Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Γρηγόρη Φιλιαστίδη (2003) 3 ΑΑΔ 342

(2003) 3 ΑΑΔ 342

[*342]18 Απριλίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείουσα ,

v.

ΓΡΗΓΟΡΗ ΦΙΛΙΑΣΤΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3135)

 

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Δικαιώματα μισθού και επιδομάτων ― Δικαίωμα άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θέση/υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου, εφόσον απορρέει από το νόμο ― Απόφαση απορριπτική σε αίτημα για καταβολή επιδομάτων που προβλέπονται στο νόμο, αποτελεί διαφορά δημοσίου δικαίου και όχι χρηματική διαφορά.

Έννομο Συμφέρον ― Υπαλλήλου που διεκδικεί επιδόματα από διοικητική αρχή ― Εφόσον το αίτημά του βασίζεται στο νόμο και αποτελεί δικαίωμα εξ αυτού, έχει έννομο συμφέρον προσβολής της απόφασης απόρριψης του αιτήματος.

Η εφεσείουσα Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, επεδίωξε με την προσφυγή της την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε προδικαστική της ένσταση ότι η επίδικη διαφορά αποτελούσε χρηματική διαφορά και δεν εξετάστηκε δεύτερη προδικαστική ένσταση, ότι ο εφεσίβλητος στερείτο εννόμου συμφέροντος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε πως το παράπονο/αίτημα του εφεσίβλητου, έχει έντονα χρηματικό ελατήριο και η θεραπεία που επιζητά σαφώς υποδηλώνει την ύπαρξη χρηματικής διαφοράς.

    Η θέση του εφεσίβλητου είναι ότι η απαίτηση του για καταβολή των τριών επιδομάτων δεν αποτελεί χρηματική διαφορά αλλά δικαίω[*343]μα, δομημένο στους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1986, παράγωγο της αναδρομικής προαγωγής του.

    Το απορρέον εκ του νόμου (κανονισμών) δικαίωμα καταβολής απολαβών και επιδομάτων είναι δικαίωμα άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θέση/υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου. Πρόκειται για αναφαίρετο δημόσιο δικαίωμα του οποίου, η αναγνώριση και ο προσδιορισμός ανάγονται αποκλειστικά στο δημόσιο δίκαιο.

    Η θέση της εφεσείουσας ότι οι ζητούμενες με την προσφυγή θεραπείες εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τις προδικαστικές ενστάσεις και αποφάνθηκε υπέρ του παραδεκτού της προσφυγής.

2. Το έννομο συμφέρον του εφεσίβλητου, εμμέσως πλην σαφώς, αναγνωρίστηκε με τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα της υπόθεσης είναι παρόμοια με τα γεγονότα της Παπαγιώργης, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το δικαίωμα των υπαλλήλων επί του μισθού και τα εκ του νόμου σε αυτούς αναγνωριζόμενα είναι δημόσιο. Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας πως και αν ακόμα θα γινόταν δεκτή η προσφυγή του εφεσίβλητου δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί το συμφέρον που αυτός επικαλείται (καταβολή συγκεκριμένου ποσού για επιδόματα) αφού το ακυρωτικό δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει χρηματικές καταβολές ούτε και να αποφανθεί περί της ύπαρξης ή μη της συγκεκριμένης απαίτησης, σαφώς δεν εξουδετερώνει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του εφεσίβλητου όπως αφήνεται να νοηθεί. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Mavrogenis v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1140,

Kampis v. Republic (1984) 3 C.L.R. 314,

Εγγλεζάκη και Άλλοι v. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697,

Παπαγιώργης v. ΑΗΚ (1996) 3 Α.Α.Δ. 560,

Λεοντίου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70.

[*344]Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 136/99) ημερομηνίας 19/9/2000, με την οποία αποδέχθηκε την προσφυγή του αιτητή κατά της απόρριψης του αιτήματός του για καταβολή προς αυτόν από την Αρχή επιδομάτων και υπερωριακής αμοιβής για την εργασία του.

Κ. Στιβαρού, για την Εφεσείουσα.

Ι. Τυπογράφος, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης ως εσφαλμένης αφενός, γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση της εφεσείουσας για το μη παραδεκτό της προσφυγής που λόγω της φύσης της διαφοράς δεν υπαγόταν, ως ισχυρίζεται, στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και αφ’ ετέρου, γιατί το Δικαστήριο παρέλειψε να επιληφθεί προδικαστικής ένστασης που αφορούσε στο απαραίτητο έννομο συμφέρον. 

Ο εφεσίβλητος, κατείχε από 1.9.1985 τη θέση Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού, Κλίμακα Α10, στον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Δεκέλειας. Την 1.3.1993 προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Επιθεωρητή Λογαριασμών, Κλίμακα Α11+2 στις Οικονομικές Υπηρεσίες Κεντρικά Γραφεία.

Όταν ο εφεσίβλητος προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Επιθεωρητή Λογαριασμών, εκκρεμούσε η εκδίκαση δύο συνεκδικαζόμενων προσφυγών με τις οποίες προσβαλλόταν από τον εφεσίβλητο και άλλο υπάλληλο της εφεσείουσας η προαγωγή συναδέλφου τους στη θέση Τμηματάρχη (Κλίμακα Α11+2) Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου – Λάρνακας από 1.7.1994. 

Στις 26.11.1996 το Ανώτατο Δικαστήριο, εξέδωσε ακυρωτική απόφαση στις προαναφερθείσες προσφυγές. Ενόψει της ακυρωτικής απόφασης, η εφεσείουσα, περί τα μέσα Ιουλίου 1997, επανεξέτασε το όλο θέμα και αποφάσισε την προαγωγή του εφεσίβλητου στη θέση Τμηματάρχη Κλίμακα Α11+2, Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου – Λάρνακας αναδρομικά από 1.7.1994. Ο εφεσίβλητος  αποδέχθηκε την προαγωγή και ανέλαβε τα καθήκοντα της θέσης στις 5.2.1998. Ο εφεσίβλητος, που καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο ήταν κάτοικος Λάρνακας, με επιστολή του ημερ. 3.2.1998 προς το Διευθυντή Προσωπικού της εφεσείουσας, κατ’ επίκληση των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, απαίτησε την καταβολή επιδομάτων για οδοιπορικά και συντήρηση καθώς και αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Η αξίωση του εφεσίβλητου για καταβολή των πιο πάνω επιδομάτων αφορούσε στη χρονική περίοδο από 1.7.1994 μέχρι 31.1.1998 κατά την οποία, λόγω αναγκών της υπηρεσίας, εργαζόταν εκτός της Περιφέρειας Αμμοχώστου – Λάρνακας, δηλαδή εκτός της βάσης της εργασίας του.

Ο Διευθυντής Προσωπικού της εφεσείουσας με επιστολή του ημερομηνίας 14.12.1998 πληροφόρησε τον εφεσίβλητο ότι το αίτημά του για καταβολή επιδομάτων και υπερωριακής αμοιβής δεν έγινε αποδεκτό. Ο εφεσίβλητος άσκησε προσφυγή και η απόφαση της εφεσείουσας ακυρώθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση της εφεσείουσας για το μη παραδεκτό της προσφυγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας και διαπίστωσε πως η επίδικη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι η διαπίστωση περί του αναιτιολόγητου της απόφασης της ΑΗΚ δεν προσβάλλεται και συνεπώς δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, πεπλανημένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φύση και τα γεγονότα της υπόθεσης δεν συνάδουν με τη νομολογία* στην οποία έγινε παραπομπή και εσφαλμένα απέρριψε την προδικαστική ένσταση για το μη παραδεκτό της προσφυγής. Λέγει συναφώς η εφεσείουσα πως το παράπονο/αίτημα του εφεσίβλητου έχει έντονα χρηματικό ελατήριο και η θεραπεία που επιζητά σαφώς υποδηλώνει την ύπαρξη χρηματικής διαφοράς. Η εφεσείουσα με εκτεταμένες αναφορές στο σύγγραμμα Διοίκησις και Δίκαιον του Α.Γ. Τσούτσου εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του εφεσίβλητου για καταβολή επιδομάτων και υπερωριακής αμοιβής δεν συνιστά διοικητική απόφαση προσβλητή με βάση το άρθρο 146.1 του Συντάγματος αλλά αστική διαφορά και ότι η μόνη παρεχόμενη δυνατότητα διεκδίκησης του ποσού της αξίωσης είναι με [*346]αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια. Λέγει ακόμα, ότι η φύση των διεκδικήσεων του εφεσίβλητου συνιστά αξίωση δυνάμει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος για την οποία και πάλιν αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια εφόσον, αυτό που  κατ’ ουσίαν ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος είναι ότι μετά την αποκατάσταση της νομιμότητας, προέκυψε σ’ αυτόν ζημιά δηλαδή, απώλεια συγκεκριμένου χρηματικού ποσού που δεν έχει ικανοποιηθεί. Τέλος, η εφεσείουσα εισηγείται πως εκτός από το μισθό που είναι απολαβή συνδεδεμένη με την υπηρεσιακή κατάσταση του εφεσίβλητου (ενόσω αυτός ήταν στην υπηρεσία) και για την οποία εν πάση περιπτώσει δεν τίθεται θέμα μη καταβολής, όλες οι άλλες απαιτήσεις δεν χαρακτηρίζονται ως απολαβές αλλά πρόκειται για αποζημιώσεις οι οποίες δίδονται μόνο κάτω από τις προϋποθέσεις που θέτουν οι κανονισμοί. Όμως, στην προκείμενη περίπτωση, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις και συνεπώς δεν τίθεται θέμα καταβολής αποζημιώσεων στη μορφή που ο εφεσίβλητος απαιτεί.

Η θέση του εφεσίβλητου είναι ότι η απαίτηση του για καταβολή των τριών επιδομάτων δεν αποτελεί χρηματική διαφορά αλλά δικαίωμα, δομημένο στους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1986, παράγωγο της αναδρομικής προαγωγής του.

Ο καν. 32(1) των Κανονισμών ορίζει ότι “Αι απολαβαί υπαλλήλου περιλαμβάνουσι τον μισθόν αυτού και τα επιδόματα τα οποία αναφέρονται εν τοις παρούσι Κανονισμοίς”. Ο καν. 42 των Κανονισμών προβλέπει ότι “Εις τους υπαλλήλους θα καταβάλλωνται τα εν τω Τρίτω Πίνακι αναφερόμενα επιδόματα”.

Το απορρέον εκ του νόμου (κανονισμών) δικαίωμα καταβολής απολαβών και επιδομάτων είναι δικαίωμα άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θέση/υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου. Πρόκειται για αναφαίρετο δημόσιο δικαίωμα (βλ. Παπαγιώργης ν. ΑΗΚ (1996) 3 Α.Α.Δ. 560) του οποίου, η αναγνώριση και ο προσδιορισμός ανάγονται αποκλειστικά στο δημόσιο δίκαιο.

Στην Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70, (απόφαση Νικολάου, Δ.) ειπώθηκαν τα εξής: 

“Ο αναδρομικός διορισμός μεταβάλλει την παρελθούσα πραγματικότητα αντικαθιστώντας την με τη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση. Η οποία βέβαια, από τη φύση της, δεν διατρέχει το διαρρεύσαν διάστημα παρά μόνο νοητικά. Η σημασία της όμως έγκειται στα παράγωγα της. Η αναγνώριση των οποίων ως προκυψάντων δικαιωμάτων εξηγεί και δικαιολογεί την αναδρομικότητα εφόσον βέβαια δεν προσβάλλεται η νομιμότητα της. Σε ό,τι αφορά δε αυτά τα παράγωγα δεν χωρεί διάκριση μεταξύ τους ανάλογα με την εκ των υστέρων διαφορική θεώρηση αποτελεσμάτων.

Εν προκειμένω ό,τι θα εδικαιούτο η εφεσείουσα αν κατείχε τη θέση κατά τον χρόνο στον οποίο αναφέρεται η αναδρομή, το δικαιούται και τώρα. Η έννοια της “αποζημίωσης” στην οποία αναφέρεται ο Κανονισμός 14(2) και την οποία υπογράμμισε ο συνήγορος των εφεσίβλητων ως συναρτημένη με την πραγματικότητα της καθαυτό ύπαρξης εκ της οποίας να απορρέουν τα όσα σκοπούσε η αποζημίωση να αντισταθμίσει, παραγνωρίζει τον σκοπό της αναδρομικότητας που δεν είναι άλλος από την παραγωγή αποτελεσμάτων με οντότητα εξ υπαρχής και διατρέχουσα προς το παρόν. Η διεκδικηθείσα επιχορήγηση αποτελούσε μέρος των απολαβών της θέσης από την ημερομηνία αναδρομικού διορισμού και ως εκ τούτου αναπόφευκτο παράγωγο της. Το οποίο μάλιστα, καθώς ορθά επεσήμανε ο συνήγορος της εφεσείουσας με αναφορά προς τη νομολογία, αποτελούσε αναφαίρετο δημόσιο δικαίωμα:  βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Παπαγιώργης v. Α.Η.Κ., Α.Ε. 1677, ημερ. 17 Δεκεμβρίου 1996. Καταλήγουμε λοιπόν ότι η εφεσείουσα εδικαιούτο στην καταβολή της προβλεπόμενης επιχορήγησης από τις 8 Νοεμβρίου 1985.”

Κατόπιν των ανωτέρω, καταλήγουμε πως η θέση της εφεσείουσας ότι οι ζητούμενες με την προσφυγή θεραπείες* εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τις προδικαστικές ενστάσεις και αποφάνθηκε υπέρ του παραδεκτού της προσφυγής.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης, αναφέρεται σε παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστή να επιληφθεί προδικαστικής ένστασης της εφε[*348]σείουσας που αφορούσε στο απαραίτητο έννομο συμφέρον του εφεσίβλητου. Το έννομο συμφέρον του εφεσίβλητου, εμμέσως πλην σαφώς, αναγνωρίστηκε με τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα της υπόθεσης είναι παρόμοια με τα γεγονότα της Παπαγιώργης (ανωτέρω), όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το δικαίωμα των υπαλλήλων επί του μισθού και τα εκ του νόμου σε αυτούς αναγνωριζόμενα είναι δημόσιο. Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας πως και αν ακόμα θα γινόταν δεκτή η προσφυγή του εφεσίβλητου δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί το συμφέρον που αυτός επικαλείται (καταβολή συγκεκριμένου ποσού για επιδόματα) αφού το ακυρωτικό δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει χρηματικές καταβολές ούτε και να αποφανθεί περί της ύπαρξης ή μη της συγκεκριμένης απαίτησης, σαφώς δεν εξουδετερώνει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του εφεσίβλητου όπως αφήνεται να νοηθεί. 

Για τους πιο πάνω λόγους και με υπόμνηση του γεγονότος ότι η απόφαση της ΑΗΚ κρίθηκε πρωτόδικα ως αναιτιολόγητη, διαπίστωση που η ορθότητά της δεν έχει αμφισβητηθεί, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο