Sigma Radio TV Ltd και Άλλοι ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134

(2004) 3 ΑΑΔ 134

[*134]24 Φεβρουαρίου, 2004

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

(Υποθέσεις Αρ. 320/99, 809/00, 299/01, 300/01, 301/01,

302/01, 303/01, 304/01, 348/01 448/01, 912/01, 913/01,

914/01, 966/01, 1097/01, 279/02, 328/02, 330/02, 331/02,

445/02, 663/02, 803/02, 815/02, 817/02, 819/02)

SIGMA RADIO T.V. LTD.,

Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 922/01)

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΔΙΑΣ,

Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 320/99, 809/00, 299/01, 300/01, 301/01, 302/01, 303/01, 304/01, 348/01, 448/01, 912/01, 913/01, 914/01, 922/01, 966/01, 1097/01, 279/02, 328/02, 330/02, 331/02, 445/02, 663/02, 803/02, 815/02, 817/02, 819/02)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτημα για επανάνοιγμα υπόθεσης στην οποία η απόφαση επιφυλάχθηκε ― Εφαρμοστέες αρχές ― Μόνο στη βάση νέων γεγονότων μπορεί να αποφασιστεί ― Προβολή περαιτέρω επιχειρηματολογίας με αναφορά σε μεταγενέστερη νομολογία, δεν αποτελεί νέο συμβάν.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Εξαίρεση δικαστή από τη σύνθεση του Δικαστηρίου ― Δεν αποτελεί λόγο εξαίρεσης το γεγονός ότι ο δικαστής επιλήφθηκε υπόθεσης με ίδιο νομικό ζήτημα.

[*135]Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Αυτεπάγγελτη εξέταση ζητημάτων δημόσιας τάξεως ― Ζήτημα σύνθεσης του διοικητικού οργάνου ― Μόνο εφόσον βρίσκονται αναγκαία στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Διερεύνηση παραπόνου ― Διορισμός ερευνώντος λειτουργού ― Επιτακτική η πρόνοια του Κανονισμού 42(3) της Κ.Δ.Π. 10/2000 ― Παράβασή του οδήγησε σε ακύρωση της διοικητικής απόφασης.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Διερεύνηση παραπόνου ― Δέουσα έρευνα ― Ισχυρισμός περί μη διεξαγωγής της, υπό τις περιστάσεις απορρίφθηκε ― Υποβολή δεύτερου ενοποιημένου εγγράφου ενώπιον της Αρχής που δεν περιείχε άλλα υλικό από αυτό που τέθηκε υπόψη των αιτητών δεν παραβίασε τον Κανονισμό 42(5) της Κ.Δ.Π. 10/2000.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις κανονισμών ― Αιτιολογία ― Πλήρης υπό τις περιστάσεις.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Επιβολή κυρώσεων ― Άρθρο 3(2)(ζ) του Ν. 7(Ι)/98 ― Αφορά στην παράβαση του Νόμου, των Κανονισμών, του Κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, των όρων της άδειας και των εγκυκλίων, οδηγιών ή συστάσεων ― Το Άρθρο 51(ιδ) του Νόμου επιτρέπει την έκδοση Κανονισμών που να ρυθμίζουν την επιβολή χρηματικών ποινών λόγω παράβασης του Νόμου και των Κανονισμών ― Το «και» λειτουργεί ως διάζευξη.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Διερεύνηση παραπόνου και επιβολή κυρώσεων ― Εχέγγυα αμεροληψίας στη διεξαχθείσα διαδικασία και αρχή της φυσικής δικαιοσύνης ― Κατάθεση στο ταμείο της Αρχής των εσόδων από τα διοικητικά πρόστιμα δεν είναι ασυμβίβαστο με την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης ― Ούτε παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος ή του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης σημειώθηκε στη διαδικασία.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 19 ― Ελευθερία του λόγου ― Δεν παραβιάζεται στον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο του 1998 και στους σχετικούς Κανονισμούς ― Η πρόβλεψη επιβολής διοικητικής κύρωσης, «προστίμου» δεν αντίκειται στις πρόνοιες του Αρθρου 19 του Συντάγματος ― Νομολογιακά πορίσματα.

Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος του 1998 (Ν. 7(Ι)/98) ― Επιβολή τελών για παραχώρηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας σταθμού ― Δεν αποτελούν φορολογία ― Καμία αντισυνταγματικότητα στην πρόνοια επιβολής τους ― Ισχυρισμός περί διά[*136]κρισης με το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, απορρίφθηκε λόγω της διαφορετικής φύσης και αποστολής της δημόσιας από την ιδιωτική ραδιοτηλεόραση.

Με τις υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγές, οι οποίες τέθηκαν όλες ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας, προσβλήθηκαν αποφάσεις της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, οι πλείστες των οποίων αφορούσαν στην επιβολή διοικητικού προστίμου λόγω παράβασης προνοιών του Νόμου και των Κανονισμών.

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας κατ’ αρχήν αίτημα για επανάνοιγμα των υποθέσεων με ομόφωνη απόφαση, και στη συνέχεια ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση σε δύο από τις προσφυγές και απορρίπτοντας όλες τις άλλες με απόφαση πλειοψηφίας, (απόφαση Νικολάου Δ. με την οποία συμφώνησαν οι Πικής Π., Αρτεμίδης, Κωνσταντινίδης, Καλλής, Κρονίδης, Ηλιάδης, Κραμβής, Γαβριηλίδης, Χ''Χαμπής, Αρέστης, Δ.Δ.), αποφάσισε τα ακόλουθα:

1. Αναφορικά με το αίτημα για επανάνοιγμα της υπόθεσης, στην παρούσα υπόθεση δεν προβάλλεται οποιοδήποτε νέο γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης για το επανάνοιγμα της ακρόασης των προσφυγών. Νέο γεγονός μπορεί να αποτελέσει συμβάν που άπτεται των στοιχείων που συνθέτουν τη διαφορά. Η προβολή περαιτέρω επιχειρηματολογίας με αναφορά σε μεταγενέστερη της επιφύλαξης της απόφασης νομολογία, δεν αποτελεί τέτοιο συμβάν. 

2. Αναφορικά με το αίτημα αποκλεισμού του Δικαστή Καλλή, από τη σύνθεση του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται των υποθέσεων που εξετάζονται, οι ισχύουσες αρχές έχουν αποκρυσταλλωθεί προ πολλού. Ως διαπιστώνεται στην Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 80, υπό το φως των αρχών που κατοπτρίζονται στη νομολογία:

«.. η επίλυση νομικού ζητήματος πρωτοδίκως ή κατ’ έφεση δεν αποκλείει τη συμμετοχή Δικαστή στη σύνθεση Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται του ιδίου, όμοιου, ή παρεμφερούς νομικού ζητήματος.»

Το Δικαστήριο κατέληξε ομόφωνα, ότι δεν έχει αποκαλυφθεί λόγος, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει εξέταση ζητήματος επανανοίγματος της ακρόασης των υπό εξέταση υποθέσεων, στις οποίες η απόφασή έχει επιφυλαχθεί.

3. Παρόλον που το ζήτημα σύνθεσης μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα, αυτό καθίσταται εφικτό μόνο εφόσον ευρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου τα αναγκαία στοιχεία: βλ. την απόφαση της πλει[*137]οψηφίας της Ολομέλειας στην υπόθεση Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών v. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314. Με τα όσα έχει το Δικαστήριο εντοπίσει, δεν δικαιολογείται η εξέταση ζητήματος σύνθεσης αυτεπαγγέλτως.

4. Τόσο στην Προσφυγή Αρ. 809/00 όπου την περίπτωση την εξέτασε η ίδια η Αρχή, όσο και στην Προσφυγή Αρ. 304/01 όπου την περίπτωση την ανέλαβε επιτροπή προς την οποία εμφανίζεται να μεταβιβάστηκε η εξουσία της Αρχής, δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στον Καν. 42(3), (4) και (5).

    Στις εν λόγω δύο περιπτώσεις δεν ορίστηκε ερευνών λειτουργός παρά την προς τούτο επιτακτική πρόνοια του Καν. 42(3). Έπασχε λοιπόν η διαδικασία. Επομένως οι αποφάσεις που προσβάλλονται με αυτές τις δύο προσφυγές στερούνται του αναγκαίου νομικού ερείσματος.

5. Ως προς το ζήτημα δέουσας έρευνας, με εξαίρεση τις δύο προσφυγές που αναφέρθηκαν - Αρ. 809/00 και 304/01 - δεν διαπιστώθηκε κενό. Τουναντίον, φαίνεται ότι η έρευνα κάλυψε το καθετί και με λεπτομέρεια μάλιστα. Σε μερικές από τις προσφυγές οι αιτητές προέβαλαν, σε σχέση με αυτό το ζήτημα, ότι προέκυπτε νομικό πρόβλημα επειδή η λειτουργός που διεξήγαγε την έρευνα υπέβαλε στην Αρχή και δεύτερη έκθεση ενώ δεν θα έπρεπε να υπέβαλλε παρά μόνο μια. Επικαλέστηκαν τον Καν. 42(5) ο οποίος προνοεί ότι «ο λειτουργός εκθέτει το πόρισμα του στην Αρχή, πλήρως αιτιολογημένο ....». Όμως το δεύτερο έγγραφο δεν περιείχε, σε ό,τι αφορά τις ισχυριζόμενες παραβάσεις, υλικό άλλο από εκείνο που είχε ήδη τεθεί υπόψη των αιτητών. Απλώς το ενοποιούσε, για ευκολία της Αρχής. Δεν θεωρείται αυτό επιλήψιμο.

6. Αναφορικά με το ζήτημα της αιτιολογίας, φαίνεται πως στην κάθε περίπτωση, περιλαμβανομένων και των περιπτώσεων καταλληλότητας προγραμμάτων ή προσδιορισμού εννοιών - όπως το παιχνίδι, η συγκαλυμμένη διαφήμιση, τα κοντινά πλάνα - δόθηκε στους αιτητές επαρκής εξήγηση τόσο για το πόρισμα της λειτουργού όσο και για τις καταλήξεις της Αρχής. Οι οποίες, ήταν όλες το αποτέλεσμα ορθής ερμηνευτικής αντίκρυσης των σχετικών διατάξεων και λογικά εφικτές, ενταγμένες στα αναγνωρισμένα όρια της ουσιαστικής εκτίμησης της διοίκησης, σε μερικές  μάλιστα περιπτώσεις και αναπόφευκτες.

7. Παρατηρείται πως ενώ στο πρώτο μέρος της πρόνοιας του Άρθρου 3(2)(ζ) η νομική βάση των παραβάσεων για τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις αναλύεται σε τέσσερις νομικές βάσεις, εντούτοις στο μέρος όπου εκτίθενται οι κυρώσεις, μετά την τελευταία - που είναι το [*138]διοικητικό πρόστιμο - η παράβαση συσχετίζεται με μόνο τις δύο, ήτοι το Νόμο και τους όρους της άδειας όχι και με τις τέσσερις.  Πρόκειται, περί νομοτεχνικής ανεπάρκειας που εν προκειμένω δεν αφαιρεί από το καθαρό νόημα της πρόνοιας. Η οποία, ερμηνευόμενη στο σύνολο της, δεν αφήνει αμφιβολία περί της ομοιόμορφης εμβέλειας των κυρώσεων σε όλες τις παραβάσεις.

    Ο συνήγορος των αιτητών εισηγήθηκε ότι στο Άρθρο 51(2)(ιδ), στη φράση «... Νόμου και των Κανονισμών ...» το «και» είναι συμπλεκτικό, με αποτέλεσμα να απαιτείται παράβαση και του Νόμου και των Κανονισμών ως προϋπόθεση για την επιβολή χρηματικής ποινής. Το Δικαστήριο έχει επ’ αυτού αντίθετη άποψη.  Με τη λέξη «και» προσδιορίζεται το σύνολο, χωρίς να επηρεάζεται η αυτοτέλεια των επιμέρους.  Το «και» λειτουργεί ουσιαστικά ως διάζευξη.

8. Το δικαστήριο δεν συμμερίζεται την άποψη ότι η προβλεπόμενη διαδικασία, την οποία η Αρχή ακολούθησε, βρίσκεται σε διάσταση με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης που απαιτούν (α) να είναι ο κριτής αμερόληπτος και (β) να παρέχεται στο υπό κρίση πρόσωπο η ευκαιρία να ακουστεί. Σημειώνεται κατ’ αρχάς η ενσωμάτωση τους στο Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία κυρώθηκε από την Κύπρο με τον Ν. 39/62, και την κατ’ ουσίαν αντιγραφή αυτής της διάταξης στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.  Κατά τη συζήτηση των προσφυγών δεν απασχόλησε η σχετική νομολογία  του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Η οποία εμφανίζει κάποια ρευστότητα.  Εξηγείται ωστόσο από την εγγενή δυσκολία στάθμισης των παραγόντων στη βάση των οποίων γίνεται η κατάταξη, αφού στην ποικιλόμορφη σφαίρα της δραστηριότητας των διοικητικών οργάνων είναι κάποτε δύσκολο  να αποφασιστεί πρώτο, το κατά πόσο η περίπτωση εμπίπτει στο Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και δεύτερο, αν εμπίπτει, κατά πόσο τηρήθηκαν οι όροι του. Ως προς το πρώτο, έχοντας υπόψη την τάση του ΕΔΑΔ για έμφαση σε ιδιωτικού δικαίου δικαιώματα έναντι παραγόντων δημοσίου δικαίου, που σημαίνει τη διασταλτική υπέρ του πολίτη ερμηνεία, θεωρείται πως πρέπει να προσεγγιστούν οι υπό κρίση προσφυγές στη βάσει του δικαιώματος για αμερόληπτη κρίση. Με αυτό ως δεδομένο, εξετάζεται το κατά πόσο η προβλεπόμενη διαδικασία πληρούσε τα εχέγγυα αμεροληψίας.  Δικαιολογείται, η καταφατική απάντηση. Σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις υπήρξε ικανοποιητική διάκριση μεταξύ των διαφόρων σταδίων, τα οποία συνίσταντο στη συγκέντρωση των στοιχείων, στην προκαταρκτική θεώρηση τους, στην ενημέρωση των αιτητών ως προς αυτά, στην παροχή σ’ αυτούς του δικαιώματος να ακουστούν, γραπτώς ή προφορικώς, και στην τελική κρίση. Το ότι, βάσει του Αρθρου 38(1)(δ) του Νόμου, «..... έσοδα που [*139]προέρχονται από την επιβολή διοικητικού προστίμου στους σταθμούς .....» κατατίθενται στο ταμείο της Αρχής δεν είναι, ασυμβίβαστο με την αμεροληψία. Δεν εμπλέκεται ιδιωτικό ή προσωπικό οικονομικό συμφέρον. Η Αρχή, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ενεργεί απρόσωπα για την προώθηση των σκοπών του Νόμου. Στο ταμείο της Αρχής κατατίθενται, βάσει της ίδιας διάταξης, και άλλα έσοδα.

    Το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αναφέρεται σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου. Εκείνο που χρειάζεται σε περιπτώσεις όπου εκδίδονται από διοικητικά όργανα αποφάσεις καθοριστικές αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, είναι η δυνατότητα πρόσβασης σε δικαστήριο για προσβολή της διοικητικής απόφασης.

    Εφόσον προσφέρεται τέτοια δυνατότητα, αποκτά πλέον σημασία η έκταση της δικαιοδοσίας  του Δικαστηρίου. 

    Ως προς τους ισχυρισμούς περί παράβασης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, το Δικαστήριο έχει την άποψη ότι σε περίπτωση όπου εξετάζεται παράβαση των ρυθμιστικών προνοιών του Νόμου, στον ιδιαίτερα ευαίσθητο και σημαντικό τομέα της ραδιοτηλεόρασης, η κρίση ως προς τα πράγματα, που από τη φύση τους ενδέχεται να χαρακτηρίζονται από λεπτές αποχρώσεις και πολλές διαβαθμίσεις, δικαιολογείται να αφήνεται, ως θέμα πολιτικής του Κράτους, σε ειδική ανεξάρτητη  δημόσια Αρχή. Το Δικαστήριο έχει τη γνώμη ότι η προσφερόμενη στο δικό μας σύστημα αναθεωρητική δικαιοδοσία είναι αρκετή. Δεν διακρίνεται λοιπόν παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, οι οποίοι εμπεριέχονται στο Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. 

9. Ως προς το Άρθρο 19 του Συντάγματος, το τεθέν ζήτημα συνταγματικότητας έχει ως κεντρικό άξονα τη θέση ότι η δυνατότητα που παρέχεται στη Δημοκρατία, βάσει της παραγράφου 5, να απαιτεί άδεια λειτουργίας στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης και του κινηματογράφου, εντάσσεται εντός και όχι εκτός των όσων διαλαμβάνονται στην παράγραφο 3 ως τα όρια του βασικού δικαιώματος στο οποίο αναφέρονται οι παράγραφοι 1 και 2.

    Εφόσον, κατά τους αιτητές, η παράγραφος 5 υπάγεται στην παράγραφο 3, οι υποχρεώσεις οι οποίες τίθενται με την άδεια λειτουργίας δεν μπορεί να εξαρτηθούν από την κρίση διοικητικής Αρχής. Προκύπτουν μόνο με αναφορά στα όσα η παράγραφος 3 αφαιρεί από το βασικό δικαίωμα των παραγράφων 1 και 2. Όπου αναφύεται διαφορά σε σχέση με την τήρηση των ορίων, το θέμα κρίνεται από Δικαστήριο. Προστίθεται, αναφορικά με την παράγραφο 5, ότι η δυνατότητα για [*140]απαίτηση άδειας ανήκει στην ίδια τη Δημοκρατία και δεν μπορεί να παραχωρηθεί σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, όπως η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης. «Ποινές», κατά τους αιτητές, είναι μόνο οι κυρώσεις που επιβάλλονται από ποινικό Δικαστήριο. Και επειδή, καθώς συνεχίζουν, οι υπό συζήτηση κυρώσεις για παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών δεν θα μπορούσαν να αντικρυστούν παρά μόνο με αναφορά στο εν λόγω μέρος της παραγράφου 3, δεν είναι νοητή η ανάθεση σε διοικητικό όργανο για την επιβολή τους.

    Σε σχέση με την έννοια της «ποινής» ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών παρέπεμψε στο Άρθρο 12 του Συντάγματος, όπου γίνεται αναφορά σε «ποινή» στο πλαίσιο της ποινικής ευθύνης. Επίσης παρέπεμψε στα Άρθρα 150 και 162 του Συντάγματος με τα οποία παρέχεται στο Δικαστήριο εξουσία επιβολής ποινής για περιφρόνηση. Ο συνήγορος αντιδιέστειλε το διοικητικό πρόστιμο το οποίο, κατά την εισήγηση του, «.... είναι μόνο το οριζόμενο συγκεκριμένο ποσό εκ του Νόμου, ως μηχανική συνέπεια (χωρίς διοικητική διαδικασία και απόφαση, που λαμβάνεται κατά ελεύθερη διακριτική εξουσία διοικητικού οργάνου)».

    Θεωρείται ότι, τηρουμένων των παραμέτρων άσκησης της εξουσίας που παρέχεται με την παράγραφο 5 του Άρθρου 19 για τη ρύθμιση της ραδιοτηλεόρασης, η εν λόγω εξουσία εντάσσεται εντός των ορίων της παραγράφου 3 και δεν μπορεί να τα υπερβεί.

    Με τον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο του 1998 και τους δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμούς, ρυθμίζεται ο τομέας στον οποίο αναφέρεται η παράγραφος 5 κατά τρόπο που κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου δεν αντίκειται στην παράγραφο 3. Κι αυτό ανεξάρτητα από το πώς αντικρύζει κανείς την έννοια της ποινής στην παράγραφο 3. Γιατί ακόμα και αν ταυτιστεί με την  ποινική έννοια  του Άρθρου 12 ή την οιονεί ποινική των Άρθρων 150 και 162, οι κυρώσεις που προβλέπονται στον υπό αναφορά Νόμο και Κανονισμούς συναρτώνται όχι με την προβλεπόμενη στην παράγραφο 3 δυνατότητα για ποινές αλλά με τη μη τήρηση των βάσει του Νόμου και των Κανονισμών προνοιών, οι οποίες αποτελούν τη βάση για την έκδοση της άδειας λειτουργίας. Οι δε πρόνοιες αυτές βρίσκονται σε αρμονία με ό,τι η παράγραφος 3 επιτρέπει ως όρους και περιορισμούς του δικαιώματος της ελευθερίας λόγου και της καθ’ οιονδήποτε τρόπο έκφρασης, με αναφορά μεταξύ άλλων και στην προστασία των δικαιωμάτων των άλλων.

    Το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται την άποψη των αιτητών, ότι η ρυθμιστική εξουσία που παρέχεται στη Δημοκρατία με την παράγραφο 5 [*141]του Άρθρου 19 δεν μπορεί να ασκηθεί εκ μέρους του Κράτους από νομοθετικώς ιδρυθείσα, δημόσια Αρχή. Απεναντίας, θεωρείται ότι ο ρόλος του Κράτους εκφράζεται αποτελεσματικότερα και πιο αντικειμενικά μέσω μιας τέτοιας Αρχής παρά από Κυβερνητική υπηρεσία.

10.    Αναφορικά με το Άρθρο 26 του Συντάγματος η θέση των αιτητών, όπως την εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος τους στις γραπτές αγορεύσεις, συνίσταται βασικά στα εξής:

«Ο Νόμος 7(Ι)/98 αποτελεί αντισυνταγματική επέμβαση εκεί όπου οι αιτητές ασκούν εργασία, στην εξέλιξη της οποίας δικαιούνται να συναλλάττονται ελεύθερα (Άρθρο 26 του Συντάγματος) με παραγωγούς προγραμμάτων και σκηνοθέτες και που παρέχουν πληροφόρηση, ενημέρωση, ψυχαγωγία δια τηλεοράσεως σε όποιο τηλεθεατή θέλει να παρακολουθήσει - και τούτο δωρεάν - το πρόγραμμα τους, με υποχρέωση βέβαια να ΜΗΝ παραβιάζουν κανένα από τα «αγαθά» που κατέγραψε ειδικά το Αρθρο 19(3) του Συντάγματος, τα οποία και μόνο θα μπορούσαν να περιορίσουν το δικαίωμα της ελευθερίας στην πληροφόρηση.»

    Είναι πρόδηλο ότι η θέση αυτή δεν εκτείνεται πέραν των όσων τέθηκαν με αναφορά στο Άρθρο 19 και ειδικότερα στο συσχετισμό των παραγράφων 3 και 5. Το ίδιο ισχύει και για το Άρθρο 25 (απασχόλησης) το οποίο περιλήφθηκε στη διατύπωση κάποιων επιχειρημάτων. Το Άρθρο 28 (ισότητας) συζητήθηκε ιδιαίτερα στην Προσφυγή αρ. 320/99 σε συνάρτηση αφενός με τα εν λόγω Άρθρα 25 και 26 και αφετέρου με τα  Άρθρα 23 (ιδιοκτησίας) και 24 (φορολογίας). Όμως η ίδια συζήτηση περιλήφθηκε σε κάποιο βαθμό και σε άλλες προσφυγές. 

    Οι αιτητές παραπονούνται ότι δεν επιβαρύνεται με τα ίδια τέλη και το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, που είναι κρατικό ίδρυμα, και επιπλέον ότι εκείνο ενισχύεται οικονομικά. Εμφανίζουν τα τέλη ως απαράδεκτη στέρηση περιουσίας, ως επιβολή φορολογίας και ως επέμβαση στην εργασία τους και τις συμβάσεις που συνάπτουν. Δεν διακρίνεται οποιαδήποτε αντισυνταγματικότητα στην επιβολή τελών.  Προδήλως δεν πρόκειται περί φορολογίας.  Έπειτα, αντίρρηση στη συνύπαρξη δημόσιου τηλεοπτικού σταθμού με ιδιωτικούς, δεν μπορεί κατ’ αρχήν να προβληθεί αφού με τη συνύπαρξη τους ενδέχεται να προωθείται πληρέστερα και πιο αποτελεσματικά το δικαίωμα το οποίο διασφαλίζεται με το Άρθρο 19.

    Δημόσια και ιδιωτική ραδιοτηλεόραση διαφέρουν μεταξύ τους στη φύση και στην αποστολή τους. Αυτό δικαιολογεί διαφορετικές για την αντίστοιχη περίπτωση ρυθμίσεις, με αναφορά στη βιωσιμότητα [*142]και στην επάρκεια της λειτουργίας τους αλλά και στις οικονομικές ανάγκες της ανεξάρτητης Αρχής την οποία ο Νόμος ίδρυσε για την περιφρούρηση του δικαιώματος στο οποίο αναφέρεται το Άρθρο 19 του Συντάγματος.

    Με απόφαση μειοψηφίας (απόφαση Νικολαΐδη Δ. με την οποία συμφώνησε ο Αρτέμης Δ.) εξεδόθη ακυρωτικό αποτέλεσμα σε όλες τις προσφυγές, με το σκεπτικό ότι δεν εξασφαλίζεται στην θεσμοθετημένη διαδικασία ενώπιον της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου η αρχή της αμεροληψίας και παραβιάζεται το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Οι προσφυγές Αρ. 809/2000, 304/2001 επιτυγχάνουν και οι υπόλοιπες προσφυγές απορρίπτονται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848,

Kyprianou v. Cyprus, Application no. 7379/01, ημερ. 27.1.2004 (Απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων),

Παπαϊωάννου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1991) 3 Α.Α.Δ. 659,

Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44,

Συμεωνίδου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 165,

Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 1 Α.Α.Δ. 49,

Ρ.Ι.Κ. ν. Καραγιώργη & Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,

Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 80,

Δημοκρατία ν. Πιπερίδη κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 569,

Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314,

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Υπόθ. Αρ. 884/01, ημερ. 8.11.2002,

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2003) 1 Α.Α.Δ. 1897,

Albert and Le Compte v. Belgium, Series A Vol. 58 [1983],

[*143]Zumtobel v. Austria, Series A Vol. 268 [1993],

Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων ν. Γεωργιάδη (1988) 2 Α.Α.Δ. 74,

Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co. Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 460,

X and the Association of Z v. U.K. [1971] 14 Yearbook 538,

X Association v. Sweden [1982] 28 DR 204,

Informationsverein Lentia and Others v. Austria [1993] 17 EHRR 93,

RTL Television GmbH v. Niedersächsische Landesmedienanstalt für privaten Rundfunk, Case C-245/01, 23 October 2003,

VgT Verein Gegen Tierfabriken v. Switzerland, Reports of Judgments and Decisions 2001-VI, 28 Ιουνίου 2001,

Αντέννα T.V. Λτδ κ.ά. ν. Α.Η.Κ. και Άλλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 793,

B v. F 1/84 (“Fourth Broadcasting Case”) Volume 2/Part 1 [1958-1995] p. 313 Decisions of the Bundesverfassungsgericht.

Προσφυγές.

Συνεκδικασθείσες προσφυγές των αιτητών, ιδιοκτητών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών οι οποίες εκδικάστηκαν από την πλήρη Ολομέλεια κατά της εγκυρότητας αριθμού αποφάσεων της καθ’ ης η αίτηση Αρχής με την οποία τους καταλογίστηκε παράβαση ενός ή περισσοτέρων προνοιών του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998, Ν. 7(Ι)/98, όπως τροποποιήθηκε και των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Κανονισμών του 2000, Κ.Δ.Π. 10/2000 και τους επιβλήθηκαν διάφορα διοικητικά πρόστιμα και κυρώσεις και προσφυγή των αιτητών (Προσφυγή Αρ. 320/99) κατά της επιβολής σ’ αυτούς τελών για παραχώρηση άδειας, ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού και καταβολή ποσοστού επί των εσόδων των διαφημίσεων.

Α.Σ. Αγγελίδης με Στ. Αγγελίδου, για τους Αιτητές.

Ν. Χαραλάμπους με Γ. Χριστοφίδη και Β. Χριστοδουλίδου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: H ακρόαση των συνεκδικαζόμενων προσφυγών περατώθηκε στις 5 Νοεμβρίου, 2003, και η απόφασή μας επιφυλάχθηκε την ίδια ημέρα. Στις 10 Φεβρουαρίου 2004, οι αιτητές ζήτησαν με αίτησή τους το επανάνοιγμα της ακρόασης των υποθέσεων προς το σκοπό:

(α) Παράθεσης πρόσφατης απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Μιχαλάκη Κυπριανού, Αpplication No. 73797/2001 - 27.1.2004 και με αναφορά προς αυτή, την ανάπτυξη πρόσθετης επιχειρηματολογίας ενισχυτικής των θέσεων τους προς ακύρωση των υπό αναθεώρηση διοικητικών αποφάσεων. Και,

(β) Προβολής αιτήματος προς εξαίρεση του Δικαστή Καλλή, ενός των μελών της Ολομέλειας που επιλαμβάνεται των υποθέσεων, λόγω της έκδοσης από αυτό μετά την επιφύλαξη της απόφασής μας, απόφασης σε προσφυγή που εκκρεμούσε ενώπιον του, αρνητικής προς τις θέσεις των αιτητών. Η συνέχιση της συμμετοχής του Δικαστή Καλλή στην εκδίκαση των προσφυγών στις οποίες έχει επιφυλαχθεί απόφαση τον καθιστά, κατά την εισήγηση των αιτητών, δικαστή της «ιδίας αυτού Πρωτόδικης κρίσης».

Στη Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848, 849, διαπιστώσαμε ότι:

«… Το επανάνοιγμα της έφεσης μπορεί να διαταχθεί από το Εφετείο μόνο στην περίπτωση που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται για το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενόψει γεγονότων τα οποία προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης.»*

Τα ίδια επαναλαμβάνονται και στη μεταγενέστερη απόφασή μας στην Παπαϊωάννου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1991) 3 Α.Α.Δ. 659 επεξηγείται ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να διαταχθεί το επανάνοιγμα έφεσης. Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση στην αντιμετώπιση όμοιου αιτήματος στην Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44.

Στη Συμεωνίδου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 165, κρίθηκε ότι τα ίδια ισχύουν και για το επανάνοιγμα προσφυγής την οποία επιλαμβάνεται πρωτογενώς η Ολομέλεια και στην οποία η απόφαση επιφυλάχθηκε. Τέλος οι αρχές που διέπουν το επανά[*145]νοιγμα υπόθεσης στην οποία η απόφαση επιφυλάχθηκε, συνοψίζονται στη Μαυρογένη ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 1 Α.Α.Δ. 49.

Στην παρούσα υπόθεση δεν προβάλλεται οποιοδήποτε νέο γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης για το επανάνοιγμα της ακρόασης των προσφυγών. Νέο γεγονός μπορεί να αποτελέσει συμβάν που άπτεται των στοιχείων που συνθέτουν τη διαφορά. Η προβολή περαιτέρω επιχειρηματολογίας με αναφορά σε μεταγενέστερη της επιφύλαξης της απόφασης νομολογία, δεν αποτελεί τέτοιο συμβάν. 

Αναφορικά με το αίτημα αποκλεισμού του Δικαστή Καλλή, από τη σύνθεση του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται των υποθέσεων που εξετάζουμε, οι ισχύουσες αρχές έχουν αποκρυσταλλωθεί προ πολλού. Ως διαπιστώνεται στην Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 80, υπό το φως των αρχών που κατοπτρίζονται στη νομολογία:

«.. η επίλυση νομικού ζητήματος πρωτοδίκως ή κατ’ έφεση δεν αποκλείει τη συμμετοχή Δικαστή στη σύνθεση Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται του ιδίου, όμοιου, ή παρεμφερούς νομικού ζητήματος.»

Βλ. επίσης Δημοκρατία v. Πιπερίδη κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 569.

Καταλήγουμε, και σ’ αυτό είμαστε ομόφωνοι, ότι δεν έχει αποκαλυφθεί λόγος, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει εξέταση ζητήματος επανανοίγματος της ακρόασης των υπό εξέταση υποθέσεων, στις οποίες η απόφασή μας έχει επιφυλαχθεί.

Θα προχωρήσουμε κατά συνέπεια στην έκδοση της απόφασής μας.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Δεν είμαστε ομόφωνοι ως προς το αποτέλεσμα. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Νικολάου, Δ. Με αυτή συμφωνούμε όλοι εκτός από τον Αρτέμη, Δ. και Νικολαΐδη, Δ. Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από τον Νικολαΐδη, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ζητήματα τα οποία τέθηκαν σε αριθμό προσφυγών εναντίον αποφάσεων της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, κατ’ εφαρμογή του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/98 όπως τροποποιήθηκε), εξετάστηκαν πρωτόδικα από διαφορετικούς Δικαστές, με απορριπτικό στην κάθε περίπτωση αποτέλεσμα. Ασκήθηκαν εφέσεις οι οποίες λόγω ομοιότητας εν τέλει ορίστηκαν για συνεκδίκαση*. Στην πορεία διαπιστώθηκε πως εκκρεμούσαν έτοιμες για ακρόαση και πολλές προσφυγές με τα ίδια ζητήματα συνταγματικότητας, φυσικής δικαιοσύνης και ερμηνείας διατάξεων του Νόμου. Οπότε, ένεκα της σημασίας τους, θεωρήθηκε ενδεδειγμένη η κατά προτεραιότητα εξέταση τους από την Πλήρη Ολομέλεια αφού στις Αναθεωρητικές Εφέσεις δεν θα ήταν εφικτή η συμμετοχή όλων των Δικαστών. Καταρτίστηκε λοιπόν ο κατάλογος των είκοσι έξι συνεκδικαζομένων προσφυγών στις οποίες αφορά η παρούσα απόφαση.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση στην κάθε προσφυγή, με εξαίρεση την Προσφυγή Αρ. 320/99, καταλογίστηκε στους αιτητές παράβαση ενός ή περισσότερων εκ των διατάξεων του Νόμου ή/και των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), των εκδοθέντων δυνάμει του άρθρου 51 του Νόμου. Οι διατάξεις που αφορούν χωριστά την κάθε υπόθεση, εμφαίνονται σε Πίνακα τον οποίο ετοίμασε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αρχής, και τον οποίο επισυνάπτουμε. Σημειώνουμε το σύνολο τους με σύντομη περιγραφή:

Άρθρο 26(1)(3):        Σεβασμός της προσωπικότητας της υπόληψης και του ιδιωτικού βίου.

Άρθρο 26(2):    Αντικειμενικότητα και πολυφωνία των δελτίων ειδήσεων και επικαιρικών προγραμμάτων.

Άρθρο 33(2)(δ):        Απαγόρευση συγκαλυμμένης διαφήμισης και τηλεμπορίας.

Άρθρο 33(2)(η):        Υποχρέωση τουλάχιστον εικοσάλεπτου διαστήματος μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών για διαφημίσεις.

Άρθρο 33(2)(ι):          Σε δελτία ειδήσεων δεν χωρεί διακοπή για παρεμβολή διαφημίσεων ή τηλεμπορικών μηνυμάτων παρά μόνο μια φορά.

Άρθρο 33(4):    Απαγόρευση διαφήμισης και τηλεμπορίας για τσιγάρα και άλλα προϊόντα καπνού.

Άρθρο 33(5):    Απαγόρευση ορισμένων διαφημίσεων για φάρμακα και θεραπευτικές αγωγές.

Άρθρο 33(7)(α)(ι):     Προστασία ανηλίκων από διαφημίσεις.

Άρθρο 34(4)(α):        Διαφήμιση παιδικών παιγνιδιών.

Άρθρο 34(4)(β):        Διαφήμιση παιδικών παιγνιδιών.

Κανονισμός 21(3):    Υποχρέωση διασφάλισης του σεβασμού της προσωπικότητας, υπόληψης κλπ.

Κανονισμός 21(4):    Κανόνες ευπρέπειας και καλαισθησίας στη γλώσσα και συμπεριφορά.

Κανονισμός 21(5):    Ευθύνη ενημέρωσης των τηλεθεατών για το περιεχόμενο των προγραμμάτων που παρακολουθούν.

Κανονισμός 22:    Κατάταξη ταινιών – προειδοποιητικά σήματα σε τηλεοπτικά προγράμματα.

Κανονισμός 22(2):    Προγράμματα στην κατηγορία 15 και 18 προβάλλονται μόνο εκτός της οικογενειακής ζώνης.

Κανονισμός 24:    Ακρίβεια, αντικειμενικότητα, αμεροληψία, πολυμέρεια και πληρότητα στα δελτία ειδήσεων. Επιμέρους κανόνες και απαγορεύσεις.

Κανονισμός 24(1)(α):           Αντικειμενικότητα, ακρίβεια και αμεροληψία στα δελτία ειδήσεων.

Κανονισμός 24(3):    Απαγόρευση της μετάδοσης των ονομάτων νεκρών, αγνοουμένων, κλπ, πριν από την ενημέρωση συγγενών.

                               Κανονισμός 26(ιβ): Απαγόρευση εκπομπών που θίγουν την αξιοπρέπεια των φύλων, εθνικών, θρησκευτικών ομάδων, ατόμων με ειδικές ανάγκες.

                               Κανονισμός 32: Προστασία ανηλίκων. Στάθμιση αρνητικής επιρροής. Περιορισμοί και απαγορεύσεις.

 (α)                          Μέρος Ι παράγραφος 8(2):

                               Επίδειξη ευαισθησίας σε θέματα εθνικής ασφάλειας και στην παρουσίαση θεμάτων βίας, ανθρώπινου πόνου, σκηνών που προκαλούν αποτροπιασμό.

 (β)                          Μέρος ΙΙ, παράγραφος 1(2):

                               Υποχρέωση να καθίσταται σαφής η διάκριση μεταξύ γεγονότος, σχολίου και εικασίας.

 (γ)                          Μέρος ΙΙ, παράγραφος 6:

                               Πένθος – θλίψη. Απαγόρευση κοντινών πλάνων. Διακριτική κάλυψη.

 (δ)                          Μέρος ΙΙ, παράγραφος 10:

                               Σεβασμός στο τεκμήριο αθωότητας.

 (α)                          Παράγραφος Β1:

                               Διαφημίσεις και τηλεμπορικά μηνύματα να είναι νόμιμα, τίμια κλπ.

 (β)                          Παράγραφος Δ.10(ιε):

                               Απαγόρευση προώθησης πωλήσεων σε παιδιά μέσω ορισμένου είδους διαφημίσεων.

(γ)                           Παράγραφος Ε3:

                               Περιορισμός στην προβολή της ταυτότητας του χορηγού προγραμμάτων.

(δ)                           Παράγραφος Στ(3):

                               Οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις να μην υπερβαίνουν τα 3½ λεπτά.

[*149]Η Προσφυγή Αρ. 320/99 διαφέρει από τις άλλες κατά το ότι αφορά στο άρθρο 24 του Νόμου, το οποίο προβλέπει για την καταβολή τελών για παραχώρηση άδειας, ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού, και καταβολή ποσοστού επί των εσόδων των διαφημίσεων.

Σε μερικές από τις περιπτώσεις που αφορούν σε παραβάσεις η Αρχή ενήργησε κατόπιν καταγγελίας ενώ σε άλλες προχώρησε αυτεπάγγελτα. Προβλέπεται στο άρθρο 3(2)(γ) του Νόμου ότι η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, η οποία με το άρθρο 3(1) ιδρύεται ως ανεξάρτητη Αρχή, έχει μεταξύ άλλων την αρμοδιότητα να «εξετάζει αυτεπάγγελτα ή έπειτα από παραστάσεις, ζητήματα σχετικά με την τήρηση των αρχών που καθορίζονται στο άρθρο 26».  Το αναφερόμενο άρθρο θέτει στο κύριο του μέρος  τη βάση με αναφορά στην οποία γίνονται όλες οι επιμέρους ρυθμίσεις. Διαλαμβάνεται ότι:

«26. – (1) Οι εκπομπές κάθε αδειούχου σταθμού πρέπει να διέπονται από τις αρχές –

(α)   Της αντικειμενικότητας, της πληρότητας και της επικαιρότητας της πληροφόρησης. Η πληρότητα του προγράμματος μη θεματικού σταθμού διαφαίνεται –

(i) Από το ποσοστό των ενημερωτικών προγραμμάτων, εξαιρουμένων των δελτίων ειδήσεων, .............................

(ii)          από το ποσοστό των πολιτιστικών προγραμμάτων ..............................................................................................

(β)   της ψηλής ποιότητας.

(γ)   της πολυφωνίας και της μεγαλύτερης δυνατής πρόσβασης του κοινού και των φορέων του.

(δ)   της διαφύλαξης της ποιότητας της γλώσσας.

(ε) του σεβασμού της προσωπικότητας, της υπόληψης και του ιδιωτικού βίου  του ατόμου.

(στ)   του σεβασμού των ιδεωδών της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

(ζ) της διαφύλαξης της εθνικής ταυτότητας και της πολιτιστικής κληρονομιάς του λαού της Κύπρου.

(2) Τα δελτία ειδήσεων και τα επικαιρικά προγράμματα πρέπει να χαρακτηρίζονται από αντικειμενικότητα και πολυφωνία, ιδιαίτερα αναφορικά με πολιτικά θέματα αλλά και οποιαδήποτε κοινωνικά θέματα που απασχολούν την κοινή γνώμη.

[*150](3) Απαγορεύεται η μετάδοση προγραμμάτων στα οποία χρησιμοποιούνται τεχνικές που απευθύνονται στο υποσυνείδητο.»

Ταξινόμηση ζητημάτων

Τα γενικότερα ζητήματα κατατάσσονται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη περιλαμβάνει ζητήματα ερμηνείας διατάξεων οι οποίες έχουν σχέση με την επιβολή κυρώσεων για παράβαση των Κανονισμών. Είναι η θέση των αιτητών ότι το άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου, με το οποίο παρέχεται στην Αρχή η αρμοδιότητα να επιβάλλει κυρώσεις – ποινές όπως τις χαρακτηρίζουν οι αιτητές – περιορίζει τη δυνατότητα επιβολής τους σε μόνο τις περιπτώσεις όπου υπάρχει παράβαση του ίδιου του Νόμου και των όρων της άδειας λειτουργίας, όχι και των Κανονισμών «... οι οποίοι δεν μπορούν από μόνοι τους (έξω από την εξουσιοδότηση του Νόμου) να καθορίζουν παραβάσεις και κυρώσεις». Γίνεται συναφώς αναφορά στο άρθρο 51(2)(ιδ) του Νόμου, το οποίο παρέχει την εξουσιοδότηση για την έκδοση Κανονισμών, όπως και σε επιμέρους πρόνοιες των Κανονισμών.

Η δεύτερη ενότητα αφορά σε ζητήματα φυσικής δικαιοσύνης.  Προβάλλεται ότι στη διαδικασία η οποία απέληξε στην επιβολή προστίμου δεν υπήρξε η αναγκαία διάκριση ρόλων με αποτέλεσμα η Αρχή να ήταν κατήγορος, ερευνητής-μάρτυρας και συνάμα κριτής. Προστίθεται δε πως η δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης, η οποία παρέχεται από το άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου, επιτείνει την αντίρρηση. Επιπλέον, κατά τους αιτητές, η Αρχή δεν μπορεί να θεωρηθεί αμερόληπτη γιατί διατηρεί οικονομικό συμφέρον αφού, βάσει του άρθρου 38(1)(δ) του Νόμου, το πρόστιμο κατατίθεται στο δικό της ταμείο.

Στην τρίτη ενότητα βρίσκονται ζητήματα που έχουν σχέση με τη συνταγματικότητα των διατάξεων του Νόμου, κατ’ επέκταση και των Κανονισμών που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου. Προβάλλεται ότι παραβιάζονται οι εξής διατάξεις του Συντάγματος: (α) το Άρθρο 19, με το οποίο διασφαλίζεται το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και της καθ’ οιονδήποτε τρόπο έκφρασης· (β) το Άρθρο 12.2,  σύμφωνα με το οποίο κανείς δεν δικάζεται και – με εξαίρεση που εδώ δεν ισχύει – δεν τιμωρείται εκ δευτέρου· (γ) το Άρθρο 26, το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι· (δ) το Άρθρο 24, το οποίο αναφέρεται στη φορολογία· (ε) το Άρθρο 25, το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα απασχόλησης κλπ.· (στ) το Άρθρο 28, το οποίο αναφέρεται στην ισότητα· και (η) σε σχέση με την Προσφυγή Αρ. 320/99, το Άρθρο 23, το οποίο αναφέρεται στην ιδιοκτησία.

Στις προσφυγές τίθενται, πέρα από τα μείζονος σημασίας γενικότερα ζητήματα, και άλλα, ειδικότερα, συναρτημένα με την ιδιαιτερότητα της κάθε περίπτωσης. Συνίστανται στο κατά πόσο (α) η διαδικασία διεξήχθη νομότυπα· (β) διεξήχθη δέουσα έρευνα. και (γ) αιτιολογήθηκε η απόφαση.

Επιπλέον, σε μερικές από τις προσφυγές* τίθεται στα νομικά σημεία με γενικότητα και ζήτημα σύνθεσης αναφορικά με κάποιες από τις συνεδρίες της Αρχής. Το ζήτημα προωθήθηκε μόνο στις Προσφυγές Αρ. 803/02, 330/02, 331/02 και 328/02 στις γραπτές αγορεύσεις των οποίων προβάλλεται ότι δεν κατεγράφη στα πρακτικά η εξήγηση για την απουσία μέλους ή μελών. Το ίδιο προβάλλεται και στις γραπτές αγορεύσεις μερικών άλλων προσφυγών , χωρίς όμως να έχει τεθεί στα νομικά σημεία. Εκεί όπου ο συνήγορος της Αρχής θεώρησε πως πράγματι προέκυπτε ερωτηματικό, εξήγησε με τη γραπτή αγόρευση του ότι στάληκε πρόσκληση σε όλους και κατέθεσε τα σχετικά έγγραφα. Παρόλον που το ζήτημα σύνθεσης μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα, αυτό καθίσταται εφικτό μόνο εφόσον ευρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου τα αναγκαία στοιχεία: βλ. την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στην υπόθεση Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314. Με τα όσα έχουμε εντοπίσει δεν δικαιολογείται η εξέταση  ζητήματος σύνθεσης αυτεπαγγέλτως.

Επίσης σημειώνουμε ότι σε μερικές από τις προσφυγές συμπεριλήφθηκε στις γραπτές αγορεύσεις η θέση ότι «ο νόμος ..... επιτάσσει επιβολή προστίμου για κάθε μέρα παράβασης και όχι σωρευτικά για όλες τις ημέρες». Το άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου προβλέπει την «επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε ημέρα παράβασης .....». Έχουμε δε επί του προκειμένου υπόψη την ακυρωτική πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Υπόθ. Αρ. 884/01, ημερ. 8 Νοεμβρίου 2002, (Αρτεμίδη, Δ.). Δεν περιλήφθηκε όμως αυτό το ζήτημα στα νομικά σημεία των προσφυγών. Επομένως δεν δικαιολογείται η εξέτασή του.

Δείγμα της πορείας την οποία ακολούθησε η Αρχή

Σε σχέση με τα ζητήματα φυσικής δικαιοσύνης, δέουσας έρευνας και αιτιολογίας θεωρούμε χρήσιμη την αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά ώστε να σκιαγραφηθεί ενδεικτικά η κοινή διαδικαστική πορεία στις περισσότερες από τις προσφυγές αλλά και ο τρόπος με τον οποίο η Αρχή αντίκρυζε τις παραβάσεις, παρόλον που καλύπτουν ευρύ φάσμα. Παίρνουμε την πρώτη από τις τρεις προσφυγές οι οποίες, κατόπιν συνεννόησης μεταξύ των συνηγόρων, απετέλεσαν τη βάση για την ενώπιόν μας συζήτηση. Πρόκειται για την Προσφυγή Αρ. 913/01. Στην περίπτωση της, όπως και στην περίπτωση δεκαέξι άλλων προσφυγών, η Αρχή κινήθηκε κατόπιν καταγγελίας. Ενώ σε άλλες οκτώ* η Αρχή ενήργησε αυτεπάγγελτα όταν υπέπεσαν στην αντίληψη της οι αντίστοιχες εκπομπές. Εξαίρεση αποτελεί η Προσφυγή Αρ. 320/99 η οποία διαφέρει ως προς το αντικείμενο της από τις άλλες αφού δεν αφορά σε παράβαση. Θα αναφερθούμε αργότερα στις δικές της ξεχωριστές ανάγκες. Σε μια άλλη, την Προσφυγή Αρ. 304/01 η διαδικασία διέφερε κατά το ότι την εξέταση την ανέλαβε επιτροπή βάσει του άρθρου 9(7) του Νόμου, το οποίο παρέχει στην Αρχή εξουσία μεταβίβασης των αρμοδιοτήτων της, και του Καν. 42(1). Αλλά αυτή η διαφορά δεν μετέβαλε τη φυσιογνωμία της διερεύνησης. Ωστόσο εκείνη η προσφυγή θα απορριφθεί για λόγο στον οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

Σε δύο από τις προσφυγές εντοπίσαμε όμως παρέκκλιση από την κανονική πορεία. Τόσο στην Προσφυγή Αρ. 809/00 όπου την περίπτωση την εξέτασε η ίδια η Αρχή, όσο και στην προαναφερθείσα Προσφυγή Αρ. 304/01 όπου την περίπτωση την ανέλαβε επιτροπή προς την οποία εμφανίζεται να μεταβιβάστηκε η εξουσία της Αρχής, δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στον Καν. 42(3), (4) και (5):

«Καν. 42(1)           ...................................................................................

              (2) ...................................................................................

(3)            Όταν υποβληθεί παράπονο ή υποπέσουν στην αντίληψη της Αρχής παραβάσεις του Νόμου ή των Κανονισμών, η Αρχή για κάθε παράπονο ή παράβαση ορίζει λειτουργό για τη διερεύνησή του.

(4)            Ο λειτουργός έχει αρμοδιότητα να ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες και να πάρει γραπτές καταθέσεις από εμπλεκόμενα πρόσωπα τα οποία οφείλουν να δώσουν κάθε σχετική πληροφορία ή στοιχεία.

(5)            Μετά το πέρας της έρευνας ο λειτουργός εκθέτει το πόρισμά του στην Αρχή, πλήρως αιτιολογημένο, συνυποβάλλοντας όλα τα σχετικά στοιχεία.

     .................................................................................»

[*153]Στις εν λόγω δύο περιπτώσεις δεν ορίστηκε ερευνών λειτουργός παρά την προς τούτο επιτακτική πρόνοια του Καν. 42(3). Έπασχε λοιπόν η διαδικασία. Επομένως οι αποφάσεις που προσβάλλονται με αυτές τις δύο προσφυγές στερούνται του αναγκαίου νομικού ερείσματος.

Η διερεύνηση λοιπόν στην Προσφυγή Αρ. 913/01 άρχισε με  την ανάθεση της υπόθεσης σε λειτουργό της Αρχής, βάσει του Καν. 42(3) των Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 10/2000) για συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων, περιλαμβανομένων και των εξηγήσεων, απόψεων ή παρατηρήσεων των εμπλεκομένων αλλά και ευρύτερα. Όπου ήταν δυνατόν, η λειτουργός παρακολούθησε την εκπομπή. Το πόρισμα της, σε έκθεση την οποία συνόδευαν όλα τα σχετικά στοιχεία, υποβλήθηκε στην Αρχή. 

Η Αρχή, σε συνεδρία ημερ. 28 Φεβρουαρίου 2001, εξέτασε την έκθεση και όλα τα σχετικά. Αποφάσισε ότι δικαιολογείται η προώθηση της περίπτωσης με τη διαδικασία που ορίζεται στον Καν. 42(6). Προβλέπεται ότι:

«42.(6)       Η διαδικασία ενώπιον της Αρχής διεξάγεται όπως καθορίζεται πιο κάτω:

(α)       Αποστέλλεται αντίγραφο της πιθανής παράβασης ή του παραπόνου στο σταθμό εναντίον του οποίου γίνεται η καταγγελία.

(β)       καλείται ο καθ’ ου η καταγγελία να υποβάλει τις παραστάσεις του είτε προσωπικώς είτε εγγράφως.»

Οι αιτητές ενημερώθηκαν με επιστολή ημερ. 7 Μαρτίου 2001, με την οποία τους αποστάληκε έκθεση ημερ. 28 Φεβρουαρίου 2001, προμετωπιζόμενη ως συνοπτική. Έχει μάκρος αλλά θεωρούμε χρήσιμο να την παραθέσουμε ώστε να υπάρχει ολοκληρωμένη η εικόνα:

«ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ ΝΟΜΟΥ 7(Ι) ΤΟΥ 1998 ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΤΟΥ 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000)

ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ «SIGMA TV»

Ημερομηνίες Μετάδοσης: 8, 11, 15 και 18 Φεβρουαρίου, 2001

[*154]1.        Στις 8.2.2001 μεταξύ των ωρών 21:30 και 24:22 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής μεταδόθηκε εκτενής συνέντευξη νεαρής η οποία είναι χρήστης ηρωίνης. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μεταδόθηκαν πληροφορίες που δε διασφαλίζουν σεβασμό προς την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη και τον ιδιωτικό βίο ατόμου, η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη ή το όνομα του οποίου μεταδίδεται από το σταθμό, κατά παράβαση του κανονισμού 21(3) των προαναφερθέντων Κανονισμών.

    Συγκεκριμένα, η κοπέλα αναφέρει ότι εδώ και 14 χρόνια είναι χρήστης ναρκωτικών. Τα τελευταία χρόνια εγκαταστάθηκε στην Κύπρο γιατί μπορεί να βρίσκει και εδώ ηρωίνη. Σε ερώτηση ως προς το πως βρίσκει καθημερινά £100-200 την ημέρα για να εξασφαλίσει τη δόση της, ανέφερε ότι οι χρήστες αναγκάζονται να κάνουν πράγματα που καθαροί ούτε στη φαντασία τους δεν μπορούν να τα σκεφτούν.

    Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης η κοπέλα δέχεται τηλεφώνημα από την προμηθευτή ηρωίνης που την πληροφορεί ότι βρίσκεται κάτω από το σπίτι της και ζητά από τον δημοσιογράφο να διακόψει μισό λεπτό τη συνέντευξη για να πάει να πάρει τη δόση της. Η κοπέλα επιστρέφει με τη δόση τυλιγμένη σε ασημόχαρτο το οποίο και ξετύλιξε μπροστά στη κάμερα, μετά από προτροπή του δημοσιογράφου και έδειξε τη σκόνη. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μεταδόθηκε πλάνο της κοπέλας να ζεσταίνει το ασημόχαρτο με τον αναπτήρα της.

2. Στις 8.2.2001 μεταξύ των ωρών 21:30 και 24:22 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της πιο πάνω συνέντευξης ο σταθμός μετέδωσε πληροφορίες, χωρίς να επιδείξει την αρμόζουσα ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο της νεαρής που είναι χρήστης ηρωίνης, κατά παράβαση της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που επισυνάπτεται ως Παράρτημα VIII των προαναφερθέντων Κανονισμών.

3. Στις 8.2.2001 μεταξύ των ωρών 21:30 και 24:22 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Πριν από την έναρξη της εκπομπής, ο σταθμός έδωσε την ακουστική προειδοποίηση «η εκπομπή που ακολουθεί είναι κατάλληλη για όλη την οικογέ[*155]νεια», ενώ παράλληλα δόθηκε η οπτική ένδειξη «Κ». Ωστόσο η ένδειξη που δόθηκε δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της εκπομπής, αφού η αναφερόμενη εκπομπή περιείχε οπτικό και λεκτικό υλικό ακατάλληλο για ανηλίκους, κατά παράβαση του κανονισμού 22 των σχετικών Κανονισμών.

4. Στις 8.2.2001 μεταξύ των ωρών 21:30 και 24:22 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Ο σταθμός δεν μερίμνησε να διασφαλίσει ότι οι τηλεθεατές είναι ενήμεροι σχετικά με το ακριβές περιεχόμενο του προγράμματος που παρακολουθούν, αφού η προειδοποίηση που δόθηκε δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της σειράς, κατά παράβαση του κανονισμού 21(5) των προαναφερθέντων Κανονισμών.

5. Στις 11.2.2001 μεταξύ των ωρών 14:39 και 17:00 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής μεταδόθηκαν πλάνα από κινηματογραφική ταινία ή/και ντοκιμαντέρ τα οποία δεν ήταν κατάλληλα για παιδιά κάτω των δεκαπέντε ετών, κατά παράβαση του κανονισμού 21(6) των προαναφερθέντων Κανονισμών.

    Συγκεκριμένα προβλήθηκαν πλάνα που παρουσίαζαν άτομα να κατασκευάζουν και να εμπορεύονται ναρκωτικά, άτομα να βιώνουν το σύνδρομο της στέρησης (να ιδρώνουν, να έχουν ρίγος και να πονούν), κοντινά πρόσωπα χρηστών που βρίσκονται σε στάδιο νάρκωσης ή απόγνωσης, άτομα να  βάζουν στη χούφτα άλλου ατόμου τσιγάρο-ναρκωτικό με το ζόρι, πλάνα από σύριγγες και διάφορα χάπια-ναρκωτικά. Ταυτόχρονα σε συγκεκριμένα σημεία ακούγονται κραυγές ενώ στην οθόνη αναγράφεται ο τίτλος «Ξυπνάτε Επιτέλους».

    Εξάλλου, μέσω της εκπομπής δόθηκαν μηνύματα όπως το πόσο ωραία νοιώθει ο χρήστης όταν πρωτοδοκιμάζει ηρωίνη, πόσο εύκολα μπορούν να προμηθεύονται ναρκωτικά αφού οι προμηθευτές μπορούν να τα φέρουν και στο σπίτι του χρήστη, η αυξημένη προβολή από τα ΜΜΕ που τυγχάνουν οι χρήστες ναρκωτικών, το ότι μόνο εάν ένας χρήστης καταφύγει στα ΜΜΕ θα του προσφερθεί βοήθεια, το πόσο έκανε μια εντεκάχρονη κοπέλα να νοιώθει ξεχωριστή το γεγονός ότι έκανε παρέα με τριαντάχρονους αφού μαζί τους είχε πρόσβαση σε ακριβά αυτοκίνητα, χρήματα και ρούχα, το πως κατάφεραν να βάλουν ναρκωτικό με σύριγγα σε άτομα που φοβόταν τις ενέσεις [*156]και ποια φάρμακα λειτουργούν ως υποκατάστατα των ναρκωτικών στοιχεία τα οποία ενδέχεται να επενεργούν αρνητικά σε ψυχολογικά αδύναμους χαρακτήρες όπως είναι τα νεαρά παιδιά και τα άτομα που ζουν σε μη προνομιούχο περιβάλλον.

6. Στις 11.2.2001 μεταξύ των ωρών 14.39 και 17:00 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής προβλήθηκαν σκηνές από κινηματογραφική ταινία ή/και ντοκιμαντέρ και δόθηκαν μηνύματα τέτοια που ενδέχεται να βλάψουν σοβαρά τη σωματική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων, κατά παράβαση του κανονισμού 32(3)(α) των πιο πάνω Κανονισμών.

7. Στις 11.2.2001 μεταξύ των ωρών 14:39 και 17:00 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής μεταδόθηκε εκτενής συνέντευξη νεαρής η οποία είναι χρήστης ηρωίνης. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μεταδόθηκαν πληροφορίες που δε διασφαλίζουν σεβασμό προς την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη και τον ιδιωτικό βίο του ατόμου, η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη ή το όνομα του οποίου μεταδίδεται από το σταθμό, κατά παράβαση του κανονισμού 21(3) των προαναφερθέντων Κανονισμών.

    Ισχύουν οι παρατηρήσεις του υπό στοιχείου 1.

8. Στις 11.2.2001 μεταξύ των ωρών 14:39 και 17:00 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της πιο πάνω συνέντευξης ο σταθμός μετέδωσε πληροφορίες, χωρίς να επιδείξει την αρμόζουσα ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο της νεαρής που είναι χρήστης ηρωίνης, κατά παράβαση της παραγράφου 8(2) του Μέρους 1 του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που επισυνάπτεται ως Παράρτημα VIII των προαναφερθέντων Κανονισμών.

9. Στις 11.2.2001 μεταξύ των ωρών 14:39 και 17:00 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Πριν την έναρξη της εκπομπής, ο σταθμός έδωσε την ακουστική προειδοποίηση «η εκπομπή που ακολουθεί είναι κατάλληλη για όλη την οικογένεια», ενώ παράλληλα δόθηκε η οπτική ένδειξη «Κ». Ωστόσο η ένδειξη που δόθηκε δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της εκπο[*157]μπής, αφού η αναφερόμενη εκπομπή περιείχε οπτικό και λεκτικό υλικό ακατάλληλο για ανηλίκους, κατά παράβαση του κανονισμού 22 των σχετικών Κανονισμών.

10. Στις 11.2.2001 μεταξύ των ωρών 14:39 και 17:00 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πές τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Ο σταθμός δεν μερίμνησε να διασφαλίσει ότι οι τηλεθεατές είναι ενήμεροι σχετικά με το ακριβές περιεχόμενο του προγράμματος που παρακολουθούν, αφού η προειδοποίηση που δόθηκε δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της σειράς, κατά παράβαση του κανονισμού 21(5)  των προαναφερθέντων Κανονισμών.

11. Στις 15.2.2001 μεταξύ των ωρών 21:32 και 24:47 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής μεταδόθηκε συνέντευξη νεαρών οι οποίοι είναι χρήστες ηρωίνης, χωρίς να ληφθούν οποιαδήποτε μέτρα για απόκρυψη της ταυτότητας τους. Μεταδόθηκαν επίσης αποσπάσματα από τα σχετικά ρεπορτάζ των προηγούμενων ημερών.

       Στα πλαίσια της συνέντευξης και των ρεπορτάζ, μεταδόθηκαν πληροφορίες που δε διασφαλίζουν σεβασμό προς την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη και τον ιδιωτικό βίο των ατόμων αυτών, κατά παράβαση του κανονισμού 21(3) των προαναφερθέντων Κανονισμών.

       Συγκεκριμένα ο νεαρός έδειξε τα σημάδια από τις σύριγγες στα χέρια, τα πόδια και το λαιμό του και ανέφερε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις που είχε εξασφαλίσει ηρωίνη μπορεί να την έχει πουλήσει σε άλλους χρήστες.

       Επιπλέον με την αποκάλυψη της ταυτότητας των ατόμων που είναι χρήστες ναρκωτικών και τη δημόσια προβολή τους στερούνται του δικαιώματος που έχουν ως ασθενείς της ιδιωτικότητας της ασθένειας τους ενώ το κοινωνικό στίγμα τους συνοδεύει για ολόκληρη τη ζωή. Εξάλλου η δημοσιοποίηση της ταυτότητας τους πιθανόν να δυσχεραίνει τη θεραπεία τους.

       Επίσης στα πλαίσια της εκπομπής στον τηλεθάλαμο, μεταδόθηκε τηλεφώνημα τηλεθεατή ο οποίος είναι χρήστης ελαφριών ναρκωτικών. Ενώ ο τηλεθεατής εξέφρασε την επιθυμία του να παραμείνει ανώνυμος, ο σταθμός μετέδωσε το όνομα του στο κάτω μέρος της οθόνης.

[*158]12.        Στις 15.2.2001 μεταξύ των ωρών 21:32 και 24:47 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής ο σταθμός μετέδωσε πληροφορίες, χωρίς να επιδείξει την αρμόζουσα ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο ατόμων που είναι χρήστες ηρωίνης, κατά παράβαση της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που επισυνάπτεται ως Παράρτημα VIII των προαναφερθέντων Κανονισμών.

13. Στις 15.2.2001 μεταξύ των ωρών 21:32 και 24:47 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Η εκπομπή δε χαρακτηρίζεται από την αντικειμενικότητα και πολυφωνία της, αφού προβάλλονται ορισμένες απόψεις και ισχυρισμοί εναντίον των κρατικών ιατρικών υπηρεσιών και κάποια αρνητικά σχόλια εναντίον συγκεκριμένων ατόμων, χωρίς να προβάλλονται και οι αντίθετες απόψεις, κατά παράβαση του άρθρου 26(2) του πιο πάνω Νόμου.

       Συγκεκριμένα αναφέρθηκε από ναρκομανή ότι αστυνομικοί της Δίωξης Ναρκωτικών τους πυροβολούσαν αποκαλώντας τους «αλήτες» και «εμπόρους ναρκωτικών» ενώ χαρακτηριστικά ο νεαρός ισχυρίζεται ότι τους λέχθηκε ότι «δικαιούνται μια απώλεια το χρόνο και ένα-ένα θα τους καθαρίσουν όλους». Επίσης ο παρουσιαστής του προγράμματος έκρινε ότι ήταν λάθος που δόθηκε άδεια σε νεαρή η οποία υποβαλλόταν σε αποτοξίνωση ενώ και οι δύο χρήστες ηρωίνης ισχυρίστηκαν ότι υπάρχουν άδεια κρεβάτια στη θεραπευτική μονάδα της Λεμεσού αλλά λένε στον κόσμο ότι δεν υπάρχουν κενές θέσεις διότι στην πραγματικότητα βαριούνται να νοσηλεύουν ναρκομανείς. Αναφέρθηκε επίσης ότι οποιοσδήποτε, ακόμη και έμπορος ναρκωτικών, μπορεί να μπει στη θεραπευτική μονάδα της Λεμεσού.

       Εξάλλου με την αποκάλυψη της ταυτότητας των ασθενών, δεν επιτρέπεται στον θεράποντα ιατρό να προβάλει τα δικά του επιχειρήματα για λόγους δεοντολογικούς και κυρίως για διαφύλαξη του ιατρικού απόρρητου.

       Επιπλέον αναφέρθηκαν αρνητικά σχόλια για τον Υπουργό Υγείας κ. Φρίξο Σαββίδη και το Διευθυντή της Ψυχιατρικής Πτέρυγας του Νοσοκομείου Λεμεσού κ. Νικολαΐδη.

14. Στις 15.2.2001 μεταξύ των ωρών 21:32 και 24:47 μεταδόθηκε η [*159]εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο.  Ο σταθμός μετέδωσε πληροφορίες και σχόλια χωρίς να διασφαλίσει σεβασμό προς την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη και την επαγγελματική δραστηριότητα νοσηλευτή της Ψυχιατρικής Πτέρυγας του νοσοκομείου Λεμεσού, δίδοντας ταυτόχρονα στοιχεία που οδηγούν στην αναγνώριση της ταυτότητας του, κατά παράβαση του άρθρου 26(1)(ε) του σχετικού Νόμου και του κανονισμού 21(3) των προαναφερθέντων Κανονισμών.

       Συγκεκριμένα ο παρουσιαστής της εκπομπής επισημαίνει ότι η αναφορά που έγινε σε νοσοκόμο στην θεραπευτική μονάδα Λεμεσού για παρενόχληση σε βάρος νεαρής ναρκομανούς επιβεβαιώθηκε και από άλλη κοπέλα. Ωστόσο ο αναφερόμενος νοσοκόμος έχει φύγει, διωχθεί από τη θεραπευτική μονάδα και πήγε στο Γραφείο Ευημερίας. Ο δημοσιογράφος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο νοσηλευτής αυτός επισκέπτεται οικογένειες, φτωχές γυναίκες, απελπισμένες για να τις «στηρίξει», για να τις «βοηθήσει» ενώ κανένας δεν έχει ενδιαφερθεί για τη φοβερή αυτή καταγγελία. Στην συνέχεια ο δημοσιογράφος αναφέρει ότι οι συνάδελφοι του εν λόγω νοσηλευτή τον πληροφόρησαν ότι είναι «κατά-αγανακτισμένοι» από τον τρόπο που εργάζεται εκεί.

15. Στις 15.2.2001 μεταξύ των ωρών 21:32 και 24:47 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Πριν την έναρξη της εκπομπής, ο σταθμός έδωσε την ακουστική προειδοποίηση «η εκπομπή που ακολουθεί είναι κατάλληλη για όλη την οικογένεια», ενώ παράλληλα δόθηκε η οπτική ένδειξη «Κ». Ωστόσο η ένδειξη που δόθηκε δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της εκπομπής, αφού η αναφερόμενη εκπομπή περιείχε οπτικό και λεκτικό υλικό ακατάλληλο για ανηλίκους, κατά παράβαση του κανονισμού 22 των σχετικών Κανονισμών.

16. Στις 15.2.2001 μεταξύ των ωρών 21:32 και 24:47 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Ο σταθμός δεν μερίμνησε να διασφαλίσει ότι οι τηλεθεατές είναι ενήμεροι σχετικά με το ακριβές περιεχόμενο του προγράμματος που παρακολουθούν, αφού η προειδοποίηση που δόθηκε δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της σειράς, κατά παράβαση του κανονισμού 21(5) των προαναφερθέντων Κανονισμών.

17. Στις 18.2.2001 μεταξύ των ωρών 13:58 και 16:58 μεταδόθηκε [*160]η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής μεταδόθηκαν πλάνα από κινηματογραφική ταινία ή/και ντοκιμαντέρ τα οποία δεν ήταν κατάλληλα για παιδιά κάτω των δεκαπέντε ετών, κατά παράβαση του κανονισμού 21(6) των προαναφερθέντων Κανονισμών.

       Συγκεκριμένα προβλήθηκαν ρεαλιστικές σκηνές από άτομα που κατασκευάζουν σκόνη – ναρκωτικό, άτομα που βιώνουν το σύνδρομο της στέρησης (να ιδρώνουν, να έχουν ρίγος και να πονούν), κοντινά πρόσωπα χρηστών που βρίσκονται σε στάδιο νάρκωσης ή απόγνωσης, πλάνα από σύριγγες και διάφορα χάπια-ναρκωτικά. Ταυτόχρονα σε συγκεκριμένα σημεία ακούγονται κραυγές ενώ στην οθόνη αναγράφεται ο τίτλος «ΣΣ - Το κράτος κοιμάται». Αναφέρθηκε επίσης ότι με το λεμόνι καθαρίζει την ηρωίνη για να μην κάνεις “dirty heat”.

       Εξάλλου, μέσω της εκπομπής δόθηκαν μηνύματα όπως η αυξημένη προβολή από τα ΜΜΕ που τυγχάνουν οι χρήστες ναρκωτικών, το ότι μόνο εάν ένας χρήστης καταφύγει στα ΜΜΕ θα του παρασχεθεί βοήθεια, και ποια φάρμακα λειτουργούν ως υποκατάστατα των ναρκωτικών, στοιχεία τα οποία ενδέχεται να επενεργούν αρνητικά σε επιρρεπείς χαρακτήρες όπως είναι τα νεαρά παιδιά και τα άτομα που ζουν σε μη προνομιούχο περιβάλλον.

18. Στις 18.2.2001 μεταξύ των ωρών 13:58 και 16:58 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής προβλήθηκαν σκηνές από κινηματογραφική ταινία ή/και ντοκιμαντέρ και δόθηκαν μηνύματα τέτοια που ενδέχεται να βλάψουν σοβαρά τη σωματική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων, κατά παράβαση του κανονισμού 32(3)(α) των πιο πάνω Κανονισμών.

19. Στις 18.2.2001 μεταξύ των ωρών 13:58 και 16:58 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Στα πλαίσια της συνέντευξης και των ρεπορτάζ, μεταδόθηκαν πληροφορίες που δε διασφαλίζουν σεβασμό προς την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη και τον ιδιωτικό βίο ατόμων που είναι χρήστες ναρκωτικών και οι ταυτότητες των οποίων αποκαλύφθηκαν, κατά παράβαση του κανονισμού 21(3) των προαναφερθέντων Κανονισμών.

[*161]  Ισχύουν οι παρατηρήσεις του υπό στοιχείου 11.

20. Στις 18.2.2001 μεταξύ των ωρών 13:58 και 16:58 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής ο σταθμός μετέδωσε πληροφορίες χωρίς να επιδείξει την αρμόζουσα ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο ατόμων που είναι χρήστες ηρωίνης, κατά παράβαση της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που επισυνάπτεται ως Παράρτημα VIII των προαναφερθέντων Κανονισμών.

21. Στις 18.2.2001 μεταξύ των ωρών 13:58 και 16:58 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Η εκπομπή δε χαρακτηρίζεται από την αντικειμενικότητα και πολυφωνία της, αφού προβάλλονται ορισμένες απόψεις και ισχυρισμοί εναντίον κρατικών ιατρικών υπηρεσιών και κάποια αρνητικά σχόλια εναντίον συγκεκριμένων ατόμων, χωρίς να προβάλλονται και οι αντίθετες απόψεις, κατά παράβαση του άρθρου 26(2) του πιο πάνω Νόμου.

       Ισχύουν οι παρατηρήσεις του υπό στοιχείου 13.

22. Στις 18.2.2001 μεταξύ των ωρών 13:58 και 16:58 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Ο σταθμός μετέδωσε πληροφορίες και σχόλια χωρίς να διασφαλίσει σεβασμό προς την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη και την επαγγελματική δραστηριότητα νοσηλευτή της Ψυχιατρικής Πτέρυγας του νοσοκομείου Λεμεσού, δίδοντας ταυτόχρονα στοιχεία που οδηγούν στην αναγνώριση της ταυτότητας του, κατά παράβαση του άρθρου 26(1)(ε) του σχετικού Νόμου και του κανονισμού 21(3) των προαναφερθέντων Κανονισμών.

       Ισχύουν οι παρατηρήσεις του υπό στοιχείου 14.

23. Στις 18.2.2001 μεταξύ των ωρών 13:58 και 16:58 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Πριν την έναρξη της εκπομπής, ο σταθμός έδωσε την ακουστική προειδοποίηση «η εκπομπή που ακολουθεί είναι κατάλληλη για όλη την οικογένεια», ενώ παράλληλα δόθηκε η οπτική ένδειξη «Κ». Ωστόσο η ένδειξη που δόθηκε δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της εκπο[*162]μπής, αφού η αναφερόμενη εκπομπή περιείχε οπτικό και λεκτικό υλικό ακατάλληλο για ανηλίκους, κατά παράβαση του κανονισμού 22 των σχετικών Κανονισμών.

24. Στις 18.2.2001 μεταξύ των ωρών 13:58 και 16:58 μεταδόθηκε η εκπομπή «Πες τα στον Μάμα» η οποία ασχολήθηκε με το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Κύπρο. Ο σταθμός δεν μερίμνησε να διασφαλίσει ότι οι τηλεθεατές είναι ενήμεροι σχετικά με το ακριβές περιεχόμενο του προγράμματος που παρακολουθούν, αφού η προειδοποίηση που δόθηκε δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της σειράς, κατά παράβαση του κανονισμού 21(5) των προαναφερθέντων Κανονισμών.»

Στις 10 Απριλίου 2002 η λειτουργός της Αρχής υπέβαλε συμπληρωματική έκθεση η οποία, ως ένα σημείο, επαναλάμβανε το περιεχόμενο της παλιάς και μετά πρόσθετε κυρίως παρατηρήσεις με αναφορά στις πρόνοιες τις οποίες οι αιτητές φέρονταν να είχαν παραβεί. Συνοδευόταν από Πίνακα προηγουμένων παραβάσεων των αιτητών. Σύμφωνα με τον Πίνακα, σε τριαντατέσσερεις περιπτώσεις οι οποίες είχαν απασχολήσει την Αρχή κατά την περίοδο 1999-2001, επιβλήθηκαν στους αιτητές διάφορες κυρώσεις, από σύσταση μέχρι πρόστιμο, ενώ σε τέσσερις άλλες περιπτώσεις οι αιτητές είχαν απαλλαγεί ή αθωωθεί. Η Αρχή εξέτασε την υπό αναφορά περίπτωση σε συνεδρία ημερ. 11 Απριλίου 2001. Σημειώνεται στα πρακτικά ότι:

«Κατά την ενώπιον της Αρχής ακροαματική διαδικασία της επίδικης υπόθεσης, οι κ.κ. Πέτρος Ζαχαριάδης, Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του σταθμού και Δημήτρης Μάμας, δημοσιογράφος του σταθμού εξέφρασαν τις εξηγήσεις/παραστάσεις του σταθμού σχετικά με τις διερευνώμενες παραβάσεις. Η Αρχή επιφυλάχθηκε να πάρει απόφαση σε επόμενη συνεδρία της.»

Σε μεταγενέστερη συνεδρία, ημερ. 18 Ιουλίου 2001, η Αρχή απεφάνθη ότι υπήρξε παράβαση «του άρθρου 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998 (όπως τροποποιήθηκε), της Παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ (Παράρτημα VIII) και των κανονισμών 21(3), 21(5), 21(6), 22 και 32(3)(α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000)». Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατυπώθηκε σε ξεχωριστό έγγραφο της ίδιας ημερομηνίας. Παραθέτουμε το καταληκτικό μέρος:

«Έχουμε μελετήσει με μεγάλη προσοχή όλα των ενώπιόν μας [*163]στοιχεία και περιστατικά, συμπεριλαμβανομένων και των γραπτών και των προφορικών εξηγήσεων του σταθμού και κατόπιν παρακολούθησης κασετών με τις εν λόγω εκπομπές κρίνουμε ότι υπάρχουν παραβάσεις του άρθρου 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998 (όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), των κανονισμών 21(3), 21(5), 21(6), 22 και 32(3)(α) και της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που επισυνάπτεται ως Παράρτημα VIII των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

Σε ό,τι αφορά το άρθρο 26(1)(ε) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998 (όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), η Αρχή έκρινε ότι δε στοιχειοθετείται παράβαση, λαμβάνοντας υπόψη τις εξηγήσεις του σταθμού ότι αποκαταστάθηκε η τιμή του αναφερόμενου νοσηλευτή.

Κατά τη διάρκεια των εκπομπών «Πες τα στον Μάμα» που μεταδόθηκαν στις 8 και 15.8.2001 μεταξύ των ωρών 21:30-24:50, δόθηκαν πληροφορίες σε προσωπικά θέματα των χρηστών ναρκωτικών, μέσω των οποίων δεν επιδεικνύεται η αρμόζουσα ευαισθησία προς τον ανθρώπινο πόνο και δε διασφαλίζουν σεβασμό προς την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη και τον ιδιωτικό βίο των ατόμων αυτών, κατά παράβαση του κανονισμού 21(3) και της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας (παράρτημα VIII) των προαναφερθέντων Κανονισμών, όπως το ότι νεαρή χρήστης ηρωίνης διακόπτει τη συνέντευξη προκειμένου να προμηθευτεί τη δόση της, το υπονοούμενο στον τρόπο με τον οποίο οι ναρκομανείς εξασφαλίζουν τη δόση τους, η αναφορά χρήστη ότι έχει πουλήσει ηρωίνη σε άλλους χρήστες και η προβολή των σημαδιών από τις σύριγγες στα χέρια, τα πόδια και το λαιμό του όπως επίσης η παρέμβαση τηλεθεατή που ήθελε να παραμείνει ανώνυμος και η μετάδοση του ονόματος του στο κάτω μέρος της οθόνης.

Τα συγκεκριμένα άτομα που έλαβαν μέρος στις διερευνώμενες εκπομπές και τα οποία είναι οι χρήστες ναρκωτικών, αισθάνθηκαν ότι ο μόνος τρόπος να τους προσφερθεί βοήθεια είναι η προβολή τους από τα ΜΜΕ και η «δημόσια εξομολόγηση» του προβλήματος τους. Ωστόσο τα άτομα αυτά δεν έχουν πλήρη επίγνωση των πράξεων του και επομένως δεν θα πρέπει να μετρά απόλυτα η βούληση και η κρίση τους, αφού βρίσκονται σε απόγνωση και υπό την επήρρεια ισχυρών παραγόντων. Εξάλλου η αποκάλυψη της ταυτότητας των ατόμων που είναι χρήστες ναρκωτικών, η δημό[*164]σια προβολή τους και οι εκτενείς αναφορές σε προσωπικά τους θέματα ενδέχεται να επιφέρει δυσμενείς συνέπειες όπως:

·   Στέρηση του δικαιώματος που έχουν ως ασθενείς της ιδιωτικότητας της ασθένειας τους.

·   Η δημοσιοποίηση της ταυτότητας τους πιθανόν να δυσχεραίνει τη θεραπεία τους.

·   Δημιουργία κοινωνικού στίγματος που θα τους συνοδεύει σε ολόκληρη τους τη ζωή, αν λάβουμε υπόψη τα δεδομένα της κυπριακής κοινωνίας.

·   Γνωστοποίηση σε εμπόρους ναρκωτικών ποια άτομα είναι χρήστες και που έχουν εισαχθεί για αποτοξίνωση (πιθανή παρενόχληση στα κέντρα αποτοξίνωσης)

·   Μη δυνατότητα παροχής ευκαιρίας στο θεράποντα ιατρό να προβάλει τα δικά του επιχειρήματα για λόγους δεοντολογικούς και κυρίως για διαφύλαξη του ιατρικού απορρήτου.

Τονίζεται επίσης ότι οι δύο εκπομπές, οι οποίες είχαν τη σήμανση «Κ» (κατάλληλες για γενική παρακολούθηση), μεταδόθηκαν σε επανάληψη στις 11.2.2001 και 18.2.2001 εντός της οικογενειακής ζώνης (14:30 και 17:00), περιείχαν λεκτικό και οπτικό υλικό ακατάλληλο για ανηλίκους, κατά παράβαση των κανονισμών 21(6), 32(3)(α), 21(5) και 22 των πιο πάνω Κανονισμών.  Για παράδειγμα, μέσω των εκπομπών δόθηκαν μηνύματα όπως το πόσο ωραία νοιώθει ο χρήστης όταν πρωτοδοκιμάζει ηρωίνη (ο δημοσιογράφος επανειλημμένα ρώτησε τη νεαρή χρήστη ηρωίνης πως ακριβώς η ηρωίνη την παίρνει στο παράδεισο), πόσο εύκολα μπορούν να προμηθεύονται ναρκωτικά αφού οι προμηθευτές μπορούν να τα φέρουν και στο σπίτι του χρήστη, η αυξημένη προβολή από τα ΜΜΕ που τυγχάνουν οι χρήστες ναρκωτικών, το ότι μόνο εάν ένας χρήστης καταφύγει στα ΜΜΕ θα του προσφερθεί βοήθεια, το πόσο έκαμε μια εντεκάχρονη κοπέλα να νοιώθει ξεχωριστή το γεγονός ότι έκανε παρέα με τριαντάχρονους αφού μαζί τους είχε πρόσβαση σε ακριβά αυτοκίνητα, χρήματα και ρούχα, το πως κατάφεραν να βάλουν ναρκωτικό με σύριγγα σε άτομο που φοβόταν τις ενέσεις και ποια φάρμακα λειτουργούν ως υποκατάστατα των ναρκωτικών, στοιχεία τα οποία ενδέχεται να επενεργούν αρνητικά σε ψυχολογικά αδύναμους χαρακτήρες όπως είναι τα νεαρά παιδιά και τα άτομα που ζουν σε μη προνομιούχο περιβάλλον.

[*165]Η Αρχή επισημαίνει ότι η προσωποποίηση του προβλήματος, το γεγονός δηλαδή ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητα ορισμένων χρηστών, ενδέχεται να ωραιοποιήσει το πρόβλημα των ναρκωτικών και να επενεργήσει κατά τρόπο που να επιφέρει την ηρωϊοποίηση των ατόμων αυτών και την επιθυμία για ταύτιση μαζί τους από επιρρεπή άτομα.

Η Αρχή κρίνει ως ιδιαίτερα σοβαρό το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης με νεαρή χρήστη ηρωίνης, μεταδόθηκε σκηνή όπου κατόπιν τηλεφωνήματος, η χρήστης ζητά από το δημοσιογράφο να διακόψει τη συνέντευξη προκειμένου να πάει να πάρει τη δόση της ενώ στη συνέχεια μεταδόθηκε πλάνο της ίδιας να επιστρέφει με τη δόση τυλιγμένη σε ασημόχαρτο που ξετύλιξε και έδειξε τη σκόνη ηρωίνης μπροστά στη κάμερα, μετά από προτροπή του δημοσιογράφου, ενώ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μεταδόθηκε πλάνο όπου ζεσταίνει το ασημόχαρτο με τον αναπτήρα της. Επιπλέον προβλήθηκαν πλάνα από άτομα να κατασκευάζουν και να εμπορεύονται ναρκωτικά, άτομα που βιώνουν το σύνδρομο της στέρησης και πλάνα από διάφορα ήδη ναρκωτικών.

Ειδικά η εκπομπή της 15.2.2001 δε χαρακτηρίζεται από αντικειμενικότητα και πολυφωνία, κατά παράβαση του άρθρου 26(2) του σχετικού Νόμου, αφού ενώ προβάλλονται ισχυρισμοί εναντίον των κρατικών ιατρικών υπηρεσιών και αρνητικά σχόλια εναντίον των αστυνομικών της Δίωξης Ναρκωτικών, του Υπουργού Υγείας και του Διευθυντή της Ψυχιατρικής Πτέρυγας του Νοσοκομείου Λεμεσού. Επιπλέον, προβάλλονται αποκλειστικά οι απόψεις και εισηγήσεις των χρηστών ναρκωτικών οι οποίου στερούνται της απαραίτητης επιστημονικής κατάρτισης ως προς το πως πρέπει να γίνεται η θεραπεία αποτοξίνωσης, χωρίς να προβληθούν τεκμηριωμένες επιστημονικά απόψεις ατόμων που είναι ειδήμονες σε θέματα αποτοξίνωσης από τα ναρκωτικά.

Εν όψει των ανωτέρω η Αρχή κρίνει και αποφασίζει ότι υπάρχουν παραβάσεις του άρθρου 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998 (όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), των κανονισμών 21(3), 21(5), 21(6), 22 και 32(3)(α) και της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας που επισυνάπτεται ως Παράρτημα VIII των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).»

Το αποτέλεσμα κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερ. 7 Αυγούστου 2001, με την οποία τους στάληκε και το κείμενο της [*166]απόφασης. Επιπλέον, τους παραχωρήθηκε η ευκαιρία να ακουσθούν είτε προφορικώς είτε γραπτώς, στη δεύτερη περίπτωση εντός προθεσμίας δέκα ημερών. Οι αιτητές δεν ανταποκρίθηκαν.  Σε συνεδρία ημερ. 19 Σεπτεμβρίου 2001 η Αρχή αποφάσισε να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ύψους £3.000, πληρωτέο εντός ενός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης. Η οποία ήταν και πάλι εκτενής και διατυπώθηκε σε ξεχωριστό έγγραφο.

Τα ειδικότερα ζητήματα

Ως προς το ζήτημα δέουσας έρευνας, με εξαίρεση τις δύο προσφυγές που αναφέραμε – Αρ. 809/00 και 304/01 – δεν διαπιστώσαμε κενό. Τουναντίον, μας φαίνεται ότι η έρευνα κάλυψε το καθετί  και με λεπτομέρεια μάλιστα. Σε μερικές από τις προσφυγές οι αιτητές προέβαλαν, σε σχέση με αυτό το ζήτημα, ότι προέκυπτε νομικό πρόβλημα επειδή η λειτουργός που διεξήγαγε την έρευνα υπέβαλε στην Αρχή και δεύτερη έκθεση ενώ δεν θα έπρεπε να υπέβαλλε παρά μόνο μιά. Επικαλέστηκαν τον Καν. 42(5) ο οποίος προνοεί ότι «ο λειτουργός εκθέτει το πόρισμα του στην Αρχή, πλήρως αιτιολογημένο ....». Όμως το δεύτερο έγγραφο δεν περιείχε, σε ό,τι αφορά τις ισχυριζόμενες παραβάσεις, υλικό άλλο από εκείνο που είχε ήδη τεθεί υπόψη των αιτητών. Απλώς το ενοποιούσε, για ευκολία της Αρχής.  Δεν το θεωρούμε αυτό επιλήψιμο. Αναφορικά με το ζήτημα της αιτιολογίας, μας φαίνεται πως στην κάθε περίπτωση, περιλαμβανομένων και των περιπτώσεων καταλληλότητας προγραμμάτων ή προσδιορισμού εννοιών – όπως το παιχνίδι, η συγκαλυμμένη διαφήμιση, τα κοντινά πλάνα –  δόθηκε στους αιτητές επαρκής εξήγηση τόσο για το πόρισμα της λειτουργού όσο και για τις καταλήξεις της Αρχής. Οι οποίες, κατά την άποψη μας, ήταν όλες το αποτέλεσμα ορθής ερμηνευτικής αντίκρυσης των σχετικών διατάξεων και λογικά εφικτές, ενταγμένες στα αναγνωρισμένα όρια της ουσιαστικής εκτίμησης της διοίκησης, σε μερικές  μάλιστα περιπτώσεις και αναπόφευκτες.

Η πρώτη ενότητα

Το άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου προνοεί ότι η Αρχή έχει αρμοδιότητα όπως:

«Επιβάλλει κυρώσεις, αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση –

  (i) Των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν·

(ii)  του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας έπειτα από [*167]αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας·

(iii) των όρων της άδειας·

(iv) εγκυκλίων οδηγιών ή συστάσεων που εκδίδονται βάσει της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου “κύρωση” περιλαμβάνει σύσταση, προειδοποίηση, προσωρινή αναστολή λειτουργίας σταθμού για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών, ανάκληση της άδειας όπως καθορίζεται στο άρθρο 25 του παρόντος Νόμου, καθώς και επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε ημέρα παράβασης από το σταθμό του παρόντος Νόμου ή των όρων της άδειας ως ακολούθως:

  (i)   Μέχρι Λ.Κ. 5.000 για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό,

 (ii)   μέχρι Λ.Κ. 2.000 για παγκύπριο ραδιοφωνικό σταθμό,

(iii)   μέχρι Λ.Κ. 1.000 για τοπικό τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό,

(iv)   μέχρι Λ.Κ. 500 για μικρό τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό.»

Παρατηρούμε πως ενώ στο πρώτο μέρος της πρόνοιας η νομική βάση των παραβάσεων για τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις αναλύεται σε τέσσερεις νομικές βάσεις, εντούτοις στο μέρος όπου εκτίθενται οι κυρώσεις, μετά την τελευταία – που είναι το διοικητικό πρόστιμο – η παράβαση συσχετίζεται με μόνο τις δύο, ήτοι το Νόμο και τους όρους της άδειας όχι και με τις τέσσερις. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μας, περί νομοτεχνικής ανεπάρκειας που εν προκειμένω δεν αφαιρεί από το καθαρό νόημα της πρόνοιας. Η οποία, ερμηνευόμενη στο σύνολο της, δεν αφήνει αμφιβολία περί της ομοιόμορφης εμβέλειας των κυρώσεων σε όλες τις παραβάσεις.

Το άρθρο 51(2)(ιδ), στο οποίο αναφέρθηκαν οι αιτητές, παρέχει εξουσία για την έκδοση Κανονισμών που να ρυθμίζουν:

«Την επιβολή χρηματικών ποινών λόγω παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, σε περίπτωση που αυτές δεν προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.»

Ο συνήγορος των αιτητών εισηγήθηκε ότι στο προαναφερθέν άρθρο 51(2)(ιδ), στη φράση «... Νόμου και των Κανονισμών ...» το «και» είναι συμπλεκτικό, με αποτέλεσμα να απαιτείται παράβαση και του Νόμου και των Κανονισμών ως προϋπόθεση για την επιβολή χρηματικής ποινής. Έχουμε επ’ αυτού αντίθετη άποψη. Με τη λέξη «και» προσδιορίζεται το σύνολο χωρίς να επηρεάζεται η αυτοτέλεια των επιμέρους. Το «και» λειτουργεί ουσιαστικά ως διάζευξη. Επισημαίνουμε σχετικά και τον κατ’ ακολουθίαν εκδοθέντα Καν. 42(10) με τον οποίο προβλέπεται ότι η Αρχή μπορεί να επιβάλει «οποιεσδήποτε από τις κυρώσεις που προβλέπονται στο Νόμο» όταν κρίνει, σε διαδικασία δυνάμει του Μέρους VII του Νόμου, ότι δεν τηρήθηκαν «οι πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών». Βλέπουμε λοιπόν αναφορά ξανά στους Κανονισμούς ως νομική βάση για την επιβολή κυρώσεων. 

Η δεύτερη ενότητα

Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη ότι η προβλεπόμενη διαδικασία, την οποία η Αρχή ακολούθησε, βρίσκεται σε διάσταση με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης που απαιτούν (α) να είναι ο κριτής αμερόληπτος και (β) να παρέχεται στο υπό κρίση πρόσωπο η ευκαιρία να ακουστεί. Σημειώνουμε κατ’ αρχάς την ενσωμάτωση τους στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία κυρώθηκε από την Κύπρο με τον Ν. 39/62, και την κατ’ ουσίαν αντιγραφή αυτής της διάταξης στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Κατά τη συζήτηση των προσφυγών δεν απασχόλησε η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Η οποία εμφανίζει κάποια ρευστότητα. Εξηγείται ωστόσο από την εγγενή δυσκολία στάθμισης των παραγόντων στη βάση των οποίων γίνεται η κατάταξη, αφού στην ποικιλόμορφη σφαίρα της δραστηριότητας των διοικητικών οργάνων είναι κάποτε δύσκολο να αποφασιστεί πρώτο, το κατά πόσο η περίπτωση εμπίπτει στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και δεύτερο, αν εμπίπτει, κατά πόσο τηρήθηκαν οι όροι του. Ως προς το πρώτο, έχοντας υπόψη μας την τάση του ΕΔΑΔ για έμφαση σε ιδιωτικού δικαίου δικαιώματα έναντι παραγόντων δημοσίου δικαίου, που σημαίνει τη διασταλτική υπέρ του πολίτη ερμηνεία, θεωρούμε πως πρέπει να προσεγγίσουμε τις υπό κρίση προσφυγές στη βάσει του δικαιώματος για αμερόληπτη κρίση*. Με αυτό ως δεδομένο, προχωρούμε να εξετάσουμε το κατά πόσο η προβλεπόμενη διαδικασία** πληρούσε τα εχέγγυα αμεροληψίας. Δικαιολογείται, κατά τη γνώμη μας, η καταφατική απάντηση. Μας φαίνεται πως σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις υπήρξε ικανοποιητική διάκριση μεταξύ των διαφόρων σταδίων, τα οποία συνίσταντο στη συγκέντρωση των στοιχείων, στην προκαταρκτική θεώρηση τους, στην ενημέρωση των αιτητών ως προς αυτά, στην παροχή σ’ αυτούς του δικαιώματος να ακουστούν, γραπτώς ή προφορικώς, και στην τελική κρίση. Το ότι, βάσει του άρθρου 38(1)(δ) του Νόμου, «..... έσοδα που προέρχονται από την επιβολή διοικητικού προστίμου στους σταθμούς .....» κατατίθενται στο ταμείο της Αρχής δεν είναι, κατά τη γνώμη μας, ασυμβίβαστο με την αμεροληψία. Δεν εμπλέκεται ιδιωτικό ή προσωπικό οικονομικό συμφέρον*. Η Αρχή, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ενεργεί απρόσωπα για την προώθηση των σκοπών του Νόμου. Στο ταμείο της Αρχής κατατίθενται, βάσει της ίδιας διάταξης, και άλλα έσοδα που περιλαμβάνουν τέλη από την παραχώρηση αδειών, την εξέταση αιτήσεων κλπ, όπως και η κρατική χορηγία με την οποία εν πάση περιπτώσει διασφαλίζεται η οικονομική επάρκεια της Αρχής ώστε να μπορεί να επιτελέσει το ιδιαίτερα σημαντικό στη σύγχρονη κοινωνία έργο της.

Τα όσα έχουμε αναφέρει επί του θέματος λαμβάνουν υπόψη ότι πρόκειται για διαδικασία διοικητικού οργάνου και όχι δικαστηρίου. Το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αναφέρεται σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου. Εκείνο που χρειάζεται σε περιπτώσεις όπου εκδίδονται από διοικητικά όργανα αποφάσεις καθοριστικές αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, είναι η δυνατότητα πρόσβασης σε δικαστήριο για προσβολή της διοικητικής απόφασης: βλ. Albert and Le Compte v. Belgium Series A Vol. 58 [1983]. Εφόσον προσφέρεται τέτοια δυνατότητα, αποκτά πλέον σημασία η έκταση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Σε υποθέσεις οι οποίες αφορούσαν αποφάσεις από πειθαρχικά επαγγελματικά όργανα, το ΕΔΑΔ θεώρησε απαραίτητη την υπό του εθνικού δικαστηρίου πλήρη δικαιοδοσία σε σχέση τόσο με πραγματικά όσο και με νομικά θέματα. Με τον ίδιο τρόπο προσεγγίστηκαν αργότερα και ορισμένες από τις αποφάσεις κρατικών διοικητικών οργάνων, ενώ σε άλλες από τις αποφάσεις τους οι οποίες, καθώς θεωρήθηκε, ανήκαν σε τομέα όπου θα έπρεπε να υπερισχύσει η ανάγκη αναγνώρισης της κρατικής εξουσίας στον καθορισμό πολιτικής, κρίθηκε πως η αναθεωρητική δικαιοδοσία ήταν αρκετή. Πραγματεύονται αυτή τη διάσταση οι Harris, O’Boyle και Warbrick στο σύγγραμμα τους «Law of the European Convention on Human Rights» (1995), σελ. 194. Μεταφέρουμε τα [*170]ακόλουθα αποσπάσματα που έχουν ως σημείο αναφοράς την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Zumtobel v. Austria Series A Vol. 268 [1993]:

«A problem with the application of Artilce 6 to administrative decision-making is that in some areas there are policy considerations that suggest that the final decision on the merits should rest with the executive, rather than a court, despite the impact upon an individual’s civil rights and oblications that the decision may have. Decisions concerning the expropriation of land for a road or for public housing are obvious cases where this can be argued. Whereas the Court’s jurisprudence concerning decisions on such matters as the disciplining of doctors, access to children and the dismissal of employees require a right of appeal to a tribunal with ‘full jurisdiction’, it is noticeable that in the Zumtobel case, concerning expropriation, the Court stated that Article 6 was complied with, regard being had, inter alia, ‘to the respect which must be accorded to decisions taken by the administrative authorities on the grounds of expediency’.......  The Zumtobel case was interpreted in this sense in IKSCON v. UK ...... The only judicial remedy then available to the applicant in respect of the resulting interference with their property rights was recourse to the English High Court ‘on a point of law’; the High Court did not have a full right of appeal on the law and the facts. The Commission held that this limitation on the High Court’s jurisdiction did not infringe Article 6. The applicant society had appealed to the High Court and had been able to put and have considered by the Court all of the arguments that it wished to make. Rejecting the applicant’s, argument that the High Court had lacked the ‘full jurisdiction’ that Article 6 required, the Commission stated that it is ‘not the role of Article 6 to give access to a level of jurisdiction which can substitute its opinion for that of the administrative authorities on questions of expediency and where the courts do not refuse to examine any of the points raised’.»

Έχουμε την άποψη ότι σε περίπτωση όπου εξετάζεται παράβαση των ρυθμιστικών προνοιών του Νόμου, στον ιδιαίτερα ευαίσθητο και σημαντικό τομέα της ραδιοτηλεόρασης, η κρίση ως προς τα πράγματα, που από τη φύση τους ενδέχεται να χαρακτηρίζονται από λεπτές αποχρώσεις και πολλές διαβαθμίσεις, δικαιολογείται να αφήνεται, ως θέμα πολιτικής του Κράτους, σε ειδική ανεξάρτητη δημόσια Αρχή. Έχουμε τη γνώμη ότι η προσφερόμενη στο δικό μας σύστημα αναθεωρητική δικαιοδοσία είναι αρκετή. Δεν διακρίνουμε λοιπόν παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης οι οποίοι εμπεριέχονται στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και στο [*171]Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Η τρίτη ενότητα

Ως προς το Άρθρο 19 του Συντάγματος, το τεθέν ζήτημα συνταγματικότητας έχει ως κεντρικό άξονα τη θέση ότι η δυνατότητα που παρέχεται στη Δημοκρατία, βάσει της παραγράφου 5, να απαιτεί άδεια λειτουργίας στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης και του κινηματογράφου, εντάσσεται εντός και όχι εκτός των όσων διαλαμβάνονται στην παράγραφο 3 ως τα όρια του βασικού δικαιώματος στο οποίο αναφέρονται οι παράγραφοι 1 και 2. Παραθέτουμε  για ευκολία αναφοράς το πλήρες κείμενο του Άρθρου:

«                                    ΑΡΘΡΟΝ 19

1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και της καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως.

2. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν της γνώμης, της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών και ιδεών άνευ επεμβάσεως οιασδήποτε δημοσίας αρχής και ανεξαρτήτως συνόρων.

3. Η ενάσκησις των δικαιωμάτων, περί ων η πρώτη και δευτέρα παράγραφος του παρόντος άρθρου, δύναται να υποβληθή εις διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή ποινάς προδιαγεγραμμένους υπό του νόμου και αναγκαίους μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή προς προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων άλλων ή προς παρεμπόδισιν της αποκαλύψεως πληροφοριών ληφθείσων εμπιστευτικώς ή προς διατήρησιν του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.

4. Η κατάσχεσις εφημερίδων ή άλλων εντύπων δεν επιτρέπεται άνευ εγγράφου αδείας του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, ήτις δέον να επικυρωθή δι’ αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου εντός εβδομήκοντα δύο ωρών το βραδύτερον, εν περιπτώσει δε μη επικυρώσεως αίρεται η κατάσχεσις.

5. Ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εις το παρόν άρθρον εμποδίζει την Δημοκρατία ν’ απαιτή την έκδοσιν αδείας ή λειτουργίας επιχειρήσεων ραδιοφωνικών ή κινηματογραφικών ή τηλεοράσεως.»

Εφόσον, κατά τους αιτητές, η παράγραφος 5 υπάγεται στην πα[*172]ράγραφο 3, οι υποχρεώσεις οι οποίες τίθενται με την άδεια λειτουργίας δεν μπορεί να εξαρτηθούν από την κρίση διοικητικής Αρχής. Προκύπτουν μόνο με αναφορά στα όσα η παράγραφος 3 αφαιρεί από το βασικό δικαίωμα των παραγράφων 1 και 2. Όπου αναφύεται διαφορά σε σχέση με την τήρηση των ορίων, το θέμα κρίνεται από Δικαστήριο. Προστίθεται, αναφορικά με την παράγραφο 5, ότι η δυνατότητα για απαίτηση άδειας ανήκει στην ίδια τη Δημοκρατία και δεν μπορεί να παραχωρηθεί σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, όπως η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης. Η βασική τους όμως θέση  έχει ως πυρήνα την παράγραφο 3 και πιο συγκεκριμένα το μέρος της που αναφέρεται σε «..... ποινάς προδιαγεγραμμένας υπό του νόμου .....». «Ποινές», κατά τους αιτητές, είναι μόνο οι κυρώσεις που επιβάλλονται από ποινικό Δικαστήριο. Και επειδή, καθώς συνεχίζουν, οι υπό συζήτηση κυρώσεις για παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών δεν θα μπορούσαν να αντικρυστούν παρά μόνο με αναφορά στο εν λόγω μέρος της παραγράφου 3, δεν είναι νοητή η ανάθεση σε διοικητικό όργανο για την επιβολή τους.

Σε σχέση με την έννοια της «ποινής» ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών παρέπεμψε στο Άρθρο 12 του Συντάγματος, όπου γίνεται αναφορά σε «ποινή» στο πλαίσιο της ποινικής ευθύνης. Επίσης παρέπεμψε στα Άρθρα 150 και 162 του Συντάγματος με τα οποία παρέχεται στο Δικαστήριο εξουσία επιβολής ποινής για περιφρόνηση. Ο συνήγορος αντιδιέστειλε το διοικητικό πρόστιμο το οποίο, κατά την εισήγηση του, «.... είναι μόνο το οριζόμενο συγκεκριμένο ποσό εκ του Νόμου, ως μηχανική συνέπεια (χωρίς διοικητική διαδικασία και απόφαση, που λαμβάνεται κατά ελεύθερη διακριτική εξουσία διοικητικού οργάνου)». Αναφέρθηκε σχετικά στην υπόθεση Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων ν. Γεωργιάδη (1988) 2 Α.Α.Δ. 74, η οποία αφορούσε σε καθυστέρηση στην πληρωμή των εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων. Ο συνήγορος αναφέρθηκε και στην απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co. Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 460, την οποία χαρακτήρισε ως ακόμα ένα παράδειγμα της διά νόμου αυτόματης επιβολής κυρώσεων. Ταυτόχρονα όμως εισηγήθηκε πως αν η απόφαση στη Demand Shipping Co. Ltd δεν μπορεί να αντικρυστεί με αυτό τον τρόπο, τότε δικαιολογείται η απόκλιση από το λόγο της.

Σε σχέση με το Άρθρο 12 τέθηκε ζήτημα και από μια άλλη σκοπιά, ήτοι της διπλής ευθύνης, πειθαρχικής και ποινικής.  Στην παράγραφο 2 του Άρθρου 12 διαλαμβάνεται ότι:

«2. Ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου διά το αυτό αδίκημα. Ουδείς τιμωρείται εκ δευτέρου διά την αυτήν πράξιν ή παράλειψιν, εκτός εάν συνεπεία ταύτης προεκλήθη θάνατος.»

Η επ’ αυτού θέση των αιτητών συνοψίζεται στο ότι ενώ με το άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου, το οποίο είναι η βασική πρόνοια από την οποία προέκυψαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις,  προβλέπονται διοικητικές κυρώσεις για διάφορες παραβάσεις, εντούτοις με το άρθρο 48(6) δημιουργείται παράλληλα και ποινική ευθύνη:

«48(6) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει οποιαδήποτε πρόνοια του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες λίρες ή και στις δύο ποινές.»

Στις γραπτές αγορεύσεις ο συνήγορος διατύπωσε επικρίσεις αναφορικά με το εν λόγω καθεστώς και έθεσε ερωτηματικό αναφορικά με το πώς η Αρχή επιλέγει τη μια ή την άλλη διαδικασία, όπως και για τα επακόλουθα. Αυτή όμως η πτυχή δεν τέθηκε στα νομικά σημεία των προσφυγών και δεν μπορεί να μας απασχολήσει. Παρατηρούμε πάντως, από άποψη γενικότερης κατάταξης, ότι ενώ η παράλληλη ποινικοποίηση δημιουργεί δυσαρμονία από την οποία θα μπορούσαν να ανακύψουν προβλήματα, εντούτοις δεν αναιρείται ο χαρακτηρισμός των περιπτώσεων ως διοικητικών. Στα ενδεχόμενα προβλήματα δεν χρειάζεται να επεκταθούμε.

Θεωρούμε ότι, τηρουμένων των παραμέτρων άσκησης της εξουσίας που παρέχεται με την παράγραφο 5 του Άρθρου 19 για τη ρύθμιση της ραδιοτηλεόρασης, η εν λόγω εξουσία εντάσσεται εντός των ορίων της παραγράφου 3 και δεν μπορεί να τα υπερβεί. Στο σύγγραμμα των Francis G. Jacobs και Robin C.A. White «The European Convention of Human Rights», στις σελ. 230-232 συζητείται το άρθρο 10* της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με το οποίο ταυτίζεται το δικό μας Άρθρο 19. Επισημαίνεται εκεί, με αναφορά στις αποφάσεις του ΕΔΑΔ στις υποθέσεις X and the Association of Z v. U.K. [1971] 14 Yearbook 538 και X Association v. Sweden [1982] 28 DR 204, ότι:

«The purpose of the licensing can be broad, but there is a duty to ensure that the rights under Article 10 remain protected.»

Σημαντική σε σχέση με το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης είναι και η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Informationsverein Lentia and Others v. Austria [1993] 17 EHRR 93, όπου, σε σχέση με τη ρύθμιση της ραδιοτηλεόρασης, λέχθηκε (στην παράγραφο 32) ότι:

“Technical aspects are undeniably important, but the grant or refusal of a licence may also be made conditional on other considerations, including such matters as the nature and objectives of a proposed station, its potential audience at national, regional or local level, the rights and needs of a specific audience and the obligations deriving from international legal instruments.

This may lead to interferences whose aims will be legitimate under the third sentence of paragraph 1, even though they do not correspond to any of the aims set out in paragraph 2. The compatibility of such interferences with the Convention must nevertheless be assessed in the light of the other requirements of paragraph 2.”

Σ’ αυτή τη βάση προχώρησε και η Κοινοτική νομοθεσία. Στην Οδηγία του Συμβουλίου 89/552/ΕΟΚ* (ΕΕ 298, 17 Οκτωβρίου 1989) για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των Κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων – συγκεκριμένα  τη διαφήμιση, τους χορηγούς και την τηλεαγορά – το προοίμιο αναφέρει μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα για το θέμα (στην 8η αναφορά):

«ότι το δικαίωμα αυτό, εφαρμοζόμενο στη μετάδοση και τη διανομή τηλεοπτικών υπηρεσιών, αποτελεί επίσης μια ειδική εκδήλωση, στα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου, μιας γενικότερης αρχής, δηλαδή της ελευθερίας της έκφρασης όπως διακηρύσσεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 της Σύμβασης περί των Ανθρωπί[*175]νων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που έχει κυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη. ότι, για το λόγο αυτό, η έκδοση οδηγιών για τη δραστηριότητα της τηλεοπτικής μετάδοσης και διανομής προγραμμάτων πρέπει να διασφαλίζει την ελεύθερη άσκησή της με βάση το παραπάνω άρθρο, τηρώντας μόνον παράλληλα τα όρια που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του αυτού άρθρου και στο άρθρο 56 παράγραφος 1 της συνθήκης.»

Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) εξέτασε πρόσφατα αυτό το μέρος της Οδηγίας στην υπόθεση RTL Television GmbH v. Niedersächsische Landesmedienanstalt für privaten Rundfunk, Case C-245/01, 23 October 2003. Η υπόθεση αφορούσε σε πρόνοιες με τις οποίες περιορίζεται η συχνότητα διακοπής τηλεοπτικών ταινιών για την παρεμβολή διαφημίσεων. Το ΔΕΚ υπέδειξε μεταξύ άλλων την ανάγκη για προστατευτισμό και  παρέπεμψε στην 27η αναφορά του προοιμίου της Οδηγίας:

«ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η πλήρης και σωστή προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, δηλαδή των τηλεθεατών, είναι ουσιώδες η τηλεοπτική διαφήμιση να υπόκειται σε ορισμένο αριθμό ελάχιστων προτύπων και κριτηρίων και να έχουν τα κράτη μέλη την ευχέρεια να καθορίζουν λεπτομερέστερους ή αυστηρότερους κανόνες και κάποτε, διαφορετικούς όρους για τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους»

Το ΔΕΚ δέχθηκε ότι τέτοιος προστατευτισμός μπορεί να απολήγει σε περιορισμό του δικαιώματος έκφρασης στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 10(1). Ωστόσο θεώρησε τον περιορισμό δικαιολογημένο, ως ενταγμένο στα όρια του άρθρου 10(2), το αντίστοιχο του δικού μας Άρθρου 19.3. Ανέφερε τα εξής:

«70.  The restrictrion at issue pursues a legitimate aim involving the protection of the …. rights of others within the meaning of that provision, namely the protection of consumers as television viewers, as well as their interest in having access to quality programmes. Those objectives may justify measures against excessive advertising.

71.  The Court has, moreover, already held that the protection of consumers against abuses of advertising or, as an aim of cultural policy, the maintenance of a certain level of programme quality are objectives which may justify restrictions by the Member States on freedom to provide services in relation to television advertising (See Case C-288/99 Collectieve Anten-nevoorziening Gouda [1991] ECR I-4007, paragraph 27, and Case C-6/98 ARD [1999] ECR I-7599, paragraph 50).»

Επεσήμανε σχετικά και τη διακριτική ευχέρεια των εθνικών δικαστηρίων την οποία το ΕΔΑΔ έχει αναγνωρίσει.  Και πράγματι, στην υπόθεση VgT Verein Gegen Tierfabriken v. Switzerland, Reports of Judgments and Decisions 2001-VI, (28 Ιουνίου 2001), το ΕΔΑΔ επεσήμανε ότι το περιθώριο εκτίμησης της κάθε χώρας είναι ιδιαίτερα αναγκαίο σε εμπορικά θέματα και ακόμα πιο πολύ στον πολύπλοκο και ρευστό τομέα των διαφημίσεων*.

Δεν συμμεριζόμαστε όμως την άποψη των αιτητών ότι η επικράτηση της παραγράφου 3 του Άρθρου 19 εποπτικώς επί της παραγράφου 5, αποκλείει τις διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις διατάξεων κατ’ ακολουθίαν των ρυθμίσεων που γίνονται στη βάση της παραγράφου 5. Με τον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο του 1998 και τους δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμούς, ρυθμίζεται ο τομέας στον οποίο αναφέρεται η παράγραφος 5 κατά τρόπο που κατά τη γνώμη μας δεν αντίκειται στην παράγραφο 3. Κι αυτό ανεξάρτητα από το πώς αντικρύζει κανείς την έννοια της ποινής στην παράγραφο 3.  Γιατί ακόμα και αν ταυτιστεί με την ποινική έννοια  του Άρθρου 12 ή την οιονεί ποινική των Άρθρων 150 και 162, οι κυρώσεις που προβλέπονται στον υπό αναφορά Νόμο και Κανονισμούς συναρτώνται όχι με την προβλεπόμενη στην παράγραφο 3 δυνατότητα για ποινές αλλά με τη μη τήρηση των βάσει του Νόμου και των Κανονισμών προνοιών, οι οποίες αποτελούν τη βάση για την έκδοση της άδειας λειτουργίας. Οι δε πρόνοιες αυτές βρίσκονται σε αρμονία με ό,τι η παράγραφος 3 επιτρέπει ως όρους και περιορισμούς του δικαιώματος της ελευθερίας λόγου και της καθ’ οιονδήποτε τρόπο έκφρασης, με αναφορά μεταξύ άλλων και στην προστασία των δικαιωμάτων των άλλων, όπως λέχθηκε και στην RTL Television GmbH (ανωτέρω).

Ως προς την έννοια των διοικητικών κυρώσεων, η υπόθεση Demand Shipping Co. Ltd (ανωτέρω) καταδεικνύει την ευρύτητα με την οποία προσεγγίζεται. Δεν περιορίζεται στην οικονομική επιβάρυνση που αυτόματα επιβάλλεται από το νόμο για τη μη εκπλήρωση προβλεπόμενης υποχρέωσης. Στην Demand Shipping Co. Ltd, (ανωτέρω) όπως και στις υπό εξέταση περιπτώσεις, εκδόθηκε από την αρμόδια Αρχή απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση σε σχέση με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο: «διοικητική ποινή» όπως τη χαρακτήρισε εκεί η Ολομέλεια. Δεν θεωρούμε ότι συντρέχει λόγος για απόκλιση από το λόγο της απόφασης.

Ούτε συμμεριζόμαστε την άποψη των αιτητών ότι η ρυθμιστική εξουσία που παρέχεται στη Δημοκρατία με την παράγραφο 5 του Άρθρου 19 δεν μπορεί να ασκηθεί εκ μέρους του Κράτους από νομοθετικώς ιδρυθείσα, δημόσια Αρχή. Απεναντίας, θεωρούμε ότι ο ρόλος του Κράτους εκφράζεται αποτελεσματικότερα και πιο αντικειμενικά μέσω μιας τέτοιας Αρχής παρά από Κυβερνητική υπηρεσία. Το ίδιο έγινε και στην Ελλάδα το 1989 με τη δημιουργία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης προτού ακόμα τροποποιηθεί, με την τελευταία αναθεώρηση του 2001*, το Άρθρο 15.2** του Ελληνικού Συντάγματος.

Αναφορικά με το Άρθρο 26 του Συντάγματος η θέση των αιτητών, όπως την εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος τους στις  γραπτές αγορεύσεις, συνίσταται βασικά στα εξής:

«Ο Νόμος 7(Ι)/98 αποτελεί αντισυνταγματική επέμβαση εκεί όπου οι αιτητές ασκούν εργασία, στην εξέλιξη της οποίας δικαιούνται να συναλλάττονται ελεύθερα (άρθρο 26 του Συντάγματος) με παραγωγούς προγραμμάτων και σκηνοθέτες και που παρέχουν πληροφόρηση, ενημέρωση, ψυχαγωγία δια τηλεοράσεως σε όποιο τηλεθεατή θέλει να παρακολουθήσει – και τούτο δωρεάν – το πρόγραμμα τους, με υποχρέωση βέβαια να ΜΗΝ παραβιάζουν κανένα από τα «αγαθά» που κατέγραψε ειδικά το άρθρο 19(3) του Συντάγματος, τα οποία και μόνο θα μπορούσαν να περιορίσουν το δικαίωμα της ελευθερίας στην πληροφόρηση.»

Είναι νομίζουμε πρόδηλο ότι η θέση αυτή δεν εκτείνεται πέραν των όσων τέθηκαν με αναφορά στο Άρθρο 19 και ειδικότερα στο συσχετισμό των παραγράφων 3 και 5. Επ’ αυτού έχουμε ήδη αποφανθεί. Το ίδιο ισχύει και για το Άρθρο 25 (απασχόλησης) το οποίο περιλήφθηκε στη διατύπωση κάποιων επιχειρημάτων. Το Άρθρο 28 (ισότητας) συζητήθηκε ιδιαίτερα στην Προσφυγή αρ. 320/99 σε συνάρτηση αφενός με τα εν λόγω Άρθρα 25 και 26 και αφετέρου με τα Άρθρα 23 (ιδιοκτησίας) και 24 (φορολογίας). Όμως η ίδια συζήτηση περιλήφθηκε σε κάποιο βαθμό και σε άλλες προσφυγές. 

Υπενθυμίζουμε ότι με την Προσφυγή αρ. 320/99 προσβάλλεται η απόφαση με την οποία επιβλήθηκαν στους αιτητές τέλη βάσει του άρθρου 24 του Νόμου, το οποίο προνοεί ότι:

«24. Για την παραχώρηση άδειας ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού, καταβάλλονται ετησίως προς την Αρχή τα πιο κάτω τέλη:

(α)   Για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό £30.000,

(β)   για τοπικό τηλεοπτικό σταθμό £7.000,

(γ)   για παγκύπριο ραδιοφωνικό σταθμό £3.000,

(δ)   για τοπικό και μικρό τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό £500.

Επιβάλλεται επίσης ως τέλος η καταβολή προς την Αρχή του 0,5% επί των εσόδων των σταθμών από τις διαφημίσεις που προβάλλουν στο πρόγραμμα τους.»

Οι αιτητές παραπονούνται ότι δεν επιβαρύνεται με τα ίδια τέλη και το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, που είναι κρατικό ίδρυμα, και επιπλέον ότι εκείνο ενισχύεται οικονομικά. Εμφανίζουν τα τέλη ως απαράδεκτη στέρηση περιουσίας, ως επιβολή φορολογίας και ως επέμβαση στην εργασία τους και τις συμβάσεις που συνάπτουν. Δεν διακρίνουμε οποιαδήποτε αντισυνταγματικότητα στην επιβολή τελών. Προδήλως δεν πρόκειται περί φορολογίας. Έπειτα, αντίρρηση στη συνύπαρξη δημόσιου τηλεοπτικού σταθμού με ιδιωτικούς δεν μπορεί κατ’ αρχήν να προβληθεί αφού με τη συνύπαρξη τους ενδέχεται να προωθείται πληρέστερα και πιο αποτελεσματικά το δικαίωμα το οποίο διασφαλίζεται με το Άρθρο 19*. Στην Αντέννα T.V. Λτδ κ.ά. ν. 1 Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου και 2. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2002) 3 Α.Α.Δ. 793, η Ολομέλεια με απόφαση του Καλλή, Δ. ανέφερε σχετικά τα εξής:

«Θεωρούμε επομένως ότι η ύπαρξη και λειτουργία της δημόσιας [*179]ραδιοτηλεόρασης στον τόπο μας, η οποία δεν αποβλέπει στο κέρδος, συνιστά μια μορφή έμμεσου κρατικού ελέγχου που στοχεύει και στην εγγύηση της αντικειμενικότητας της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης. Μια τέτοια εγγύηση εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Επομένως η ύπαρξη και λειτουργία του Ρ.Ι.Κ., το οποίο αποτελεί Οργανισμό Δημόσιας Ωφελείας, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Όπως δε αναφέρεται και στο προοίμιο του Νόμου 14/79 η λειτουργία του Ρ.Ι.Κ. αποτελεί εις το σύγχρονον κράτος ουσιώδη κοινωνικήν λειτουργίαν. Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι η ανάγκη για την εξασφάλιση πόρων οι οποίοι θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη θέσπιση του Νόμου 120/90

Δημόσια και ιδιωτική ραδιοτηλεόραση διαφέρουν μεταξύ τους στη φύση και στην αποστολή τους. Αυτό δικαιολογεί διαφορετικές για την αντίστοιχη περίπτωση ρυθμίσεις, με αναφορά στη βιωσιμότητα και στην επάρκεια της λειτουργίας τους αλλά και στις οικονομικές ανάγκες της ανεξάρτητης Αρχής την οποία ο Νόμος ίδρυσε για την περιφρούρηση του δικαιώματος στο οποίο αναφέρεται το Άρθρο 19 του Συντάγματος.

Αποτέλεσμα

Οι Προσφυγές με Αρ. 809/00 και Αρ. 304/01 επιτυγχάνουν με έξοδα. Η αντίστοιχη προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Οι άλλες προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με έξοδα. Οι αντίστοιχες προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

ΠΙΝΑΚΑΣ

1. Αρ. 966/01

    Παράγραφος (ι) του εδαφίου (2) του άρθρου 33 και παράγραφος (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 33 του Νόμου, των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμων του 1998 έως (Αρ. 3) του 2000 και παράγραφος Ε.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, που είναι το Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

2. Αρ. 320/99

    Επιβολή τέλους δυνάμει του άρθρου 24 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Νόμος [*180]7(Ι)/1998), όπως αυτός στη συνέχεια τροποποιήθηκε.

3. Αρ. 809/00

    Παράγραφος (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 33 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμων του 1998 έως (Αρ. 3) του 2000 όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του Νόμου 23(Ι)/2000.

4. Αρ. 299/01

    Παράγραφος (6) του Κανονισμού 21 και παράγραφος (3)(α) του Κανονισμού 32 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

5. Αρ. 301/01

    Υποπαράγραφοι (α), (β), (γ) και (δ) της παραγράφου (2) του Κανονισμού 24 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) και παράγραφος 6 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ που είναι το Παράρτημα VIII των Κανονισμών.

6. Αρ. 302/01

    Παράγραφος (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 34 και παράγραφος (α)(ι) του εδαφίου (7) του άρθρου 33 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμων του 1998 έως (Αρ. 3) του 2000 και των παράγραφοι Β.1 και Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων, που είναι το Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

7. Αρ. 303/01

    Παράγραφοι (3) και (4) του Κανονισμού 21 και παράγραφος (ιβ) του Κανονισμού 26 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

8. Αρ. 348/01

    Παράγραφοι (5) και (6) του Κανονισμού 21, παράγραφος (1) του Κανονισμού 22 και παράγραφοι (2) και (3)(α) του Κανονισμού 32 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

9. Αρ. 448/01

    Παράγραφοι (3) και (4) του Κανονισμού 21 και παράγραφος (ιβ) των Κανονισμών 21(6), 24(1)(α) και 24(2)(δ) των [*181]περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

10.   Αρ. 912/01

     Κανονισμοί 21(6), 32(3)(α), 24(2)(δ), 22 και 21(5) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), και παράγραφος 8(2) του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ο οποίος επισυνάπτεται στους Κανονισμούς ως Παράρτημα VIII.

11.    Αρ. 913/01

     Άρθρο 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Νόμος 7(Ι)/1998), όπως αυτός στη συνέχεια τροποποιήθηκε, των Κανονισμών 21(3), 21(5), 21(6), 22 και 32(3)(α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000 και της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά Μέσα Μ.Μ.Ε. ο οποίος επισυνάπτεται ως Παράρτημα VIII των Κανονισμών.

12.    Αρ. 914/01

     Παράγραφος (3) του Κανονισμού 21 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) και παράγραφος 8(2) του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ο οποίος επισυνάπτεται στους Κανονισμούς ως Παράρτημα VIII.

13.    Αρ. 1097/01

     Εδάφιο (2) του άρθρου 26 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Νόμος 7(Ι)/1998), όπως αυτός στη συνέχεια τροποποιήθηκε.

14.    Αρ. 279/02

     Κανονισμός 24(3) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

15.    Αρ. 330/02

     Παράγραφος (η) του εδαφίου (2) του άρθρου 33 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμων του 1998 έως (Αρ. 3) του 2000, και της παραγράφου ΣΤ.3 του Παραρτήματος ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) που είναι ο Κώδικας Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας.

[*182]16.      Αρ. 331/02

     Παράγραφος (α)(ι) του εδαφίου (7) του άρθρου 33 και παράγραφοι (α) και (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 34 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998.

17.    Αρ. 445/02

     Κανονισμοί 22(2), 21(6) και 32(3)(α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

18.    Αρ. 663/02

     Κανονισμός 24(1)(α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) και της παραγράφου 10 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. ο οποίος επισυνάπτεται στους Κανονισμούς ως Παράρτημα VIII.

19.    Αρ. 803/02

     Κανονισμοί 21(6) και 32(3)(α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

20.    Αρ. 815/02

     Κανονισμοί 21(6), 22(2) και 32(3)(α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

21.    Αρ. 817/02

     Κανονισμοί 21(6), 22(2) και 32(3)(α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

22.    Αρ. 819/02

     Άρθρο 26(1)(ε) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Νόμος 7(Ι)/1998), όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, του Κανονισμού 21(3) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), και της παραγράφου 1(2) του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. ο οποίος επισυνάπτεται στους Κανονισμούς ως Παράρτημα VIII.

23.    Αρ. 304/01

     Παράγραφος (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 33 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμων του 1998 [*183]έως (Αρ. 3) του 2000, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του Νόμου 23(Ι)/2000.

24.    Αρ. 922/01

     Κανονισμοί 21(4) και 21(6) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

25.    Αρ. 328/02

     Άρθρα 33(2)(δ), 34(4)(β) και 33(7)(α)(ι) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών του  Νόμου 1998 (Νόμος 7(Ι)/1998 όπως τροποποιήθηκε) και της παραγράφου Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

26.    Αρ. 300/01

     Άρθρα 34(4)(α) και 34(4)(β) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Νόμος 7(Ι)/1998 όπως αυτός τροποποιήθηκε).

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία, που είναι ιδιοκτήτρια τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού σταθμού, προσβάλλει την εγκυρότητα αριθμού αποφάσεων της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (στο εξής «η Αρχή»), με τις οποίες της επιβλήθηκαν διάφορες κυρώσεις, χρηματικές ποινές, για παράβαση προνοιών του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998, Ν.7(Ι)/98, όπως τροποποιήθηκε και των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Κανονισμών του 2000, Κ.Δ.Π. 10/2000. Λόγω της έγερσης, σε όλες τις προσφυγές, των ίδιων συνταγματικών θεμάτων, αποφασίστηκε η συνεκδίκασή τους από την Πλήρη Ολομέλεια.

Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις παραβιάζεται αριθμός άρθρων του Συντάγματος (Άρθρα 19, 26, 12 και 30), καθώς και οι αρχές φυσικής δικαιοσύνης. Ο κύριος κορμός της επιχειρηματολογίας του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας βασίζεται στο γεγονός ότι, κατά την εκδίκαση των υποθέσεων, η Αρχή συγκεντρώνει πολλές ιδιότητες. Κατά τη διερεύνηση της ενδεχόμενης παραβίασης της νομοθεσίας διορίζεται ερευνών λειτουργός, υπάλληλος της Αρχής. Στη συνέχεια η Αρχή ενεργεί ως κατηγορούσα αρχή, ενώ τα μέλη της εκδικάζουν την υπόθεση. Τέλος, η χρηματική ποινή που θα επιβληθεί καταλήγει στο ταμείο της Αρχής.

Tο δικαίωμα δίκαιης δίκης, όπως εξασφαλίζεται τόσο από το Άρθρο 30 του Συντάγματος, όσο και από το άρθρο 6(1) της Ευ[*184]ρωπαϊκής Συνθήκης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απαιτεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει εγκαθιδρυθεί διά νόμου. Το δικαίωμα αυτό ισχύει τόσο σε ποινικές, όσο και υποθέσεις που κρίνουν αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Πολλές αποφάσεις καθοριστικές για τα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις ιδιώτη, λαμβάνονται από την εκτελεστική εξουσία ή κάποιο άλλο σώμα που δεν είναι δικαστήριο εντός της εννοίας του άρθρου 6. Σε μια τέτοια περίπτωση, για να εξασφαλίζεται το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, θα πρέπει να υφίσταται τρόπος αμφισβήτησης της απόφασης ενώπιον δικαστηρίου που εξασφαλίζει τις εγγυήσεις του άρθρου 6 (Le Compte, Van Leuven and De Meyere v. Belgium A 43 para 51 [1981]).

Το δικαστήριο μέσα στα πλαίσια του άρθρου 6(1) της Συνθήκης ορίζεται με την ουσιαστική έννοια του όρου από τη δικαστική του λειτουργία. Δηλαδή θα πρέπει να αποφασίζει θέματα εντός της αρμοδιότητάς του, επί τη βάσει νομοθετικών κανόνων και με καθορισμένες διαδικασίες. Το δικαστήριο θα πρέπει επίσης να ικανοποιεί μια σειρά περαιτέρω προϋποθέσεων, πολλές από τις οποίες αναφέρονται και στο ίδιο το άρθρο 6(1) (Belilos v. Switzerland A 132 para 64 [1988]). Θα πρέπει να έχει ανεξαρτησία, αμεροληψία και εξασφαλίσεις που προκύπτουν από τη διαδικασία που ακολουθεί.

Το μεγαλύτερο μέρος της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που καθορίζει τι συνιστά «ανεξάρτητο δικαστήριο» προκύπτει από εξέταση αποφάσεων διοικητικών ή πειθαρχικών δικαστηρίων και φανερώνει ότι σε τέτοιου είδους δικαστήρια, σε ορισμένα θέματα, δεν απαιτούνται τα ίδια ψηλά επίπεδα που δυνατόν να εφαρμόζονται στα ποινικά και πολιτικά δικαστήρια. Αυτό κυρίως ισχύει ως προς τη διάρκεια της θητείας των μελών του δικαστηρίου και την προστασία τους από εξωτερικές παρεμβάσεις. Όμως και τα διοικητικά δικαστήρια θα πρέπει να είναι ανεξάρτητα όχι μόνο από την εκτελεστική εξουσία, αλλά επίσης και από τους μετέχοντες στη διαδικασία, τους διάδικους (Ringeisen v. Austria A 13 para 95 [1971]).

Στην υπόθεση Campbell and Fell v. UK A 80 para 78 [1984]) το Δικαστήριο αφού επανέλαβε την πιο πάνω αρχή, εξέτασε όχι μόνο κατά πόσο το υπό αμφισβήτηση δικαστήριο ήταν ανεξάρτητο, αλλά και κατά πόσο έδιδε μια τέτοια εντύπωση.

Η εμφάνιση του δικαστηρίου ως ανεξάρτητου ελέγχεται αντικειμενικά. Αρκεί να εγείρεται λογική, θεμιτή, αμφιβολία σε κάποιον από τους διαδίκους, ως προς την ανεξαρτησία συγκεκριμένου [*185]μέλους (Sramek v. Austria A 84 [1984]).

Ακόμα στην υπόθεση Belilos v. Switzerland, ανωτέρω, όπου ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί για ασήμαντο ποινικό αδίκημα από Αστυνομική Επιτροπή, επειδή μέλος της Επιτροπής ήταν δικηγόρος στο Αρχηγείο Αστυνομίας, άνκαι εκδίκασε την υπόθεση υπό την προσωπική του ιδιότητα, χωρίς να υπόκειται σε διαταγές και χωρίς να μπορεί να απολυθεί κατά τη διάρκεια της τετρατετούς θητείας του, θεωρήθηκε ότι ο μέσος πολίτης έτεινε να τον βλέπει ως μέλος της αστυνομικής δύναμης, υποκείμενο στους ανωτέρους του και πιστό στους συναδέλφους του, κατάσταση η οποία δυνατόν εύλογα εγείρει αμφιβολίες για την ανεξαρτησία και αμεροληψία της Αστυνομικής Επιτροπής. Κρίθηκε ότι είχε σημειωθεί παράβαση του άρθρου 6(1) της Συνθήκης (βλέπε αντίθετα Campbell and Fell v. UK, ανωτέρω).

Στο σύγγραμμα των Harris, O΄ Boyle και Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, Butterworths, 1995, σελ.234, επισημαίνεται η στενή σχέση μεταξύ της εγγύησης για ανεξαρτησία και αμεροληψία. Δικαστήριο το οποίο δεν είναι ανεξάρτητο, δεν ικανοποιεί ούτε τις προϋποθέσεις αμεροληψίας. Μέλος δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητο ή αμερόληπτο, αν έχει κάποιο δεσμό με διάδικο.

Το αντικειμενικό κριτήριο της αμεροληψίας συνάδει με την αγγλική νομική αρχή ότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να απονέμεται, αλλά πρέπει επίσης και να φαίνεται ότι απονέμεται. Από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τονίζεται εμφαντικά η σημασία της τήρησης των προσχημάτων και την αυξημένη ευαισθησία του κοινού στη δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης (βλέπε σχετικά Borgers v. Belgium A 214-B [1991]). Αλλιώς, τονίζεται, διακυβεύεται η εμπιστοσύνη την οποία τα δικαστήρια σε μια δημοκρατική κοινωνία θα πρέπει να εμπνέουν στο κοινό (Fey v. Austria A 255-A para 30 [1993]).

Κατά την εφαρμογή του κριτηρίου η γνώμη του διάδικου που εγείρει θέμα αμεροληψίας είναι μεν σημαντική, αλλά όχι αποφασιστικής σημασίας. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο η αμφιβολία ως προς την αμεροληψία είναι θεμιτή και μπορεί αντικειμενικά να δικαιολογηθεί (Hauschildt v. Denmark A 154 para 48 [1989]).

Το αντικειμενικό κριτήριο παραβιάζεται αν δικαστής έχει συμφέρον στην υπόθεση. Οικονομικό συμφέρον τον αποκλείει ως μη αμερόληπτο, άνκαι θεωρείται ότι δεν χωρεί παράβαση του άρθρου 6(1) της Συνθήκης αν το συμφέρον αποκαλυφθεί και δοθεί η ευκαιρία στο διάδικο να ενστεί (D v. Ireland No 11489/85, 51 DR 117 [1986]). Μη [*186]οικονομικά ενδιαφέροντα είναι επίσης σχετικά (Demicoli v. Malta A 210 [1991]). Βλέπε ακόμα Langborger v. Sweden A 155 [1989] και Le Compte, Van Leuven and De Meyere v. Belgium, ανωτέρω).

Στις παρούσες υποθέσεις η Αρχή αρχίζει την εξέταση ενδεχόμενης παράβασης της σχετικής νομοθεσίας είτε κατόπιν παραπόνου, είτε αυτεπαγγέλτως. Την εξέταση αναλαμβάνει ερευνών λειτουργός, υπάλληλος της Αρχής. Η Αρχή ασκεί ακόμα τα καθήκοντα της κατηγορούσας αρχής και η εξακρίβωση της παράβασης της νομοθεσίας γίνεται από τα μέλη της Αρχής που λειτουργούν ως δικαστήριο. Τέλος, το πρόστιμο που επιβάλλεται καταλήγει στο δικό της ταμείο.

Η διαδικασία θα πρέπει να εξετάζεται σφαιρικά και ως σύνολο. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου δεν παρουσιάζεται παραβίαση συγκεκριμένου δικαιώματος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μπορεί, εξετάζοντας τη διαδικασία ως σύνολο να καταλήξει παρά ταύτα, σε διαπίστωση παραβίασης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (Harris, O΄Boyle και Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, ανωτέρω, σελ.202 και 203).

Ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα στην Αρχή είτε να ακολουθήσει την πιο πάνω διαδικασία και να εκδικάσει η ίδια την υπόθεση ή να την παραπέμψει στα τακτικά ποινικά δικαστήρια. Σε μια τέτοια περίπτωση το πρόστιμο όμως καταλήγει στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η Αρχή είναι θεσμικό όργανο, τα μέλη του οποίου διορίζονται από την εκτελεστική εξουσία για σκοπούς που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και τα οποία κανένα προσωπικό συμφέρον δεν έχουν από το αποτέλεσμα. Όμως, κατά την εξέταση του κατά πόσο το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη έχει παραβιαστεί, το αθροιστικό αποτέλεσμα της σύγκλησης τόσων διαφορετικών αρμοδιοτήτων και ιδιαίτερα το γεγονός ότι η επιβληθείσα χρηματική ποινή εισπράττεται από την ίδια, δυνατόν εύλογα να δημιουργεί αμφιβολίες για την ανεξαρτησία και αμεροληψία της.

Το όλο κλίμα επιδεινώνεται αν προσθέσουμε ότι η απόφαση της Αρχής υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο μόνο, χωρίς δικαίωμα αμφισβήτησης της ουσίας ενώπιον δικαστηρίου που παρέχει τις εγγυήσεις του Άρθρου 6(1) (Le Compte, Van Leuven and De Meyere v. Belgium, ανωτέρω, Benthem v. Netherlands A 97 [1985]. Βλέπε ακόμα Obermeier v. Austria A 179 para 70 [1990] και Ζumtobel v. Austria A 268-A para 32 [1993]). Βλέπε ακόμα W v. U.K. A 121 [1987] όπου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επεσήμανε τον περιορισμένο έλεγχο που γίνεται στην ακυρωτική διαδικασία).

[*187]

Η αδυναμία άσκησης πλήρους δικαστικού ελέγχου που να εκτείνεται και στην ουσία της υπόθεσης τονίζει την ανάγκη διατήρησης της εμπιστοσύνης του διοικούμενου στην αμεροληψία και ανεξαρτησία του αποφασίζοντος οργάνου.

Η προσφυγή κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος έχει μόνο ακυρωτικό χαρακτήρα και ασφαλώς δεν μπορεί να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης. Δεν μπορεί για παράδειγμα να ερευνηθεί το ύψος του προστίμου με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Ένας τέτοιος πλήρης δικαστικός έλεγχος θα ήταν δυνατός αν η Αρχή επέλεγε να προσφύγει, όπως της επιτρέπει το άρθρο 48(6) του Νόμου, στο αρμόδιο ποινικό δικαστήριο. Έτσι θα εξασφαλιζόταν από τη μια ο έλεγχος της ουσίας της υπόθεσης, αλλά και από την άλλη η εκδίκασή της, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση από δικαστήριο ουσίας. Ακόμα θα ήταν αδιαμφισβήτητη η αμεροληψία του οργάνου που θα επέβαλλε την κύρωση, αφού θα ήταν ανεξάρτητο δικαστήριο, ενώ η οποιαδήποτε επιβληθησόμενη ποινή δεν θα κατέληγε στο ταμείο της εκδικαζούσης Αρχής.

Όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω για την έλλειψη πλήρους δικαστικού ελέγχου δεν θα πρέπει να εκληφθούν ως εγκατάλειψη της νομολογίας που θεμελιώνεται στη Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co Ltd (1994) 3 A.A.Δ. 460, για τη συνταγματικότητα των διοικητικών προστίμων. Απλώς λέχθηκαν για να τονιστεί η ανάγκη, ακριβώς λόγω και της έλλειψης πλήρους δικαστικού ελέγχου, για διατήρηση των προσχημάτων αμεροληψίας και ανεξαρτησίας του σώματος που παίρνει την απόφαση.

Κάτω από τις περιστάσεις θεωρούμε ότι η προσβαλλόμενη διαδικασία παραβιάζει το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και συνεπώς θα πρέπει να ακυρωθεί.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν και οι προσβαλλόμενες πράξεις ακυρώνονται, με έξοδα εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

Οι προσφυγές Αρ. 809/2000, 304/2001 επιτυγχάνουν και οι υπόλοιπες προσφυγές απορρίπτονται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο