Κυριάκου Κώστας και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2004) 3 ΑΑΔ 83

(2004) 3 ΑΑΔ 83

[*83]30 Ιανουαρίου, 2004

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3524)

ΚΩΣΤΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3534)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα-Καθ’ης η αίτηση,

v.

ΒΡΑΧΙΜΗ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3524, 3534)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Αξιολόγηση υποψηφίων από τον Διευθυντή ― Δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής ― Βοηθά απλώς στη διαμόρφωση άποψης.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένες σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αιτιολογία απόφα[*84]σης της ΕΔΥ ― Αρκούντος αιτιολογημένη εφόσον καθιστούσε εύκολα εφικτό τον δικαστικό έλεγχο.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― «Πενταετής πείρα στη διαχείριση τουρκοκυπριακών περιουσιών» ― Έλλειψη δέουσας έρευνας της ΕΔΥ ως προς την κατοχή του προσόντος αυτού από τον εφεσείοντα, οδήγησε στην κρίση περί μη κατοχής του ― Επίδικη απόφαση ορθά ακυρώθηκε πρωτόδικα.

Πρωτοδίκως η απόφαση της ΕΔΥ για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους ακυρώθηκε για τον αιτητή/εφεσίβλητο Βραχίμη Χ''Χάννα και απορρίφθηκε για τον αιτητή/εφεσείοντα Κώστα Κυριάκου. Ακολούθησαν αντίστοιχες εφέσεις για ανατροπή των αποτελεσμάτων αυτών.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας και τις δύο εφέσεις, αποφάσισε ότι:

1.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η άποψη του Διευθυντή αποτέλεσε παράγοντα που βοήθησε στη διαμόρφωση άποψης χωρίς να αποτελέσει κριτήριο επιλογής, είναι ορθή. Από τα πρακτικά της υπόθεσης φαίνεται ότι η αξιολόγηση του Διευθυντή δεν επέδρασε, αλλά ούτε και επηρέασε την ΕΔΥ η οποία προέβηκε στη δική της αξιολόγηση που μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν διαφορετική από εκείνη του Διευθυντή.

2.  Η εισήγηση ότι η άποψη του Διευθυντή θα έπρεπε να ήταν αιτιολογημένη δεν ευσταθεί και τούτο γιατί το Άρθρο 34(9) του Ν. 1/90 που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής όπως στην παρούσα περίπτωση, δεν επιβάλλει την ύπαρξη αιτιολογίας.

3.  Η εισήγηση ότι η επίδικη απόφαση εστερείτο αιτιολογίας και ήταν το αποτέλεσμα μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Από το σχετικό πρακτικό φαίνεται ότι η ΕΔΥ προέβηκε στη δική της έρευνα και προτού καταλήξει στην επίδικη απόφαση έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών και υπηρεσιακών φακέλων, όπως επίσης τα τρία στοιχεία κρίσης δηλαδή, την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα. Επιπρόσθετα από το σχετικό κείμενο της επίδικης απόφασης προκύπτει ότι η απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη, σε βαθμό που καθιστά το δικαστικό έλεγχο εύκολα εφικτό.

4.  Η πρωτόδικη απόφαση ότι το θέμα της κατοχής από τον εφεσί[*85]βλητο της πενταετούς πείρας στη διαχείριση τουρκοκυπριακών περιουσιών δεν αποτέλεσε αντικείμενο της δέουσας έρευνας, είναι ορθό. Οι βεβαιώσεις που παρουσίασε ο εφεσίβλητος, όπως αναλύθηκαν σε έκταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κυρίως αυτή του Επάρχου Λευκωσίας ημερομηνίας 10/5/99, αλλά και η σχετική επιστολή του προϊσταμένου του εφεσιβλήτου στο Τμήμα Γεωργίας κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, πιστοποιούσαν ότι από το 1975 μέχρι το 1980 ο εφεσίβλητος εκτελούσε καθήκοντα που αφορούσαν την “προστασία και διαχείριση των Τ/Κ περιουσιών” τα οποία περιλάμβαναν “καθημερινές επιτόπιες έρευνες στις κοινότητες της επαρχίας Λευκωσίας που είχαν Τ/Κ περιουσίες” και ότι ο εφεσίβλητος κατά την πιο πάνω αναφερόμενη περίοδο “ελάμβανε τακτικά μέρος στις συνεδρίες των υπεπιτροπών καθώς και της Επαρχιακής Επιτροπής Προστασίας και Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών και ότι πληρωνόταν οδοιπορικά και υπερωρίες από το ταμείο Τ/Κ περιουσιών”. Οι πιο πάνω παράγοντες, που είχαν τεθεί ενώπιον της διοίκησης άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο να καταλήξει η ΕΔΥ σε συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος κατείχε το προσόν της πενταετούς ευδόκιμης πείρας στη διαχείριση περιουσιών.

     Από τα πιο πάνω διαπιστώνεται ότι μέσα στα πλαίσια των στοιχείων που είχαν παρουσιαστεί τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ απέτυχαν να προβούν στη διεξαγωγή μιας ουσιαστικότερης έρευνας αναφορικά με την κατοχή ή όχι του προσόντος από τον εφεσίβλητο.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Ιωνάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1775.

Εφέσεις.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 893/2000) ημερομηνίας 17/9/2002, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και έφεση απο την καθ’ ης η αίτηση (Υπόθεση Αρ. 916/2000), κατά της ακύρωσης της απόφασης προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους λόγω παράλειψης διενέργειας δέουσας έρευνας καθώς και αντέφεση από τον εφεσίβλητο προς εξέταση [*86]περαιτέρω ισχυρισμών του.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα στην Α.Ε. 3524.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες στην Α.Ε. 3534 και για την Εφεσίβλητη στην Α.Ε. 3524.

Ο Εφεσίβλητος στην Α.Ε. 3534 παρουσιάζεται προσωπικά.

Δ. Καλλής, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα.

Στις 12/5/2000 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) προήγαγε στη θέση του Διευθυντή Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, που ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, τον Κυριάκο Φραγκόπουλο (ενδιαφερόμενο μέρος) από την 1/6/2000. Δύο από τους αποτυχόντες υποψηφίους αμφισβήτησαν με την καταχώριση δύο προσφυγών την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης.

Πιο συγκεκριμένα με την υπ’ αριθμό 893/2000 προσφυγή ο Κώστας Κυριάκου (εφεσείων στην Α.Ε. 3524) προσέβαλε την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενος μεταξύ άλλων ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών κακώς εξέφρασε άποψη αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων, χωρίς μάλιστα να την αιτιολογήσει και ότι η απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν προϊόν πλάνης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.

Με την υπ’ αριθμό 916/2000 προσφυγή ο Βραχίμης Χατζηχάννας (εφεσίβλητος στην Α.Ε. 3534) αμφισβήτησε την απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους γιατί, όπως ισχυρίστηκε, η ΕΔΥ λανθασμένα αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος δεν κατείχε το προσόν της πενταετούς πείρας στη διαχείριση τουρκοκυπριακών περιουσιών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι επειδή από τα στοιχεία που είχαν παρουσιαστεί, δύο έγγραφες διαβεβαιώσεις [*87]υποστήριζαν ότι ο εφεσίβλητος κατείχε το προσόν ενώ άλλες δύο υποστήριζαν την αντίθετη άποψη, η ΕΔΥ παρέλειψε να προβεί σε μια πιο ενδελεχή έρευνα για να αξιολογήσει ορθά τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον της και προέβηκε στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.

(β) Η Αναθεωρητική Έφεση 3524 (Προσφυγή 893/2000).

Στην Αναθεωρητική Έφεση 3524 ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση του ότι (i) ο Γενικός Διευθυντής δεν είχε αρμοδιότητα και κακώς εξέφρασε την κρίση του που ήταν και αναιτιολόγητη και (ii) ότι η επίδικη απόφαση εστερείτο αιτιολογίας και δεν ήταν το αποτέλεσμα διεξαγωγής δέουσας έρευνας.

Στα σχετικά πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας της 12/5/2000 σημειώνεται ότι παρευρισκόταν και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ο οποίος αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση στη συνεδρία της εφεσίβλητης της προηγούμενης μέρας (11/5/2000) ως ακολούθως:

Αγαπίου Ανδρέας                        :  Πολύ καλός

Γεωργιάδης Χαράλαμπος          :  Σχεδόν πολύ καλός

Κυριάκου Κώστας                       :  Πολύ καλός

Ταξιτάρης Ανδρέας                      :  Καλός

Φραγκόπουλος Κυριάκος          :  Πάρα πολύ καλός

Στα πρακτικά σημειώνεται ακολούθως ότι ο Γενικός Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τον Κυριάκο Φραγκόπουλο. Μετά την αποχώρηση του Γενικού Διευθυντή, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προχώρησε στην απόφαση της για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, αφού έλαβε δεόντως υπόψη μεταξύ άλλων και την «απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή».

Ο εφεσείων υποστήριξε πρωτόδικα ότι ο Γενικός Διευθυντής κακώς εξέφρασε άποψη αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων και τούτο γιατί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (αρ. 1/90) ο Γενικός Διευθυντής έπρεπε να περιοριστεί στις συστάσεις του και δεν είχε αρμοδιότητα να προβεί σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις και μάλιστα χωρίς να αιτιολογήσει την άποψη του.

[*88]Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι η άποψη του Διευθυντή για την απόδοση των υποψηφίων δεν αποτελούσε κριτήριο επιλογής αλλά παράγοντα που βοηθούσε στη διαμόρφωση άποψης αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων, απέρριψε τη σχετική εισήγηση.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα του πιο πάνω ευρήματος επαναλαμβάνοντας την εισήγηση ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν είχε αρμοδιότητα και κακώς εξέφρασε την κρίση του, που ήταν και αναιτιολόγητη.

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η άποψη του Διευθυντή αποτέλεσε παράγοντα που βοήθησε στη διαμόρφωση άποψης χωρίς να αποτελέσει κριτήριο επιλογής, είναι ορθή. Από τα πρακτικά της υπόθεσης φαίνεται ότι η αξιολόγηση του Διευθυντή δεν επέδρασε, αλλά ούτε και επηρέασε την ΕΔΥ η οποία προέβηκε στη δική της αξιολόγηση που μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν διαφορετική από εκείνη του Διευθυντή. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Ιωνά κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1775, 1788, αναφορικά με τις εντυπώσεις που εκφράζει ο Διευθυντής,

“Οι εντυπώσεις του Διευθυντή του Τμήματος και η εκτίμησή του για την απόδοση των υποψηφίων σε συνεντεύξεις δεν αποτελούν σύσταση με το νόημα του άρθρου 44(3). Στην υπόθεση Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852, 856, αποφασίστηκε ότι η απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη είναι διαδικασία, η οποία βοηθά την αξιολόγηση των υποψηφίων κυρίως αναφορικά με την αξία και σε κάποιο βαθμό με τα προσόντα.”

Η εισήγηση ότι η άποψη του Διευθυντή θα έπρεπε να ήταν αιτιολογημένη δεν ευσταθεί και τούτο γιατί το άρθρο 34(9) του Ν. 1/90 που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής όπως στην παρούσα περίπτωση, δεν επιβάλλει την ύπαρξη αιτιολογίας.

Η εισήγηση ότι η επίδικη απόφαση εστερείτο αιτιολογίας και ήταν το αποτέλεσμα μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Από το σχετικό πρακτικό φαίνεται ότι η ΕΔΥ προέβηκε στη δική της έρευνα και προτού καταλήξει στην επίδικη απόφαση έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών και υπηρεσιακών φακέλων, όπως επίσης τα τρία στοιχεία κρίσης δηλαδή, την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα. Επιπρόσθετα από το [*89]σχετικό κείμενο της επίδικης απόφασης προκύπτει ότι η απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη, σε βαθμό που καθιστά το δικαστικό έλεγχο εύκολα εφικτό.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

(γ) Η Αναθεωρητική Έφεση και Αντέφεση 3534 (Προσφυγή 916/2000).

Στην Αναθεωρητική Έφεση 3534 η εφεσείουσα Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη κρίση πως η διαπίστωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ακολούθως της ΕΔΥ, ότι ο εφεσίβλητος δεν κατείχε το προσόν της πενταετούς πείρας στη διαχείριση τουρκοκυπριακών περιουσιών ήταν αποτέλεσμα διεξαγωγής μη δέουσας έρευνας, είναι λανθασμένη. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια υποβλήθηκε επίσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η επιστολή του Επάρχου της 10/5/99 δεν βρισκόταν ενώπιον της ΕΔΥ κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης.

Ο εφεσίβλητος με την αντέφεση του προβάλλει διάφορους λόγους με τους οποίους ζητά από το Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάσει και τον ισχυρισμό του ότι παραβιάστηκε η αρχή του δεδικασμένου και οι αρχές που διέπουν την επανεξέταση μιας υπόθεσης, τη συνεχή προκατάληψη και έχθρα της διοίκησης εναντίον του, την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, την πλημμελή δεύτερη έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα πλημμελή και πεπλανημένα πρακτικά της ΕΔΥ της 10/4/2000, την αλλαγή θέσης (υπαναχώρησης) της διοίκησης από άλλες προηγούμενες αποφάσεις της, όπως επίσης και την ύπαρξη προκατάληψης και προσωπικής έχθρας του Διευθυντή Γεωργίας προς το πρόσωπό του.

Αναφορικά με την έφεση της εφεσείουσας προβλήθηκε εκ μέρους της ο ισχυρισμός ότι οι διαβεβαιώσεις που είχαν παρουσιαστεί από τον εφεσίβλητο ως προς την κατοχή του προσόντος της πενταετούς πείρας δεν αποδείκνυαν την κατοχή εκείνου του προσόντος και κατ’ επέκταση το μέρος εκείνο της πρωτόδικης απόφασης που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εφόσον προέκυπτε ότι ο εφεσίβλητος κατείχε, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, το προσόν της πενταετούς πείρας στη διαχείριση τουρκοκυπριακών περιουσιών και ότι η διαδικασία που επακολούθησε δεν πληρούσε τις απαιτήσεις της δέουσας έρευνας, είναι λανθασμένο.

[*90]Το κρίσιμο ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή και ακολούθως η ΕΔΥ είχαν προβεί στη δέουσα έρευνα αν ο εφεσίβλητος κατείχε το σχετικό προσόν.

Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι μετά τις συνεντεύξεις των υποψηφίων, η Συμβουλευτική Επιτροπή σημείωσε τα πιο κάτω αναφορικά με τον εφεσίβλητο:

“Ο κ. Βραχίμης προσκόμισε σχετικά στοιχεία τα οποία και επισυνάπτονται. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αντιπαραβάλλοντας τα εν λόγω στοιχεία με τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων, των φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, της αίτησής του και της επιστολής του Επάρχου Λευκωσίας με στοιχεία Τ/ΚΠ30V, ημερ. 11.2.2000, η οποία επίσης επισυνάπτεται αποφάσισε ότι δεν κατέχει το υπό του Σχεδίου Υπηρεσίας 3(2) προσόν (δηλ. την πενταετή πείρα στη διαχείριση περιουσιών).”

Η ΕΔΥ υιοθέτησε χωρίς άλλη διερεύνηση την πιο πάνω άποψη της Συμβουλευτικής, σημειώνοντας ότι,

“Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, κατά τον έλεγχο των εκθέσεων, υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής στο σύνολό τους σ’ ό,τι αφορά την από μέρους των αιτητών κατοχή ή μη των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντων.

Ειδικά σ’ ό,τι αφορά τη μη κατοχή από μέρους του Χατζηχάννα Βραχίμη της απαιτούμενης πενταετούς ευδόκιμης πείρας στη διαχείριση περιουσιών, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι αυτός προσκόμισε έγγραφα από τους κ.κ. Γεώργιο Νεοκλέους και Ιορδάνη Ιορδάνους, πρώην προϊσταμένους του στο Τμήμα Γεωργίας, σχετικά με την πείρα του στις Τουρκοκυπριακές Περιουσίες κατά την περίοδο 1975 μέχρι 1980, όμως σημείωσε ότι το θέμα αυτό είχε εξεταστεί από την ίδια την Επιτροπή στα πλαίσια επανεξέτασης (θέμα Ω.(3) των πρακτικών της συνεδρίας της Επιτροπής ημερομηνίας 10.3.00). Τα στοιχεία που οι δύο πρώην δημόσιοι υπάλληλοι αναφέρουν δεν προσθέτουν ή δεν διαφοροποιούν τα όσα οι Έπαρχος, Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας, και Διευθυντής του Τμήματος Γεωργίας ανέφεραν σε σχετικές επιστολές τους στα πλαίσια της εν λόγω επανεξέτασης και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη ότι ούτε η πείρα που ο Χατζηχάννας απέκτησε από τον τότε ουσιώδη χρόνο είναι στη διαχείριση περιουσιών, υιοθέτησε το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι αυτός δεν κατέχει το συγκεκρι[*91]μένο προσόν.”

Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε σε αυτό το στάδιο την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις δύο συγκρουόμενες απόψεις αναφορικά με την κατοχή του προσόντος και τη σχετική κατάληξη:

“(α) Στο πρακτικό της 10/4/2000 δεν γίνεται καμιά αναφορά στη βεβαίωση του Επάρχου Λευκωσίας της 10/5/99, όπου αναφέρεται ρητά ότι από το 1975 μέχρι το 1980 ο αιτητής «εκτελούσε καθήκοντα που αφορούσαν την Προστασία και Διαχείριση των Τ/Κ Περιουσιών».

(β) Η αναφορά στο πρακτικό της 10/4/2000 ότι «Τα στοιχεία που οι δύο δημόσιοι υπάλληλοι (Γ. Νεοκλέους και Ι. Ιορδάνους) αναφέρουν δεν προσθέτουν ή δεν διαφοροποιούν τα όσα οι Έπαρχος, Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας, και Διευθυντής του Τμήματος Γεωργίας ανέφεραν σε σχετικές επιστολές τους» δεν είναι ορθή. Οι βεβαιώσεις του Διευθυντή του ΟΓΑ Γ. Νεοκλέους, της 2.6.1999, και του πρώην Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού Ι. Ιορδάνους, της 3.8.1999, διαφοροποιούν ουσιωδώς τα όσα αναφέρονται στις επιστολές του Διευθυντή Τμήματος Γεωργίας, της 9.2.2000, και του Επάρχου Λευκωσίας, της 11.2.2000. Από τις δύο βεβαιώσεις, αν μάλιστα αυτές αναγνωσθούν σε συνδυασμό με τη βεβαίωση του Επάρχου Λευκωσίας της 10.5.1999, προκύπτει, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, ότι ο αιτητής διέθετε το προσόν της πενταετούς πείρας στη διαχείριση περιουσιών, ενώ, αντίθετα, από τις επιστολές του Διευθυντή Τμήματος Γεωργίας και του Επάρχου Λευκωσίας δεν συνάγεται κάτι τέτοιο. Συγκεκριμένα, στη βεβαίωση του Γ. Νεοκλέους αναφέρεται ότι ο αιτητής «.... εργάσθηκε υπό την άμεση επίβλεψη και εποπτεία μου στις Τουρκοκυπριακές Περιουσίες (Τ/Κ) από το 1975 μέχρι το 1977 ..... Ασχολήθηκε και εργάσθηκε και υπερωριακά με όλα τα θέματα που αφορούσαν τις Τ/Κ περιουσίες. Η εργασία του περιελάμβανε σχεδόν καθημερινές και επιτόπιες έρευνες στις κοινότητες της Επαρχίας Λευκωσίας ....». Στη δε βεβαίωση του Ι. Ιορδάνους αναφέρεται ότι ο αιτητής, κατά την περίοδο 1978-1980 «..... συνέχισε να εκτελεί τα ίδια ακριβώς καθήκοντα που εκτελούσε και προηγουμένως, τότε Επαρχιακός Γεωργικός Λειτουργός Λευκωσίας ήτο ο κ. Γεώργιος Νεοκλέους.», και «.... επιλαμβανόταν και υποθέσεων που είχαν σχέση με τις Τ/Κ περιουσίες.»

(γ) Η επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας της [*92]9.2.2000 και η επιστολή του Επάρχου Λευκωσίας της 11.2.2000 συγκρούονται μεταξύ τους σε ουσιώδες σημείο εφόσον, ενώ ο Διευθυντής του Τμήματος Γεωργίας αναφέρει ότι, κατά την περίοδο 1975/1976, ο αιτητής «συμμετείχε στις δραστηριότητες που αφορούσαν τη διαχείριση Τ/Κ περιουσιών για τις κοινότητες της περιφέρειάς του», αν και «ο βαθμός απασχόλησής του με θέματα που αφορούσαν τη διαχείριση Τ/Κ περιουσιών δεν μπορεί εκ των υστέρων να διαπιστωθεί με ακρίβεια» ήταν, όμως, «περιορισμένος», ο Έπαρχος Λευκωσίας αναφέρει ότι ο αιτητής συμμετείχε στην Επιτροπή Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών για περίοδο 3½ χρόνων, όμως, «Ο ρόλος του ήταν καθαρά συμβουλευτικός όσο αφορά τη διάθεση και αξιοποίηση των Τ/Κ κλήρων.»

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η διαπίστωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και, στη συνέχεια, της καθ’ης η αίτηση, ότι ο αιτητής δεν κατείχε το προσόν της πενταετούς πείρας στη διαχείριση περιουσιών, ήταν όντως προϊόν ενδεχόμενης ουσιώδους πλάνης περί τα πράγματα λόγω μη επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης των ενώπιόν τους στοιχείων, όπως αυτά περιείχοντο στις τρεις βεβαιώσεις που απέστειλε ο αιτητής, αφενός, και τις δύο επιστολές προς την καθ’ης η αίτηση, τις επιστολές, δηλαδή, του Διευθυντή Τμήματος Γεωργίας της 9.2.2000 και του Επάρχου Λευκωσίας της 11.2.2000, αφετέρου.”

Η πρωτόδικη απόφαση ότι το θέμα της κατοχής από τον εφεσίβλητο της πενταετούς πείρας στη διαχείριση τουρκοκυπριακών περιουσιών δεν αποτέλεσε αντικείμενο της δέουσας έρευνας, είναι ορθό. Οι βεβαιώσεις που παρουσίασε ο εφεσίβλητος, όπως αναλύθηκαν σε έκταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κυρίως αυτή του Επάρχου Λευκωσίας ημερομηνίας 10/5/99, αλλά και η σχετική επιστολή του προϊσταμένου του εφεσιβλήτου στο Τμήμα Γεωργίας κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, πιστοποιούσαν ότι από το 1975 μέχρι το 1980 ο εφεσίβλητος εκτελούσε καθήκοντα που αφορούσαν την “προστασία και διαχείριση των Τ/Κ περιουσιών” τα οποία περιλάμβαναν “καθημερινές επιτόπιες έρευνες στις κοινότητες της επαρχίας Λευκωσίας που είχαν Τ/Κ περιουσίες” και ότι ο εφεσίβλητος κατά την πιο πάνω αναφερόμενη περίοδο “ελάμβανε τακτικά μέρος στις συνεδρίες των υπεπιτροπών καθώς και της Επαρχιακής Επιτροπής Προστασίας και Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών και ότι πληρωνόταν οδοιπορικά και υπερωρίες από το ταμείο Τ/Κ περιουσιών”. Οι πιο πάνω παράγοντες, που είχαν τεθεί ενώπιον της διοίκησης άφηναν ανοιχτό το [*93]ενδεχόμενο να καταλήξει η ΕΔΥ σε συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος κατείχε το προσόν της πενταετούς ευδόκιμης πείρας στη διαχείριση περιουσιών.

Από τα πιο πάνω διαπιστώνεται ότι μέσα στα πλαίσια των στοιχείων που είχαν παρουσιαστεί τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ απέτυχαν να προβούν στη διεξαγωγή μιας ουσιαστικότερης έρευνας αναφορικά με την κατοχή ή όχι του προσόντος από τον εφεσίβλητο.

Η έφεση 3534 απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας. Έχοντας υπόψη την πιο πάνω κατάληξη δεν κρίνουμε σκόπιμο να υπεισέλθουμε στην εξέταση των λόγων της αντέφεσης.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο