(2004) 3 ΑΑΔ 456
[*456]11 Ιουνίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,
v.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΥ KAI AΛΛΩN (ΑΡ. 2),
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3413)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Ισχυρισμός περί μη κατοχής τους υπό τις περιστάσεις απορρίφθηκε.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ―Αντικειμενικό κώλυμα διενέργειας της σύστασης από αυτόν ― Ορθά προέβη στη σύσταση ο Αν. Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Δεν προβάλλονται με έννομο συμφέρον αυτοί που βλάπτουν τον αιτητή.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Αόριστοι και ατεκμηρίωτοι ισχυρισμοί, απορριπτέοι.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. ― Δέουσα έρευνα και αιτιολογία ― Ισχυρισμοί πως δεν τηρήθηκαν, απορρίφθηκαν.
Μετά τον παραμερισμό της πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης, η Ολομέλεια εξέτασε τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με τους δικηγόρους των εφεσιβλήτων-αιτητών, το προσόν [*457]της Κ. Περικλέους BSc in Science δεν περιλαμβάνεται στα προσόντα της παραγράφου (1). Η Κ. Περικλέους προσκόμισε, όταν είχαν ήδη προκηρυχθεί οι επίδικες θέσεις, πιστοποιητικό ημερομηνίας 23.1.1992, το οποίο απλώς επιβεβαίωνε ότι, κατά το χρόνο απόκτησης του BSc in Science, το Πανεπιστήμιο (North London Polytechnic) δεν πρόσφερε πτυχίο BSc in Statistics and Computing. Το θέμα έχρηζε, επομένως, περαιτέρω διερεύνησης, η οποία και δεν έγινε. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα πάντοτε με τους δικηγόρους των αιτητών, και για το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου (2), ήτοι της ικανοποιητικής πείρας στη διεύθυνση, ανάπτυξη και συντήρηση υπηρεσιακών μηχανογραφημένων συστημάτων. Δεν έγινε οποιαδήποτε έρευνα ούτε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ούτε από την ΕΔΥ. Όταν δημοσιεύτηκαν οι επίδικες θέσεις η Κ. Περικλέους ήταν υπεύθυνη του κλάδου για προσφορές, πρότυπα, τεχνική υποστήριξη και τεχνική βοήθεια για προπαρασκευή των χώρων εγκατάστασης των υπολογιστών, κλάδου ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με τη μηχανογράφηση.
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Το πιστοποιητικό του North London Polytechnic της 23.1.1992 έχει ως εξής:
“...................................................................................................”
Σε μετάφραση ελεύθερη:
“Παρακολούθησε το ίδιο ακαδημαϊκό πρόγραμμα όπως και οι φοιτητές του BSc in Statistics and Computing και εάν είχε αποφοιτήσει μετά το 1980 ο τίτλος του πτυχίου της θα ήταν “Στατιστική και Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές”. Η διαφορά μεταξύ των δύο ήταν ότι το πτυχίο στην Στατιστική και στους Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές περιλάμβανε και ενός έτους βιομηχανική εκπαίδευση.”
Πρόσθετα, η Κ. Περικλέους ήταν μέλος του British Computer Society από τις 24.6.1982. Τούτο συνιστούσε ενισχυτικό στοιχείο ότι αυτή ήταν προσοντούχος στους Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές.
Όσον αφορά την εισήγηση ότι η Κ. Περικλέους δεν κατείχε το προσόν της παραγράφου (2), ήτοι της ικανοποιητικής πείρας στη διεύθυνση κλπ. υπηρεσιακών μηχανογραφημένων συστημάτων, παρατηρούμε ότι ούτε αυτή είναι ορθή. Όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις η Κ. Περικλέους ασχολείτο και με την ανάπτυξη και διεύθυνση μηχανογραφημένων συστημάτων, όπως εισερχόμενη αλληλογραφία στη βάση δεδομένων, διαχείριση τραπεζών [*458]πληροφοριών κλπ.
2. Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι παράνομα κλήθηκε ενώπιον της ΕΔΥ και προέβη σε σύσταση ο Αναπλ. Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών αντί του προϊσταμένου του οικείου Τμήματος, ήτοι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του προϊσταμένου του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Υπήρχε, αντικειμενικό κώλυμα διενέργειας της σύστασης από το πρόσωπο που προβλέπει ο Νόμος και γι’ αυτό το λόγο ακολουθήθηκε παραπλήσια διαδικασία, κατ’ εφαρμογή των αρχών, νομολογιακών και νομοθετικών, στις οποίες το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφασή της 24.3.2004, αναφορικά με το θέμα της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
3. Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η ΕΔΥ ενήργησε κατά τρόπο αντιφατικό διότι ενώ, κατά την πρώτη συνεδρία της 11.6.1992, αποφάσισε ότι “ουδείς από τους υποψηφίους έχει την ικανότητα να ανταποκριθεί με επάρκεια στα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης”, στη συνέχεια επαναπροκήρυξε τη θέση στις 18.12.1992 και, κατά τη συνεδρία που ακολούθησε, χωρίς ειδική αιτιολόγηση, άλλαξε στάση δεχόμενη ότι οι υποψήφιοι είχαν την ικανότητα να ανταποκριθούν με επάρκεια στα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Στους υποψηφίους περιλαμβάνονταν εξ αρχής οι νυν αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η ΕΔΥ είχε τη διακριτική ευχέρεια να επανεξετάσει τη θέση της, οι δε αιτητές δεν μπορούν αφενός να ισχυρίζονται ότι αυτοί είχαν την ικανότητα να ανταποκριθούν με επάρκεια στα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης και, επομένως, να προαχθούν αντί των ενδιαφερόμενων μερών και, ταυτόχρονα, να επικαλούνται προηγούμενη απόφαση της ΕΔΥ σύμφωνα με την οποία, όχι μόνο τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά και οι ίδιοι, δεν είχαν την ικανότητα να ανταποκριθούν με επάρκεια στα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης. Τέτοια επιχειρηματολογία παραβιάζει την αρχή της αποδοκιμασίας και επιδοκιμασίας και δε μπορεί να υιοθετηθεί.
4. Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η ΕΔΥ, κατά τη διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης, χρησιμοποίησε την αίτηση του αιτητή στην προσφυγή 288/2000 η οποία αφορούσε διαδικασία πλήρωσης άλλης θέσης και/ή ότι η ΕΔΥ δεν είχε ενώπιόν της την αίτηση του αιτητή όταν αποφάσιζε την πλήρωση της επίδικης θέσης. Σύμφωνα με τη δικηγόρο του αιτητή “από την όλη αλληλογραφία προκύπτει είτε ότι η [*459]αίτηση δεν ήταν ενώπιον της ΕΔΥ ή ότι ενώπιον της ΕΔΥ βρισκόταν η αίτηση την οποία υπέβαλε για άλλη θέση”.
Η εισήγηση είναι εντελώς αόριστη και ατεκμηρίωτη. Εκείνο το οποίο προκύπτει από τα πρακτικά που τηρήθηκαν είναι ότι ο αιτητής στην προσφυγή 288/2000 κρίθηκε ως προσοντούχος και συστήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η υποψηφιότητά του εξετάστηκε από την ΕΔΥ, όμως, αυτός δεν επιλέγηκε γιατί κρίθηκε ότι, στο σύνολο των κριτηρίων, τα ενδιαφερόμενα μέρη ήσαν καταλληλότερα για την επίδικη θέση.
5. Ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η απόφαση της ΕΔΥ για προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών είναι πεπλανημένη, ως προϊόν μη δέουσας έρευνας, ενώ, ταυτόχρονα, στερείται επαρκούς αιτιολογίας και δε συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Δεν έχει διαπιστωθεί έλλειψη δέουσας έρευνας, ούτε οποιαδήποτε πλάνη εκ μέρους της ΕΔΥ. Η απόφαση για επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Από τα πρακτικά της 4.10.1999 προκύπτει καθαρά ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη προτιμήθηκαν έναντι των αιτητών, γιατί είτε ισοβαθμούσαν (ενώ υπερείχαν σε αρχαιότητα) είτε υπερείχαν σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προς του ουσιώδους χρόνου έτη, διέθεταν τη σύσταση του Αναπλ. Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, ως οι καταλληλότεροι για τις επίδικες θέσεις, ενώ είχαν τα ίδια περίπου προσόντα με τους αιτητές. Η υπεροχή σε αρχαιότητα, ιδιαίτερα του αιτητή στην προσφυγή 288/2000 (Α. Αντωνίου) έναντι της Κ. Περικλέους, δε μπορούσε να ανατρέψει τη γενική καλύτερη συνολική εικόνα των ενδιαφερόμενων μερών. Ούτε η εκ μέρους του αιτητή στην προσφυγή 303/2000 (Α. Κυπριανού) κατοχή του πλεονεκτήματος. Συναφώς δε διαφεύγει το γεγονός, ότι οι επίδικες θέσεις βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία του Τμήματος Μηχανογραφικών Υπηρεσιών με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη νομολογία, η ΕΔΥ να έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.
Oι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Δημοκρατία v. Αντωνίου Ι. Αντωνίου κ.ά. (2004) 3 A.A.Δ. 279.
[*460]Έφεση.
Έφεση από την καθ’ης η αίτηση Eπιτροπή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yποθέσεις Aρ. 288/2000, 302/2000, 303/2000), ημερομηνίας 5/3/2002, με την οποία αποδέχθηκε τις προσφυγές των αιτητών και ακύρωσε την απόφαση της E.Δ.Y. ημερομηνίας 12/10/99, με την οποία προήχθηκαν, κατόπιν δεύτερης επανεξέτασης, τα ενδιαφερόμενα μέρη K. Aγρότης και K. Περικλέους για προαγωγή στη μόνιμη (Tακτ. Προϋπ.) θέση Πρώτου Λειτουργού Πληροφορικής, Tμήμα Mηχανογραφικών Yπηρεσιών, αναδρομικά από 1 Δεκεμβρίου, 1993.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.
Α. Ευσταθίου, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 288/2000.
Στ. Ησαΐας, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 302/2000.
Σ. Ανδρέου, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 303/2000.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Κ. Περικλέους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση της ΕΔΥ, ημερ. 12 Οκτωβρίου 1999, επιλέγηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη Κ. Αγρότης και Κ. Περικλέους για προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Πρώτου Λειτουργού Πληροφορικής, Τμήμα Μηχανογραφικών Υπηρεσιών, αναδρομικά από 1 Δεκεμβρίου 1993. Η απόφαση αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής 288/2000 του Α. Αντωνίου, αναφορικά και με τις δύο προαγωγές, και των προσφυγών 302/2000 και 303/2000 των Γ. Χατζηγεωργίου και Α. Κυπριανού, αντιστοίχως, αναφορικά μόνο με την προαγωγή της Κ. Περικλέους.
Η απόφαση της 12 Οκτωβρίου 1999 ήταν το αποτέλεσμα δεύτερης επανεξέτασης. Η πρώτη απόφαση της ΕΔΥ, ημερ. 3 Νοεμβρίου 1993, ανακλήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1995 ενόψει γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας ότι οι εντυπώσεις της ΕΔΥ για [*461]την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση δεν ήταν αιτιολογημένες. Ακολούθησε, κατόπιν επανεξέτασης, η δεύτερη απόφαση, ημερ. 7 Δεκεμβρίου 1995, η οποία όμως ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 29 Σεπτεμβρίου 1998 λόγω (α) έλλειψης δέουσας έρευνας σχετικά με τα προσόντα του εκ των τότε προαχθέντων Κ. Καλοψιδιώτη και (β) της μη αιτιολόγησης των εντυπώσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής από την προφορική εξέταση που διεξήγαγε.
Κατά τη δεύτερη επανεξέταση, η διαδικασία άρχισε και πάλι από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Εν τω μεταξύ, τη θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος κατέλαβε ο εκ των υποψηφίων Κ. Αγρότης. Επειδή, όμως, αυτός δε μπορούσε να είναι την ίδια ώρα και μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο αριθμός των μελών της συμπληρώθηκε με λειτουργό ο οποίος, όπως και τα υπόλοιπα μέλη, κατείχε άλλη θέση.
Ο συνάδελφός μας που επιλήφθηκε πρωτόδικα των προσφυγών ακύρωσε την απόφαση της 12 Οκτωβρίου 1999 πάνω στη βάση ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν κακή. Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε με την παρούσα αναθεωρητική έφεση στην οποία εκδώσαμε απόφαση στις 24.3.2004, αποδεχόμενοι την έφεση. (Βλ. Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Αντώνιου Ι. Αντωνίου κ.ά. (2003) 3 A.A.Δ. 279).
Η απόφαση που ακολουθεί πραγματεύεται τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως.
Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ δεν προέβησαν στη δέουσα έρευνα προς διαπίστωση του κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος Κ. Περικλέους κατείχε το προσόν της παραγράφου (1) όσο και το δεύτερο σκέλος του προσόντος της παραγράφου (2) των “Απαιτούμενων Προσόντων” στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Οι υπό αναφορά παράγραφοι (1) και (2) έχουν ως εξής:
“Απαιτούμενα προσόντα:
(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν (α) στην Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών ή/και της Πληροφορικής (περιλαμβανομένου του Software Engineering, Management Information Systems, Information Technology) ή (β στην Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών ή/και της Πληροφορικής, σε συνδυασμό με οποιοδήποτε θέμα/θέ[*462]ματα.
(2) Δεκαετής τουλάχιστο πείρα στη μηχανογράφηση, η οποία περιλαμβάνει κατά προτίμηση ανάλυση, σχεδιασμό και εφαρμογή επιχειρησιακών πληροφοριακών συστημάτων άμεσης προσπέλασης (on-line information systems) με διαχείριση τραπεζών, πληροφοριών (data bases), και ικανοποιητική πείρα στη διεύθυνση ανάπτυξης, εφαρμογής, λειτουργίας και συντήρησης επιχειρησιακών μηχανογραφημένων συστημάτων.”
Σύμφωνα με τους δικηγόρους των εφεσιβλήτων-αιτητών, το προσόν της Κ. Περικλέους BSc in Science δεν περιλαμβάνεται στα προσόντα της παραγράφου (1). Η Κ. Περικλέους προσκόμισε, όταν είχαν ήδη προκηρυχθεί οι επίδικες θέσεις, πιστοποιητικό ημερομηνίας 23.1.1992, το οποίο απλώς επιβεβαίωνε ότι, κατά το χρόνο απόκτησης του BSc in Science, το Πανεπιστήμιο (North London Polytechnic) δεν πρόσφερε πτυχίο BSc in Statistics and Computing. Το θέμα έχρηζε, επομένως, περαιτέρω διερεύνησης, η οποία και δεν έγινε. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα πάντοτε με τους δικηγόρους των αιτητών, και για το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου (2), ήτοι της ικανοποιητικής πείρας στη διεύθυνση, ανάπτυξη και συντήρηση υπηρεσιακών μηχανογραφημένων συστημάτων. Δεν έγινε οποιαδήποτε έρευνα ούτε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ούτε από την ΕΔΥ. Όταν δημοσιεύτηκαν οι επίδικες θέσεις η Κ. Περικλέους ήταν υπεύθυνη του κλάδου για προσφορές, πρότυπα, τεχνική υποστήριξη και τεχνική βοήθεια για προπαρασκευή των χώρων εγκατάστασης των υπολογιστών, κλάδου ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με τη μηχανογράφηση.
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Το πιστοποιητικό του North London Polytechnic της 23.1.1992 έχει ως εξής:
“She studied the identical academic curriculum as students taking the BSc honours degree in Statistics and Computing and had she graduated after 1980 the title of the degree would have been “Statistics and Computing”. The difference between the two was that Statistics and Computing degree included a year’s industrial training”.
Σε μετάφραση ελεύθερη:
“Παρακολούθησε το ίδιο ακαδημαϊκό πρόγραμμα όπως και οι φοιτητές του BSc in Statistics and Computing και εάν είχε απο[*463]φοιτήσει μετά το 1980 ο τίτλος του πτυχίου της θα ήταν “Στατιστική και Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές”. Η διαφορά μεταξύ των δύο ήταν ότι το πτυχίο στην Στατιστική και στους Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές περιλάμβανε και ενός έτους βιομηχανική εκπαίδευση.”
Πρόσθετα, η Κ. Περικλέους ήταν μέλος του British Computer Society από τις 24.6.1982. Τούτο συνιστούσε ενισχυτικό στοιχείο ότι αυτή ήταν προσοντούχος στους Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές.
Όσον αφορά την εισήγηση ότι η Κ. Περικλέους δεν κατείχε το προσόν της παραγράφου (2), ήτοι της ικανοποιητικής πείρας στη διεύθυνση κλπ. υπηρεσιακών μηχανογραφημένων συστημάτων, παρατηρούμε ότι ούτε αυτή είναι ορθή. Όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις η Κ. Περικλέους ασχολείτο και με την ανάπτυξη και διεύθυνση μηχανογραφημένων συστημάτων, όπως εισερχόμενη αλληλογραφία στη βάση δεδομένων, διαχείριση τραπεζών πληροφοριών κλπ.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι παράνομα κλήθηκε ενώπιον της ΕΔΥ και προέβη σε σύσταση ο Αναπλ. Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών αντί του προϊσταμένου του οικείου Τμήματος, ήτοι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του προϊσταμένου του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως ρητά αναφέρεται στα πρακτικά της ΕΔΥ της 4.10.1999 κλήθηκε για υποβολή σύστασης, βάσει του άρθρου 34(9) του Νόμου 1/1990, ο Αναπλ. Γενικός Διευθυντής (προϊστάμενος) του Υπουργείου Οικονομικών και όχι ο προϊστάμενος του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής, λόγω του ότι ο τελευταίος ήταν και υποψήφιος για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Πληροφορικής. Ήταν ο Κ. Αγρότης. Υπήρχε, δηλαδή, αντικειμενικό κώλυμα διενέργειας της σύστασης από το πρόσωπο που προβλέπει ο Νόμος και γι’ αυτό το λόγο ακολουθήθηκε παραπλήσια διαδικασία, κατ’ εφαρμογή των αρχών, νομολογιακών και νομοθετικών, στις οποίες αναφερθήκαμε στην απόφασή μας της 24.3.2004, αναφορικά με το θέμα της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, απόφαση στην οποία και παραπέμπουμε.
Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η ΕΔΥ ενήργησε κατά τρόπο αντιφατικό διότι ενώ, κατά την πρώτη συνεδρία της 11.6.1992, αποφάσισε ότι “ουδείς από τους υποψηφίους έχει την ικανότητα να ανταποκριθεί με επάρκεια στα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης”, στη συνέχεια επαναπρο[*464]κήρυξε τη θέση στις 18.12.1992 και, κατά τη συνεδρία που ακολούθησε, χωρίς ειδική αιτιολόγηση, άλλαξε στάση δεχόμενη ότι οι υποψήφιοι είχαν την ικανότητα να ανταποκριθούν με επάρκεια στα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Στους υποψηφίους περιλαμβάνονταν εξ αρχής οι νυν αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η ΕΔΥ είχε τη διακριτική ευχέρεια να επανεξετάσει τη θέση της, οι δε αιτητές δεν μπορούν αφενός να ισχυρίζονται ότι αυτοί είχαν την ικανότητα να ανταποκριθούν με επάρκεια στα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης και, επομένως, να προαχθούν αντί των ενδιαφερόμενων μερών και, ταυτόχρονα, να επικαλούνται προηγούμενη απόφαση της ΕΔΥ σύμφωνα με την οποία, όχι μόνο τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά και οι ίδιοι, δεν είχαν την ικανότητα να ανταποκριθούν με επάρκεια στα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης. Τέτοια επιχειρηματολογία παραβιάζει την αρχή της αποδοκιμασίας και επιδοκιμασίας και δε μπορεί να υιοθετηθεί.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η ΕΔΥ, κατά τη διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης, χρησιμοποίησε την αίτηση του αιτητή στην προσφυγή 288/2000 η οποία αφορούσε διαδικασία πλήρωσης άλλης θέσης και/ή ότι η ΕΔΥ δεν είχε ενώπιόν της την αίτηση του αιτητή όταν αποφάσιζε την πλήρωση της επίδικης θέσης. Σύμφωνα με τη δικηγόρο του αιτητή “από την όλη αλληλογραφία προκύπτει είτε ότι η αίτηση δεν ήταν ενώπιον της ΕΔΥ ή ότι ενώπιον της ΕΔΥ βρισκόταν η αίτηση την οποία υπέβαλε για άλλη θέση”.
Η εισήγηση είναι εντελώς αόριστη και ατεκμηρίωτη. Εκείνο το οποίο προκύπτει από τα πρακτικά που τηρήθηκαν είναι ότι ο αιτητής στην προσφυγή 288/2000 κρίθηκε ως προσοντούχος και συστήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η υποψηφιότητά του εξετάστηκε από την ΕΔΥ, όμως, αυτός δεν επιλέγηκε γιατί κρίθηκε ότι, στο σύνολο των κριτηρίων, τα ενδιαφερόμενα μέρη ήσαν καταλληλότερα για την επίδικη θέση.
Ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η απόφαση της ΕΔΥ για προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών είναι πεπλανημένη, ως προϊόν μη δέουσας έρευνας, ενώ, ταυτόχρονα, στερείται επαρκούς αιτιολογίας και δε συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Δεν έχουμε διαπιστώσει έλλειψη [*465]δέουσας έρευνας ούτε οποιαδήποτε πλάνη εκ μέρους της ΕΔΥ. Η απόφαση για επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Από τα πρακτικά της 4.10.1999 προκύπτει καθαρά ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη προτιμήθηκαν έναντι των αιτητών γιατί είτε ισοβαθμούσαν (ενώ υπερείχαν σε αρχαιότητα) είτε υπερείχαν σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προς του ουσιώδους χρόνου έτη, διέθεταν τη σύσταση του Αναπλ. Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, ως οι καταλληλότεροι για τις επίδικες θέσεις, ενώ είχαν τα ίδια περίπου προσόντα με τους αιτητές. Η υπεροχή σε αρχαιότητα, ιδιαίτερα του αιτητή στην προσφυγή 288/2000 (Α. Αντωνίου) έναντι της Κ. Περικλέους, δε μπορούσε να ανατρέψει τη γενική καλύτερη συνολική εικόνα των ενδιαφερόμενων μερών. Ούτε η εκ μέρους του αιτητή στην προσφυγή 303/2000 (Α. Κυπριανού) κατοχή του πλεονεκτήματος. Συναφώς δε μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι επίδικες θέσεις βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία του Τμήματος Μηχανογραφικών Υπηρεσιών με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη νομολογία, η ΕΔΥ να έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της 4.10.1999:
“Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, σημείωσε ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι υπό πλήρωση θέσεις βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία του Τμήματος. Ως εκ τούτου το έργο της Επιτροπής εστιάζεται στην επιλογή εκείνων των υποψηφίων που θα είναι σε θέση να αξιοποιήσουν τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους και να αποδώσουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό και καλύτερα από τους άλλους υποψηφίους στις απαιτήσεις των υπό πλήρωση θέσεων.
...................................................................................................
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε επίσης να λάβει υπόψη ότι ο υποψήφιος Κυπριανού Ανδρέας, ο οποίος δεν έχει επιλεγεί, διαθέτει το πλεονέκτημα που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, ενώ οι επιλεγέντες δεν το διαθέτουν. Ωστόσο, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο Κυπριανού, παρ΄ όλον ότι κατέχει αξιόλογα προσόντα, υστερεί αισθητά σε αρχαιότητα έναντι των επιλεγέντων και σ’ ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, βρίσκεται περίπου στο ίδιο επίπεδο με την Περι[*466]κλέους ενώ υπερέχει πολύ οριακά για τα έτη 1990 και 1991 έναντι του Αγρότη Κώστα. Ωστόσο, το έτος 1990 αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη από την Επιτροπή, η δε υπεροχή του Κυπριανού για το έτος 1991 είναι πολύ οριακή, ανάγεται μόνο σε ένα στοιχείο και ως εκ τούτου της αποδίδεται περιορισμένη σημασία. Επιπλέον, ο Κυπριανού διαθέτει μικρότερη και περιορισμένη πείρα στη μηχανογράφηση. Σημειώθηκε επίσης ότι για την περίοδο 4/84 μέχρι 7/88 ο Κυπριανού υπηρετούσε με απόσπαση για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο Εμπορικό Κέντρο στην Πράγα και, παρ’ όλον που, σύμφωνα με σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, η πείρα που απέκτησε κατά την περίοδο αυτήν μπορεί να θεωρηθεί ως πείρα στη μηχανογράφηση, για σκοπούς προαγωγής, εν τούτοις η Επιτροπή δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι ο Κυπριανού για το μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα ουσιαστικά δεν εκτελούσε καθήκοντα σχετικά με τη μηχανογράφηση ώστε η πείρα του να είναι ουσιαστική και όχι τυπική. Πέραν τούτου, ο Κυπριανού δεν διαθέτει τη σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή.
Τέλος, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο υποψήφιος Αντωνίου Αντώνιος, ο οποίος επίσης δεν έχει επιλεγεί, υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι της Περικλέους Κατερίνας, η οποία ωστόσο, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, κρίθηκε ότι γενικά υπερέχει, δεδομένου ότι υπερτερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές/Εμπιστευτικές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, διαθέτει τη σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή και έχει τα ίδια περίπου προσόντα με αυτόν.”
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος των αιτητών.
Η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Oι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο