Πιτσιλλίδης Δημήτρης και Άλλοι ν. Επιτροπής ΚεφαλαιαγοράςΚύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 7

(2004) 3 ΑΑΔ 7

[*7]19 Ιανουαρίου, 2004

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 23, 25, 26, 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 79/2002)

1. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗΣ,

2. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΓΙΑΝΝΑΚΗ,

3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,

4. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΙΝΟΥ,

5. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

6. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΥΣΙΟΥ,

7. ΝΤΙΝΟΣ ΜΑΣΤΟΡΟΥΔΗ,

8. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΦΙΩΤΗΣ,

9. ΚΡΙΤΩΝΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,

10.            ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

11.            ΠΑΜΠΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,

12.            ΛΕΥΚΟΝΙΚΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΛΤΔ.,

Αιτητές,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 80/2002)

1. AUTOLAND FINANCE AND INVESTMENTS LTD,

2. ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΒΑΚΗΣ,

3. ΧΑΡΗΣ ΘΡΑΣΟΥ,

4. ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΠΗΛΙΩΤΗΣ,

5. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ,

Αιτητές,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

[*8](Υπόθεση Αρ. 83/2002)

1. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΣ,

2. ΞΕΝΗΣ ΛΑΡΚΟΣ,

3. ΚΩΣΤΑΣ ΑΒΡΑΑΜΙΔΗΣ,

4. ΤΙΤΟΣ ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗΣ,

5. ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΥΣΟΥΛΙΩΤΗΣ,

6. ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΕΤΣΑΣ,

7. ΑΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,

8. SHARELINIK ASSET MANAGEMENT LTD,

Αιτητές,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 84/2002)

1. ΝΙΚΟΣ ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑΣ,

2. ΗΡΩ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ,

3. ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,

4. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

5. ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΚΟΛΟΚΟΣ,

6. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

7. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

8. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΥΡΙΚΙΟΥ,

9. ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,

10.            ΠΑΝΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

11.            MARKETRENDS (CAPITAL MARKETS) LTD,

Αιτητές,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

[*9](Υπόθεση Αρ. 86/2002)

1. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ,

2. ΠΑΥΛΟΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ,

3. ΧΑΡΗΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ,

4. ΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

5. ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΥΡΟΥΤΖΙΑΤΗΣ,

6. ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥ,

7. CISCO LTD,

Αιτητές,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 345/2002)

1. GLOBAL CAPITAL LTD,

2. ΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

3. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ,

4. ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ,

5. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΤΑΚΑΣ,

6. ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,

7. ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,

8. ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΛΟΚΑΣΙΔΗΣ,

9. ΜΑΝΘΟΣ ΡΟΔΙΝΟΣ,

10.            ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ,

11.            ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΟΛΥΔΩΡΙΔΗΣ,

12.            ΛΟΥΚΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ,

13.            ΑΡΗΣ ΣΑΚΟΡΑΦΟΣ,

14.            ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ,

15.            ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΟΛΟΚΑΣΙΔΗΣ,

Αιτητές,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

[*10](Υπόθεση Αρ. 413/2002)

1. C.L.R. FINANCIAL SERVICES LTD,

2. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΟΥΣΙΟΣ,

3. ΒΑΣΟΣ ΣΙΑΚΟΣ,

4. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ,

5. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΣΚΙΔΗΣ,

6. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ,

Αιτητές,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 414/2002)

1. C.L.R. FINANCIAL SERVICES LTD,

2. ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ,

3. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΣΚΙΔΗΣ,

4. ΜΑΡΙΑ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,

5. ΜΑΡΙΝΟΣ ΓΙΑΛΕΛΗ,

6. ΝΑΝΤΙΑ-ΘΑΛΕΙΑ ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ,

7. ΡΟΔΟΘΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ,

8. ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΦΙΛΩΤΑΣ,

9. ΔΡ. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΔΑΜΙΓΟΣ,

10. ΝΙΚΟΣ ΑΒΡΑΑΜ,

Αιτητές,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 415/2002)

1. C.L.R. FINANCIAL SERVICES LTD,

2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

3. ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΙΑΣ,

4. ΤΑΣΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

[*11]5.     ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ,

6. ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,

7. ΑΒΡΑΑΜ ΛΟΥΚΑ,

8. ΛΟΪΖΟΣ ΛΟΪΖΟΥ,

9. ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΑΔΑΜΟΥ,

Αιτητές,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 79/2002, 80/2002, 83/2002, 84/2002, 86/2002,

345/2002, 413/2002, 414/2002, 415/2002)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 25 ― Δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος ― Νομολογιακά πορίσματα ως προς την έκταση των επιτρεπομένων περιορισμών στο δικαίωμα.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Έλεγχος της από τα Δικαστήρια ― Περιθώρια ελέγχου και προϋποθέσεις ― Νομολογία.

Ο περί Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) (Αρ.8) Νόμος του 2000 (Ν.137(Ι)/2000) ― Άρθρο 2 ― Απαγόρευση υπέρβασης του ποσοστού 20% του ενεργητικού επενδυτικού οργανισμού σε ρευστά διαθέσιμα, εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών ― Ισοδυναμεί με επιβολή υποχρέωσης επένδυσης του 80% του ενεργητικού ανεξάρτητα από τη γνώση και εμπειρία των οργάνων διοικήσεως ― Παραβιάζει τον πυρήνα του δικαιώματος ελεύθερης άσκησης επαγγέλματος του Αρθρου 25.1 του Συντάγματος ― Εκτενής Νομολογία.

Οι αιτητές προσέβαλαν με τις προσφυγές τους που συνεκδικάστηκαν, τις αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τις οποίες τους επιβλήθηκαν διοικητικά πρόστιμα λόγω παράβασης του Άρθρου 2 του Ν.82(Ι)/2001, λόγω δηλαδή υπέρβασης των ρευστών διαθέσιμων του ενεργητικού των εταιρειών πέραν του 20% για ένα έτος. Τέθηκαν ζητήματα συνταγματικότηας ειδικότερα για παραβίαση του Άρθρου 25 του Συντάγματος.

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας [*12]τις επίδικες αποφάσεις, αποφάσισε ότι:

1.  Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των Νόμων.

     Η εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας θα εξετασθεί με βάση τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των Νόμων. Έχουν τεθεί στην Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 (απόφαση Ιωσηφίδη, Δ.). Τις παραθέτουμε:

1.  Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποφασισθεί το αντίθετο «πέρα από κάθε λογική αμφιβολία». Καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός αν είναι αντισυνταγματική πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.

2.  Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία τους ή τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος.

3.  Αν είναι δυνατόν τα δικαστήρια θα ερμηνεύσουν το Νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.

4.  Η δικαστική εξουσία δεν επεκτείνεται στην εξέταση αφηρημένων ζητημάτων, με άλλα λόγια τα δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεως εκτός αν αυτό είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς.

     Στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 339 (απόφαση Πική, Π.), αποφασίστηκε ότι:

«Η μεδοθολογία ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύγκειται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Η έρευνα αποβλέπει στη διαπίστωση κατά πόσο οι διατάξεις του νόμου συγκρούονται με το Σύνταγμα ή συνάδουν με αυτό. Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται και δεν εξετάζει τη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετήματος. Ο συνταγματικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση συγκρούσεων ή αντιθέσεων προς το Σύνταγμα».

[*13]2.        Άρθρο 25 του Συντάγματος – Η θέση της νομολογίας.

     Στην In re Ali Ratip, 3 R.S.C.C. 102, 105, λέχθηκε ότι η ελευθερία την οποία κατοχυρώνει το Άρθρο 25 δεν αποτιμάται θεωρητικά.

     Στην Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616 (απόφαση Πική, Π.) λέχθηκε ότι «μόνο όπου οι γενόμενες ρυθμίσεις περιορίζουν την άσκηση του δικαιώματος σε όρια που είναι ασυμβίβαστα με την ελευθερία που εγγυάται το Σύνταγμα παραβιάζεται το δικαίωμα».

     Στην Lapertas Fisheries Ltd κρίθηκε ότι το Άρθρο 3(1) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμος του 2000 (Ν.42(Ι)/2000) παραβιάζει το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος.

     Εν όψει της θέσης της νομολογίας προκύπτουν για εξέταση τα πιο κάτω ζητήματα:

(α)          Κατά πόσο οι επίδικες δεσμεύσεις δικαιολογούνται από σοβαρούς κοινωνικούς, οικονομικούς ή άλλους λόγους.

(β)          Κατά πόσο είχε ληφθεί υπόψη το νομοθετικό καθεστώς υπό το οποίο οργανώθηκε και ασκήθηκε η δραστηριότητα των αιτητών.

(γ)          Κατά πόσο είχε εξετασθεί προηγουμένως η δυνατότητα προσαρμογής των φορέων της δραστηριότητας στους νέους όρους και κατά πόσο συνέτρεχε αποχρών λόγος για την εισαγωγή των επιδίκων δεσμεύσεων.

(δ)          Κατά πόσο η επίδικη ρύθμιση πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος και τείνει να εξουδετερώνει την ελευθερία που εγγυάται.

     Ως προς το πρώτο ζήτημα, η επί του προκειμένου θέση της νομολογίας έχει διατυπωθεί στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 Α.Α.Δ. 238. Λέχθηκε ότι εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου. 

     Διαπιστώνεται ότι στον επίμαχο νόμο δεν συγκεκριμενοποιούνται με οποιοδήποτε τρόπο οι λόγοι που δικαιολογούν τις επίδικες δεσμεύσεις.

[*14]           Συνέχεια με τα ζητήματα (β) και (γ). Το νομοθετικό καθεστώς υπό το οποίο οργανώθηκε και ασκήθηκε η δραστηριότητα ορισμένων από τους αιτητές διέπεται από την παραγ. 3(α) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β, σύμφωνα με την οποία οι επενδυτικοί οργανισμοί μπορούσαν να προβούν σε δύο είδη επενδύσεων: Αγορά κινητών αξιών και ρευστά διαθέσιμα – έντοκες καταθέσεις σε τράπεζες.  Με την επίδικη δέσμευση υποχρεώνονται να επενδύουν οπωσδήποτε το 80% των κεφαλαίων τους σε κινητές αξίες. Στον επίμαχο νόμο δεν φαίνεται να είχε ληφθεί υπόψη το νομοθετικό καθεστώς υπό το οποίο οργανώθηκε και ασκήθηκε η δραστηριότητα των πιο πάνω αιτητών. Ούτε είχε εξετασθεί προηγουμένως η δυνατότητα προσαρμογής των φορέων της δραστηριότητας στους νέους όρους.

     Επί του προκειμένου παρατηρείται ότι η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 7.8.2001 «αφού συζήτησε εκτενώς το όλο θέμα κατέληξε ότι διαφωνεί με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου και τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις εταιρείες πλην όμως κατέληξε στο ότι είναι αναγκασμένη να προχωρήσει με την εφαρμογή του». Στη δε συνεδρία της ημερ. 12.11.2001 η Επιτροπή εξέφρασε τον προβληματισμό της για τη συνταγματικότητα του Νόμου 137(Ι)/2000 αλλά κατέληξε ότι αυτές είναι οι πρόνοιες του Νόμου στο παρόν στάδιο και πρέπει να εφαρμοστούν όπως ισχύουν σήμερα.  Επικροτείται η στάση της Επιτροπής η οποία αποτελεί στάση συμμόρφωσης προς τους Νόμους της Πολιτείας.

     Αναφορικά με το τέταρτο ζήτημα λαμβάνεται υπόψη ότι σύμφωνα με την παραγ. 2(α) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β τα όργανα διοικήσεως και ο διαχειριστής επενδύσεων ενός επενδυτικού οργανισμού πρέπει να διαθέτουν εχέγγυα ήθους και ικανή γνώση και εμπειρία για τη διαχείριση των επενδύσεων του Οργανισμού. Θεωρούμε ωστόσο ότι ο επίδικος νόμος δεν επιτρέπει στα όργανα της διοικήσεως και τον διαχειριστή επενδύσεων να διαχειρισθούν τις επενδύσεις του Οργανισμού σύμφωνα με την «ικανή γνώση και εμπειρία τους». Τους επιβάλλει να προβούν οπωσδήποτε σε επενδύσεις του 80% των κεφαλαίων τους ανεξάρτητα από το τί υπαγορεύει η ικανή γνώση και εμπειρία τους.

     Μια από τις υποχρεώσεις των επενδυτικών οργανισμών είναι η διανομή μερισμάτων προς τους «μετόχους η μεριδιούχους του επενδυτικού οργανισμού» (βλ. παραγ. 2 (η) (ι) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β). Είναι αυτονόητο ότι η διανομή μερισμάτων προϋποθέτει την πραγματοποίηση κερδών. Είναι επίσης αυτονόητο ότι η πραγματοποίηση κερδών προκύπτει από επενδύσεις στις [*15]οποίες προβαίνει ένας επενδυτικός οργανισμός με βάση οικονομικούς όρους και με βάση την ικανή γνώση και εμπειρία των οργάνων της διοικήσεως του. Ένας επενδυτής πρέπει να έχει ελευθερία επιλογής του είδους των επενδύσεων και του χρόνου των επενδύσεων όταν προβαίνει σε επενδύσεις. Επομένως, η υποχρέωση που επιβάλλει ο επίδικος νόμος στους επενδυτικούς οργανισμούς ήτοι ότι «εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών αρχομένων από την 1η Ιουλίου εκάστου έτους ο σταθμικός μέσος  όρος σε ρευστά διαθέσιμα επενδυτικού οργανισμού ... δε δύναται να υπερβαίνει το ποσοστό του είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του ενεργητικού  τους» αφαιρεί από τους Οργανισμούς αυτούς τη δυνατότητα να προβαίνουν σε επενδύσεις σύμφωνα «με την ικανή γνώση και εμπειρία των οργάνων της διοικήσεως των». Η υποχρέωση για επένδυση του 80% των κεφαλαίων των επενδυτικών οργανισμών εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών ισοδυναμεί με επιβολή υποχρέωσης στους επενδυτικούς οργανισμούς να επενδύουν ένα σημαντικό μέρος των κεφαλαίων τους ανεξάρτητα από το τί υπαγορεύει η γνώση και εμπειρία των οργάνων της διοικήσεως. Αν λοιπόν η γνώση και εμπειρία των μελών της διοικήσεως υπαγορεύει πως επένδυση οποιουδήποτε ποσού κατά τον κρίσιμο χρόνο θα αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των οργανισμών και κατ’ επέκταση των μελών τους, αυτό σημαίνει πως οι επίδικοι περιορισμοί εισέρχονται τόσον ουσιωδώς στον κύκλο των συναλλαγών των αιτητριών ώστε πράγματι να καθίσταται αδύνατη ή να τίθεται υπό άμεσο κίνδυνο η πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας των αιτητριών εκ των οποίων εξαρτάται η επιβίωση των ως οικονομικών μονάδων. Ρύθμιση η οποία θέτει σε άμεσο κίνδυνο την πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών των αιτητριών προκαλεί ουσιαστική αδυναμία στη διεξαγωγή της εργασίας τους. Πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος και εξουδετερώνει την ελευθερία που εγγυάται.  Η επίδικη ρύθμιση παραβιάζει, πέρα από κάθε αμφιβολία, το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Lapertas Fisheries Ltd v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 Α.Α.Δ. 238,

Police v. Lanitis Bros Ltd, 3 R.S.C.C. 10,

[*16]

Shistris v. CTO (1983) 2 C.L.R. 72,

District Office Nicosia v. Demosthenis Michael, 3 R.S.C.C. 126,

Γεωργίου v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616,

Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,

Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167,

ΡΙΚ v. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 252,

Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441,

Miliotis v. Police (1966) 2 C.L.R. 62,

Nicosia Police v. Georghiou & Others, 4 R.S.C.C. 36,

District Officer Nicosia and Others v. Michael, 4 R.S.C.C. 126,

Kontos v. Republic (1974) 3 C.L.R. 112,

Marabou Floating Restaurant Ltd v. Republic (1973) 3 C.L.R. 397,

Meridien Training v. Minister of Commerce (1987) 3 C.L.R. 1930,

Eleourghia Pettemerides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1880,

Vorkas and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 757,

Nanoka Ltd v. Αστυνομίας (2001) 2 A.A.Δ. 471,

Εταιρεία Ανδρόνικος Βασιλειάδης & Υιοί Λτδ κ.α. v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 715.

Προσφυγές.

[*17]

Συνεκδικαζόμενες προσφυγές των αιτητριών εταιρειών, επενδυτικών οργανισμών, οργάνων της διοικήσεως τους και διαχειριστών των επενδύσεών τους κατά των αποφάσεων ημερ. 12/11/01 και 11/3/02 με τις οποίες τους επιβλήθηκε η ποινή του διοικητικού προστίμου με βάση τις εξουσίες οι οποίες παρέχονται στην Επιτροπή με βάση το Άρθρο 2 του Ν. 82(Ι)/2001, όπως τροποποιήθηκε και τις ειδικές διατάξεις τις οποίες εισήγαγε ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) Νόμος (Ν. 120(Ι)/2001).

Α.Σ. Αγγελίδης με Γ. Τριανταφυλλίδη, για τους Αιτητές.

Κ. Καντούνας, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Όλες οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί. Στρέφονται κατά αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (η Επιτροπή) του ιδίου περιεχομένου η οποία βασίσθηκε επί των αυτών νομοθετικών διατάξεων.

Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις.

Όλες οι αιτήτριες εταιρείες στις πιο πάνω προσφυγές είναι επενδυτικοί οργανισμοί με βάση τους περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμους και Κανονισμούς. Οι υπόλοιποι αιτητές στην κάθε μια από τις προσφυγές είναι «όργανα της διοικήσεως των αιτητριών εταιρειών ή διαχειριστές επενδύσεων των αιτητριών εταιρειών».

Με απόφαση της ημερ. 12.11.2001 η Επιτροπή έκρινε ότι η αιτήτρια εταιρεία στην Προσφυγή 79/2002 παρέβη το αρ. 2 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικού) (Αρ. 8) Νόμου του 2000 (ο Νόμος 137(Ι)/2000). Ταυτόχρονα, σε σχέση με την πιο πάνω αναφερόμενη παράβαση, αποφάσισε όπως επιβάλει το ακόλουθο διοικητικό πρόστιμο στην αιτήτρια εταιρεία, με βάση την εξουσία που της παρέχεται από το άρθρο 2 του Νόμου 82(Ι)/2001 όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του Νόμου του 120(Ι)/2001:

«Διοικητικό πρόστιμο ύψους £27,00 για κάθε εκατοστιαία [*18]μονάδα υπέρβασης του ποσοστού (του σταθμικού μέσου όρου του 20% του ενεργητικού της εν λόγω εταιρείας σε ρευστά διαθέσιμα κατά την διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών), και εφεξής για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης μέχρις ότου διαπιστωθεί ότι έχει επιτευχθεί συμμόρφωση προς το όριο που προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο.» 

Στην πιο πάνω απόφαση διευκρινίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου 82(Ι)/2001 (εδάφιο 2) η επιβολή της άνω ποινής του διοικητικού προστίμου βαρύνει τα όργανα διοικήσεως και το διαχειριστή επενδύσεων της αιτήτριας εταιρείας, οι οποίοι καθίστανται αλληλέγγυοι προς καταβολή του.

Κατά την πιο πάνω ημερομηνία (12.11.2001) η Επιτροπή με ξεχωριστές αποφάσεις της έλαβε τις ίδιες αποφάσεις σε σχέση με τις αιτήτριες εταιρείες στις Προσφυγές 80/2002, 83/2002, 84/2002 και 86/2002 και τους επέβαλε το διοικητικό πρόστιμο που αναφέρεται πιο πάνω.

Οι πιο πάνω αποφάσεις κοινοποιήθηκαν προς όλους τους αιτητές στις Προσφυγές 79/2002, 80/2002, 83/2002, 84/2002 και 86/2002 με επιστολή της Επιτροπής ημερ. 14.11.2002. Με τις Προσφυγές 80/2002, 83/2002, 84/2002 και 86/2002 επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης που κοινοποιήθηκε στους αιτητές με την πιο πάνω επιστολή ημερ. 14.11.2001.

Ακριβώς παρόμοιες – ξεχωριστές – αποφάσεις λήφθηκαν από την Επιτροπή στις 11.3.2002. Αφορούν την κάθε μια από τις αιτήτριες εταιρείες στις Προσφυγές 345/2002, 413/2002, 414/2002 και 415/2002.

Οι αποφάσεις που λήφθηκαν στις 11.3.2002 κοινοποιήθηκαν σε όλους τους αιτητές στις Προσφυγές 345/2002, 413/2002, 414/2002 και 415/2002. Εξού και οι αντίστοιχες προσφυγές.

Το νομοθετικό πλαίσιο.

Όπως έχει ήδη λεχθεί οι αιτήτριες εταιρείες είναι επενδυτικοί οργανισμοί. Τον όρο «επενδυτικός οργανισμός» βρίσκουμε στο αρ. 2 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 (Ν. 64(Ι)/2001). Έχει ως εξής:

«‘επενδυτικός οργανισμός κλειστού τύπου’ ή ‘επενδυτικός οργανισμός’ σημαίνει τον εκδότη που έχει ως κύριο σκοπό τη [*19]συλλογική επένδυση σε κινητές αξίες κεφαλαίων που συγκεντρώνει από το κοινό και του οποίου η λειτουργία βασίζεται στην αρχή της κατανομής των κινδύνων προς όφελος των μετόχων ή μεριδιούχων.»

Σχεδόν παρόμοιο ορισμό συναντούμε και στο αρ. 2 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 (όπως έχουν τροποποιηθεί) (οι Κανονισμοί), οι οποίοι έχουν θεσπισθεί «κατά τις διατάξεις» του αρ. 71(1) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 (Νόμος 14(Ι)/93 όπως έχει τροποποιηθεί). Έχει ως εξής:

«‘επενδυτικός οργανισμός’ σημαίνει τον εκδότη που κύριο σκοπό έχει να επενδύει συλλογικά σε κινητές αξίες κεφάλαια που συγκεντρώνει από το κοινό και του οποίου η λειτουργία βασίζεται στην αρχή της κατανομής των κινδύνων, προς όφελος των μετόχων ή μεριδιούχων.»

Οι προϋποθέσεις εισαγωγής τίτλων των επενδυτικών οργανισμών προδιαγράφονται από τον Καν. 63 και το Μέρος ΙΙ του Παραρτήματος Β των Κανονισμών. Σύμφωνα με τον Καν. 63: «Το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (το Συμβούλιο) έχει εξουσία να αποδέχεται αίτηση για την εισαγωγή ή έκδοση τίτλων από επενδυτικούς οργανισμούς, εφόσον εκτός των άλλων προϋποθέσεων που θέτουν οι Κανονισμοί αυτοί, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που αναγράφονται στο Μέρος ΙΙ, του συνημμένου στους Κανονισμούς αυτού Παραρτήματος Β».

Η παραγ. 1 του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β προβλέπει ότι «το Συμβούλιο αποδέχεται την αίτηση ενός επενδυτικού οργανισμού προς εισαγωγή τίτλων του στο Χρηματιστήριο, εφόσον ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που θέτουν ο Νόμος, οι Κανονισμοί αυτοί και επιπλέον οι διατάξεις που καθορίζονται στις επόμενες διατάξεις του Μέρους αυτού».

Οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την αποδοχή της αίτησης παλαιού ή νεοσυσταθέντος επενδυτικού οργανισμού προδιαγράφονται από την παραγ. 2 του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β. Οι κύριες προϋποθέσεις είναι οι εξής:

«(α) Τα όργανα διοικήσεως και οι διαχειριστής επενδύσεων του οργανισμού διαθέτουν εχέγγυα ήθους και ικανή γνώση και εμπειρία για τη διαχείριση των επενδύσεων του οργανισμού·

[*20]

(β) υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της πιο κάτω υποπαραγράφου (ε) της παραγράφου αυτής, ο οργανισμός αυτός δεν ελέγχει ή συμμετέχει ενεργώς στη διοίκηση ή διαχείριση των εκδοτών, στους οποίους επενδύει, ούτε επιδιώκει να το πράξει·

(γ) δεν πραγματεύεται με αδικαιολόγητη συχνότητα σε κινητές αξίες·

(δ) υπάρχει εύλογος διασπορά των επενδύσεων του.

...................................................................................................

(η) (ι) προς τους μετόχους ή μεριδιούχους του οργανισμού θα διανέμονται μερίσματα μόνο εφόσον αυτά καλύπτονται από προσόδους, που απορρέουν από τις επενδύσεις του χαρτοφυλακίου του οργανισμού και από τη συμμετοχή του οργανισμού σε κέρδη συνδεδεμένων εταιρειών, μετά την καταβολή αυτών προς τον οργανισμό·

     (ιι) κατ’ εξαίρεση ο οργανισμός δύναται να διανέμει ως μέρισμα ποσοστό μέχρι το τριάντα επί τοις εκατόν των πλεονασμάτων του, που προκύπτουν από κεφαλαιουχικά κέρδη. Ο οργανισμός δε δύναται να προβεί στη διανομή ποσοστού μεγαλύτερου των τριάντα τοις εκατόν, χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Συμβουλίου·

(θ) η ρευστοποίηση επενδύσεων, που κατά την εκτίμηση των οργάνων διοικήσεως του οργανισμού, συνιστά το πενήντα επί τοις εκατόν ή μεγαλύτερο ποσοστό του χαρτοφυλακίου του οργανισμού, θα υπόκειται στην έγκριση των μετόχων ή μεριδιούχων του Οργανισμού.»

Το είδος των επενδύσεων του επενδυτικού οργανισμού προδιαγράφεται από την παραγ. 3(α) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β. Αυτές αποτελούνται από:

«(α) (ι)  Κινητές αξίες  εισηγμένες στο Χρηματιστήριο·

  (ιι)  κινητές αξίες εισηγμένες σε εγκεκριμένα από τον Υπουργό χρηματιστήρια της αλλοδαπής·

(ιιι) μέχρι ποσοστό δέκα επί τοις εκατόν του ενεργητικού του οργανισμού, νεοεκδιδόμενες κινητές αξίες, εφόσον οι όροι έκδοσης τους προνοούν την υποχρέωση προς υποβολή αι[*21]τήσεως για την εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο ή σε εγκεκριμένο κατά τα ανωτέρω Χρηματιστήριο της αλλοδαπής, εφόσον οι αξίες αυτές εισαχθούν εντός έτους από της εκδόσεως τους·

(ιν)  ρευστά διαθέσιμα.»

Περαιτέρω, σύμφωνα με την  παραγ. (β) «ένας επενδυτικός οργανισμός, δύναται να επενδύει ποσοστό μέχρι δέκα επί τοις εκατόν του ενεργητικού του σε άλλες κινητές αξίες, εκτός από αυτές που προβλέπονται στις υποπαραγράφους (α) (ι), (ιι), (ιιι) και (ιν) πιο πάνω».

Η παράγραφος (γ) προβλέπει ότι «ένας επενδυτικός οργανισμός δύναται να επενδύει ποσοστό μέχρι το δέκα επί τοις εκατόν του ενεργητικού του σε μη εισηγμένους πιστωτικούς τίτλους, εφόσον οι τίτλοι αυτοί είναι μεταβιβάσιμοι, ρευστοποιήσιμοι και με αξία που δύναται κατά πάντα χρόνο να προσδιοριστεί επακριβώς».

Σύμφωνα με την παραγ. (δ) «οι επενδύσεις σε αξίες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (β) και (γ) πιο πάνω δεν επιτρέπεται να υπερβούν στο άθροισμα τους το ποσοστό των δέκα επί τοις εκατόν του ενεργητικού ενός επενδυτικού οργανισμού.  Κατ’ εξαίρεση, το Συμβούλιο με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού, δύναται να επιτρέψει αύξηση του ποσοστού αυτού μέχρι το τριανταπέντε επί τοις εκατόν του ενεργητικού του επενδυτικού οργανισμού, εφόσον οι αξίες αυτές είναι δημόσια χρεόγραφα».

Σχετικές είναι και οι παραγ. (ε) – (ζ) οι οποίες έχουν ως εξής:

«(ε) Ένας επενδυτικός οργανισμός δύναται να κατέχει συναφή ρευστά διαθέσιμα ή τίτλους άμεσα ρευστοποιήσιμους.

(στ) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της υποπαραγράφου (ε) της παραγράφου 2 του Μέρους αυτού, ένας επενδυτικός οργανισμός δεν επιτρέπεται να επενδύει ποσοστό πέραν του δέκα επί τοις εκατόν του ενεργητικού του σε κινητές αξίες του ίδιου εκδότη. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται να επενδύει ποσοστό πέραν του δέκα επί τοις εκατόν του ενεργητικού του σε αξίες του ιδίου εκδότη, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(ι)  Σε αξίες εκδότη με συμμετοχή στη συνολική χρηματιστηριακή αξία της αγοράς πέραν του δέκα επί τοις εκατόν, μέχρι το ποσοστό της συμμετοχής αυτής· και

[*22]

(ιι) προκειμένου περί δημοσίων χρεογράφων, υπό τις προϋποθέσεις της υποπαραγράφου (δ) της παραγράφου αυτής του Μέρους αυτού, μέχρι τριανταπέντε επί τοις εκατόν του ενεργητικού του.

(ζ) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της υποπαραγράφου (ε) της παραγράφου 2 του Μέρους αυτού, ένας επενδυτικός οργανισμός δύναται να αποκτήσει κατ’ ανώτατο όριο:

  (ι)  Μέχρι το δέκα επί τοις εκατόν του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου του ιδίου εκδότη·

(ιι)  μέχρι το δέκα επί τοις εκατό των ομολογιακών αξιών του ιδίου εκδότη·

(ιιι)  μέχρι το δέκα επί τοις εκατόν των μεριδίων ενός άλλου επενδυτικού οργανισμού.»

Τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει το ενημερωτικό δελτίο ενός επενδυτικού οργανισμού για να ικανοποιηθεί το Συμβούλιο ότι πληρούνται οι κατά νόμο προϋποθέσεις προς εισαγωγή του στο Χρηματιστήριο παρατίθενται στην παραγ. 5(α) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β. Είναι τα εξής:

«(α) Κατάλογος όλων των επενδύσεων με αξία πέραν του πέντε επί τοις εκατόν του ενεργητικού του επενδυτικού οργανισμού και τουλάχιστον των δέκα μεγαλύτερων επενδύσεων, που περιέχει:

  (ι)  Συνοπτική περιγραφή των δραστηριοτήτων των εκδοτών, στις αξίες των οποίων επενδύει·

(ιι)  την αναλογία του μετοχικού κεφαλαίου ή των μεριδίων του εκδότη που κατέχει ο επενδυτικός οργανισμός·

(ιιι)  τη δαπάνη προς αγορά των επενδύσεων αυτών·

(ιν)  την αποτίμηση της αξίας των επενδύσεων, από τα όργανα διοικήσεως και την καθαρή εσωτερική αξία του τίτλου του επενδυτικού οργανισμού·

      (ν)  τα εισπρακτέα μερίσματα από τις επενδύσεις αυτές κατά τη διάρκεια του έτους (αναφέροντας οποιαδήποτε μη συνήθη μερίσματα).»

[*23]

Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση οι αιτήτριες εταιρείες φέρονται να έχουν παραβιάσει το αρ. 2 του πιο πάνω Νόμου 137(Ι)/2000. Το παραθέτουμε:

«2. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του βασικού νόμου ή οποιωνδήποτε κανονισμών εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του, ο εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών αρχομένων από την 1η Ιουλίου εκάστου έτους σταθμικός μέσος όρος σε ρευστά διαθέσιμα επενδυτικού οργανισμού ο οποίος έχει εισηγμένους τίτλους του στο Χρηματιστήριο δε δύναται να υπερβαίνει το ποσοστό του είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του ενεργητικού του:

Νοείται ότι ο έλεγχος ως προς τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου θα διενεργηθεί για πρώτη φορά στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2001:

Νοείται περαιτέρω ότι για τους σκοπούς του πρώτου ελέγχου ο σταθμικός μέσος όρος των ρευστών διαθεσίμων θα αφορά το χρονικό διάστημα των δώδεκα μηνών που αρχίζει την 1η Ιουλίου του 2000.»

Σύμφωνα με σημείωση – στο περιθώριο – του Νόμου 137(Ι)/2002 ο Νόμος αυτός αποτελεί τροποποίηση του βασικού Νόμου με την προσθήκη ειδικής διάταξης αναφορικά με τις συνεχείς υποχρεώσεις των επενδυτικών οργανισμών.

Η επιβολή διοικητικού προστίμου έχει εισαχθεί με το αρ. 2 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικού) (Αρ. 8) Νόμου του 2001 (Ν. 82(Ι)/2001), ο οποίος – και αυτός – αποτελεί τροποποίηση του βασικού Νόμου με την προσθήκη ειδικών διατάξεων. Το αρ. 2 έχει ως εξής:

«2.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του βασικού νόμου ή οποιωνδήποτε κανονισμών εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το διεξαγόμενο σύμφωνα με τους Χρηματιστηριακούς Κανονισμούς εξαμηνιαίο έλεγχο των δραστηριοτήτων επενδυτικού οργανισμού, ο οποίος έχει τίτλους του εισηγμένους στο Χρηματιστήριο, εφόσον διαπιστώνει κατά την ημέρα του ελέγχου ότι αυτοί δε συμμορφώνονται προς την υποχρέωσή τους για διατήρηση σταθμικού μέσου όρου σε ρευστά διαθέσιμα όχι μεγαλύτερου του είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του ενεργητικού τους κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών, επιβάλλει διοικητι[*24]κό πρόστιμο ύψους μέχρι χιλίων λιρών για κάθε εκατοστιαία μονάδα υπέρβασης του ποσοστού αυτού και εφεξής για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης μέχρις ότου διαπιστώσει ότι έχει επιτευχθεί συμμόρφωση προς το όριο που προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο.

     (2) Η επιβολή της ως άνω ποινής του διοικητικού προστίμου βαρύνει τα όργανα διοικήσεως και το διαχειριστή επενδύσεων του πιο πάνω επενδυτικού οργανισμού, οι οποίοι καθίστανται αλληλέγγυοι προς καταβολή του:

Νοείται ότι σε τέτοια περίπτωση, τα όργανα διοικήσεως αποκλείονται από τη συμμετοχή τους στο διοικητικό συμβούλιο του συγκεκριμένου επενδυτικού οργανισμού και κάθε άλλης εταιρείας που έχει τίτλους της εισηγμένους στο Χρηματιστήριο και ο διαχειριστής επενδύσεων αντίστοιχα εκπίπτει της ιδιότητάς του και δε δύναται να αναλάβει καθήκοντα της ίδιας φύσεως για χρονική περίοδο τουλάχιστο τριών ετών από την ημερομηνία επιβολής της ποινής.»

Η πιο πάνω ειδική διάταξη του Νόμου 82(Ι)/2001 έχει τροποποιηθεί με το αρ. 2 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικού) (Αρ. 11) Νόμου του 2001 (Ν. 120(Ι)/2001) και ως αποτέλεσμα της τροποποίησης η Επιτροπή επιβάλλει τις ακόλουθες ποινές:

«(ι) διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι χιλίων λιρών για κάθε εκατοστιαία μονάδα υπέρβασης του ποσοστού αυτού και εφεξής για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης μέχρις ότου διαπιστώσει ότι έχει επιτευχθεί συμμόρφωση προς το όριο που προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο·

 (ιι) πρόσθετη ποινή του αποκλεισμού των οργάνων διοικήσεως του πιο πάνω επενδυτικού οργανισμού από τη συμμετοχή τους στο διοικητικό συμβούλιο του συγκεκριμένου επενδυτικού οργανισμού ή οποιουδήποτε άλλου επενδυτικού οργανισμού, ο οποίος έχει τίτλους του εισηγμένους στο Χρηματιστήριο και της απαγόρευσης στο διαχειριστή επενδύσεων αυτού να ασκεί τα καθήκοντα του.

Νοείται ότι η πρόσθετη ποινή του αποκλεισμού των  οργάνων διοικήσεως από τη συμμετοχή τους στο διοικητικό συμβούλιο του συγκεκριμένου ή άλλου εισηγμένου επενδυτικού οργανισμού και της απαγόρευσης στο διαχειριστή επενδύσεων να ασκεί τα καθήκοντά του, επιβάλλεται για τόση χρονική περίοδο όση ήθελε αποφασισθεί προς τούτο από την Επιτροπή.»

Οι λόγοι ακύρωσης.

Αντισυνταγματικότητα του Νόμου 137(Ι)/2000 σε σχέση με το αρ. 25 του Συντάγματος.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών υπέβαλαν ότι από τις πρόνοιες του αρ. 25* είναι σαφές ότι το δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος μπορεί να υπαχθεί σε όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς οι οποίοι είναι απαραίτητοι προς τα θέματα τα οποία εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 25.2 του Συντάγματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία – συνέχισαν – ότι με την επίδικη νομοθεσία (Ν. 137(Ι)/2000) επιβάλλονται όροι και περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος των αιτητριών εταιρειών εφόσον είναι αναγκασμένες κατά πάντα ουσιώδη χρόνο να επενδύουν τουλάχιστο το 80% των κεφαλαίων τους στο Χρηματιστήριο και να μην έχουν πέραν του 20% των κεφαλαίων τους σε ρευστά διαθέσιμα κεφάλαια. Η επίδικη νομοθεσία – συμπλήρωσαν – στερεί το δικαίωμα των αιτητριών από του να επιλέγουν τη συγκεκριμένη ημερομηνία που κατά τη γνώμη τους θα ήταν η καταλληλότερη και η πιο συμφέρουσα για την επένδυση των κεφαλαίων τους στο Χρηματιστήριο. Η επίμαχη νομοθεσία περιορίζει το «δικαίωμα άσκησης επικερδούς εργασίας» το οποίο συνεπάγεται ότι ο κάθε ένας μπορεί να ασκεί και να ρυθμίζει την εργασία του με τέτοιο τρόπο που ο ίδιος θεωρεί ότι θα του αποφέρει κέρδος μέσα στα πλαίσια του Νόμου. Ο συ[*26]γκεκριμένος Νόμος παραβιάζει αυτό το δικαίωμα υποχρεώνοντας μια επενδυτική εταιρεία να επενδύσει τα κεφάλαια της στο Χρηματιστήριο σε χρόνο που η ίδια ενδεχομένως να μην θεωρεί κατάλληλο. Με τη θέσπιση της επίδικης νομοθεσίας ο Νόμος επεμβαίνει άμεσα στον τρόπο με τον οποίο οι αιτήτριες θα πρέπει να διεξάγουν τις εργασίες τους αναγκάζοντας τες να επενδύσουν τεράστιο μέρος των κεφαλαίων τους στο Χρηματιστήριο, έστω και αν κατά τη γνώμη τους αυτός δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος για μια τέτοια επένδυση.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι περέπεμψαν στην Lapertas Fisheries Ltd v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335, στην οποία έγινε επισκόπηση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ερμηνευτικής του αρ. 25 του Συντάγματος.

Στο στάδιο των διευκρινίσεων οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών συνόψισαν ως εξής τις θέσεις τους:

1.  Οι επενδύσεις ενός επενδυτικού οργανισμού αποτελούνται μόνο από ρευστά διαθέσιμα κεφάλαια – καταθέσεις σε τράπεζες – και μετοχές. Δεν δικαιούνται να επενδύουν τα κεφάλαια τους σε ακίνητα ή σε οτιδήποτε άλλο.

2.  Πριν τη θέσπιση της επίδικης νομοθεσίας στις 27 Οκτωβρίου 2000 οι αιτητές ήσαν απόλυτα ελεύθεροι ν’ αποφασίσουν που και με ποιο τρόπο θα επένδυαν τα κεφάλαια των επενδυτικών οργανισμών τους οποίους διαχειρίζονταν ανάλογα με το ποια ήταν η καλύτερη επένδυση κατά τον ουσιώδη χρόνο. Εναπόκειτο στους αιτητές να αποφασίσουν κατά πόσο και σε ποιο ποσοστό θα έπρεπε να επένδυαν τα κεφάλαια τους σε μετοχές στο Χρηματιστήριο ή σε έντοκες καταθέσεις σε Τράπεζες.

3.  Με την επίδικη νομοθεσία οι αιτητές υποχρεώνονται να επενδύσουν τα κεφάλαια των επενδυτικών οργανισμών τους οποίους διαχειρίζονται σε μετοχές ούτως ώστε σε περίοδο 12 μηνών ο μέσος όρος των ρευστών διαθέσιμων κεφαλαίων τους να μην υπερβαίνει το 20%.

4.  Ο περιορισμός που επιβάλλεται είναι πολύ δραστικός εφ’  όσον η επίδικη νομοθεσία δεν προβλέπει για το 5% ή το 10% των κεφαλαίων τους αλλά τους υποχρεώνει όπως το 80% των κεφαλαίων τους να μην είναι επενδυμένο σε ρευστά διαθέσιμα κεφάλαια.

[*27]

5.  Το δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος είναι θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος. Κατ’ εξαίρεση μπορούν να επιβληθούν όροι και περιορισμοί στο πιο πάνω δικαίωμα μόνο για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 25.2 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Lapertas Fisheries Ltd v. Αστυνομίας (2002) 2 A.A.Δ. 335 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 Α.Α.Δ. 238 «εναπόκειται στη νομοθετική εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό του θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου» - σελ. 14 και 15 της υπόθεσης Λαπέρτας.

6.  «Περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου κρίνονται πάντοτε αυστηρά. Η επιβολή τους πρέπει να καταφαίνεται ως απόλυτα αναγκαία και η έκταση του περιορισμού δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι είναι απαραίτητο για την προαγωγή του σκοπού χάριν του οποίου επιβάλλεται» - Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616.

7.  Στην Αιτιολογική Έκθεση της επίδικης νομοθεσίας – Παράρτημα 1 της γραπτής αγόρευσης των καθ’ ων η αίτηση – αναφέρεται ότι ο σκοπός του νόμου «είναι να εξασφαλισθεί ότι οι επενδυτικοί οργανισμοί θα προβαίνουν σε επενδύσεις εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, γεγονός που υπαγορεύεται από τους σκοπούς της σύστασης τους και του θεσμικού τους ρόλου». Ο Καν. 3 του Παραρτήματος Β, Μέρος ΙΙ των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών ρητά αναφέρει ότι τα ρευστά διαθέσιμα είναι μια από τις μορφές επένδυσης που ένας επενδυτικός οργανισμός μπορεί να έχει. Με άλλα λόγια όταν η Βουλή των Αντιπροσώπων θέσπιζε την επίδικη νομοθεσία φαίνεται να ήταν κάτω από την εσφαλμένη εντύπωση ότι σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία τα ρευστά διαθέσιμα δεν ήταν μια μορφή επένδυσης που ένας επενδυτικός οργανισμός εδικαιούτο να έχει.

8.  Το δημόσιο συμφέρον πρέπει να εξυπηρετεί το σύνολο των πολιτών και όχι μια συγκεκριμένη τάξη πολιτών (Βλ. Basu Commentary on the Constitution of India, 4th edition σελ. 526, Police v. Lanitis Bros Ltd, 3 R.S.C.C. σελ. 10, στη σελ. 12, Shistris v. CTΟ (1983) 2 C.L.R. 72, 80, District Office [*28]Nicosia v. Demosthenis Michael, 3 R.S.C.C. 126, 128 και Γιωργούλλα Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616). Στην παρούσα υπόθεση δεν προβάλλεται οποιοσδήποτε λόγος ο οποίος να υποστηρίζει τη  θέση ότι ο τιθέμενος με τον επίδικο νόμο περιορισμός στο δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος των αιτητών εξυπηρετεί το δήμοσιο συμφέρον γενικά.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αναφέρθηκε στο αρ. 25.2 του Συντάγματος και συνέχισε ως εξής:

«Και πράγματι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την επίδικη νομοθεσία Ν.137(Ι)/2000 επιβάλλονται συγκεκριμένοι όροι και περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης του  επαγγέλματος των αιτητριών.

Δεν είναι όμως ορθή η θέση η οποία διατυπώνεται στην γραπτή αγόρευση των αιτητριών, ότι δηλαδή:

‘είναι αναγκασμένη κατά πάντα ουσιώδη χρόνο να επενδύει τουλάχιστο το 80% των κεφαλαίων της στο Χρηματιστήριο και να μην έχει πέραν του 20% των κεφαλαίων της σε ρευστά διαθέσιμα κεφάλαια.’»

Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο ο Νόμος δεν υποχρεώνει τις αιτήτριες να έχουν συνεχώς επενδυμένο το 80% των κεφαλαίων τους στο Χρηματιστήριο και να μην έχουν πέραν του 20% των κεφαλαίων τους σε ρευστά διαθέσιμα κεφάλαια. Σε κάθε δεδομένη στιγμή το επενδυμένο ποσοστό των κεφαλαίων τους δύναται να είναι οποιοδήποτε, χαμηλότερο ή υψηλότερο του 80%, νοουμένου ότι εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών αρχομένων από την 1η Ιουλίου εκάστου έτους ο σταθμικός μέσος όρος δεν είναι χαμηλότερος του 80% ήτοι τα ρευστά διαθέσιμα δεν υπερβαίνουν το ποσοστό του είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του ενεργητικού τους.

Κατά συνέπεια – συνέχισε – η θέση των αιτητριών ότι «η επίδικη νομοθεσία στερεί το δικαίωμα των αιτητών από του να επιλέγουν τη συγκεκριμένη ημερομηνία που κατά τη γνώμη τους θα ήταν η καταλληλότερη και η πιο συμφέρουσα για την επένδυση των κεφαλαίων τους στο Χρηματιστήριο» δεν είναι η ορθή. Από τη στιγμή που το ζητούμενο είναι ο σταθμικός μέσος όρος, οι επενδυτικές εταιρείες, περιλαμβανομένων και των αιτητριών, ασφαλώς και μπορούν να επιλέξουν πότε είναι η καταλληλότερη [*29]στιγμή για την επένδυση των κεφαλαίων τους στο Χρηματιστήριο, όπως βεβαίως και διατηρούν με τον τρόπο αυτό το «δικαίωμα άσκησης επικερδούς εργασίας».

Η επίδικη νομοθεσία – συμπλήρωσε ο ευπαίδευτος συνήγορος – δεν είναι τόσο περιοριστική όσο υποστηρίζουν οι αιτήτριες. Ο Νόμος μιλά για ρευστά διαθέσιμα (σταθμικός μέσος όρος) της τάξης του 20%. Από που προκύπτει – διερωτήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος – ότι το 80% του ενεργητικού πρέπει να επενδυθεί στο χρηματιστήριο; Σίγουρα πάντως όχι από τη νομοθεσία η  οποία παρουσιάζεται ως αντισυνταγματική.

Ήταν περαιτέρω η θέση του ότι «πουθενά δεν αναφέρεται στην επίδικη νομοθεσία ότι υφίσταται υποχρέωση για επένδυση στο χρηματιστήριο. Επενδύσεις δύνανται να πραγματοποιηθούν σε οποιοδήποτε τομέα της οικονομίας. Οι επιλογές είναι απεριόριστες.»

Ήταν, τέλος, η θέση του ότι στο βαθμό που η «επίδικη νομοθεσία όντως περιορίζει, καλύπτεται από την πρόνοια του άρθρου 25.2 του Συντάγματος αναφορικά με το δημόσιο συμφέρον». Ο μόνος όρος ότι «διατυπώσεις, όροι και περιορισμοί δεν θα τίθενται δια νόμου κατ’ επίκλησιν του δημοσίου συμφέροντος εφ’ όσον είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα εκατέρας κοινότητας» δεν βρίσκει εφαρμογή αφού οι πρόνοιες της επίδικης νομοθεσίας δεν είναι αντίθετες «προς τα συμφέροντα εκατέρας κοινότητας».

Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των Νόμων.

Η εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας θα εξετασθεί με βάση τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των Νόμων. Έχουν τεθεί στην Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 (απόφαση Ιωσηφίδη, Δ.). Τις παραθέτουμε:

1.  Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποφασισθεί το αντίθετο «πέρα από κάθε λογική αμφιβολία». Καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός αν είναι αντισυνταγματική πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.

2.  Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία τους ή τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης ή [*30]το πνεύμα του Συντάγματος.

3.  Αν είναι δυνατόν τα δικαστήρια θα ερμηνεύσουν το Νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.

4.  Η δικαστική εξουσία δεν επεκτείνεται στην εξέταση αφηρημένων ζητημάτων, με άλλα λόγια τα δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεως εκτός αν αυτό είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς.

Βλ. και Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 339 (απόφαση Πική, Π.): «Η μεδοθολογία ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύγκειται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Η έρευνα αποβλέπει στη διαπίστωση κατά πόσο οι διατάξεις του νόμου συγκρούονται με το Σύνταγμα ή συνάδουν με αυτό. Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται και δεν εξετάζει τη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετήματος. Ο συνταγματικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση συγκρούσεων ή αντιθέσεων προς το Σύνταγμα» (βλ. επίσης, The Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167, ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 252, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441 και Miliotis v. Police (1966) 2 C.L.R. 62).

Άρθρο 25 του Συντάγματος – Η θέση της νομολογίας.

Στην In re Ali Ratip, 3 R.S.C.C. 102, 105, λέχθηκε ότι η ελευθερία την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 25 δεν αποτιμάται θεωρητικά. Στην Police v. Liveras, 3 R.S.C.C. 65, λέχθηκε ότι το άρθρο 25 αναφέρεται σε άμεση και όχι έμμεση επέμβαση. Κρίθηκε ότι Δημοτικοί Κανονισμοί, περιοριστικοί του δικαιώματος στάθμευσης, ήταν παραδεκτοί χάριν του δημοσίου συμφέροντος.

Στη Nicosia Police v. Georghiou & Others, 4 R.S.C.C. 36, αντικείμενο της εξέτασης ήταν η συνταγματικότητα του περί Αρτοποιείων (Νυκτερινή Εργασία) Νόμου, Κεφ. 177. Κρίθηκε ότι η απαγόρευση, που έθετε ο Νόμος, στη νυκτερινή λειτουργία των αρτοποιείων, δεν ήταν αναγκαία για την προστασία της υγείας του κοινού γενικά, ή των υπαλλήλων των αρτοποιείων ειδικά, που ήταν οι σκοποί για τους οποίους θεσμοθετήθηκε. Κατά συνέπεια [*31]το άρθρο 3 του νόμου, που επέβαλλε τον περιορισμό, ήταν αντισυνταγματικό (Βλ. επίσης, District Officer Nicosia and Others v. Michael, 4 R.S.C.C. 126, Police v. Lanitis Bros Ltd (Coca-Cola), 3 R.S.C.C. 10, Kontos v. Republic (1974) 3 C.L.R. 112, Marabou Floating Restaurant Ltd v. Republic (1973) 3 C.L.R. 397, Meridien Trading v. Minister of Commerce (1987) 3 C.L.R. 1930, Eleourghia Pettemerides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1880 και Vorkas and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 757).

Στη Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616 (απόφαση Πική, Π.) λέχθηκε ότι «μόνο όπου οι γενόμενες ρυθμίσεις περιορίζουν την άσκηση του δικαιώματος σε όρια που είναι ασυμβίβαστα με την ελευθερία που εγγυάται το Σύνταγμα παραβιάζεται το δικαίωμα». Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διασαφηνίζει ότι η λελογισμένη ρύθμιση των όρων άσκησης του δικαιώματος εργασίας στον κοινωνικό χώρο δεν συνιστά άρνηση του δικαιώματος· μόνο όπου οι γενόμενες ρυθμίσεις περιορίζουν την άσκηση του δικαιώματος σε όρια που είναι ασυμβίβαστα με την ελευθερία που εγγυάται το Σύνταγμα, παραβιάζεται το δικαίωμα (Βλ. μεταξύ άλλων, The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, Joseph Hadjiloukas v. The Board for Registration of Architects & Civil Engineers (1966) 3 C.L.R. 666). Οι όροι και περιορισμοί οι οποίοι ανάγονται στα ‘συνήθως απαιτούμενα’ για την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα, γίνονται δεκτοί εφόσον εκ της φύσεώς τους ανάγονται στα κοινώς παραδεκτά στον συγκεκριμένο τομέα εργασίας. Αυτή είναι η πρώτη κατηγορία όρων και περιορισμών στους οποίους μπορεί να υπαχθεί η άσκηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει η παράγραφος 1 του Άρθρου 25. Η δεύτερη, αφορά όρους και περιορισμούς οι οποίοι κρίνονται απαραίτητοι προς εξυπηρέτηση ενός ή περισσοτέρων σκοπών που εξειδικεύονται, περιλαμβανομένου και του δημοσίου συμφέροντος.

...................................................................................................

Όροι και περιορισμοί που τίθενται για την προαγωγή ενός ή περισσότερων επιτρεπτών, κατά το Άρθρο 25.2 σκοπών, πρέπει να συσχετίζονται προς αυτούς και να συμβάλλουν στην ευόδωσή τους. Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 165, περιορισμοί στην [*32]άσκηση του επαγγέλματος του μεταπωλητή οχημάτων κρίθηκαν αυθαίρετοι και αποκηρύχθηκαν ως αντισυνταγματικοί. Δεν ανάγονταν στα συνήθως απαιτούμενα για την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, ούτε είχαν σχέση με διαφαινόμενο συμφέρον του δημοσίου στην επιβολή τους.  Σκοπούσαν, όπως τονίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας, στη δημιουργία ενός κλειστού κύκλου μεταπωλητών, οικογενειακού χαρακτήρα, και ως τέτοιου απαράδεκτου.

...................................................................................................

Περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου κρίνονται πάντα αυστηρά. Η επιβολή τους πρέπει να καταφαίνεται ως απόλυτα αναγκαία και η έκταση του περιορισμού δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη απ’ ότι είναι απαραίτητο για την προαγωγή του σκοπού χάριν του οποίου επιβάλλεται.

...................................................................................................

Μόνο όπου ρυθμίσεις συνήθεις για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή τη διεξαγωγή εμπορίου όπως είναι ο καθορισμός των ωρών και ημερών λειτουργίας των καταστημάτων πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 και τείνουν να εξουδετερώσουν την ελευθερία που εγγυάται, δικαιολογείται η αποκήρυξη τους ως αντισυνταγματικών.»

(Βλ. και Νanoka Ltd ν. Αστυνομίας (2001) 2 A.Α.Δ. 471, Εταιρεία Ανδρόνικος Βασιλειάδης & Υιοί Λτδ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 715).

Στη Lapertas Fisheries Ltd (πιο πάνω) κρίθηκε ότι το αρ. 3(1) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμος του 2000 (Ν. 42(Ι)/2000) παραβιάζει το αρ. 25.1 του Συντάγματος. Μεταφέρουμε το σχετικό μέρος του σκεπτικού της απόφασης:

«Το επίδικο άρθρο 3(1) του Νόμου 42(Ι)/2000 επιβάλλει υποχρέωση για υποβολή δεόντως στοιχειοθετημένης και τεκμηριωμένης αίτησης για εισαγωγή των τίτλων της συγκεκριμένης εταιρείας στο Χρηματιστήριο εντός 8 μηνών από τις 7.4.2000 – ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου 44(Ι)/2000. Η υποχρέωση βαρύνει οποιοδήποτε «εκδότη, εταιρεία, μέλος συμβουλίου εταιρείας ή πρόσωπο». Οι εφεσείοντες περιγράφονται ως εκδότες.

[*33]

Έχουμε την άποψη πως η πράξη υποβολής αίτησης για εισαγωγή μιας εταιρείας στο Χρηματιστήριο και η επιλογή του χρόνου για υποβολή της αίτησης αποτελούν δραστηριότητες που έχουν ως μοναδικό σκοπό την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων της εταιρείας και των μελών της. Το ποιός είναι ο κατάλληλος χρόνος για υποβολή της αίτησης, πρέπει να αποτελεί αποκλειστικά ζήτημα που εμπίπτει εντός των αποκλειστικών εξουσιών των προσώπων ή οργάνων που σύμφωνα με το καταστατικό της εταιρείας και τους σχετικούς Νόμους έχουν την ευθύνη της διαχείρισης των οικονομικών της εταιρείας. Ο κ. Χριστοφή υπέβαλε, και δεν έχει αντικρουσθεί, ότι τα οικονομικά συμφέροντα της εταιρείας και των μελών της είναι συνδεδεμένα με το χρόνο υποβολής της αίτησης.  Σύμφωνα με τον κ. Χριστοφή το επίμαχο άρθρο 3(1) εξαναγκάζει τους εφεσείοντες να υποβάλουν την αίτηση «σε προκαθορισμένο χρόνο ακόμα και αν αυτό θα ήταν ενάντια στα συμφέροντα της εταιρείας». Δεν υπήρξε αντίλογος σ’ αυτή την εισήγηση. Θεωρούμε, επομένως, ότι το επίμαχο άρθρο στην ουσία εξαναγκάζει τους εφεσείοντες δυνητικά να ενεργούν εν γνώσει τους εναντίον των οικονομικών τους συμφερόντων και εκείνων των μελών της εταιρείας. Και αυτό άσχετα με το μέγεθος επηρεασμού τέτοιων συμφερόντων.

Το επίμαχο άρθρο επιβάλλει υποχρέωση στους εφεσείοντες να λάβουν μέτρα για την εισαγωγή των τίτλων της εταιρείας εντός συγκεκριμένης προθεσμίας – εντός 8 μηνών από τις 7.4.2000 – ανεξάρτητα από τις οικονομικές επιπτώσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος και ανεξάρτητα από το κατά πόσο η εισαγωγή θα αποβεί επιζήμια ή καταστροφική για τα οικονομικά συμφέροντα της εταιρείας και των μελών της. Στερεί από τους εφεσείοντες τη δυνατότητα να ενεργούν με τον τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν ότι προωθεί τα οικονομικά συμφέροντα της εταιρείας και των μελών της. Αγνοεί παντελώς και παραγνωρίζει τα οικονομικά συμφέροντα της εταιρείας και το δικαίωμα της να ασκεί επικερδή εργασία. Αγνοεί, επίσης, τη δυνατότητα των εφεσειόντων να προσαρμοστούν προς τους προβλεπόμενους περιορισμούς. Αδιαφορεί για τις τυχόν δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις σε περίπτωση συμμόρφωσης. Ποινικοποιεί, και μάλιστα με ποινή φυλάκισης 2 ετών ή με πρόστιμο μέχρι πενήντα χιλιάδων λιρών ή και  με τις δυο αυτές ποινές, την ελευθερία των εφεσειόντων να ρυθμίζουν τις οικονομικές τους σχέσεις και την ελεύθερη οικονομική λειτουργία της επιχείρησης τους ώστε να μπορεί να εργάζεται επι[*34]κερδώς. Εισέρχεται ουσιωδώς στον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων της εταιρείας ώστε να καθιστά αδύνατη ή να θέτει σε άμεσο κίνδυνο την πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας οι οποίοι – σκοποί – δεν είναι άλλοι από την πραγματοποίηση του ψηλότερου δυνατού κέρδους. Η επίδικη υποχρέωση είναι τέτοιας έκτασης ώστε να προκαλεί ουσιαστική αδυναμία άσκησης του δικαιώματος που διασφαλίζεται από το άρθρο 25.1 του Συντάγματος.

Οι παραπονούμενοι επενδυτές έχουν συμβληθεί ελεύθερα και οικειοθελώς με τους εφεσείοντες. Η Κυπριακή έννομη τάξη περιέχει πρόνοιες προστατευτικές των δικαιωμάτων των επενδυτών. Για την τυχόν παραβίαση των δικαιωμάτων τους, που πηγάζουν από τη σχέση που έχουν δημιουργήσει με τους εφεσείοντες, μπορούν να προστρέξουν στις θεραπείες που προσφέρονται από το Αστικό Δίκαιο.

...................................................................................................

Θεωρούμε ότι η ποινικοποίηση της παράλειψης υποβολής αίτησης για εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο μέσα σε καθορισμένη προθεσμία, και μάλιστα κατά τρόπο απόλυτο, αποτελεί ανεπίπτρεπτη επέμβαση στο δικαίωμα που διασφαλίζεται από το άρθρο 25.1 του Συντάγματος και εξουδετερώνει την ελευθερία που εγγυάται. Το άρθρο 3(1) είναι, επομένως, αντισυνταγματικό πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Παραβιάζει το άρθρο 25.1 του Συντάγματος.»

Σημειώνουμε ότι ο κ. Καντούνας δεν μας έχει καλέσει να αποστούμε από την απόφαση στη Lapertas Fisheries Ltd (πιο πάνω). Υπέβαλε ότι η υπόθεση εκείνη διαφοροποιείται από την παρούσα.

Στη Lapertas Fisheries Ltd (πιο πάνω) έγινε αναφορά, με επιδοκιμασία, στην επί του προκειμένου θέση της Ελληνικής νομολογίας. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:

«Στην Ελληνική έννομη τάξη, το δικαίωμα που διασφαλίζεται από το άρθρο 25 διασφαλίζεται από το άρθρο 5.1 του Συντάγματος του 1975-2001, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της οικονομικής ελευθερίας. Η αρχή του πλήγματος του πυρήνα του δικαιώματος, που έχει καθιερωθεί από τη δική μας νομολογία, (βλ. Γεωργίου, πιο πάνω) έχει αναγνωρισθεί και από την Ελληνική Νομολογία.

[*35]Στην ΣτΕ Ολ. 2112/1963 το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη «με την αιτιολογία ότι η πράξη αυτή αποτελεί ανεπίτρεπτη συνταγματικώς παρέμβαση του Κράτους στην ελευθερία των πολιτών να ρυθμίζουν τις οικονομικές τους σχέσεις, καθόσον δύναται να οδηγήση στην αδυναμία ασκήσεως του επαγγέλματος των αιτούντων».

Ο Ιωάννης Δ. Σαρμάς στο σύγγραμμα του «Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», Β’ έκδοση, σελ. 461-462 αναλύει ως εξής την πιο πάνω απόφαση:

‘Η ΣτΕ Ολ 2112/1963 είναι η πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου στην οποία επί τη βάσει σαφώς διατυπωμένων αρχών διεπόντων την οικονομική ελευθερία ασκείται κυρωτικός δικαστικός έλεγχος επί κρατικής ρυθμίσεως οικονομικού παρεμβατισμού.

Στην απόφαση αυτή εκφράζονται κατά βάσιν τρεις αρχές: 1ον Στην έννοια της προσωπικής ελευθερίας που κατοχυρώνεται υπό του Συντάγματος περιλαμβάνεται και η ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητος και του επαγγέλεσθαι εν γένει, ελευθερία διά της οποίας, μεταξύ των άλλων, διασφαλίζεται η ελευθέρα οικονομική λειτουργία της επιχειρήσεως, ώστε να δύναται να εργάζεται κερδοσκοπικώς κατά προσαρμογήν της εντός της ανταγωνιστικής αγοράς. 2ον Η δραστηριότης αυτή μπορεί μεν να υπαχθή σε αντικειμενικούς κανόνες, σκοπούντες την εξασφάλιση των γενικωτέρων συμφερόντων της εθνικής οικονομίας υπεράνω των στενώς ιδιωτικών συμφερόντων, αλλά όμως οι αντικειμενικοί αυτοί περιορισμοί δεν είναι επιτρεπτό να εισέρχωνται τόσον ουσιωδώς στον κύκλο των συναλλαγών της ιδιωτικής επιχειρήσεως, ώστε πράγματι να καθίσταται αδύνατη ή να τίθεται υπό άμεσο κίνδυνο η πραγματοποίηση και των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητος, εκ των οποίων εξαρτάται η επιβίωση της ως οικονομικής μονάδος. 3ον Εάν το Κράτος επιμένη, όπως η επιχειρηματική μονάς λειτουργή υπό ρυθμίσεις οι οποίες δεν της επιτρέπουν να επιβιώνη κερδοσκοπικώς, χωρίς, εννοείται, να της επιχορηγή τις ζημιές, τότε οφείλει να ακολουθήση άλλες νομίμους μεθόδους, ως αναγκαστική απαλλοτρίωση ή δημοσιοποίηση, κατά το μέτρο που επιτρέπονται υπό του Συντάγματος.

..............................................................................................

[*36]

Η μεγαλυτέρα πρωτοτυπία της ΣτΕ 2112/1963 είναι ότι σ’ αυτήν το επιτρεπτό του περιορισμού της οικονομικής ελευθερίας αποδεσμεύεται από την έννοια του δημοσίου συμφέροντος.  Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι το Δικαστήριο θα δεχόταν ότι ακόμη και ο πιο έντονος περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας θα ήταν ανεκτός εφ’ όσον θα εδικαιολογείτο εκ λόγων θεραπείας του γενικωτέρου συμφέροντος. Στην ΣτΕ 2112/1963 το Δικαστήριο δεν υιοθετεί τέτοιου είδους συλλογισμό. Κατά το νόημα της αποφάσεως, εφ’ όσον το Σύνταγμα προβλέπει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή την δημοσιοποίηση ως θεσμούς επιτρέποντες στο Κράτος την ιδιοποίηση ιδιωτικών επιχειρήσεων, αυτούς τους θεσμούς θα πρέπει να χρησιμοποιήση ο Νομοθέτης εάν επιθυμή όπως υπηρεσίες που παρέχονται στο κοινωνικό σύνολο από ιδιωτικές, κερδοσκοπικές εκ της φύσεως αυτών, επιχειρήσεις, παρέχονται υπό συνθήκες που δεν επιτρέπουν το επιχειρηματικό κέρδος. Ο σκοπός θεραπείας του δημοσίου συμφέροντος δεν καθιστά συνταγματικό το μέτρο το οποίο ανατρέπει την οικονομική ελευθερία από το ίδιο της το βάθρο, ήτοι την αναζήτηση εκείνου του ποσοστού θεμιτού κέρδους που καθιστά βιώσιμη την επιχειρηματική μονάδα.’

Στην ΣτΕ 3297/1990 έγινε δεκτό ότι η αρχή της αναλογικότητος επιβάλλει να μη θεσπίζονται αυστηρότερες προδιαγραφές ασκήσεως μιας ελευθερίου δραστηριότητος – ως της ιδρύσεως και λειτουργίας ιδιωτικών κλινικών – χωρίς να συντρέχει αποχρών προς τούτο λόγος και χωρίς προηγουμένως να ληφθεί κατ’ αρχήν υπ’ όψιν το νομοθετικό καθεστώς υπό το οποίο οργανώθηκε και ασκείται η δραστηριότης αυτή – ιδία εάν συνεπάγεται σημαντική επένδυση χρημάτων – καθώς και η δυνατότης προσαρμογής της προς τις επιχειρούμενες νέες συνθήκες.

Ο Ιωάννης Σαρμάς (στη σελ. 465) σχολιάζει ως εξής την απόφαση στην ΣτΕ 3297/1990:

‘Η χρήση της αρχής της αναλογικότητος και μάλιστα προς ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, αποτελεί σημαντική νομολογιακή καινοτομία.  Η απόφαση αναγνωρίζει ότι σε νομίμως ασκούμενη οικονομική δραστηριότητα δεν πρέπει να επιβάλλωνται πρόσθετοι όροι νομίμου ασκήσεως άνευ προηγουμένης εξετάσεως της δυνατότητος προ[*37]σαρμογής των φορέων της δραστηριότητος στους νέους όρους και χωρίς να συντρέχη αποχρών λόγος. Με την υιοθέτηση της ανωτέρω νομολογίας το Δικαστήριο διευρύνει σημαντικά τα μέσα δικαστικού ελέγχου στο χώρο της οικονομικής ελευθερίας, σε μια περίοδο, πάντως, που το γενικώτερο κλίμα, καθώς συνηθίζεται να λέγεται, είναι ευνοϊκό υπέρ της ελευθερίας αυτής ώστε να μη παρέχεται δικαιοδοτική ύλη στο Δικαστήριο προς περαιτέρω επεξεργασία.’

...................................................................................................

Στην ΣτΕ 2193/1982 λέχθηκαν τα εξής:

‘Το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι είναι συνταγματική η θέσπιση δεσμεύσεων της οικονομικής ελευθερίας από το νομοθέτη, αν οι δεσμεύσεις αυτές δικαιολογούνται από σοβαρούς κοινωνικούς, οικονομικούς ή άλλους λόγους (ΣτΕ 2125/77, 4126/80 κ.α.). Τέτοιες δεσμεύσεις δεν θίγουν τον πυρήνα της οικονομικής ελευθερίας, που μόνον αυτή προστατεύεται από το Σύνταγμα.’»

Εν όψει της θέσης της νομολογίας προκύπτουν για εξέταση τα πιο κάτω ζητήματα:

(α)   Κατά πόσο οι επίδικες δεσμεύσεις δικαιολογούνται από σοβαρούς κοινωνικούς, οικονομικούς ή άλλους λόγους.

(β)   Κατά πόσο είχε ληφθεί υπόψη το νομοθετικό καθεστώς υπό το οποίο οργανώθηκε και ασκήθηκε η δραστηριότητα των αιτητών.

(γ)   Κατά πόσο είχε εξετασθεί προηγουμένως η δυνατότητα προσαρμογής των φορέων της δραστηριότητας στους νέους όρους και κατά πόσο συνέτρεχε αποχρών λόγος για την εισαγωγή των επιδίκων δεσμεύσεων.

(δ)   Κατά πόσο η επίδικη ρύθμιση πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το αρ. 25.1 του Συντάγματος και τείνει να εξουδετερώνει την ελευθερία που εγγυάται.

Αρχίζουμε με το πρώτο ζήτημα. Η επί του προκειμένου θέση της νομολογίας έχει διατυπωθεί στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 Α.Α.Δ. 238. Λέχθηκε ότι εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει [*38]την ανάγκη η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας που εκδόθηκε από τον Πική, Π.:

«Δεν είναι οποιασδήποτε μορφής ανάγκη, που μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό ή επέμβαση σε θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προκύπτει ότι η ανάγκη πρέπει να είναι όχι μόνο υπαρκτή αλλά και να έχει το χαρακτήρα πιεστικής κοινωνικής ανάγκης, αποτιμούμενης στο πλαίσιο δημοκρατικής κοινωνίας. Η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για τη φύση της ανάγκης και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποτιμάται, εξηγούνται στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Rights, D.J. Harris, M. O’ Boyle, C. Warbrick, σελ. 344-355. Όμοια, κατ’  ουσίαν, είναι και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη διαπίστωση της ύπαρξης και τον προσδιορισμό της φύσης της ανάγκης, που μπορεί να δικαιολογήσει τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου – Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63. Πρώτο, πρέπει να υπάρχει άμεσος σχέση μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος  και της ανάγκης, η οποία τον επιβάλλει. Δεύτερο, πρέπει να καταδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού, αν όχι αναπόφευκτου κινδύνου, ότι ένας ή περισσότεροι από τους σκοπούς ή λειτουργίες της πολιτείας, για τους οποίους μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα, θα τεθούν σε κίνδυνο. Στην περίπτωση του Άρθρου 15 του Συντάγματος, οι σκοποί είναι: (α) Η συνταγματική τάξη, (β) η δημόσια ασφάλεια, (γ) η δημόσια τάξη, (δ) η δημόσια υγεία, (ε) τα δημόσια ήθη και (στ) η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων.

Εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη, η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου. Αναγνωρίζεται, κατ’ αρχήν, κάποιο περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation) στο νομοθέτη, ως προς την ύπαρξη κοινωνικής ανάγκης για τη θεσμοθέτηση κανόνα δικαίου. Η εμβέλεια της αρχής αυτής είναι περιορισμένη, όπως αναγνωρίζει η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δεν υπερβαίνει τα όρια της καλοπροαίρετης βούλησης του νομοθετικού σώματος για την νομοθετική ρύθμιση θέματος. Για τον περιορισμό ή την εξουσιοδότηση επέμβασης στην άσκηση θεμελιώδους δι[*39]καιώματος, η ανάγκη πρέπει να τεκμηριώνεται και η ρύθμιση να είναι ανάλογη προς την ανάγκη.

Στο νόμο δε γίνεται επίκληση οποιωνδήποτε γεγονότων, που να στοιχειοθετούν την ανάγκη, ή γεγονότων, που να εκθέτουν τους κινδύνους που διατρέχει η συνταγματική τάξη, η δημόσια ασφάλεια, η δημόσια τάξη, η δημόσια υγεία, τα δημόσια ήθη ή τα δικαιώματα τρίτων, στην απουσία των περιορισμών ή επεμβάσεων που προβλέπει ο νόμος. Τα γεγονότα, τα οποία επικαλείται η Βουλή, μπορεί να εκτεθούν στο προοίμιο του νόμου, όπως και η ανάγκη, η οποία προκύπτει, προς περιορισμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου ή επέμβαση σ’ αυτά. Ούτε έχει γίνει επίκληση οποιουδήποτε γεγονότος, παγκοίνως γνωστού, σε βαθμό που να καθίσταται παραδεκτή η διαπίστωση της ύπαρξης του χωρίς τεκμηρίωση (δικαστική γνώση).»

Διαπιστώνουμε ότι στον επίμαχο νόμο δεν συγκεκριμενοποιούνται με οποιοδήποτε τρόπο οι λόγοι που δικαιολογούν τις επίδικες δεσμεύσεις.

Συνεχίζουμε με τα ζητήματα (β) και (γ).  Το νομοθετικό καθεστώς υπό το οποίο οργανώθηκε και ασκήθηκε η δραστηριότητα ορισμένων από τους αιτητές διέπεται από την παραγ. 3(α) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β (έχει παρατεθεί στις σελ. 5-8, πιο πάνω), σύμφωνα με την οποία οι επενδυτικοί οργανισμοί μπορούσαν να προβούν σε δύο είδη επενδύσεων: Αγορά κινητών αξιών και ρευστά διαθέσιμα – έντοκες καταθέσεις σε τράπεζες. Με την επίδικη δέσμευση υποχρεώνονται να επενδύουν οπωσδήποτε το 80% των κεφαλαίων τους σε κινητές αξίες. Στον επίμαχο νόμο δεν φαίνεται να είχε ληφθεί υπόψη το νομοθετικό καθεστώς υπό το οποίο οργανώθηκε και ασκήθηκε η δραστηριότητα των πιο πάνω αιτητών. Ούτε είχε εξετασθεί προηγουμένως η δυνατότητα προσαρμογής των φορέων της δραστηριότητας στους νέους όρους.

Επί του προκειμένου παρατηρούμε ότι η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 7.8.2001 «αφού συζήτησε εκτενώς το όλο θέμα κατέληξε ότι διαφωνεί με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου και τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις εταιρείες πλην όμως κατέληξε στο ότι είναι αναγκασμένη να προχωρήσει με την εφαρμογή του». Στη δε συνεδρία της ημερ. 12.11.2001 η Επιτροπή εξέφρασε τον προβληματισμό της για τη συνταγματικότητα του Νόμου 137(Ι)/2000 αλλά κατέληξε ότι αυτές είναι οι πρόνοιες του Νόμου στο παρόν στάδιο και πρέπει να εφαρμοστούν όπως ισχύουν [*40]σήμερα. Επικροτούμε τη στάση της Επιτροπής η οποία αποτελεί στάση συμμόρφωσης προς τους Νόμους της Πολιτείας.

Αναφορικά με το τέταρτο ζήτημα λαμβάνουμε υπόψη ότι σύμφωνα με την παραγ. 2(α) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β τα όργανα διοικήσεως και ο διαχειριστής επενδύσεων ενός επενδυτικού οργανισμού πρέπει να διαθέτουν εχέγγυα ήθους και ικανή γνώση και εμπειρία για τη διαχείριση των επενδύσεων του Οργανισμού. Θεωρούμε ωστόσο ότι ο επίδικος νόμος δεν επιτρέπει στα όργανα της διοικήσεως και τον διαχειριστή επενδύσεων να διαχειρισθούν τις επενδύσεις του Οργανισμού σύμφωνα με την «ικανή γνώση και εμπειρία τους». Τους επιβάλλει να προβούν οπωσδήποτε σε επενδύσεις του 80% των κεφαλαίων τους ανεξάρτητα από το τί υπαγορεύει η ικανή γνώση και εμπειρία τους.

Μια από τις υποχρεώσεις των επενδυτικών οργανισμών είναι η διανομή μερισμάτων προς τους «μετόχους η μεριδιούχους του επενδυτικού οργανισμού» (βλ. παραγ. 2 (η) (ι) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Β). Είναι αυτονόητο ότι η διανομή μερισμάτων προϋποθέτει την πραγματοποίηση κερδών. Είναι επίσης αυτονόητο ότι η πραγματοποίηση κερδών προκύπτει από επενδύσεις στις οποίες προβαίνει ένας επενδυτικός οργανισμός με βάση οικονομικούς όρους και με βάση την ικανή γνώση και εμπειρία των οργάνων της διοικήσεως του. Ένας επενδυτής πρέπει να έχει ελευθερία επιλογής του είδους των επενδύσεων και του χρόνου των επενδύσεων όταν προβαίνει σε επενδύσεις.  Έχουμε, επομένως, την άποψη πως η υποχρέωση που επιβάλλει ο επίδικος νόμος στους επενδυτικούς οργανισμούς ήτοι ότι «εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών αρχομένων από την 1η Ιουλίου εκάστου έτους ο σταθμικός μέσος όρος σε ρευστά διαθέσιμα επενδυτικού οργανισμού ... δε δύναται να υπερβαίνει το ποσοστό του είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του ενεργητικού  τους» αφαιρεί από τους Οργανισμούς αυτούς τη δυνατότητα να προβαίνουν σε επενδύσεις σύμφωνα «με την ικανή γνώση και εμπειρία των οργάνων της διοικήσεως των». Η υποχρέωση για επένδυση του 80% των κεφαλαίων των επενδυτικών οργανισμών εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών ισοδυναμεί με επιβολή υποχρέωσης στους επενδυτικούς οργανισμούς να επενδύουν ένα σημαντικό μέρος των κεφαλαίων τους ανεξάρτητα από το τί υπαγορεύει η γνώση και εμπειρία των οργάνων της διοικήσεως. Αν λοιπόν η γνώση και εμπειρία των μελών της διοικήσεως υπαγορεύει πως επένδυση οποιουδήποτε ποσού κατά τον κρίσιμο χρόνο θα αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των οργανισμών και κατ’ επέκταση των μελών τους, αυτό σημαίνει πως οι επίδικοι περιορισμοί ει[*41]σέρχονται τόσον ουσιωδώς στον κύκλο των συναλλαγών των αιτητριών ώστε πράγματι να καθίσταται αδύνατη ή να τίθεται υπό άμεσο κίνδυνο η πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας των αιτητριών εκ των οποίων εξαρτάται η επιβίωση των ως οικονομικών μονάδων.  Τονίζουμε ότι οι θεμιτοί σκοποί των αιτητριών αποτελούνται από την πραγματοποίηση κέρδους και τη διανομή μερισμάτων στους μετόχους. Έχουμε, επομένως, την άποψη πως ρύθμιση η οποία θέτει σε άμεσο κίνδυνο την πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών των αιτητριών προκαλεί ουσιαστική αδυναμία στη διεξαγωγή της εργασίας τους. Πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το αρ. 25.1 του Συντάγματος και εξουδετερώνει την ελευθερία που εγγυάται. Κρίνουμε, κατά συνέπεια, ότι η επίδικη ρύθμιση παραβιάζει, πέρα από κάθε αμφιβολία, το αρ. 25.1 του Συντάγματος.

Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μας δε θα ασχοληθούμε με τις υπόλοιπες εισηγήσεις των αιτητών. Το πιο πάνω συμπέρασμα μας δεν διαφοροποιείται σε σχέση με επενδυτικούς οργανισμούς που έχουν ιδρυθεί μετά την θέσπιση της επίδικης διατάξεως. Ανεξάρτητα από το χρόνο ίδρυσης τους έχουν το δικαίωμα να προσβάλουν νομοθετικές διατάξεις τις οποίες θεωρούν αντισυνταγματικές. Ούτε και διαφοροποιείται λόγω του σκεπτικού μας, το οποίο αναφέρεται:

(α)   στο νομοθετικό καθεστώς το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο της θέσπισης της επίδικης νομοθεσίας, και

(β)   στη δυνατότητα προσαρμογής των φορέων της σχετικής δραστηριότητας στους νέους όρους.

Τούτο γιατί, ούτως ή άλλως, και για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, ο επίμαχος νόμος πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το αρ. 25.1 του Συντάγματος και εξουδετερώνει την ελευθερία που εγγυάται.

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξης οι προσβαλλόμενες με τις παρούσες προσφυγές αποφάσεις ακυρώνονται με έξοδα γιατί έχουν ληφθεί με βάση αντισυνταγματικές διατάξεις.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν ως ανωτέρω με έξοδα.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.


[*42]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο