Θεοχαρίδης Χριστάκης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 644

(2004) 3 ΑΑΔ 644

[*644]10 Νοεμβρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3387)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Έλεγχος Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Δεν υπεισέρχεται στην αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου ― Ασκεί έλεγχο νομιμότητας.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αξιολόγηση υποψηφίων ― Ισχυρισμοί περί διαβλητής βαθμολογίας με αναφορά στην όμοια αξιολόγηση άλλων διαδικασιών ― Η όμοια αξιολόγηση δεν οδηγεί σε άνευ ετέρου συμπέρασμα διαβλητής βαθμολογίας.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Καθ’ όλα νόμιμη η σύσταση αν δοθεί χωρίς αιτιολογία σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Γνώση Αγγλικής γλώσσας ― Τεκμήριο κατοχής του προσόντος, λόγω κατοχής θέσης που το απαιτούσε.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Πρόσθετο προσόν ― Δεν παραγνωρίζεται αλλά ούτε υπερτιμάται.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Επιλογή καταλληλότερου υποψηφίου ― Εξετάζεται το εύλογο της απόφασης της ΕΔΥ.

Ο εφεσείων επεδίωξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων, αντί του ιδίου, στη θέση Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού, θέση πρώτου [*645]διορισμού και προαγωγής.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στα Παραρτήματα 6 και 8 της ένστασης, διαπιστώνει την αξιολόγηση για κάθε ένα από τους υποψήφιους χωριστά και την αιτιολογία της. Η Σ.Ε. και η Ε.Δ.Υ. δίδουν λόγους πώς κατέληξαν στην αξιολόγησή τους. Κατέγραψαν στο πρακτικό τα γεγονότα και τα στοιχεία που διαπίστωσαν και που δικαιολογούν το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης.

     Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου, ακόμη και αν θεωρεί ότι ο υποψήφιος θα έπρεπε να αξιολογηθεί διαφορετικά. Περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας. Η αξιολόγηση εδώ από τη Σ.Ε. δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, όπως υποστηρίζει ο εφεσείων, αλλά έγινε σε δύο στάδια:  Το πρώτο αφορούσε την απόδοση στην προφορική εξέταση και το δεύτερο τα λοιπά στοιχεία, που υπήρχαν ενώπιόν της (Πίνακας Α - προσόντα, πείρα ενός εκάστου των υποψηφίων - και όσα άλλα καταγράφτηκαν στην έκθεση).

     Η έκθεση της Σ.Ε. περιλαμβάνει με λεπτομέρεια τα θέματα που την απασχόλησαν και την αιτιολογία της κατάληξής της για τον κάθε υποψήφιο στις συνεντεύξεις, ως και τη γενική αποτίμηση κάθε υποψηφίου.

     Υποστηρίχθηκε ότι υπάρχει διάσταση της γενικής αξιολόγησης του εφεσείοντα από τη Σ.Ε. με τα στοιχεία των φακέλων. Δεν έχει διαπιστωθεί οποιαδήποτε σύγκρουση ή διάσταση με τα στοιχεία των φακέλων.

2.  Αμφισβητήθηκε, επίσης, η ορθότητα του ευρήματος ότι η βαθμολογία του αιτητή δεν ήταν εκ των προτέρων κατασκευασμένη.  Παραπονείται ο εφεσείων ότι, επειδή το λεκτικό, που χρησιμοποιήθηκε από την Ε.Δ.Υ. για την αξιολόγησή του, είναι πανομοιότυπο με το λεκτικό προηγούμενων διαδικασιών για πλήρωση άλλων θέσεων στο Κτηματολόγιο, αυτό αποκαλύπτει το προσχεδιασμένο του αποτελέσματος. 

     Η Ολομέλεια δεν συμφωνεί ούτε με τη θέση αυτή του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τη θέση του ως εξής:-

«Παρατηρώ ότι δεν έχω ενώπιον μου, ούτε προσκομίστηκαν, [*646]τα άλλα πρακτικά στα οποία αναφέρεται το επιχείρημα.  Αλλά και να δεχθεί ένας την ομοιότητα δεν ακολουθεί άνευ ετέρου συμπέρασμα για διαβλητή βαθμολογία.»

3.  Σ’ ό,τι αφορά τη σύσταση του Διευθυντή, και πάλι η πρωτόδικη απόφαση δεν αφίσταται της νομολογίας. Με αναφορά στη Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643, ορθά κρίθηκε ότι, ελλείψει νομοθετικής υποχρέωσης αιτιολόγησης της σύστασης του Διευθυντή σε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, η σύσταση χωρίς αιτιολογία είναι καθ’ όλα νόμιμη. 

4.  Άλλος λόγος έφεσης αφορά το λανθασμένο της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν της καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.

     Υπέρ των ε.μ. υπήρχε τεκμήριο ότι αυτά κατείχαν το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, από το γεγονός ότι, κατά το χρόνο προαγωγής τους στην προηγούμενη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄, απαιτείτο η πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.

5.  Η σημασία και η αξία μη προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντος, σχετικού όμως με τα καθήκοντα της θέσης, είναι νομολογημένο ότι δεν παραγνωρίζεται, αλλά ούτε και υπερτιμάται. 

6.  Τελικά, εκείνο που εξετάζεται, με βάση τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο, είναι εάν το αποτέλεσμα, στο οποίο το διορίζον όργανο καταλήγει, είναι εύλογο και η επιλογή στην οποία προβαίνει δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν εύλογα επιτρεπτό η Ε.Δ.Υ., στα πλαίσια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που έχει για την επιλογή των καταλληλοτέρων υποψηφίων, να καταλήξει στην απόφαση στην οποία κατέληξε.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χατζηλουκά v. Δημκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643,

Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422,

Δημοκρατία v. Ανδρέου και Άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153,

Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74.

[*647]

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 1202/99), ημερομηνίας 9/1/2002, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής τεσσάρων ενδιαφερομένων μερών στη θέση Aνώτερου Kτηματολογικού Λειτουργού, από 15/7/99, θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.

Ε. Χειμώνας, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Επιδιώκεται, με την έφεση, η ακύρωση πρωτόδικης απόφασης, αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.). 

Η προσφυγή προσέβαλλε τη νομιμότητα απόφασης, ημερομηνίας 7/7/1999, με την οποία προήχθησαν σε θέσεις Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού, από 15/7/99, τα ενδιαφερόμενα μέρη (ε.μ.) Παναγιώτης Αργυρού, Σάββας Ζένιος, Βάσος Πετρίδης και Κλεάνθης Κλεάνθους. 

Αναπτύχθηκαν ενώπιόν μας πέντε λόγοι έφεσης, που, ουσιαστικά, αντιστοιχούν με όσα πρωτόδικα διατυπώθηκαν και απορρίφθηκαν.

Δημοσίευση τεσσάρων θέσεων Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού (θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής) σηματοδότησε την έναρξη της διαδικασίας πλήρωσής τους.

Εφεσείων και ε.μ. κρίθηκε ότι πληρούσαν το σχέδιο υπηρεσίας και κλήθηκαν σε προφορική συνέντευξη. Αξιολογήθηκαν τόσο σε σχέση με την προφορική εξέταση όσο και γενικότερα, σ’ ό,τι αφορά άλλα στοιχεία κρίσης. Ο χαρακτηρισμός του εφεσείοντα, όπως διατυπώθηκε στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Σ.Ε.), ήταν, τόσο για την προφορική εξέταση όσο και γενικά λαμβανομένων υπόψη και [*648]άλλων στοιχείων,  «Σχεδόν εξαίρετος», ενώ η αξιολόγηση κάθε ε.μ. χωριστά - και στις δύο αξιολογήσεις - ήταν «Εξαίρετος».  Στην έκθεση της Σ.Ε. σημειώθηκε ότι, σ’ ό,τι αφορά την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, που απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας, αυτή κατείχετο τόσο από τον εφεσείοντα όσο και από τα ε.μ.

Η κατάληξη της Ε.Δ.Υ., στο σημείο αυτό, για διαφορετικούς λόγους, δεν ήταν άλλη. Έκρινε ότι το προσόν της γλώσσας κατείχετο, από το γεγονός ότι στο παρελθόν εφεσείων και ε.μ. κατείχαν θέση, το σχέδιο υπηρεσίας της οποίας απαιτούσε πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, αλλά και από το γεγονός ότι αυτοί είχαν φοιτήσει σε αγγλόφωνα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ., ο Διευθυντής του Τμήματος, ο οποίος παρίστατο, αξιολόγησε τους υποψήφιους, χαρακτηρίζοντας τον εφεσείοντα «Πολύ καλό» και κάθε ένα από τα ε.μ. «Σχεδόν εξαίρετο», συστήνοντας για προαγωγή τα ε.μ. 

Η Ε.Δ.Υ., στη δική της γενική αξιολόγηση, χαρακτήρισε τον εφεσείοντα ως «Πολύ καλό», σ’ αντίθεση με τα ε.μ., που χαρακτήρισε «Σχεδόν Εξαίρετα», και στην αναλυτική αξιολόγηση:-

«Θεοχαρίδης Χριστάκης: Πολύ καλός. Η κατάρτισή του στο γνωστικό αντικείμενο είναι αρκετά ικανοποιητική.  Παρουσίασε, όμως, κάποιες ελλείψεις στη γνώση της νομοθεσίας που διέπει τη λειτουργία του Τμήματος και ενίοτε παρέκαμπτε την ουσία των ερωτήσεων.»

Πρωτόδικα, σχετικά με την αξιολόγηση, κρίθηκε, με αναφορά στο Άρθρο 34(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), ότι υπήρξε λεπτομερής καταγραφή και αιτιολόγηση του αποτελέσματος για τον κάθε υποψήφιο χωριστά και παρατέθηκε προς τούτο, ως παράδειγμα, η αξιολόγηση του εφεσείοντα από τη Σ.Ε.:- 

«Θεοχαρίδης Χριστάκης:  Στην προφορική εξέταση ήταν σχεδόν εξαίρετος όπως φαίνεται πιο πάνω. Έχει πείρα με καλές γνώσεις και σκέψεις αναφορικά με την εποπτεία και διοίκηση με αξιόλογη προσφορά στο Τμήμα. Γενικά αξιολογείται ως Σχεδόν Εξαίρετος.

Θεοχαρίδης Χριστάκης:  Από τις σαφείς απαντήσεις του διαφάνηκε καθαρά πολύ ψηλό επίπεδο γνώσεων. Φάνηκε ώριμος με αντίληψη και ευθυκρισία και πεπειραμένος με πολύ καλές [*649]γνώσεις και ορθές σκέψεις αναφορικά με την εποπτεία και διοίκηση. Αξιολογείται ως Σχεδόν Εξαίρετος.»

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται το εύρημα της αιτιολογίας της αξιολόγησης της Σ.Ε. Την έλλειψη αιτιολογίας ο εφεσείων την εντάσσει στο εξής πλαίσιο: Χαρακτηρίστηκε, λέγει, από τη Σ.Ε. ως «Σχεδόν εξαίρετος», ενώ οι επί μέρους αναφορές, που δίδονται γι’ αυτόν, οδηγούν στο χαρακτηρισμό του ως «Άριστος». Η διάσταση αυτή, είναι η εισήγησή του, φανερώνει την έλλειψη αιτιολογίας και το προκατασκευασμένο του αποτελέσματος. Επίσης, δεν προσδιορίζονται ποία άλλα στοιχεία, πλην της απόδοσης, έλαβε υπόψη η Σ.Ε. για την αξιολόγηση, γεγονός που πλήττει την αιτιολογία. Η κρίση της Σ.Ε. δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων, γεγονός που συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την απόφαση της Ε.Δ.Υ.

Δε συμφωνούμε με τη θέση αυτή του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στα Παραρτήματα 6 και 8 της ένστασης, διαπιστώνει την αξιολόγηση για κάθε ένα από τους υποψήφιους χωριστά και την αιτιολογία της. Η Σ.Ε. και η Ε.Δ.Υ. δίδουν λόγους πώς κατέληξαν στην αξιολόγησή τους. Κατέγραψαν στο πρακτικό τα γεγονότα και τα στοιχεία που διαπίστωσαν και που δικαιολογούν το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης.

Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου, ακόμη και αν θεωρεί ότι ο υποψήφιος θα έπρεπε να αξιολογηθεί διαφορετικά.  Περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας.  Η αξιολόγηση εδώ από τη Σ.Ε. δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, όπως υποστηρίζει ο εφεσείων, αλλά έγινε σε δύο στάδια:  Το πρώτο αφορούσε την απόδοση στην προφορική εξέταση και το δεύτερο τα λοιπά στοιχεία, που υπήρχαν ενώπιόν της (Πίνακας Α - προσόντα, πείρα ενός εκάστου των υποψηφίων - και όσα άλλα καταγράφτηκαν στην έκθεση).

Η έκθεση της Σ.Ε. περιλαμβάνει με λεπτομέρεια τα θέματα που την απασχόλησαν και την αιτιολογία της κατάληξής της για τον κάθε υποψήφιο στις συνεντεύξεις, ως και τη γενική αποτίμηση κάθε υποψηφίου.

Υποστηρίχθηκε ότι υπάρχει διάσταση της γενικής αξιολόγησης του εφεσείοντα από τη Σ.Ε. με τα στοιχεία των φακέλων.  Δεν έχουμε διαπιστώσει οποιαδήποτε σύγκρουση ή διάσταση με τα στοιχεία των φακέλων.

[*650]

Αμφισβητήθηκε, επίσης, η ορθότητα του ευρήματος ότι η βαθμολογία του αιτητή δεν ήταν εκ των προτέρων κατασκευασμένη.  Παραπονείται ο εφεσείων ότι, επειδή το λεκτικό, που χρησιμοποιήθηκε από την Ε.Δ.Υ. για την αξιολόγησή του, είναι πανομοιότυπο με το λεκτικό προηγούμενων διαδικασιών για πλήρωση άλλων θέσεων στο Κτηματολόγιο, αυτό αποκαλύπτει το προσχεδιασμένο του αποτελέσματος. 

Δε συμφωνούμε ούτε με τη θέση αυτή του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τη θέση του ως εξής:-

«Παρατηρώ ότι δεν έχω ενώπιον μου, ούτε προσκομίστηκαν, τα άλλα πρακτικά στα οποία αναφέρεται το επιχείρημα.  Αλλά και να δεχθεί ένας την ομοιότητα δεν ακολουθεί άνευ ετέρου συμπέρασμα για διαβλητή βαθμολογία.»

Σ’ ό,τι αφορά τη σύσταση του Διευθυντή, και πάλι η πρωτόδικη απόφαση δεν αφίσταται της νομολογίας. Με αναφορά στη Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643, ορθά κρίθηκε ότι, ελλείψει νομοθετικής υποχρέωσης αιτιολόγησης της σύστασης του Διευθυντή σε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, η σύσταση χωρίς αιτιολογία είναι καθ’ όλα νόμιμη. 

Άλλος λόγος έφεσης αφορά το λανθασμένο της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν της καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.

Δεν έχουμε διαφορετική γνώμη από αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου - υπέρ των ε.μ. υπήρχε τεκμήριο ότι αυτά κατείχαν το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, από το γεγονός ότι, κατά το χρόνο προαγωγής τους στην προηγούμενη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄, απαιτείτο η πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας - (βλ. Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422).

Ανεδαφικός είναι και ο τελευταίος λόγος έφεσης - ότι, δηλαδή, ο εφεσείων υπερέχει σε αξία, προσόντα, και αρχαιότητα.   Διατείνεται ότι παραγνωρίστηκε η αρχαιότητά του, η οποία, δεδομένης της αξιολόγησης του ιδίου και των ε.μ. τα τελευταία πέντε χρόνια ως «Εξαίρετων» και της κατοχής από τον ίδιο μεταπτυχιακού προσόντος, θα έπρεπε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του. Η αρχαιότητά του έναντι όλων των ε.μ., τόσο στην προηγούμενη θέση αλλά και γενικότερα, παραγνωρίστηκε, λέγει, και [*651]υπερίσχυσε η αναιτιολόγητη σύσταση του Διευθυντή. 

Η σημασία και η αξία μη προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντος, σχετικού όμως με τα καθήκοντα της θέσης, είναι νομολογημένο ότι δεν παραγνωρίζεται, αλλά ούτε και υπερτιμάται - (βλ. Δημοκρατία ν. Ανδρέου & άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153). 

Τα ε.μ. Π. Αργυρού και Κλ. Κλεάνθους κατείχαν μεταπτυχιακό προσόν μη προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας.  Ενώπιον της Ε.Δ.Υ. υπήρχαν τα στοιχεία αυτά και σημειώθηκε στο πρακτικό ότι, για όσους το κατείχαν και προήχθησαν, η Ε.Δ.Υ. το συνεκτίμησε μαζί με όλα τα άλλα. Δεν είχε υποχρέωση να αναφερθεί ειδικά στον εφεσείοντα.

Ο εφεσείων υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι όλων των ε.μ., τόσο στην προηγούμενη θέση όσο και γενικά. στην προηγούμενη θέση έναντι των ε.μ. 1, 2, 4 δύο χρόνια και μερικούς μήνες  και έναντι του ε.μ. 3 τριάμισι χρόνια. Η αρχαιότητά του αυτή δεν παραγνωρίστηκε από την Ε.Δ.Υ. Αντίθετα, κατά την επιλογή των ε.μ., η Ε.Δ.Υ. σημείωσε την αρχαιότητα του αιτητή και αιτιολόγησε γιατί αυτή δεν μπορούσε να υπερισχύσει. Διαπίστωσε την υπεροχή των ε.μ. σε αξία κατά τα ανωτέρω, ιδίως αφού είχαν καλύτερη απόδοση στις προφορικές συνεντεύξεις, τόσο ενώπιον της Σ.Ε. όσο και ενώπιόν της.

Τελικά, εκείνο που εξετάζεται, με βάση τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο, είναι εάν το αποτέλεσμα, στο οποίο το διορίζον όργανο καταλήγει, είναι εύλογο και η επιλογή στην οποία προβαίνει δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας - (βλ. Odysseas Georghiou v. Republic (Public Service Commission) (1976) 3 C.L.R. 74). Όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν εύλογα επιτρεπτό η Ε.Δ.Υ., στα πλαίσια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που έχει για την επιλογή των καταλληλοτέρων υποψηφίων, να καταλήξει στην απόφαση στην οποία κατέληξε.

Η έφεση απορρίπτεται.

Τα έξοδα βαρύνουν τον εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο