Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Tάκη Γεωργιάδη (2004) 3 ΑΑΔ 600

(2004) 3 ΑΑΔ 600

[*600]8 Νοεμβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείουσα-Kαθ’ ης η αίτηση,

v.

ΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔH,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3100)

 

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Αίτημα για καταβολή υπερωριακής αμοιβής που υποβλήθηκε μετά από προαγωγή με αναδρομική ισχύ ― Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή είναι αποτέλεσμα εργασίας βάσει των Κανονισμών, το αίτημα δεν βασιζόταν σε νομοθετική διάταξη ― Ορθά το αίτημα απορρίφθηκε.

Η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, εφεσίβαλε την πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση, με την οποία είχε ακυρωθεί η δική της απόφαση να απορρίψει αίτημα του εφεσίβλητου για υπερωριακή αμοιβή.

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ομόφωνα κατ’ αποτέλεσμα αλλά  με δύο διαφορικές αποφάσεις ως προς το σκεπτικό, απόφαση Αρτέμη Δ., συμφωνούντων των Αρτεμίδη, Πρ., Κωνσταντινίδη, Νικολαΐδη, Νικολάου, Κρονίδη, Ηλιάδη, Γαβριηλίδη, Χατζηχαμπή, Παπαδοπούλου, Φωτίου Δ.Δ., και απόφαση Καλλή Δ., έκανε δεκτή την έφεση και με την απόφαση της πλειοψηφίας, αποφάσισε ότι:

Ένα από τα θέματα που εγέρθηκαν στην έφεση και που είχε εγερθεί προφανώς και πρωτόδικα, αλλά δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο, ήταν το ότι, εν όψει της αφυπηρέτησης του εφεσίβλητου, σύμφωνα και με την Ελληνική βιβλιογραφία και νομολογία, τα αιτήματά του ενέπιπταν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και συνιστούσαν χρηματική διαφορά και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να τους επιληφθεί με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος.

[*601]Η Κυπριακή νομολογία έχει δεχθεί ότι, αποφάσεις που αφορούν συντάξεις και επιδόματα δημοσίων υπαλλήλων, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος.

Στην υπόθεση Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Γρηγόρη Φιλιαστίδη (2003) 3 Α.Α.Δ. 342, όπου ο εφεσείων-αιτητής, σε σχέση με την ίδια θέση, είχε προβάλει παρόμοια αιτήματα μαζί με τον εφεσείοντα στην παρούσα έφεση, λέχθηκε πως το «απορρέον εκ του νόμου (κανονισμών) δικαίωμα καταβολής απολαβών και επιδομάτων είναι δικαίωμα άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θέση/υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου» και το Δικαστήριο κατέληξε πως «η θέση της εφεσείουσας ότι οι ζητούμενες με την προσφυγή θεραπείες εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη».

Έτσι, αφού αποφάσεις που αφορούν συντάξεις και  επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας που δίδεται με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, το κατά πόσο ο υπάλληλος, όταν προβάλλει την απαίτηση,  εξακολουθεί να βρίσκεται εν ενεργεία ή όχι, δεν επηρεάζει τη δικαιοδοσία, αφού η αφυπηρέτηση δεν είναι στοιχείο που αλλοιώνει τη φύση της διαφοράς, που ήδη κρίνεται πως αποτελεί θέμα δημοσίου δικαίου.

Το αίτημα για υπερωριακή εργασία, όπως έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, βασίζεται στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος υφίστατο απώλεια χρόνου με το να ταξιδεύει από τον τόπο διαμονής του στον τόπο εργασίας του ως αποτέλεσμα της μη προαγωγής του. Όπως επισημαίνεται όμως στη γνωμάτευση των δικηγόρων της Αρχής, με αναφορά στο σχετικό κανονισμό, η υπερωριακή αμοιβή είναι αποτέλεσμα εργασίας, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του εφεσίβλητου. Είναι η ουσία της αιτιολογίας της Αρχής, όπως προκύπτει από τη γνωμάτευση, πως γενικά τα αιτήματα του εφεσίβλητου περιλαμβανομένων εκείνων για γεύματα και οδοιπορικά, δεν ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που θέτουν οι Κανονισμοί. Δεν προέκυψαν οι απαιτήσεις και τα κατ’ ισχυρισμό έξοδα του από ανάθεση σε αυτόν καθηκόντων εκτός του τόπου διαμονής και εργασίας του, αλλά  στην ουσία αυτός  απαιτεί αποζημιώσεις για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε κατά την περίοδο που ακολούθησε την ημερομηνία έναρξης της  αναδρομικής του προαγωγής. Έξοδα, τα οποία δεν θα εγίνοντο εάν η προαγωγή εδίδετο ευθύς εξ αρχής και δεν ήταν αναδρομική.

Εν όψει της μη ικανοποίησης των προϋποθέσεων που τίθενται από τους Κανονισμούς, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η [*602]Αρχή ενήργησε κάτω από πλάνη και χωρίς τη δέουσα έρευνα, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Ο εφεσίβλητος βάσισε την υπόθεση του στους κανονισμούς που δεν είχαν εφαρμογή στην περίπτωσή του και έτσι, η Αρχή ορθά απέρριψε το αίτημά του.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γεωργιάδης v. Α.Η.Κ. (1996) Α.Α.Δ. 249,

Makrides v. Republic, 2 R.S.C.C. 8,

Παπαγιώργης v. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 563,

ΑΗΚ v. Φιλιαστίδη (2003) 3 Α.Α.Δ. 342.

Έφεση.

Έφεση από την Kαθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 206/99), ημερομηνίας 13/7/2000, με την οποία ακυρώθηκε η απόφασή τους να απορρίψουν το αίτημα του αιτητή, ο οποίος προήχθηκε αναδρομικά από 1/4/91, στη θέση Eπιθεωρητή Λογαριασμών, Kλίμακα 10, Γραφείο Περιφέρειας Aμμοχώστου - Λάρνακας, κατόπιν επανεξέτασης λόγω ακυρωτικής απόφασης, για καταβολή σ’ αυτόν διαφόρων επιδομάτων, υπερωριακής αμοιβής και εξόδων μετακίνησης για όλες τις εργάσιμες μέρες μεταξύ 2/10/91-31/3/95, μέχρι την αφυπηρέτησή του λόγω παράλειψης της Aρχής να διενεργήσει τη δέουσα έρευνα και να αιτιολογήσει την απόρριψη του αιτήματος.

Κ. Στιβαρού, για την Εφεσείουσα.

Ι. Τυπογράφος, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.. Ο Π. Καλλής, Δ., θα δώσει δική του απόφαση με την οποία καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, αλλά με διαφορετικό σκεπτικό.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την 1.4.91 η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου προήγαγε τον Γ. Τάσσου στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών, Κλίμακα Α10, Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου – Λάρνακας της Καθ’ ης η Αί[*603]τηση Αρχής.

Ο εφεσίβλητος, που ήταν και αυτός υποψήφιος για την πιο πάνω θέση, καταχώρησε προσφυγή που απέτυχε πρωτόδικα αλλά κατ’ έφεση το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και ακύρωσε στην ολότητά της την επίδικη πράξη (Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ (1996) 3 Α.Α.Δ. 249). Ο εφεσίβλητος, την 1.8.91, ενώ κατείχε τη θέση Γραμματειακού Λειτουργού στο Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου – Λάρνακας προάχθηκε στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών, Κλίμακα Α10, στο Γραφείο Περιφέρειας Λευκωσίας – Κερύνειας – Μόρφου και ανέλαβε καθήκοντα στις 2.10.91, παραμένοντας στην εν λόγω θέση μέχρι τις 30.4.95, ημερομηνία κατά την οποία αφυπηρέτησε. Όταν ο εφεσίβλητος έπαιρνε την πιο πάνω προαγωγή, εκκρεμούσε η προσφυγή που είχε καταχωρήσει εναντίον της απόφασης προαγωγής του Γ. Τάσσου, στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών στο Γραφείο Αμμοχώστου – Λάρνακος.

Ως συνέπεια της απόφασης στη Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ (πιο πάνω), στις 15.7.97 επανεξετάστηκε το θέμα και αποφασίστηκε η προαγωγή του εφεσίβλητου αναδρομικά από 1.4.91 στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών, Κλίμακα Α10, στο Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου – Λάρνακος. Ο εφεσίβλητος, που όπως αναφέραμε είχε ήδη αφυπηρετήσει από τις 30.4.95, με επιστολή του ημερομηνίας 7.10.97 αποδέχθηκε την προαγωγή και με άλλη επιστολή ημερομηνίας 27.1.98 προς το Διευθυντή Προσωπικού της Αρχής απαιτούσε την καταβολή, μεταξύ άλλων, διαφόρων επιδομάτων. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα της επιστολής:

«1.(α)           Επίδομα οδοιπορικό από Λάρνακα – Λευκωσία και τανάπαλι και όλες τις εργάσιμες ημέρες από 2.10.91 μέχρι 31.3.95.

    (β)            Επίδομα γεύματος για όλες τις εργάσιμες ημέρες από 2.10.91 μέχρι 31.3.95.

    (γ)            Υπερωριακές ώρες εργασίας για όλες τις εργάσιμες ημέρες από 2.10.91 μέχρι 31.3.95.»

Ο Γραμματέας/Διευθυντής των Νομικών Υπηρεσιών της Αρχής απέστειλε επιστολή στον εφεσίβλητο ημερομηνίας 25.8.98, με αντίγραφο γνωμάτευσης των νομικών συμβούλων της Αρχής αναφορικά με τις απαιτήσεις του. Η κατάληξη της πιο πάνω γνωμάτευσης ήταν η εισήγηση για πληρωμή εύλογης αποζημίωσης [*604]στον εφεσίβλητο για κάλυψη των πραγματικών εξόδων μετακίνησής του από το χώρο που διέμενε στο χώρο εργασίας του, με το αιτιολογικό ότι, αν γινόταν η προαγωγή ευθύς εξ αρχής, δεν θα υφίστατο αυτά τα έξοδα. Δεν συστήνετο όμως ικανοποίηση των άλλων αιτημάτων του εφεσίβλητου. Η Αρχή πρότεινε προφορικά στον εφεσίβλητο πληρωμή ποσού £1.506 αναφορικά με τα έξοδα μετακίνησης, αλλά ο εφεσίβλητος απέρριψε την πρόταση.

Στις 14.12.98 ο Διευθυντής Προσωπικού της Αρχής με επιστολή του πληροφόρησε τον εφεσίβλητο ότι το αίτημα του για καταβολή επιδομάτων και υπερωριακή αμοιβή απορρίφθηκε.

Με την προσφυγή του ο εφεσίβλητος ζητούσε την πιο κάτω θεραπεία:

«α.   Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή τους ημερομηνίας 14.12.98 με την οποία απέρριψαν το αίτημα του αιτητή για καταβολή οδοιπορικού επιδόματος, επιδόματος συντήρησης, επιδόματος υπερωριακής αμοιβής και θέση στην Κλίμακα Α11+2, όπως σε άλλους υπαλλήλους της ΑΗΚ είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς έννομο αποτέλεσμα.»

Ας σημειωθεί ότι η απαίτηση για απόρριψη του αιτήματός του για τοποθέτηση στη θέση κλίμακας Α11+2 εγκαταλείφθηκε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Αρχή κακώς θεώρησε ότι η διεκδίκηση του εφεσίβλητου συνιστούσε αστική διαφορά, άσχετη με την υποχρέωσή της για εξέταση του θέματος με βάση το διοικητικό δίκαιο. Έκρινε, περαιτέρω, πως κακώς η Αρχή δεν προχώρησε στη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας για εντοπισμό στοιχείων στη βάση των οποίων θα μπορούσαν να διαπιστώσουν είτε το βάσιμο των διεκδικήσεων του εφεσίβλητου, ή την αιτιολόγηση απόφασης για απόρριψή τους. Κατέληξε, έτσι, πως η απόφαση λήφθηκε κάτω από καθεστώς πλάνης περί το νόμο και χωρίς τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας και δέχθηκε την προσφυγή με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου. Είναι εναντίον της απόφασης αυτής που καταχωρήθηκε η υπό εκδίκαση έφεση.

Ένα από τα θέματα που εγέρθηκαν στην έφεση και που είχε εγερθεί προφανώς και πρωτόδικα, αλλά δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο, ήταν το ότι, εν όψει της αφυπηρέτησης του εφεσίβλητου, σύμφωνα και με την Ελληνική βιβλιογραφία και νομολογία, τα αιτήματά του ενέπιπταν στον τομέα του ιδιωτικού δι[*605]καίου και συνιστούσαν χρηματική διαφορά και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να τους επιληφθεί με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Eπί του προκειμένου η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας μας παρέπεμψε στο σύγγραμμα της Δήμητρας Κοντόγιωργα–Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως» 1988, σελ. 281, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Οσάκις πρόκειται περί χρηματικών απαιτήσεων μη εν  ενεργεία υπαλλήλου ή άλλων απαιτήσεων μη συνδεδεμένων με την υπηρεσιακήν κατάστασιν του υπαλλήλου, παρατηρητέον είναι, κατ’ αρχήν, ότι υπάρχει το απαράδεκτον της αιτήσεως ακυρώσεως με τοιούτον αντικείμενο.

Τούτο συμβαίνει . . . οσάκις πρόκειται περί χρηματικών απαιτήσεων μη εν ενεργεία υπαλλήλου, π.χ. απολυθέντος ή συνταξιούχου ήδη, διότι αι εν λόγω απαιτήσεις, ως είναι φυσικόν, ούτε συνδέονται με αυτήν και μέσω αυτής με την λειτουργίαν της δημόσιας υπηρεσίας, δεδομένου ότι έχει διακοπή ο σύνδεσμος του υπαλλήλου προς την υπηρεσίαν.»

Η Κυπριακή νομολογία έχει δεχθεί ότι, αποφάσεις που αφορούν συντάξεις και επιδόματα δημοσίων υπαλλήλων, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος (Makrides v. Republic, 2 R.S.C.C. 8, Παπαγιώργης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 563).

Στην υπόθεση Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Γρηγόρη Φιλιαστίδη (2003) 3 Α.Α.Δ. 342, όπου ο εφεσείων-αιτητής, σε σχέση με την ίδια θέση, είχε προβάλει παρόμοια αιτήματα μαζί με τον εφεσείοντα στην παρούσα έφεση, λέχθηκε πως το «απορρέον εκ του νόμου (κανονισμών) δικαίωμα καταβολής απολαβών και επιδομάτων είναι δικαίωμα άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θέση/υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου» και το Δικαστήριο κατέληξε πως «η θέση της εφεσείουσας ότι οι ζητούμενες με την προσφυγή θεραπείες εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη». Στην υπόθεση Φιλιαστίδη επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση, που ακύρωσε τη διοικητική πράξη, αφού αυτή κρίθηκε ως αναιτιολόγητη.

Έτσι, αφού αποφάσεις που αφορούν συντάξεις και  επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας που δίδεται με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, το κατά πόσο ο υπάλ[*606]ληλος, όταν προβάλλει την απαίτηση, εξακολουθεί να βρίσκεται εν ενεργεία ή όχι, δεν επηρεάζει τη δικαιοδοσία, αφού η αφυπηρέτηση δεν είναι στοιχείο που αλλοιώνει τη φύση της διαφοράς, που ήδη κρίνεται πως αποτελεί θέμα δημοσίου δικαίου.

Στην παρούσα έφεση, προκύπτει από τα στοιχεία που έχουμε ενώπιόν μας, πως η αιτιολογία που δόθηκε για την απόρριψη του αιτήματος του εφεσίβλητου ήταν  εκείνη που περιέχεται στη γνωμάτευση των δικηγόρων της Αρχής, αντίγραφο της οποίας του αποστάληκε από την Αρχή. Τούτο φαίνεται είναι αποδεκτό και από τον εφεσίβλητο, αφού δεν προβάλλεται λόγος περί του αναιτιολόγητου της διοικητικής απόφασης. 

Το αίτημα για υπερωριακή εργασία, όπως έχει τεθεί ενώπιον μας, βασίζεται στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος υφίστατο απώλεια χρόνου με το να ταξιδεύει από τον τόπο διαμονής του στον τόπο εργασίας του ως αποτέλεσμα της μη προαγωγής του. Όπως επισημαίνεται όμως στη γνωμάτευση των δικηγόρων της Αρχής, με αναφορά στο σχετικό κανονισμό, η υπερωριακή αμοιβή είναι αποτέλεσμα εργασίας, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του εφεσίβλητου. Είναι η ουσία της αιτιολογίας της Αρχής, όπως προκύπτει από τη γνωμάτευση, πως γενικά τα αιτήματα του εφεσίβλητου περιλαμβανομένων εκείνων για γεύματα και οδοιπορικά, δεν ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που θέτουν οι Κανονισμοί. Δεν προέκυψαν οι απαιτήσεις και τα κατ’ ισχυρισμό έξοδα του από ανάθεση σε αυτόν καθηκόντων εκτός του τόπου διαμονής και εργασίας του, αλλά  στην ουσία αυτός απαιτεί αποζημιώσεις για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε κατά την περίοδο που ακολούθησε την ημερομηνία έναρξης της  αναδρομικής του προαγωγής. Έξοδα, τα οποία δεν θα εγίνοντο εάν η προαγωγή εδίδετο ευθύς εξ αρχής και δεν ήταν αναδρομική.

Εν όψει της μη ικανοποίησης των προϋποθέσεων που τίθενται από τους Κανονισμούς, θέση με την οποία συμφωνούμε, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η Αρχή ενήργησε κάτω από πλάνη και χωρίς τη δέουσα έρευνα, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Ο εφεσίβλητος βάσισε την υπόθεση του στους κανονισμούς που δεν είχαν εφαρμογή στην περίπτωσή του και έτσι, η Αρχή ορθά απέρριψε το αίτημά του.

Το αποτέλεσμα στην υπόθεση Φιλιαστίδη, (πιο πάνω) εξηγείται από το ότι, όπως ήδη αναφέραμε, εκεί η επίδικη απόφαση ακυρώθηκε για έλλειψη αιτιολογίας, λόγος που η ορθότητα του δεν αμφισβητήθηκε κατ’ έφεση.

[*607]

Κάτω από το φως των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσείουσας, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Συμφωνώ όπως επιτραπεί η έφεση. Στη συνέχεια θα εξηγήσω τους λόγους της κατάληξης μου οι οποίοι διαφέρουν από εκείνους της απόφασης της πλειοψηφίας.

Η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των εφεσειόντων, ημερ. 14.12.98, με την οποία απέρριψαν το αίτημα του εφεσίβλητου για «καταβολή οδοιπορικού επιδόματος, επιδόματος συντήρησης και επιδόματος υπερωριακής αμοιβής».

Ήταν παραδεκτό ότι κατά το χρόνο της υποβολής του επίδικου αιτήματος – στις 27.1.1998 – και κατά το χρόνο της εξέτασης και απόρριψης του – στις 14.12.98 – ο εφεσίβλητος δεν βρισκόταν στην υπηρεσία των εφεσειόντων. Αφυπηρέτησε στις 30.4.1995. Η προσφυγή ασκήθηκε μετά την αφυπηρέτηση του.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «λανθασμένα παρέλειψε να επιληφθεί της προδικαστικής ένστασης 1(β) που αφορά στο απαραίτητο έννομο συμφέρον». Σύμφωνα με την εν λόγω προδικαστική ένσταση «ο αιτητής στερείται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος αφενός λόγω του ότι δεν φέρει πλέον την ιδιότητα του υπαλλήλου της καθ’ ης η αίτηση και η απαίτηση του δεν συνδέεται με την υπηρεσιακή του κατάσταση και αφετέρου λόγω του αλυσιτελούς του παρόντος ένδικου μέσου». Οι απαιτήσεις του εφεσίβλητου – συνέχισε η ευπαίδευτη συνήγορος – δεν συνδέονται με την υπηρεσιακή του κατάσταση, ούτε καν επηρεάζουν τη συνταξιοδοτική του κατάσταση. Αποτελούν χρηματικές απαιτήσεις μη εν ενεργεία υπαλλήλου, ως αποτέλεσμα της αναδρομικής του προαγωγής.

Στο σύγγραμμα της Δήμητρας Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως» (Ανατύπωση 1988) στο οποίο μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων επιχειρείται διάκριση μεταξύ προσφυγών που σχετίζονται με χρηματικές διαφορές εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων και παρόμοιων προσφυγών μη εν ενεργεία υπαλλήλων. Στην περίπτωση των πρώτων υποδεικνύεται (βλ. σελ. 279) ότι «κατ’ εξαίρεσιν από τον κανόνα δυνάμει του οποίου αι χρηματικαί διαφοραί υπάγονται εις τα πολιτικά δικα[*608]στήρια, είναι παραδεκτή αίτησις ακυρώσεως με αντικείμενον χρηματικάς απαιτήσεις του υπαλλήλου, συνδεδεμένας με την υπηρεσιακήν του κατάστασιν». Η θέση αυτή επεξηγείται ως εξής στη σελ. 279:

«Αι περί των μισθών, επιδομάτων και αποδοχών εν γένει διαφοραί των εν ενεργεία υπαλλήλων, μη εντοπιζόμεναι εις απλήν διεκδίκησιν συγκεκριμένου μόνον χρηματικού ποσού, ανάγονται εις το υπηρεσιακόν των καθεστώς, το οποίον αποτελεί αδιαίρετον μέρος της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως και συνιστούν στοιχείον αντικειμενικών και απροσώπων νομικών καταστάσεων ρυθμιζομένων υπό κανονιστικού καθεστώτος προς όφελος όχι του προσωπικού συμφέροντος των υπαλλήλων, αλλά προς εξασφάλισιν της ομαλής λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών.»

Σε σχέση με τους μη εν ενεργεία υπαλλήλους υποδεικνύεται ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι απαράδεκτη.

Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 281-282:

«... οσάκις πρόκειται περί χρηματικών απαιτήσεων μη εν ενεργεία υπαλλήλου, π.χ. απολυθέντος ή συνταξιούχου ήδη, διότι αι εν λόγω απαιτήσεις, ως είναι φυσικόν, δεν έχουν επιπτώσεις επί της υπηρεσιακής καταστάσεως του δημοσίου υπαλλήλου, ούτε συνδέονται με αυτήν και μέσω αυτής με την λειτουργίαν της δημοσίας υπηρεσίας, δεδομένου ότι έχει διακοπή ο σύνδεσμος του υπαλλήλου προς την υπηρεσίαν. Εις αυτάς τας περιπτώσεις η αίτησις ακυρώσεως κρίνεται απαράδεκτος με διαφόρους εκάστοτε αιτιολογίας μεταξύ των οποίων και ο λόγος της παραλλήλου προσφυγής.»

Οι πιο πάνω θέσεις της ευπαιδεύτου συγγραφέως βρίσκουν έρεισμα στην Ελληνική Νομολογία. Στην Υπόθεση 608/1965 της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας κρίθηκε παραδεκτή προσφυγή λόγω του ότι η πράξις συνδεόταν «προς την δημοσιοϋπαλληλική σχέση». Παραθέτω το σκεπτικό της απόφασης:

«Επειδή η υπό κρίσιν αίτησις διώκει την ακύρωσιν πράξεων, αίτινες εξεδόθησαν κατά διοικητικήν διαδικασίαν (άρθρον 15 Β.Δ. 29 Μαϊου) 12 Ιουνίου 1959 ‘περί νοσοκομειακής περιθάλψεως των τακτικών δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων κλπ.’ (φ. 113) και συνδέονται προς την δημοσιοϋπαλληλικήν σχέσιν, ήτις τελεί υπό κανονιστικόν καθεστώς διεπόμενον υπό [*609]των κανόνων του διοικητικού δικαίου, η τήρησις των οποίων είναι ανατεθειμένη εις την Διοίκησιν. Κατ’ ακολουθίαν η διά της υπό κρίσιν αιτήσεως αγομένη, προς επίλυσιν διαφορά δεν είναι αμιγής χρηματική διαφορά του αστικού δικαίου, δι’ ην αποκλειστικώς αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια, και ως εκ τούτου το Συμβούλιον της Επικρατείας είναι αρμόδιον προς εκδίκασιν της αιτήσεως ταύτης (πρβλ. Σ.τ.Ε 2226/1963).

Επειδή εκ των κατά τ’ ανωτέρω προσβαλλομένων πράξεων η τελευταία, ήτοι η απόφασις της Δευτεροβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής, ήτις μετερρύθμισε τας προηγουμένας, έχει εκτελεστόν χαρακτήρα. Όθεν, η υπό κρίσιν αίτησις, εμπροθέσμως κατ’ αυτής ασκηθείσα είναι τύποις δεκτή.»

Αντιθέτως η Απόφαση 373/1956 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί παράδειγμα προσφυγής η οποία κρίθηκε απαράδεκτη λόγω του ότι ο αιτητής έπαυσε να έχει την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου:

«Επειδή η υπό κρίσιν αίτησις, ασκουμένη παρά προσώπου, όπερ έπαυσε να έχη την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου από της 6 Αυγούστου 1954, αφ’ ης εγένετο δεκτή η από της υπηρεσίας παραίτησις του αιτούντος, διώκουσα δε κατ’ ουσίαν την εις τον αιτούντα καταβολήν αποδοχών δεδουλευμένων, ως ισχυρίζεται, καθ’ ον χρόνον ούτος ετέλει δημόσιος υπάλληλος, απαραδέκτως ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, άτε μη σχετιζομένη με την λειτουργίαν της δημοσίας υπηρεσίας, αλλ’ αναγομένη εις καθαρώς χρηματικήν κατά της Πολιτείας αξίωσιν προσώπου μη φέροντος πλέον την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, εφ’ ης αξιώσεως η κρίσις και απόφασις ανήκει εις την καθ’ όλην αρμοδιότητα των αστικών δικαστηρίων.»

Βλ. επίσης την Απόφαση 1749/1950 (της Ολομέλειας):

«Επειδή η υπό κρίσιν αίτησις, διώκουσα την ακύρωσιν της αρνήσεως της Διοικήσεως, όπως καταβάλη τω αιτούντι, τέως διοικητικώ υπαλλήλω, τους αξιουμένους υπ’ αυτού μισθούς, διά τον χρόνον καθ’ ον ούτος ετέλει εισέτι, ως ισχυρίζεται, εν υπηρεσία ειναι απορριπτέα, ως απαράδεκτος, καθ’ όσον η επιδίωξις της τοιαύτης παροχής, καθαρώς χρηματικής, υπάγεται εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων.»

Στη δική μας νομολογία το κριτήριο για το παραδεκτό της προσφυγής είναι κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί απόφαση εντός της σφαίρας του δημοσίου και όχι του ιδιωτικού δικαίου. Απόφαση εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου είναι, ανάμεσα σ’ άλλα, απόφαση η οποία έχει ως πρωταρχικό σκοπό την προαγωγή δημοσίου σκοπού (a decision having as it primary object the promotion of a public purpose) (βλ. Valana v. Republic, 3 R.S.C.C. 91 και Registrar of Co-Operative Societies v. Nicolaides (1965) 3 C.L.R. 164, 172).

Η Νομολογία έχει υιοθετήσει ένα πρακτικό κριτήριο για την οριοθέτηση του πεδίου του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου.  Το κριτήριο αυτό έχει τεθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στην Republic v. M.D.M. (1982) 3 C.L.R. 642. Έχει δε υιοθετηθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στη Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342 στην οποία υιοθετήθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Δ. – όπως ήταν τότε – στην Antoniou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623, 626, 627:

“The Supreme Court was alive to the conceptual difficulties inherent in drawing the dividing line between acts of administration in the domain of public law on the one hand and in the domain of private law on the other. In one sense the public is interested in every decision of the administration. Underlying the above decisions* is the appreciation by the Court that the degree of interest on the part of the public in actions of the administration varies in proportion to the extent to which such decisions are likely to affect the public or sections of it. The Supreme Constitutional Court adopted a practical test to chart the line of demarcation between decisions in the domain of public and private law. It revolves round the primary object of the act or decision. If the decision is primarily aimed to promote a public purpose if falls in the domain of public law; otherwise in that of private law. Naturally the public has a livelier interest in public purposes.”

Σε μετάφραση:

«Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αντίληψη των εννοιολογικών δυσκολιών που είναι σύμφυτες όταν σύρεται η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πράξεων της Διοίκησης εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου αφενός και της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου αφετέρου. Υπό μια έννοια το κοινό ενδιαφέρεται για κά[*611]θε απόφαση της Διοίκησης. Αυτό που υπογραμμίζουν οι πιο πάνω αποφάσεις είναι η εκτίμηση του Δικαστηρίου ότι ο βαθμός ενδιαφέροντος του κοινού στις πράξεις της Διοίκησης διαφέρει αναλόγως της έκτασης κατά την οποία τέτοιες αποφάσεις ενδεχομένως επηρεάζουν το κοινό ή τμήματα του. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υιοθέτησε ένα πρακτικό κριτήριο για να σύρει την γραμμή διαχωρισμού μεταξύ αποφάσεων εντός της σφαίρας του δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Περιστρέφεται γύρω από τον πρωταρχικό σκοπό της πράξης ή απόφασης. Αν πρωταρχικός σκοπός της απόφασης είναι η προαγωγή δημοσίου σκοπού αυτή εμπίπτει εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου. διαφορετικά εντός της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου. Είναι φυσικό ότι το κοινό διατηρεί ένα πιο ζωντανό ενδιαφέρον στους δημόσιους σκοπούς.»

Το πιο πάνω κριτήριο υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια και στην Δημοκρατία v. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690, 696:

«Η διαχωριστική γραμμή, μεταξύ του πεδίου του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου, που είναι το επόμενο θέμα που θα μας απασχολήσει, σύρεται με γνώμονα το ενδιαφέρον του δημοσίου στην άσκηση της συγκεκριμένης εξουσίας. Το συμφέρον του δημοσίου ή μέρους του είναι, εκ των πραγμάτων, ζωηρό, ανάλογα με το αν προάγεται με την απόφαση δημόσιος σκοπός (βλ. Antoniou v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 623 και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342).   Ανάλογα με το συμφέρον του δημοσίου στην προαγωγή του σκοπού για τον οποίο παρέχεται η εξουσία, από την άσκηση της οποίας εκπηγάζει η προσβαλλόμενη απόφαση, οριοθετείται το πεδίο του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου.»

Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη τη φύση των επίδικων επιδομάτων. Θεώρηση του υπό εξέταση θέματος υπό το πρίσμα της Ελληνικής Νομολογίας καθιστά την προσφυγή απαράδεκτη. Πρόκειται σαφώς για χρηματικές απαιτήσεις μη εν ενεργεία υπαλλήλου, οι οποίες δεν έχουν επιπτώσεις επί της υπηρεσιακής κατάστασης του ούτε συνδέονται με αυτή και μέσω αυτής με την λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, δεδομένου ότι έχει διακοπεί ο σύνδεσμος του υπαλλήλου προς την υπηρεσία (βλ. Θεοχαροπούλου, πιο πάνω, σελ. 281-282). Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγω με βάση τα κριτήρια που έχουν καθιερωθεί από την Κυπριακή Νομολογία για την οριοθέτηση του πεδίου του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου. Θεωρώ ότι δεν υφίσταται οποιοδήποτε ενδιαφέρον του κοινού στην άσκηση της συγκεκριμένης εξουσίας ήτοι [*612]την άρνηση χορήγησης κατά το έτος 1998 «οδοιπορικού επιδόματος, επιδόματος συντήρησης και επιδόματος υπερωριακής αμοιβής» σε αφυπηρετήσαντα από το έτος 1995 υπάλληλο Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου. Πρόσθετα δεν βλέπω να προάγεται με την προσβαλλόμενη απόφαση οποιοσδήποτε δημόσιος σκοπός. Για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση εντάσσεται στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου.  Κατά συνέπεια δεν υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Η έφεση επιτρέπεται γι’ αυτό το λόγο.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο