Σωκράτους Νικόλας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 321

(2003) 3 ΑΑΔ 321

[*321]11 Aπριλίου, 2003

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ

    ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ/ Η

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3108)

 

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Εφαρμογή του Άρθρου 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, σε περιπτώσεις παράλειψης καταβολής του φόρου ― Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ο Έφορος ενήργησε βάσει της αρχής της χρηστής διοίκησης και της δέουσας έρευνας.

Ο εφεσείων επεδίωξε με την έφεσή του την ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Εφόρου να του επιβάλει φόρο προστιθέμενης αξίας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Οι υποχρεώσεις του εφεσείοντα που πηγάζουν από συμβατικές σχέσεις δεν είναι δυνατό, με βάση τη νομολογία, να υπερφαλαγγίζουν τις ρητές πρόνοιες του νόμου. Πολύ περισσότερο στην παρούσα περίπτωση, αν και μη αναγκαίο, που ο εφεσείων ήταν εν γνώσει του γεγονότος και ειδοποιήθηκε περί τούτου. Το οποιοδήποτε λάθος στην εφαρμογή του νόμου από τον Έφορο δεν είναι δυνατό να αποδώσει στον εφεσείοντα νομικά δικαιώματα και ωφελήματα.  Το μόνο που μπορεί να εξετασθεί περαιτέρω είναι θέμα χρηστής διοίκησης από τον Έφορο, στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης. Στην παρούσα περίπτωση ο Έφορος εξάντλησε, πράγματι, τα όρια της χρηστής διοίκησης με την απόφαση του να μη διεκδικήσει τους [*322]φόρους της περιόδου από 1.9.1992 μέχρι 31.12.1993 δηλαδή για περίοδο 16 μηνών όταν υπήρχε η λανθασμένη αντίληψη του νόμου από τους λειτουργούς του Φ.Π.Α..  Από τη στιγμή όμως της αποκάλυψης του λάθους και της γνώσης τούτου από τον εφεσείοντα, οι νομικές υποχρεώσεις του με βάση το Νόμο 246/90 του επέβαλλαν την καταβολή του φόρου.

Ο Έφορος προσδιόρισε και επέβαλε ορθά τη φορολογία βασιζόμενος στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε ο ίδιος ο εφεσείων θεωρώντας όμως ότι ο φορολογικός συντελεστής ήταν μηδενικός.  Ο Έφορος θεώρησε ως λανθασμένες τις φορολογικές δηλώσεις του εφεσείοντα ως προς το θέμα του μηδενικού συντελεστή και με βάση το Άρθρο 34(1) ορθά επέβαλε τη φορολογία.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 1000/98) ημερομηνίας 11/8/2000, με την οποία απέρριψε την προσφυγή του και επικύρωσε την απόφαση του Εφόρου ΦΠΑ με την οποία προέβη σε βεβαίωση του οφειλόμενου από τον αιτητή φόρου ΦΠΑ, ύψους £8.091,96 για την περίοδο 1/1/94 μέχρι 30/6/96.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν διαχειριστής του κυλικείου του Λυκείου Αγ. Νικολάου στη Λεμεσό. Ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Έφορος) στα πλαίσια εξέτασης αίτησης του εφεσείοντα για την ακύρωση της εγγραφής του στα Μητρώα Φ.Π.Α., διαπίστωσε ότι στις φορολογικές του δηλώσεις δεν απέδωσε όλο το φόρο εκροών που αναλογούσε στις πωλήσεις αγαθών και/ή υπηρεσιών. Συγκεκριμένα ο εφεσείων που πωλούσε τρόφιμα στα πλαίσια επισιτισμού, που βαρύνεται με συντελεστή 8%, δεν απέδιδε φόρο εκροών γιατί θεωρούσε τις πιο πάνω πωλήσεις ως απλές παραδόσεις τροφίμων, που βαρύνονται με συντελεστή 0%.  Κατόπιν της πιο πά[*323]νω διαπίστωσης ο Έφορος, αφού κάλεσε τον εφεσείοντα και άκουσε τις απόψεις του, βεβαίωσε το φόρο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 246/90 και πληροφόρησε τον εφεσείοντα με επιστολή ημερ. 8.10.98 ότι ο φόρος για την περίοδο 1.1.94 μέχρι 30.6.96 ανερχόταν στο ποσό των £8.091,96.

Προέχει η παράθεση των γεγονότων που οδήγησαν στην επίδικη απόφαση γιατί αυτά έχουν άμεση σχέση με τους λόγους έφεσης.

Δυνάμει συμβολαίου ο εφεσείων ανέλαβε τη διαχείριση του κυλικείου για την περίοδο 1.9.92 μέχρι 31.8.95. Το συμβόλαιο δεν περιλάμβανε όρο για την εκ μέρους του εφεσείοντα καταβολή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας για τα αγαθά τα οποία πωλούσε. Λειτουργοί του Φ.Π.Α., λόγω λανθασμένης ερμηνείας των προνοιών του σχετικού νόμου και των κανονισμών, είχαν πληροφορήσει, κατ’ αρχάς, τους ενδιαφερομένους ότι δεν είχαν υποχρέωση καταβολής φόρου 8% πάνω στην αξία των αγαθών που πωλούσαν. Όταν, όμως, το Υπουργείο Οικονομικών διαπίστωσε ότι η πιο πάνω προσέγγιση των λειτουργών του Φ.Π.Α. ήταν λανθασμένη ειδοποίησε με εγκύκλιο ημερ. 18.11.93 όλες τις σχολικές εφορείες ότι οι διαχειριστές κυλικείων θα πρέπει να επιβαρύνονται με φόρο 8%. Οι σχολικές εφορείες ειδοποίησαν με τη σειρά τους τούς διαχειριστές των κυλικείων των σχολείων, περιλαμβανομένου του εφεσείοντα, για την υποχρέωση καταβολής ποσοστού φόρου 8%.

Προηγήθηκε σύσκεψη μεταξύ λειτουργών του Φ.Π.Α., της οργάνωσης των διαχειριστών των σχολικών κυλικείων και της ΠΟΒΕΚ για το θέμα. Απεφασίσθη όπως αντικρυσθεί ευνοϊκά αίτημα της οργάνωσης και της ΠΟΒΕΚ να μην επιβαρυνθούν οι διαχειριστές των κυλικείων με Φ.Π.Α. κατά την περίοδο που προηγήθηκε της διαπίστωσης του λάθους από τους λειτουργούς του Φ.Π.Α.. Πράγματι το Υπουργείο Οικονομικών με εγκύκλιο του ημερ. 9.2.94 πληροφόρησε τα Επαρχιακά Γραφεία Φ.Π.Α. ότι λόγω της ύπαρξης του λάθους και μέσα στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης αποφάσισε να μη ζητηθεί η καταβολή φόρων για την περίοδο 1.7.92-31.12.93.

Ο εφεσείων στην προσφυγή του επικαλέσθηκε, μεταξύ άλλων, ως λόγους ακύρωσης της επίδικης απόφασης του Εφόρου, την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, την έλλειψη δέουσας έρευνας με επακόλουθο την πλάνη και την έλλειψη αιτιολογίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς του εφεσείοντα και επικύρωσε την επίδικη απόφαση [*324]του Εφόρου.

Με τέσσερις λόγους έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη. Ο τέταρτος λόγος που αφορούσε την επιδίκαση των εξόδων εναντίον του εφεσείοντα αποσύρθηκε, ορθά, με το περίγραμμα του δικηγόρου του, εν όψει της πάγιας νομολογίας επί του θέματος.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «απέρριψε την προσφυγή χωρίς να δώσει νομική σημασία στο γεγονός ότι οι τιμές των αγαθών που παρέχουν τα κυλικεία εντός των εκπαιδευτηρίων καθορίζονται δεσμευτικά με καταλόγους που ετοιμάζει και επιβάλλει το Υπουργείο Παιδείας, προς προστασία των μαθητών, κατάσταση που δεν περιελάμβανε Φ.Π.Α.».

Ο λόγος αυτός είναι συνυφασμένος με τους λόγους έφεσης 2 και 3. Ο λόγος έφεσης 2 αναφέρει ότι δεν απεδείχθη ότι ο αιτητής ειδοποιήθηκε εμπρόθεσμα για την αλλαγή της στάσης του Εφόρου και ο λόγος έφεσης 3 ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα από τον Έφορο ο οποίος δεν αιτιολόγησε την απόφαση του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην τελευταία παράγραφο της απόφασης του, ως τελικό συμπέρασμα, ανέφερε τα εξής όσον αφορά τους δύο πρώτους λόγους της έφεσης:-

«Είναι ορθό ότι η αρχική προσέγγιση για τη μη καταβολή φόρου 8% ήταν λανθασμένη και πολύ ορθά το Υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε να μην προχωρήσει στην είσπραξη των φόρων που επιβλήθηκαν μέχρι και την 31.12.93. Ακολούθως οι κυλικειάρχες (μεταξύ των οποίων και ο αιτητής) ειδοποιήθηκαν για την υποχρέωση καταβολής φόρου 8% (Τ2). Οι νομοθετικές πρόνοιες καταβολής του φόρου υπερίσχυαν των συμβατικών υποχρεώσεων του αιτητή. Η αρχική λανθασμένη ερμηνεία από τους Λειτουργούς του ΦΠΑ δεν μπορούσε να δημιουργήσει νομικά δικαιώματα προς όφελος του αιτητή. Οι αρχές της χρηστής διοίκησης εφαρμόστηκαν προς όφελος του αιτητή μέχρι τις 31.12.93. Ακολούθως οι νομικές υποχρεώσεις του αιτητή που βασίζονταν στις πρόνοιες του Νόμου 246/90 του επέβαλλαν την υποχρέωση καταβολής του φόρου 8%.»

Συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι υποχρεώσεις του εφεσείοντα που πηγάζουν από συμβατικές σχέσεις δεν είναι δυνατό, με βάση τη νομολογία, να υπερφα[*325]λαγγίζουν τις ρητές πρόνοιες του νόμου. Πολύ περισσότερο στην παρούσα περίπτωση, αν και μη αναγκαίο, που ο εφεσείων ήταν εν γνώσει του γεγονότος και ειδοποιήθηκε περί τούτου. Το οποιοδήποτε λάθος στην εφαρμογή του νόμου από τον Έφορο δεν είναι δυνατό να αποδώσει στον εφεσείοντα νομικά δικαιώματα και ωφελήματα. Το μόνο που μπορεί να εξετασθεί περαιτέρω είναι θέμα χρηστής διοίκησης από τον Έφορο, στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης. Στην παρούσα περίπτωση ο Έφορος εξάντλησε, πράγματι, τα όρια της χρηστής διοίκησης με την απόφαση του να μη διεκδικήσει τους φόρους της περιόδου από 1.9.1992 μέχρι 31.12.1993 δηλαδή για περίοδο 16 μηνών όταν υπήρχε η λανθασμένη αντίληψη του νόμου από τους λειτουργούς του Φ.Π.Α.. Από τη στιγμή όμως της αποκάλυψης του λάθους και της γνώσης τούτου από τον εφεσείοντα, οι νομικές υποχρεώσεις του με βάση το Νόμο 246/90 του επέβαλλαν την καταβολή του φόρου.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ο Έφορος δεν διενήργησε δέουσα έρευνα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε τα εξής:-

«Η εισήγηση για έλλειψη δέουσας έρευνας δεν μπορεί επίσης να ευσταθήσει έχοντας υπόψη τις ενέργειες του Γραφείου του Εφόρου. Λειτουργός του Εφόρου διενήργησε έρευνα και έδωσε την ευχέρεια στον αιτητή να συζητήσει μαζί της τα αποτελέσματα της έρευνας.  Επιπρόσθετα από τα σχετικά έγγραφα που έχουν κατατεθεί φαίνεται καθαρά ότι η έρευνα ήταν ενδελεχής προτού ο Έφορος καταλήξει στη σχετική απόφαση, την εγκυρότητα της οποίας αμφισβητεί ο αιτητής.»

Τα πιο πάνω αποφασισθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο συνάδουν απόλυτα με το περιεχόμενο του φακέλου. Ο Έφορος προσδιόρισε και επέβαλε ορθά τη φορολογία βασιζόμενος στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε ο ίδιος ο εφεσείων θεωρώντας όμως ότι ο φορολογικός συντελεστής ήταν μηδενικός. Ο Έφορος θεώρησε ως λανθασμένες τις φορολογικές δηλώσεις του εφεσείοντα ως προς το θέμα του μηδενικού συντελεστή και με βάση το άρθρο 34(1) ορθά επέβαλε τη φορολογία.

Εν όψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο