Kυπριακός Oργανισμός Tουρισμού και Άλλος ν. Δέσπως Συμεούκαι Άλλου (2004) 3 ΑΑΔ 561

(2004) 3 ΑΑΔ 561

[*561]16 Σεπτεμβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3350)

ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

ΔΕΣΠΩΣ ΣΥΜΕΟΥ,

Εφεσίβλητης.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3351)

ΒΡΑΧΙΜΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3350, 3351)

 

Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ― Υπάλληλοι ― Απόφαση για επαναπροκήρυξη της θέσης λόγω ισοψηφίας των μελών στις δύο προτάσεις που τέθηκαν ― Παράνομη απόφαση ― Συνιστά ουσιαστικά παράνομη ανάκληση της απόφασης προκήρυξης της θέσης.

Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Ορθά και εντός των επιτρεπτών ορίων κρίθηκε πως το μεταπτυχιακό του εφεσείοντος δεν κάλυπτε την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας ― Δεν αποτελούν ούτε δεδικασμένο ούτε δεσμευτικό προηγούμενο δικαστικές αποφάσεις που έκριναν πως το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό κάλυπτε απαιτήσεις άλλων σχεδίων υπηρεσίας.

Με την πρώτη έφεση, επιδιώχθηκε η ανατροπή της πρωτόδικης [*562]απόφασης με την οποία ακυρώθηκε απόφαση για επαναπροκήρυξη της επίδικης θέσης, και με την δεύτερη η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα, κατά του αποκλεισμού του ως μη προσοντούχου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:

1. Δεν παρέχονταν στο Διοικητικό Συμβούλιο περιθώρια νόμιμης επαναπροκήρυξης της θέσης. Υπήρχε ικανός αριθμός προσοντούχων υποψηφίων και θα έπρεπε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο να υπάρξει κατάληξη. Με την επαναπροκήρυξη δημιουργούνται νέα δεδομένα. Η επαναπροκήρυξη συνιστά ουσιαστικά ανάκληση της απόφασης για αρχική προκήρυξη της θέσης, η οποία είναι, κάτω από τις περιστάσεις, παράνομη.

2. Η θέση της Επιτροπής ότι το δίπλωμα του εφεσείοντα Μaster of Public Administration υπέχει θέση πρώτου πανεπιστημιακού διπλώματος, όπως απαιτείται από την παράγραφο (1)(α) του σχεδίου υπηρεσίας, είναι ορθή. Το άλλο του μεταπτυχιακό, το δίπλωμα για Agricultural Extension κρίθηκε και πάλι ορθά, ότι δεν περιλαμβάνεται στα απαιτούμενα για τη θέση προσόντα. Αυτό φαίνεται από τη βεβαίωση του Πανεπιστημίου του Reading, στην οποία επισημαίνεται ότι το θέμα του συγκεκριμένου πτυχίου είναι ουσιαστικά ένα συνδυασμένο θέμα σπουδών κοινωνικών επιστημών (social science studies) με εφαρμογή στην αγροτική ανάπτυξη, με κάποια έμφαση στις σπουδές διαχείρισης.

    Ο εφεσείων παρέπεμψε στην απόφαση Χ”Χάννας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 A.A.Δ. 19, που αφορούσε θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, όπου η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποδέκτηκε ότι το MSc in Agricultural Extension τον καθιστούσε προσοντούχο, γεγονός που καταγράφηκε στην απόφαση της Ολομέλειας.

    Οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν. Στην παρούσα υπόθεση στο σχέδιο υπηρεσίας δεν υπάρχει αναφορά σε κοινωνικές επιστήμες, όπως απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης στην Α.Ε. 2549. Πρόκειται για δύο διαφορετικά προσόντα και δεν υπάρχουν περιθώρια σύγκρισης. Οι ακυρωτικές αποφάσεις του δικαστηρίου αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με το κριθέν και μόνο ζήτημα. Και κριθέν ζήτημα θεωρείται εκείνο το οποίο αφού διαγνώστηκε και κρίθηκε, αποτέλεσε το αναγκαίο στήριγμα του γενόμενου από την απόφαση δεκτού ως συμπεράσματος, όχι όμως [*563]και άλλα περιστατικά απλώς αναφερόμενα και μη αναγκαία για τη συναγωγή του συμπεράσματος.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χ΄΄Χάννας v. Δημοκρατίας (2001) 3 A.A.Δ. 19,

Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,

Παπαδάτου v. Κεντρικής Τράπεζας (1999) 3 Α.Α.Δ. 230,

Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608.

Eφέσεις.

Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yποθέσεις Aρ. 215/2000, 216/2000), ημερομηνίας 29/10/2001, με την οποία αποδέκτηκε την προσφυγή της αιτήτριας - εφεσίβλητης στην A.E. 3350 κατά της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του K.O.T., ημερομηνίας 13/1/2000, με την οποία αποφασίστηκε η επαναπροκήρυξη της θέσης Διευθυντή Tουρισμού, Tμήμα Διοίκησης, θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και απέρριψε την προσφυγή του αιτητή - εφεσείοντα στην A.E. 3351 αφού έκρινε ότι ορθά η Eπιτροπή κατέληξε ότι ο αιτητής δεν κατείχε το απαιτούμεν ο μεταπτυχιακό προσόν του Σχεδίου Yπηρεσίας της θέσης.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τους Εφεσείοντες στην Α.Ε. 3350 και για τους Εφεσίβλητους στην Α.Ε. 3351.

Ο Eφεσείων στην Α.Ε. 3351 εμφανίζεται προσωπικά.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη στην Α.Ε. 3350.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Φρ. Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού (στο εξής «ο Οργανισμός»), προκήρυξε, μεταξύ άλλων και θέση Διευθυ[*564]ντή Τουρισμού για το Τμήμα Διοίκησης, που είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Για τη θέση ενδιαφέρτηκαν είκοσι υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων η εφεσίβλητη στην Α.Ε.3350 (στο εξής «η εφεσίβλητη»), και ο εφεσείων στην Α.Ε.3351 (στο εξής «ο εφεσείων»).

Η Επιτροπή Προσωπικού, στην οποία το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού είχε στις 25.8.1994 μεταβιβάσει τις αρμοδιότητές του για πλήρωση θέσεων και προαγωγών, αξιολόγησε τις αιτήσεις και κάλεσε σε προφορική συνέντευξη τους επτά αιτητές που, όπως είχε διαπιστωθεί, πληρούσαν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Μεταξύ των κληθέντων ήταν η εφεσίβλητη, όχι όμως και ο εφεσείων, ο οποίος κρίθηκε από την Επιτροπή ως μη προσοντούχος.

Τελικά, μετά την αξιολόγηση, τρία μέλη της Επιτροπής επέλεξαν την εφεσίβλητη, ενώ τα υπόλοιπα τρία επέλεξαν άλλο υποψήφιο. Εν όψει της ισοψηφίας εξασφαλίστηκε νομική συμβουλή και στις 13.1.2000, η Επιτροπή Προσωπικού αποφάσισε όπως το θέμα παραπεμφθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού, με εισήγηση για επαναπροκήρυξη της θέσης. Πράγματι, στις 13.1.2000 το Διοικητικό Συμβούλιο ενέκρινε την εισήγηση της Επιτροπής και επαναπροκήρυξε τη θέση.

Ύστερα από προσφυγή της εφεσίβλητης το πρωτόδικο δικαστήριο ακύρωσε την πιο πάνω απόφαση του Οργανισμού και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Ταυτόχρονα, απέρριψε προσφυγή του εφεσείοντα, αφού κατέληξε ότι εύλογα είχε κριθεί από την Επιτροπή ότι δεν κατείχε το απαιτούμενο μεταπτυχιακό προσόν σε θέματα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας.

Την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου προσβάλλουν με έφεση, τόσο ο Οργανισμός, όσο και ο εφεσείων. Ο Οργανισμός στη δική του έφεση (Α.Ε. 3350) υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η Επιτροπή Προσωπικού θεωρήθηκε ως συμβουλευτικό όργανο του Διοικητικού Συμβουλίου, αφού, επρόκειτο περί οργάνου συσταθέντος από το Διοικητικό Συμβούλιο στο οποίο είχε εκχωρηθεί για συγκεκριμένους σκοπούς, η αρμοδιότητά του να πληρώνει θέσεις και προάγει.

Αντιθέτως, η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι η Επιτροπή εξουσιοδοτήθηκε να διαπιστώσει μόνο ποιος είναι ο καταλληλότερος υποψήφιος και όχι να αποφασίσει, παρ’ όλον ότι υπήρχαν προσοντούχοι, τη μη πλήρωση της θέσης, ούτε και να προχωρήσει σε εισήγηση για επαναπροκήρυξη της θέσης.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι το Διοικητικό Συμβού[*565]λιο ήταν, βάσει του άρθρου 5(1)(ε) του Νόμου, το αρμόδιο όργανο να διορίζει υπαλλήλους. Η Επιτροπή Προσωπικού υπέχει θέση συμβουλευτικού οργάνου που συστήθηκε με βάση το άρθρο 5(6) του Νόμου. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η αρμοδιότητα της Επιτροπής Προσωπικού ήταν συμβουλευτική και αφού υπήρχαν κατάλληλοι υποψήφιοι, το Διοικητικό Συμβούλιο θα έπρεπε να μην προχωρήσει σε επαναπροκήρυξη της θέσης, αλλά να επιλέξει αυτό τον καταλληλότερο υποψήφιο. Η απόφαση επαναπροκήρυξης εμμέσως συνιστούσε απόρριψη των υποψηφιοτήτων και χωρίς αιτιολογία παράλειψη πλήρωσης της θέσης. Έτσι, κατέληξε ότι η απόφαση του Οργανισμού να μην προχωρήσει στην ολοκλήρωση της διαδικασίας που είχε αρχίσει ήταν άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.

Η αρμοδιότητα για την πλήρωση της συγκεκριμένης θέσης είχε εκχωρηθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού στην Επιτροπή Προσωπικού. Η μεταβίβαση αυτή έχει έρεισμα στο άρθρο 5(6) του περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Νόμου του 1969, Ν.54/69, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.16/85, σύμφωνα με τον οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο έχει την εξουσία να μεταβιβάζει αρμοδιότητές του είτε στο Γενικό Διευθυντή, είτε σε επιτροπές εκ μελών του. Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται και η αρμοδιότητα του Διοικητικού Συμβουλίου να συστήνει συμβουλευτικές επιτροπές.

Μάλιστα, αναφορικά με την πλήρωση της θέσης που μας απασχολεί, η Γενική Διευθύντρια του Οργανισμού επιβεβαιώνει με επιστολή της προς τους νομικούς συμβούλους του Οργανισμού, ημερ. 17.12.1999, ότι το Διοικητικό Συμβούλιο έχει εκχωρήσει τελεσίδικα την αρμοδιότητά του για τις προσλήψεις και προαγωγές προσωπικού στον Οργανισμό, στην Επιτροπή Προσωπικού.

Είναι φανερό ότι, μια και η σχετική αρμοδιότητα του Διοικητικού Συμβουλίου είχε εκχωρηθεί σ’ αυτήν, ο ρόλος της Επιτροπής για διορισμό δεν ήταν απλά συμβουλευτικός, αλλά ουσιαστικός.

Η φύση της επιτροπής όμως είναι άνευ σημασίας. Δεν παρέχονταν, ούτως ή άλλως στο Διοικητικό Συμβούλιο περιθώρια νόμιμης επαναπροκήρυξης της θέσης. Υπήρχε ικανός αριθμός προσοντούχων υποψηφίων και θα έπρεπε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο να υπάρξει κατάληξη. Με την επαναπροκήρυξη δημιουργούνται νέα δεδομένα. Η επαναπροκήρυξη συνιστά ουσιαστικά ανάκληση της απόφασης για αρχική προκήρυξη της θέσης, η οποία, συμφωνούμε με τον πρωτόδικο Δικαστή ότι είναι, κάτω από τις περιστάσεις, παράνομη.

Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης, οι επόμενοι λόγοι έφεσης καθί[*566]στανται άνευ σημασίας και δεν θα πρέπει να εξεταστούν. Θα θέλαμε μόνο να σχολιάσουμε κάτι. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 25(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, καθότι ο νόμος αυτός δεν ήταν ακόμα σε ισχύ όταν προέκυψε ένεκα της ισοψηφίας αδιέξοδο και όταν η Επιτροπή, βάσει νομικής συμβουλής, αποφάσισε να εισηγηθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο την επαναπροκήρυξη της θέσης. Παρ’ όλον ότι λόγω της πιο πάνω κατάληξής μας ουσιαστικά δεν απαιτείται εξέταση του λόγου αυτού, θα πρέπει σε συντομία να παρατηρήσουμε ότι ο Νόμος 158(Ι)/99 άρχισε να ισχύει με τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 31.12.1999. Τα μέλη της Επιτροπής Προσωπικού διατύπωσαν τις απόψεις τους για κάθε υποψήφιο στις 13.12.1999, αλλά το θέμα παραπέμθηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο με εισήγηση για επαναπροκήρυξη της θέσης στις 13.1.2000, ενώ δηλαδή ο νόμος είχε ήδη τεθεί εν ισχύϊ. Περαιτέρω, η εισήγηση της Επιτροπής εγκρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 13.1.2000.

Οι λόγοι έφεσης που επικαλείται ο εφεσείων στην Α.Ε. 3351 για να πετύχει ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης επικεντρώνονται στην απόφαση της Επιτροπής να τον κρίνει ως μη προσοντούχο. Η Επιτροπή είχε κρίνει ότι ο εφεσείων δεν κατέχει μεταπτυχιακό προσόν στα θέματα που απαιτούνται στο σχέδιο υπηρεσίας διότι το θέμα των σπουδών του ήταν στη Γεωπονική. Ο εφεσείων αμφισβητεί το εύλογο, το αιτιολογημένο και το σύμφωνο με τις αρχές της καλής πίστης της πιο πάνω απόφασης.

Το σχέδιο υπηρεσίας προβλέπει:

«Για το Τμήμα Διοίκησης

(1) (α)  Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα σε συνδυασμό των θεμάτων αυτών: Διοίκηση Επιχειρήσεων, Οικονομικά, Εμπορικά, Δημόσια Διοίκηση, Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister at Law), Διοικητικές Επιστήμες, Διεύθυνση Προσωπικού, Λογιστική,

ή

      (β)  μέλος αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματικών Λογιστών.

Ο όρος «πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος» καλύπτει και Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.

[*567]

       (2) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε οποιοδήποτε από τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο (1)(α) πιο πάνω.

      (3)  Δεκαετής τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Οργανισμού ή/και με τα καθήκοντα της θέσης, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση και συντονισμό εργασιών.»

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι διαθέτει πλειάδα μεταπτυχιακών προσόντων στις Διοικητικές Επιστήμες.  Παραθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα Master of Agricultural Extension (Aγγλία), Certificate of Mid-Career Professional Development (ΗΠΑ), μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Αγροτική Ανάπτυξη και Προγραμματισμό (Ισραήλ) και Master of Public Administration (ΜPA) (HΠΑ).

Υποστηρίζει ακόμα ότι στο παρελθόν πολλές φορές έχει κριθεί ότι κατέχει το προσόν που απαιτεί η παραγρ. 2 του σχεδίου υπηρεσίας και γι’ αυτό υπάρχει δεδικασμένο. Παρέπεμψε σχετικά σε αριθμό αποφάσεων τόσο πρωτοδίκων, όσο και αποφάσεων της Ολομέλειας.

Η αξιολόγηση που έγινε από την Επιτροπή στις 29.3.1999 δείχνει ότι ο εφεσείων κατέχει δύο μεταπτυχιακά διπλώματα. Κρίθηκε ότι το ένα (Master of Public Administration) υπέχει θέση πρώτου πανεπιστημιακού διπλώματος, ενώ το θέμα του δεύτερου μεταπτυχιακού (Agricultural Extension) δεν περιλαμβάνεται στα απαιτούμενα για τη θέση. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε την πιο πάνω απόφαση εύλογη.

Η θέση της Επιτροπής ότι το δίπλωμα του εφεσείοντα Μaster of Public Administration υπέχει θέση πρώτου πανεπιστημιακού διπλώματος, όπως απαιτείται από την παράγραφο (1)(α) του σχεδίου υπηρεσίας, είναι ορθή. Το άλλο του μεταπτυχιακό, το δίπλωμα για Agricultural Extension κρίθηκε και πάλι ορθά, ότι δεν περιλαμβάνεται στα απαιτούμενα για τη θέση προσόντα. Αυτό φαίνεται από τη βεβαίωση του Πανεπιστημίου του Reading, στην οποία επισημαίνεται ότι το θέμα του συγκεκριμένου πτυχίου είναι ουσιαστικά ένα συνδυασμένο θέμα σπουδών κοινωνικών επιστημών (social science studies) με εφαρμογή στην αγροτική ανάπτυ[*568]ξη, με κάποια έμφαση στις σπουδές διαχείρισης.

Ο εφεσείων παρέπεμψε στην απόφαση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 A.A.Δ. 19, που αφορούσε θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, όπου η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποδέκτηκε ότι το MSc in Agricultural Extension τον καθιστούσε προσοντούχο, γεγονός που καταγράφηκε στην απόφαση της Ολομέλειας.

Οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν. Στην παρούσα υπόθεση στο σχέδιο υπηρεσίας δεν υπάρχει αναφορά σε κοινωνικές επιστήμες, όπως απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης στη Xατζηχάννας (ανωτέρω). Πρόκειται για δύο διαφορετικά προσόντα και δεν υπάρχουν περιθώρια σύγκρισης.

Περαιτέρω, θα πρέπει να λεχθεί όμως ότι δεν προκύπτει ούτως ή άλλως δεδικασμένο, αφού η δικαστική απόφαση δεν καθιστά τον εφεσείοντα προσοντούχο και για άλλη θέση. Σε παρόμοια σχόλια προέβη και η Ολομέλεια στη Xατζηχάννας (ανωτέρω) ως προς την κατοχή άλλου προσόντος από τον εφεσείοντα, ο οποίος και πάλιν ισχυριζόταν ότι η κατοχή του πρώτου τίτλου (πτυχίο Γεωπονικής), αποτελούσε δεσμευτικό δεδικασμένο. Τονίζεται στην ίδια απόφαση ότι οι ακυρωτικές αποφάσεις του δικαστηρίου αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με το κριθέν και μόνο ζήτημα. Και κριθέν ζήτημα θεωρείται εκείνο το οποίο αφού διαγνώστηκε και κρίθηκε, αποτέλεσε το αναγκαίο στήριγμα του γενόμενου από την απόφαση δεκτού ως συμπεράσματος, όχι όμως και άλλα περιστατικά απλώς αναφερόμενα και μη αναγκαία για τη συναγωγή του συμπεράσματος (βλέπε ακόμα μεταξύ άλλων Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Παπαδάτου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 A.A.Δ. 230 και Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 A.A.Δ. 608).

Εξ ίσου άνευ σημασίας είναι και η αναφορά του εφεσείοντα στις δύο άλλες Αναθεωρητικές Εφέσεις, την Α.Ε.2307 και Α.Ε.2097, τις οποίες επικαλέστηκε για να ισχυριστεί ότι δημιουργείται δεδικασμένο σε σχέση με τα μεταπτυχιακά του προσόντα. Και στις δύο περιπτώσεις τα σχέδια υπηρεσίας ήταν διαφορετικά από το παρόν.

Και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Oι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο