Xατζηχάννας Bραχίμης I. ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2003) 3 ΑΑΔ 527

(2003) 3 ΑΑΔ 527

[*527]15 Οκτωβρίου, 2003

[AΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,  ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΑΡ. 2),

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3211)

 

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Δεδικασμένο ― Ισχυρισμός περί παραβίασης δεδικασμένου ως προς την κατοχή προσόντων, στην κριθείσα περίπτωση και περιστάσεις της κρίσης περί ανεδαφικότητας του ισχυρισμού.

Διοικητικό Δίκαιο ― Αρχή της καλής πίστης ― Διαφοροποίηση της απόφασης της διοίκησης από προηγούμενη απόφασή της επί του ιδίου θέματος ― Απαιτείται αιτιολόγηση ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή της καλής πίστης ― Η αιτιολογία του αποκλεισμού του υποψηφίου για διορισμό ως μη προσοντούχου κατά την επανεξέταση, ως προς προσόν που κρίθηκε ότι κατείχε κατά την αρχική πλήρωση της θέσης, θεωρήθηκε επαρκής στην κριθείσα περίπτωση.

Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης η οποία έκρινε ως αιτιολογημένο τον αποκλεισμό του ως μη προσοντούχου κατά την επανεξέταση της επίδικης θέσης, παρά την αρχική θεώρησή του από την Ε.Δ.Υ., ως κατέχοντος το κρίσιμο προσόν.  Το επίδικο θέμα και κατ’ έφεση, ήταν η επάρκεια της αιτιολογίας του αποκλεισμού του εφεσείοντα.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το θέμα του προσόντος  της παραγράφου 3(1) είχε οριστικά επιλυθεί με την απόφαση της Ολομέλειας και ότι δεν ήταν δυνατό να επαναφερθεί γιατί η αρχή της κα[*528]λής πίστης που πρέπει να διέπει τη χρηστή διοίκηση δεν επέτρεπε υπαναχώρηση στο ζήτημα, κρίνεται ως ανεδαφικός. Είναι σταθερά νομολογημένο, ότι η ΕΔΥ μπορούσε να επανεξετάσει το ζήτημα, εφόσον δεν είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο. 

Η απόφαση της ΕΔΥ είναι πλήρως αιτιολογημένη. Η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε επισταμένα, ένα προς ένα, τα προσόντα του αιτητή όπως έπραξε και η ΕΔΥ και κατέληξαν δικαιολογημένα, ότι ο εφεσείων δεν κατείχε το ακαδημαϊκό προσόν που απαιτείται από την παράγραφο 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας. Τούτο, όπως αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν αυτόδηλο. Η ΕΔΥ λογικά δεν μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Βραχίμης Χατζηχάννας v. Ε.Δ.Υ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 216,

Frangoullides and Another v. Public Service Commission (1985) 3 C.L.R. 1680.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθ. Aρ. 1448/99), ημερ. 7/3/2001, με την οποία απέρριψε την προσφυγή του κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης, των ιδίων δύο ενδιαφερομένων μερών στην θέση Aνώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αναδρομικά από 15/7/93.

Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.

Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ι. Ερωτοκρίτου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. Adv. Vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), κατόπιν επανεξέτασης, με απόφαση της ημερομηνίας 23.9.1991,  επέλεξε εκ νέου τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Ελπινίκη Κουτουρούσιη και Γεώργιο Προύντζο για τη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημοσίας Διοίκησης και Προσωπικού, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και τους πρόσφερε προαγωγή, αναδρομικά από τις 15.7.1993.

Είχε προηγηθεί η απόφαση της ΕΔΥ για τις ίδιες θέσεις στις 17.6.1993 με την οποία είχαν διορισθεί τα ίδια ενδιαφερόμενα πρόσωπα σε αποκλεισμό του εφεσείοντα. Ο εφεσείων άσκησε τότε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο (Προσφυγή αρ. 863/93) η οποία όμως απορρίφθηκε πρωτόδικα. Στην ασκηθείσα έφεση ο εφεσείων πέτυχε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης της ΕΔΥ. Κρίθηκε πρωτόδικα ότι είχε διεξαχθεί δέουσα έρευνα και αιτιολογήθηκε επαρκώς η κατάληξη της ΕΔΥ πως ο εφεσείων δεν κατείχε το προσόν της πείρας που απαιτούσε η παράγραφος 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας*. Η Ολομέλεια όμως, ανατρέποντας την πρωτόδικην απόφαση έκρινε πως, ενόψει προηγούμενων περί του αντιθέτου καταλήξεων της ΕΔΥ για το ίδιο προσόν, δεν αιτιολόγησε δεόντως τη νέα κατάληξή της.

Στην πρώτη, εν πάσει περιπτώσει, διαδικασία της ΕΔΥ κρίθηκε ότι ο εφεσείων κατείχε το προσόν της παραγράφου 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας**.

Κατά την επανεξέταση, η Συμβουλευτική Επιτροπή, με διαφορετική σύνθεση αυτή τη φορά, θεώρησε, αφού μελέτησε τα ακαδημαϊκά προσόντα του εφεσείοντα, κατευθύνοντας λεπτομερώς την προσοχή της στον καθένα, ότι ο εφεσείων δεν κατείχε το προσόν που απαιτούσε η παράγραφος 3(1). Ένεκα τούτου δεν προχώρησε, ούτε την απασχόλησε το προσόν της πείρας της παραγράφου 3(2). Ο εφεσείων, αφού κρίθηκε ως μη προσοντούχος, με βάση την παράγραφο 3(1), δε λήφθηκε υπόψη στην περαιτέρω  διαδικασία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του εφεσεί[*530]οντα (Προσφυγή αρ. 1448/99). Ο εφεσείων πρόβαλε τους ίδιους λόγους ακύρωσης στην πρωτόδικη διαδικασία με τους λόγους που προβάλλει στην παρούσαν έφεση που έχουν ως εξής:

«1.   Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το θέμα της κατοχής του προσόντος που απαιτούσε η παραγρ. 3(1) του σχεδίου Υπηρεσίας δεν καλύπτετο από το δεδικασμένο και/ή δεν κατείχε εν πάσει περιπτώσει ο αιτητής.

  2. Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η νέα διαφορετική κρίση της εφεσίβλητης ότι ο αιτητής δεν κατείχε το ακαδημαϊκό προσόν της παραγράφου 3(1) του σχεδίου Υπηρεσίας ήταν αιτιολογημένη δεόντως ή σύμφωνη προς την έννοια της συνέπειας ή καλής πίστης από πλευράς διοίκησης.»

Οι δύο λόγοι έφεσης είναι συναφείς και θα εξετασθούν σωρευτικά.

Πρώτα όσον αφορά το δεδικασμένο που, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, δημιουργήθηκε από την απόφαση της Ολομέλειας (Βραχίμης Χ''Χάννας ν. ΕΔΥ (1999) 3 A.A.Δ. 216). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε την πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας κατέληξε ότι το μόνο που αποφασίσθηκε στην απόφαση αυτή ήταν ότι δεν αιτιολογήθηκε δεόντως η κατάληξη της ΕΔΥ ότι ο εφεσείων δεν κατείχε το προσόν της παραγράφου 3(2) ενόψει της αντιφατικότητας που παρουσιάσθηκε σε σχέση με προηγούμενες κρίσεις της όσον αφορά την απαιτούμενη πείρα. Δεν είχε αποφασισθεί από την Ολομέλεια θέμα κατοχής από τον εφεσείοντα του προσόντος της παραγράφου 3(1) ούτως ώστε να δημιουργηθεί δεδικασμένο. Ήταν δε επιτρεπτό στην ΕΔΥ να ασχοληθεί κατά την επανεξέταση με το θέμα της κατοχής του προσόντος, από τον εφεσείοντα, της παραγράφου 3(1). Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη επί του θέματος ως εξής:

«Από τα όσα ήδη ανέφερα περιγραφικά, καθίσταται πρόδηλο και δεν χρειάζεται συζήτηση ότι το θέμα της κατοχής του προσόντος που απαιτούσε η παράγραφος 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν καλύπτετο από δεδικασμένο. Επομένως μπορούσε να περιληφθεί στην επανεξέταση. Είναι δε επιτρεπτό το διαφορετικό αποτέλεσμα: βλ. Frangoullides and Another v. Public Service Commission (1985) 3 C.L.R. 1680. Ωστόσο, η διαφορετική από ό,τι προηγουμένως κατάληξη χρειάζεται αιτιολογία. Αλλιώς η παρέκκλιση, χωρίς εξειδίκευση του λόγου, θα εμφά[*531]νιζε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης. Αυτή είναι η έννοια της Κώστα Αδαμίδη ν. Δημοκρατίας Υπόθεση Αρ. 642/97 ημερ. 24.9.1999 (Χατζηχαμπή, Δ.) στην οποία παρέπεμψε ο αιτητής και στην οποία υιοθετούνται τα όσα λέχθηκαν για τέτοιες περιπτώσεις από τον Νικολαΐδη Δ. στην Αδαμίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 73/96 ημερ. 13.11.1997.»

Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν έχουμε τίποτε άλλο να προσθέσουμε. Δεν υπήρξε, ούτε παραβιάσθηκε οποιοδήποτε δεδικασμένο, σύμφωνα με τις αρχές που έθεσε η νομολογία.

Ο ισχυρισμός επίσης του εφεσείοντα ότι το θέμα του προσόντος  της παραγράφου 3(1) είχε οριστικά επιλυθεί με την απόφαση της Ολομέλειας και ότι δεν ήταν δυνατό να επαναφερθεί γιατί η αρχή της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τη χρηστή διοίκηση δεν επέτρεπε υπαναχώρηση στο ζήτημα, κρίνεται ως ανεδαφικός. Είναι σταθερά νομολογημένο ότι η ΕΔΥ μπορούσε να επανεξετάσει το ζήτημα εφόσον δεν είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο. (Βλέπε Frangoullides and Another v. P.S.C. (πιο πάνω) νομολογία που επικαλέσθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο). Η μόνη προϋπόθεση που θέτει η νομολογία στην περίπτωση αυτή είναι η καταγραφή αιτιολογίας για τη διαφορετική, απ’ ό,τι προηγουμένως, κατάληξή της. Άλλως, χωρίς εξειδίκευση του λόγου, είναι δυνατό να θεωρηθεί παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.

Παραμένει μόνο ο ισχυρισμός του εφεσείοντα (δεύτερος λόγος έφεσης) ότι η ΕΔΥ δεν αιτιολόγησε δεόντως τη διαφορετική προσέγγιση της (από την προηγούμενη) ως προς το προσόν της παραγράφου 3(1).

Έχουμε την άποψη, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η απόφαση της ΕΔΥ είναι πλήρως αιτιολογημένη. Η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε επισταμένα, ένα προς ένα, τα προσόντα του αιτητή όπως έπραξε και η ΕΔΥ και κατέληξαν δικαιολογημένα ότι ο εφεσείων δεν κατείχε το ακαδημαϊκό προσόν που απαιτείται από την παράγραφο 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας. Τούτο, όπως αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν αυτόδηλο. Η ΕΔΥ  λογικά δεν μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Είναι χαρακτηριστικό το εκτενές, πιο κάτω, απόσπασμα από την πρωτόδικην απόφαση με το οποίο απόλυτα συμφωνούμε:

«Απομένει το κατά πόσο αιτιολογήθηκε, δεόντως, η νέα διαφορετική άποψη ότι ο αιτητής δεν κατείχε το ακαδημαϊκό προσόν της [*532]παραγράφου 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Το ότι ο αιτητής δεν το κατείχε είναι, κατά την αντίληψή μου, τόσο προφανές ώστε να καθίσταται άξιο απορίας – και το λέγω με κάθε εκτίμηση – το πώς ήταν δυνατό να είχε ποτέ καταλήξει κανείς περί του αντιθέτου. Η θέση του αιτητή ότι το πτυχίο Γεωπονίας («Δίπλωμα Ανωτέρων Γεωπονικών Σπουδών» για την ακρίβεια) το οποίο κατείχε, ανήκει στη δημόσια διοίκηση, διοίκηση επιχειρήσεων, διοίκηση προσωπικού, οικονομικά, πολιτικές ή κλασσικές επιστήμες, νομικά, δημόσιες σχέσεις, κοινωνιολογία, ψυχολογία, φιλοσοφία, φιλολογία, ιστορία ή σε συνδυασμό οποιωνδήποτε από αυτά – όπως απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας – επειδή οι σπουδές του περιλάμβαναν και μαθήματα ή πτυχές της κοινωνιολογίας, οικονομικών, νομικών κ.ά. είναι κατά τη γνώμη μου, προδήλως ανεδαφική αφού το σχέδιο υπηρεσίας δεν άφηνε περιθώριο για συμπερίληψη και άλλων θεμάτων εκτός των προβλεπομένων, ενώ οι σπουδές του αιτητή για το εν λόγω πτυχίο κάλυψαν και άλλα θέματα που μάλιστα ήταν και τα περισσότερα. Επιπλέον, μου φαίνεται ότι με την πρόνοια για τη δυνατότητα συνδυασμού των θεμάτων εννοείται η κάλυψη με αυτοτέλεια του κάθε θέματος, ανεξάρτητα από την έκταση απασχόλησης με τα μέρη που το συνθέτουν· κι αυτό δεν είναι το ίδιο με μαθήματα σε πτυχές ή σε τομείς του θέματος στο πλαίσιο ενδιαφέροντος για άλλον μείζον θέμα, στην προκειμένη περίπτωση τη Γεωπονία. Κατά τη γνώμη μου, η δοθείσα αιτιολογία ήταν αρκετή. Το ότι ο αιτητής δεν κατείχε το προσόν της παραγράφου 3(1) ήταν, όπως χαρακτηρίστηκε στο απόσπασμα που παρέθεσα, «αυτόδηλο» και δεν χρειαζόταν συζήτηση με συγκεκριμένη αναφορά στα προηγούμενα. Στην πραγματικότητα η ΕΔΥ δεν είχε άλλη επιλογή λογικά εφικτή.»

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο