Σκούλλου Γεώργιος ν. Yπουργού Oικονομικών και Άλλου (2004) 3 ΑΑΔ 530

(2004) 3 ΑΑΔ 530

[*530]13 Σεπτεμβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,

ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΚΟΥΛΛΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3282)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Επαναπροσδιορισμός δασμολογητέας αξίας εισαγώμενων αυτοκινήτων ― Αποτελεί ανάκληση του αρχικού προσδιορισμού ― Καθόλα επιτρεπτή, εφόσον ο εισαγωγέας παρουσίασε πλαστά τιμολόγια ― Νόμιμη η απόφαση υπό τις περιστάσεις διεξαγωγής της δέουσας έρευνας.

Ο εφεσείων επεδίωξε τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση της επίδικης απόφασης επαναπροσδιορισμού της δασμολογητέας αξίας αυτοκινήτων που είχε εισάξει και επιβολής νέων δασμών.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Η εκτίμηση των γεγονότων ανήκει στη διοίκηση και το Δικαστήριο μπορεί μόνο να επέμβει όπου υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή σε περίπτωση όπου διαπιστώνεται ότι το διοικητικό όργανο έχει υπερβεί τα όρια της διακριτικής του εξουσίας, όπου δηλαδή η διαπίστωση των γεγονότων απ’ αυτό δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία. 

2. Από τη στιγμή που προέκυψαν αμφιβολίες όσον αφορούσε την πραγματική κατάσταση σχετικά με τις τιμές που δηλώθηκαν για τα αυτοκίνητα, οι καθ’ ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να προβούν στη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας προς διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων. Το Τελωνείο δεν μπορούσε και δεν εδικαιούτο να απαλλάξει τον εισαγωγέα από την πληρωμή νόμιμα οφειλόμενων δασμών, που αποτε[*531]λεί απαράγραπτο χρέος του προς τη Δημοκρατία και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί με διοικητική απόφαση.

3. Ο επαναπροσδιορισμός της φορολογητέας αξίας αποτελεί σιωπηρή ανάκληση των αρχικών διοικητικών πράξεων και τέτοια ανάκληση είναι καθόλα επιτρεπτή. Το επιχείρημα του εφεσείοντα ότι στην ουσία η ανάκληση αυτή παραβαίνει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, αφού ο ίδιος είχε ήδη πωλήσει τα αυτοκίνητα με βάση τους χαμηλότερους δασμούς που του επιβλήθηκαν, ίσως να είχε σημασία κάτω από κανονικές συνθήκες, αν δηλαδή ο ίδιος δεν ευθυνόταν για τον αρχικό και λανθασμένο υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας. Στην παρούσα όμως περίπτωση το επιχείρημα δε μπορεί να ευσταθήσει, αφού για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ήταν υπεύθυνος ο εφεσείων με την παρουσίαση πλαστών τιμολογίων. Έτσι, δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί τη δική του παρανομία για να εξασφαλίσει οφέλη.

4. Επισημαίνεται επίσης ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως η απόφαση πάσχει γιατί τα ορθά τιμολόγια απλώς αναφέρθηκαν και δεν κατατέθηκαν στο διοικητικό φάκελο, πρέπει να απορριφθεί, αφού όπως προκύπτει και από τα φωτοαντίγραφα που επισυνάφθηκαν στο περίγραμμα αγόρευσης των καθ’ ων η αίτηση, υπήρχαν τα σχετικά τιμολόγια στο διοικητικό φάκελο. Και ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως αυτά δεν ήταν υπογραμμένα απ’ αυτόν και δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη, απορρίπτεται. Τέτοια ανάγκη δεν υπήρχε κάτω από τις συνθήκες, αφού η ύπαρξη αυτών των τιμολογίων έστω και χωρίς την υπογραφή του εφεσείοντα συνιστούσε πραγματικό γεγονός που δικαιολογούσε τις διοικητικές αρχές να ενεργήσουν όπως ενέργησαν με βάση αυτά. Εξάλλου, ούτε τα τιμολόγια στα οποία βασίζεται και τα οποία παρουσίασε ο εφεσείων υπήρχε η υπογραφή του.

5. Γίνεται περαιτέρω αποδεκτή και η θέση των εφεσιβλήτων πως παρόλο ότι τα πραγματικά τιμολόγια ανευρέθηκαν μόνο σε σχέση με 7 από τα 12 αυτοκίνητα, εντούτοις η αμφιβολία για την εγκυρότητα όλων των τιμολογίων υπήρχε και ο επαναπροσδιορισμός της δασμολογητέας αξίας και των 5 υπολοίπων όπως έγινε εδικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αιμίλιος Ηλιάδης Λτδ v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3876,

Τάσος Τρουλλίδης Λτδ v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1099/00, ημερ. 11/4/2002.

[*532]Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή, ο οποίος ασχολείται με εισαγωγές και αγοραπωλησίες αυτοκινήτων εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 172/99), ημερομηνίας 27/7/2001, με την οποία απέρριψε την προσφυγή την οποία άσκησε κατά του νέου προσδιορισμού της δασμολογητέας αξίας δώδεκα αυτοκινήτων τα οποία εισήξε από τη Nότια Aφρική αφού κατά τη διάρκεια του τελωνισμού των επίδικων αυτοκινήτων εγέρθηκαν στη Tμήμα Tελωνείων αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των τιμολογίων και ως εκ τούτου το Tμήμα προχώρησε στον επαναπροσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 159 της περί Tελωνείων και Φόρων Kατανάλωσης Nομοθεσίας (N. 82/67, όπως τροποποιήθηκε με το Nόμο 98/89) και των προνοιών της Συμφωνίας για την εφαρμογή του Άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Eμπορίου (GATT).

Α. Ζαχαρίου, για τον Εφεσείοντα.

Στ. Θεοδούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, που ασχολείται με εισαγωγές και αγοραπωλησίες αυτοκινήτων, στις 21.5.97 και 4.9.97 κατέθεσε διασαφήσεις αποταμίευσης για την αποταμίευση 14 αυτοκινήτων εισαγομένων από τη Νότια Αφρική, στα οποία περιλαμβάνονταν και τα 12 επίδικα αυτοκίνητα. Ο αιτητής είχε επίσης καταθέσει και τιμολόγια αγοράς των αυτοκινήτων, στα οποία αναφερόταν η τιμή CIF για κάθε αυτοκίνητο. Σε διάφορες ημερομηνίες έκτοτε ο εφεσείων κατέθεσε διασαφήσεις εισαγωγής και τα επίδικα αυτοκίνητα τελωνίστηκαν, αφού τους επιβλήθηκε δασμός με βάση τη δηλωθείσα τιμολογιακή αξία.  Όμως, κατά τη διάρκεια του τελωνισμού των επίδικων αυτοκινήτων, εγέρθηκαν στο Τμήμα Τελωνείων αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των τιμολογίων και για σκοπούς εξακρίβωσης της εκγυρότητάς τους το Τμήμα ζήτησε τη βοήθεια των Τελωνειακών Αρχών της Νότιας Αφρικής, που μετά από έρευνα, πληροφόρησαν το Τμήμα Τελωνείων ότι οι αξίες των αυτοκινήτων, όπως αναφέρονταν στα τιμολόγια, είχαν υποτιμολογηθεί, οι τιμές που πληρώθηκαν δεν ήταν CIF και προφανώς τα τιμολόγια ήσαν πλαστά, με σκοπό την εξαπάτηση [*533]των Τελωνειακών Αρχών στην Κύπρο. 

Στην επιστολή που περιείχε την απάντηση των Τελωνειακών Αρχών της Νοτίου Αφρικής επισυνάφθηκε και κατάλογος των πραγματικών τιμολογίων. Τα πραγματικά τιμολόγια που εντοπίστηκαν στη Νότια Αφρική ήταν για 7 από τα 12 αυτοκίνητα και το Τμήμα Τελωνείων προχώρησε σε επαναπροσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας των 7 αυτών αυτοκινήτων σύμφωνα με αυτά.  Για τα υπόλοιπα 5, έχοντας υπόψη την υποψία που είχε εγερθεί αναφορικά με την ορθότητα και εγκυρότητα των τιμολογίων αυτών το Τμήμα προχώρησε στον προσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας με βάση τις διατάξεις του άρθρου 159 της περί Τελωνείων και Φόρων Κατανάλωσης Νομοθεσίας (Ν. 82/67, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 98/89) και των προνοιών της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT).

Αντικείμενο της προσφυγής ήταν η διπλοσυστημένη επιστολή ημερομηνίας 25.1.99, με την οποία το Τμήμα Τελωνείων γνωστοποίησε στον αιτητή το νέο προσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας των αυτοκινήτων, στον οποίο είχε προβεί με βάση τις μεθόδους που αναφέραμε πιο πάνω, καθώς και το ποσό της οφειλόμενης προς τη Δημοκρατία διαφοράς δασμών για τα αυτοκίνητα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα, θεωρώντας την απόφαση στην οποία κατέληξαν οι καθ’ ων η αίτηση/εφεσίβλητοι ως εύλογα επιτρεπτή, κάτω από τις περιστάσεις. Πρωτόδικα είχαν τεθεί και θέματα ακυρότητας προστίμου που είχε επιβληθεί για συμβιβασμό της υπόθεσης, καθώς και ρευστοποίηση εγγυητικής επιστολής, τα οποία και πάλι απερρίφθησαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά στα θέματα αυτά δεν υπάρχει έφεση. 

Επισημαίνουμε και επαναλαμβάνουμε τη γενική αρχή πως η εκτίμηση των γεγονότων ανήκει στη διοίκηση και το Δικαστήριο μπορεί μόνο να επέμβει όπου υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή σε περίπτωση όπου διαπιστώνεται ότι το διοικητικό όργανο έχει υπερβεί τα όρια της διακριτικής του εξουσίας, όπου δηλαδή η διαπίστωση των γεγονότων απ’ αυτό δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία. 

Από τη στιγμή που προέκυψαν αμφιβολίες όσον αφορούσε την πραγματική κατάσταση σχετικά με τις τιμές που δηλώθηκαν για τα αυτοκίνητα, οι καθ’ ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να προβούν [*534]στη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας προς διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων. Το Τελωνείο δεν μπορούσε και δεν εδικαιούτο να απαλλάξει τον εισαγωγέα από την πληρωμή νόμιμα οφειλόμενων δασμών, που αποτελεί απαράγραπτο χρέος του προς τη Δημοκρατία και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί με διοικητική απόφαση (δέστε Αιμίλιος Ηλιάδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3876).

Ο επαναπροσδιορισμός της φορολογητέας αξίας αποτελεί σιωπηρή ανάκληση των αρχικών διοικητικών πράξεων και τέτοια ανάκληση είναι καθόλα επιτρεπτή. Το επιχείρημα του εφεσείοντα ότι στην ουσία η ανάκληση αυτή παραβαίνει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, αφού ο ίδιος είχε ήδη πωλήσει τα αυτοκίνητα με βάση τους χαμηλότερους δασμούς που του επιβλήθηκαν, ίσως να είχε σημασία κάτω από κανονικές συνθήκες, αν δηλαδή ο ίδιος δεν ευθυνόταν για τον αρχικό και λανθασμένο υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας (δέστε Τάσος Τρουλλίδης Λτδ ν. Κυπριακή Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 1099/00, ημερ. 11.4.02). Στην παρούσα όμως περίπτωση το επιχείρημα δε μπορεί να ευσταθήσει, αφού για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ήταν υπεύθυνος ο εφεσείων με την παρουσίαση πλαστών τιμολογίων. Έτσι, δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί τη δική του παρανομία για να εξασφαλίσει οφέλη.

Επισημαίνουμε επίσης ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως η απόφαση πάσχει γιατί τα ορθά τιμολόγια απλώς αναφέρθηκαν και δεν κατατέθηκαν στο διοικητικό φάκελο, πρέπει να απορριφθεί, αφού όπως προκύπτει και από τα φωτοαντίγραφα που επισυνάφθηκαν στο περίγραμμα αγόρευσης των καθ’ ων η αίτηση, υπήρχαν τα σχετικά τιμολόγια στο διοικητικό φάκελο. Και ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως αυτά δεν ήταν υπογραμμένα απ’ αυτόν και δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη, απορρίπτεται. Τέτοια ανάγκη δεν υπήρχε κάτω από τις συνθήκες, αφού κατά την άποψη μας η ύπαρξη αυτών των τιμολογίων έστω και χωρίς την υπογραφή του εφεσείοντα συνιστούσε πραγματικό γεγονός που δικαιολογούσε τις διοικητικές αρχές να ενεργήσουν όπως ενέργησαν με βάση αυτά. Εξάλλου, ούτε τα τιμολόγια στα οποία βασίζεται και τα οποία παρουσίασε ο εφεσείων υπήρχε η υπογραφή του, όπως ορθά επισημαίνεται από το συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση.

Γίνεται περαιτέρω αποδεκτή και η θέση των εφεσιβλήτων πως παρόλο ότι τα πραγματικά τιμολόγια ανευρέθηκαν μόνο σε σχέση με 7 από τα 12 αυτοκίνητα, εντούτοις η αμφιβολία για την εγκυρότητα όλων των τιμολογίων υπήρχε και ο επαναπροσδιορι[*535]σμός της δασμολογητέας αξίας και των 5 υπολοίπων όπως έγινε εδικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις.

Όσον αφορά άλλα επί μέρους επιχειρήματα του εφεσείοντα και αιτιολογία που δόθηκε στο λόγο έφεσής του, υιοθετούμε τις απαντήσεις που δίδονται στο περίγραμμα αγόρευσης των καθ’ ων η αίτηση και τα απορρίπτουμε.

Κατά συνέπεια, κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αξιολόγησε τα γεγονότα και ορθά εφάρμοσε τις νομικές αρχές σε αυτά καταλήγοντας στο συμπέρασμά του. Κρίνουμε πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας και μετά από τη διεξαγωγή της αναγκαίας έρευνας, ήταν δε εύλογα επιτρεπτή κάτω από τις συνθήκες.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο