Δήμος Αραδίππου και Άλλος ν. Ανδρέα Γεωργίου (Αρ. 2) (2003) 3 ΑΑΔ 305

(2003) 3 ΑΑΔ 305

[*305]11 Απριλίου, 2003

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΔΗΜΟΣ ΑΡΑΔΙΠΠΟΥ,

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση,

2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο μέρος,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (ΑΡ. 2),

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3073)

 

Έννομο Συμφέρον ― Υποψηφίου για διορισμό ενόψει του γεγονότος ότι με σημείωσή του υπενθυμίζει στην αίτησή του σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών, για ένταξη υπαλλήλων του δημόσιου τομέα στην αντίστοιχη κλίμακα που υπηρετεί ― Διατηρεί το έννομο συμφέρον του για τη διεκδίκηση της θέσης.

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Προσβολή ευρήματος του Δικαστηρίου επι πραγματικού γεγονότος ― Δεν αποτελούσε υπό τις περιστάσεις εύρημα, αλλά απλό σχόλιο.

Έννομο Συμφέρον ― Υποψηφίου για διορισμό, λόγω μη κατοχής προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας ― Έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τον διορισμό άλλου, εφόσον κρίθηκε προσοντούχος από την αρμόδια αρχή.

Διοικητική πράξη ― Σύνθετη διοικητική ενέργεια ― Απόφαση συμμετοχής συμβουλευτικού οργάνου, για παροχή γνώμης σε συγκεκριμένο θέμα μόνο ― Η παράβαση της απόφασης με την συμμετοχή του οργάνου στην υπόλοιπη διαδικασία, καθιστά την τελική απόφαση άκυρη.

Ο εφεσείων, του οποίου ο διορισμός ακυρώθηκε, προσέβαλε την νομιμότητα της πρωτόδικης απόφασης, προσβάλλοντας λόγους εφέσεως που αφορούσαν κυρίως ζητήματα εννόμου συμφέροντος του [*306]εφεσίβλητου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι “Το πρωτοδίκως εκδικάσαν δικαστήριον εσφαλμένως απέρριψε την ένστασιν των καθ’ ών η αίτησις ότι ο αιτητής εστερείτο εννόμου συμφέροντος να προσβάλη τον επίδικον διορισμόν, επειδή εις την αίτησιν του ανέφερεν ότι τότε μόνον να ληφθή υπ΄όψιν η αίτησις του εάν θα του εδίδετο η μισθολογική κλίμαξ την οποίαν κατείχεν εις τον Δήμον Παραλιμνίου, ήτοι η κλίμαξ Α11+2 εις τας συνδιασμένας κλίμακας Α9-Α11-Α12”.

    Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η ορθή απάντηση περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο και υιοθετείται:

    “Η εισήγηση αυτή είναι ανεδαφική. Διαφεύγει τους ευπαιδεύτου συνηγόρου για το Δήμο η πλήρης αναφορά και το πλαίσιο της στην αίτηση του κ. Γεωργίου. Αυτό που επεδίωξε ο κ. Γεωργίου ήταν να φέρει στη μνήμη του Δήμου την εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών της 13.10.1995 στην οποία παρέπεμψε και η οποία προνοεί για τη μισθοδοτική τοποθέτηση των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα οι οποίοι διορίζονται σε άλλες δημόσιες θέσεις. Η αίτηση του δεν ήταν καθ΄οιονδήποτε τρόπο υπό όρους, ούτε αντίκειτο στο σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποκλείετο περαιτέρω εξέτασης. Εξ άλλου, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν ηγέρθη το θέμα αυτό. Αντίθετα μάλιστα ο κ. Γεωργίου μετείχε σε όλη τη διαδικασία ως έγκυρος υποψήφιος. Όλα δείχνουν ότι το θέμα αυτό ποτέ δεν ήταν θέμα και ότι εγείρεται εκ των υστέρων.”

2. Ούτε ο δεύτερος λόγος ευσταθεί. Αφορά σε απλό σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έγινε με σκοπό να παρατηρήσει ότι, ενώ η δικηγόρος του αιτητή πρόβαλλε τον ισχυρισμό ότι αυτός ρωτήθηκε κατά τη συνέντευξη αν θα αποδέχετο την κλίμακα του σχεδίου υπηρεσίας και απάντησε καταφατικά, ο δικηγόρος του Δήμου, αντί να καταφύγει στα πρακτικά των συνεντεύξεων και τα παρουσιάσει, πρόβαλε τη θέση ότι δεν υπήρχε σχετική μαρτυρία από πλευράς του αιτητή.

3. Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι “ο αιτητής εστερείτο εννόμου συμφέροντος να προσβάλη τον επίδικον διορισμόν διότι δεν κατείχε τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα (α) της «πολύ κα[*307]λής γνώσεως της Αγγλικής γλώσσης» και (β) της «πολύ καλής γνώσεως του χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστού.»”

    Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Στους όρους εντολής της Επιτροπής που διεξήγαγε τις συνεντεύξεις των υποψηφίων, προβλέπεται ότι “δ) Για τα θέματα, της πολύ καλής γνώσης Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας και της χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή, οι εξετάσεις να γίνουν προφορικές.”. Είναι πρόδηλο, βάσει και του τεκμηρίου της κανονικότητας, ότι, κατά τις συνεντεύξεις, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο εφεσίβλητος, όπως και ο εφεσείων 2, κατείχαν τα προσόντα (α) της “πολύ καλής γνώσεως της Αγγλικής γλώσσης” και (β) της “πολύ καλής γνώσεως του χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστού”.

4. Προβάλλεται, ως τέταρτος λόγος έφεσης, ότι “Το πρωτοδίκως εκδικάσαν Δικαστήριον εσφαλμένως απεφάνθη ότι υπήρχε αντικανονικότης εις την διαδικασίαν προσλήψεως, καθιστώσα τρωτήν την απόφασιν, διότι οι ανώτεροι κρατικοί μηχανικοί, ενώ θα είχον μόνον συμβουλευτικήν συμμετοχήν εις την διαδικασίαν των συνεντεύξεων, συμφώνως της αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου, επροχώρησαν και εβαθμολόγησαν τους υποψηφίους.”

    Το πρόβλημα δεν έγκειται στο γεγονός ότι η έκφραση της συμβουλευτικής άποψης των Ανώτερων Κρατικών Μηχανικών, όπως και του κ. Νεοφύτου, έγινε δια βαθμολογίας. Έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ στους όρους εντολής της Επιτροπής αναφερόταν ότι “β) Η συμμετοχή των ανωτέρων μηχανικών της Κυβέρνησης θα είναι συμβουλευτική, όσον αφορά τις γνώσεις στον τομέα της πολιτικής μηχανικής και δεν θα έχουν άλλη ανάμειξη στη διαδικασία.”, εν τούτοις, κατά τον πρώτο γύρο των συνεντεύξεων, οι δύο Ανώτεροι Μηχανικοί της Κυβέρνησης, αντί να βαθμολογήσουν τους υποψηφίους “όσον αφορά τις γνώσεις στον τομέα της πολιτικής μηχανικής”, και μόνο,  τους βαθμολόγησαν, αναρμόδια, για τη συνολική απόδοσή τους κατά τη συνέντευξη, ακολούθως δε η βαθμολογία που τους έδωσαν προστέθηκε στη βαθμολογία που τους έδωσε και ο κ. Νεοφύτου, ώστε η τελική συνολική τους βαθμολογία να είναι το άθροισμα και των τριών βαθμολογιών.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Δήμος Αραδίππου κ.ά. v. Γεωργίου (2003) 3 Α.Α.Δ. 25.

[*308]Έφεση.

Έφεση από τον καθ’ ου η αίτηση Δήμο και το Ενδιαφερόμενο μέρος εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 1152/99), ημερομηνίας 16/6/2000, με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Δημοτικού Μηχανικού στο Δήμο, κατόπιν προσφυγής του αιτητή.

Α. Παντελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Κλ. Στυλιανού, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 6.4.1999 ο εφεσείων 1 Δήμος Αραδίππου προκήρυξε τη θέση Δημοτικού Μηχανικού. Υποβλήθηκαν συνολικά εικοσιέξι αιτήσεις για διορισμό, μεταξύ των οποίων και οι αιτήσεις του εφεσείοντος 2 Α. Δημητρίου και του εφεσίβλητου Α. Γεωργίου. Στις 23.6.1999 και στις 24.6.1999 διεξήχθησαν συνεντεύξεις όλων των υποψηφίων, πλην τεσσάρων που δεν παρουσιάστηκαν, ενώπιον τριμελούς Επιτροπής αποτελούμενης από τον Ειδικό Σύμβουλο κ. Νέοφύτου και δύο Ανώτερους Κρατικούς Μηχανικούς. Καταρτίστηκε κατάλογος των πέντε επικρατεστέρων. Στον κατάλογο αυτό ο εφεσείων 2 κατετάγη πρώτος με συνολική βαθμολογία 15/15, ο δε εφεσίβλητος κατετάγη τρίτος με συνολική βαθμολογία 13/15. Στις 25.6.1999 ακολούθησε δεύτερος γύρος συνεντεύξεων μεταξύ των πέντε πρώτων υποψηφίων ενώπιον του κ. Νεοφύτου, στην παρουσία του Δημάρχου και Αντιδημάρχου οι οποίοι απλώς παρέστησαν, χωρίς να λάβουν μέρος. Στο δεύτερο αυτό γύρο ο εφεσίβλητος κατετάγη πρώτος με συνολική βαθμολογία 44/50, ο δε εφεσείων 2 δεύτερος με συνολική βαθμολογία 41/50. Στις 2.7.1999 το Δημοτικό Συμβούλιο, με ψήφους πέντε έναντι τεσσάρων, αποφάσισε το διορισμό του εφεσείοντος 2 στη θέση Δημοτικού Μηχανικού αντί του εφεσιβλήτου.

Εναντίον του διορισμού του εφεσείοντος 2, ο εφεσίβλητος καταχώρησε την Προσφυγή 1152/1999, η επιτυχής έκβαση της οποίας είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης εκ μέρους των εφεσειόντων 1 και 2.

Κατά την πρώτη δικάσιμο της έφεσης, στις 3.10.2002, προέκυ[*309]ψε το ζήτημα κατά πόσο αυτή ήταν παραδεκτή λόγω του γεγονότος ότι, όπως μας πληροφόρησε ο δικηγόρος των εφεσειόντων 1 και 2, ο εφεσείων 1, ενόψει της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή, σε συνεδρία τους στις 13.7.2000, επανεξέτασε την υπόθεση και αποφάσισε να επαναδιορίσει τον εφεσείοντα 2 στη θέση του Δημοτικού Μηχανικού, όχι όμως αναδρομικά, αλλά από τις 13.7.2000. Για τους λόγους που εξηγήσαμε στη σχετική απόφασή μας, κρίναμε ότι, ως εκ της επανεξέτασης, η έφεση του εφεσείοντος 1 ήταν απαράδεκτη και την απορρίψαμε. Αντίθετα, επειδή κατά την επανεξέταση ο εφεσείων 2 επαναδιορίστηκε, όχι όμως αναδρομικά αλλά από την ημερομηνία της νέας απόφασης, κρίναμε ότι η έφεσή του ήταν παραδεκτή και μπορούσε να προχωρήσει. (Βλ. σχετικά 1. Δήμος Αραδίππου, 2. Ανδρέας Δημητρίου ν. Ανδρέα Γεωργίου (2003) 3 Α.Α.Δ. 25.)

Η απόφαση που ακολουθεί αφορά την έφεση του εφεσείοντος 2 στην ουσία της.

Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι “Το πρωτοδίκως εκδικάσαν δικαστήριον εσφαλμένως απέρριψε την ένστασιν των καθ’ ών η αίτησις ότι ο αιτητής εστερείτο εννόμου συμφέροντος να προσβάλη τον επίδικον διορισμόν, επειδή εις την αίτησιν του ανέφερεν ότι τότε μόνον να ληφθή υπ΄όψιν η αίτησις του εάν θα του εδίδετο η μισθολογική κλίμαξ την οποίαν κατείχεν εις τον Δήμον Παραλιμνίου, ήτοι η κλίμαξ Α11+2 εις τας συνδιασμένας κλίμακας Α9-Α11-Α12”.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η ορθή απάντηση περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο και υιοθετούμε:

“Η εισήγηση αυτή είναι ανεδαφική. Διαφεύγει τους ευπαιδεύτου συνηγόρου για το Δήμο η πλήρης αναφορά και το πλαίσιο της στην αίτηση του κ. Γεωργίου. Αυτό που επεδίωξε ο κ. Γεωργίου ήταν να φέρει στη μνήμη του Δήμου την εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών της 13.10.1995 στην οποία Παρέπεμψε και η οποία προνοεί για τη μισθοδοτική τοποθέτηση των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα οι οποίοι διορίζονται σε άλλες δημόσιες θέσεις. Η αίτηση του δεν ήταν καθ΄οιονδήποτε τρόπο υπό όρους, ούτε αντίκειτο στο σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποκλείετο περαιτέρω εξέτασης. Εξ άλλου, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν ηγέρθη το θέμα αυτό. Αντίθετα μάλιστα ο κ. Γεωργίου μετείχε σε όλη τη διαδικασία ως έγκυρος υποψήφιος. Όλα δείχνουν ότι το θέμα αυτό ποτέ δεν ήταν θέμα και ότι εγεί[*310]ρεται εκ των υστέρων.”

Συναφής με τον πρώτο λόγο έφεσης είναι και ο δεύτερος, σύμφωνα με τον οποίο “το εύρημα του πρωτοδίκως εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι ο αιτητής εδήλωσεν κατά τη συνέντευξιν ότι θα αποδέχετο την κλίμακα του σχεδίου υπηρεσίας είναι εσφαλμένον”. Και τούτο γιατί “το επιχείρημα αυτό ετέθη από την ευπαίδευτον συνήγορον του αιτητού και δεν φαίνεται εις τα πρακτικά και ούτε εζητήθη η προσκόμισις των πρακτικών δια να διαπιστωθή εάν ελέγχθη τοιούτων τι”.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Στηρίζεται σε απλό σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου (αμέσως μετά το πιο πάνω απόσπασμα) που έγινε με σκοπό να παρατηρήσει ότι, ενώ η δικηγόρος του αιτητή πρόβαλλε τον ισχυρισμό ότι αυτός ρωτήθηκε κατά τη συνέντευξη αν θα αποδέχετο την κλίμακα του σχεδίου υπηρεσίας και απάντησε καταφατικά, ο δικηγόρος του Δήμου, αντί να καταφύγει στα πρακτικά των συνεντεύξεων και τα παρουσιάσει, πρόβαλε τη θέση ότι δεν υπήρχε σχετική μαρτυρία από πλευράς του αιτητή. Το γεγονός ότι επρόκειτο περί απλού σχολίου του Δικαστηρίου καθίσταται αναντίλεκτο και από την κατάληξή του πάνω στο ζήτημα ότι “εν πάση περιπτώσει, τα πιο πριν λεχθέντα εκθεμελιώνουν την εισήγηση για έλλειψη εννόμου συμφέροντος”. Τα “πιο πριν λεχθέντα” δεν είναι άλλα από το απόσπασμα που παραθέσαμε αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης.

Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι “ο αιτητής εστερείτο εννόμου συμφέροντος να προσβάλη τον επίδικον διορισμόν διότι δεν κατείχε τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα (α) της «πολύ καλής γνώσεως της Αγγλικής γλώσσης» και (β) της «πολύ καλής γνώσεως του χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστού.»”

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Στους όρους εντολής της Επιτροπής που διεξήγαγε τις συνεντεύξεις των υποψηφίων προβλέπεται ότι “δ) Για τα θέματα, της πολύ καλής γνώσης Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας και της χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή, οι εξετάσεις να γίνουν προφορικές.”. Είναι πρόδηλο, βάσει και του τεκμηρίου της κανονικότητας, ότι, κατά τις συνεντεύξεις, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο εφεσίβλητος, όπως και ο εφεσείων 2, κατείχαν τα προσόντα (α) της “πολύ καλής γνώσεως της Αγγλικής γλώσσης” και (β) της “πολύ καλής γνώσεως του χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστού”.

Προβάλλεται, τέλος, ως τέταρτος λόγος έφεσης ότι “Το πρωτο[*311]δίκως εκδικάσαν Δικαστήριον εσφαλμένως απεφάνθη ότι υπήρχε αντικανονικότης εις την διαδικασίαν προσλήψεως, καθιστώσα τρωτήν την απόφασιν, διότι οι ανώτεροι κρατικοί μηχανικοί, ενώ θα είχον μόνον συμβουλευτικήν συμμετοχήν εις την διαδικασίαν των συνεντεύξεων, συμφώνως της αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου, επροχώρησαν και εβαθμολόγησαν τους υποψηφίους.” Και τούτο διότι “Η βαθμολογία των υποψηφίων ήτο έκφρασις της συμβουλευτικής απόψεως των ανωτέρων κρατικών μηχανικών, όπως συμβουλευτική ήτο και η άποψις του κ. Νεοφύτου. Η έκφρασις της συμβουλευτικής γνώμης εκφράζεται είτε διά φράσεων, όπως «καλός», «εξαίρετος» είτε διά βαθμολογίας.”

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το πρόβλημα δεν έγκειται στο γεγονός ότι η έκφραση της συμβουλευτικής άποψης των Ανώτερων Κρατικών Μηχανικών, όπως και του κ. Νεοφύτου, έγινε δια βαθμολογίας. Έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ στους όρους εντολής της Επιτροπής αναφερόταν ότι “β) Η συμμετοχή των ανωτέρων μηχανικών της Κυβέρνησης θα είναι συμβουλευτική όσον αφορά τις γνώσεις στον τομέα της πολιτικής μηχανικής και δεν θα έχουν άλλη ανάμειξη στη διαδικασία.”, εν τούτοις, κατά τον πρώτο γύρο των συνεντεύξεων, οι δύο Ανώτεροι Μηχανικοί της Κυβέρνησης, αντί να βαθμολογήσουν τους υποψηφίους “όσον αφορά τις γνώσεις στον τομέα της πολιτικής μηχανικής”, και μόνο,  τους βαθμολόγησαν, αναρμόδια, για τη συνολική απόδοσή τους κατά τη συνέντευξη, ακολούθως δε η βαθμολογία που τους έδωσαν προστέθηκε στη βαθμολογία που τους έδωσε και ο κ. Νεοφύτου, ώστε η τελική συνολική τους βαθμολογία να είναι το άθροισμα και των τριών βαθμολογιών.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου και εις βάρος του εφεσείοντος 2.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο