Κεφάλα Σούζη, Κεντρικός Φορέας Ισότιμης ΚατανομήςΒαρών ν. (Αρ. 2) (2003) 3 ΑΑΔ 349

(2003) 3 ΑΑΔ 349

[*349]26 Μαΐου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΟΤΙΜΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΒΑΡΩΝ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

v.

ΣΟΥΖΗΣ ΚΕΦΑΛΑ (ΑΡ. 2),

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3445)

 

Σχέδια Υπηρεσίας ― Σημείωση σε σχέδιο υπηρεσίας ότι τα διαζευκτικά προσόντα θα καθορίζονται σύμφωνα με τις ανάγκες της υπηρεσίας κατά την προκήρυξη ― Δεν απαιτείται αιτιολογία στην απόφαση αυτή της υπηρεσίας.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Έλλειψη στο φάκελο, της σύνθεση του οργάνου σε προπαρασκευαστικές αποφάσεις ― Μη αναζήτησή της με αίτηση και μη τεκμηρίωση της παράνομης σύνθεσης, καθιστά απορριπτέο το λόγο ακυρώσεως.

Ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998 (Ν.6(Ι)/98) ― Άρθρο 3(1)(γ) ― Προσθήκη μονάδων για «προσόντα» που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα ― Δεν αφορά το άρθρο αυτό την πείρα που αποτελεί πλεονέκτημα ― Αυτή βαθμολογείται εξαντλητικά βάσει του Αρθρου 3(1)(ε).

Ερμηνεία ― Ερμηνεία νόμου ― Ανήκει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του δικαστηρίου ― Ο νόμος ερμηνεύεται ανεξάρτητα από τις πρόνοιες των σχεδίων υπηρεσίας ― Τα τελευταία είναι που ερμηνεύονται με αναφορά στο νόμο.

Ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998 (Ν.6(1)/98) ― Άρθρο 3(1)(8) ― Απόδοση μονάδων για «άλλα ακαδημαϊκά προσόντα» ― Εκτός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας να απαιτηθεί τίτλος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εφόσον το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε ως απαραίτητο προσόν μόνο [*350]απολυτήριο λυκείου ― Παντελής έλλειψη αιτιολογίας για την απόδοση των μονάδων στοιχειοθετεί επίσης λόγο ακυρώσεως.

Ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998 (Ν.6(Ι)/98) ― Απονομή μονάδων για «πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης» ― Απονέμονται, σύμφωνα με το άρθρο, ανάλογα με τα χρόνια ευδόκιμης πείρας ― Η απόφαση για απονομή μιας μονάδας για κάθε ένα χρόνο πείρας εκμηδενίζει την 17χρονη πείρα της αιτήτριας και στοιχειοθετείται λόγος ακυρώσεως.

Η εφεσίβλητη προσέβαλε με την προσφυγή της τον διορισμό των ενδιαφερομένων μερών αντί της ιδίας στη θέση Γενικού Γραφέα.  Μετά την επιτυχία της έφεσης εκδικάστηκε από την Ολομέλεια η προσφυγή για τους λόγους αντέφεσης που αφορούσαν στην παράλειψη εξέτασης των λοιπών λόγων ακυρώσεως.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Μεταξύ άλλων η αιτήτρια είχε υποστηρίξει πως, εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο θα έπρεπε να είχε αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του σε σχέση με τον προσδιορισμό των αναγκών της υπηρεσίας στην περίπτωση. Το Δικαστήριο δεν δέχτηκε ότι το ζήτημα επιδεχόταν άλλης αιτιολόγησης, πέρα από τον καθορισμό των αναγκών της υπηρεσίας τις οποίες «καθορίζει η αρμόδια αρχή».

2.  Αβάσιμοι κρίθηκαν και οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, σε σχέση με τη σύνθεση του Συμβουλίου. Αυτοί δεν αφορούσαν στις κρίσιμες συνεδρίες κατά τις οποίες αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι αλλά, απροσδιορίστως, σε κάθε προηγούμενη συνεδρία του Συμβουλίου. Αυτά, χωρίς εξειδίκευση κάποιου συγκεκριμένου λόγου καθιστώντος τη σύνθεση παράνομη, αλλά επειδή στα αποσπάσματα των πρακτικών που περιλήφθηκαν στο φάκελο που προσκομίστηκε, δεν υπήρχε αναφορά στους συμμετέχοντες. Χωρίς αναζήτηση, προς τεκμηρίωση κάποιας ατέλειας, του συνόλου των πρακτικών. Ούτως ή άλλως, χωρίς εξήγηση οποιασδήποτε μορφής αναφορικά με το γιατί εξ αιτίας καθ’ υπόθεση παράνομης σύνθεσης τότε, επηρεαζόταν το κύρος της ληφθείσας απόφασης. Επισημάνθηκε πως όλες οι ουσιώδεις αποφάσεις λήφθηκαν ή επιβεβαιώθηκαν κατά τις δύο τελευταίες συνεδρίες, για τις οποίες δεν υποβλήθηκε παράπονο.

3.  Το θέμα κατά πόσο θα έπρεπε να δοθούν μονάδες για την πείρα που προβλεπόταν ως πλεονέκτημα, αφορά στην έννοια του όρου «προσόντα» στο πλαίσιο του Άρθρου 3(1)(γ) και ενώ είναι ορθό πως το [*351]σχέδιο υπηρεσίας αναφέρεται στο πλεονέκτημα της πείρας κάτω από την επικεφαλίδα «προσόντα», το Δικαστήριο δεν συμφωνεί πως αυτό μπορεί να έχει ερμηνευτική βαρύτητα. Το σχέδιο υπηρεσίας δεν αποτελεί βοήθημα για την ερμηνεία του Νόμου. Η ερμηνεία των νόμων ανήκει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του δικαστηρίου, είναι το σχέδιο υπηρεσίας το οποίο, αναλόγως, ερμηνεύεται με αναφορά στο Νόμο και δεν ισχύει το αντίστροφο.

     Ο όρος «προσόντα» στον τομέα του υπαλληλικού δικαίου είναι αμφίσημος. Μπορεί να σημαίνει βέβαια τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας στο σύνολό τους, περιλαμβανομένου κατά περίπτωση και εκείνου της πείρας. Μπορεί όμως και να σημαίνει και τα «προσόντα» ως κριτηρίου επιλογής του καταλληλότερου μαζί με τα υπόλοιπα, εκείνα της αξίας στην οποία με αυτή την έννοια εντάσσεται και η πείρα, και στις περιπτώσεις προαγωγής, της αρχαιότητας.

     Θεωρείται ότι είναι με τη δεύτερη από τις πιο πάνω έννοιες που χρησιμοποιείται ο όρος στο Άρθρο 3. Το Άρθρο 3 σαφώς υπερακοντίζει την κλασσική προσέγγιση σε σχέση με τη σημασία του «πλεονεκτήματος». Στο πλαίσιο συστήματος αριθμητικής αποτίμησης, το αποτέλεσμα της οποίας είναι καθοριστικό, το «πλεονέκτημα» αυξάνει τις διεκδικήσεις κατά την έκταση των μονάδων η κατοχή του οποίου δικαιολογεί ενόψει των προνοιών του Νόμου. Και εν προκειμένω, ο Νόμος σε σχέση με την «πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης» εισάγει ειδική ρύθμιση, εξαντλητική της σημασίας της, χωρίς δηλαδή περιθώριο για υπαγωγή ακριβώς του ίδιου, ρητά καθοριζομένου στοιχείου, και σε άλλο κεφάλαιο.

4.  Αποδόθηκαν ατομικά, δηλαδή από το κάθε ένα από τα δώδεκα μέλη του Συμβουλίου ξεχωριστά, μονάδων κατά την κρίση του, εν είδει ψηφοφορίας. Χωρίς δηλαδή εξήγηση από οποιονδήποτε, οποιασδήποτε μορφής, αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους προέβαινε στην αποτίμησή του. Στην Ε. Χαραλάμπους και στην Ε. Μαρκαρή, όλα τα μέλη έδωσαν τρεις βαθμούς και δύο βαθμούς αντιστοίχως. Στην περίπτωση της αιτήτριας οκτώ μέλη δεν έδωσαν βαθμό ενώ τέσσερα μέλη την πίστωσαν με ένα βαθμό και, βεβαίως, δεν είναι δυνατό να εξαχθεί τι υπολογίστηκε και με ποιο σκεπτικό. Ο περαιτέρω χειρισμός σε σχέση με την αιτήτρια ήταν ακόμα πιο παράδοξος. Εξάχθηκε το ποσοστό στο οποίο αντιστοιχούσαν οι τέσσερις μονάδες και η αιτήτρια πιστώθηκε με 0.33 της μονάδας. Η αιτιολογία που λείπει, για ην οποία δικαιολογημένα παραπονείται η αιτήτρια, δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί στην περίπτωση από το περιεχόμενο των φακέλων ιδίως όταν, όπως ευστόχως υποδεικνύει η [*352]αιτήτρια, εκείνο για το οποίο ενδεχομένως δόθηκαν μονάδες στην Ε. Μαρκαρή (δίπλωμα του English Tutorial Centre) το είχε και η ίδια. Παρατηρήθηκε συναφώς, πως στο έγγραφο που ετοιμάστηκε ως σύνοψη των στοιχείων της κάθε υποψήφιας, δεν αναφέρεται αυτό το δίπλωμα ως προσόν της.

     Στοιχειοθετείται κατά τα ανωτέρω λόγος ακυρότητας, αλλά αξιολογείται ως βάσιμο και το επιχείρημα της αιτήτριας αναφορικά με τον περιορισμό που αποφασίστηκε σε σχέση με το επίπεδο των ακαδημαϊκών προσόντων τα οποία θα εντάσσονταν ως έλκοντα μονάδες στο άρθρο 3(1)(δ). Το σχέδιο υπηρεσίας προβλέπει ως βασικό ακαδημαϊκό προσόν το Απολυτήριο Σχολής Μέσης Παιδείας και δεν δικαιολογείται είτε από το Νόμο είτε ως θέμα διακριτικής εξουσίας, τα ακραία όρια της οποίας θεωρούμε ότι το Συμβούλιο υπερέβη, να απαιτείται για την απόδοση μονάδων για «άλλα ακαδημαϊκά προσόντα» πτυχίο ή δίπλωμα επιπέδου κατ’ ανάγκην ανώτερου από το βασικό.

5.  Το Συμβούλιο αποφάσισε «όπως για κάθε έτος πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, προστίθεται 1 (μία) μονάδα βαθμολογίας με ανώτατο βαθμό τις πέντε μονάδες.» Κατά τα στοιχεία τουλάχιστον των αιτήσεών τους, η αιτήτρια είχε 17 χρόνια πείρα (από το 1893) η Ε. Χαραλάμπους 7 (από το 1993) και η Ε. Μαρκαρή 6 (από το 1994). Επομένως, δόθηκαν πέντε μονάδες στην κάθε μια, κατά πρόδηλη εξουδετέρωση της υπεροχής της αιτήτριας σ’ αυτό τον τομέα. Μάλιστα, ενω σύμφωνα με την επιφύλαξη στο άρθρο 3(1)(ε) οι μονάδες για την πείρα «απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας...».

     Δεν χωρούσε στην περίπτωση προκαθορισμός του είδους που έγινε. Οι πέντε μονάδες ήταν το ανώτατο όριο και η απόδοση μονάδων κατά περίπτωση στο πλαίσιο της διάταξης θα έπρεπε να αντανακλά την πραγματική πείρα της κάθε υποψήφιας αλλά και τη διαφορά της, έστω στο βαθμό που αυτή θα ήταν ουσιαστική, με την πείρα των άλλων. Συνεπώς στοιχειοθετείται και ως προς αυτά λόγος ακυρότητας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών v. Κεφάλα (Αρ. 1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 59,

Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47,

[*353]

Παρέλλης v. Δημοκρατίας κ.ά., Προσφυγή 1033/97 κ.ά., ημερ. 30.12.99,

Φωτιάδου v. Δημοκρατίας, Προσφυγή 496/97, ημερ. 21.3.00,

Πάντης v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος, Α.Ε. 2861, ημερ. 30.11.01,

Καλαϊτζής v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 214,

Δημοκρατία v. Ανδρέου & Άλλων, (1993) 3 Α.Α.Δ. 153.

Έφεση.

Έφεση από τους καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Αρ. 181/01) ημερομηνίας 13/5/02 με την οποία ακυρώθηκαν οι διορισμοί των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Γενικού Γραφέα.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Καλλιγέρου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Συμβουλίου των εφεσειόντων, ημερομηνίας 11.12.00, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Έλενα Χαραλάμπους και Έλενα Μαρκαρή διορίστηκαν στη θέση Γενικού Γραφέα. Η εφεσίβλητη (αιτήτρια) αμφισβήτησε το κύρος των διορισμών και επειδή, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως, το σχέδιο υπηρεσίας ήταν “παράνομο ως ultra vires”, αυτοί ακυρώθηκαν.  Η έφεση που άσκησε το Συμβούλιο έγινε δεκτή αφού κρίναμε πως δεν υπήρξε στην πραγματικότητα τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας ώστε να τίθεται ζήτημα περαιτέρω έγκρισής του από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το σχέδιο υπηρεσίας, όπως είχε εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, πρόβλεπε διαζευκτικά προσόντα, παρείχε τη δυνατότητα προσδιορισμού των κατά περίπτωση απαιτουμένων ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας και αυτό ήταν που έγινε. (Βλ. Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών ν. Σούζης Κεφάλα (2003) 3 Α.Α.Δ. 59. Επομένως, κατά τα καθιερωμένα, επιληφθήκαμε των ισχυρισμών της αιτήτριας σε σχέση με το κατ’ ουσίαν έγκυ[*354]ρο των διορισμών.

Μεταξύ άλλων η αιτήτρια είχε υποστηρίξει πως, εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο θα έπρεπε να είχε αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του σε σχέση με τον προσδιορισμό των αναγκών της υπηρεσίας στην περίπτωση. Δεν μπορούμε να δούμε ποιας άλλης αιτιολόγησης επιδεχόταν το πράγμα, πέρα από τον καθορισμό των αναγκών της υπηρεσίας τις οποίες, όπως σημειώσαμε και στην απόφαση που εκδώσαμε στις 24.1.03, “καθορίζει η αρμόδια αρχή”.

Αβάσιμοι είναι και οι ισχυρισμοί της αιτήτριας σε σχέση με τη σύνθεση του Συμβουλίου. Αυτοί δεν αφορούν στις κρίσιμες συνεδρίες κατά τις οποίες αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι αλλά, απροσδιορίστως, σε κάθε προηγούμενη συνεδρία του Συμβουλίου. Αυτά, χωρίς εξειδίκευση κάποιου συγκεκριμένου λόγου καθιστώντος τη σύνθεση παράνομη αλλά επειδή στα αποσπάσματα των πρακτικών που περιλήφθηκαν στο φάκελο που προσκομίστηκε, δεν υπήρχε αναφορά στους συμμετασχόντες. Χωρίς αναζήτηση, προς τεκμηρίωση κάποιας ατέλειας, του συνόλου των πρακτικών. Ούτως ή άλλως, χωρίς εξήγηση οποιασδήποτε μορφής αναφορικά με το γιατί εξ αιτίας  καθ’ υπόθεση παράνομης σύνθεσης τότε, επηρεαζόταν το κύρος της ληφθείσας απόφασης. Επισημαίνουμε πως όλες οι ουσιώδεις αποφάσεις λήφθηκαν ή επιβεβαιώθηκαν κατά τις δυο τελευταίες συνεδρίες για τις οποίες δεν υποβάλλεται παράπονο και ό,τι απέμεινε αφορούσε στα διαδικαστικά, ουσιαστικά σε σχέση με τη διεξαγωγή γραπτής εξέτασης, το αποτέλεσμα της οποίας η αιτήτρια, ως η πρώτη κατά σειρά επιτυχίας, επικαλείται. Οπότε, απαραδέκτως θα το αποδοκίμαζε.

Τα υπόλοιπα ζητήματα αφορούν στην ερμηνεία και στην εφαρμογή του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998 (Ν. 6(Ι)/98), που καλύπτει και νομικά πρόσωπα ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου που έχουν ιδρυθεί ή ιδρύονται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον (ο Νόμος). Με το άρθρο 3 του Νόμου εισάγεται σύστημα αριθμητικής αποτίμησης, το αποτέλεσμα της οποίας καθορίζει τον διορισθησόμενο, ως ακολούθως:

“3(1)  Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου που αφορά τη δημόσια υπηρεσία και τηρουμένου του περί Προσλήψεως Εκπαιδευμένων Τυφλών Τηλεφωνητών στη θέση Τηλεφωνητή στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία και στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ειδικαί Διατάξεις) Νόμου και χωρίς να επηρεάζονται οι [*355]διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, σε οποιαδήποτε διαδικασία για διορισμό σε θέση στη δημόσια υπηρεσία, η επιλογή και ο διορισμός των υποψηφίων γίνονται με βάση τα αποτελέσματα γραπτής εξέτασης, τα αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, εφόσον αυτή κριθεί αναγκαία από τη διορίζουσα αρχή και νοουμένου ότι δεν επιβάλλει την προφορική εξέταση ο οικείος νόμος, καθώς και τα προσόντα των υποψηφίων και την πείρα τους που είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.  Η βαρύτητα που δίδεται στο καθένα από τα εν λόγω πέντε κριτήρια αποτιμάται σε μονάδες ως εξής:

(α)          Αποτελέσματα γραπτής εξέτασης: σύνολο μονάδων με ανώτατο όριο τις 100 μονάδες.

(β)          Αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, αν έχει διεξαχθεί:  0 έως 10 μονάδες.

(γ)          Προσόντα που, με βάση τυχόν διατάξεις νόμου ή κανονισμού ή του οικείου για τη θέση σχεδίου υπηρεσίας, θεωρούνται πλεονέκτημα: 0 έως 7 μονάδες.

(δ)          Άλλα ακαδημαϊκά προσόντα: 0 έως 3 μονάδες.

(ε) Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης: 0 έως 5 μονάδες:

        Νοείται ότι οι μονάδες της παραγράφου αυτής απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και την εγκυρότητα του σχετικού πιστοποιητικού υπηρεσίας που η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου αποδίδει στο σχετικό πιστοποιητικό.”

Δεν προβλεπόταν από το Νόμο, Κανονισμό ή σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ακαδημαϊκό προσόν ως πλεονέκτημα, και το Συμβούλιο αποφάσισε πως δεν θα δίδονταν μονάδες σε σχέση με το άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου. Παρανόμως, όπως εισηγείται η αιτήτρια. Το σχέδιο υπηρεσίας πρόβλεπε ως πλεονέκτημα την “πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης” και αυτή ήταν “προσόν” με την έννοια του άρθρου 3(1)(γ).  Οπότε, θα έπρεπε να δοθούν μονάδες γι’ αυτή, επιπρόσθετες προς τις μονάδες που δόθηκαν για “πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης” δυνάμει του άρθρου 3(1)(ε). Κατά την άποψή της, θα έπρεπε να προσδιοριστούν ορισμένα χρόνια πείρας ως αντιστοιχούντα στο “πλεονέκτημα” και για όσα χρόνια θα απέμεναν, (η ίδια είχε πείρα διάρκειας 17 ετών) να δίδονταν επιπρόσθετες μονάδες, ως ανωτέρω.

Επικαλέστηκε συναφώς νομολογία, κατά την εισήγησή της αναγνωριστική της δυνατότητας διάσπασης αυτής της μορφής.  (Βλ. Οι[*356]κονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47, Μιχάλης Παρέλλης ν. Δημοκρατίας κ.ά., Προσφυγή 1033/97 κ.ά., ημερομηνίας 30.12.99, Μαρία Βασιλείου Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 496/97, ημερομηνίας 21.3.00 και σχετικά τη Μιχάλης Πάντης ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος, Α.Ε. 2861, ημερομηνίας 30.11.01). Αλλά εδώ το θέμα αφορά στην έννοια του όρου “προσόντα” στο πλαίσιο του άρθρου 3(1)(γ) και ενώ είναι ορθό πως το σχέδιο υπηρεσίας αναφέρεται στο πλεονέκτημα της πείρας κάτω από την επικεφαλίδα “προσόντα”, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως αυτό μπορεί να έχει ερμηνευτική βαρύτητα. Το σχέδιο υπηρεσίας δεν αποτελεί βοήθημα για την ερμηνεία του Νόμου. Η ερμηνεία των νόμων ανήκει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του δικαστηρίου, είναι το σχέδιο υπηρεσίας το οποίο, αναλόγως, ερμηνεύεται με αναφορά στο Νόμο και δεν ισχύει το αντίστροφο.

Ο όρος “προσόντα” στον τομέα του υπαλληλικού δικαίου είναι αμφίσημος. Μπορεί να σημαίνει βέβαια τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας στο σύνολό τους, περιλαμβανομένου κατά περίπτωση και εκείνου της πείρας. Μπορεί όμως και να σημαίνει και τα “προσόντα” ως κριτηρίου επιλογής του καταλληλότερου μαζί με τα υπόλοιπα, εκείνα της αξίας στην οποία με αυτή την έννοια εντάσσεται και η πείρα, και στις περιπτώσεις προαγωγής, της αρχαιότητας. (βλ. συναφώς Καλαϊτζής ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 214, Δημοκρατία ν. Ανδρέου & άλλων, (1993) 3 Α.Α.Δ. 153).

Θεωρούμε ότι είναι με τη δεύτερη από τις πιο πάνω έννοιες που χρησιμοποιείται ο όρος στο άρθρο 3. Το άρθρο 3 σαφώς υπερακοντίζει την κλασσική προσέγγιση σε σχέση με τη σημασία του “πλεονεκτήματος”. Στο πλαίσιο συστήματος αριθμητικής αποτίμησης, το αποτέλεσμα της οποίας είναι καθοριστικό, το “πλεονέκτημα” αυξάνει τις διεκδικήσεις κατά την έκταση των μονάδων η κατοχή του οποίου δικαιολογεί ενόψει των προνοιών του Νόμου. Και εν προκειμένω, ο Νόμος σε σχέση με την “πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης” εισάγει ειδική ρύθμιση, εξαντλητική της σημασίας της, χωρίς δηλαδή περιθώριο για υπαγωγή ακριβώς του ίδιου, ρητά καθοριζομένου στοιχείου, και σε άλλο κεφάλαιο. Το άρθρο 3(1)(δ) που ακολουθεί το επιβεβαιώνει. Καθορίζει τις μονάδες για “άλλα ακαδημαϊκά προσόντα” κατ’ αντιδιαστολή δηλαδή προς τα προηγούμενα, τα ακαδημαϊκά προσόντα του άρθρου 3(1)(γ). Την ίδια αντιδιαστολή βρίσκουμε και στο άρθρο 3(1) το οποίο αναφέρεται στα “προσόντα των υποψηφίων και την πείρα τους που είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης”.

Η αιτήτρια είχε εξασφαλίσει 76.05 μονάδες στη γραπτή εξέταση, [*357]περισσότερες από όλες τις υπόλοιπες υποψήφιες. Η Ε. Χαραλάμπους κατετάγη δεύτερη με 75.85 μονάδες και η Ε. Μαρκαρή τρίτη με 73.80 μονάδες. Στην προφορική εξέταση απέδωσαν καλύτερα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.  Η αιτήτρια εξασφάλισε 8 μονάδες, η Ε. Χαραλάμπους 8.83 και η Ε. Μαρκαρή 8.91 και δεν έχουν διατυπωθεί ισχυρισμοί σε σχέση με αυτές τις δυο αξιολογήσεις. Τα θέματα που ήγειρε η αιτήτρια ως προς την εφαρμογή του Νόμου, αφορούν στις μονάδες που αποδόθηκαν με αναφορά στα “άλλα ακαδημαϊκά προσόντα” του άρθρου 3(1)(δ) και στην “πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης”, έστω υπό το πρίσμα του άρθρου 3(1)(ε).

Τα άλλα ακαδημαϊκά προσόντα.

Το Συμβούλιο πήρε δυο αποφάσεις σχετικές. Κατά την πρώτη ως άλλα ακαδημαϊκά προσόντα “θα θεωρηθούν Διπλώματα και Πτυχία που απονέμουν Σχολές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης εγγεγραμμένες κατά τη σχετική νομοθεσία”. Κατά τη δεύτερη, επιπρόσθετα πιστοποιητικά στενογραφίας και δακτυλογραφίας “θεωρούνται επαγγελματικά και όχι ακαδημαϊκά προσόντα”.

Ό,τι ακολούθησε ήταν απόδοση ατομικά, δηλαδή από το κάθε ένα από τα δώδεκα μέλη του Συμβουλίου ξεχωριστά, μονάδων κατά την κρίση του, εν είδει ψηφοφορίας. Χωρίς δηλαδή εξήγηση από οποιονδήποτε, οποιασδήποτε μορφής, αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους προέβαινε στην αποτίμησή του. Στην Ε. Χαραλάμπους και στην Ε. Μαρκαρή, όλα τα μέλη έδωσαν τρεις βαθμούς και δυο βαθμούς αντιστοίχως. Στην περίπτωση της αιτήτριας οκτώ μέλη δεν έδωσαν βαθμό ενώ τέσσερα μέλη την πίστωσαν με ένα βαθμό και, βεβαίως, δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε τι υπολογίστηκε και με ποιό σκεπτικό. Ο περαιτέρω χειρισμός σε σχέση με την αιτήτρια ήταν ακόμα πιο παράδοξος. Εξάχθηκε το ποσοστό στο οποίο αντιστοιχούσαν οι τέσσερις μονάδες και η αιτήτρια πιστώθηκε με 0.33 της μονάδας. Η αιτιολογία που λείπει, για την οποία δικαιολογημένα παραπονείται η αιτήτρια, δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί στην περίπτωση από το περιεχόμενο των φακέλων ιδίως όταν, όπως ευστόχως υποδεικνύει η αιτήτρια, εκείνο για το οποίο ενδεχομένως δόθηκαν μονάδες στην Ε. Μαρκαρή (δίπλωμα του Εnglish Tutorial Centre) το είχε και η ίδια. Έχουμε προσέξει συναφώς πως στο έγγραφο που ετοιμάστηκε ως σύνοψη των στοιχείων της κάθε υποψήφιας, δεν αναφέρεται αυτό το δίπλωμα ως προσόν της.

Στοιχειοθετείται κατά τα ανωτέρω λόγος ακυρότητας αλλά προσθέτουμε πως αξιολογούμε ως βάσιμο και το επιχείρημα της αιτήτριας αναφορικά με τον περιορισμό που αποφασίστηκε σε σχέση [*358]με το επίπεδο των ακαδημαϊκών προσόντων τα οποία θα εντάσσονταν ως έλκοντα μονάδες στο άρθρο 3(1)(δ). Το σχέδιο υπηρεσίας προβλέπει ως βασικό ακαδημαϊκό προσόν το Απολυτήριο Σχολής Μέσης Παιδείας και δεν δικαιολογείται είτε από το Νόμο είτε ως θέμα διακριτικής εξουσίας, τα ακραία όρια της οποίας θεωρούμε ότι το Συμβούλιο υπερέβη, να απαιτείται για την απόδοση μονάδων για “άλλα ακαδημαϊκά προσόντα” πτυχίο ή δίπλωμα επιπέδου κατ’ ανάγκην ανώτερου από το βασικό.  Διευκρινίζουμε πως δεν διακρίναμε ισχυρισμούς στις γραπτές αγορεύσεις της αιτήτριας σε σχέση με το εύλογο της απόφασης για μη απόδοση μονάδων σε σχέση με όσα κρίθηκαν ως “επαγγελματικά” και όχι “ακαδημαϊκά” προσόντα. Οπότε και οι επικρίσεις σε σχέση με το γεγονός ότι αυτή λήφθηκε στο τελικό στάδιο, μάλιστα κατά διαφοροποίηση προηγούμενης, δεν αναδεικνύεται ως σημασίας.

Η Πείρα.

Την πρόνοια του άρθρου 3(1)(ε) την έχουμε παραθέσει. Το Συμβούλιο αποφάσισε “όπως για κάθε έτος πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, προστίθεται 1(μία) μονάδα βαθμολογίας με ανώτατο βαθμό τις πέντες μονάδες.” Κατά τα στοιχεία τουλάχιστον των αιτήσεών τους, η αιτήτρια είχε 17 χρόνια πείρα (από το 1983) η Ε. Χαραλάμπους 7 (από το 1993) και η Ε. Μαρκαρή 6 (από το 1994). Επομένως, δόθηκαν πέντε μονάδες στην κάθε μια, κατά πρόδηλη εξουδετέρωση της υπεροχής της αιτήτριας σ’ αυτό τον τομέα. Μάλιστα, ενώ σύμφωνα με την επιφύλαξη στο άρθρο 3(1)(ε) οι μονάδες για την πείρα “απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας....”.

Δεν χωρούσε στην περίπτωση προκαθορισμός του είδους που έγινε. Οι πέντε μονάδες ήταν το ανώτατο όριο και η απόδοση μονάδων κατά περίπτωση στο πλαίσιο της διάταξης θα έπρεπε να αντανακλά την πραγματική πείρα της κάθε υποψήφιας αλλά και τη διαφορά της, έστω στο βαθμό που αυτή θα ήταν ουσιαστική, με την πείρα των άλλων. Συνεπώς στοιχειοθετείται και ως προς αυτά λόγος ακυρότητας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στο σύνολό της.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο