Kυπριακή Δημοκρατία ν. Peppis Co. Ltd (2003) 3 ΑΑΔ 589

(2003) 3 ΑΑΔ 589

[*589]19 Δεκεμβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚH ΔΗΜΟΚΡΑΤIΑ, ΜEΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕIΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ,

3. ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

v.

PEPPIS CO. LTD.,

Εφεσίβλητη-Αιτήτρια.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3217)

 

Προσφορές ― Κατακύρωση στη δεύτερη χαμηλότερη προσφορά, λόγω καθυστερήσεων και κακοτεχνιών σε άλλα συμβόλαια της εταιρείας με την πρώτη χαμηλότερη προσφορά ― Νόμιμα λήφθηκε υπόψη ― Ισχυρισμός πως δεν τέθηκαν υπόψη του Συμβουλίου Προσφορών οι θέσεις της εταιρείας, απορρίφθηκε, λόγω του όγκου των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για το θέμα.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν ανατροπή της ακυρωτικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου στην προσφυγή των εφεσίβλητων κατά της απόφασης κατακύρωσης της επίδικης προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος, αντί στους ιδίους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποδεχόμενη κατά πλειοψηφία την έφεση (απόφαση του Αρτεμίδη Δ., συμφωνούντων των Κρονίδη, Ηλιάδη και Γαβριηλίδη Δ.Δ.), αποφάσισε ότι:

Στις 26.1.01 εξεδόθη απόφαση στην Peppis Co. Ltd. v. Δημοκρατίας, προσφυγή 1108/98, 26.1.01, που αφορούσε την ίδια εταιρεία, εδώ ως εφεσίβλητη, στην προσφυγή αιτήτρια, και τη Δημοκρατία ως τους καθ’ ων η αίτηση, εδώ εφεσείοντες. Τα γεγονότα, σ’ εκείνη την προσφυγή, η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών και το νομικό σημείο που ηγέρθη ήταν ακριβώς το ίδιο με την παρούσα υπόθεση. Το Δικαστήριο κατέληξε σε διαφορετική κρίση απ’ αυτή του Δικαστή στην υπό έφεση απόφαση. Σύμφωνα με την απόφαση εκείνη: 

[*590]«Ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών κατατέθηκε όγκος εγγράφων, τα οποία είναι συνημμένα στο διοικητικό φάκελο. Είναι συνεχείς και αλλεπάλληλες επιστολές των αρμοδίων λειτουργών προς τους ιεραρχικά ανώτερους τους, και στη συνέχεια του Τμήματος Δημοσίων Έργων προς την αιτήτρια. Σ’ αυτές υποδεικνύονταν οι ελλείψεις, παραλείψεις, κακοτεχνίες, αργοπορίες και γενικά οι παραβάσεις των όρων του συμβολαίου εργολαβίας. Εκείνο μάλιστα που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι πως οι περισσότερες παρατηρήσεις και υποδείξεις γίνονται από τους αρχιτέκτονες των έργων, που ήσαν ιδιώτες, οι οποίοι προφανώς παρείχαν τις υπηρεσίες τους κατόπιν ανάληψης του αρχιτεκτονικού έργου με προσφορές. Οι διαφορές της αιτήτριας με το δημόσιο, όπως με έχουν πληροφορήσει οι δικηγόροι, έχουν προχωρήσει με αγωγές στα αρμόδια Δικαστήρια. Δεν αμφισβητείται πως και η αιτήτρια εταιρεία θα προβάλει τους δικούς της ισχυρισμούς κατά τη δίκη, όπως τους προβάλλει στη δέσμη των εγγράφων που καταχώρισαν οι δικηγόροι της ενώπιον μου. Το κρίσιμο όμως ερώτημα που προβάλλεται είναι, κατά πόσο το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών λειτούργησε μέσα στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης και των αρχών της νομολογίας, που συνόψισα προηγουμένως. Αν διεξέλθει κάποιος τα έγγραφα που είχε ενώπιον του το Συμβούλιο Προσφορών, και είναι μέσα στο διοικητικό φάκελο, θα διαπιστώσει πως η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη μέσα στα ορθά πλαίσια άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, μετά από πλήρη και λεπτομερή έρευνα. Είναι επίσης δεόντως αιτιολογημένη και συνάδει με τα στοιχεία που είχε ενώπιον του.

Οι δικηγόροι της αιτήτριας εισηγήθηκαν επίσης πως αποκλεισμός προσφοροδότη μπορεί να γίνει μόνο για τους λόγους που απαριθμούνται στο Άρθρο 7 του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997, 102(I)/97. Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Οι λόγοι, που αναφέρονται στις παραγράφους (α) μέχρι (ζ) του εδαφίου 1 του πιο πάνω άρθρου, καθιστούν υποχρεωτικό τον αποκλεισμό προσφοροδότη, ο οποίος εμπίπτει στις διατάξεις των πιο πάνω παραγράφων. Δεν σημαίνει όμως πως δεν μπορεί να αποκλειστεί προσφοροδότης, για άλλους λόγους που δικαιολογούν τέτοια απόφαση. Εξάλλου η γενική αυτή εξουσία περιέχεται στην επόμενη παράγραφο, (η) που προβλέπει:

«7.-(1) Tηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, πιθανός προμηθευτής ή εργολάβος αποκλείεται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας προσφορών του δημοσίου, αν το αρμόδιο για την κατακύρωση όργανο διαπιστώσει ότι αυτός-         

[*591](α) ............................................................................................

.................................................................................................

(η) για οποιοδήποτε άλλο καθορισμένο σοβαρό λόγο κρίνεται ότι δεν πρέπει να του δοθεί δικαίωμα να συμμετάσχει στη διαδικασία προσφορών.»

Η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών ελήφθη μετά από ενδελεχή έρευνα και στη βάση στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του. Εκείνο που έχει σημασία είναι η μη αμφισβήτηση και αυτόδηλη εμπειρία των αρμοδίων  τμημάτων από τη συνεργασία τους με τους εφεσίβλητους και όχι οι αντίθετες θέσεις των τελευταίων, που ως είναι φυσικό, εκφράζονται στις διάφορες επιστολές τους προς τη διοίκηση, και που πράγματι δεν τέθηκαν ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών. 

Θεωρείται πως η έρευνα που έγινε ήταν πλήρης και ενδελεχής.  Όχι μόνο δεν υπήρξε καμιά κακοπιστία εκ μέρους της διοίκησης  αλλά, αντίθετα δεν διαπιστώνεται τίποτε το μεμπτό.

Ο Δικαστής Κωνσταντινίδης εξέδωσε δική του διϊσταμένη απόφαση μειοψηφίας.

Η έφεση επιτυγχάνει κατά πλειοψηφία, με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Peppis Co. Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1108/98, ημερ. 26.1.01.

Έφεση.

Έφεση από τους Kαθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 503/99), ημερομηνίας 15/3/2001, με την οποία αποδέχθηκε την προσφυγή της αιτήτριας-εταιρείας και ακύρωσε την κατακύρωση της προσφοράς για την καστασκευή του δρόμου Πελένδρι - Ποταμίτισσα - Aγρός, Tμήμα Δημοσίων Έργων, στο Eνδιαφερόμενο μέρος λόγω μη διενέργειας δέουσας έρευνας.

Ε.Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσείοντες.

Α. Κουντουρή, για Ν. Παπαευσταθίου για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*592]ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Με την απόφαση που θα εκδώσω συμφωνούν και οι Δ.Δ.Κρονίδης, Ηλιάδης και Γαβριηλίδης. Ο Δικαστής Κωνσταντινίδης θα εκδώσει δική του διιστάμενη απόφαση.

Το Τμήμα Δημοσίων Έργων προκήρυξε μειοδοτικό διαγωνισμό για την κατασκευή του δρόμου Πελένδρι-Ποταμίτισσα-Αγρός. Υποβλήθηκαν 12 προσφορές. Η προσφορά των εφεσιβλήτων αιτητών ήταν η πιο χαμηλή. Το Τμήμα Δημοσίων Έργων όμως, στην έκθεση αξιολόγησης που υπέβαλε προς το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, εισηγήθηκε την κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος. Mε δεδομένο τη χαμηλότερη προσφορά των εφεσιβλήτων, το Τμήμα Δημοσίων Έργων, αιτιολογώντας την αξιολόγηση του, υπέβαλε εγγράφως στοιχεία στο Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών σύμφωνα με τα οποία σε άλλα έργα που ανέλαβαν οι εφεσίβλητοι παρουσιάστηκαν σοβαρές καθυστερήσεις,  διάφορα προβλήματα στην πρόοδο και αποπεράτωση τους ενώ παρατηρήθηκαν και σοβαρές κακοτεχνίες. Το Συμβούλιο Προσφορών αποφάσισε να διερευνήσει το θέμα περαιτέρω. Στις 29.10.98 ζήτησε από το Τμήμα δημοσίων Έργων σχετικές συμπληρωματικές πληροφορίες. Το Τμήμα ανταποκρίθηκε και στις 13.1.99 απέστειλε συμπληρωματικό σημείωμα με όλες τις λεπτομέρειες αναφορικά με τις αδυναμίες των εφεσιβλήτων να ανταποκριθούν στους όρους των συμβολαίων των έργων που είχαν αναλάβει προηγουμένως. Το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών μελέτησε, στις 11.2.99, την έκθεση αξιολόγησης και το συμπληρωματικό σημείωμα του Τμήματος Δημοσίων Έργων διεξοδικά. Τα πιο πάνω στοιχεία και η εξέταση τους καταγράφονται με λεπτομέρεια στο πρακτικό. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα το Συμβούλιο αποφάσισε την κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος, μολονότι η προσφορά των εφεσιβλήτων ήταν χαμηλότερη.

Οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν προσφυγή εναντίον της απόφασης του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, η οποία ήταν επιτυχής Συνάδελφός μας ακύρωσε την επίδικη διοικητική απόφαση γιατί έκρινε πως δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα. Συγκεκριμένα, αποφάνθηκε πως το Τμήμα Δημοσίων Έργων παρέλειψε να θέσει ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών τις θέσεις που είχαν εκφράσει εγγράφως στα όσα το Τμήμα τους  καταλόγιζε. Οι εφεσίβλητοι, στις παραστάσεις που έκαναν στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, αρνούνταν κάθε ευθύνη για κακοτεχνίες ή για τα διάφορα άλλα προβλήματα που προέκυψαν στην εκτέλεση των έργων που ανέλαβαν. Το Δικαστήριο ανέφερε μάλιστα πως το Τμήμα Δημοσίων Έργων παρέλειψε «επιμελώς» να θέσει υπόψη του αποφασίζοντος οργάνου ολόκληρη την αλληλογραφία, δηλαδή  [*593]τις πιο πάνω επιστολές των εφεσιβλήτων, και ως εκ τούτου η διοίκηση έδειξε κακοπιστία, με αναφορά πάντοτε στη δέουσα έρευνα.

Οι εφεσείοντες – Κυπριακή Δημοκρατία, αμφισβητεί με την παρούσα έφεση την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγείται πως η έρευνα που έγινε από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ήταν πλήρης και επαρκέστατη. Δεν υπήρχε, είπε, καμιά υποχρέωση εκ μέρους του Τμήματος Δημοσίων Έργων να θέσει ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών τις επιστολές των εφεσιβλήτων, με τις οποίες εξέφραζαν τις δικές τους θέσεις αναφορικά με τα προβλήματα που προέκυψαν στην εκτέλεση έργων που είχαν αναλάβει. Δεν υπήρξε πλάνη εκ μέρους του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών επειδή δεν τέθηκε ενώπιον του η θέση των εφεσιβλήτων γιατί δεν επρόκειτο περί πειθαρχικής υπόθεσης ώστε να κληθούν οι εφεσίβλητοι να απαντήσουν σε οποιεσδήποτε κατηγορίες εναντίον τους. Το ζήτημα ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, και η συναφής επί τούτου έρευνα, αφορούσε στο ερώτημα ποία από τις προσφορές ήταν η καταλληλότερη.  Και ορθά λειτούργησε το αποφασίζον όργανο.

Στις 26.1.01 εξέδωσα απόφαση στην προσφυγή 1108/98 Peppis Co. Ltd. v. Δημοκρατίας, που αφορούσε την ίδια εταιρεία, εδώ ως εφεσίβλητη, στην προσφυγή αιτήτρια, και τη Δημοκρατία ως τους καθ’ ων η αίτηση, εδώ εφεσείοντες. Τα γεγονότα, σ’ εκείνη την προσφυγή, η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών και το νομικό σημείο που ηγέρθη ήταν ακριβώς το ίδιο με την παρούσα υπόθεση.  Εγώ κατέληξα σε διαφορετική κρίση απ’ αυτή του συναδέλφου μου στην υπό έφεση απόφαση. 

Μετά τη συζήτηση της έφεσης διατηρώ τις απόψεις που εξέφρασα στην πιο πάνω απόφασή μου, και επειδή δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω τις επαναλαμβάνω εδώ αυτούσιες.

“Τα σχόλια μου πάνω στο θέμα που προκύπτει για συζήτηση ακολουθούν: Η αρχή της νομολογίας, όπως εκτίθεται πιο πάνω, είναι αναλλοίωτη. Το βασικό ζητούμενο είναι, στη συγκεκριμένη περίπτωση η διοίκηση να κάνει πλήρη έρευνα του θέματος που έχει ενώπιον της, και για το οποίο καλείται να πάρει απόφαση. Στην περίπτωση που η απόφαση αφορά, και επηρεάζει συγκεκριμένο άτομο, ανάλογα με τη φύση και περιεχόμενο της, ενδείκνυται να έχει προηγουμένως και τις απόψεις του ενδιαφερομένου. Τούτο όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι απαραί[*594]τητο αν τα στοιχεία που έχει ενώπιον της η διοίκηση είναι τέτοια, που η ορθή αξιολόγηση τους οδηγεί σε εύλογα επιτρεπτή απόφαση.  Εξαιρούνται βέβαια οι περιπτώσεις όπου ειδικά προβλέπεται από νόμο, ή τη νομολογία, όπως λ.χ. η πειθαρχική διαδικασία, να ακουστεί και το επηρεαζόμενο άτομο.

Ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών κατατέθηκε όγκος εγγράφων, τα οποία είναι συνημμένα στο διοικητικό φάκελο. Είναι συνεχείς και αλλεπάλληλες επιστολές των αρμοδίων λειτουργών προς τους ιεραρχικά ανώτερους τους, και στη συνέχεια του Τμήματος Δημοσίων Έργων προς την αιτήτρια. Σ’ αυτές υποδεικνύονταν οι ελλείψεις, παραλείψεις, κακοτεχνίες, αργοπορίες και γενικά οι παραβάσεις των όρων του συμβολαίου εργολαβίας. Εκείνο μάλιστα που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι πως οι περισσότερες παρατηρήσεις και υποδείξεις γίνονται από τους αρχιτέκτονες των έργων, που ήσαν ιδιώτες, οι οποίοι προφανώς παρείχαν τις υπηρεσίες τους κατόπιν ανάληψης του αρχιτεκτονικού έργου με προσφορές. Οι διαφορές της αιτήτριας με το δημόσιο, όπως με έχουν πληροφορήσει οι δικηγόροι, έχουν προχωρήσει με αγωγές στα αρμόδια Δικαστήρια. Δεν αμφισβητείται πως και η αιτήτρια εταιρεία θα προβάλει τους δικούς της ισχυρισμούς κατά τη δίκη, όπως τους προβάλλει στη δέσμη των εγγράφων που καταχώρισαν οι δικηγόροι της ενώπιόν μου. Το κρίσιμο όμως ερώτημα που προβάλλεται είναι, κατά πόσο το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών λειτούργησε μέσα στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης και των αρχών της νομολογίας, που συνόψισα προηγουμένως. Αν διεξέλθει κάποιος τα έγγραφα που είχε ενώπιον του το Συμβούλιο Προσφορών, και είναι μέσα στο διοικητικό φάκελο, θα διαπιστώσει πως η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη μέσα στα ορθά πλαίσια άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, μετά από πλήρη και λεπτομερή έρευνα. Είναι επίσης δεόντως αιτιολογημένη και συνάδει με τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του.

Οι δικηγόροι της αιτήτριας εισηγήθηκαν επίσης πως αποκλεισμός προσφοροδότη μπορεί να γίνει μόνο για τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 7 του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997, 102(1)/97. Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Οι λόγοι, που αναφέρονται στις παραγράφους (α) μέχρι (ζ) του εδαφίου 1 του πιο πάνω άρθρου, καθιστούν υποχρεωτικό τον αποκλεισμό προσφοροδότη, ο οποίος εμπίπτει στις διατάξεις των πιο πάνω παραγράφων. Δεν σημαίνει όμως πως δεν μπορεί να αποκλειστεί προσφοροδότης, για άλλους λόγους που δικαιολογούν τέτοια απόφαση. Εξάλλου η γενική αυτή εξου[*595]σία περιέχεται στην επόμενη παράγραφο, (η) που προβλέπει:

«7.-(1) Tηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, πιθανός προμηθευτής ή εργολάβος αποκλείεται  σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας προσφορών του δημοσίου, αν το αρμόδιο για την κατακύρωση όργανο διαπιστώσει ότι αυτός-

(α)     ........................................................................................

     ........................................................................................

(η)     για οποιοδήποτε άλλο καθορισμένο σοβαρό λόγο κρίνεται ότι δεν πρέπει να του δοθεί δικαίωμα να συμμετάσχει στη διαδικασία προσφορών.»

Τελειώνοντας, να αναφέρουμε πως, κατά την άποψη μας, η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών ελήφθη μετά από ενδελεχή έρευνα και στη βάση στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του. Εκείνο που έχει σημασία είναι η μη αμφισβήτηση και αυτόδηλη εμπειρία των αρμοδίων τμημάτων από τη συνεργασία τους με τους εφεσίβλητους και όχι οι αντίθετες θέσεις των τελευταίων, που ως είναι φυσικό, εκφράζονται στις διάφορες επιστολές τους προς τη διοίκηση, και που πράγματι δεν τέθηκαν ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών.

Υπό τις περιστάσεις θεωρούμε πως η έρευνα που έγινε ήταν πλήρης και ενδελεχής. Νομίζουμε όχι μόνο δεν υπήρξε καμιά κακοπιστία εκ μέρους της διοίκησης αλλά, αντίθετα δεν διαπιστώνουμε τίποτε το μεμπτό.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα στην πρωτόδικη διαδικασία και εδώ.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν έγκυρη προσφορά, τη χαμηλότερη μάλιστα, για την κατασκευή του δρόμου Πελένδρι-Ποταμίτισσα-Αγρός. Το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών αποφάσισε την κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, που ήταν η δεύτερη χαμηλή, αφού καταλόγισε στους εφεσίβλητους κακή εκτέλεση προηγούμενων συμβολαίων.  Παραθέτουμε το κείμενο της απόφασής του:

“Το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω καθώς επίσης και γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα με αρ. φακ. Γ.Ε.50(VΙ)1939/9 ημερ. 13.3.97, η οποία ζητήθηκε στο παρελθόν για περίπτωση κακής εκτέλεσης προηγούμενων συμβολαίων. Σύμφωνα με τη γνωμάτευση αυτή, εφόσον το υπέρτατο καθήκον της διοίκησης είναι το δημόσιο συμφέρον, μπορούν [*596]νόμιμα να ληφθούν υπόψη στοιχεία που αφορούν κακή εκτέλεση προηγούμενων συμβολαίων. Εν όψει του αποκλεισμού του προσφοροδότη Peppis Construction Ltd το Συμβούλιο αποφάσισε την κατακύρωση της προσφοράς σύμφωνα με τις εισηγήσεις σας, στους κ.κ. Phpenix Construction Ltd στο ποσό των £513.630 συν ΦΠΑ”.

Οι εφεσίβλητοι δεν αμφισβήτησαν τη δυνατότητα κατακύρωσης στη βάση τέτοιας διαπίστωσης. Ό,τι αποτέλεσε  αντικείμενο συζήτησης ήταν το υπόβαθρο αυτής της διαπίστωσης και πρωτοδίκως κρίθηκε πως, πράγματι, αυτό ήταν το αποτέλεσμα παράβασης των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.  Περαιτέρω, του καθήκοντος για διεξαγωγή της έρευνας που τα περιστατικά απαιτούσαν. Υπό το πρίσμα των ίδιων αρχών, όπως είναι παγίως θεμελιωμένες, αναπτύχθηκε και ενώπιόν μας η κεντρική θέση των δυο πλευρών αλλά οι εφεσείοντες θέτουν και επί μέρους ζητήματα.

Θεωρούν πως και ορθό να ήταν το συμπέρασμα για ελλιπή έρευνα δεν θεμελιώθηκε πλάνη προς οτιδήποτε το συγκεκριμένο, παραγνωρίζοντας όμως πως η ελλιπής έρευνα οδηγεί σε ακύρωση εφόσον, ως αναφερόμενη σε στοιχεία ουσιώδη για τη λήψη της διοικητικής απόφασης, θεμελιώνει ενδεχόμενο πλάνης περί τα πράγματα. Επίσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο “προέβη σε πρωτογενή εξέταση γεγονότων που είναι έργο της διοίκησης και όχι του Δικαστηρίου”, επειδή “περιορίστηκε κατά την αξιολόγησή του μόνο στις επιστολές των αιτητών”. Για να συνεχίσουν πως αυτές οι επιστολές όπως και άλλα στοιχεία που δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Συμβουλίου Προσφορών, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και, εν πάση περιπτώσει, αναδείκνυαν εύλογη τη ληφθείσα απόφαση. Είναι σαφές, όμως, πως δεν έχει τέτοιο περιεχόμενο η πρωτόδικη απόφαση. Αντίθετα, μάλιστα. Το παράπονο των εφεσιβλήτων, όπως θα δούμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στη συνέχεια, ακριβώς συνίστατο στο ότι οι επιστολές τους και άλλα στοιχεία δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Συμβουλίου Προσφορών ώστε αυτό να έχει ολοκληρωμένη την εικόνα, ήταν προς στοιχειοθέτηση της ύπαρξής τους ενώπιον των συμβουλευτικών οργάνων που προσάχθηκαν και τόνισε ο συνάδελφός μας στο τέλος πως δεν ήταν έργο του δικαστηρίου αλλά της διοίκησης η αξιολόγησή τους.

Η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών στηρίχθηκε στις εκθέσεις της Τμηματικής Επιτροπής Αξιολόγησης Προσφορών για τεχνικά έργα.  Την αρχική ημερομηνίας 14.10.98 και τη συμπληρωματική ημερομηνίας 13.1.99. Επίσης στις προφο[*597]ρικές παραστάσεις του Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 11.2.99. Η ουσία τους ήταν πως παρατηρήθηκαν σοβαρές καθυστερήσεις στην εκτέλεση δημοσίων έργων τα οποία οι εφεσίβλητοι είχαν αναλάβει τα τελευταία χρόνια και συναφώς η πεποίθηση πως θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο να εκτελέσουν και την επίδικη χωρίς σοβαρές καθυστερήσεις και κακοτεχνίες.

Προέκυπτε, όμως, από το φάκελο πως οι αιτητές με επιστολές απαντούσαν χωρίς καθυστέρηση οποτεδήποτε τους γίνονταν παρατηρήσεις για καθυστερήσεις ή κακοτεχνίες. Είχαν τη δική τους εκδοχή για τα θέματα που ανέκυπταν αναφορικά με τα άλλα έργα που είχαν αναλάβει και δεν δέχονταν ευθύνη για οτιδήποτε.  Και περαιτέρω, πως το Τμήμα Δημοσίων Έργων ουδέποτε έθεσε ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών τις απαντήσεις και τις θέσεις των αιτητών. Οπότε, με αναφορά στις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Βασίλης Χαράκης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 294 και Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25, η πρωτόδικη απόφαση καταλήγει ως ακολούθως:

“Στην παρούσα υπόθεση οι συντάκτες του συμπληρωματικού σημειώματος είχαν πολύ καλώς υπόψη τους ότι οι αιτητές είχαν αντικρούσει με επιχειρήματα τις θέσεις και ισχυρισμούς του Τμήματος Δημοσίων Έργων για κακοτεχνίες και καθυστερήσεις. Η σχετική αλληλογραφία βρισκόταν στους φακέλους της διοίκησης. Αποτελείτο από δεκάδες επιστολές των αιτητών. Ωστόσο παρέλειψαν επιμελώς να θέσουν υπόψη του αποφασίζοντος οργάνου την σχετική αλληλογραφία. Παρουσίασαν μια μονόπλευρη εικόνα. Την εικόνα ενός κατηγορουμένου ο οποίος δεν αντικρούει τις εναντίον του κατηγορίες. Παρουσίασαν μια κατάσταση πραγμάτων η οποία έδινε σαφώς την εντύπωση ότι οι κατηγορίες εναντίον των αιτητών ήταν απόλυτα τεκμηριωμένες και αδιαμφισβήτητες. Θεωρώ ότι η παρουσίαση της πιο πάνω μονόπλευρης εικόνας συνιστά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της αρχής της καλής πίστης. Η παράλειψη της τεχνικής Επιτροπής να θέσει υπόψη του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών το γεγονός της ύπαρξης των θέσεων των αιτητών φανερώνει ότι η Τεχνική Επιτροπή δεν έχει ενεργήσει με καλή πίστη.

Εφόσον η σύσταση της Τεχνικής Επιτροπής διαδραμάτισε τον κυριαρχικό ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης οι πιο πάνω πλημμέλειες της - παραβίαση των αρχών της χρηστής [*598]διοίκησης και της καλής πίστης – καθιστούν τρωτή και άκυρη την τελική απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών”.

Και περαιτέρω, σε σχέση με το καθήκον διεξαγωγής έρευνας, ως ακολούθως:

“Στην κρινόμενη υπόθεση το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ενώ είχε ενώπιον του την πρώτη έκθεση/εισήγηση της Τεχνικής Επιτροπής σε σχέση με την καταλληλότητα των αιτητών ζήτησε συμπληρωματική έκθεση. Στην συμπληρωματική έκθεση γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο έργο το οποίο εκτελούσαν οι αιτητές και αναφορά σε μέτρα που λήφθηκαν εναντίον τους. Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου και της φύσης των κατηγοριών το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών έπρεπε να είχε διερωτηθεί κατά πόσο οι αιτητές είχαν παραδεχθεί τις εναντίον τους κατηγορίες και μομφές. Ωστόσο είναι προφανές ότι θεώρησε ως τεκμηριωμένους και αδιαμφισβήτητους τους σχετικούς ισχυρισμούς της Τεχνικής Επιτροπής.

Το υπό εξέταση ζήτημα ήταν τέτοιας υφής που επέβαλλε την περαιτέρω διερεύνησή του. Στην άσκηση της σχετικής διακριτικής του ευχέρειας το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών έπρεπε να επιδιώξει να πληροφορηθεί κατά πόσο οι αιτητές είχαν αποδεχθεί τις εναντίον τους κατηγορίες. Η απουσία διερεύνησης αυτής της πτυχής καθιστά τη διερεύνηση των ισχυρισμών για ασυνέπεια των αιτητών ατελή και ανεπαρκή. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και γι’ αυτό το λόγο.”

Δεν αμφισβητείται ούτε ενώπιόν μας πως το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών παρέμεινε απληροφόρητο αναφορικά με τις θέσεις των εφεσιβλήτων. Θεωρούν, όμως, οι εφεσείοντες πως ο όγκος των άλλων εγγράφων που είχαν τεθεί ενώπιόν του, προερχόμενα από αρμόδιους λειτουργούς αλλά και τους ιδιώτες αρχιτέκτονες των έργων ήταν αρκετός για να σχηματιστεί η ορθή εικόνα της κατάστασης. Κατά την άποψή τους “ουδεμία υποχρέωση υπήρχε εκ μέρους του ενδιαφερομένου τμήματος να θέσει ενώπιον του αποφασίζοντος Συμβουλίου όλες ανεξαιρέτως τις επιστολές που ευρίσκοντο στους φακέλους του”. Εκτός αν το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ήταν δυνατό να υποψιαστεί πως είχαν όλοι συνωμοτήσει εναντίον των εφεσιβλήτων,  δεν όφειλε “να διερωτηθεί για το ‘αληθές’ των παραπόνων και την ορθότητα της εικόνας της αιτήτριας εταιρείας”. Και δεν ήταν εύλογο, επομένως, να κριθεί η παράλειψη που εντοπίστηκε ως “επιμελής” [*599]και, εν τέλει, ως ενδεικτική κακής πίστης.

Σε συμφωνία προς τις αντίθετες απόψεις των εφεσιβλήτων, δεν διαπιστώνεται αιτία παρέμβασης. Η προσέγγιση των εφεσειόντων πως δεν ήταν υποχρεωτική η ενημέρωση για “όλες ανεξαιρέτως τις επιστολές”, παρακάμπτει την αληθινή φύση του θέματος. Ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών δεν τέθηκε τίποτε, ούτε επιστολή ούτε οτιδήποτε άλλο που να αποκάλυπτε τις θέσεις των εφεσιβλήτων, τουλάχιστον ότι είχαν τις δικές τους θέσεις και πως δεν δέχονταν όσα τους καταλογίζονταν.  Επομένως, το πρόβλημα δεν αφορούσε στον όγκο του υλικού αλλά στην εικόνα που αυτό μετέδιδε. Αυτή η εικόνα ήταν πράγματι μονόπλευρη, όπως ορθά έκρινε ο συνάδελφός μας. Το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών εμφανώς κατέληξε στην απόφασή του αφού δέχτηκε, ως γεγονός, πως οι εφεσίβλητοι εκτέλεσαν κακώς προηγούμενα συμβόλαια, ρητά παραπέμποντας σε όσα, ως δεδομένα, τέθηκαν ενώπιόν του και δεν μπορεί να είναι γνωστό τώρα ποιός θα ήταν ο χειρισμός του αν, μαζί με αυτά, γνώριζε και τις θέσεις των εφεσιβλήτων. Συνεπώς η παράλειψη αφορούσε σε ουσιώδες ζήτημα που άπτεται κατ’ ευθείαν της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και, κάτω από αυτή την οπτική γωνία, δεν υπάρχει δυνατότητα διαφοροποίησης ανάλογα με το κατά πόσο η παράλειψη ήταν “επιμελής”, σκόπιμη δηλαδή, όπως εκλαμβάνουν το χαρακτηρισμό οι εφεσείοντες. Το ουσιώδες είναι πως παρουσιάστηκε μονόπλευρη εικόνα και, κάτω από τις περιστάσεις, αυτό πράγματι παραβίαζε τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης και πως, αφού ούτε και ακούστηκαν οι εφεσίβλητοι, οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση κατά πλημμελή έρευνα. Καταλήγω ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί, με έξοδα.

H έφεση επιτυγχάνει κατά πλειοψηφία, με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο