Κυπριακή Δημοκρατία ν. Βραχίμη Ι. Χατζηχάννα (2004) 3 ΑΑΔ 329

(2004) 3 ΑΑΔ 329

[*329]26 Απριλίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στες]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

ΒΡΑΧΙΜΗ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ,

Εφεσίβλητου-Αιτητή.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3297)

 

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Ξεκινά από το σημείο της διαδικασίας στο οποίο παρουσιάστηκε η πλημμέλεια ― Παράνομη εν προκειμένω, η παραπομπή της επανεξέτασης διαδικασίας διορισμού/προαγωγής στη Συμβουλευτική Επιτροπή.

Κατά την εκδίκαση της έφεσης κατά της ακυρωτικής απόφασης σε προσφυγή εναντίον απόφασης προαγωγών, μετά από επανεξέταση, το Δικαστήριο επεσήμανε συμπέρασμα του Δικαστηρίου, καθοριστικό για την έκβαση της έφεσης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Προέχει όμως να αναφερθεί μια άλλη πτυχή της απόφασης την οποία δεν αφορά η έφεση. Ο πρωτόδικος Δικαστής, εξετάζοντας την έκταση της υποχρέωσης επανεξέτασης ως αποτέλεσμα της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης, είπε και τα εξής:

"... έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην απουσία οποιασδήποτε νομικής πλημμέλειας στην απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που εξετάστηκε στην προηγούμενη προσφυγή 180/96, δεν επιβαλλόταν η παραπομπή του ζητήματος εκ νέου στη Συμβουλευτική Επιτροπή. (Ίδε Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517)."

Η κατάληξη αυτή δεν οδηγήθηκε στη λογική της συνέπεια, που θα [*330]ήταν η ακόλουθη διαπίστωση ότι έπασχε η διαδικασία καθ΄ όσον κακώς είχε γίνει επανεξέταση από το στάδιο της Τμηματικής Επιτροπής. Η κατάληξη όμως είναι μέρος της απόφασης και δεν εφεσιβάλλεται, καθιστά  δε, ως πρόσθετος λόγος, όντως τρωτή τη διαδικασία επανεξέτασης. Τοσούτο μάλλον αφού η Ε.Δ.Υ. δεν προέβη σε δική της διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων αλλά υιοθέτησε την έκθεση της Τμηματικής Επιτροπής, αναφέροντας σχετικά με τον Εφεσίβλητο ότι αυτός δεν κρίθηκε προσοντούχος από την Τμηματική Επιτροπή, και βεβαίως χωρίς να εξετάσει περαιτέρω την υποψηφιότητά του.

Η θεώρηση αυτή δεν καθιστά πρακτικά αναγκαίο να υπεισέλθει το Δικαστήριο στην έφεση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 481/2000) ημερομηνίας 8/8/2001, με την οποία ακυρώθηκε, κατόπιν δεύτερης επανεξέτασης, η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και αντέφεση από τον αιτητή ως προς τους απορριφθέντες από το Δικαστήριο λόγους ακύρωσης τους οποίους προέβαλε.

Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση.

Ο Εφεσίβλητος-Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Δύο ακυρωτικές αποφάσεις σε αντίστοιχες προσφυγές του Εφεσίβλητου (163/91 και 180/96, οι καταχωρηθείσες ως προς τις οποίες αντίστοιχες εφέσεις Α.Ε. 1372 και Α.Ε. 1725 απεσύρθησαν) οδήγησαν την Ε.Δ.Υ. το 1999 σε δεύτερη επανεξέταση της προς πλήρωση θέσης Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού που ήταν κενή από το 1990. Κατά τη δεύτερη αυτή επανεξέταση η Τμηματική Επιτροπή και η Ε.Δ.Υ., αντίθετα με την προηγούμενη σταθερή κρίση [*331]τους, θεώρησαν ότι ο Εφεσίβλητος δεν ήταν προσοντούχος. Η Τμηματική Επιτροπή λοιπόν δεν περιέλαβε τον Εφεσίβλητο μεταξύ των υποψηφίων που σύστησε προς την Ε.Δ.Υ και η Ε.Δ.Υ., η οποία υιοθέτησε την έκθεση της Τμηματικής Επιτροπής, δεν εξέτασε την υποψηφιότητα του Εφεσίβλητου. 

Κύριο θέμα ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή ο οποίος επελήφθη της νέας προσφυγής του Εφεσίβλητου ήταν, συνεπώς, ο αποκλεισμός του ως μη προσοντούχου. Ο αδελφός μας Δικαστής, αν και απέρριψε την εισήγηση του Εφεσίβλητου ότι οι δύο ακυρωτικές αποφάσεις συνιστούσαν δεδικασμένο ως προς το ότι ο Εφεσίβλητος ήταν προσοντούχος, εδέχθη άλλη εισήγηση του και ακύρωσε την απόφαση της Ε.Δ.Υ. Αναφερόμενος στην αλλαγή της άποψης της Τμηματικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. ως προς το αν ο Εφεσίβλητος ήταν προσοντούχος, είπε:

"Η πιο πάνω συμπεριφορά παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης που πρέπει να διέπουν τις πράξεις της Διοίκησης. Οι αρχές αυτές επιβάλλουν ότι η Διοίκηση δεν πρέπει να ενεργεί κατά τρόπο αντιφατικό και κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο τον ιδιώτη και έτσι να προσβάλλεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτήν. Η Ε.Δ.Υ. δεν εμποδιζόταν να καταλήξει σε μια διαφορετική άποψη. Όμως πράξεις που δεν είναι αντίθετες προς προηγούμενες αποφάσεις του ίδιου οργάνου θα πρέπει να αιτιολογούνται επαρκώς. (Βλ. Eleftherios Soteriou v. The Greek Communal Chamber & another [1966] 3 C.L.R. 83, 104). Και στην παρούσα περίπτωση για την παρέκκλιση της Ε.Δ.Υ από τις προηγούμενες θέσεις που είχε υιοθετήσει έναντι του αιτητή, δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε αιτιολογία."

Άλλος λόγος ακύρωσης εθεωρήθη η κακή σύνθεση της Τμηματικής Επιτροπής κατά το ότι σε αυτή συμμετείχε, ως γραμματέας, Λειτουργός της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Τρίτη εισήγηση του Εφεσίβλητου για προκατάληψη εναντίον του εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. απερρίφθη.

Με την έφεση προσβάλλονται και οι δύο βάσεις στις οποίες ακυρώθηκε η απόφαση της Ε.Δ.Υ., ενώ με αντέφεση του ο Εφεσίβλητος προωθεί ουσιαστικά τις απορριφθείσες εισηγήσεις του περί δεδικασμένου και προκατάληψης αλλά και εισήγηση ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν ήταν προσοντούχος, η οποία δεν είχε εξετασθεί.

Προέχει όμως να αναφερθεί μια άλλη πτυχή της απόφασης την [*332]οποία δεν αφορά η έφεση.  Ο αδελφός μας Δικαστής, εξετάζοντας την έκταση της υποχρέωσης επανεξέτασης ως αποτέλεσμα της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης, είπε και τα εξής:

"... έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην απουσία οποιασδήποτε νομικής πλημμέλειας στην απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που εξετάστηκε στην προηγούμενη προσφυγή 180/96, δεν επιβαλλόταν η παραπομπή του ζητήματος εκ νέου στη Συμβουλευτική Επιτροπή. (Ίδε Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517)."

Η κατάληξη αυτή δεν οδηγήθηκε στη λογική της συνέπεια, που θα ήταν η ακόλουθη διαπίστωση ότι έπασχε η διαδικασία καθ’ όσον κακώς είχε γίνει επανεξέταση από το στάδιο της Τμηματικής Επιτροπής. Η κατάληξη όμως είναι μέρος της απόφασης και δεν εφεσιβάλλεται, καθιστά δε, ως πρόσθετος λόγος, όντως τρωτή τη διαδικασία επανεξέτασης. Τοσούτο μάλλον αφού η Ε.Δ.Υ. δεν προέβη σε δική της διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων αλλά υιοθέτησε την έκθεση της Τμηματικής Επιτροπής, αναφέροντας σχετικά με τον Εφεσίβλητο ότι αυτός δεν κρίθηκε προσοντούχος από την Τμηματική Επιτροπή, και βεβαίως χωρίς να εξετάσει περαιτέρω την υποψηφιότητά του.

Η θεώρηση αυτή δεν καθιστά πρακτικά αναγκαίο να υπεισέλθουμε στην έφεση η οποία αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο