Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Τheoktisto Ltd Imports - Exports (2004) 3 ΑΑΔ 673

(2004) 3 ΑΑΔ 673

[*673]2 Δεκεμβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,

ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

THEOKTISTO LTD IMPORTS-EXPORTS,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3397)

 

Διοικητική Πράξη ― Προπαρασκευαστική σε αντιδιαστολή προς εκτελεστή απόφαση ― Κρίθηκε ότι δεν χωρεί τέτοιος διαχωρισμός στην περίπτωση κατάταξης εμπορευμάτων σε ορισμένη κατηγορία για σκοπούς επιβολής λιμενικών δικαιωμάτων ― Περιστάσεις.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Οι περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμοί του 1976 έως 1999 (Κ.Δ.Π. 45/76)) ― Παράγραφος 3(1) του Μέρους Ι του Πίνακα ― Περιεχόμενο ρύθμισης και εφαρμογή στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Διοικητικό Δίκαιο ― Τεκμήριο νομιμότητας της επίδικης απόφασης ― Βάρος ανατροπής του ― Δεν ανατράπηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Η εφεσείουσα Αρχή επεδίωξε με την έφεση της, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η απόφασή της για κατάταξη των επιδίκων εμπορευμάτων σε συγκεκριμένη κατηγορία, για σκοπούς επιβολής λιμενικών δικαιωμάτων.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Η κατάταξη εμπορευμάτων σε ορισμένη Kατηγορία δεν μπορεί, με κανένα τρόπο, να θεωρηθεί ως απόφαση προπαρασκευαστική της τελικής απόφασης, που συνίσταται στην έκδοση των τιμολογίων. Εφόσον η έκδοση των τιμολογίων γίνεται αυτόματα, μέσω ηλεκτρονικού υπολογι[*674]στή, με την καταχώρηση και μόνο της Kατηγορίας στην οποία κατατάσσονται τα εμπορεύματα, τέτοιος τεχνητός διαχωρισμός νομικώς δε χωρεί.

2. Η Κατηγορία (i) της παραγράφου 3 του Μέρους Ι του Πίνακα αναφέρεται σε “Φορτίον εντός εμπορευματοκιβωτίων ή άλλως πως μοναδοποιημένον (εξαιρέσει το της κατηγορίας 4) οσάκις εκάστη μονάς παραδίδεται εις τον παραλήπτην εις οίαν κατάστασιν εισάγεται και το ακαθάριστον βάρος υπερβαίνη τα 1000 χιλιόγραμμα κατά μονάδα_ κενά εμπορευματοκιβώτια.” Εφόσον η εφεσίβλητη δεν πρόβαλε, τον ισχυρισμό, ούτε, βέβαια, προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς τη συνδρομή των σωρευτικών προϋποθέσεων που απαιτούνται για να κριθεί ότι τα επίδικα εμπορεύματα ενέπιπταν στην Κατηγορία (i) της παραγράφου 3 του Μέρους Ι του Πίνακα, την παράδοση, δηλαδή, των επίδικων εμπορευμάτων στον παραλήπτη τους στην κατάσταση στην οποία εισήχθησαν, και την υπεροχή, αναφορικά με το ακαθάριστο βάρος, των 1000 χιλιογράμμων κατά μονάδα, απέτυχε να ανατρέψει το τεκμήριο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης, δεικνύοντας πλάνη ή, έστω, ενδεχόμενη πλάνη εκ μέρους της εφεσείουσας.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα

Έφεση.

Έφεση από την Καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 680/2000) ημερομηνίας 28/1/2002, με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή της αιτήτριας εταιρείας και ακυρώθηκε η κατάταξη και δασμολόγηση της εισαγωγής μοναδοποιημένου φορτίου από πλάκες Καρύστου με βάση την παράγραφο 3 του Μέρου 1 του Πίνακα των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών του 1976-1999 (Κ.Δ.Π. 45/76, όπως τροποποιήθηκε).

Α. Κουντουρή, για την Εφεσείουσα.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τη Λευκωσία. Ασχολείται με την εισαγωγή και εξαγωγή εμπορευμάτων.

Στις 30.3.2000 η εφεσίβλητη απέστειλε στην εφεσείουσα το πιο κάτω τηλεομοιότυπο*:

“Αρχή Λιμένων Κύπρου

Διευθυντή Λιμανιού Λ/σού

Λεμεσός

Κατεπείγον

Κύριε,

Σας πληροφορούμε ότι αναμένουμε το S/S AVANTIS στις 31/03/00 διά εκφόρτωση 617 παλέττων με πλάκες Καρύστου και το οποίο φορτίο είναι μοναδοποιημένο.

Έχουμε την άποψη ότι η δέουσα δασμολογική επιβάρυνσης θα πρέπει να γίνει βάση της Παραγράφου 3(Ι) του μέρους Ι του πίνακος των σχετικών κανονισμών και θα πρέπει να χρεωθούν ©ΛΚ 2.00/τόνο αντί με βάση την κατηγορία 3 (xvii) © 0.40/100 χιλιόγραμμα ως να επρόκειτο για μη μοναδοποιημένο φορτίο.

Επειδή το θέμα έχει αχθεί ήδη στο Ανώτατο Δικαστήριο με άλλην υπόθεση και προς αποφυγή αχρείαστης δαπάνης και ταλαιπωρίας υποβάλλουμε το αίτημα όπως εξεταστεί σε βάθος το όλον θέμα αφού ληφθεί και σχετική γνωμάτευση από τον Γενικόν Εισαγγελέα.”

Αφού αφίχθησαν τα εμπορεύματα, την 31.3.2000 η εφεσείουσα, αφού έκρινε ότι δεν επρόκειτο για φορτίο που ενέπιπτε στην Κατηγορία (i), πιο κάτω, εξέδωσε προς την εφεσίβλητη τρία τιμολόγια, με βάση την Κατηγορία (xvii) της παραγράφου 3 του Μέρους I του Πίνακα των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών του 1976-1999 (Κ.Δ.Π. 45/76, όπως τροποποιήθηκε), ήτοι με συντελεστή 40 σεντ ανά 100 χιλιόγραμμα ή μέρους αυτών**. Τα τρία τιμολόγια εξοφλήθηκαν αμέσως.

Στη συνέχεια η εφεσίβλητη προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας:

“Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της [*676]καθ’ ης η αίτηση ημερ. 31.3.2000 με την οποία απέρριψε παράνομα τη νόμιμη αίτηση των αιτητών ημερ. 30.3.2000 να κατατάξει την εισαγωγή 617 παλέττων με πλάκες Καρύστου στην κατηγορία 3(Ι), του Μέρους Ι, των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Κανονισμών του 1976 – 1996, με συνέπεια την 31.3.2000 να χρεωθούν με γενικά λιμενικά δικαιώματα οι αιτητές ψηλότερα από ότι το μοναδοποιημένο φορτίο, απόφαση που είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.”

Ενώπιον του συνάδελφου Δικαστή που εκδίκασε πρωτόδικα την προσφυγή, η εφεσείουσα ήγειρε, μεταξύ άλλων, την προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι πρόδηλα αβάσιμη γιατί δεν στρέφεται εναντίον συγκεκριμένης διοικητικής πράξης ή απόφασης, αφού οι καθ΄ων η αίτηση δεν απέρριψαν οποιοδήποτε αίτημα των αιτητών, όπως αναφέρεται στην προσφυγή, ενώ τα τυχόν έννομα αποτελέσματα δημιουργήθηκαν μόνο με την έκδοση τριών διαφορετικών διοικητικών πράξεων ή αποφάσεων, δηλαδή με την έκδοση των τιμολογίων υπ’ αρ. 200036397, 20003695 και 200036400, ημερ. 31.3.2000, η νομιμότητα των οποίων δεν προσβάλλεται από τους αιτητές.

Ο συνάδελφος Δικαστής απέρριψε την προδικαστική ένσταση με το ακόλουθο σκεπτικό:

“Είναι παραδεκτό ότι η έκδοση των τιμολογίων γίνεται αυτόματα μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή με την καταχώρηση και μόνο της κατηγορίας στην οποία ταξινομείται το εκάστοτε φορτίο κατ’ εφαρμογήν των προνοιών του Κανονισμού 3 των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών του 1976 έως 1999, Κ.Δ.Π. 45/76, όπως τροποποιήθηκαν.

...................................................................................................

Δέχομαι ότι τα οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα δημιουργήθηκαν με την έκδοση των πιο πάνω τιμολογίων τα οποία είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Το επόμενο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η προσφυγή προσβάλλει ή όχι τις πιο πάνω πράξεις. Είναι αλήθεια ότι στην προσφυγή δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στα εκδοθέντα τιμολόγια. Όμως, γίνεται σαφής αναφορά στην απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 31.3.2000, με την οποία, σύμφωνα βέβαια με τους αιτητές, απορρίφθηκε παράνομα η αίτησή τους για κατάταξη της εισαγωγής των συγκεκριμένων εμπορευμάτων στην κατηγορία 3(1) του Μέρους Ι των σχετικών Κανονισμών, ενώ στη συνέχεια γίνεται αναφορά και στα ψηλότερα γενικά λιμενικά δικαιώματα, που λόγω της παράνομης αυτής πράξης χρεώθηκαν.

Η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε είναι τέτοια που δεν αφήνει αμφιβολία ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση να κατατάξουν τα εμπορεύματα στη συγκεκριμένη κατηγορία, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η έκδοση των τιμολογίων. Οι αιτητές προσβάλλουν ορθά και βέβαια μέσα στη νόμιμη προθεσμία, εκτελεστή διοικητική απόφαση των καθ’ ων η αίτηση και συνεπώς η ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί.

Ακολούθως, ο συνάδελφος Δικαστής, αφού προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής, έκρινε ότι η επίδικη απόφαση της εφεσείουσας ήταν πεπλανημένη ή υπήρχε, τουλάχιστον, αμφιβολία περί την ύπαρξη ή μη ύπαρξη εκ μέρους της πλάνης. Και ακύρωσε την επίδικη απόφαση. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Σύμφωνα με την παραγρ. 3(1) του Μέρους Ι του Πίνακα της Κ.Δ.Π. 45/76 “φορτίο εντός εμπορευματοκιβωτίων ή άλλως πως μοναδοποιημένον (εξαιρέσει το της κατηγορίας 4) οσάκις εκάστη μονάς παραδίδεται εις τον παραλήπτην εις οίαν κατάστασιν εισάγεται και το ακαθάριστον βάρος υπερβαίνει τα 1000 χιλιόγραμμα κατά μονάδα· κενά εμπορευματοκιβώτια.*”

Το όλο θέμα καταλήγει στην ερμηνεία του όρου “μοναδοποιημένο”. Και οι δύο υποστηρίζουν ότι μοναδοποίηση είναι η περίληψη εμπορευμάτων για φόρτωση σε μία μονάδα κανονικού μεγέθους, ούτως ώστε να εξυπηρετείται η διακίνηση του φορτίου και να αυξάνεται η ταχύτητα φόρτωσης και εκφόρτωσης στα πλοία. Τέτοια φορτία θεωρούνται ένας αριθμός εμπορευματοκιβωτίων (containers), κιβωτίων (crates), κουτιών (boxes) ή παλλέτων (pallets).

...................................................................................................

Έχοντας υπ’ όψιν τον τρόπο συσκευασίας του συγκεκριμένου φορτίου, πιστεύω ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση είναι πεπλανημένη. Το φορτίο που ήταν πλάκες Καρύστου, ήταν συσκευασμένο πάνω σε σανίδι και αποτελούσε ολόκληρο μία παλλέτα, δηλαδή μία συγκεκριμένη μονάδα φόρτωσης. Ο τρόπος συσκευασίας διευκολύνει το χειρισμό του και μειώνει το χρόνο φόρτωσης και εκφόρτωσής του, αφού με μια κίνηση μετακινείται ολόκληρη η συσκευασία, η οποία περιέχει πολλές μονάδες του προϊόντος μαζί.

[*678]Όπως έχει νομολογηθεί, η δημιουργία αμφιβολίας περί την ύπαρξη ή μη ύπαρξη πλάνης είναι αρκετή για να καταστήσει τη ληφθείσα απόφαση άκυρη (Κοκκίνης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2518, 2527).

Είναι αλήθεια ότι έχει αποφασιστεί (Kazan Carton Industry v. Cyprus Ports Authority (1988) 3 C.L.R. 1559, 1562), ότι η Αρχή Λιμένων είναι η Αρχή που ο νόμος της έχει εμπιστευθεί να εκτιμά τις επιπτώσεις της εισαγωγής αγαθών σε διάφορες μορφές και την εφαρμογή των κανονισμών σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα τους. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συμφωνώ ότι ήταν εύλογα ανοικτό στους καθ’ ων η αίτηση να θεωρήσουν τα προϊόντα των αιτητών ως υποκείμενα σε λιμενικά δικαιώματα της τάξης 3(1)(xvii). Η διατύπωση του Κανονισμού σαφώς δείχνει ότι η απόφασή τους είναι πεπλανημένη, αφού το φορτίο εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ως μοναδοποιημένο και μετακινούμενο ως μία μονάδα.”

Προβάλλονται δύο λόγοι έφεσης. Ότι (α) εσφαλμένα ο συνάδελφος Δικαστής απέρριψε την προδικαστική ένσταση της εφεσείουσας και (β) εσφαλμένα έκρινε ότι η επίδικη απόφαση ήταν πεπλανημένη ή υπήρχε, τουλάχιστον, αμφιβολία περί την ύπαρξη ή μη ύπαρξη πλάνης εκ μέρους της εφεσείουσας.

Όσον αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τη δικηγόρο της εφεσείουσας, “... αφού το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε δεκτή τη θέση της Εφεσείουσας/Καθ’ ης η Αίτηση πως το κάθε τιμολόγιο που εκδόθηκε αποτελούσε ξεχωριστή διοικητική πράξη, εσφαλμένα δεν έκανε δεκτή την προδικαστική ένσταση και εσφαλμένα αποφάσισε ... σε άλλο σημείο της απόφασης του ότι «η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε είναι τέτοια που δεν αφήνει αμφιβολία ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση να κατατάξουν τα εμπορεύματα στη συγκεκριμένη κατηγορία, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η έκδοση των τιμολογίων». Η απόφαση για κατάταξη των εμπορευμάτων αποτελεί εν πάση περιπτώσει ενδιάμεση, προπαρασκευασμένη πράξη η/και απόφαση των τελικών αποφάσεων που συνίστανται στην έκδοση των τιμολογίων και δεν μπορεί αυτοτελώς να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τα τρία τιμολόγια αποτελούσαν τρεις ξεχωριστές διοικητικές πράξεις και ως τέτοιες έπρεπε να είχαν προσβληθεί.”

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Το σκεπτικό, στη βάση του οποίου ο συνάδελφος Δικαστής απέρριψε την προδικαστική ένσταση, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Προσθέτουμε, απλώς, ότι [*679]η κατάταξη εμπορευμάτων σε ορισμένη Kατηγορία δεν μπορεί, με κανένα τρόπο, να θεωρηθεί ως απόφαση προπαρασκευαστική της τελικής απόφασης, που συνίσταται στην έκδοση των τιμολογίων. Εφόσον η έκδοση των τιμολογίων γίνεται αυτόματα, μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, με την καταχώρηση και μόνο της Kατηγορίας στην οποία κατατάσσονται τα εμπορεύματα, τέτοιος τεχνητός διαχωρισμός νομικώς δε χωρεί.

Όσον αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τη δικηγόρο της εφεσείουσας, λαμβανομένου υπόψη του τεκμηρίου της νομιμότητας των διοικητικών αποφάσεων, η εφεσίβλητη έφερε το βάρος της απόδειξης του λόγου ακυρώσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής, στην περίπτωση των επίδικων εμπορευμάτων, της Κατηγορίας (i) της παραγράφου 3 του Μέρους Ι του Πίνακα και, επομένως, της πλάνης ή, έστω, της ενδεχόμενης πλάνης. Το βάρος αυτό η εφεσίβλητη δεν το απέσεισε.

Συμφωνούμε με την εισήγηση της δικηγόρου της εφεσείουσας. Η Κατηγορία (i) της παραγράφου 3 του Μέρους Ι του Πίνακα αναφέρεται σε “Φορτίον εντός εμπορευματοκιβωτίων ή άλλως πως μοναδοποιημένον (εξαιρέσει το της κατηγορίας 4) οσάκις εκάστη μονάς παραδίδεται εις τον παραλήπτην εις οίαν κατάστασιν εισάγεται και το ακαθάριστον βάρος υπερβαίνη τα 1000 χιλιόγραμμα κατά μονάδα· κενά εμπορευματοκιβώτια.” Εφόσον η εφεσίβλητη δεν πρόβαλε, τον ισχυρισμό, ούτε, βέβαια, προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς τη συνδρομή των σωρευτικών προϋποθέσεων που απαιτούνται για να κριθεί ότι τα επίδικα εμπορεύματα ενέπιπταν στην Κατηγορία (i) της παραγράφου 3 του Μέρους Ι του Πίνακα, την παράδοση, δηλαδή, των επίδικων εμπορευμάτων στον παραλήπτη τους στην κατάσταση στην οποία εισήχθησαν, και την υπεροχή, αναφορικά με το ακαθάριστο βάρος, των 1000 χιλιογράμμων κατά μονάδα, απέτυχε να ανατρέψει το τεκμήριο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης, δεικνύοντας πλάνη ή, έστω, ενδεχόμενη πλάνη εκ μέρους της εφεσείουσας.

Η έφεση επιτυγχάνει. Με έξοδα, πρωτόδικα και κατ’ έφεση, υπέρ της εφεσείουσας.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Η επίδικη απόφαση της εφεσείουσας επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο