Πετρίδου Φλωρεντία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 636

(2004) 3 ΑΑΔ 636

[*636]10 Νοεμβρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3355)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Θα πρέπει να προβάλλονται νομότυπα στο δικόγραφο της προσφυγής, διαφορετικά δεν εξετάζονται.

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Ισχυρισμός πως το δικαστήριο παρέλειψε να ασχοληθεί με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί υπεροχής της σε ορισμένα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας κρίθηκε υπό τις περιστάσεις αβάσιμος ― Παρόμοια απορρίφθηκε λόγος έφεσης περί παράλειψης του Δικαστηρίου να ασχοληθεί με τη σύσταση του Διευθυντή.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Εμπιστευτικές εκθέσεις ― Άνευ σημασίας η παράτυπη αναφορά στα καθήκοντα εφόσον αυτή διαγράφηκε μετά από παρέμβαση του Διευθυντή.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας ανήκει στην ΕΔΥ ― Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει παρά μόνο για να ασκήσει έλεγχο νομιμότητας.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Εκτίμηση προσόντων υποψηφίων ― Εύλογη υπό τις περιστάσεις η αναφορά της ΕΔΥ σε οριακή υπεροχή της εφεσείουσας σε αξία.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Μεροληψία ― Λόγοι ακυρώσεως ― Μεροληψία ― Ισχυρισμοί για μεροληψία πρέπει να αποδεικνύονται με βεβαιότητα ―Ανάθεση καθηκόντων από το Διευθυντή δεν αποδεικνύουν μερο[*637]ληψία υπέρ του υπαλλήλου ― Το ίδιο δεν αποδεικνύει αμεροληψία και η άσκηση πειθαρχικής δίωξης.

Η εφεσείουσα επεδίωξε τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση την ακύρωση της απόφασης της ΕΔΥ, που λήφθηκε κατ’ επανεξέταση, να διορίσει αναδρομικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αντί την εφεσείουσα.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν ασχολήθηκε με όλους τους λόγους ακύρωσης που προτάθηκαν.

    Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία.

2. Το δεύτερο σημείο για το οποίο η εφεσείουσα παραπονείται ότι δεν απασχόλησε το Δικαστήριο, είναι ο ισχυρισμός ότι σε μερικά από τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, όπως διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπερέχει. Το παράπονο είναι εντελώς αβάσιμο. Το Δικαστήριο ρητά προβαίνει σε αναφορά στα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας και διαπιστώνει ότι τόσο η εφεσείουσα, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκαν ως εξαίρετοι.

3. Η εφεσείουσα υποστηρίζει ακόμα ότι το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την ανυπαρξία υπηρεσιακών εκθέσεων σε κάποια χρόνια. Θα πρέπει και σε αυτή την περίπτωση να επισημάνουμε ότι ούτε αυτό το σημείο ηγέρθη στο κείμενο της προσφυγής, αλλά ούτε και στην προσφυγή υπ’ αρ. 386/98.

4. Εξ ίσου αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την αμφισβήτηση της αξίας της σύστασης του Διευθυντή. Αντίθετα, μεγάλο μέρος της απόφασης ασχολείται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τη σύσταση, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν πρωτοδίκως.

5. Η εφεσείουσα υποστηρίζει ακόμα ότι διάφορα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένα.  Ιδιαίτερη σημασία δίδεται στην ετήσια έκθεση του ενδιαφερόμενου μέρους για το έτος 1996, για την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε «εξαίρετα» σ’ όλα τα στοιχεία.

    Η έκθεση για το 1996 έχει πράγματι κάποιες ιδιομορφίες οι οποίες [*638]έδωσαν το υπόβαθρο στην εφεσείουσα για έντονη επιχειρηματολογία. Η έκθεση για το 1996 δεν τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής. Το γεγονός αυτό δεν έχει οποιαδήποτε σημασία, αφού η Επιτροπή, κατά την τελική της απόφαση είχε ενώπιόν της την έκθεση για το συγκεκριμένο χρόνο.

    Το ενδιαφερόμενο μέρος στο χώρο όπου ο υπάλληλος περιγράφει τα καθήκοντα του, ανέγραψε ανακριβώς ότι κατά τη διάρκεια του 1996 εκτελούσε τα καθήκοντα της Διευθύντριας της Νοσηλευτικής Σχολής. Η αναφορά διεγράφη, ύστερα από επιστολή και σχετική υπόδειξη του Διευθυντή προς την Επιτροπή.

    Κάτω από τις περιστάσεις δεν γίνεται αντιληπτό το παράπονο της εφεσείουσας, όπως εκτίθεται στο δεύτερο λόγο έφεσης. Δεν γίνεται αντιληπτό ποιους νόμους και κανονισμούς ο Διευθυντής και το ενδιαφερόμενο μέρος παρέβηκαν, όπως ισχυρίζεται αόριστα. Η επέμβαση του Διευθυντή δεν έγινε επί της αξιολόγησης της συγκεκριμένης υπαλλήλου, αλλά είχε σκοπό τη διόρθωση μιας λανθασμένης καταγραφής των γεγονότων.

    Εξ ίσου άνευ αντικειμένου είναι και το επιχείρημα ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου πως το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε «εξαίρετα» σε όλα τα στοιχεία ως προς το 1996 είναι εσφαλμένο. Η Επιτροπή, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η εφεσείουσα, είχε τη συγκεκριμένη έκθεση ενώπιόν της, ενώ τα επιχειρήματα για τον κατ’ ισχυρισμό παράτυπο τρόπο με τον οποίο ετοιμάστηκε η έκθεση δεν ευσταθούν.

6. Υποστηρίκτηκε ακόμα ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου πως δεν προκύπτει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος στερείται της απαιτούμενης διοικητικής πείρας είναι εσφαλμένο. Απλή ανάγνωση των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων δείχνει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος πράγματι κατείχε την απαιτούμενη πείρα.

    Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και να την υποκαταστήσει στην κρίση της. Η διαπίστωση της κατοχής των προσόντων αποτελεί πάντοτε καθήκον του διορίζοντος οργάνου, ενώ στο Δικαστήριο παραμένει ο έλεγχος της νομιμότητας της πράξης.

7. Με άλλο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η όποια υπεροχή της σε αξία ήταν οριακή, ενώ απορρίφθηκε ο ισχυρισμός για υπεροχή της σε προσόντα και πείρα. Η Επιτροπή έλαβε υπ’ όψιν όλα τα ενώπιόν της [*639]στοιχεία, τις εμπιστευτικές εκθέσεις, τη σύσταση του Διευθυντή και την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις και κατέληξε στην επιλογή της.

    Όσον αφορά τον ισχυρισμό για διαφορά στην αξία, αρκεί να λεχθεί ότι δεν διαπιστώνεται πλάνη. Συνεπώς και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.

8. Τέλος, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η στάση του Διευθυντή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους και της αιτήτριας δεν συνιστά μεροληψία υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους και εναντίον της αιτήτριας, είναι εσφαλμένο. Για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της αυτό, αναφέρθηκε στην ανάθεση από το Διευθυντή στο ενδιαφερόμενο μέρος κάποιων καθηκόντων, ενέργεια, κατ’ ισχυρισμό, μη νόμιμα επιτρεπτή. Ακόμα και αν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν στοιχειοθετείται η επίδειξη μεροληψίας. Έλλειψη αμεροληψίας δεν αποδεικνύει, ούτε η αλληλογραφία στην οποία αναφέρθηκε η εφεσείουσα, αλλά ούτε και το γεγονός ότι κατά τον ισχυρισμό της, ο Διευθυντής επεδίωξε ανεπιτυχώς την πειθαρχική της δίωξη.

    Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η μεροληψία θα πρέπει να αποδεικνύεται και σε αυτή την περίπτωση, όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν στοιχειοθετούνται παρόμοιοι ισχυρισμοί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ.  485,

Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,

Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027,

Soteriadou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 820/2000), ημερομηνίας 16/11/2001, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόφασης της E.Δ.Y., ημερομηνίας 30/11/99, με την οποία προήγαγε, κατόπιν επανεξέτασης λόγω ακυρωτικής απόφασης το ίδιο ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Προΐσταμένου Διεύθυνσης και Ανάπτυξης Νοσηλευτικού Προσωπικού, Υπουργείο Υγείας, από 1/2/98.

[*640]Α. Πετρίδης, για την Εφεσείουσα.

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Φρ. Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόρριψης της προσφυγής της εφεσείουσας με την οποία προσέβαλλε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής η «Επιτροπή»), ημερ. 30.11.1999. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα επανεξέτασης, λόγω ακύρωσης προηγούμενης επιλογής και πάλι του ενδιαφερόμενου μέρους για την ίδια θέση η οποία κρίθηκε ακυρωτέα με απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή Πετρίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 386/98, ύστερα από δήλωση της δικηγόρου της καθ’ ης η αίτηση ότι η αιτιολόγηση των συνεντεύξεων ήταν τρωτή γιατί είχε γίνει με τη βοήθεια πίνακα (βλέπε Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485).

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν ασχολήθηκε με όλους τους λόγους ακύρωσης που προτάθηκαν. Είχε εγείρει πρωτοδίκως το επιχείρημα ότι η Επιτροπή στην πρώτη της απόφαση ημερ. 8.12.1997, κατέγραψε στο πρακτικό ότι διόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος, ενώ μετά την ακύρωσή της από το Ανώτατο Δικαστήριο και κατά την επανεξέταση της υπόθεσης, αποφάσισε να το προάξει στην επίδικη θέση. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η Επιτροπή, κατά την επανεξέταση, άλλαξε την κατηγορία της θέσης και τους όρους μισθοδοσίας του ενδιαφερόμενου μέρους, χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση. Παρ’ όλον ότι η συγκεκριμένη ενέργεια της Επιτροπής συνιστούσε σοβαρό λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης, το Δικαστήριο στην πρωτόδικη απόφασή του παρέλειψε να αποφασίσει σχετικά.

Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, άνκαι σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία.

Ο ισχυρισμός που προβάλλεται τόσο στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας, όσο και κατά την έφεση ότι έγινε αλλαγή της κατη[*641]γορίας της θέσης, δεν ευσταθεί. Δεν έχει νόημα. Απλώς έγινε, ίσως, χρήση της λανθασμένης λέξης, κάτι όμως που δεν επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το τελικό αποτέλεσμα. Εν πάση περιπτώσει, δεν προβλήθηκε ισχυρισμός, ότι υπήρξε οποιαδήποτε πλημμέλεια ως προς την ταξινόμηση της περίπτωσης.

Το δεύτερο σημείο για το οποίο η εφεσείουσα παραπονείται ότι δεν απασχόλησε το Δικαστήριο, είναι ο ισχυρισμός ότι σε μερικά από τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, όπως διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπερέχει. Το παράπονο είναι εντελώς αβάσιμο. Το Δικαστήριο ρητά προβαίνει σε αναφορά στα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας και διαπιστώνει ότι τόσο η εφεσείουσα, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκαν ως εξαίρετοι.

Το τρίτο σημείο με το οποίο, κατά την εφεσείουσα, το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε για τα καθήκοντα που είχαν ανατεθεί στο ενδιαφερόμενο μέρος, εγκαταλείφθηκε κατά τη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης.

Η εφεσείουσα υποστηρίζει ακόμα ότι το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την ανυπαρξία υπηρεσιακών εκθέσεων σε κάποια χρόνια. Θα πρέπει και σε αυτή την περίπτωση να επισημάνουμε ότι ούτε αυτό το σημείο ηγέρθη στο κείμενο της προσφυγής, αλλά ούτε και στην προσφυγή υπ’ αρ. 386/98.

Εξ ίσου αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την αμφισβήτηση της αξίας της σύστασης του Διευθυντή. Αντίθετα, μεγάλο μέρος της απόφασης ασχολείται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τη σύσταση, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν πρωτοδίκως.

Η εφεσείουσα υποστηρίζει ακόμα ότι διάφορα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένα. Ιδιαίτερη σημασία δίδεται στην ετήσια έκθεση του ενδιαφερόμενου μέρους για το έτος 1996, για την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε «εξαίρετα» σ’ όλα τα στοιχεία.

Η έκθεση για το 1996 έχει πράγματι κάποιες ιδιομορφίες οι οποίες έδωσαν το υπόβαθρο στην εφεσείουσα για έντονη επιχειρηματολογία. Η έκθεση για το 1996 δεν τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι το γεγονός αυτό δεν έχει οποιαδήποτε σημασία, αφού η Επιτροπή, κατά την τελική της απόφαση είχε ενώπιόν της την έκθεση για το συγκεκριμένο χρόνο.

[*642]Το ενδιαφερόμενο μέρος στο χώρο όπου ο υπάλληλος περιγράφει τα καθήκοντα του, ανέγραψε ανακριβώς ότι κατά τη διάρκεια του 1996 εκτελούσε τα καθήκοντα της Διευθύντριας της Νοσηλευτικής Σχολής. Η αναφορά διεγράφη, ύστερα από επιστολή και σχετική υπόδειξη του Διευθυντή προς την Επιτροπή.

Κάτω από τις περιστάσεις δεν αντιλαμβανόμαστε το παράπονο της εφεσείουσας, όπως εκτίθεται στο δεύτερο λόγο έφεσης. Δεν αντιλαμβανόμαστε ποιούς νόμους και κανονισμούς ο Διευθυντής και το ενδιαφερόμενο μέρος παρέβηκαν, όπως ισχυρίζεται αόριστα. Η επέμβαση του Διευθυντή δεν έγινε επί της αξιολόγησης της συγκεκριμένης υπαλλήλου, αλλά είχε σκοπό τη διόρθωση μιας λανθασμένης καταγραφής των γεγονότων.

Εξ ίσου άνευ αντικειμένου είναι και το επιχείρημα ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου πως το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε «εξαίρετα» σε όλα τα στοιχεία ως προς το 1996 είναι εσφαλμένο. Όπως είδαμε και πιο πάνω η Επιτροπή, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η εφεσείουσα, είχε τη συγκεκριμένη έκθεση ενώπιόν της, ενώ τα επιχειρήματα για τον κατ’ ισχυρισμό παράτυπο τρόπο με τον οποίο ετοιμάστηκε η έκθεση, είδαμε πιο πάνω ότι δεν ευσταθούν.

Υποστηρίκτηκε ακόμα ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου πως δεν προκύπτει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος στερείται της απαιτούμενης διοικητικής πείρας είναι εσφαλμένο. Απλή ανάγνωση των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων δείχνει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος πράγματι κατείχε την απαιτούμενη πείρα. Για σειρά ετών ήταν υπεύθυνη για τη θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση των σπουδαστών της Νοσηλευτικής Σχολής, την παρακολούθηση, επίβλεψη και αξιολόγησή τους, ενώ συμμετέσχε στην οργάνωση και καταρτισμό των προγραμμάτων εκπαίδευσης. Το 1996 συμμετέσχε στον προγραμματισμό, οργάνωση και διεκπεραίωση προγραμμάτων βασικής νοσηλευτικής εκπαίδευσης και αναβάθμισης. Επίσης συμμετέσχε στην αξιολόγηση μετεκπαιδευτικού προγράμματος για νοσ. λειτουργούς ψυχικής υγείας και στο συντονισμό προγραμμάτων αναβάθμισης παγκυπρίως. Ακόμα, το 1994 της ανατέθηκε να βοηθά τον Πρώτο Ιατρικό Λειτουργό στη διεύθυνση της Νοσηλευτικής Σχολής, ενώ ήταν υπεύθυνη για τον καταρτισμό και εφαρμογή των προγραμμάτων της Σχολής.

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επαναλάβουμε ότι τόσον η αναφορά μας στην πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους, όσο και στην κατ’ ισχυρισμόν υπεροχή της εφεσείουσας στην οποία θα προβούμε στη συνέχεια, γίνεται μόνο μέσα στα πλαίσια της εξέτασης της νο[*643]μιμότητας της απόφασης της Επιτροπής. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και να την υποκαταστήσει στην κρίση της. Η διαπίστωση της κατοχής των προσόντων αποτελεί πάντοτε καθήκον του διορίζοντος οργάνου, ενώ στο Δικαστήριο παραμένει ο έλεγχος της νομιμότητας της πράξης.

Όπως είδαμε, με άλλο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η όποια υπεροχή της σε αξία ήταν οριακή, ενώ απορρίφθηκε ο ισχυρισμός για υπεροχή της σε προσόντα και πείρα. Δεν θα επαναλάβουμε όσα είπαμε πιο πάνω. Η Επιτροπή έλαβε υπ’ όψιν όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, τις εμπιστευτικές εκθέσεις, τη σύσταση του Διευθυντή και την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις και κατέληξε στην επιλογή της.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό για διαφορά στην αξία, αρκεί να λεχθεί ότι δεν διαπιστώνουμε πλάνη. Συνεπώς και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.

Τέλος, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η στάση του Διευθυντή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους και της αιτήτριας δεν συνιστά μεροληψία υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους και εναντίον της αιτήτριας, είναι εσφαλμένο. Για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της αυτό, αναφέρτηκε στην ανάθεση από το Διευθυντή στο ενδιαφερόμενο μέρος κάποιων καθηκόντων, ενέργεια, κατ’ ισχυρισμό, μη νόμιμα επιτρεπτή. Ακόμα και αν έτσι έχουν τα πράγματα δεν στοιχειοθετείται η επίδειξη μεροληψίας. Έλλειψη αμεροληψίας δεν αποδεικνύει, ούτε η αλληλογραφία στην οποία αναφέρθηκε η εφεσείουσα, αλλά ούτε και το γεγονός ότι κατά τον ισχυρισμό της, ο Διευθυντής επεδίωξε ανεπιτυχώς την πειθαρχική της δίωξη.

Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η μεροληψία θα πρέπει να αποδεικνύεται και σε αυτή την περίπτωση, όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν στοιχειοθετούνται παρόμοιοι ισχυρισμοί (βλέπε σχετικά Christou v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 437, Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027 και  Soteriadou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921).

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο