Γεωργίου Στέλιος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 559

(2003) 3 ΑΑΔ 559

[*559]10 Δεκεμβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΩΝ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/Ή

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ

    ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/Η

3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

    KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3218)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προδικαστικά ζητήματα ― Εκτελεστότητα της πράξης ― Εξετάζεται πρώτα και πριν την εξέταση λόγου ακυρώσεως που αφορά την αιτιολογία.

Διοικητική πράξη ― Βεβαιωτική ― Πράξη που επιβεβαιώνει προηγούμενη εκτελεστή απόφαση χωρίς την έρευνα νέων ουσιωδών δεδομένων κατά την επανεξέταση, δεν είναι εκτελεστή.

Η προσφυγή του εφεσείοντος απορρίφθηκε πρωτόδικα ως στρεφόμενη κατά πράξης βεβαιωτικής και όχι εκτελεστής. Κατ’ έφεση τέθηκε ισχυρισμός πως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή πριν εξετάσει τον λόγο ακυρώσεως που αφορούσε στο αναιτιολόγητο της απόφασης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης είναι θέμα το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία, ανάγεται στο παραδεκτό της προσφυγής και, σαν τέτοιο, εξετάζεται προδικαστικά, για να διαπιστωθεί δηλαδή κατά πόσο το Δικαστήριο έχει ενώπιον του εκτελεστή διοικητική [*560]πράξη, ήτοι πράξη η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα, εφόσον σύμφωνα και πάλι με τη νομολογία, μόνο εκτελεστές διοικητικές πράξεις μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής. Το Άρθρο 29.1 του Συντάγματος και το Άρθρο 75(3) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, όπως, και το Άρθρο 26 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, αλλά και η πάγια νομολογία, απαιτούν την αιτιολόγηση των εκτελεστών διοικητικών πράξεων. Και τούτο για να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Οι μη εκτελεστές πράξεις, όπως είναι οι επιβεβαιωτικές, δεν έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξης. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου (1996) του Ε. Σπηλιωτόπουλου στην παράγραφο 107 (σελ. 117-118):

“Οι βεβαιωτικές πράξεις δεν έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξης, στερούνται εκτελεστότητας, και εκδίδονται συνήθως ύστερα από νέα αίτηση του διοικουμένου για το ίδιο θέμα ή άσκηση αίτησης θεραπείας .....”

2.  Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση του εφεσείοντος της 20/12/1999 δεν περιείχε νέα ουσιώδη στοιχεία, αλλά περιείχε τα ίδια στοιχεία και συνοδευόταν από ταυτόσημα σε περιεχόμενο ιατρικά πιστοποιητικά όπως και προηγουμένως.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι “στην πραγματικότητα δεν έθεσε ο αιτητής ενώπιον της διοίκησης οποιαδήποτε νέα πραγματικά στοιχεία που δεν είχε προηγουμένως υπόψη η διοίκηση κατά τη λήψη της προηγούμενης απόφασης λίγους μήνες νωρίτερα”, βρίσκει το Δικαστήριο απόλυτα σύμφωνο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 407/2000), ημερομηνίας 29/3/2001, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της εκ νέου απόρριψης, στις 20/12/99, της αίτησής του για ανικανότητα προς εκτέλεση της εργασίας του οφειλόμενης σε λόγους υγείας ως προσφυγής στρεφόμενης κατά πράξεως μη εκτελεστής αλλά βεβαιωτικής προηγούμενων ίδιων πράξεων.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.

[*561]Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 24/7/1998 ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας. Η αίτηση του συνοδευόταν από ιατρική έκθεση του γιατρού του (ορθοπεδικού κ. Κ. Ανδρέου). Στην έκθεση αναφερόταν ότι ο εφεσείων υπέφερε από κοίλη του μεσοσπονδυλίου δίσκου της οσφυϊκής μοίρας και από εγκαύματα τα οποία υπέστη το 1979 και ότι ήταν μόνιμα ανίκανος για εργασία. Ως λόγο τερματισμού της απασχόλησης του ο εφεσείων ανέφερε στην αίτηση ότι “έχει σταματήσει να εργάζεται από τον Ιούνιο 1998 διότι η Εφορεία Τραχωνίου δεν του δίνει την καντίνα να δουλέψει επειδή τον βοηθούσε η γυναίκα του που δουλεύει ως καθαρίστρια στο σχολείο”.

Με βάση τη δήλωση του εφεσείοντος (δεν ανέφερε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του σχετιζόταν με ανικανότητα του για εργασία), ο Εξεταστής Απαιτήσεων απέρριψε την αίτηση και πληροφόρησε σχετικά τον αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 14/9/1998.

Με επιστολή του ημερομηνίας 21/9/1998 ο εφεσείων ζήτησε να εξεταστεί από Ιατρικό Συμβούλιο. Η επιστολή του συνοδευόταν από ιατρικό πιστοποιητικό του γιατρού του (νευρολόγου κ. Α. Θεοφάνους) σύμφωνα με το οποίο υπέφερε από χρόνια επιληψία και ήταν ανίκανος για το επάγγελμα του. Κατόπιν τούτου, στις 26/10/1998 ο εφεσείων εξετάστηκε από Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για την άσκηση του επαγγέλματος του καντινιέρη.

Ενόψει της γνωμάτευσης του Ιατρικού Συμβουλίου ο Εξεταστής Απαιτήσεων, με επιστολή του ημερομηνίας 10/11/1998, πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι η αίτηση του για σύνταξη ανικανότητας απορρίφθηκε “γιατί το ποσοστό ανικανότητας του για εργασία είναι χαμηλότερο του 66, 2/3% που προβλέπει η νομοθεσία κοινωνικών ασφαλίσεων για τη χορήγηση σύνταξης ανικανότητας”.

Στις 23/11/1998 ο εφεσείων διαμαρτυρήθηκε τηλεφωνικώς προς τον Κλάδο Συντάξεων Ανικανότητας του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων γιατί, ενώ είχε παρουσιάσει και ιατρική έκθεση από ορθοπεδικό, δεν κλήθηκε για εξέταση από Ορθοπεδικό [*562]Ιατρικό Συμβούλιο. Κατόπιν τούτου, στις 17/12/1998 ο εφεσείων εξετάστηκε από Ορθοπεδικό – Χειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο. Η γνωμάτευση ήταν και πάλι ότι “είναι ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του καντινιέρη”.

Συνακόλουθα ο Εξεταστής Απαιτήσεων απέρριψε και πάλι την αίτηση του εφεσείοντος και του γνωστοποίησε την απόφαση του με επιστολή ημερομηνίας 14/1/1999.

Ο τότε Βουλευτής κ. Αβραάμ Αντωνίου, Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εργασίας, με επιστολή του ημερομηνίας 25/2/1999 προς το Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων ζήτησε να πληροφορηθεί τους λόγους απόρριψης της αίτησης του εφεσείοντος για να τον ενημερώσει. Ζήτησε επίσης, αν ήταν δυνατό, η αίτηση του να επανεξεταστεί. Την επιστολή του Βουλευτή συνόδευαν τα ιατρικά πιστοποιητικά, τα οποία προσκόμισε και προηγουμένως ο εφεσείων, από τον ορθοπεδικό και το νευρολόγο του γιατρό. Κατόπιν τούτου, στις 29/3/1999 ο εφεσείων εξετάστηκε από Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο στο οποίο συμμετέσχε και ειδικός νευρολόγος. Η γνωμάτευση ήταν και αυτή τη φορά ότι ο εφεσείων “είναι ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του καντινιέρη”.

Ακολούθως ο Εξεταστής Απαιτήσεων με επιστολή του ημερομηνίας 6/4/1999 πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι η αίτηση του απορρίφθηκε “γιατί το ποσοστό ανικανότητας του για εργασία είναι χαμηλότερο του 66, 2/3% που προβλέπει η νομοθεσία κοινωνικών ασφαλίσεων για τη χορήγηση σύνταξης ανικανότητας”.

Στις 15/7/1999 ο εφεσείων υπέβαλε νέα αίτηση την οποία συνόδευαν εκθέσεις των γιατρών του (ορθοπεδικού και νευρολόγου) ότι υπέφερε από χρόνια δισκοπάθεια και από χρόνια επιληψία. Κατόπιν τούτου, στις 6/9/1999 ο εφεσείων επανεξετάστηκε από Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο στο οποίο συμμετέσχε και ειδικός νευρολόγος. Η γνωμάτευση ήταν και πάλι ότι ο εφεσείων “είναι ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του καντινιέρη”.

Ακολούθως ο Εξεταστής Απαιτήσεων με επιστολή του ημερομηνίας 22/9/1999 πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι η αίτηση του απορρίφθηκε για τους ίδιους λόγους όπως και προηγουμένως.

Στις 20/12/1999 ο εφεσείων υπέβαλε νέα αίτηση συνοδευόμενη και πάλι από εκθέσεις των γιατρών του (ορθοπεδικού και νευρολόγου) ότι υπέφερε από τις ίδιες ασθένειες, ήτοι χρόνια δισκοπάθεια και χρόνια επιληψία.

[*563]Επειδή τα αρμόδια Ιατρικά Συμβούλια είχαν ήδη γνωματεύσει τέσσερις φορές (με τελευταία τη γνωμάτευση της 6/9/1999), ότι ο εφεσείων “είναι ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του καντινιέρη”, ο Εξεταστής Απαιτήσεων απέρριψε την αίτηση για τους ίδιους λόγους όπως και προηγουμένως και πληροφόρησε τον εφεσείοντα σχετικά με επιστολή του ημερομηνίας 1/3/2000.

Με την προσφυγή ο εφεσείων ζήτησε από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:

“Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη/απόφαση των καθ’ων η Αίτηση ημερομηνίας 1.3.2000 με την οποία απέρριψαν την Αίτηση του Αιτητή ημερομηνίας 20.12.1999 με την οποία αξιούσε την παραχώρηση σ’ αυτόν σύνταξης ανικανότητας είναι άκυρη και άνευ οιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.”

Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων πρόβαλε την προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή έπρεπε να απορριφθεί ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής πράξης. Χαρακτήρισε την προσβαλλόμενη πράξη ως απλώς επιβεβαιωτική. Ο πρωτόδικος Δικαστής αποδέχθηκε την ένσταση και απέρριψε την προσφυγή με το ακόλουθο σκεπτικό:

“Παρά το γεγονός ότι το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ταυτόσημο με το περιεχόμενο της προγενέστερης απόφασης ημερ. 22.9.99 του ιδίου αρμοδίου διοικητικού οργάνου αναφορικά με το πάγιο αίτημα του αιτητή για παραχώρηση σύνταξης ανικανότητας εντούτοις, η σύμπτωση του περιεχομένου των δύο τούτων αποφάσεων δεν συνεπάγεται απαραίτητα το χαρακτηρισμό της δεύτερης ως βεβαιωτικής της πρώτης. Και αυτό γιατί, αν η δεύτερη απόφαση, στην προκείμενη περίπτωση η επίδικη, εκδόθηκε μετά τη διεξαγωγή νέας έρευνας, μπορεί, ανάλογα με το περιεχόμενο της έρευνας, να αποκτήσει εκτελεστό χαρακτήρα.

Πότε υπάρχει νέα έρευνα είναι ζήτημα πραγματικό. Ο Μ.Δ. Στασινόπουλος στο “Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών”, 4η έκδ. (1964) σελ. 176, πραγματεύεται το θέμα ως εξής:

“Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ’ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν δία την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθε[*564]σμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ’ επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ’ ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων.”

Και καθώς αναφέρει ο Νικήτας, Δ., στην Γρηγόρης Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 364, τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959) στη σελίδα 241, υποστηρίζουν την παραπάνω διατύπωση του κανόνα:

“Νέα έρευνα υπάρχει εάν προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κύριων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ’ όψιν.”

Στην προκείμενη περίπτωση, η τελευταία αίτηση του αιτητή, ύστερα από τις αλλεπάλληλες προηγούμενες, δεν περιείχε νεώτερα στοιχεία που δεν υπήρξαν αντικείμενο της τελευταίας διερεύνησης δηλαδή της εξέτασης του αιτητή από αρμοδίως συσταθέν ιατροσυμβούλιο και εκτίμησης της γνωμάτευσης του ιατροσυμβουλίου από το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Η τελευταία αίτηση του αιτητή η οποία απορρίφθηκε με την επίδικη απόφαση συνοδευόταν από ιατρικά πιστοποιητικά ταυτόσημα σε περιεχόμενο με όλα τα προηγούμενα. Στην πραγματικότητα δεν έθεσε ο αιτητής ενώπιον της διοίκησης οποιαδήποτε νέα πραγματικά στοιχεία που δεν είχε προηγουμένως υπόψη η διοίκηση κατά τη λήψη της προηγούμενης απόφασης λίγους μήνες νωρίτερα.

Με αναφορά στα όσα έχουν ήδη ειπωθεί αποφαίνομαι ότι η επιστολή ημερ. 1.3.2000, αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, δεν είναι εκτελεστή πράξη αλλά επιβεβαιωτική. Η προσβαλλόμενη πράξη υποδηλώνει ουσιαστικά την εμμονή της διοίκησης σε προηγούμενη επί του ιδίου θέματος απόφασή της.”

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να ασχοληθεί και αποφασίσει κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη της 1/3/2000 ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος το πρωτόδικο Δικαστήριο θα ’πρεπε, προτού αποφασίσει για την εκτελεστότητα ή όχι της προσβαλλόμενης πράξης, να εξετάσει κατά πόσο αυτή ήταν επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 29.1 του [*565]Συντάγματος, αλλά και το άρθρο 75(3) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, οι εφεσίβλητοι είχαν καθήκον να γνωστοποιήσουν στον εφεσείοντα το αιτιολογικό της πράξης.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης είναι θέμα το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία, ανάγεται στο παραδεκτό της προσφυγής και, σαν τέτοιο, εξετάζεται προδικαστικά, για να διαπιστωθεί δηλαδή κατά πόσο το Δικαστήριο έχει ενώπιον του εκτελεστή διοικητική πράξη, ήτοι πράξη η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα, εφόσον σύμφωνα και πάλι με τη νομολογία, μόνο εκτελεστές διοικητικές πράξεις μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής. Το άρθρο 29.1 του Συντάγματος και το άρθρο 75(3) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, όπως, θα προσθέταμε, και το άρθρο 26 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, αλλά και η πάγια νομολογία, απαιτούν την αιτιολόγηση των εκτελεστών διοικητικών πράξεων. Και τούτο για να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Οι μη εκτελεστές πράξεις, όπως είναι οι επιβεβαιωτικές, δεν έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξης. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου (1996) του Ε. Σπηλιωτόπουλου στην παράγραφο 107 (σελ. 117-118):

“Οι βεβαιωτικές πράξεις δεν έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξης, στερούνται εκτελεστότητας, και εκδίδονται συνήθως ύστερα από νέα αίτηση του διοικουμένου για το ίδιο θέμα ή άσκηση αίτησης θεραπείας .....”

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση του εφεσείοντος της 20/12/1999 δεν περιείχε νέα ουσιώδη στοιχεία, αλλά περιείχε τα ίδια στοιχεία και συνοδευόταν από ταυτόσημα σε περιεχόμενο ιατρικά πιστοποιητικά όπως και προηγουμένως.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι “στην πραγματικότητα δεν έθεσε ο αιτητής ενώπιον της διοίκησης οποιαδήποτε νέα πραγματικά στοιχεία που δεν είχε προηγουμένως υπόψη η διοίκηση κατά τη λήψη της προηγούμενης απόφασης λίγους μήνες νωρίτερα”, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο