Μεσαρίτης Κωνσταντίνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2004) 3 ΑΑΔ 121

(2004) 3 ΑΑΔ 121

[*121]9 Φεβρουαρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΕΣΑΡΙΤΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ (ΑΡ. 2),

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3236)

 

Φορολογία ― Φορολογία Κεφαλαιουχικών Κερδών ― Μη καταχώριση ένστασης εμπρόθεσμα και ανεπιφύλαχτη πληρωμή του φόρου, στερεί του εννόμου συμφέροντος προσβολής της παράλειψης αποδοχής της ένστασης που καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα.

Ο εφεσείων επεδίωξε με την έφεση, ότι και πρωτόδικα, την ακύρωση της παράλειψης του εφεσίβλητου να εξετάσει την ένστασή του που υποβλήθηκε εκπρόθεσμα.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Με την υπ’ αριθμό 762/2000 προσφυγή που καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο ο εφεσείων, πρόσβαλε την παράλειψη του εφεσιβλήτου να αποδεχθεί την ένστασή του και να ανακαλέσει και αναθεωρήσει τις φορολογίες. Ο Δικαστής ο οποίος επιλήφθηκε πρωτόδικα της προσφυγής, αφού αποδέχθηκε τις προδικαστικές ενστάσεις της δικηγόρου του εφεσιβλήτου, ότι με την προσφυγή δεν προσβαλλόταν εκτελεστή διοικητική πράξη, ούτε ο εφεσείων είχε ενεστώς έννομο συμφέρον, την απέρριψε.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους οι οποίοι, αφού εξετάστηκαν, διαπιστώθηκε ότι δεν ευσταθούν.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*122]Αναφερόμενη Υπόθεση:

Μεσαρίτης v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 762/2000, ημερ. 23/4/2001.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 762/2000) ημερομηνίας 23/4/2001, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή την οποία άσκησε κατά της απόρριψης της ένστασης την οποία υπέβαλε εκπρόθεσμα κατά της φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών η οποία του επιβλήθηκε για την πώληση οικοπέδων συνιδιοκτησίας του στην Κάτω Λακατάμεια.

Π. Μεσαρίτης, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν συνιδιοκτήτης, κατά το ένα τρίτο, κτήματος με αρ. Εγγραφής Β1053 στην Κάτω Λακατάμεια. Το 1984 το κτήμα διαχωρίστηκε σε εικοσιτρία οικόπεδα. Μεταξύ της 13.1.1989 και 20.10.1990 πωλήθηκαν επτά οικόπεδα. Επί του ενός οικοπέδου ο εφεσείων ήταν συνιδιοκτήτης κατά το ένα έκτο, επί δε των άλλων έξι κατά το ένα τρίτο. Στις 25.2.1993 ο εφεσίβλητος απέστειλε στον εφεσείοντα αρχικές φορολογίες κεφαλαιουχικών κερδών με βάση τη δική του εκτίμηση. Από το προϊόν της πώλησης των οικοπέδων αφαίρεσε την αγοραία αξία του κτήματος κατά την 1.1.1980, τα έξοδα διαχωρισμού του σε οικόπεδα, σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε ο εφεσείων, καθώς και την αναπροσαρμογή της αξίας λόγω πληθωρισμού. Ο εφεσείων δεν υπέβαλε ένσταση μέσα στα χρονικά όρια που ορίζει ο Νόμος. Πλήρωσε, μάλιστα, ανεπιφύλακτα τον επιβληθέντα φόρο.

Στις 9.3.2000 ο εφεσείων υπέβαλε εκπρόθεσμη ένσταση κατά των φορολογιών μέσω του πληρεξούσιου αντιπροσώπου του δικηγόρου Π. Μεσαρίτη. Σε απάντηση, στις 29.6.2000, ο εφεσίβλητος, με επιστολή του προς τον εφεσείοντα, μέσω του πληρεξούσιου αντιπροσώπου του, τον πληροφόρησε ότι η ένσταση δεν μπο[*123]ρούσε να γίνει αποδεκτή “γιατί δεν υποβλήθηκε μέσα στα χρονικά όρια που ορίζει ο Νόμος”.

Με την υπ’ αριθμό 762/2000 προσφυγή που καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο ο εφεσείων πρόσβαλε την παράλειψη του εφεσιβλήτου να αποδεχθεί την ένστασή του και να ανακαλέσει και αναθεωρήσει τις φορολογίες. Ο συνάδελφος μας Δικαστής ο οποίος επιλήφθηκε πρωτόδικα της προσφυγής, αφού αποδέχθηκε τις προδικαστικές ενστάσεις της δικηγόρου του εφεσιβλήτου ότι με την προσφυγή δεν προσβαλλόταν εκτελεστή διοικητική πράξη, ούτε ο εφεσείων είχε ενεστώς έννομο συμφέρον, την απέρριψε.

Με την ενώπιόν μας έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους τους οποίους, αφού εξετάσαμε, διαπιστώσαμε ότι δεν ευσταθούν. Η ορθή προσέγγιση περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο και υιοθετούμε:

“Το βάρος της ένστασης της Δημοκρατίας όπως και της αγόρευσης της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία έγκειται στις προδικαστικές ενστάσεις που εγείρονται. Παρατηρείται συγκεκριμένα ότι οι εν λόγω φορολογίες επιβλήθησαν στις 25.2.1993 και ο Αιτητής όχι μόνο δεν υπέβαλε ένσταση ούτε καταχώρησε προσφυγή κατ’ αυτών αλλά και έχει πληρώσει ανεπιφύλακτα τον επιβληθέντα φόρο. Δεν ήταν παρά μόνο στις 9.3.2000 που υπέβαλε ένσταση κατά των φορολογιών, το δε παράπονο που διατυπώνει στην προσφυγή στρέφεται κατά της παράλειψης του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων να ικανοποιήσει την ένσταση του και να ανακαλέσει και αναθεωρήσει τις φορολογίες. Ως εκ τούτου, λέγει η κα Χριστοδουλίδου, δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη που να μπορεί να προσβληθεί με την προσφυγή, ούτε έχει πλέον ο Αιτητής ενεστώς έννομο συμφέρον να προσβάλει τις φορολογίες.

Συμφωνώ. Κατ’ αρχή, δεν υπεβλήθη εμπρόθεσμη ένσταση κατά των φορολογιών σύμφωνα με τα άρθρα 20(1) και 21(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (όπως τροποποιήθηκε), που συνιστά προϋπόθεση για την καταχώριση προσφυγής, σύμφωνα και με τη νομολογία στην οποία παραπέμπει η κα Χριστοδουλίδου. Ύστερα βέβαια, και η ίδια η προσφυγή είναι εν πάση περιπτώσει εκπρόθεσμη, αφού τα έννομα αποτελέσματα συντελέσθησαν προ ετών με τις φορολογίες του 1993. Η εισήγηση του Αιτητή ότι πρόκειται περί παράνομων φορολογιών που ο Διευθυντής έχει έτσι υποχρέωση να ανακαλέσει [*124]και ότι η παράλειψη του Διευθυντή να πράξει τούτο είναι αντικείμενο της προσφυγής εκλαμβάνει το ζητούμενο ως δεδομένο και παρακάμπτει τη λογική των πραγμάτων. Και τέλος, δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία που να δείχνει ότι η πληρωμή των φορολογιών ήταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο με επιφύλαξη δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να μην διατηρεί πλέον το έννομο συμφέρον του, σύμφωνα και πάλι με τη νομολογία στην οποία επίσης παραπέμπει η κα Χριστοδουλίδου. Ο ισχυρισμός του Αιτητή στην απαντητική αγόρευση του ότι η ανεπιφύλακτη καταβολή των φορολογιών ήταν υπό το κράτος του επείγοντος της μεταβίβασης των οικοπέδων ως εκ των συμβατικών υποχρεώσεων του ουδόλως τον βοηθά, όπως δεν τον βοηθά η επιστολή που επισυνάπτει στην απαντητική αγόρευση του (και που βέβαια δεν είναι καν μαρτυρία) και που αναφέρεται σε πληρωμή υπό επιφύλαξη αναφορικά με φορολογίες άλλες των επιδίκων. Εντελώς ατεκμηρίωτες παραμένουν βέβαια και οι αναφορές του Αιτητή σε υποσχέσεις του Διευθυντή για αναθεώρηση των φορολογιών και εξαναγκασμό του σε πληρωμή υπό την απειλή άρνησης παραχώρησης άδειας για τη μεταβίβαση άλλου κτήματος του Αιτητή.”

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο