Aρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Kυπριακής Δημοκρατίας και Άλλης (2004) 3 ΑΑΔ 53

(2004) 3 ΑΑΔ 53

[*53]26 Ιανουαρίου, 2004

[ΠΙΚΗΣ, Π, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

     ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟY,

2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 795/2002)

 

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Νόμιμη συγκρότηση και σύνθεση ― Απαραίτητες προϋποθέσεις νομιμότητας της απόφασης ― Νομολογιακές αρχές περί την νομιμότητα της σύνθεσης του οργάνου ― Παραβιάστηκαν στην προκειμένη περίπτωση όπου η εξέταση των ζητημάτων συνεχίστηκε σε πολλές συνεδρίες χωρίς την παρουσία όλων των μελών και χωρίς την ενημέρωση των απόντων σε προηγούμενες συνεδρίες.

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιλήφθηκε της προσφυγής λόγω της σπουδαιότητας των εγειρομένων θεμάτων.  Εξετάστηκε όμως ζήτημα δημοσίας τάξης, αυτό της νόμιμης ή όχι σύνθεσης της καθ’ ης η αίτηση κατά τις συνεδρίες που διεξήχθησαν.

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Από διαδοχικές συνεδρίες απουσίαζαν διαφορετικά μέλη. Η επίδικη απόφαση λήφθηκε από όργανο με μη νόμιμη σύνθεση, από αναρμόδιο στην ουσία όργανο, και πρέπει να ακυρωθεί. Υπήρξαν επανειλημμένες απουσίες μελών χωρίς να υπάρχει ενημέρωση τους όταν μετείχαν στις επόμενες συνεδρίες.

[*54]Έγινε εισήγηση από τη συνήγορο της Επιτροπής, ότι η διερεύνηση της υπόθεση έγινε στη βάση γραπτών στοιχείων και όλα τα μέλη εκρατούντο ενήμερα. Το Δικαστήριο διαφωνεί με την εκτίμηση αυτή.  Στις 31/1/02 έγινε διεξοδική συζήτηση η οποία οδήγησε σε καθοριστική για την υπόθεση ενδιάμεση απόφαση, χωρίς να έχουν τεθεί ενώπιον της Επιτροπής οποιαδήποτε γραπτά κείμενα.  Εν πάση δε περιπτώσει εδώ ήταν άσχετη η ύπαρξη ή όχι γραπτών κειμένων, αφού η Επιτροπή έλαβε απόφαση για καθοριστικό για την υπόθεση θέμα χωρίς ο Κ. Ευσταθίου να έχει λάβει καθόλου γνώση για το συζητηθέν και αποφασισθέν ζήτημα.

Θεωρείται σαν καίριο πλήγμα για τη νομιμότητα της σύνθεσης της Επιτροπής η απουσία του Α. Δημητρίου από τη συνεδρία της 27/8/02 όταν εκδόθηκε η απόφαση για την επιβολή ποινής στην Αρχή. Ήταν παρών στις 26/8/02 όταν η Αρχή κρίθηκε ένοχη. Δεν είναι γνωστό αν ορίστηκε συνεδρία για επιβολή ποινής. Όπως και να έχει το πράγμα η απουσία του πλήττει καίρια τη νομιμότητα σύνθεσης της Επιτροπής εφόσον σκοπός της συνεδρίας στις 27/8/02 ήταν η επιβολή ποινής, πολύ περισσότερο αφού ήταν παρών κατά τη λήψη απόφασης για την ενοχή της Αρχής. Είναι άγνωστο πως η παρουσία του θα ήταν δυνατό να επηρεάσει το αποτέλεσμα της απόφασης.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου v. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314,

Ευσταθίου κ.ά. v. Πολυβίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 367.

Προσφυγή.

Προσφυγή η οποία εκδικάστηκε απευθείας από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία η αιτήτρια Αρχή επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση Επιτροπής με την οποία καταδικάστηκε για παράβαση του Άρθρου 6(2)(α) του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμο (Ν. 207/89) όπως τροποποιήθηκε και της επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ύψους Λ.Κ. 20.000.000.

Κ. Χ''Ιωάννου, για την Αιτήτρια.

Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους [*55]Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αρέστη Δικαστή.

ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (στο εξής η Αρχή) και είναι Οργανισμός Δημόσιου Δικαίου που συστάθηκε με βάση τις πρόνοιες του περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Νόμου Κεφ. 302 με εξουσία να ρυθμίζει τον τομέα των τηλεπικοινωνιών και με υποχρέωση να παρέχει τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες. Με βάση τον περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμο αρ. 207/89 όπως τροποποιήθηκε (στο εξής ο Νόμος) συστάθηκε Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (στο εξής η Επιτροπή), η οποία απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και τέσσερα άλλα μέλη που διορίζει το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από πρόταση του Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας.

Η Αρχή με την παρούσα προσφυγή επιδιώκει την έκδοση δήλωσης του δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη η απόφαση της Επιτροπής με την οποία καταδικάζεται για παράβαση του άρθρ. 6(2)(α) του Νόμου και η συνακόλουθη απόφαση για την επιβολή διοικητικού προστίμου Λ.Κ. 20.000.000.

Η υπόθεση, ένεκα της σημαντικότητας των εγειρομένων θεμάτων, αποφασίστηκε όπως εκδικαστεί από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όντως ενώπιον μας αναπτύχθηκαν από τους ευπαίδευτους συνηγόρους και των δύο πλευρών κατά τρόπον, πρέπει να πούμε, ικανό σημαντικά νομικά σημεία που άπτονται της λειτουργίας και της αρμοδιότητας της Επιτροπής να χειρίζεται θέματα που της ανατίθενται με βάση το νόμο τόσο γενικά όσο και ειδικά σε σχέση με την αιτήτρια Αρχή.  Ακούσαμε, μεταξύ άλλων, επιχειρηματολογία αναφορικά με την αρμοδιότητα της Αρχής να ελέγχει τη νομιμότητα των τελών των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Επιχειρηματολογία επίσης για τη συνταγματικότητα της ίδιας της ύπαρξης της Επιτροπής, αλλά και για την ικανότητα της Επιτροπής να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο. Τέθηκε όμως από το συνήγορο της Αρχής και θέμα νομιμότητας της σύνθεσης της Επιτροπής κατά τη διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης.

Στην περίπτωση που καταλήγουμε ότι δεν υπήρξε νόμιμη σύνθεση τότε δεν έχουμε ενώπιόν μας νόμιμα ληφθείσα απόφαση από αρμόδιο συλλογικό όργανο και κατά συνέπεια δεν μπορούμε να [*56]εξετάσουμε μια τέτοια απόφαση. «Η κακή σύνθεση άγει εις αναρμοδιότητα του οργάνου»  (Βλ. Δεύτερο Συμπλήρωμα Νομολογίας ΣτΕ (1953-1960), Τόμος 1ος, σελ. 559). Η ενασχόληση μας με οποιοδήποτε από τα υπόλοιπα σημαντικά καίτοι θέματα, θα ενείχε τον κίνδυνο ν’ αποφασίζουμε επί θεμάτων με θεωρητική μόνο σημασία.

Αποφασίσαμε ως εκ τούτου να επιληφθούμε του θεμελιακού αυτού ζητήματος σαν θέματος προτεραιότητας. Αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου της Αρχής κατά τρόπον λακωνικό αλλά η θέση είναι σαφής. Υπήρξε κατά τον κ. Χατζηϊωάννου διαφοροποίηση στη σύνθεση της Επιτροπής κατά την εξέταση της όλης υπόθεσης σε διαφορετικές συνεδρίες ενώπιον της λόγω απουσίας διαφόρων μελών της ώστε να παραβιάζεται η αρχή ότι ένα συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να έχει την ίδια σύνθεση σε όλες τις συνεδρίες.

Η απάντηση στα πιο πάνω από τη συνήγορο της Επιτροπής δίδεται με αναφορά στο άρθρ. 13 του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή συνεδριάζει νομίμως αν στη συνεδρία παρίσταται ο Πρόεδρος και τρία από τα μέλη. Υπήρξε κατά την εισήγηση της απαρτία σε όλες τις συνεδρίες της Επιτροπής και η απουσία κάποιων μελών δε δημιουργεί πρόβλημα πολύ περισσότερο αφού η διερεύνηση της υπόθεσης έγινε στη βάση γραπτών στοιχείων που δόθηκαν στην Επιτροπή και συνεπώς όλα τα μέλη εκρατούντο ενήμερα.

Θα σημειώσουμε ευθύς εξαρχής ότι το πρώτο σκέλος της επιχειρηματολογίας της συνηγόρου της Επιτροπής δεν απαντά το τεθέν ερώτημα. Η ύπαρξη της προβλεπόμενης από το νόμο απαρτίας δεν σχετίζεται με την αρχή ότι ένα συλλογικό όργανο για να λαμβάνει έγκυρες αποφάσεις θα πρέπει να έχει νόμιμη συγκρότηση και σύνθεση, ζήτημα που άπτεται της παρουσίας ή μη των μελών του από διαφορετικές συνεδρίες.  Το δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας απαντά μερικώς το τεθέν ζήτημα και θα το εξετάσουμε και απαντήσουμε.

Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των πραγμάτων θέλουμε να επισημάνουμε ότι υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ μη νόμιμης συγκρότησης και μη νόμιμης σύνθεσης ενός συλλογικού οργάνου. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα του Π. Δ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» 3η έκδοση, σελ. 451-452:

«Νόμιμη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου είναι η θεμε[*57]λίωση του σε έγκυρο κανόνα δικαίου και ο νόμιμος καθορισμός (διορισμός, εκλογή κλπ.) όλων των υπό του νόμου προβλεπόμενων μελών, καθώς και του προεδρείου.

........................................................................................................

Η σύνθεση του συλλογικού οργάνου αναφέρεται, αντιθέτως προς την συγκρότηση, όχι στο όργανο καθ’ εαυτό και αφηρημένως, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργίας του.»

Όπως όμως επισημαίνεται στην υπόθεση Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314 (απόφαση πλειοψηφίας), τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο δεν τηρείται με συνέπεια η διάκριση «επειδή πρακτικώς η εν λόγω διάκριση δεν ενέχει επιπτώσεις».

Ας δούμε όμως τα γεγονότα. Η επιτροπή σε συνεδρία της στις 7/11/01 αφού ενημερώθηκε για την έκθεση της Γενικού Ελεγκτού της Δημοκρατίας αποφάσισε ομόφωνα τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας για πιθανή καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης από μέρους της Αρχής. Αποφάσισε περαιτέρω όπως δώσει οδηγίες στην Υπηρεσία της για σχετική έρευνα. Η απόφαση λήφθηκε στην παρουσία του Προέδρου και όλων των μελών της.

Ακολούθησαν δύο επιστολές της Επιτροπής προς το Γενικό Διευθυντή της Αρχής με τις οποίες εκοινοποιείτο η απόφαση για αυτεπάγγελτη έρευνα και εζητείτο η υποβολή διαφόρων στοιχείων. Στις 23/1/02 αφού στο μεταξύ ετοιμάστηκε σχετικό σημείωμα από την Υπηρεσία της Επιτροπής για τη μη υποβολή όλων των ζητηθέντων στοιχείων, η Επιτροπή συνεδρίασε και επιλήφθηκε του θέματος της αυτεπάγγελτης έρευνας εναντίον της Αρχής. Απών από τη συνεδρία ήταν το μέλος Ανδρέας Σοφοκλέους. Μετά την εξέταση του ενημερωτικού σημειώματος της Υπηρεσίας η Επιτροπή «διαπίστωσε εκ πρώτης όψεως πιθανή παράβαση του άρθρ. 24(4) του νόμου» από πλευράς Αρχής και έδωσε οδηγίες να κληθούν να παραστούν ενώπιον της στις 31/1/02 εκπρόσωποι της για να δώσουν εξηγήσεις για την καθυστέρηση υποβολής στοιχείων. Το εν λόγω άρθρο δίδει εξουσία στην Επιτροπή για επιβολή προστίμου μέχρι Λ.Κ.5.000 σε περίπτωση παράλειψης παροχής των αιτουμένων πληροφοριών μέσα στην τακτή προθεσμία ή εκ προθέσεως ή αμελείας παροχής ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών.

Στις 31/1/02 όντως συνήλθε σε νέα συνεδρία και ενώπιον της προσήλθαν ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής με ακόμη ένα υπηρε[*58]σιακό παράγοντα και ο νομικός της σύμβουλος. Απουσίαζε τώρα το μέλος Κωστής Ευσταθίου ενώ ήταν παρών ο Ανδρέας Σοφοκλέους. Κατά τη συνεδρία αυτή δε φαίνεται από τα πρακτικά να έγινε ενημέρωση στον απουσιάζοντα κατά την προηγούμενη συνεδρία Α. Σοφοκλέους για τα όσα έλαβαν χώρα στην απουσία του.

Στη συνεδρία της 31/1/02 άρχισε ουσιαστική συζήτηση όσον αφορά θέματα σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη παροχής περαιτέρω στοιχείων από πλευράς Αρχής αλλά και σε ότι αφορά την εξουσία της Επιτροπής να ελέγχει την πρώτη. Έγινε μακρά συζήτηση επί των πιο πάνω και άλλων παρεμφερών θεμάτων.  Ετέθη επίσης από πλευράς Αρχής το θέμα της εκλογής του Κωστή Ευσταθίου στο αξίωμα του δημάρχου Λατσιών και υπήρξε εισήγηση ότι δε θα μπορούσε η Επιτροπή να λειτουργεί νόμιμα μετά το γεγονός αυτό.

Στο τέλος της συνεδρίας η Επιτροπή επιφυλάχθηκε ν’ αποφασίσει επί δύο θεμάτων που ηγέρθησαν κατά τη συζήτηση και τα χαρακτήρισε σαν προδικαστικές ενστάσεις. Διατυπώθηκαν ως εξής:

(α) Κατά πόσον η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να προχωρήσει στην αυτεπάγγελτη έρευνα εναντίον της Αρχής και δικαιούται να ζητεί τα στοιχεία που έχει ζητήσει από την τελευταία οπότε ανάλογα είναι δικαιολογημένη η άρνηση της σαν εκφεύγουσα του ελέγχου της Επιτροπής με βάση τις πρόνοιες του Κεφ. 302.

(β) Κατά πόσο η κατοχή του αξιώματος του δημάρχου από τον Κωστή Ευσταθίου είναι ασυμβίβαστη με τη συμμετοχή του σε διοικητικό όργανο.

Η απόφαση λήφθηκε όπως φαίνεται από το ενώπιον μας πρακτικό σε συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 5/3/02 και ανακοινώθηκε στις 2/4/02.  Κατά τη λήψη της απόφασης ήταν παρών ο Πρόεδρος και τρία από τα μέλη.  Απουσίαζε ο Κωστής Ευσταθίου.  Κατά την ανακοίνωση της απόφασης απουσίαζε από τη συνεδρία πλην του Κωστή Ευσταθίου και το μέλος Α. Δημητρίου. Οι χαρακτηρισθείσες σαν προδικαστικές ενστάσεις απορρίφθηκαν.

Η επόμενη συνεδρία της Επιτροπής έλαβε χώρα στις 14/5/02.  Ήταν τώρα παρόντα όλα τα μέλη της. Δε φαίνεται να υπήρξε από τα πρακτικά ενημέρωση του απουσιάζοντος μέλους Κωστή Ευσταθίου για τα όσα είχαν διαδραματιστεί στις προηγούμενες συ[*59]νεδρίες στην απουσία του. Αποφασίστηκε ότι υπήρξε «εκ πρώτης όψεως πιθανή καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης της Α.Τ.Η.Κ. στον καθορισμό αθέμιτων τιμών πώλησης Τηλεπικοινωνιακών Υπηρεσιών».

Ορίστηκε νέα συνεδρία της Επιτροπής στις 22/5/02 για περαιτέρω εξέταση του θέματος. Παρόντες σ’ αυτή ήταν όλα τα μέλη της Επιτροπής και παρίστατο επίσης ο νομικός σύμβουλος της Αρχής. Δόθηκε στο συνήγορο της Αρχής χρόνος 21 ημερών για ετοιμασία της αγόρευσης του, παρά το επίμονο αίτημα του για μεγαλύτερη προθεσμία λόγω της πολυπλοκότητας των θεμάτων, χωρίς να ορισθεί νέα συνεδρία για συζήτηση του θέματος.  Η επόμενη συνεδρία έγινε στις 26/8/02 παρόντων όλων των μελών κατά την οποία και ετοιμάστηκε η επίδικη απόφαση με βάση την οποία ομόφωνα διαπιστώθηκε παράβαση του άρθρ. 6(2)(α) του νόμου.  Η απόφαση αυτή δεν ανακοινώθηκε αλλ’ αυτό έγινε σε νέα συνεδρία η οποία πραγματοποιήθηκε την επομένη απουσιάζοντος τώρα του μέλους Ανδρέα Δημητρίου. Παρίστατο στη συνεδρία ο νομικός σύμβουλος της Αρχής και μεταξύ του και του Προέδρου της Επιτροπής υπήρξε συζήτηση μετά την ανακοίνωση της απόφασης η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν αγόρευση του δικηγόρου για σκοπούς μετριασμού της ποινής. Υπήρξε διακοπή της συνεδρίας για κάποιο χρόνο ώστε να αποφασισθεί η ποινή και μετά την επανάληψη της η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση της για επιβολή ποινής προστίμου £20.000.000, αφού όπως σημειώνεται στην ίδια την απόφαση λήφθηκαν υπόψη και σχολιάστηκαν, μεταξύ άλλων και όσα ο δικηγόρος της Αρχής ανέφερε για σκοπούς μετριασμού της ποινής.

Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι υπήρξαν συνεδρίες της Επιτροπής στις οποίες απουσίαζαν μέλη της. Σημειώνουμε από τώρα ότι η απόφαση για την επιβολή ποινής λήφθηκε στην απουσία ενός των μελών της το οποίο ήταν παρόν κατά τη λήψη της απόφασης με την οποία κρίθηκε η ενοχή της Αρχής.

Η νομική πτυχή

Θέλουμε εν πρώτοις να επισημάνουμε ότι η κακή σύνθεση του διοικητικού οργάνου δυνατόν να εμφανίζει δύο όψεις. Η σύνθεση πάσχει αν μέλος που απουσίαζε σε προηγούμενη συνεδρία μετέχει στην επόμενη ή επόμενες χωρίς να έχει προηγουμένως ενημερωθεί για όσα έλαβαν χώρα στην απουσία του. Η σύνθεση όμως πάσχει, και αυτή είναι η δεύτερη όψη του θέματος, αν δεν έχει αποδειχθεί ότι όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου έλαβαν κανονικά ειδοποίηση για τη συνεδρία του, πολύ περισσότερο στην [*60]περίπτωση που υπήρξε προηγούμενη απουσία μέλους.  Πρέπει να πούμε ότι ο κ. Χατζηϊωάννου επικαλείται σαν λόγο ακύρωσης την κακή σύνθεση της Επιτροπής με την πρώτη έννοια.  Το δικαστήριο όμως μπορεί αυτεπάγγελτα να εξετάσει και τις δύο όψεις του θέματος γιατί είναι ζήτημα δημόσιας τάξης εφόσον άπτεται της εγκυρότητας και της αρμοδιότητας του οργάνου να λαμβάνει οποιαδήποτε απόφαση. [Βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου (ανωτέρω)]. Έχουμε επισημάνει από τους υπηρεσιακούς φακέλους, που είναι ενώπιον μας, ότι δεν υπήρξαν ειδοποιήσεις για σύγκληση συνεδρίας, για κάποιες τουλάχιστον από τις συναντήσεις της Επιτροπής. Ύστερα από κάποιο προβληματισμό αφήνουμε το ζήτημα μέχρις εδώ αφού δε συζητήθηκε ενώπιον μας και τα γεγονότα ενδεχομένως να μην είναι πλήρως αποσαφηνισμένα.

Όσον αφορά την πτυχή που αφορά την απουσία μελών σχετικό είναι το άρθρ. 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(1)/99. Έχει ως εξής: 

«Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε.  Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»

Τα πιο πάνω στην ουσία αποτελούν αντιγραφή της ελληνικής νομολογίας επί του θέματος η οποία συνοψίζεται στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 6η έκδοση σελ. 133, ως εξής:

«Όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου που παίρνουν την απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης, από την αρχή έως το τέλος, διότι μόνο με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η πλήρης ενημέρωση κάθε μέλους ώστε να κριθεί η υπόθεση με τη γνώση και στάθμιση των στοιχείων που [*61]προκύπτουν κατά την εξέτασή της.  Εάν η εξέταση της υπόθεσης παραταθεί σε περισσότερες διαδοχικές συνεδριάσεις και κατά την τελευταία συνεδρίαση, κατά την οποία λαμβάνεται η απόφαση, έχει μεταβληθεί η σύνθεση, με τη συμμετοχή και μελών τα οποία δεν μετείχαν στις προηγούμενες συνεδριάσεις, πρέπει η διαδικασία και η συζήτηση να επαναληφθούν πλήρως (ΣΕ 2257/1983, 1670/1987, 1260/1988).»

Στην υπόθεση Λ. Ευσταθίου κ.ά. ν. Παναγιώτας Πολυβίου και Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών (2000) 3 Α.Α.Δ. 367, το δικαστήριο πρωτόδικα ακύρωσε την επίδικη απόφαση αφού από διαδοχικές συνεδρίες του συλλογικού οργάνου απουσίαζαν μέλη του χωρίς να φαίνεται στα πρακτικά ότι στις επόμενες συνεδρίες που τα μέλη ήταν παρόντα τύγχαναν ενημέρωσης για όσα προηγήθηκαν. Κρίθηκε κατ’ έφεση ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή.

Η πιο πάνω αρχή στην παρούσα υπόθεση παραβιάστηκε κατ’ επανάληψη. Από διαδοχικές συνεδρίες απουσίαζαν διαφορετικά μέλη. Η επίδικη απόφαση λήφθηκε από όργανο με μη νόμιμη σύνθεση, από αναρμόδιο στην ουσία όργανο, και πρέπει να ακυρωθεί. Έχουμε με σχετική λεπτομέρεια εκθέσει τα γεγονότα πιο πάνω. Υπήρξαν επανειλημμένες απουσίες μελών χωρίς να υπάρχει ενημέρωση τους όταν μετείχαν στις επόμενες συνεδρίες. Θα τα σχολιάσουμε με συντομία. Στις 23/1/02 στην απουσία του Ανδρέα Σοφοκλέους αποφασίστηκε η πιθανή παράβαση του άρθρ. 24(4) του νόμου. Δεν υπήρξε ενημέρωση του Α. Σοφοκλέους όταν μετείχε στην επόμενη συνεδρία.  Θα μπορούσε αυτή η παράλειψη να θεωρηθεί ότι αφορούσε προκαταρκτικό ζήτημα και ν’ αγνοηθεί παρόλο ότι από μια άποψη όσα αποφασίστηκαν βρίσκονταν σε στενή αλληλουχία με όσα ακολούθησαν.  Θα το παρακάμπταμε ίσως αν ήταν η μόνη παρατυπία. Όμως στην απουσία του Κωστή Ευσταθίου στις 31/1/02 και 5/3/02 συζητήθηκαν και λήφθηκε απόφαση πάνω σε σημαντικά θέματα που αναφέραμε πιο πάνω. Υπενθυμίζουμε ότι η Επιτροπή στην απουσία του συζήτησε και έλαβε απόφαση εκτός από το θέμα που τον αφορούσε προσωπικά και πάνω σε άλλο θεμελιακό για την πορεία της υπόθεσης ζήτημα αυτό της αρμοδιότητας της να εξετάσει την υπόθεση. Όταν στις 14/5/02 ο Κωστής Ευσταθίου επανήλθε στις συνεδρίες της Επιτροπής δεν ενημερώθηκε για όσα προηγήθηκαν. Και να είχε όμως ενημερωθεί αυτό δε θα είχε οποιαδήποτε σημασία αφού στην απουσία του υπήρξε συζήτηση και απόφαση επί θέματος καθοριστικού για την πορεία της υπόθεσης.

Εδώ δε είναι ίσως κατάλληλο σημείο να απαντήσουμε το επι[*62]χείρημα της συνηγόρου της Επιτροπής ότι η διερεύνηση της υπόθεση έγινε στη βάση γραπτών στοιχείων και όλα τα μέλη εκρατούντο ενήμερα. Διαφωνούμε με την εκτίμηση αυτή. Στις 31/1/02 έγινε διεξοδική συζήτηση η οποία οδήγησε σε καθοριστική για την υπόθεση ενδιάμεση απόφαση χωρίς να έχουν τεθεί ενώπιον της Επιτροπής οποιαδήποτε γραπτά κείμενα. Εν πάση δε περιπτώσει εδώ ήταν άσχετη η ύπαρξη ή όχι γραπτών κειμένων αφού η Επιτροπή έλαβε απόφαση για καθοριστικό για την υπόθεση θέμα χωρίς ο Κ. Ευσταθίου να έχει λάβει καθόλου γνώση για το συζητηθέν και αποφασισθέν ζήτημα.

Από την άλλη δεν μπορούμε να αφήσουμε χωρίς να σχολιάσουμε την απουσία του Α. Δημητρίου από τη συνεδρία της Επιτροπής στις 2/4/02 όταν ανακοινώθηκε η ενδιάμεση απόφαση της πάνω στις δύο ενστάσεις. Μεταξύ της λήψης της απόφασης και της έκδοσης μεσολάβησε διάστημα ενός μηνός και η μη εμφάνιση του κατά την έκδοση της απόφασης δυνατό να επιδέχεται διάφορες ερμηνείες.

Όμως θεωρούμε σαν καίριο πλήγμα για τη νομιμότητα της σύνθεσης της Επιτροπής την απουσία του Α. Δημητρίου από τη συνεδρία της 27/8/02 όταν εκδόθηκε η απόφαση για την επιβολή ποινής στην Αρχή. Ήταν παρών στις 26/8/02 όταν η Αρχή κρίθηκε ένοχη. Δεν είναι γνωστό αν ορίστηκε συνεδρία για επιβολή ποινής.  Όπως και να έχει το πράγμα η απουσία του πλήττει καίρια τη νομιμότητα σύνθεσης της Επιτροπής εφόσον σκοπός της συνεδρίας στις 27/8/02 ήταν η επιβολή ποινής, πολύ περισσότερο αφού ήταν παρών κατά τη λήψη απόφασης για την ενοχή της Αρχής. Είναι άγνωστο πως η παρουσία του θα ήταν δυνατό να επηρεάσει το αποτέλεσμα της απόφασης.

Εν κατακλείδι φρονούμε για τους λόγους που εξηγήσαμε ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από συλλογικό όργανο χωρίς αρμοδιότητα λόγω κακής σύνθεσης.  Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Η καθής η αίτηση να πληρώσει τα έξοδα.

H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο