Tζιονή Xριστόδουλος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 609

(2003) 3 ΑΑΔ 609

[*609]19 Δεκεμβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στες]

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΤΖΙΟΝΗ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3201)

 

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Παρουσία κωλυόμενου μέλους στη συνεδρία, καθιστά παράνομη τη σύνθεση και άκυρη την απόφαση που λήφθηκε, έστω και αν δεν μετείχε στην εξέταση του θέματος ― Ζήτημα που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Μονάδες για «πρόσθετο συναφές προσόν» ― Η Ε.Ε.Υ. τελούσε υπό πλάνη όταν αποφάσισε πως το πτυχίο στις Επιστήμες της Αγωγής δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοιο σε σχέση με τη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης στη Φιλολογία, ως προς τα κριτήρια για τον καθορισμό του προσόντος ως πρόσθετου συναφούς ― Η απόκτησή του με εξομοίωση του Πτυχίου της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, δεν αλλοίωνε τη φύση του ως πανεπιστημιακού πτυχίου.

Ο εφεσείων επεδίωξε ανατροπή του αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του, κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών αντί του ιδίου, στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης στη Φιλολογία, απορρίφθηκε.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Είναι δεκτό από τη Δημοκρατία ότι ο κ. Ιεροκηπιώτης εμποδίζετο να μετέχει στη σύνθεση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας κατά την εξέταση της πλήρωσης των εν λόγω θέσεων.  Τούτο εξ άλλου γνωμάτευσε και ο Γενικός Εισαγγελέας. Ο κ. Ιεροκηπιώτης [*610]όμως αναφέρεται μεταξύ των παρόντων μελών της Ε.Ε.Υ. κατά τη συνεδρία της 25.11.1998 αλλά ως μη μετέχων στην εξέταση του εν λόγω θέματος εν αναμονή της γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα. Ομοίως κατά τη συνεδρία της 8.12.1998 ο κ. Ιεροκηπιώτης και πάλι αναφέρεται μεταξύ των παρόντων μελών της Ε.Ε.Υ. αλλά ως μη μετέχων στην εξέταση του εν λόγω θέματος ύστερα από γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα.  Στις επόμενες συνεδρίες ο κ. Ιεροκηπιώτης αναφέρεται ως απουσιάζων.

Το εγειρόμενο θέμα είναι, βεβαίως, όχι μόνο θεμελιακό ώστε να προέχει αλλά και τέτοιο που μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και ανεξαρτήτως της εκτάσεως στην οποία εξετάσθηκε πρωτόδικα. 

Το απλό αποτέλεσμα των πρακτικών είναι ότι ο κ. Ιεροκηπιώτης ήταν μεν παρών αλλά δεν μετείχε στην εξέταση του εν λόγω θέματος.  Η παρουσία του όμως, έστω και χωρίς να μετέχει στη διαδικασία, ήταν αρκετή, σύμφωνα με την καθιερωμένη νομολογία, ώστε να καταστήσει τη λειτουργία της Ε.Ε.Υ. παράνομη. 

2.  Η απόκτηση του πτυχίου στις Επιστήμες της Αγωγής, και μάλιστα μετά από το διορισμό του δυνάμει του πτυχίου της Φιλοσοφικής Σχολής, θα μπορούσε, ως εκ της φύσης του, να ήταν πρόσθετο συναφές προσόν.  Ούτε θα εδιαφοροποιείτο η κατάσταση ως εκ του τρόπου με τον οποίο αποκτήθηκε το εν λόγω πτυχίο, δηλαδή με εξομοίωση, πράγμα στο οποίο έδωσε έμφαση η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία αλλά και η Ε.Ε.Υ.. Δοθέντος ότι το πτυχίο αναγνωρίζεται ως τέτοιο, το γεγονός ότι η αναγνώριση του αποσκοπούσε, όπως προκύπτει από την επιφύλαξη του Άρθρου 35Β(4)(β), στο να καταστήσει ισότιμους τους κατόχους πτυχίου της Παιδαγωγικής Ακαδημίας που θα επωφελούντο της δυνατότητας εξομοίωσης του πτυχίου τους μέσω της παρακολούθησης σχετικού προγράμματος με εκείνους που είχαν πανεπιστημιακά πτυχία, δεν αλλοίωνε τη φύση του πτυχίου ως πανεπιστημιακού πτυχίου το οποίο, στην περίπτωση κατόχου και άλλου πανεπιστημιακού πτυχίου, θα μπορούσε να συνιστούσε και πρόσθετο συναφές προσόν. Γιατί το πτυχίο στις Επιστήμες της Αγωγής να μην ήταν επίσης πρόσθετο προσόν δεν εξηγείται. Η Ε.Ε.Υ. λοιπόν τελούσε υπό πλάνη ως προς τα κριτήρια που καθορίζουν τι συνιστά πρόσθετο συναφές προσόν και, ορθώς κατευθυνόμενη, θα μπορούσε να είχε δώσει στον εφεσείοντα μονάδες, ανάλογα με την κρίση της, για το εν λόγω πτυχίο του ως πρόσθετο συναφές προσόν.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Έφεση.

[*611]

Έφεση από τον αιτητή, καθηγητή Φιλολογίας, εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 877/99), ημερομηνίας 8/2/2001, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόρριψης από την E.E.Y. της ένστασης την οποία υπέβαλε κατά της απόφασης της Συμβουλευτικής να μην παραχωρήσει σ’ αυτόν πρόσθετες μονάδες για το πτυχίο του στις Eπιστήμες της Aγωγής το οποίο απέκτησε από το Πανεπιστήμιο Aθηνών για το λόγο ότι αυτό δε συνιστούσε πρόσθετο προσόν με αποτέλεσμα τη μη κατάταξή του μεταξύ των προαχθησομένων.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

XATZHXAMΠHΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, που υπηρετούσε ως καθηγητής Φιλολογίας από το 1990, ήταν υποψήφιος για μια από δεκατέσσερις θέσεις Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης στη Φιλολογία. Μεταξύ των προσόντων του ήταν το πτυχίο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το πτυχίο στις Επιστήμες της Αγωγής του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο απέκτησε αργότερα αφού, έχοντας ήδη αρχικά το πτυχίο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου, παρακολούθησε το σχετικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Αθηνών που απέληγε σε εξομοίωση του πτυχίου της Παιδαγωγικής Ακαδημίας με το πτυχίο στις Επιστήμες της Αγωγής.

Κατά τη διαδικασία της πλήρωσης των εν λόγω θέσεων, ήταν η θέση του Αιτητή ότι το πτυχίο του στις Επιστήμες της Αγωγής συνιστούσε πρόσθετο προσόν για το οποίο θα έπρεπε να του δοθούν και οι ανάλογες μονάδες σύμφωνα με το άρθρο 35Β(4)(β) το οποίο προνοεί ότι δίδονται 1 έως 5 μονάδες “για πρόσθετο προσόν το οποίο είναι συναφές με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντά της θέσης”. Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε αντίθετη γνώμη, την οποία υιοθέτησε και η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.) απορρίπτοντας σχετική ένσταση του Εφεσείοντα. Όπως αναφέρεται στα πρακτικά:

“Η Επιτροπή έχοντας υπόψη ότι:

[*612]

I. στην έφεση 525 ημερ. 16.6.89 αναφέρεται ότι το πτυχίο Π.Α.Κ. δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσθετο προσόν στη Μέση Εκπαίδευση και

II. στην Γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας ΓΕ 46(α)67Λ/II ημερ. 3.2.90 αναφέρεται ότι τα πτυχία αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως στοιχείο φακέλου,

αποφασίζει ότι και το πτυχίο παιδαγωγικών που ο κ. Τζιονής απέκτησε με το σύστημα εξομοίωσης πρέπει να ληφθεί ως στοιχείο φακέλου και όχι ως πρόσθετο προσόν στη Μέση Εκπαίδευση. Επομένως η Επιτροπή αποφασίζει να πληροφορήσει τον κο Τζιονή ότι ορθά η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν του έχει παραχωρήσει μονάδες πρόσθετων προσόντων.”

Αυτό περιόριζε ανάλογα και το σύνολο των μονάδων του Εφεσείοντα σε 212.45 και τον άφηνε εκτός των προαχθέντων κατά μερικά εκατοστά της μονάδας.  Αν το εν λόγω πτυχίο του είχε αναγνωρισθεί ως πρόσθετο προσόν και του εδίδετο έστω και μια μονάδα για αυτό, το σύνολο των μονάδων του θα τον κατάτασσε μεταξύ των προαχθησομένων.

Ο Εφεσείων έθεσε το θέμα αυτό στην προσφυγή του.  Ο αδελφός μας Δικαστής όμως, ο οποίος επελήφθη αυτής, συμφώνησε με την άποψη της Ε.Ε.Υ. με το ακόλουθο σκεπτικό:

“Πρόσθετο προσόν, με την ορθή ερμηνεία των πιο πάνω νομοθετικών ρυθμίσεων, σημαίνει προσόν που προσθέτει ποιοτικά στο απαραίτητο ακαδημαϊκό προσόν, που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας για διορισμό ή προαγωγή στη θέση. Και το προσόν τούτο βεβαίως πρέπει να είναι συναφές με την εκπαιδευτική ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντα της θέσης, όπως προβλέπονται στα σχέδια υπηρεσίας. Προσόν που απλώς αυξάνει αριθμητικά τους τίτλους σπουδών, χωρίς όμως να βελτιώνει, επαυξάνοντας το περιεχόμενο των απαραίτητων προσόντων που προβλέπονται στα σχέδια υπηρεσίας, δεν είναι πρόσθετο προσόν.”

Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη αυτή.  Αμφισβητείται όμως με το δεύτερο λόγο έφεσης και μια άλλη πτυχή της απόφασης του αδελφού μας Δικαστή ο οποίος θεώρησε ότι μια άλλη εισήγηση του Εφεσείοντα που αφορούσε τη νομιμότητα της σύνθεσης και λειτουργίας της Ε.Ε.Υ. δεν προωθήθηκε [*613]στις διευκρινίσεις και εν πάση περιπτώσει δεν ευσταθούσε.  Η εισήγηση αυτή αναφέρετο στην παρουσία του εκ των μελών της Ε.Ε.Υ. κ. Ιεροκηπιώτη κατά τη διαδικασία.  Είναι δεκτό από τη Δημοκρατία ότι ο κ. Ιεροκηπιώτης εμποδίζετο να μετέχει στη σύνθεση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας κατά την εξέταση της πλήρωσης των εν λόγω θέσεων. Τούτο εξ άλλου γνωμάτευσε και ο Γενικός Εισαγγελέας. Ο κ. Ιεροκηπιώτης όμως αναφέρεται μεταξύ των παρόντων μελών της Ε.Ε.Υ. κατά τη συνεδρία της 25.11.1998 αλλά ως μη μετέχων στην εξέταση του εν λόγω θέματος εν αναμονή της γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα. Ομοίως κατά τη συνεδρία της 8.12.1998 ο κ. Ιεροκηπιώτης και πάλι αναφέρεται μεταξύ των παρόντων μελών της Ε.Ε.Υ. αλλά ως μη μετέχων στην εξέταση του εν λόγω θέματος ύστερα από γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα. Στις επόμενες συνεδρίες ο κ. Ιεροκηπιώτης αναφέρεται ως απουσιάζων.

Το εγειρόμενο θέμα είναι, βεβαίως, όχι μόνο θεμελιακό ώστε να προέχει αλλά και τέτοιο που μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και ανεξαρτήτως της εκτάσεως στην οποία εξετάσθηκε από τον αδελφό μας Δικαστή. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία έταξε στον εαυτό της τη δύσκολη αποστολή να πείσει ότι ο κ. Ιεροκηπιώτης ούτε μετείχε αλλά ούτε και ήταν παρών κατά την εξέταση του εν λόγω θέματος στις αναφερθείσες συνεδρίες οι οποίες, πρέπει να λεχθεί, ήσαν ουσιαστικές αφού εις μεν την πρώτη απερρίφθη η ένσταση του Εφεσείοντα εις δε τη δεύτερη έγιναν συνεντεύξεις υποψηφίων.  Η θέση της αυτή εδράζετο στην ερμηνεία της αναφοράς ότι  ο κ. Ιεροκηπιώτης δεν μετείχε στην εξέταση του εν λόγω θέματος ως ταυτόσημης προς το ότι δεν ήταν παρών κατά την εξέταση του εν λόγω θέματος και στην εισήγηση ότι η καταγραφή του ονόματος του, μεταξύ των παρόντων αφορούσε μόνο τα άλλα θέματα των οποίων επελήφθη η Ε.Ε.Υ.. Μια τέτοια ερμηνεία όμως αντιστρατεύεται και την  εννοιολογική σημασία του όρου και την πραγματικότητα και θα οδηγούσε σε διαφοροποίηση των πρακτικών εξ ου και δεν επετράπη ούτε η αιτηθείσα προσαγωγή μαρτυρίας ως προς το θέμα.

Το απλό αποτέλεσμα των πρακτικών είναι ότι ο κ. Ιεροκηπιώτης ήταν μεν παρών αλλά δεν μετείχε στην εξέταση του εν λόγω θέματος. Η παρουσία του όμως, έστω και χωρίς να μετέχει στη διαδικασία, ήταν αρκετή, σύμφωνα με την καθιερωμένη νομολογία, ώστε να καταστήσει τη λειτουργία της Ε.Ε.Υ. παράνομη. 

Η κατάληξή μας αυτή δεν καθιστά αναγκαίο να εξετάσουμε τον πρώτο λόγο έφεσης με τον οποίο διατυπώνεται το παράπονο [*614]ότι ο αδελφός μας Δικαστής δεν εξέτασε ένα άλλο λόγο ακύρωσης που ο Εφεσείων είχε εισηγηθεί και αφορούσε την κατανομή των μονάδων για την ενώπιον της Ε.Ε.Υ. συνέντευξη των υποψηφίων, ούτε και τη δεύτερη πτυχή του δευτέρου λόγου έφεσης που αφορά την παρουσία του κ. Μάρκου, Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης, στις συνεδρίες κατά τις οποίες έγιναν οι συνεντεύξεις των υποψηφίων.

Αν και δεν καθίσταται αναγκαίο να εξετάσουμε ούτε τον τρίτο λόγο έφεσης που αφορά τη μη αναγνώριση του πτυχίου του Εφεσείοντα στις Επιστήμες της Αγωγής ως πρόσθετο προσόν, θεωρούμε ορθό να πράξουμε τούτο όχι μόνο διότι το θέμα έχει συζητηθεί πλήρως σε όλα τα στάδια αλλά και διότι αφορά την ουσία  του όλου πράγματος. Έχουμε δε, με όλο το σέβας προς τη θεώρηση του θέματος από τον αδελφό μας Δικαστή, διαφορετική άποψη. Το γεγονός ότι το πτυχίο του Εφεσείοντα στις Επιστήμες της Αγωγής συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των πτυχίων που θα καθιστούσαν τον κάτοχό τους προσοντούχο για διορισμό στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία δεν το αποκλείει ως πρόσθετο προσόν αν ο κάτοχός του, όπως ήταν ο Εφεσείων στην προκειμένη περίπτωση, έχει και άλλο πτυχίο, εκείνο της Φιλοσοφικής Σχολής, δυνάμει του οποίου και είχε διορισθεί. Η απόκτηση του πτυχίου στις Επιστήμες της Αγωγής, και μάλιστα μετά από το διορισμό του δυνάμει του πτυχίου της Φιλοσοφικής Σχολής, θα μπορούσε, ως εκ της φύσης του, να ήταν πρόσθετο συναφές προσόν.  Ούτε θα εδιαφοροποιείτο η κατάσταση ως εκ του τρόπου με τον οποίο αποκτήθηκε το εν λόγω πτυχίο, δηλαδή με εξομοίωση, πράγμα στο οποίο έδωσε έμφαση η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία αλλά και η Ε.Ε.Υ.. Δοθέντος ότι το πτυχίο αναγνωρίζεται ως τέτοιο, το γεγονός ότι η αναγνώριση του αποσκοπούσε, όπως προκύπτει από την επιφύλαξη του άρθρου 35Β(4)(β), στο να καταστήσει ισότιμους τους κατόχους πτυχίου της Παιδαγωγικής Ακαδημίας που θα επωφελούντο της δυνατότητας εξομοίωσης του πτυχίου τους μέσω της παρακολούθησης σχετικού προγράμματος με εκείνους που είχαν πανεπιστημιακά πτυχία, δεν αλλοίωνε τη φύση του πτυχίου ως πανεπιστημιακού πτυχίου το οποίο, στην περίπτωση κατόχου και άλλου πανεπιστημιακού πτυχίου, θα μπορούσε να συνιστούσε και πρόσθετο συναφές προσόν. Να σημειώσουμε μάλιστα, ότι η ίδια η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας έδωσε μονάδες πρόσθετου προσόντος στον υποψήφιο κ. Σαββίδη ως εκ της κατοχής πτυχίου Νομικής και στον υποψήφιο Γεώργιο Κόκκινο ως εκ της κατοχής πιστοποιητικού παρακολούθησης στο πανεπιστήμιο του Birmingham. Γιατί το πτυχίο στις Επιστήμες της Αγωγής να μην ήταν επίσης πρόσθετο προσόν δεν εξηγείται. Η Ε.Ε.Υ. λοιπόν τελούσε υπό πλάνη ως προς τα κριτήρια που καθορί[*615]ζουν τι συνιστά πρόσθετο συναφές προσόν και, ορθώς κατευθυνόμενη, θα μπορούσε να είχε δώσει στον εφεσείοντα μονάδες, ανάλογα με την κρίση της, για το εν λόγω πτυχίο του ως πρόσθετο συναφές προσόν.

Η έφεση επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η διαταγή του αδελφού μας Δικαστή ως προς τα έξοδα παραμερίζεται και η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του Εφεσείοντα σε όλα τα στάδια.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο