Χατζηβασιλείου Ειρήνη ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2003) 3 ΑΑΔ 364

(2003) 3 ΑΑΔ 364

[*364]30 Μαΐου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

 

ΕΙΡHΝΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕIΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟY ΙΔΡYΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3061)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αντικείμενο ― Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας ― Δεν αποτελεί τέτοια παράλειψη, η παράλειψη πληροφόρησης για την ύπαρξη ή όχι δικαιώματος.

Έννομο Συμφέρον ― Υπαλλήλου αναφορικά με την προσβολή της αποδοχής της παραίτησής του ― Στερείται εννόμου συμφέροντος με τον ίδιο τρόπο που στερείται εννόμου συμφέροντος όποιος αποδέχεται μια απόφαση.

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Άδειες μετ’ απολαβών ― Μη εφαρμογή των περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Κανονισμών του 1967 και 1968, για τους υπαλλήλους του Ιδρύματος, εφόσον δεν υπήρχε σχέδιο καταρτισθέν από τον εργοδότη και εγκριθέν από τον Υπουργό.

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Άδεια ― Μη χρήση της δεν παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης, εφόσον οι Κανονισμοί του Ιδρύματος δεν προβλέπουν κάτι τέτοιο.

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Απόρριψη αιτήματος για αποζημίωση για άδεια που δεν χρησιμοποιήθηκε ― Ισχυρισμός για παράβαση της αρχής της καλής πίστης, απορρίφθηκε, εφόσον ποτέ δεν δόθηκε η εντύπωση στο προσωπικό για παροχή τέτοιας αποζημίωσης μετά την αφυπηρέτηση υπαλλήλου.

Η εφεσείουσα επιδίωξε με την έφεσή της, την ανατροπή της πρω[*365]τόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή της κατά της απόφασης του Ρ.Ι.Κ. να απορρίψει αίτημά της για αποζημίωση μετά την παραίτησή της, είχε απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Άρνηση πληροφόρησης για οποιοδήποτε θέμα, αφήνει ανεπηρέαστο το νομικό καθεστώς, όπως και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διοικουμένου. Η πληροφορία, αφορούσε τη νομική κατάσταση των πραγμάτων. Εν πάση περιπτώσει, η παράλειψη δεν αναφέρεται σε μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης που επιβάλλει ο νόμος, η μόνη περίπτωση στην οποία χωρεί αναθεώρηση βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

2.  Αναφορικά με την παραίτηση της εφεσείουσας αυτή, όντως, εστερείτο εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την αποδοχή της από τους εφεσίβλητους, κατά τον ίδιο τρόπο και με την ίδια λογική που άτομο, το οποίο αποδέχεται διοικητική απόφαση, χάνει το δικαίωμα να την αμφισβητήσει.  Ό,τι ο διοικούμενος ζητά και παίρνει, δεν δικαιούται να το προσβάλει.

3.  Δεν υπήρχε, ως σωστά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχέδιο καταρτισθέν από τον εργοδότη και εγκριθέν από τον Υπουργό για υπαλλήλους του Ρ.Ι.Κ., ώστε να παρέχεται δυνατότητα επίκλησης του Κανονισμού 13 των περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Κανονισμών του 1967 και 1968.

4.  Οι Κανονισμοί του Ρ.Ι.Κ. δεν παρείχαν δικαίωμα για την παροχή αποζημίωσης για τη μη χρήση άδειας, που υπάλληλος είχε σε πίστη του.

5.  Οι εφεσίβλητοι δεν παρέστησαν, ούτε άφησαν τα μέλη του προσωπικού με την εντύπωση ότι θα τους καταβαλλόταν, κατά ην αφυπηρέτησή τους, αποζημίωση για μη χρησιμοποιηθείσα άδεια. Ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης δεν τεκμηριώθηκε.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Αρ. 356/98) ημερομηνίας [*366]8/6/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόρριψης από τους καθ’ ων η αίτηση του αιτήματός της για πληρωμή σ’ αυτήν της άδειας απουσίας την οποία είχε σε πίστη της αφότου έγινε αποδεκτό το αίτημά της για πρόωρη ευδόκιμη αφυπητέρηση από το Ρ.Ι.Κ. και κατά της παράλειψης αποδοχής του αιτήματος αυτού.

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Πρόεδρος Γ.Μ. Πικής.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η εφεσείουσα ήταν υπάλληλος του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου – (οι «εφεσίβλητοι»). Στις 7 Ιουλίου, 1997, οι εφεσίβλητοι γνωστοποίησαν στο προσωπικό απόφαση, που παρείχε στα μέλη του το δικαίωμα να αξιώσουν την «... πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση από την 1.1.1998 ...», υποβάλλοντας αίτηση προς τούτο μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου, 1997, που αρχικά ορίστηκε και, στη συνέχεια, παρατάθηκε μέχρι τις 20 Οκτωβρίου, 1997.  Εκπρόθεσμα, την τελευταία ημέρα του 1997, η εφεσείουσα ζήτησε, στο πλαίσιο της κοινοποιηθείσας απόφασης, την αφυπηρέτησή της από την επαύριον της επιστολής της, την 1η Ιανουαρίου, 1998.

Το αίτημά της διατυπώθηκε ως ακολούθως:-

«Με βάση τους κανονισμούς του Σχεδίου για Πρόωρη Ευδόκιμη Αφυπηρέτηση (Κ.Δ.Π.187/97) υποβάλλω με την παρούσα αίτηση για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση από την 1η Ιανουαρίου 1998.

Παρακαλώ όπως με ενημερώσετε για τη διευθέτηση που θα γίνει σχετικά με την άδεια απουσίας που έχω σε πίστη μου και την αποζημίωση που θα πάρω επί τη αφυπηρετήσει μου, σε περίπτωση που θα γίνει δεκτή από το Ίδρυμα η αίτησή μου.»

Στις 2 Ιανουαρίου, 1998, ο Γενικός Διευθυντής του ΡΙΚ κοινοποίησε στην εφεσείουσα αποδοχή του αιτήματός της, εκφράζοντας συγχρόνως την εκτίμησή του για την πολυετή προσφορά της στο Ίδρυμα. Τρεις ημέρες αργότερα, ο δικηγόρος της εφεσείουσας απηύθυνε νέα επιστολή στους εφεσίβλητους, ανανεώνοντας το αίτημα της πελάτιδός του για την πληροφόρησή της σχετικά με την [*367]άδειά της. Το θέμα αντιμετωπίστηκε στις 7 Ιανουαρίου, 1998. κρίθηκε ότι δεν εδικαιούτο και δε θα της καταβαλλόταν οποιαδήποτε αποζημίωση για άδεια που είχε σε πίστη της πριν την αφυπηρέτησή της. Επανήλθε η εφεσείουσα με νέα επιστολή, την οποία απηύθυνε στο ΡΙΚ την 8η Ιανουαρίου, 1998, και με την οποία αμφισβήτησε ότι η παραίτησή της ήταν ανεπιφύλακτη, προβάλλοντας τη θέση ότι αυτή τελούσε υπό την αίρεση ικανοποίησης του αιτήματός της για αποζημίωση σε σχέση με άδεια που είχε σε πίστη της.  Με απόφαση των εφεσιβλήτων, που λήφθηκε στις 18 Φεβρουαρίου, 1998, και κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα με επιστολή ημερομηνίας 23 Φεβρουαρίου, 1998, της γνωστοποιήθηκε ότι, εφόσον υπέβαλε την παραίτησή της εκπρόθεσμα, δεν παρεχόταν η δυνατότητα χρήσης της άδειας σε πίστη της. Αφήνεται δε να νοηθεί ότι σε καμιά αποζημίωση δεν εδικαιούτο για την απώλεια αυτή. Αναφέρεται στην ίδια επιστολή ότι, αν το αίτημά της υποβαλλόταν έγκαιρα, η όποια άδεια την οποία εδικαιούτο θα μπορούσε να της είχε παρασχεθεί πριν την αφυπηρέτησή της. 

Η εφεσείουσα άσκησε προσφυγή εναντίον της απόφασης αυτής, με αίτημα:-

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε προς την αιτήτρια με επιστολή ημερ. 23.2.98 και με την οποία αφ’ ενός παρέλειψε να ικανοποιήσει το αίτημα της αιτήτριας για ότι αφορά τα δικαιώματα της περί την άδεια απουσίας που εδικαιούτο και/ή απέρριψε το αίτημα για πληρωμή της άδειας απουσίας στην αιτήτρια εν όψει πρόωρης ευδόκιμης αφυπηρέτησης, και αφ’ ετέρου δεν θεώρησε ως όρο ή προϋπόθεση της παραίτησης της αιτήτριας τη διευθέτηση της καταβολής της άδειας αυτής, είναι άκυρη και/ή παράνομη.»

Ανάλυση του σύνθετου κειμένου του αιτητικού, αποκαλύπτει ότι αυτό έχει τρεις πτυχές, ή, ακριβέστερα, ότι προβάλλει τρεις διακριτές πράξεις/παραλείψεις των εφεσιβλήτων:-

(α) Μη παροχή πληροφόρησης για την άδειά της.

Από την παράλειψη αυτή δε θα μπορούσαν να γεννηθούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις. Άρνηση πληροφόρησης για οποιοδήποτε θέμα αφήνει ανεπηρέαστο το νομικό καθεστώς, όπως και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διοικουμένου. Η πληροφορία, ειρήσθω, αφορούσε τη νομική κατάσταση των πραγμάτων. Εν πά[*368]ση περιπτώσει, η παράλειψη δεν αναφέρεται σε μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης που επιβάλλει ο νόμος, η μόνη περίπτωση στην οποία χωρεί αναθεώρηση βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(β)   Μη καταβολή οφειλόμενου ποσού, ως αποζημίωση για την απώλεια άδειας την οποία είχε σε πίστη της. 

(γ)   Ανυπόστατη θεώρηση της παραίτησής της ως υποβληθείσας άνευ όρων και πλάνη των εφεσιβλήτων περί τούτου.

Το κείμενο της επιστολής – παραίτησης της εφεσείουσας δεν αφήνει καμιά αμφιβολία, ως θέμα γραμματικής ερμηνείας, ότι η παραίτησή της δεν υπόκειτο σε οποιοδήποτε όρο. Το αίτημα ήταν οριστικό και η ημερομηνία αφυπηρέτησης καθορισμένη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε σειρά προδικαστικών ενστάσεων των εφεσιβλήτων ως προς το παραδεκτό της προσφυγής:-

Η πρώτη αφορούσε την έλλειψη εννόμου συμφέροντος.

Αναφορικά με την παραίτηση της εφεσείουσας, αυτή, όντως, εστερείτο εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την αποδοχή της από τους εφεσίβλητους, κατά τον ίδιο τρόπο και με την ίδια λογική που άτομο, το οποίο αποδέχεται διοικητική απόφαση, χάνει το δικαίωμα να την αμφισβητήσει. Ό,τι ο διοικούμενος ζητά και παίρνει, δε δικαιούται να το προσβάλει. 

Η δεύτερη ένσταση αφορούσε τη μη εκτελεστότητα της απόφασης που της κοινοποιήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου, 1998, με το αιτιολογικό ότι η απόφαση αυτή ήταν βεβαιωτική της απόφασης της 2ας Ιανουαρίου, 1998. 

Το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση, διατυπώνοντας τη θέση ότι οι αποφάσεις της 2ας Ιανουαρίου, 1998, και της 23ης Φεβρουαρίου, 1998, αφορούσαν διαφορετικά θέματα, η πρώτη την αφυπηρέτηση της εφεσείουσας και η δεύτερη τα δικαιώματά της σε σχέση με την άδεια την οποία εδικαιούτο. Παραγνωρίζεται η απόφαση της 7ης Ιανουαρίου, 1998, η οποία πραγματεύεται το ίδιο ζήτημα και η οποία βεβαιώνεται με την «απόφαση» που εξειδικεύεται ως το αντικείμενο της επιστολής της 23ης Φεβρουαρίου, 1998.

Εγείρονται σοβαρά ερωτηματικά κατά πόσο τα επίδικα θέματα της προσφυγής συνιστούσαν αντικείμενο προς αναθεώρηση.  Η παροχή πληροφόρησης ή η παράλειψη χορήγησής της για θέματα που αφορούν το διοικούμενο δε στοιχειοθετούν εκτελεστή απόφαση.  Δεν εκπηγάζουν δικαιώματα, ούτε επιβάλλονται υποχρεώσεις από αυτές. Διακρίνεται αίτημα για την παροχή ωφελήματος, κατ’ επίκληση δικαιώματος που παρέχει ο νόμος.  Απόρριψη τέτοιου αιτήματος συνιστά εκτελεστή πράξη. όχι όμως η πληροφόρηση για την ύπαρξη ή μη δικαιώματος. 

Το Δικαστήριο επιλήφθηκε της ουσίας της προσφυγής, για να διαπιστώσει κατά πόσο η εφεσείουσα εδικαιούτο οποιασδήποτε αποζημίωσης για συσσωρευμένη άδεια που είχε σε πίστη της.  Εξέτασε διαδοχικά όλους τους λόγους που προβλήθηκαν, καταλήγοντας ότι κανένας από αυτούς δεν ευσταθούσε.

Με την έφεση, αμφισβητούνται τα πορίσματα του Δικαστηρίου και η κατάληξή του για όμοιους, ουσιαστικά, λόγους μ’ εκείνους που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και δεν έγιναν αποδεκτοί.

Παρακάτω εκθέτουμε τους λόγους που τέθηκαν προς ακύρωση της απόφασης και το αιτιολογικό του Δικαστηρίου για την απόρριψή τους, όπως και τη δική μας κρίση επί του θέματος:-

1.  Μη αποδοχή του δικαιώματος που παρέχει ο Κ. 13 των περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Κανονισμών του 1967 και 1968*. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι Κανονισμοί δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση υπαλλήλων του ΡΙΚ, θέση την οποία η εφεσείουσα προσβάλλει κατ’ έφεση, χωρίς κανένα πειστικό επιχείρημα.  Δεν υπήρχε, ως σωστά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχέδιο καταρτισθέν από τον εργοδότη και εγκριθέν από τον Υπουργό για υπαλλήλους του ΡΙΚ, ώστε να παρέχεται δυνατότητα επίκλησής του. Διάφοροι ήταν οι Κανονισμοί του ΡΙΚ για τις άδειες υπαλλήλων.

2.  Παραβίαση της αρχής της ισότητας. Κανένα επιχείρημα δεν προτάθηκε που να προσδίδει, έστω και απομακρυσμένα, έρεισμα στο λόγο αυτό. Οι Κανονισμοί του ΡΙΚ δεν παρείχαν δικαίωμα για την παροχή αποζημίωσης για τη μη χρήση άδειας, που υπάλληλος είχε σε πίστη του.

3.  Παραβίαση της αρχής της καλής πίστης. Και αυτός ο λόγος [*370]στερείται τεκμηρίωσης. Οι εφεσίβλητοι δεν παρέστησαν, ούτε άφησαν τα μέλη του προσωπικού με την εντύπωση ότι θα τους καταβαλλόταν, κατά την αφυπηρέτησή τους, αποζημίωση για μη χρησιμοποιηθείσα άδεια.

4.  Παράλειψη αιτιολόγησης της απόφασης. Το κείμενο της απόφασης παρέχει όλους τους λόγους γιατί δεν μπορούσε να παρασχεθεί στην εφεσείουσα, μετά την αφυπηρέτησή της, αποζημίωση για τη μη χρήση άδειας σε πίστη της ενώ βρισκόταν στην υπηρεσία.

Η συμφωνία μας με την πρωτόδικη απόφαση, ως προς την ουσία του θέματος, καθιστά την έφεση απορριπτέα, ενώ τα ερωτηματικά για το παραδεκτό της προσφυγής θέτουν εκ ποδών τη διαδικασία στο σύνολό της.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο