους με την επιβολή αθέμιτων τιμών, τους επέβαλε κυρώσεις. Οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή και με την αίτησή τους επιδίωξαν την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της απόφασης και του προστίμου των £20.000.000 που τους είχε επιβληθεί. Ο συνάδελφός μας απέρριψε την αίτηση και ασκήθηκε η παρούσα έφεση.

Συζητήθηκαν ως προκαταρκτικά δυο ζητήματα. Το πρώτο αφορά στο κατά πόσο απέμεινε αντικείμενο αφού οι εφεσείοντες ήδη κατέβαλαν το πρόστιμο. Οι εφεσείοντες, ενώ δέχονται πως πράγματι δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα αναστολής σε σχέση με το πρόστιμο, εισηγούνται πως παραμένει αντικείμενο ενόψει των περαιτέρω επιπτώσεων από την προσβαλλόμενη απόφαση.  Αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει διαταγή για τερματισμό της διαπιστωθείσας κατάχρησης, παράβαση της οποίας επάγεται ποινική ευθύνη. (Βλ. άρθρο 32 του Νόμου). Αυτό είναι γεγονός. Η Επιτροπή περιέλαβε ρητά στην προσβαλλόμενη απόφαση διαταγή ουσιαστικά τέτοιου περιεχομένου και δεν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε την εισήγηση, που εν πάση περιπτώσει δεν κάλυψε τα πιο πάνω, πως η διαδικασία στερείται πλέον αντικειμένου.

Το δεύτερο ζήτημα αφορά στην εισήγηση των εφεσειόντων να ασχοληθούμε με τη συγκρότηση της Επιτροπής ως αντισυνταγματικής, κατά την άποψή τους, αφού διορίστηκε ως μέλος της πρόσωπο που κατείχε πολιτικό αξίωμα, αρχικά ως μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λατσιών και, στη συνέχεια, ως Δήμαρχός του. Επί του προκειμένου, όμως, είναι ορθή η θέση της Δημοκρατίας πως δεν είναι επιτρεπτό να ενταχθεί τέτοιο θέμα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Εν πρώτοις, δεν είχε περιληφθεί στους λόγους για τους οποίους επιδιώχθηκε η έκδοση του προσωρινού διατάγματος και, βεβαίως, δεν απασχόλησε το συνάδελφό μας πρωτοδίκως. Ούτως ή άλλως, δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης και η επίκληση από τους εφεσείοντες της νομολογίας (βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, Α.Ε. 2728, ημερομηνίας 5.6.02) πως τέτοια θέματα, ως δημόσιας τάξης, εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως, παραγνωρίζει τη [*252]φύση της παρούσας διαδικασίας. Δεν αναθεωρούμε αυτή τη στιγμή την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση. Υπό κρίση τίθεται το κατά πόσο πράγματι εδικαιολογείτο η έκδοση προσωρινού διατάγματος, εννοείται στη βάση των προτάσεων των εφεσειόντων αναφορικά με το πώς η περίπτωση εμπίπτει στις εξαιρετικές που ενεργοποιούν αυτή τη δικαιοδοσία. Οπότε, σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα θα ήταν αν εκδήλως προβάλλει ως αντισυνταγματική η συγκρότηση της Επιτροπής, που δεν ήταν καν αυτή η εισήγηση των εφεσειόντων. Ό,τι ουσιαστικά εισηγούνται οι εφεσείοντες είναι η κατά τρόπο οριστικό επίλυση του ζητήματος της συγκρότησης της Επιτροπής, ως θέματος ουσίας. Αυτό, όμως, ανήκει στη δικαιοδοσία αναθεώρησης της προσβαλλόμενης απόφασης και καταλήγουμε πως, κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα, δεν θα ήταν επιτρεπτό να εξετάσουμε το θέμα ως δυνάμενο να οδηγήσει σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και έκδοση προσωρινού διατάγματος.

Μπορούμε να είμαστε σύντομοι και σε σχέση με τα ενταχθέντα στους λόγους έφεσης. Δεν ήταν η θέση των εφεσειόντων πως χωρίς την αναστολή θα υφίσταντο ανεπανόρθωτη βλάβη. Υποστήριξαν πως η αναστολή δικαιολογείται επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκδήλως παράνομη, που είναι ο δεύτερος από τους λόγους για τους οποίους, κατά την πάγια νομολογία μας, διανοίγεται τέτοια δυνατότητα. Σταθερή όμως είναι η νομολογία μας και σε σχέση με το τι συνιστά έκδηλη παρανομία.  Οι ίδιοι οι εφεσείοντες δηλώνουν πως αντιλαμβάνονται ότι “η παρανομία είναι έκδηλη όταν είναι απροκάλυπτα αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης”. Σύνοψη της νομολογίας ως προς τα όρια της έννοιας, έχουμε στην απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Νικολάου, Δ., στην Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, στη σελίδα 240:

«Προτού ασχοληθούμε με τους επί μέρους λόγους που συνθέτουν την πρώτη ενότητα, προτάσσουμε συντομογραφικά, την έννοια της έκδηλης παρανομίας. Εξετάστηκε από την Ολομέλεια στις υποθέσεις Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837, Μοyo and Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Κροκίδου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, υπ’ αρ. 741/89, ημερομηνίας 29 Μαΐου  1990, όπου επιδοκιμάστηκε ο ακόλουθος γενικός ορισμός που δόθηκε από τον νυν Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Γ. Πική, στην υπόθεση Frangos and Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 53 (στη σελ. 57):

Although what amounts to flagrant illegality is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law. The notion does not encompass any defective exercise of discretionary powers vested in an organ of public administration.”

Eίχε πιο πριν στην ίδια απόφαση δηλωθεί ότι έκδηλη παρανομία είναι παρανομία “palpably identifiable without having to probe into disputed facts”. Έπειτα, η προσέγγιση από τον νυν Πρόεδρο στην υπόθεση Πολύβιος Νικολάου ν. ΕΔΥ, Υπ’ Αρ. 692/92, ημερομηνίας 22 Οκτωβρίου 1992, προσφέρει καθοδήγηση ως προς τα όρια της έννοιας.  Τη συνοψίζουμε με τα εξής. Έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»

Οι εφεσείοντες πρότειναν έκδηλη παρανομία με αναφορά σε σειρά θεμελιωδών ζητημάτων που άρχιζαν από την καθόλου αρμοδιότητα της Επιτροπής και την υπαγωγή τους καν στις πρόνοιες του Νόμου και κατέληγαν στη διαδικασία που ακολουθήθηκε, στο πραγματικό υπόβαθρο της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και στον τρόπο υπολογισμού του προστίμου που επιβλήθηκε. Αυτά συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση*, εξετάζονται ένα προς ένα και ήταν η κρίση του συναδέλφου μας πως δεν αναδεικνυόταν έκδηλη παρανομία για οτιδήποτε. Προέκυπτε ανάγκη στάθμισης και κρίσης των διαφορετικών απόψεων που αναπτύχθηκαν, ακόμα αξιολόγησης γεγονότων, εγγράφων, δηλώσεων και χειρισμών, και αυτές προϋπέθεταν εξέταση στα ευρύτερα πλαίσια της προσφυγής.

Οι εφεσείοντες επαναφέρουν τα ίδια θέματα και ήταν μακροσκελής η αγόρευσή τους για το κάθε ένα. Το ίδιο και η αγόρευση για [*254]τη Δημοκρατία. Οι αγορεύσεις περιέχουν ευρεία αναφορά στους Νόμους, περιλαμβανομένου και του περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302, σε διεθνή συνθήκη, στη νομολογία, σε αρχές του διοικητικού δικαίου αλλά και στην επάρκεια ή την ορθότητα των γεγονότων στα οποία η Επιτροπή στηρίχτηκε. Έχουμε μελετήσει το υλικό και τις αγορεύσεις των μερών. Σε συμφωνία με το συνάδελφό μας καταλήγουμε πως πράγματι τίθεται ζήτημα στάθμισης και κρίσης για το καθένα από τα ζητήματα που συζητήθηκαν. Επομένως, πως δεν είχε στοιχειοθετηθεί έκδηλη παρανομία με την έννοια του όρου, όπως τον έχει προσδιορίσει η νομολογία μας.  Τούτου δοθέντος, δεν θα επεκταθούμε. Η προσφυγή θα εκδικαστεί στην ουσία της και πρέπει η διαδικασία της να παραμείνει ανεπηρέαστη.

Πρέπει όμως να διευκρινιστεί ένα θέμα. Αφορά στην επισήμανση των εφεσειόντων προς στην πρωτόδικη απόφαση φαίνεται να επιλύεται κατά τρόπο οριστικό το ζήτημα της αρμοδιότητας της Επιτροπής. Δεν έχει αυτή την εμβέλεια η δική μας απόφαση. Προσεγγίσαμε αυτό, όπως και τα άλλα θέματα, με γνώμονα το κατά πόσο καταδεικνύεται έκδηλη παρανομία και είναι σ’ αυτή τη βάση που θεωρούμε πως ούτε το ζήτημα της αρμοδιότητας δικαιολογούσε έγκριση της αίτησης.

Με τον τελευταίο από τους λόγους έφεσης, τον όγδοο, οι εφεσείοντες επιχειρούν να συζητήσουν θέμα το οποίο, όπως και οι ίδιοι αναφέρουν, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως δεν καλυπτόταν από τις λεπτομέρειες των νομικών σημείων της προσφυγής. Θεωρούν ότι καλυπτόταν και πως, ως εγειρόμενο, θα έπρεπε να είχε εξεταστεί. Πρόκειται και πάλιν για θέμα θεμελιακής σημασίας που εκτείνεται πλέον σε ολόκληρη τη νομοθετική βάση πάνω στην οποία η Επιτροπή ασκεί αρμοδιότητα. Η βασική σκέψη είναι πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός επειδή εγκαθιδρύει, “ειδικό Δικαστήριο” ή “ειδική επιτροπή” ή εν πάση περιπτώσει, “δικαστήριο” μη υπαγόμενο στη δικαστική εξουσία της Δημοκρατίας και στερούμενο των χαρακτηριστικών που επιβάλλονται, κατά παράβαση του Άρθρου 30.1 και 30.2 του Συντάγματος. Διαζευκτικά, ότι οι σχετικές διατάξεις του Νόμου απολήγουν σε απόδοση αρμοδιότητας για τη διάγνωση ποινικής κατηγορίας, υπό το κάλυμμα διοικητικής αρμοδιότητας σε διοικητικό όργανο, κατά παράβαση των Άρθρων 12.1 και 30.2 του Συντάγματος.

Ούτε και επ’ αυτού του τελευταίου θέματος, το οποίο βεβαίως προϋποθέτει στάθμιση σειράς παραγόντων (βλ. συναφώς την Κυπριακή Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co. Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 460) στοιχειοθετείται οτιδήποτε ως έκδηλο αλλά θεωρού[*255]με και ορθό τον αποκλεισμό του από το συνάδελφό μας.  Στα νομικά σημεία της προσφυγής περιλήφθηκε απλώς ο γενικός ισχυρισμός πως “οι επίδικες αποφάσεις και η προηγηθείσα αυτών διαδικασία παραβιάζουν τα δικαιώματα των αιτητών όπως προκύπτουν από το ΚΕΦ.302, το Σύνταγμα αρ. 146, 29, 30, 33 και πρόσθετα παραβιάζουν τις πρόνοιες του Νόμου 207/89 αρ. 6, 14, 22 ως  ετροποποιήθη είναι καθ’ όλα αυθαίρετες και παράνομες”. Αυτά απέχουν πολύ από την απαιτούμενη στοιχειοθέτηση συγκεκριμένου νομικού ζητήματος μάλιστα περί τη συνταγματικότητα Νόμου. Ορθά, λοιπόν, δεν επετράπη τέτοια συζήτηση, πολύ περισσότερο όταν ούτε στην αίτηση για προσωρινό διάταγμα είχε εξειδικευθεί τέτοιο θέμα.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο