Aγαπίου Aνδρέας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 431

(2004) 3 ΑΑΔ 431

[*431]3 Ιουνίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΑΠΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3354)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Νομιμότητα ― Δεν χρειάζεται να αναφερθεί συγκριτικά σε καθένα από τους υποψηφίους ― Ασυμφωνία της σύστασης με την βαθμολογημένη αξία, καθιστά τη σύσταση πλημμελή ― Νομολογία.

Ο εφεσείων προσέβαλε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, αντί του ιδίου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Τίποτε δεν ανέφερε ο Διευθυντής για τον εφεσείοντα. Υπενθυμίζεται επ’ αυτού, ότι τα όσα ο Διευθυντής αναφέρει κατά τη σύσταση του πως χαρακτηρίζουν ένα υποψήφιο λειτουργούν συγκριτικά, αντανακλώντας στους άλλους για τους οποίους δεν εξειδικεύει οτιδήποτε. Ο Διευθυντής, διατυπώνοντας τη σύσταση του, δεν χρειάζεται να κατονομάσει ειδικά και να συγκρίνει ρητά τον κάθε υποψήφιο.

Πάντως και ο εφεσείων, όπως φαίνεται από το φάκελο του, είχε σημαντική δραστηριότητα και αξιόλογη προσφορά στην υπηρεσία. Είχε δε δεκαπέντε μήνες αρχαιότητα στην κατεχόμενη θέση, όχι στην προηγούμενη όπως εξ αβλεψίας θεωρήθηκε πρωτοδίκως. Ούτε φαίνεται να υστερούσε σε ακαδημαϊκά προσόντα αν εν προκειμένω θα μπορούσε να είχε  κάποια σημασία η συγκριτική θεώρηση τους. Ίσως μάλιστα και να υπερτερούσε αλλά ούτε ο Διευθυντής ούτε η Ε.Δ.Υ. εν τέλει κατηύθυναν την προσοχή τους στο θέμα. Και δεν μπορεί το Δικαστήριο επ’ αυτού να σχηματίσει πρωτογενώς άποψη. Σε βαθμολογημένη αξία ο [*432]εφεσείων είχε περίπου την ίδια εικόνα με τον εφεσίβλητο. Στην περίοδο 1993-1997 η γενική βαθμολογία τους με «εξαίρετα» περιλάμβανε και μερικά «πολύ ικανοποιητικά» σε επί μέρους. Στην περίπτωση του εφεσείοντος αυτά ήταν για απόδοση το 1993, για συνεργασία/σχέσεις το 1993-1996 και για συμπεριφορά σε πολίτες το 1994 και 1997. ενώ στην περίπτωση του εφεσιβλήτου  ήταν για πρωτοβουλία το 1993 και 1994. Επισημαίνεται πάντως πως οι ιδιότητες τις οποίες ο Διευθυντής εξειδίκευσε – ποιότητα, ταχύτητα, συνέπεια, αφοσίωση στο καθήκον, αποτελεσματικότητα κ.α. – ήταν ιδιότητες σε σχέση με τις οποίες είχαν και οι δύο υποψήφιοι την ίδια ακριβώς βαθμολογία με μόνη εξαίρεση το ένα «πολύ ικανοποιητικά» αντί «εξαίρετα»  το 1993 για  τον εφεσείοντα.  Και δεν ήταν με αναφορά στα επί μέρους στοιχεία συνεργασίας/σχέσεις και συμπεριφοράς στους πολίτες όπου ο εφεσείων εμφανίζεται στις εκθέσεις κάπως να μειονεκτούσε, που ο Διευθυντής στήριξε τη σύσταση του. 

Η σύσταση του Διευθυντή βρισκόταν εν προκειμένω σε ασυμφωνία με τις  ανωτέρω εκτεθείσες αρχές. Η άποψη πρωτοδίκως ότι η σύσταση ήταν νόμιμη και αιτιολογημένη λάμβανε υπόψη παλαιότερες νομολογιακές προσεγγίσεις που δεν επικράτησαν. Η σύσταση ήταν πλημμελής. Και με δεδομένο ότι λήφθηκε υπόψη από την Ε.Δ.Υ., η απόφαση της δεν μπορεί να υποστηριχθεί.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Καψοσιδέρης v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170,

Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695,

Πούρος κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 3 A.A.Δ. 374,

Κωνσταντίνου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1047/97 κ.ά., ημερ. 21/3/2000.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 599/99), ημερομηνίας 13/11/2001, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Aνώτερου Λειτουργού Πολεοδομίας (Πολεοδομικοί Tομείς), Tμήμα Πολεοδομίας και Oικήσεως, αντί του ιδίου.

[*433]Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο-Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Σε διαδικασία για την πλήρωση με προαγωγή δύο κενών θέσεων Ανώτερου Λειτουργού Πολεοδομίας (Πολεοδομικοί Τομείς), Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, η Ε.Δ.Υ. με απόφαση ημερ. 11 Δεκεμβρίου 1998 επέλεξε τον εφεσίβλητο (ενδιαφερόμενο πρόσωπο) Ε. Κλόκκαρη και ακόμα ένα πρόσωπο. Ο εφεσείων, που συγκαταλεγόταν στους 21 υποψηφίους για τις δύο θέσεις, προσέβαλε την προαγωγή μόνο του εφεσιβλήτου.

Πρωτοδίκως απασχόλησε κυρίως η νομιμότητα της σύστασης του Διευθυντή υπέρ του εφεσιβλήτου. Συζητήθηκε όμως και το κατά πόσο, ούτως ή άλλως, η Ε.Δ.Υ. διερεύνησε επαρκώς την περίπτωση και αιτιολόγησε δεόντως την απόφαση της. Ο Διευθυντής προλόγισε τη σύσταση του για τον εφεσίβλητο με τα εξής:

«Συστήνοντας τον Κλόκκαρη Ερμή έλαβα υπόψη μου, πέραν του γεγονότος ότι υπερέχει των μη συστηνομένων σε αξία, όπως αυτή φαίνεται στις Υπηρεσιακές του Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια, τις απόψεις των άμεσα προϊσταμένων των υποψηφίων, την προσωπική μου γνώση για όλους τους υποψηφίους καθώς και τις προσωπικές τους ιδιότητες και ικανότητες αλλά και την εν γένει προσφορά τους στο Τμήμα.

Αναφορικά με τα ακαδημαϊκά προσόντα, αναφέρω ότι ο Κλόκκαρης έχει πανεπιστημιακό δίπλωμα στην Αρχιτεκτονική και μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Πολεοδομία. Είναι ένας άριστος από κάθε άποψη υπάλληλος με πολύ ουσιαστική και πολύτιμη συμμετοχή σε όλες τις πολεοδομικές δραστηριότητες τόσο του Τμήματος αλλά και γενικότερα και θα επεξηγήσω παρακάτω ..................................................................................................»

Ακολούθως ο Διευθυντής έπλεξε το εγκώμιο του εφεσιβλήτου με εκτενείς αναφορές στο έργο και την προσφορά του, όπως και [*434]σε ιδιαίτερες ικανότητες και ιδιότητες που, καθώς ανέφερε, τον χαρακτήριζαν. Στο τέλος υπογράμμισε ότι:

«Γενικά η εργασία του χαρακτηρίζεται από ποιότητα, ταχύτητα, συνέπεια και αφοσίωση στο καθήκον και αγάπη για τη δουλειά του με συχνή απασχόληση πέραν των κανονικών ωρών εργασίας. Γενικά κρίνω ότι ο Κλόκκαρης υπερέχει όλων των δικαιούχων υποψηφίων από απόψεως αξίας και προσφοράς στις εν γένει δραστηριότητες του Τμήματος. Συστήνοντας τον Κλόκκαρη, δεν παρέλειψα να λάβω υπόψη το γεγονός ότι άλλοι υποψήφιοι υπερέχουν έναντι αυτού σε αρχαιότητα, κρίνω όμως ότι συγκριτικά υστερούν στα υπόλοιπα στοιχεία ιδιαίτερα της αξίας, του δυναμισμού, της έφεσης για μάθηση και ανανέωση, της αποτελεσματικότητας, ποσοτικής και ποιοτικής, καθώς και στην αξιοποίηση του χρόνου τους.»

Τίποτε δεν ανέφερε ο Διευθυντής για τον εφεσείοντα. Υπενθυμίζουμε επ’ αυτού ότι τα όσα ο Διευθυντής αναφέρει κατά τη σύσταση του πως χαρακτηρίζουν ένα υποψήφιο λειτουργούν συγκριτικά, αντανακλώντας στους άλλους για τους οποίους δεν εξειδικεύει ο,τιδήποτε. Στην Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170, εξηγήθηκε ότι ο Διευθυντής, διατυπώνοντας τη σύσταση του, δεν χρειάζεται να κατονομάσει ειδικά και να συγκρίνει ρητά τον κάθε υποψήφιο. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στη Μοδίτη ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, όπου συζητήθηκε διεξοδικά η νομολογία για τις συστάσεις:

«Εννοείται όμως πως τα αναφέρει συγκριτικά. Δεν μπορεί να του αποδοθεί πως προτείνει ορισμένους για προαγωγή για συγκεκριμένους λόγους όταν θεωρεί πως οι ίδιοι οι λόγοι συντρέχουν και για εκείνους που δεν συστήνει. Κατ’ ανάγκην όσα εξειδικεύει μεταφέρουν το μήνυμα της υπεροχής εκείνων που συστήνονται στους αντίστοιχους τομείς. Ώστε αυτοί να αναδεικνύονται ως οι καταλληλότεροι. (Βλ. συναφώς Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 833).»

Πάντως και ο εφεσείων, όπως φαίνεται από το φάκελο του, είχε σημαντική δραστηριότητα και αξιόλογη προσφορά στην υπηρεσία. Είχε  δε δεκαπέντε μήνες αρχαιότητα στην κατεχόμενη θέση, όχι στην προηγούμενη όπως εξ αβλεψίας θεωρήθηκε πρωτοδίκως. Ούτε φαίνεται να υστερούσε σε ακαδημαϊκά προσόντα αν εν προκειμένω θα μπορούσε να είχε κάποια σημασία η συγκριτική θεώρηση τους. Ίσως μάλιστα και να υπερτερούσε αλλά ούτε ο Διευθυντής ούτε η [*435]Ε.Δ.Υ. εν τέλει κατηύθυναν την προσοχή τους στο θέμα. Και δεν μπορούμε επ’ αυτού να σχηματίσουμε πρωτογενώς άποψη. Σε βαθμολογημένη αξία ο εφεσείων είχε περίπου την ίδια εικόνα με τον εφεσίβλητο. Φαινόταν και αυτός να ήταν εξαίρετος υπάλληλος. Αν ορθά ή λανθασμένα δεν το ξέρουμε, ούτε για τον ένα ούτε για τον άλλο. Κοιτάξαμε τη σταδιοδρομία τους ολόκληρη. Κοιτάξαμε και τα τελευταία πέντε χρόνια, 1993-1997, στα οποία η Ε.Δ.Υ. απέδωσε, καθώς είπε, ιδιαίτερη βαρύτητα για να καταλήξει στο τέλος ότι πράγματι ο εφεσίβλητος υπερείχε σε αξία. Σ’ αυτή την τελευταία περίοδο η γενική βαθμολογία τους με «εξαίρετα» περιλάμβανε και μερικά «πολύ ικανοποιητικά» σε επί μέρους. Στην περίπτωση του εφεσείοντος αυτά ήταν για απόδοση το 1993, για συνεργασία/σχέσεις το 1993-1996 και για συμπεριφορά σε πολίτες το 1994 και 1997. ενώ στην περίπτωση του εφεσιβλήτου ήταν για πρωτοβουλία το 1993 και 1994. Επισημαίνουμε πάντως πως οι ιδιότητες τις οποίες ο Διευθυντής εξειδίκευσε – ποιότητα, ταχύτητα, συνέπεια, αφοσίωση στο καθήκον, αποτελεσματικότητα κ.α. – ήταν ιδιότητες σε σχέση με τις οποίες είχαν και οι δύο υποψήφιοι την ίδια ακριβώς βαθμολογία με μόνη εξαίρεση το ένα «πολύ ικανοποιητικά» αντί «εξαίρετα»  το 1993 για  τον εφεσείοντα. Και δεν ήταν με αναφορά στα επί μέρους στοιχεία συνεργασίας/σχέσεις και συμπεριφοράς στους πολίτες όπου ο εφεσείων εμφανίζεται στις εκθέσεις κάπως να μειονεκτούσε, που ο Διευθυντής στήριξε τη σύσταση του. Στην Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 A.A.Δ. 374, η Ολομέλεια υπενθύμισε ότι:

«..... για την κατάταξη των υποψηφίων σημασία έχει η συνολική εικόνα βλ. Republic v. Roussos (ανωτέρω) εκτός αν, με αναφορά σε συγκεκριμένες ανάγκες της περίπτωσης όπως προκύπτουν από το σχέδιο υπηρεσίας, εξειδικευθεί η ιδιαίτερη σημασία των όποιων επί μέρους.».

Στη δε Μοδίτη η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας επικρότησε, σε ό,τι αφορά το έργο του προϊσταμένου, το ακόλουθο απόσπασμα από την Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 1047/97 κ.ά., ημερ. 21 Μαρτίου, 2000:

«Αν μέσα από τα βαθμολογημένα στοιχεία ο Διευθυντής διακρίνει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου υποψηφίου σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη, κατά την εκτίμηση του, σημασία ενόψει των όσων απαιτεί η νέα θέση, πρέπει να το εντοπίζει και να το εξηγεί για να φαίνεται γιατί  προτίμησε τον ένα αντί τον άλλο. Χωρίς έτσι να μεταβάλλεται συγκριτικά η υπηρεσιακή αξία των υπαλλήλων από στοιχεία που φέρνει ο ίδιος ο Διευθυντής βάσει των όσων λέει ότι γνωρίζει προσωπικά ή ότι [*436]πληροφορήθηκε από άλλους. Με τη σύσταση υποδεικνύεται, όπου τα δεδομένα το επιτρέπουν, ποιός είναι ο καταλληλότερος για τη θέση. Από αυτή την άποψη και σε αυτό το βαθμό είναι που η σύσταση αποτελεί αυτοτελές, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης.»

Με την εν λόγω απόφαση στη Μοδίτη, την οποία έδωσε ο Κωνσταντινίδης, Δ. επιλύθηκε η νομολογιακή διάσταση που είχε προκύψει σε σχέση με τις συστάσεις. Καθορίστηκε το πώς, υπό το φως πάντοτε της ισχύουσας νομοθεσίας,  θα πρέπει να αντικρύζεται η σύσταση:

«............ η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Οι προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ’ αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος.  Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.»

Η σύσταση του Διευθυντή βρισκόταν εν προκειμένω σε ασυμφωνία με τις  ανωτέρω εκτεθείσες αρχές. Η άποψη πρωτοδίκως ότι η σύσταση ήταν νόμιμη και αιτιολογημένη λάμβανε υπόψη παλαιότερες νομολογιακές προσεγγίσεις που δεν επικράτησαν. Καταλήγουμε λοιπόν ότι η σύσταση ήταν πλημμελής. Και με δεδομένο ότι λήφθηκε υπόψη από την Ε.Δ.Υ., η απόφαση της δεν μπορεί να υποστηριχθεί. 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος πρωτοδίκως και στην έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. 

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο